ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Υπό Σταμάτη Γιακουμή, Δόκτορος Φιλοσοφίας, Νομομάγιστρου (Magister Legum)

ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

Υπό Σταμάτη Γιακουμή, Δόκτορος Φιλοσοφίας, Νομομάγιστρου (Magister Legum- βλ. Φάουστ)

Grecia capta ferrum victorem cepit et artes intulit agresti Latio

Horatius

Η Ελλάδα, καταληφθείσα, αιχμαλώτισε τον κατακτητή και εισήγαγε τις τέχνες στο αγροτικό Λάτιο

Οράτιος

«ἔστι δ’ ἡ διαλεκτικὴ πειραστικὴ περὶ ὧν ἡ φιλοσοφία γνωριστική»

Αριστοτέλης

                                        ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ

Δεν διεκδικώ δάφνες επαγγελματία γλωσσολόγου, είμαι όμως ικανός γνώστης της ελληνικής γλώσσας και άλλων τεσσάρων αρκετά διαδεδομένων ευρωπαϊκών γλωσσών (αγγλικά, γερμανικά, γαλλικά, ιταλικά) και τολμώ να εκτεθώ μαζί με το παρόν λεξικό στο αναγνωστικό κοινό, έχοντας τις ερασιτεχνικές φιλοδοξίες ενός Γκαίτε και τηρώντας απαρέγκλιτα το ρητό του ότι όποιος δεν γνωρίζει ξένες γλώσσες, δεν ξέρει ούτε τη δική  του. Η γλωσσολογία της εποχής μας, όπως την αντιλαμβάνομαι, αντιφάσκει κάπως με τη γενικότερη επιστημονική – πολιτιστική αντίληψη ή νοοτροπία υπό την εξής έννοια: Αποδίδει πάμπολλες ευρωπαϊκές και ελληνικές λέξεις με αντίστροφη αναγωγή στην ινδοευρωπαϊκή γλώσσα, μη ικανοποιούμενη, σχεδόν μη καταδεχόμενη να αρκεστεί στην  ολοφάνερη και ιστορικά καταγεγραμμένη ελληνική επιρροή. Εν πολλοίς δηλαδή οι γλωσσολόγοι επινόησαν μέσω υποθέσεων, γενικεύσεων ή ευφάνταστων εικασιώνινδοευρωπαϊκές ρίζες εξαγόμενες συμπερασματικά από τις υπάρχουσες σύγχρονες ευρωπαϊκές γλώσσες, από τα ελληνικά και εν μέρει από την ινδική, και εντέλει κατασκεύασαν μία προγενέστερη γλώσσα, από την οποία υποτίθεται ότι προέρχονται τα ελληνικά και οι γλώσσες, των οποίων την καταγωγή ερευνούν! Έτσι, ψάχνοντας να βρουν μια απόλυτη αρχή, ένα αξίωμα για τη σύγχρονη χαοτική γλωσσική διαστρωμάτωση, στην ουσία έφτιαξαν αυτό που ζητούσαν (petitio principii) νομίζοντας ότι ξέφυγαν από την απροσμέτρητη τοπική και χρονική ποικιλία που τούς σκανδάλιζε! Αρκεί να δώσουμε στο μυστήριο ένα όνομα και θεωρούμε ότι το διελευκάναμε, όπως θα ’λεγε ο Γκέοργκ Ζίμμελ, ή αλλιώς, αν και κατείχαμε ήδη τη μέγιστη δυνατή παρακαταθήκη εφάμιλλη με την ιστορία του Χριστού, δηλαδή την ελληνική παράδοση, ξανοιχτήκαμε μονίμως ανικανοποίητοι με τις βαρκούλες μας στη Μεσόγειο για να βρούμε το άγιο δισκοπότηρο, όπως θα ΄λεγε ο Ουμπέρτο Έκο. 

Φυσικά τα ελληνικά, όπως και καθετί άλλο υπάρχον, προέρχονται από μία προϋπάρχουσα προγενέστερη βάση, η μεσολάβησή τους όμως υπήρξε τόσο καταλυτική στην ανθρώπινη Ιστορία, ώστε για κάθε πρόβλημα συνεννόησης ενόψει ενός εισέτι αζύμωτου, βαβελικού και δυσοίωνου μέλλοντος είναι προσφορότερο και χρησιμότερο να παραπέμπουμε στις δικές τους προτάσεις και λύσεις παρά σε αόριστες υποθέσεις ενός ανεξιχνίαστου παρελθόντος ή εξεζητημένους νεολογισμούς ενός συγκεχυμένου παρόντος. Με απορία βλέπουμε πολλούς που αν πρόκειται για πολιτική εξορκίζουν τον Ινδοευρωπαϊκό μύθο όπως ο διάολος το λιβάνι, συνδέοντάς τον ευλόγως με φασιστικά – ναζιστικά οράματα και φαντασιώσεις, να είναι οι ίδιοι που τον ανεβάζουν σε απόλυτο βάθρο όσο αφορά τη γλωσσολογία, για να υποβαθμίσουν την ελληνική επίδραση. Αυτό είναι βέβαια ανθρώπινο, γιατί είναι λογική η φιλοδοξία των επόμενων γενεών να αποδώσουν στον εαυτό τους τα νέα ευρήματα και τις τρέχουσες ανακαλύψεις ή εφευρέσεις, αποκλίνοντας από την πατροπαράδοτη γνώση, όπως κάθε παιδί θέλει να απομακρυνθεί και να ανεξαρτητοποιηθεί από τον γονέα του. Όμως ο καθένας όταν ωριμάσει, θέτει τελικά τους γονείς του στις σωστές τους διαστάσεις και κατανοεί την απέραντη συνεισφορά τους. Κατά τον ίδιο τρόπο και η σύγχρονη κοινότητα θα καταλήξει ότι είναι ίσως βαρύ να θεωρήσει την αρχαία Ελλάδα ως ακρογωνιαίο λίθο των γλωσσών και των νοημάτων της, θα αναγνωρίσει όμως αναγκαστικά ότι τα ελληνικά μέσω της επιστημονικής τους σύλληψης, του παραστατικούκαι εικαστικού  τους πλούτου και τηςεμβριθούς εμπεριστατωμένης ετυμολογίας τους προσφέρουν ανυπολόγιστη ωφέλεια στην αποσαφήνιση και την ανάπτυξη των εννοιών.Η ελληνική επίδραση λοιπόν δεν μπορεί να μειωθεί, πολλαπλασιάζει τις επιδράσεις και τις επιρροές της, γιατί είναι η πεμπτουσία της ευκινησίας και της ζωηρότητας του πνεύματος.

Επειδή όμως κανείς συχνά αναγκάζεται να διευκρινίζει τα αυτονόητα και μάλιστα με ρητά εκπεφρασμένο τρόπο, για να διατρυπά τα βουλωμένα κηροπαγή ώτα των προκατειλημμένων, ας τονίσουμε σθεναρά ότι η ενασχόληση με την ελληνική γλώσσα δεν έχει καμία σχέση με εθνικισμό. Δεν παρουσιάστηκε στη ρέμβη του ενυπνίου μου (κατ’ όναρ)  ή στην ονειροπόληση της εγρήγορσης (καθ’ ύπαρ) ο Έλλοψ ο θηρευτής για να μού υπαγορεύσει το παρόν λεξικό (αφού άλλωστε ήταν και μουγγός). Δεν ασχολούμαστε με εκπροσώπους από το Σείριο, τον αστέρα του Κυνός, δεν τυρβάζουμε ούτε για γονίδιο ούτε για DNA, ούτε για μία κατ’ ισχυρισμό ανωτερότητα που δεν ωφελεί κανέναν άλλον εκτός από αυτόν που την διατυμπανίζει, αλλά για την πιο ευγενή ενδιάθετη κατάσταση του ανθρώπου, για την ακαταμάχητη ορμή προς κοινωνία, για την νοηματική και επικοινωνιακή διάσταση, για το άνοιγμα προς τον άλλον, για την τάση εκείνη που επιδιώκει να μην είναι η γνώση κτήμα ενός ιερατείου, αλλά να διαδίδεται μέχρι να την μάθουν όλοι! Αναφερόμαστε στην επιστημονική «αρχή σοφίας ονομάτων επίσκεψις» του Αντισθένους, επικαλούμαστε την εκλαΐκευση της υψηλής τέχνης από ένα διαχρονικό Μίκη Θεοδωράκη, μιλάμε για μεσολάβηση και διάδοση από κάποιους αμετανόητους δημοκράτες και ανθρωπιστές μίας πανάρχαιας φιλοσοφίας, ειλημμένης ίσως από εκλιπόντα πολιτισμό που μεταλαμπαδεύεται, εκτείνεται, εξικνείται και αγγίζει την εποχή μας και μάλιστα έχει τα εφόδια και τους τρόπους ακόμη και να μάς σώσει! «Έλληνες αεί παίδες» έλεγαν οι ιερείς του Άμμωνα στον Σόλωνα, γιατί ακριβώς οι Έλληνες υπήρξαν πάντοτε φίλοι και συνομιλητές των νέων της οικουμένης, στους οποίους και αφιερώνεται το παρόν λεξικό!Πιστεύουμε λοιπόν ότι οι από γνωστική σκοπιά γονείς, όπως παρουσιάστηκαν στην προηγούμενη παράγραφο, θα διεκδικήσουνκαι με το παρόν πόνημα την πραγματική τους θέση στην ζωή μας ως παιγνιώδεις – εμπνέοντες σύντροφοι και «εν τοις δεινοίς ευέλπιδες» φίλοι.   

          Αυτό που θα διαβάσετεείναι ένα οδοιπορικό που συνοδεύει τις λέξεις από τις αρχικές τους ρίζες διαμέσου της προφοράς – εκφοράς τους από αμέτρητα ανθρώπινα στόματα, καθώς και της προοδευτικής- βαθμιαίας αλλαγής των σημασιών τους μέχρι την αποτύπωση και αποκρυστάλλωσή τους στο σήμερα. Είναι ένας ιδιαίτερος τρόπος επαγωγικής Ιστορίας και πάνω απ’ όλα ένα λογοτέχνημα που το έχει γράψει το συλλογικό ανθρώπινο πνεύμα. 

Μέσα από αυτό θα παρακολουθήσετε, αν ευαρεστηθείτε και διαπνέεστε από εποικοδομητικό κριτικό πνεύμα αντί για άγονο πνεύμα κριτικής, την εξέλιξη του ανθρώπινου πολιτισμού (όπως θα λέγαμε πριν μερικά χρόνια) ή τουλάχιστον αυτού που προσδιορίζεται από το τρίγωνο αρχαία Ελλάδα- Αναγέννηση- Διαφωτισμόςκαι δεν εμποδίζει κανενός άλλου πολιτισμού την ανάπτυξη, ίσα- ίσα με κάθε τρόπο τη συνεπικουρεί και την ενισχύει.    

          ΥΓ. Η αραβική αρίθμηση αφορά τις αγγλικές λέξεις που κατά γενική παραδοχή προέρχονται από τα ελληνικά, όπου συγκαταλέγονται και αρκετές που ούτε καν θα υποψιαζόμασταν την ελληνική τους προέλευση π.χ. milk (αμέλγω), quinsy (κυνάγχη, αμυγδαλίτιδα), surgeon (χειρούργος), government (κυβερνώ). Αντίθετα, η ελληνική αρίθμηση αφορά τις λέξεις, όπου η σχέση με τα ελληνικά είναι πιο μακρινή ή και αμφίβολη, όπου αναδεικνύονται περισσότερο ολιστικές σχέσεις ή αναφορές παρά θετικιστικοί ορισμοί, ή οι οποίες αναπαριστούν εξειδικευμένους επιστημονικούς όρους ακροβολισμένους σε διάφορους κλάδους του ανθρώπινου επιστητού (arbor porfyriana). Αυτές οι λέξεις όμως δεν είναι μειωμένου ενδιαφέροντος για τον αναγνώστη, διότι αφορούν υπερσύγχρονους όρους, φτιαγμένους από χαρισματικούς και βαθιά μορφωμένους ανθρώπους του καιρού μας, που προοιωνίζουν ένα λαμπρό μέλλον ενεργειακής αυτονομίας, συντήρησης και επαύξησης φυσικών πόρων και ενός «ωμολογουμένως τη φύσει ζην» για την ανθρωπότητα, αν σταματήσει επιτέλους τους πολέμους και κάνει καλή χρήση της επιστήμης, του μεγάλου αυτού και ανεκτίμητου δώρου της αρχαίας Ελλάδας. Για τη διακρίβωση των λέξεων αυτών συνέκρινα την αγγλική με τη γαλλική γλώσσα, ούτως ώστε να περιλάβω όρους επιστημονικά επαληθευμένους και διεθνώς χρησιμοποιούμενους. Οι αριθμούμενες ρίζες ή θέματα που τελικά ανιχνεύονται στην παρούσα εργασία, συναθροιζόμενες/ -α, είναι πάνω απόεννέα χιλιάδες, εννιά χιλιάδες ιάντα (9030) για την ακρίβεια, δηλαδή από γλωσσολογική σκοπιά μία ξεχωριστή ολόκληρη γλώσσα – η ελληνική γλώσσα που επιβίωσε σχεδόν στο σύνολό της -, καθόσον μάλιστα από σχεδόν κάθε μεμονωμένη ρίζα εκπορεύονται πολύ περισσότερες αγγλικές λέξεις σε διαφόρους γραμματικούς τύπους και παραλλαγές. Το ποσόν των παραγώγων λέξεων δεν μπορεί να υπολογιστεί με ακρίβεια, πρέπει να είναι γύρω στις σαράντα χιλιάδες (40.000). Και μιλάμε πάντα για λέξεις ευρείας χρήσης σε όλες τις βασικές ευρωπαϊκές γλώσσες, καθότι αν υπολογίσουμε και τις σπανίως χρησιμοποιούμενες απαρχαιωμένες λέξεις η κατάσταση οδηγείται σε σημείο αποπνικτικό και απειροστικό. Ο Αριστείδης Κωνσταντινίδης, ο οποίος αφιέρωσε τη ζωή του για να εντοπίσει όλες τις ελληνικές λέξεις στην αγγλική γλώσσα, είχε βρει 190.000 λέξεις μόνο στη Ζωολογία! Εμείς, όμως, όπως είπαμε, φιλοδοξούμε να παρουσιάσουμε τη δυναμική της ελληνικής γλώσσας στο σύγχρονο δημόσιο διάλογο και στις σύγχρονες επιστημονικές αναζητήσεις. Κοντολογίς, η έρευνα καταδεικνύει ότι τα ελληνικά είναι ο κορμός της σημερινής διεθνούς επικοινωνίας της ανθρωπότητας. 

ΥΓ 2. Πολλοί θα διερωτώνται πόσο χρόνο απαιτεί η σύνταξη ενός τέτοιου λεξικού και πόσο χρόνο ξόδεψε ο άνωθι υπογράφων για να το ολοκληρώσει. Με κάποιο τρόπο η απάντηση και στα δύο ερωτήματα είναι κοινή. Ζώντας σε μία χώρα, όπου η κουλτούρα συνεργασίας και συλλογικής έκδοσης έργων είναι μηδενική, ενήργησα ως μονάδα και αφιέρωσα όσο χρόνο μπορούσα κατά τις δυνάμεις μου να διαθέσω, όντας, όπως όλοι, πολλαπλώς επιβαρυμένος με ποικίλες υποχρεώσεις οικογενειακές, συναλλακτικές και επαγγελματικές. Σίγουρα δεν έσκαψα λαγούμι κα δεν έφτασα ως ασπάλαξ για κάθε λέξη μέχρι την αρχαία Αίγυπτο, γιατί τότε ολόκληρο το πόνημά μου θα αφορούσε μόνο τη λέξη αυτή.Αφιέρωσα όμως τόσο χρόνο, ώστε να αποφύγω παρετυμολογίες εθνικιστικής έξαρσης, όπως ότι η Βαλτική δεν προέρχεται από το βάλτο, αλλά από το σκανδιναυικό “balta”που σημαίνει «ζώνη», ότι η Σκωτία δεν βγαίνει από το «σκότος», ότι όταν κανείς ταξιδεύει προς Ισπανία δεν οδεύει «εις τον Πάνα», ότι οι Τεύτονες δεν παράγονται από το “deus” ούτε από τον Δία. Επίσης και το «μενού» των φαγητών δεν κρύβει πίσω του κάποιο εχέφρον «με νου», θα εκπλαγείτε όμως, όταν διαπιστώσετε ότι εντέλει έχει ελληνική προέλευση!

          Όσο για το πόσος χρόνος«απαιτείται» για ένα τέτοιο εγχείρημα, η απάντηση εναπόκειται στην καλή πίστη των αναγνωστών. Αν το ζήτημα «πολιτικοποιηθεί» ή μάλλον «κομματικοποιηθεί» κανείς δεν πρόκειται ποτέ να βγάλει καμία άκρη, όπως συνήθως συμβαίνει στην Ελλάδα. Γι’ αυτό άλλωστε μέχρι τώρα δεν έχει εκδοθεί αντίστοιχο έργο, ενώ όλοι μας αρεσκόμαστε να ανιχνεύουμε περιστασιακά ελληνικές ρίζες στα αγγλικά. Η απάντηση λοιπόν είναι ότι για την εκπόνηση του λεξικού χρειάζεται τόσος χρόνος, όσον χρειάζεται ένας καλόπιστος αναγνώστης για να το εμπεδώσει και να το αποδεχθεί.

          Και για τα δύο λοιπόν ερωτήματα που παρέθεσα ανωτέρω θα μπορούσα να παραπέμψω στην απάντηση του Αβραάμ Λίνκολν όταν τον ρώτησαν πόσο ψηλός πρέπει να είναι ένας άνθρωπος. Ο ίδιος παρότι ψηλέας και πωγωνάτος δεν ευλόγησε τα γένια του, αλλά είπε: «Θα έλεγα ότι πρέπει να είναι τόσο ψηλός, ώστε τα πόδια του να φτάνουν από το σώμα του στη γη».

                    A

1.Abacus (Pythagorecus)- αβάκιο

α. Abase– στερητικόν + βάσις, ταπεινώνω

β. Abasia– αδυναμία βαδίσματος λόγω έλλειψης κινητικού συντονισμού

2.Abdomen, Abdominal, Abdominoscopy (δόμος + σκοπώ,επισκόπηση κοιλιάς) – από + δόμος, κοιλιά, το απώτερο διαμέρισμα των τροφών

3.Abiogenesis, Abiogenetic, Abiogenist- αβιογενετικός

γ. Abiotic–στερητικόν + βίος, μη προερχόμενος από έμβιους οργανισμούς

δ. Ablastin– άβλαστος, ανοσοαιμοσφαιρίνη κατά πρωτόζωων

ε. Ablegate – λέγω, ονοματίζω, παρακαταθέτω, αποστέλλω,απεσταλμένος (ιδίως του Πάπα)

στ. Abolish, Abolishable, Abolishment, Abolition, Abolitionism, Abolitionist –από + όλλυμι, καταργώ

ζ. Abomasus– απομασώ, το τέταρτο στομάχι των μηρυκαστικών

η. Abominable, Abominableness, Abominably, Abominate, Abomination- στερητικόν + όμνυμι, ορκίζομαι, εξορκιστέος, απεχθής, βδέλυγμα

θ. Aboriginal, Aborigines – από + originεκτου «αίρω» ή «εγείρομαι», ιθαγενής (ιδία της Αυστραλίας)

ι. Αbort, Abortifacient, Abortion, Abortionist, Abortive, Abortively, Abortiveness – από+ originεκτου «αίρω» ή «εγείρομαι», έκτρωσ

ια. Abranchiate -στερητικόν + βράγχια, αβράγχιωτος

ιβ. Abrase, Abrasive – από + ραίω (καταστρέφω), φθείρω

ιγ. Abrazitic- στερητικόν + βράζω, ο μη βράζων

ιδ. Abroach– άλφα επιτατικόν + βροχή, στάζων, στακτικός, τρύπιος και διαρρέων

ιε. Abscond, Abscondence, Absconder – από + sστερητικόν + κόνδυλος, κονδυλωτός, φανερός, χτυπητός, κρύβομαι

ιστ. Absent, Absence, Absentee, Absenteism, Absently, Absend-minded – από + εστί, απών, απουσία

ιζ. Absorptiometer – absorbeo (απορροφώ + μέτρον), όργανομέτρησηςαπορρόφησης αερίων από υγρά

4.Absinth (-ion), Absinthian, Absinthiated, Absinthic, Absinthin- άψινθος

ιη. Abstain, Abstainable, Abstained, Abstainer, Abstainment, Abstention – από + τείνω, απέχω,αποχή

ιθ. Abstinence, Abstinency, Abstinent, Abstinently -από + τείνω, απέχω, αποχή, αυτοσυγκράτηση

κ. Abstract, Abstracted, Abstractedly, Abstraction, Abstractive, Abstractly–από + ταύρος, ταυρίζω, σύρω, αφαιρώ, αφαίρεση

5.Abysm, Abysmal, Abyss, Abyssal- άβυσσος

6.Acacia- ακακία

7.Academic, Academical, Academically, Academician, Academism, Academist, Academy- Ακαδημία

κα. Acalephe – ακαλήφη, κνίδη, τσουκνίδα, ανεμώνη που προκαλεί κνίδωση

κβ. Acanthocephala– ακανθοκέφαλα, παρασιτικά σκουλήκια

8.Acanthoid,Acanthopterygii, Acanthous,Acanthus- ακανθοπτερύγια, άκανθος

9.  Acardiac-άνευκαρδιάς

10.Acarian, Acarid, Acaridan, Acarus-άκαρι

11.Acarina-α + κείρω, κουρεύω, είδοςαραχνίδας

12.Acarpous- άκαρπος, στείρος

13.Acatalepsy- Acataleptic- ακατάληπτος

14.Acaulescent (a + caulos), Acaulin, Acaulose- χωρίςμίσχο, καυλό

15.Accelerate (keles), Accelerando, Accelerated, Acceleration, Accelerative, Accelerator, Accelerometer- κέλης, ταχύς

κγ. Accensor– εκ του «κάνδαρος» (πυρακτωμένο κάρβουνο), καντηλανάφτης

16.Accidie (akedia)- ακηδία

κδ. Acclimatation, Acclimitize, Acclimatization – κλίμα, εγκλιματίζω, εγκλιματισμός

17.Acclivitous, Acclivity (klinein)- κλίνω, κλίσις, επικλινής

κε. Accomplice – adκατευθυντικόμόριο + πλέκω, συνένοχος

κστ. Accomplish, Accomplished, Accomplishment – adκατευθυντικόμόριο + πληρόω, -ώ, εκπληρώνω, κατορθώνω, κατόρθωμα

18.Accord, Accordance, Accordant, According, Accordingly, Accordion (chordi)- χορδή

19.Acentric- άνευκέντρου

20.Acephalan, Acephalous- ακέφαλος

κζ. Acerbate, Acer, Acerb- άκρη, ακίς, υψώνωσεάκρον, συσσωρεύω

κη. Acerose – ακίς, ο έχων σχήμα πευκοβελόνας

κθ. Acescence, Acescent – ακίς, άκρον, ξινόςσανξύδι

λ. Acetary, Acetate, Acetification, Acetify, Acetimeter (οξύμετρον), Acetimetry, Acetone, Acetose, Acetous, Acetyline – άκρον, ακίς, οξύς, ξινός

21.Acetopathy – θεραπεία με οξύ (όχι πάθηση)

λα. Achalasia–στερητικόν + χαλαρός, πάθηση των μυών του οισοφάγου

λβ. Achate – αχάτης

λγ. Achene, Achenocarp – στερητικόν + χαίνω, αχαίνιο, αχαινοκάρπιο, ξηρόφρούτο

λδ. Achilles (tendon)– Αχιλλέας, αχίλλειοςπτέρνα

22. Achilous – άχειλος

23. Achirite – αχειροποίητο μέταλλο, διοπτάσιος

λε. Acholia – αχολία, ωχρότητα προσώπου λόγω εμποδισμού έκκρισης χολής

λστ. Achondroplasia– στερητικόν + χόνδρος + πλάθω, αδυναμία ανάπτυξης και σχηματισμού χόνδρων που οδηγεί στον νανισμό

24. Achor –(α + χρως) – καμμένο δέρμα

25. Achromatic, Achromatism, Achromatize, Achromatopsy, Achromia (αλμπινισμός)– άχρωμος, αχρωματοψία

λστ. Achylia–α + χυλός, έλλειψη χυλών στη γαστέρα

λζ. Achlorhydria – έλλειψη έκκρισης υδροχλωρικού οξέος από το στομάχι

26. Aciculae, Acicular, Aciculate- ακίδα

27. Acid, Acidifiable, Acidification, Acidifier, Acidify, Acidity, Acidosis, Acidulate, Acidulous, Acidimeter(οξύμετρο) – ακίς, άκρον, οξύ,κάτιπουπεριέχειοξύτητα

28. Aciform – ενείδειακίδας

29. Acinaceous, Acinaciform, Acini, Acinous, Aciniform- περσικόςακινάκης, αχινός, εχίνος

λη. Acknowledge, Acknowledgable, Acknowledgment – ad (προς) + kn” ή “gn”, θέματουγιγνώσκω, γνώσις, αναγνωρίζω, επιβεβαιώνω

30. Aclinic – μηκλίσις

31. Acme, Acne- ακμή δέρματος, μετατροπή του μι σε νι, συνήθης στην αγγλική γλώσσα

λθ. Acock, Αcockbill – κίκκος, κόκορας, σηκώνω τον κόκορα όπλου, θέτω σε συναγερμό, άγκυρα έτοιμη να πέσει στο νερό

32. Acology- άκος, άκεσις (θεραπεία) + λόγος

33. Acolyte- ακόλουθος

34. Acondylous – ακόνδυλος

μ. Aconite, Aconitic, Aconitine – στερητικόν + κόνις, κουκούλα μοναχού, δηλητήριο 

μα. Acorn – αγρός, βελανίδι

35. Acosmism – άρνησηεξωτερικούκόσμου

36. Acotyledon, Acotyledonous- άνευκοτυληδόνας

37. Acoumeter, Acoustic, Acoustician, Acoustics – ακοή

38. Acre, Acreage, Acrid, Acridity, Acrimonious, Acrimoniously, Acrinomoniousness – άκρη, ακραίος

39. Acroamatic- ακροαματικός

40. Acrobat, Acrobatics- ακροβάτης

μβ. Acrocephalus – ακροκέφαλος, συλβία, τιρτιλί, ωδικόπτηνό

μγ. Acrocyanosis- ακροκυάνωσις, μπλάβισμαδακτύλων

μδ. Acrodynia – άκρον + οδύνη, ροζχρωματισμόςχειρώνκαιποδώνσυνεπείαδηλητηρίασηςαπόυδράργυρο

41. Acrogen- κρυπτογαμικόφυτό

42. Acrolith- άγαλμα με λίθους στα άκρα

43. Acromegaly – ακρομεγαλία

με. Acromion– άκρος + ώμος, προέκταση του ώμου που συνδέεται με την κλείδα

44. Acronycal – ακρόνυχος (σούρουποστοΘεόκριτο)

μστ. Acronym– ακρώνυμον, αρκτικόλεξο

45. Acropetal- ακροπεταλία, ανάπτυξη προς τα πάνω

μζ. Acrophobia– ακροφοβία, υψοφοβία

46. Acropolis- Ακρόπολις, φρούριο εκάστης πόλεως

μη. Acrosome- ακρόσωμα, η κεφαλή του σπερματοζωαρίου

47. Acrospire- άκρον +  σπείρα, βλάστηση σπόρου

48. Acrostic – ακροστιχίς, ακροστιχία

49. Acroter- ακρωτήριον, κορυφή, εξοχή, βάθρο αγάλματος

μθ. Act, Acting, Action, Actionable, Activate, Active, Actively, Activity- άγω

50. Actinia (ανεμώνες), Actinic, Actiniform, Actinism, Actinium (ραδιενεργόστοιχείο), Actinograph, Actinolite (σκοτεινήκεροστίλβη), Actinometer, Actinomycetes (ακτινομύκητες), Actinomycosis, Actinomyges (βακτήρια), Actinology, Actinometer, Actinometry, Actinotherapy, Actinozoa – ακτίνα, ακτίςαελίουτοκάλλιστονεπταπύλωφανέν

ν. Actinopterygii – ακτίς + πτερύγια, ψάριαμεπτερύγιαπου αποτελούν το 50 % των σπονδυλωτών

να. Actor, Actress – άγω, ηθοποιός

νβ. Actual, Actuality, Actualize, Actually – άγω, επικαιρότητα, επικαιροποιώ

νγ. Actuate, Actuation – άγω, ενεργοποιώ

νδ. Aculeate, Akuleus – α (προσθετικό) + καυλός, οέχωνπροεξοχές, εκβολάδεςήκεντρί

νε. Acute, Acutely, Acuteness, Acutifoliate – ακονάω, ακονίζω

51. Adamant, Adamantine- αδάμας

νστ. Adapt, Adaptable, Adaptation, Adapter – ad (προς) + πρ. Ινδ. Ευρ. “ap”, άπτω, αφή, αποκτώ δεξιότητα, καταλληλότητα, προσαρμόζω, προσαρμοστικός 

52. Adelphous- αδελφικήδέσμηστημόνων

52. Adeniform, Adenitis, Adenogramma(λουλουδάκι αγρού), Adenoidal, Adenoids, Adenology, Adenome, Adenopathy, Adenose, Adenotomy – αδήν, αδενολογία, αδενοτομία

νζ. Adenocarcinoma – αδενοκαρκίνωμα

53. Adiabatic – αδιάβατος, θερμοδυναμική διαδικασία χωρίς διάχυση θερμότητας στο περιβάλλον

54. Adiactinic – αδιαπέραστος σε ακτίνες

55. Adiantum – φτέρη «αδίαντος», στεγνή κατά Θεόκριτο

56. Adiaphorous, Adiaphorism- αδιαφορία κυρίως επί θεολογικών ζητημάτων

57. Adiathermic – αδιαπέραστος στη θερμότητα

58. Adipic, Adipoma (οίδημα), Adipose, Adipous, Adipocere – οιδίπους κηρός, σπερματσέτο

59. Adonic, Adonis -ευαίσθητος, βραχύβιος Άδωνις

νη. Adjunct – ad + ζυγός, ζευγνύω, προσάρτημα

νθ. Admeasure, Admeasurement – ad (προς) + mete (πρ. Ινδ. Ευρ.) ή μέτρον, προσμετρώ, επιβεβαιώνω μέτρηση 

ξ. Adminicle, Adminicular, Adminiculate – ad (προς) + μένω (παραμένω, προεξέχω) ήμναωςμονάδαβάρους, πρόσθετη μαρτυρία ή απόδειξη

ξα. Administer, Administerial, Administrable, Administrant, Administrate, Administration, Administrative, Administrator – ad (προς) + “minister“ (υπουργός), σετελευταίαανάλυσηαπότοελληνικό «μέγας», πουέχειτηνέννοιακαιτου «αρμοδίου», χορηγώαρμοδίωςκάτι, ιδίωςφάρμακο

ξβ. Admonish, Admonishment, Admonition, Admonitive, Admonitory – ad (προς) + μνεία, μνημονεύω, οχλώ, επιπλήττω

ξγ. Adnate –  ad (προς) + θέμα «γν» εκ του γεννώ, μεγαλώνω μέχρι το πλήρες μέγεθός μου

ξδ. Adnominal – ad (προς) + όνομα, σχετικός με όνομα

ξε. Adnoun – ad (προς) + όνομα, κατηγόρημα ή προσδιορισμός σε ένα ουσιαστικό

ξστ. Adolescence, Adolescent – ad (προς) + άλευρον, αλείατα, τρεφόμενοςκαιαυξάνων, ηβών, έφηβος, εφηβεία

ξζ. Adopt, Adoptable, Adoption, Adoptive- ad (προς) +Πρ. Ινδ. Ευρ. “op”, πουσημαίνει «επιλέγω», βλέπεοπαδός, οπάσσω

ξη. Adorable, Adorableness, Adoration, Adore, Adorer – ad (προς) +αρή, αρά (προσευχή), λατρεύω, λατρεία

ξθ. Adorn, Adorning, Adornment – ad (προς) +Πρ. Ινδ. Ευρ. “ar”, που σημαίνει «αρμόζω», σχετίζεται με αρμονία, αρμό κ.λπ.

ο. Adpress,Adressed – ad(προς) + προίστημι, πιέζωδιαπροεξοχής, συμπιέζω, ευρίσκομαι κοντά στον κύριο βλαστό

οα. Adulate, Adulation, Adulatory – ad (προς) +Πρ. Ινδ. Ευρ. “ul”, που σημαίνει «ουρά» (μετάπτωση του λάμδα σε ρο), κουνώ την ουρά, σχέση με το ομηρικό «σαίνω», κολακεύω, κολακεία 

οβ. Adult, Adultness – ad (προς) + άλευρον, αλείατα, τρεφόμενος και αυξάνων, ώριμος, ενήλιξ

ογ. Adulterant, Adulterate, Adulteration, Adulterer, Adulteress, Adulterine, Adulterous, Adultery –   ad (προς) + άλευρον, αλείατα, τρεφόμενοςκαιαυξάνων, προσιδιάζων στους ενήλικες, μοιχός, έχων σεξουαλικές σχέσεις με νυμφευμένο ή παντρεμένη

οδ. Advance, Advanced, Advancement – ad (προς) + βαίνω (προχωρώ,προοδεύω)

οε. Advantage, Advantageous, Advantageously, Advantageousness – ad (προς) +βαίνω, πλεονέκτημα

οστ. Advent- ad (προς) + βαίνω, οι τέσσερις εβδομάδες πριν από τη Χριστούγεννα, παραμονές Χριστουγέννων

οζ. Adventitious, Adventitiously – ad (προς) + βαίνω, συμβαίνω με περιπετειώδη τρόπο

οη. Adventure, Adventurer, Adventuresome, Adventuress, Adventurous, Adventurously, Adventurousness – ad (προς) +βαίνω, περιπέτεια, περιπετειώδης

οθ. Adversary, Adversative, Adversity- ad (επεξέρχομαιπρος) + βέλτερον, βέρτερον, μετατροπή, αλλαγή, αντίθεσηπροςμίαμεταβολή, εναντιοτροπή, αντιξοότητα,αντίπαλος, αντίμαχος

π. Adverse, Adversely, Adverseness – ad (επεξέρχομαιπρος) + βέρτερον, μετατροπή, αλλαγή, αντίθεσηπροςμίαμεταβολή, εναντιοτροπή, αντιξοότητα

πα. Advert, Advertence, Advertent – ad (προς) + βέρτερον, βέλτιον, προσέχω, εκτιμώ, δίνωσημασία σε κάποιον

πβ. Advertise, Advertisement, Advertiser – ad (προς) + βέρτερον, μετατροπή, αλλαγή, εφιστώήπροσελκύω την προσοχή σε μία εξέλιξη, διαφημίζω

πγ. Adytum– άδυτον

60. Aegis – αιγίς

πδ. Aegypius– αιγυπιός, σταχτόχρους γύπας που αρπάζει ζωντανά θύματα σε αντίθεση με τον γύπα που τρέφεται με ψοφίμι

61. Aegipodium podagraria – αιξ + πους, ποδάγρα

62. Aeolian, Aeolic- Αίολος

63. Aeolipile -πύλη Αίολου, ατμομηχανή Ήρωνα

64. Aeon -Αιών

65. Aepyornis – αιπή (ψηλή) όρνις

66. Aerate, Aeration, Aerator, Aerial, Aerification, Aeriform, Aerify, Aerobatics, Aerobia, Aerobomb, Aerodrom, Aerodromics, Aerodynamics, Aerofoil, Aerogram, Aerolite, Aerolith, Aerology, Aerophobia, Aeromancy, Aerometer, Aerometry, Aeronaut, Aeronautical, Aeronautics, Aerophyte, Aeroplane, Aerostat, Aerostatic, Aerostatics, Aerostation, Aerothermodynamics, Aery – αήρ, αερίζω

67. Aerie – αύρα, φωλιά σε ψηλό σημείο

πε. Aeroallergens– αλλεργίες μεταδιδόμενος δια του αέρος

πστ. Aerospiza– αήρ + σπίζα ή σπίνος, σπουργιτογεράκι

68. Aesthete, Aesthetic, Aesthetically, Aestheticism, Aesthetics, Aestho- Physiology-  αίσθησις, αισθητική

69. Aether, Aetheric, Aethereal – αιθήρ

πζ. Aetite – αετός, αετίτης, λίθοςπουδιευκολύνειτηντεκνοποιία

70. Aetiology – έρευνααιτίων 

71. Africa, African – αφρός ως συνέχεια της αφρογενούς Κύπριδος Αφροδίτης, γιατί το αραβικό afar (σκόνη) να είναι πιθανότερο; Προτιμάμε τους Αφρικανούς σκονισμένους ή αφρογενείς; Το ότι αν προερχόταν από τα ελληνικά θα γραφόταν με “ph” και όχι με “f” δεν αποτελεί καταλυτικό επιχείρημα, διότι αυτό δεν ισχύει πάντα (βλ. scrofulous, scrofularia, sofism κ.λπ.). 

72. Aftermath -(ως προς το δεύτερο σκέλος), μετά το μαθηματικό αποτέλεσμα, επίπτωση 

73. Agalaxy – έλλειψη μητρικού γάλακτος

74. Agalite – αγαλλίς

75. Agalmatolite – αγαλματόλιθος

76. Agamic, Agamogenesis, Agamous – άγαμος

77. Agape – αγάπη

78. Agaric- άγανροή, αγάροος, αγάρικονμανιτάριμε πίλο του διαφέρει πολύ από τον μίσχο, κυρίως διότι είναι κόκκινος με άσπρες βούλες, οπότε είναι καλύτερο κανείς να μη το φάει

79. Agastrous- άνευγαστέρος

80. Agate, Agatiferous, Agatized- αχάτης, αγατός, αγαστόςχαλκεδόνιοςκρύσταλλος

81. Agave – αγαυός, διαπρεπής στον Όμηρο (φυτό)

πη. Agency, Agenda, Agent, Agential – άγω, δρω, επιδρώ, επιτυγχάνω αποτελέσματα, το πιο χαρακτηριστικό ρήμα της αρχαίας ελληνικής γλώσσας

82. Agenesis- ατελήςγέννηση

πθ. Ageratum–α + γήρας, αγήρατον, λευκό ζιζάνιο

q. Ageusia – αγευσία, έλλειψηγεύσης

83. Agglutinant, Agglutinate, Agglutination, Agglutinative, Agglutinin- γλοιός

qα. Agile, Agilely, Agility – άγω, οδηγώ, κινούμαι, πράττω, ευκινησία

qβ. Agitate, Agitated, Agitation, Agitator – άγω, οδηγώ, κινούμαι, πράττω, συνεγείρομαι, ενθουσιάζομαι, υποκινώ

qγ. Aglet– ακίς, απόληξη κορδονιού

qδ. Aglossia– απουσία γλώσσας, γενετική ανωμαλία

qστ. Aglycone – στερητικόν + γλυκός, αντικατάσταση αλυσίδας γλυκοζυλίου από ένα άτομο υδρογόνου

qζ. Aglyphous – στερητικόν + γλύφω, φίδι που δεν έχει στα δόντια κοιλότητα για δηλητήριο (opisthoglyphous, proteroglyphousκ.λπ., τι να πρωτο- καταχωρήσει κανείς, η κατάσταση έχει φθάσει σε σημείο αποπνικτικό

qη. Agname, Agnomen– ad (προς) + όνομα, πρόσθετο όνομα, παρατσούκλι

qθ. Agnathous– στερητικόν + γνάθος, χωρίς γνάθο

ρ. Ague, Agued, Aguish – ακίς, λογχοφόροςνόσος, ελονοσία

ρα. Agnate, Agnatic, Agnation – ad (προς) + γεννώ, γένος, αρρενογονία

84. Agnostic, Agnosticism – άγνωστος, αγνωστικισμός

85. Agonic – άνευγωνίας

86. Agonistic, Agonistically – αγών

87. Agonize, Agonizing, Agony – αγωνία

88. Agora, Agoraphobia- αγορά, αγοραφοβία

ρβ. Agrammatism– στερητικόν + γράμμα, γράφω, ανωμαλία της ομιλίας όπου κανείς ομιλεί με ουσιαστικές λέξεις περιεχομένου χωρίς να χρησιμοποιεί λειτουργικές ή συνδετικές λέξεις (π.χ. παιδιά, πάρκο, τρέχουν)

ργ. Agraphia – απώλειαδυνατότηταςγραπτήςεπικοινωνίας

89. Agrarian, Agrarianism, Agrarianize, Agrestic, Agricultural, Agriculturalist, Agriculture, Agriculturist, Agrimony, Agrimotor, Agrobiology, Agrochemical, Agrology, Agronomic, Agronomics, Agronomist, Agronomy, Agrostology- αγρός

90. Agriology – άγριος, μελέτη πρωτογόνων

ρδ. Aground – μέσω του “grind” (τρίβω, αλέθω) καταλήγουμε στο «χόνδρος», διότι το έδαφος αποτελείται από κόκκους και χόνδρους

91. Agynary- χωρίς αιδοίο

ρε. Aiguille, Aiguillette – ακίς, μυτερήσπείρα, απόληξηκορδονιού

ρστ. Ail, Ailment– άγχος, αρρώστια, άκος (θεραπεία)

92. Air, Air-base, Air-bed, air-bladder, air-bone, airborne, air-brake, air-brick, air-cells, air-chamber, air-chief-marshal, air-commodore, aircraft, air-cushion, air-drain, air-engine, airer, air-flue, air-furnace, air-gas, air-gun, air-hole, airily, airiness, airing, air- intake, air-jacket, airless, airline, airlock, air-log, airman, airmanship, air-marshal, air-mechanic, air-minded, airplane, air-pocket, air-poise, airponics (αεροπονική, καλλιέργειαμεαέρα), airport, air-pump, air-raid, air-sacs, air-scoop, airscrew, airshaft, airship, air-sickness, air-thermometer, airtight, air-trap, air-vessel, air-vice-marshal, airway, airworthy, airworthiness, airy- αήρ

ρζ. Akinesia– ακινησία – απώλεια δυνατότητας κίνησης των μυών

93. Alabaster, Alabastrine – αλάβαστος, αλάβαστρος

94. Alate, Alary – αλάομαι, περιπλανώμαι

ρη. Alb- αλφός (υπόλευκη λέπρα), άλφιτον (κριθάρι), κληρικόςχιτώνας από λευκό λινό ύφασμα

ρθ. Albania, Albanian- αλφός, υπόλευκος, Αλβανός λόγω των λευκών λόφων

ρι. Albata- άργυρος του τρελού (όπως ο σιδηροπυρίτης είναι ο χρυσός του τρελού), λευκό μίγμα νικελίου, κασσίτερου, ψευδάργυρου και χαλκού

ρια. Albinism, Albino – αλφός (υπόλευκηλέπρα), άλφιτον (κριθάρι), οαλμπίνος

ριβ. Albion – αλφός (υπόλευκη λέπρα), άλφιτον (κριθάρι), το πτηνό Αλβυών, γηραιά Αλβυών, η Αγγλία

ριγ. Albite- αλφός (υπόλευκη λέπρα), άλφιτον (κριθάρι), άστριος της σόδας

ριδ. Album – αλφός (υπόλευκη λέπρα), άλφιτον (κριθάρι),λευκό τετράδιο για καταχώρηση φωτογραφιών, άλμπουμ

ριε. Albumen, Albumenize, Albumin (αλμπουμίνη, λευκωματίνη αίματος), Albuminus -αλφός (υπόλευκη λέπρα), άλφιτον (κριθάρι), ασπράδι, λεύκωμα

95. Albuminuria-ούρηση λευκωμάτων

ριστ. Alburnous, Alburnum- αλφός (υπόλευκη λέπρα), άλφιτον (κριθάρι), λευκός ξυλοπολτός μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού φλοιού 

ριζ. Alcoholometry, Alcohometer – αλκοόλ (αραβικήρίζα) +μέτρον, αλκοολόμετρο

ριη. Albesence, Albescent – αλφός (υπόλευκηλέπρα), άλφιτον (κριθάρι), λευκοποίηση, τογίγνεσθαιτινάλευκόν

96. Alcaic – μέτροΑλκαίουΜυτιλήνης

97. Alchemic, Alchemically, Alchemist, Alchemize, Alchemy- αλχημεία, αιγυπτιακόalkimia (τέχνη), ελληνικήχημεία

ριθ. Alder– αλδαίνω, αυξάνω, κλήθρα

ρκ. Alderman, Aldermancy, Aldermanic- άλευρον, αλείατα, αλείφω, θρεμμένος, ταισμένος,γέρος, δημογέρων, δημοτικός σύμβουλος

ρκα. Aleκαι αμέτρητα παράγωγα – άλευρον, αλείατα, αλείφω, ρευστός άρτος, μπύρα

98. Alembic – όχημα, λέμβος

ρκβ. Alethic – δηλωτικό τιμών αληθείας στη Λογική

ρκγ. Aleurite- άλευρον, αλευρίτης, στρώμα μεταξύ άμμου και πηλού

99. Aleurometer, Aleurone (πρωτεΐνη) – άλευρος

100. Alexander, Alexanders, Alexandrine, Alexandrite- Αλέξανδρος, αλέξω (προστατεύω) τουςάνδρες

101. Algae, Alge, Algous, Algology, Algotherapy – άλγη, εκ του άλγους, λόγω του ότι τα φύκια μεταδίδουν μία εντύπωση σήψης

ρκδ. Algid– άλγος, κρύο φάρμακο

ρκε. Algolagnia – αγλολαγνεία, σαδομαζοχισμός

102. Algometer – άλγος

ρκστ. Alias– άλλος, άλλο όνομα, παρατσούκλι

ρκζ. Alibi – άλλος, αλλού, άλλοθι

ρκη. Alien, Alienability, Alienation, Alienismκ.λπ. – άλλος, απόλυταξένος, ανατριχιαστικάδιαφορετικός, εξωγήινος

ρκθ. Aliment, Alimental, Alimentary, Alimentation, Alimentative, Alimony- άλευρον, αλείατα, αλείφω, τροφή, διατροφή

ρλ. Aliphatic– άλειφαρ (λάδι για επάλειψη), διάκριση υδρογονανθράκων που χωρίζονται σε αλειφατικούς και αρωματικούς

103. Alisma – αλς, θαλασσινό βότανο, πεντάνευρο

ρλα. Allκαιαμέτρηταπαράγωγα – σχέση με «όλον»

104. Allantoid, Allantois- αλλάς

ρλβ. Allasomorph – αλλασόμορφος, ον που αλλάζει μορφή

ρλγ. Allele, Allelomorph – άλλος, εναλλακτικόςτύποςγονιδίου

ρλδ. Allegation, Allege, Allegeable, Alleged – ad (προς) + λέγω (συλλέγω), συλλέγωεπιχειρήματασχετικάμεένα θέμα, ισχυρίζομαι

105. Allegorical, Allegorically, Allegorist, Allegorize, Allegory- αλληγορία

ρλε. Allergens, Allergic, Allergologist, Allergology, Allergy – αλλεργία, αλλεργιογόνοιπαράγοντες

ρλστ. Allocentrism – όταν μία ομάδα ή συλλογικότητα επικεντρώνει ή μετατοπίζει την προσοχή της από τον εαυτό της στο τι κάνουν οι άλλοι (σύνηθες στην Ελλάδα)

ρλζ. Allochthon, Allochthonous – άλλος + χθων, βράχος που έχει μετατοπιστεί από τη θέση του

106. Allochroite, Allochrous – αλλόχροος

107. Allogamy – σταυρωτήγονιμοποίηση

ρλη. Allogeneic– αλλογενής, κύτταρα του ιδίου είδους που είναι ανοσολογικά ασύμβατα

108. Allograph – κείμενο γραμμένο από άλλον πλην του ενδιαφερομένου

109. Allopathic, Allopathist, Allopathy- αντίθετο της ομοιοπαθητικής

110. Allοphane– αλλοφανής, ένυδρο πυριτικό αργίλιο

ρλθ. Allophone– φθόγγος που παραλλάσσει ανάλογα με την προφορά και τα συμφραζόμενα

111. Allophylian – αλλόφυλος

ρμ. Allosome- μη τυπικό χρωμόσωμα, π.χ. σεξουαλικό

ρμα. Allostery – άλλος + στερεός, σύνδεση ουσίας με ένζυμο ή υποδοχέα

112. Allotropic, Allotropism, Allotropy- αλλαγή χαρακτηριστικών, όχι ουσίας

113. Alluvial, Alluvion, Alluvium – λούω, λούομαι

ρμβ. Alma- άλευρον, αλείατα, αλείφω, η τροφός

ρμγ. Almagest – όλον + μέγιστον, Αλμαγέστη, συλλογή γεωμετρικών και αστρονομικών προβλημάτων του Πτολεμαίου (αστεία η εκδοχή ότι προέρχεται από τα αραβικά “al” και “majisti”)

114. Almandine – βιολετί χρώμα από Αλάβανδα ή Αντιόχεια Χρυσαόρων

115. Almond, Almond-cake, Almond- furnace, Almond -Oil, Almond- paste, Almond- willow (αμυγδαλίνα) -λατινικά amandula- ελληνικά «αμύγδαλον»

ρμδ. Almoner, Almonry – έλεος, ελεών, ελεημοσύνη

ρμε. Almsκαι πολλά παράγωγα – έλεος, ελεημοσύνη

116. Aloe, Aloes, Aloetic, Aloin–αλόη

117. Alopecia – αλωπεκία, στίγμααλεπούς

ρμστ. Alp, Alpine, Alpini, Alpinist, Alpist- άλπνιστος (ήδιστος) που μπορεί είτε να αναφέρεται στα υπήνεμα λιβάδια των Άλπεων είτε ως ευφημισμός στις ίδιες τις υψηλές και αφιλόξενες Άλπεις, αλπικός, αλπινιστής

118. Alpha (male), Alpharays – άλφα, τοπιοδυνατόκαι άλκιμο αρσενικό σε μία αγέλη

ρμζ. Alphabet, Alphabetically, Alphabetize, Alphabetization, Alphabetism -αλφάβητονκαισχετικά με αυτό φαινόμενα

ρμη. Alphenic- αλφός (υπόλευκη λέπρα), άλφιτον (κριθάρι), ζάχαρη από λευκό κριθάρι

119. Alter, Alterego (άλλοΕγώ), Alterable, Alterableness, Alterant, Alteration, Alterative – άλλος, οτιδήποτευπόκειταισεαλλαγή

ρμθ. Altercate, Altercation– άλλος, ανάδειξη έτερης άποψης, φιλονικία, έρις

ρν. Altern, Alternant, Alternate, Alternately, Alternation (εναλλαγή), Alternative (εναλλακτικός), Alternator – άλλος

120. Althaea- σπογγώδεςπέμμαμολόχας, Αλθαία

121. Altimeter – μετρητήςυψομέτρου

122. Altiscope – περισκόπιο

ρνα. Altruism, Altruist, Altruistic – άλλος, οενδιαφερόμενοςγιατονάλλον, οαλτρουιστής

ρνβ. Alum, Aluminous  (θειϊκή ένωση αλουμίνας και ποτασίου)

ρνγ. Alumina (οξείδιο αλουμινίου- αργιλίου), Aluminate, Aluminiferous, Aluminite – περιέχων alum και αλουμίνα

ρνδ. Aluminium – αλύδοιμος (πικρός), απαλό αργυρόχρουν μέταλλο, που καλύπτεται από οξείδωση, όταν εκτίθεται στον αέρα, αργίλιο

ρνε. Alyssum– άλυσος, είδος κίτρινου φυτού

123. Amacratic -άμα + κρατώ, σύγκλιση ακτίνων

124. Amalgam, Amalgamate, Amalgamation – μάλαγμα, μαλάσσω

125. Amanita, Amanitin – μανιτάρι, Αμανός (βουνό)

126. Amaranth, Amaranthine  – αμάραντος

127. Αmaryllis- αμαρυλλίς (Θεόκριτος)

128. Amass – μάζα

129. Amaurosis, Amaurotic – αμαύρωσις, απώλεια όρασης λόγω ανεπαρκούς αιμάτωσης

130. Amazon, Amazonian, Amazonite – α + μαζίον (βυζί), αμαζόνα, Αμαζόνιος

ρνστ. Ambagious, Ambiguity, Ambiguous, Ambiguous, Ambiguously – αμφί + άγω, οδηγώπροςδύοκατευθύνσεις, αμφιλεγόμενος

ρνζ. Ambassador, Ambassadorial, Ambassadress – αμφί + άγω, πολυπραγμονώυπέρμίαςκυβέρνησης, πρεσβεύω, πρέσβης

131. Ambidexter, Ambidexterity, Ambidextrous

132. Ambient, Ambiental, Ambit – αμφί, κάλυμμακαιαπόδύοπλευρές, περιβάλλονήρούχο

ρνη. Ambition, Ambitious, Ambitiously– αμφί, προέλαση προς κάθε κατεύθυνση, φιλοδοξία

ρνθ. Amble, Ambulance, Ambulant, Ambulate, Ambulation, Ambulator, Ambulatory – αμφί, κινούμαιολόγυρα, κινητήμονάδαβοηθείας, νοσοκομειακόόχημα

133. Amboss – αμόνι, άκμων

134. Amblygonite -αμβλυγώνιος, μέταλλο

135. Amblyopia, Amblyopsis, Amblyoscopy- αμβλυωπία

136. Amblystoma – αμβλύστομα, κάμπια

137. Ambon – άμβων, κορυφήλόφου

138. Ambrosia, Ambrosial, Ambrosian – αμβροσία

ρξ. Ambulacrum – αμφί, κινούμαιολόγυρα, σειράπόρωναπόόπουδιέρχονταιταπόδιατωνεχινόδερμων

ρξα. Ameliorate, Amelioration, Ameliorative- μέλι, εξομάλυνσηβελτίωση

ρξβ. Amenorrhoia– στερητικόν + εμμηνόρροια, έλλειψη εμμήνου ρύσεως

139. Ametabolic – αμετάβολος

ρξγ. Ametropia, Ametropic- αμετρωπία, πάθηση των οφθαλμών

140. Amethyst, Amethystine – αμέθυστος

141. Amianthiform, Amianthoid, Amianthus – αμίαντος, αμόλυντος

ρξδ. Amid – πρ. ινδ. Ευρ. medyo- μέσον, μεσότης, εν μέσω

ρξε. Amimia, Amimic– απώλεια επικοινωνίας μέσω χειρονομιών

ρξστ. Ammeter- μετρητής αμπέρ

142. Ammodyte – άμμος + δύτης, χέλι της άμμου

143. Ammonia, Ammoniac, Ammoniacal, Ammoniated, Ammonite, Ammonium – ρητίνη από το ναό του Άμμονα, αμμωνία, αμμωνίτης

ρξζ. Ammonotelic – ονπου εκκρίνει διάλυμα αμμωνίας ως απόβλητο

ρξη. Ammophile- αμμόφιλος

144. Amnesia -αμνησία

145. Amnesty – αμνηστία

ρξθ. Amniocenetsis – αμνιοκέντησις

146. Amnion, Amnios, Amniotic, Amnoscopy – αμνός, αμνιωτικός

147. Amoeba, Amoebean, Ameoboid – αμοιβάς, αλλαγήαμφίεσης

148. Amorphism, Amorphous, Amorphusness, Amorphozoa – α + μορφή

149. Amortization, Amortize- μορτή, μείρομαι

ρο. Ampelography, Ampelology – άμπελος, μελέτηειδώνβοτρύων

ροα. Ampelopsis– είδος αναρριχητικών σταφυλιών

ροβ. Amphetamine– εκ του «μέθη», αμφεταμίνη

150. Amphi – αμφί, περιβάλλον

ρογ. Amphiarthrosis –αμφί + άρθρωσις, άρθρωσηπου μετακινείται με τη βοήθεια χόνδρου

151. Amphibia, Amphibian, Amphibiological, Amphibiology, Amphibious – αμφίβιος

ροδ. Amphibiosis – δυναμικήπροσαρμογή συμβιούντων οργανισμών στο περιβάλλον

152. Amphibole, Amphibolite- αμφίβολος, μεταμορφικήκεροστίλβη

153. Amphibological, Amphibology, Amphibolous -αμφίβολος, αμφιβολία

154. Amphibrach-  αμφιβραχύς (στίχος)

155. Amphictyonic, Amphictyons – αμφικτυονία

156. Amphigam, Amphigamous – αμφίγαμος, κρυπτόγαμος

157. Amphimacer – αμφίμακρος

ροε. Amphimixis– αμφίμιξις, ένωση γαμετών στη σεξουαλική διαδικασία

ροστ. Amphineuron– αμφίνευρον, είδος φυτού με καταπράσινα νευρώδη φύλλα

158. Amphioxus – αμφί + οξύς, μαλάκιο

159. Amphipoda, Amphipodus -αμφίποδον, μαλακόστρακο

160. Amphiprostyle – αμφιπρόστυλος

161.  Amphisbaena – αμφί + εμβαίνω, σαύρα

162. Amphiscians – αμφίσκιος, κάτοικοι ξηρών θερμών περιοχών, των οποίων η σκιά πέφτει ανάλογα με την εποχή από τη μία ή την άλλη πλευρά (σ.σ. οι λέξεις προσφέρουν θαυμαστές γνώσεις)

163. Amphiteatre- αμφιθέατρον

164. Amphitryon- αμφιτρύων

ροζ. Ampholyte– μόριο που περιέχει και οξύ και βάση

165. Amphora, Amphoric  – αμφορεύς

ροη. Amphoterism – χημική ιδιότητα, σύμφωνα με την οποία διάφορα μόρια περιέχουν και οξειδικές και βασικές ομάδες

166.  Amplexicaul – πλοκή + καυλός

167. Amurca, Amurcous – αμόργη, μούργα

168. Amuse, Amusement, Amusing, Amusingly – μούσα

169. Amygdalate, Amygdalic,Amygdalectomy(αμυγδαλεκτομή)Amygdalin, Amygdaloid – αμύγδαλον

170. Amyl, Amylaceous, Amylic, Amyloid, Amyloidosis, Amyloplastic – άμυλον, μηαλεσμένο

ροθ. Amyotrophy– ατροφία των μυών λόγω ζαχάρου

171. Anabaptism, Anabaptist – αναβαπτισμός, βάπτιση ενηλίκων υπό τον όρο προηγούμενου ενστερνισμού του χριστιανισμού

172. Anabas – αναβαίνω, υπερυψωμένη φωλιά

ρπ. Anabiosis– αναβίωσις, κατάσταση μειωμένου μεταβολισμού, αναστολή βιοτικών λειτουργιών

ρπα. Anableps – αναβλέπω, ψάριπουέχει τέσσερα μάτια

ρπβ. Anabolic (steroids), Anabolism, Anabolite – αναβολικά στεροειδή για ντοπάρισμα αθλητών

173. Anacathertic, Anacatharsis – ανακάθαρσις, χορήγηση καθαρτικού για πρόκληση εμετού

ρπγ. Anachorite, Anachoretism – αναχωρητής, αρνητήςτωνεγκοσμίων

174. Anachronism, Anachronistic – αναχρονισμός

175.   Anaclastic – ανακλαστικός

ρπδ. Anaclitic– ανακλιτικός, συναισθηματικά εξαρτημένος από άλλους

176. Anacoluthon – ανακόλουθον, ασυνέπεια στη δομή προτάσεως

176. Anacreontic – Ανακρέων, κρασί και γυναίκες

177. Anacrusis – ανάκρουσις, οπισθοχώρηση, κρύψιμο μη εμφατικών συλλαβών μέσα στο ρυθμό του στίχου

ρπε. Anacyclic– ανακυκλικός, παλινδρομικός

178. Anadem – ανάδημα, διάδημα, κεφαλόδεσμος

179. Anadromous – ανάδρομος

180. Anaemic, Anaemia – αναιμία

181. Anaerobia, Anaerobic, – αναερόβιος

182. Anaesthesia, Anaesthetic, Anaesthetization, Anaesthetize- Anaesthesine, Anaesthesiologist, Anaesthesiology– αναισθησία, αναισθησιολογία, αναισθησιολόγος

183. Anaglyph, Anaglyphic, Anaglyptic, Anaglyptography – ανάγλυφον

184. Anagoge, Anagogical, Anagogy  – αναγωγή

185.  Anagram, Anagrammatical, Anagrammatist, Anagrammatize -ανάγραμμα, αναγραμματισμός

186. Analect – ανάλεκτος

187. Analemma – ανάλημμα, προβολή σφαίρας στο μεσημβρινό, συναφές ξύλινο ή χάλκινο όργανο

188. Analepsy,  Analeptic – επιληψία, φάρμακο που διευκολύνει την ανάληψη του οργανισμού από παραζάλη

189. Analgesia, Analgesic – αναλγησία

190. Analogical, Analogist, Analogize, Analogon, Analogous, Analogously, Analogue, Analogy- αναλογία

ρπστ. Analphabet – αναλφάβητος

191. Analyze, Analyzer, Analysis, Analyst, Analytic, Analytical, Analytics – ανάλυσις

192. Anamnesis-ανάμνησις (και του Πλάτωνος)

193. Anamorphosis-αναμόρφωσις

194. Anandrous – άνευστήμονος, άνευανδρόςσυζύγου

195. Anatherous – άνευανθήρων

196. Ananthous – άνευάνθους

197. Anapaest, Anapaestic – ανάπαιστος

198. Anapeptic- δυναμωτικό για να αναλάβει κάποιος δυνάμεις

ρπζ. Anapest, Anapestic- ανάπαιστος

199. Anaphora, Anaphoric- αναφορά, επανάληψη, ορθόδοξη ευχαριστία

199a. Anaphasic– ανά + φάσις, τρίτο στάδιο μίτωσης όπου τα χρωματοσώματα κινούνται προς τους πόλους της ατράκτου, μορφή ζωής που χρειάζεται κάποιο αγωγό ή δοχείο για να δατηρήσει τη μοριακή συνοχή της

ρπη. Anaphoresis – κίνηση ιόντων προς το θετικό ηλεκτρόδιο ενός πεδίου

200. Anaphrodisiac – μη αφροδισιακός

ρπθ. Anaphylactic, Anaphylaxia,Anaphylaxis – αναφυλαξία– αναφυλαξία

201. Anaplasty- ανάπλαστος, δυνάμενος να πλασθεί

202. Anaptotic – γλώσσα χωρίς κλίσεις

203. Anarchical, Anarchism, Anarchist, Anarchy- αναρχία

204. Anarthria, Anarthrous – αναρθρία (έλλειψη ικανότητας άρθρωσης), άναρθρος, άνευ κλειδώσεων ή μελών

205. Anasarca – ανά + σαρξ, υδρωπικία

206. Anasthmatic – α + άσθμα

207. Anastatic- γλυπτός, προορισμένος να παραμείνει (σ.σ. σχεδόν το αντίθετο από τη νεοελληνική σημασία)

ρq. Anastigmat, Anastigmatic – φακός διορθωμένος από εκτροπή και αστιγματισμό

208. Anastomose, Anastomosis, Anastomotic – αναστόμωσις, σύνδεση

209. Anastrophe – αναστροφή

210. Anatase – ανάτασις, οξείδιο του τιτανίου

ρqα. Anatexis – τήξιςβράχων

211. Anathema, Anathematical, Anathematization, Anathematize – ανάθεμα

ρqβ. Anatocism – ανατοκισμός

212. Anatomical, Anatomically, Anatomist, Anatomization, Anatomize, Anatomopathology, Anatomy – ανατομία

ρqγ. Anatoxin– τοξίνη γνωστή και ως παράγων πολύ γρήγορου θανάτου

213. Anatropous – ανεστραμμένοωάριο

214. Anchithere, Anchitherium – άγχι + θηρίον, άλογομετρίαδάκτυλα

215. Anchor, Anchorage, Anchoretical, Anchorhold, Anchor-ice- άγκυρα

216. Anchorite, Anchoress – μοναχός αγκορίτης, εξαρτώμενος από το μοναστήρι

217. Anchylose, Anchylosis, Anchylotic – αγκύλωσις

218. Ancon – αγκών 

ρqδ. Ancylostoma, Ancylostomiasis – αγκύλη + στόμα, παράσιτοσεπάσχουσες υγειονομικάχώρες με έλλειψη νερού

ρqε. Andes, Andesite – αντί, απέναντι, Άνδεις, ανδεσίτης, κρυσταλλικόςπυρίτης

ρqστ. Androgenic – ανδρογενής

219. Androgyne, Androgynous, Andropetalous, ανδρόγυνοφυτό

ρqζ. Android–ανδροειδές (σημαντική για την επιστημονική φαντασία λέξη, που την καθιέρωσε ο Ασίμοφ στο “BicentennialMan”με το ανθρωποειδές του ρομπότ, ο Φίλιπ Ντικ στο “DoElectricSheepDream” και το StarTrek, OriginalSeriesστο “WhatareLittleGirlsMadeOf”. Επίσης εφαρμογή των μηχανών αναζήτησης στο διαδίκτυο

ρqη. Andrology– ανδρολογία, επιστήμη που ασχολείται με το ανδρικό αναπαραγωγικό σύτσημα

ρqθ. Andropause – ανδρική εμμηνόπαυση

σ. Andropogon (ανήρ + πώγων, κιτρώδεςφάρμακογιακουνούπια

σα. Androsterone– ανδρική στεροειδής ορμόνη

220. Anecdotage, Anecdotal, Anecdote, Anecdotic, Anecdotical, Anecdotist – ανέκδοτον

σβ. Anelastic, Anelasticity–ανελαστικότητα υλικού, ανθεκτικότητα σε μεταβολές 

221. Anelectric, Anelectrode  – α + ήλεκτρον, ανηλεκτρικός

222. Anemogram, Anemograph, Anemology, Anemometer, Anemophilous, Anemoscope – άνεμος

223. Anemone – ανεμώνη, άνθοςανέμου

σγ. Anencephaly– έλλειψη εγκεφάλου σε ορισμένα βρέφη που ευτυχώς γρήγορα πεθαίνουν

σδ. Anepigraph– ανεπίγραφος 

σε. Aneroid – α (στερητικόν) + νηρός (υγρός), τεχνική όπου ένα ελαστικό χείλος ενός αποσυμπιεσμένου από αέρα κουτιού παραμορφώνεται ανάλογα με την  πίεση του εξωτερικού αέρα (μέθοδος χρησιμοποιούμενη στα βαρόμετρα) 

224. Aneurism, Aneurismal -ανεύρυσμα

σστ. Angaria – αγγαρεία, ταχυδρομείο με άμαξες που είχε καθιερώσει στην περσική αυτοκρατορία ο Κύρος ο Μέγας

225. Angel, Angel-fish, Angelic, Angelica, Angelical, Angelology, Angelus, Angel- water – άγγελος

σζ. Angina – αγχόνη, κυνάγχη

ση. Angiectasia (διαστολήλεμφατικούήαιμάτινουαγγείου),Angiitis  (αγγειίτις), Angiocardiography, Angiocardiogram, Angiocarditis, Angiocholitis (οξείαχολαγγειίτιδα), Angiodysplasia (αγγειοδυσπλασία)– αγγειοκαρδιογραφία, αγγειοκαρδίτις

226. Angiocarpic, Angiocarpus, Angiocarpy– αγγείον, αγγειόκαρπον,φρούτο εγκλεισμένο σε εξωτερικόπερίβλημα

σθ. Angiography, Angiology, Angiom, Angiopathy, Angiotomy – αγγείωμα, αγγειολογία, αγγειοπάθεια, αγγειοτομία

σι. Angiosperm- αγγειόσπερμον, σπερματόφυτο, γονιμοποιούμενο δια ζώων και όχι δια του ανέμου

227. Angle, Angular, Angularity, Angulate – αγκύλη, άγκιστρον, γωνία, γωνιώδης

228. Angler, Anglican, Angilcanism, Anglice, Anglicism, Anglicize, Angling, Anglo- American, Anglo-catholic, Anglo-catholicism, Anglo-Indian, Anglomania, Anglo-norman, Anglophobia, Anglo-Saxon -άγκιστρον

229. Angora – άγκυρα

230. Anger, Andry, Anguish- άγχω, άγχος

231. Anharmonic – μηαρμονικός

σια. Anhistorical– μη ιστορικός

232. Anhydrous, Anhydrite – άνυδρος, άνυδρoθειϊκόασβέστιο

σιβ. Anhydrobiosis–ικανότητα απώλειας υγρών, ώστε ένας οργανισμός να μπει σε ξηρή λανθάνουσα κατάσταση

σιγ. Anile, Anility – άνοια, ανοϊκός

σιδ. Animadversion, Animadvert– άνεμος + ad(προς) + βέλτερος (αλλαγή), στροφή ανέμου προς μία κατεύθυνση, παρατήρηση, απόδοση προσοχής σε κάτι

233. Animal, Animalcula, Animalcular, Animalcule, Animal- flower, Animalism, Animality, Animalization, Animalize, Animate, Animated, Animating, Animation, Anime’, Animism, Animist, Animistic, Animosity, Animus – άνεμος, αναπνέω

234. Anion, Anionic – ανιόν

235. Aniso-άνισο, πρόσφυμαλέξεων

σιε. Anisogamy– ένωση ή σύντηξη δύο γαμετών διαφορετικού μεγέθους

σιστ. Anisomeric, Anisometric- άνισον, ανισομερής

σιζ. Anisotropic(ανισότροπος), Anisotropy– ανισοτροπία, μη ομοιογένεια ιδιοτήτων επί διαφορετικών κατευθύνσεων

236. Ankylosis – αγκύλωσις

σιη. Announce, Announcement, AnnouncerAnnunciate, Annunciation, Annunciatory, Annunciatory – ad (δηλωτικόκατεύθυνσης, προς) + νέα, ανακοινώνω, ανακοίνωση

σιθ. Annual, Annually -«ένος» με ψιλή (μελλοντικός, μεθαυριανός, ενώ αντιθέτως δασυνόμενο «έννος ή ένος» σημαίνει περσινός

σκ.  Anode, Anodic- ανά + οδός, θετικό ηλεκτρόδιο

σκα. Anodonta- στερητικόν + οδούς, μύδι

237. Anodyne – ανώδυνος

238. Anomalistic, Anomalous, Anomalously, Anomaly – ανώμαλος

σκβ. Anomia – δυσχέρεια εύρεσης κατάλληλων λέξεων κατά τη διάρκεια διαλόγου

239. Anonym, Anonymity, Anonymous- ανώνυμος

σκγ. Anonymograph– ανώνυμος επιστολογράφος

240. Anopheles – ανωφελήςκώνωψ

241. Anorthic – ανορθώ, πυριτικό άλας με ανισόπεδους άξονες, τρικλινές 

242. Anorthite – πυρίτιο και αργίλιο σε διαφανείς κρυστάλλους

σκδ. Anosmia- ανοσμία

σκε. Anourous– στερητικόν + ουρά, άνουρος

σκστ. Anorexia, Anorexigenic(προκαλών απώλεια όρεξης), Anorexic– ανορεξία (νευρική), ανορεκτικός

σκζ. Anorgasmia, Anorgasmic– μη δυνατότητα επίτευξης οργασμού

σκη. Anoxemia, Anoxia– ελλιπής οξυγόνωση των αρτηριών

σκθ. Antacid – αντί + ακίς, αντιοξειδωτικό

243. Antagonism, Antagonist, Antagonistic, Antagonistically, Antagonize – ανταγωνισμός

244. Antalgic – α + άλγος

245. Antaphrodisiac – αντί + αφροδισιακόν

246. Antarchic- α + άρκτος

σλ. Antarthritic – αντί + αρθρώ

247. Antelope, Antilopine- ανθολώψ, άγριοζώοστιςόχθεςτουΕυφράτη

σλα. Antelucan – αντί + λύκη, λυκόφως, προ της αυγής

σλβ. Antenatal– αντί + θέμα «γν» από γεννώ, γίγνομαι, προγεννησιακός

248. Anthelion – ανθήλιον

249. Anthelmintic –απεντόμωση, αντί + έλμινθος (σκουλήκι)

250. Anthem -αντίφωνον

251. Anther, Antheral, Anther- dust, Antheridium, Antheroid, Anthocarpus, Anthoid, Anthology,Anthonomy, Anthophyllite – άνθος, ανθηρός

σλγ. Anthozoa – ανθόζωα, θαλάσσιες ανεμώνες και κοράλλια

252. Anthracene (ανθρακένιο), Anthracite, Anthracitic, Anthracoid, Anthrax – άνθραξ

σλδ. Anthracnose– μαύρισμα των φύλλων λόγω μυκητίασης

σλε. Anthracosis, Anthracofibrosis–μαύρισμα των πνευμόνων λόγω χρόνιας δύσπνοιας που δεν οφείλεται στο κάπνισμα

253. Anthropic, Anthropocentric, Anthropogeny, Anthropoglot, Anthropography, Anthropoid, Anthropolite, Anthropological, Anthropologist, Anthropology, Anthropometry, Anthropomorphic, Anthropomorphism, Anthropomorphite, Anthropomorphize, Anthropomorphosis, Anthropomorphous,Anthropopithecus(ανθρωποπίθηκος), Anthroponymics, Anthroponomastics, Anthroponymy(μελέτη ιστορικών ονομάτων), Anthropopathy, Anthropophagi, Anthropophagite, Anhropophagous, Anthropophagy, Anthropophilic(ελκυόμενος από άνθρωπο),, Anthroposophy, Anthropotomy -άνθρωπος, άνω + θρώσκω

σλστ. Anthyllis – ποώδες και θαμνώδες ανθοφόρο φυτό

254. Anthypnotic – α + ύπνος

255. Anti- -αντί

256. Anti-aircraft- αντιαεροπορικό

σλζ. Antiallergic- αντιαλλεργικός

σλη. Antiasthmatic– αντιασθματικός

257. Antibacchius – πους τριών συλλαβών, μακρόν, μακρόν, βραχύ

σλθ. Antibacterial – αντί + βακτήριον

σμ. Antibiogram– έλεγχος ευαισθησίας των βακρητίων απέναντι στα αντιβιοτικά (εξόχως αναγκαία στα ελληνικά νοσοκομεία)

258. Antibody -αντίσωμα

259. Anticachectic – αντί + καχεκτικός

σμα. Anticathexis – εμποδισμός των παρορμήσεων του υποσυνειδήτου από τη συνείδηση

260. Anticausotic – αντί + καυστικός

σμβ. Antichresis – αντίχρησις, διάθεση ακινήτου από τον οφειλέτη προς χρήση από το δανειστή αντί της χρηματικής εξόφλησης του δανείου

261. Antichrist, Antichristian – αντίχριστος

262. Anticlerical, Anticlericalism – αντί + κλήρος

263. Anticlimax – αντί + κλίμαξ

264. Anticlinal – αντί + κλίνη, αντίκλινον, αψιδοειδής γεωλογικός σχηματισμός

265. Anticline – αντί + κλίσις

266. Anticyclone – αντικυκλών

σμγ. Antidemocratic – αντιδημοκρατικός

σμδ. Antidiuretic– αντιδιουρητικός

267. Antidotal, Antidote- αντίδοτον

σμε. Antieconomic– αντιοικονομικός

σμστ. Antiemetic – αντιεμετικό

σμζ. Antigen – αντί + γεννώ, αντιγόνο=

σμη. Antigrav, Antigravitational–αντί + gravitas, πλατφόρμααντιβαρύτητας

268. Antihelix – ημικύκλιαπροεξοχήτουαυτιού

σμθ. Antiheroe – αντιήρως

σν. Antihegienic– αντιβαίνων στην υγιεινή

269. Antihypnotic – αντί + ύπνος

270. Antilegomena – αντιλεγόμενα

271. Antilithic – αντί + λίθος (κατά της πέτρας στα ούρα)

272. Antilog, Antilogarithm – αντί + λόγος, λογάριθμος

273. Antilogous, Antilogy- αντιλογία

274. Antimeter – οπτικόόργανο

σνα. Antimatter -αντί + matter (ύλη)

275. Antimonarchical, Antimonarchy- αντί + μοναρχία

σνβ. Antimycetic – φάρμακοδραστικόκατάτηςμυκητίασης

276. Antinomian, Antinomianism, Antinomy – αντί + νόμος

σνγ. Antioxident – αντιοξειδωτικόν

σνδ. Antiparallels – αντιπαράλληλοι, συγκλίνουσεςγραμμές

σνε. Antiparasitic – αντιπαρασιτικός

277. Antipathetic, Antipathy – αντιπαθής

σνστ. Antipatriotic – αντιπατριωτικός

σνζ. Antiperistaltic – αντιπερισταλτικός

278. Antiphlogistic – αντί + φλοξ

279. Antiphon, Antiphonal, Antiphonary- αντί + φωνή, ύμνος

280. Antiphrasis, Antiphrastic – αντί + φράσις, ρητορικόσχήμα, όπουμιαλέξηχρησιμοποιείται με νόημα αντίθετο από αυτό που έχει, π.χ. γίγαντας ενάμισι μέτρο

281. Antipodal, Antipode, Antipodean, Antipodes – αντίποδες

σνη. Antipoetic – αντιποιητικός

282. Antipole– αντί + πόλος

σνθ. Antiproton- αντιπρωτόνιο

283. Antipsoric – αντί + ψώρα

σξ. Antipsychiatric, Antipsychiatry- αντίληψη κατά την οποία η ψυχιατρική βλάπτει αντί να ωφελεί

σξα. Antipsychotic– αντιψυχωτικά φάρμακα 

284. Antipyretic – αντί + πυρετός

σξβ. Antipyrin– αντί + πυρ, άχρωμο και άοσμο αναλγητικό για πόνο και πυρετό, προερχόμενο από κάρβουνο και πίσσα

σξγ. Antirachitic– αντιρραχιτικός

285. Antirrhinum- αντί +ρις (ρινός), φυτόσκυλάκι

σξδ. Antiseismic – αντισεισμικός

286. Antiseptic – αντί + σήψις

287. Antispasmodic -αντί +σπασμός

287. Antispast – πους τεσσάρων συλλαβών, βραχύ, μακρόν, μακρόν, βραχύ

σξε. Antistatic – ενεργώνκατάτηςαύξησης του στατικού ηλεκτρισμού

σξστ. Antistreptolysin– φάρμακο κατά του στρεπτόκοκκου, ο οποίος λύει τα κύτταρα 

288. Antistrophe, Antistrophic – αντί + στροφή

σξζ. Antisymmetric- αντισυμμετρικός

σξη. Antisyphilitic– ενεργών κατά της σύφιλης

σξθ. Antitetanic – αντιτετανικόςορός

289. Antithesis, Antithetical, Antithetically– αντίθεσις

σο. Antithrombotic  – αντί + θρόμβος, αντιθρομβωτικός

σοα. Antithyroid – ενεργώνκατάτωνορμονώντουθυρεοειδούς

290. Antitoxin – αντί + τοξίνη (δηλητήριο επί βέλους)

291. Antitragus- το τμήμα του αυτιού απέναντι στο γένι (τράγον)

292. Antitype, Antitypical, Antitipycally- αντίτυπον

293. Antizymic, Antizymotic- αντί + ζύμη

294. Antlia- αντλώ

295. Antonomasia – αντωνομασία

296.  Antonym – αντώνυμον

297. Antrum – άντρον

σοβ. Anura– στερητικόν + ουρά, άνουρα αμφίβια

σογ. Anuria – μηδυνατότητα σχηματισμού ούρων

298. Anxiety, Anxious, Anxiously -άγχω, άγχος

σοδ. Aonian– αφορά τις Μούσες από την Αονία πηγή της Βοιωτίας στους πρόποδες του Ελικώνα

299. Aorist, Aoristic – αόριστος

300. Aorta, Aortic – αορτή

301. Apagoge, Apagogical – απαγωγή (λογική)

302. Apanthropy – απανθρωπία

σοε. Apastron – απώτατο σημείο τροχιάς άστρου από τον δίδυμό του αστέρα

301. Apathetic, Apathetical, Apathy–απάθεια

302. Apatite – απάτη, απατίτης, οστεόλιθος(φωσφορικόάλας)

303. Apepsia, Apepsy – απεψία, αναποτελεσματική πέψη

σοστ. Aperiodic– μη περιοδικός

304. Apetalous – απέταλος

305. Apex, Apical, Apices – άπηξ

306. Aphaeresis – αφαίρεσις

307. Aphaniptera – αφανόπτερον

308. Aphanite – αφανέςσυστατικόκεροστίλβης

309. Aphasia – αφασία

310. Aphelion – αφήλιον

311. Apheliotropic – αποστρεφόμενοςαπότονήλιο

312. Aphesis – άφεσις

313. Aphid, Aphides, Aphidian, Aphis–αφειδής, μελίγκραμεαφειδήπολλαπλασιασμό

314. Aphlogistic – α + φλοξ

315. Aphonia, aphony– αφωνία

316. Aphorism, Aphorist, Aphoristically – αφορισμός, από + ορισμός, σύντομη, κατηγορηματική και επιφανειακή δήλωση που αφήνει πολλά στοιχεία του ορισμού απέξω

317. Aphrisite, Aphrite- αφρός, γυαλιστερός τουρμαλίνης

318. Aphrodisiac, Aphrodisian, Aphrodite- Αφροδίτη

σοζ. Aphrogala– αφρόγαλα, μαλάκα, καϊμάκι

319. Aptha, Apthae – άφθα

320. Aphyllous- άφυλλος

321. Aplacental – στερητικόν + πλακούς

322. Aplanatic – μη πλανώμενος (οπτική)

323. Aplasia, Aplastic – στερητικόν + πλάσσω, ελλειμματική, μη φυσιολογική ανάπτυξη οργάνου

324. Apnoea- άπνοια

325. Apocalypse, Apocalyptical- αποκάλυψις

326. Apocarpus –διακεκριμένος καρπός

327. Apocopate, Apocope – αποκοπή

328. Apocryphal, Apocrypha- απόκρυφος

329. Apod, Apodal –άπους

330. Apodeictical – απόδειξις

331. Apodοsis – απόδοσις

σοη. Apoenzyme – τοπρωτεϊνούχο μέρος του ενζύμου

σοθ. Apogamy – ανάπτυξη σπορόφυτου χωρίς τη συνήθη γονιμοποίηση από ζώα

332. Apogean, Apogee – απόγειον

333. Apolaustic – απολαυστικός

σπ. Apolipoprotein– πρωτεΐνη που συνδέει λιπίδια για να σχηματίσουν λιποπρωτεϊνες

σπα. Apollo– ο θεός του φωτός και της μουσικής Απόλλων

334. Apollyon – απολλύων- καταστροφικός άγγελος

335. Apologetic, Apologetical, Apologetically, Apologetics, Apologia, Apologist, Apologize, Apologue, Apology- απολογία

σπβ. Apomixia – από + μίξις, εξέλιξηγαμέτη σε νέο άτομο χωρίς τη μεσολάβηση γονιμοποίησης από σπερματοζωάριο

σπγ. Apomorphy – πλήρης ανάπτυξηενός γενετικού χαρακτηριστικού ώστε να καταστεί ουσιαστικό

σπδ. Apomorphine– λευκή κρυσταλλική εμετική ουσία που χρησιμοποιείται κατά του Πάρκινσον

σπε. Aponeurosis– απονεύρωση

σπστ. Apophenia – σύλληψηνοηματικών συσχετισμών μεταξύ πραγμάτων μη σχετιζόμενων εκ πρώτης όψεως 

σπζ. Apolipoprotein – πρωτεΐνεςπουσυνδέουν λιπίδια

336. Apopthegm – απόφθεγμα

337. Apophyge – αποφυγή

338. Apophysis – απόφυσις

339. Apoplectic, Apoplectical, Apoplexy – αποπληξία

σπη. Apoptosis – απόπτωσις, προγραμματισμένος θάνατος κυττάρων

σπθ. Aporetic, Aporia– απορητικός, φιλοσοφική απορία

340. Aposiopesis – αποσιώπησις

341. Apositia –από + σίτος, αποστροφή στο φαγητό

342. Apostasis – απόστασις

343. Apostasy, Apostate, Apostatize–αποστασία

344. Apostil, Apostle, Apostleship, Apostolate, Apostolic, Apostolically- αποστέλλω

345. Apostrophe, Apostrophic, Apostrophize- απόστροφος

346. Apothecary – αποθηκάριος (φαρμακείο)

347. Apothegm, Apothegmatic – απόφθεγμα

σq. Apothem – γραμμήτομέωςπολυγώνου

348. Apotheosis– αποθέωσις, ανακήρυξη Ρωμαίου αυτοκράτορα σε θεό

σqα. Appendectomy – Appendix+ εκτομή

σqβ. Apragmatism– γνωστικές δυσχέρειες στο δεξί ημισφαίριο του εγκεφάλου

349. Apozem – από + ζέω

σqγ. Apraxia-μηδυνατότητα ενέργειας συγκεκριμένων κινήσεων

σqδ. Apse, Apsidal, Absidiole – αψίς

350.Apsis – αψίς

351. Apteral, Apterous, Apteryx – άπτερος

σqε. Apterygota – είδοςαπτέρυγωνεντόμων

σqστ. Aptitude, Aptly, Aptness – πρ. Ινδ. Ευρ. “ap”, άπτω, αφή, αποκτώ δεξιότητα, καταλληλότητα

352. Aptote- Aprotic – άπτωτος

353. Apyretic, Apyrexy – απύρετος

354. Apyrous – άπυρος, χωρίς φωτιά

355. Arable–άρουρα, αρόω – αρώ

356. Arachnid, Arachnoid, Arachnologist, Arachnology – αράχνη

357. Araeostyle, Araeosystile– αραιέςστήλες

358. Anareidan, Anareiform, Araneose – αράχνη + είδος

σqζ. Arcade, – άρκυς (δίκτυ), άρκευθος (κωνοφόροδένδρο), στοά

359. Arcadian – Αρκαδία, Ελλάδατωνμύθων

σqη. Arcane, Arcanum – άρκος (άμυνα), μυστηριώδες, μυστικό

σqθ. Arch, Archer, Archery, Archly – άρκος (άμυνα- εξούκαιτο «αρκούδα»), τόξον, τοξότης

τ. Archeae – αρχαίοιπροκαρυωτικοίοργανισμοί

360. Archaic, Archaism, ArchaisticArchean, Archeological, Archeologist, Archeology,– αρχαίος

361. Archangel-άρχω, αρχι + άγγελος, αρχάγγελος

τα. Archanthropus – οαρχάνθρωποςτωνΠετραλώνων

τβ. Archdeacon,Archidiaconal,Archdeaconate, Archdeaconry, Archdeaconship, – άρχω, αρχι + διάκονος, αρχιδιάκονος, αρχιδιακονία

τγ. Archdiocese -άρχω, αρχι + διοίκησις ενορίας

τδ. Archdruid–αρχι, άρχω + δρυίδης (δρυς) παγανιστής ιερέας βόρειων λαών

τε.Archbishop, Archducal, Archduchess, Archduchy, Archduke, Archdukedom,Archfiend,Architrave, Archstone, Archway -αρχι + ….

τστ. Arch-hypocrite – αρχι+ υποκρίνομαι, αρχιυποκριτής

τζ. Arche– αρχή, η κιβωτός του Νώε

τη. Archegonium– αρχή + γόνος, πολυκυτταρική δομή κατά την φάση της ανάπτυξης των γαμετών στα φυτά

τθ. Archeobacteria- οργανισμοί κείμενοι εξελικτικά μεταξύ ευκαρυωτικών και βακτηρίων

362. Archetypical, Archetype – αρχί + τύπος, αρχέτυπον

363. Archelogy – αρχή + λόγος, επιστήμηαρχών

τι. Archiepiscopate – αρχι + επίσκοπος, επισκοπάτον, αρχιεπισκοπή

τια.Archimandrite – αρχι + μάνδρα, μάνδαλον, αρχιμανδρίτης

τιβ. Archimedean – αρχιμήδειος εκ του Αρχιμήδης και αυτός εκ του αρχι + μήδεα (νους), πολύνοος

τιγ. Archipelagian, Archipelago – αρχι + πέλαγος, αρχιπέλαγος (κυρίως το Αιγαίο)

τιδ. Archiphoneme – αρχή + φώνημα, ζεύγος φθόγγων των οποίων η διαφορά έχει εκλείψει λόγω της προφοράς τους

τιε. Archipterygium– θεωρία ότι τα άκρα των τετράποδων ζλωων προέρχονται από υπολείμματα πτερυγίων  

364. Architect, Architectonic, Architectonics, Architectural, Architecture – αρχιτεκτονώ

365. Archives, Archivist–αρχείον

366.Archon – άρχων

367. Arcograph–όργανογραφήςτόξου

368. Arctic, Arctomys (αρκτόμυς), Arcturus – άρκτος, αρκτούρος(ούρος= φύλακας)

τιστ. Arctonyx – άρκτος + όνυξ, είδος ασβού

τιζ. Arcuate, Arcuation  – άρκος (άμυνα), τόξο, τεντώνω τόξο

τιη. Ardent, Ardency, Ardently, Ardour- αίθω, καίω, φλογερός

τιθ. Arduous, Arduously, Arduousness– ορθός, απόκρημνος, δυσεπίτευκτος

τκ. Area, Arefaction, Arefy, Arena, Arenacious, Areograhy– αίθω, ξηραίνω, καθιστώκάτιαρόσιμοήερίβολο, μεσβώλουςχώματος

τκα. Arenicolites- αίθω, άροσις + κόλον, σκουλήκι που διεισδύει σε ψαμμίτες

τκβ. Arenilitic (αίθω, άροσις + λίθος), Arenose – αίθω, άροσις, ψαμμολιθικός

τκγ. Areola, Areolar, Areolate, Areolation, Areole –αίθω, άροσις, οποιαδήποτεπεριοχή οριοθετημένη με γραμμές, χρωματισμένος κύκλος γύρω από τη θηλή

369. Areometer, Areometry – αραιόμετρον

370. Areopagite, Areopagus – Άρειος Πάγος

371. Argent, Argentic, Argentiferous, Argentine, Argentinian, Argentite- άργυρος

372. Argil, Argillaceous, Argilliferous, Argillite – άργιλλος

τκδ. Argal, Argol – αργιλώδης, λευκός, κρούστασκληρήςτερηδόναςπουαπαντάταισταβαρέλιακρασιού

373. Argon – αέριοαργόν, αργός

374. Argonaut – αργοναύτης

375. Argos – Άργος, πλάσμα με πολλά μάτια

τκε. Argosy– Αργώ, πλούσια φορτωμένο εμπορικό πλοίο με βάση τη Ραγκούζα της Αδριατικής

τκστ. Arguable, Argue, Argufy, Argument, Argumentation, Argumentative, Argumentatively, Argumentativeness, Argute – αργιλώδης, αργινόεις, λευκός, άψογος, επιχείρημα, επιχειρηματολογώ

τκζ. Argyroneta – αράχνη που ζει κάτω από το νερό (πάντως δεν είναι… αργυρώνητη)

τκη. Argyrosis– παθολογική έκθεση σε άργυρο ή σε αργυρόσκονη, με αποτέλεσμα το πρόσωπο να γίνει μπλε

τκθ. Aria, Arietta – αήρ, άρια, άσμαόπερας

376. Arian – Άρειος, αρχηγός αίρεσης

τλ. Arid, Aridity – αίθω, άροσις, ξηραίνωπροςκαλλιέργεια, ξηρός, φρυγμένος λόγω ζέστης

377. Ariel – αήρ, αερικό

τλα. Aries– έριφος, αστερισμός, το ζώδιο του Κριού

τλβ. Aril, Arillate– αργινόεις, αργιλώδης, λευκό επικάλυμμα στη βάση σπόρου

τλγ. Arista–άριστα, αποκορύφωμα, άγανο, βελονοειδής απόληξη σταχιού

378. Aristarch, Aristarchean –αρίσταρχος, άριστος κυβερνήτης, αυστηρός κριτής

379. Aristocracy, Aristocrat, Aristocratic, Aristocratical, Aristocratism – αριστοκρατία

380. Aristophanic – αριστοφανικός

381. Aristotelian, Aristotelic, Aristotelism – αριστοτελικός

382. Arithmancy – αριθμός + μαντεία

383. Arithmetic, Arithmetical, Arithmetically, Arithmetician, Arithmocracy, Arithmography, Arithmology, Arithmomancy, Arinthmometer – αριθμός

384. Arm, Armada, Armament, Armature, Arminia, Armistice, Armoire, Armory, Army κ.λπ. – άρμα

τλδ. Arm, Armpit (μασχάλη) – αρμός, βραχίονας

τλε. Armatoles – οι ξακουστοί αρματολοί μας

τλστ. Armet (κράνος), Armful, Armhole, Armiger, Armilla (χαλκάς, βραχιόλι), Armillary, Arminian, Armipotent, Armorial, Armorist, Armour, Armourer, Armoury- αρμός, άρμα, πανοπλία

385. Aroma, Aromatic, Aromatize, Aromatization – άρωμα

τλζ. Arraign, Arraigner, Arraignment – ορέγω, εκτείνομαι, ισάζω, κατηγορώ, καταγγέλλω

τλη. Arrect – ad (προς) + ορέγω, εκτείνομαι, ισάζω, εγείρω τα αυτιά (επί ζώου)

τλθ. Arrest, Arrestation, Arrester, Arrestive, Arrestment – ad (προς) + re + ίστημι, ίσταμαι, συλλαμβάνω, σύλληψη

τμ. Arrogance, Arrogant, Arrogantly – ad (προς) + ορέγω, εκτείνομαι, φυσιούμαι, αλαζών, αλαζονεία

τμα. Arrogate, Arrogation – ad (προς) + ορέγω, εκτείνομαι, φυσιούμαι, ισχυρίζομαι κάτι λόγω οίησης ή διβουλίας

τμβ. Arrowκαι πολλά παράγωγα – άρκος (άμυνα), τόξο, τεντώνω τόξο, βέλος

386. Arsenic, Arsenical, Arsenicate, Arsenious, Arsenide, Arsenite, Arseniuret- άρσην, άρσεν, αρσενικό (το αγαπημένο δηλητήριο της Άγκαθα Κρίστι)

387. Arsis- ύψωμαφωνής – άρσις

τμγ. Arson – αίθω, εμπρησμός

τμδ. Art, Artful, Artfully, Artfullness, Artifact (τεχνούργημα), Artifice, Artificer, Artificial (τεχνητός), Artificiality, Artificially, Artisan, Artist, Artistically, Artistry, Artless (άτεχνος), Artlessly, Arts – αρμός, αρμονία, τέχνη

388. Artemis, Artemisia – Άρτεμις

389. Arterial, Arterialization, Arterialize, Arteriography, Arteriosclerosis, Arteriotomy,Arteritis, Artery- αρτηρία

τμε. Arthralgia – αρθραλγία

390. Arhritic, Arthritis, Arthritism, Arthrodesis (δέσηάρθρωσης), Arthrography, Arthrology, Arhropathy, Arhroplasty, Arthropoda, Arthrosis – άρθρον, αρμός, άρθρωση

τμστ. Arthrogryposis -άρθρον  + γρυπός, πολλαπλή σύζευξη κοκάλων

τμζ. Arthroscope, Arthroscopy – αρθροσκόπιον, αρθροσκόπηση

391. Article, Articular, Articulate, Articulately, Articulation, Articulator- άρθρον, αρμός, άρθρωση

τμη. Artillery, Artilleryman – αρμός, αρμονία, τέχνητουπολέμου, πυροβολικό

τμθ. Artiodactyls – αρτιοδάκτυλα, μεγάλη κατηγορία νυχοφόρων θηλαστικών (καμηλοπάρδαλη, ιπποπόταμοι, ελάφια, βίσωνες κ.λπ.)

τν. Artocarpous – αρτόκαρπος

τνα. Arrhythmia- καρδιακήαρρυθμία

392. Aryan – άρειος

393. Asbestic, Asbestine, Asbestoid, Asbestos- άσβηστος, ανεξάλειπτος, άκαυστηινώδηςκεροστίλβημετατρεπόμενησευφάσματα, χαρτίκαιφυτίλια, αμίαντος

394. Asbolin – άσβολος, κόνιςαντίσβώλων

τνβ. Ascance, Ascew – σκαρδαμύττω, κοιτώλοξά

τνγ. Ascaris, Ascariasis – ασκαρίς, ασκαρίαση, μόλυνση του εντέρου από σκουλήκια

τνδ. Ascertain, Ascertainable, Ascertainment – πρ. Ινδ. Ευρ. “krei”, εξούκαικρίσις, επιβεβαιώνω

395. Ascetic, Ascetical, Ascetism – ασκητής

τνε. Ascend, Ascendancy, Ascendant, Ascendency, Ascension, Ascensional, Ascensive, Ascent– σχέσημε «σκάνδαλον»ήσκανδάλη, κάτιπουεκπηδάξαφνικά, ανέρχομαιμεάλμα

396. Ascidian, Ascidians, Ascidium–ασκίδιον, ασκός, χιτωνόζωον, ουροχορδωτόν

397. Asclepiad- στίχος τεσσάρων ποδών, σπονδή, χορίαμβος και δύο δάκτυλοι

398. Asclepias –Ασκληπιός, φυτό επιθετικό, αποπνικτικό, αναρριχητικό, δηλητηριώδες

τνστ. Ascomycetes – ασκός + μύκης, ασκομύκητες

τνζ. Ascospores– ασκός + σπόρος, μικροσκοπικοί σπόροι παραγόμενοι από μύκητες

τνη. Asemia – επικοινωνιακή διαταραχή, μη δυνατότητα έκφρασης με σύμβολα

399. Aseismic – α + σεισμός

400. Asepsis, Aseptic, Asepticize – α + σήπομαι

τνθ. Ash, Ashy (ωχρός), Ashen, Ashes – αίθω, καίω, στάχτη

401. Asia, Asiatic- Ασία

τξ. Asialia –μη παραγωγή σιέλου

402. Asomatous – ασώματος

403. Asparagine, Asparagus – ασφάραγος, σφαίρα, εκβλαστάνω, τρυφερό βλαστάρι

τξα. Aspect, Aspectant –  ad (προς) + Πρ. Ινδ. Ευρ. “spek”, εξού και η σκέψις, σκοπός κ.λπ.

404. Aspermia, Aspermous- ασπερμία, άσπερμος

τξβ. Asperse, Aspersion, Aspersive, Aspersorium, Aspersory – ad (προς) + σπείρω, διασπείρωφήμες, συκοφαντώ

405. Asphalt, Asphaltic – άσφαλτος

406. Asphodel – ασφόδελος

407. Asphyxia, Asphyxiant, Aspyxiate, Asphyxiated– ασφυξία

τξγ. Aspic- ασπίς, δηλητηριώδες φίδι, παγωμένο λίπος

408. Aspidistra – ασπίς, φυτό

τξδ. Asplenium – σπλην, φυτό που κάνει καλό στη σπλήνα

τξε. Assert, Assertion, Assertive, Assertory – ad (προς) + δασυνόμενο «είρω», συνείρω, δένω, επιβεβαιώνω

τξστ. Assess, Assessable, Assessment, Assessor – ad (προς) + δασυνόμενο «έζομαι» (κάθομαι), σταματώσεμίαβαθμίδα, εκτιμώ

τξζ. Assiduity, Assiduous, Assiduously – ad (προς) + δασυνόμενο «έζομαι» (κάθομαι), επίμονος, επιμελής

τξη. Assign, Assignable, Assignation, Assignee, Assignment, Assignor- πιθανολογείταισφόδραότιτο “Sign” (σήμα), το “Signal” (σήμα), το “Significant” (σημαντικός), αλλάκαιτο “Signature” (υπογραφήωςεπικύρωσηκαιΣφραγίςσυμβολαίων) προέρχεταιαπότοΣίγμαμεμετατροπήτου «μι» σε «νι». Αναθέτω, ανάθεση

τξθ. Assist, Assistance, Assistant –   ad (προς) + ίστημι, ίσταμαι., συμπαρίσταμαι, βοηθώ

το. Assize, Assizes, Assizor – ad (προς) + δασυνόμενο «έζομαι», βαθμονομώ, αποφαίνομαι για μέτρα και σταθμά, δικάζω

409. Astasia (αδυναμία να σταθεί κάποιος), Astatic(άνευπολικότητας) – στερητικόν + ίστημι, ίσταμαι

410. Aster, Astral, Asterisk, Asterism, Asteroid, Astropolis, Asteroidal, Astrobiology, Astrobleme (άστρον + βλήμα, ουλήστηνκρούστατηςΓηςαπόμετεωρίτη), Astrogation, Astrognosy, Astrography, Astrolabe (αστρολάβος), Astrolatry, Astrologer, Astrological, Astrologically, Astrology, Astrometer, Astrometric, Astrometrics, Astronaut (αστροναύτης), Astronomical, Astronomer, Astronomical, Astronomically, Astronomize, Astronomy, Astrophotography, Astrophotometry, Astrophysical, Astrophysicist, Astrophysics, Astro-telemetry–αστήρ, αστεροειδής

τοα. Asthenia, Asthenic– μυϊκή αδυναμία, ασθενικότητα, φιλασθένεια

τοβ. Asthenosphere – γεωλογικό στρώμα κάτω από τη λιθόσφαιρα με μειωμένη αντίσταση στη ροή πυρακτωμένων υλικών

τογ. Asthma, Ashtmatic– άσθμα, ασθματικός 

414. Astigmatic, Astigmatism – α + στίγμα

415. Astomatus, Astomous – άστομος

τοδ. Astonish, Astonishing, Astonishment- ad (προς) +τόνος, εκτόνωση, έκπληξη, κατάπληξη

416. Astragal, Astragaloid, Astragalus – αστράγαλος, εξόγκωμαστηνάρθρωσηποδιού, κινέζικοθεραπευτικόχόρτο

τοε. Astriction, Astrictive – στραγγεύω, σφίγγω, τεντώνωβίαιαμεκίνδυνοθραύσηςήθλάσης

τοστ. Astringency, Astringent – στραγγεύω, σφίγγω, τεντώνωβίαιαμεκίνδυνοθραύσηςήθλάσης

τοζ. Astromycologist, Astromycology – επιστήμητουμέλλοντος, όπου η ποντοπορία του διαστήματος γίνεται μέσω μυκητικών ριζωμάτων (“StarTrek, Discovery”)

τοη.  Astrotheory, Astrotheorist –αστροθεωρία

417. Astylar – άστυλος

418. Asylum – άσυλον

τοθ. Asymbolia, Asymboly – απώλεια ικανότητας κατανόησης των συμβόλων

419. Asymmetrical, Asymmetry – ασυμμετρία

420. Asymptote, Asymptotic – ασύμπτωτος, αενάως τείνων χωρίς ποτέ να φθάνει στο πέρας της διαδρομής

421. Asynartete- ασυνάρτητος, στίχος με δύο διαφορετικούς ρυθμούς

422. Asynchronous, Asynchronism- ασύγχρονος, μη συγχρονικότητα

423. Asyndetic, Asyndeton- ασύνδετος

424. Asyndactic – ασύντακτος

τπ. Asynergy– μη συνεργασία τμημάτων της καρδιάς λόγω προηγούμενου εμφράγματος του μυοκαρδίου

τπα. Asystole – στερητικόν + συστέλλω, κατάρρευση του ηλεκτρικού συστήματος της καρδιάς, ανακοπή

τπβ. Ataraxia, Ataraxy- αταραξία (όρος των στωικών), απαλλαγή από κάθε ενόχληση

425. Ataxic, Ataxy – αταξία

τπγ. Atelectasis- στερητικόν + τηλέ + έκτασις, περιορισμός έκτασης, έκπτωση του ενός πνεύμονα ή λοβού

425. Athalamous – α + θάλαμος, λειχήνα χωρίς θάλαμο υποδοχής σπόρων

426. Athanasian, Athanasy – αθάνατος

427. Atheism, Atheist, Atheistical- αθεϊσμός

τπδ. Athematic – λέξη που κλίνεται χωρίς παρεμβολή θεματικού φωνήεντος

427. Athens, Athenaeum, Athenian – Αθήναι

428. Atherine –αθερίνα

429. Athermancy, Athermanous, Athermic – στερητικόν + θερμός

τπε. Atheroma – αθήρ (στάχυ), χυλόςδημητριακών, αθηρωματικήπλάκα

τπστ. Atherosclerosis- αθήρ (στάχυ), χυλός δημητριακών + σκληρός, αθηροσκλήρωση

τπζ. Athetosis– άθετος, ακούσια σπασμωδική κίνηση των άκρων

430. Athlete, Athletic, Athleticism, Athletics – αθλητής

τπη. Athrepsia– αδυναμία και καθυστέρηση ανάπτυξης του οργανισμού λόγω έλλειψης τροφής και ανθυγιεινών συνθηκών

τπθ. Athymia – σπάνιααρρώστιαόπου το βρέφος γεννιέται χωρίς θύμο αδένα

τq. Athymhormia – στερητικόν + θύμος + ορμή, απώλεια κάθε ενδιαφέροντος και κινήτρου

431. Atlantean, Atlantes, Atlantic,Atlantosaurus (δεινόσαυρος), Atlantropa ( σχέδιοστράγγισης της Μεσογείου προς αύξηση της καλλιεργήσιμης γης),  Atlas– Άτλας, Ατλαντίς

432. Atmology, Atmolysis, Atmometer, Atmosphere, Atmospheric, Atmospherically, Atmospherics- ατμός, ατμόσφαιρα

τqα. Atoke– στερητικόν + τόκος, άτοκον, αυτό που δεν τίκτει

433. Atom, Atomic, Atomicity, Atomism, Atomistic, Atomization, Atomize, Atomizer, Atomology, Atomy – άτομον

τqβ. Atone, Atonement- στερητικόν + (μυικός) τόνος, εκτονώνομαι, εξιλεώνομαι για κάτι

434. Atonality, Atonic, Atony – άτονος, έλλειψητονικότητας στη μουσική

τqγ. Atresia- ατρησία, όταν κάποιο στόμιο ή πέρασμα στον οργανισμό κλείνει

τqδ. Atrocious, Atrociously, Atrociousness, Atrocity – ατειρής, σκληρός

435. Atrophied, Atrophy –α + τροφή

436. Atropine, Atropism – ατροπίνη, Άτροπος

τqε. Attach, Attache’, Attachment – ad (προς) + tegere, στέγειν, στέγωμεαπαλοιφήτου «σ», κάλυμμα, προσκολλώμαι, προσδένομαι

τqστ. Attack – ad (προς) + tegere, στέγειν, στέγωμεαπαλοιφήτου «σ», κάλυμμα, προσκολλώμαι, προσδένομαι,συμπλέκομαιμε τον εχθρό, επιτίθεμαι

τqζ. Attain, Attainable, Attainder (στέρησηπολιτικώνδικαιωμάτωνεπίατιμωτικήςποινής),Attainment, Attaint, Attainture – ad (προς) + τείνω, φθάνω, κατορθώνω

τqη. Attend, Attendance, Attendant, Attender, Attendingly – ad (προς) + τείνω,παρίσταμαι, φροντίζω, μεριμνώ

τqθ. Attention, Attentive, Attentively, Attentiveness – ad (προς) + τείνω,επιμελούμαι, προσέχω, προσοχή

υ. Attenuant, Attenuate, Attenuation- ad (προς) + τείνω,αραιώνω

υα. Attest, Attestation, Attestor – – ad (προς) + τέκτων, κέλυφος, όστρακον, παρίσταμαι, μαρτυρώ, επικαλούμαι, φανερώνω

437. Attic, Atticism, Atticize, Atticism – Αττική, αττικισμός

υβ. Attitude, Attitudinarian, Attitudinize  –βλ. Aptitude – πρ. Ινδ. Ευρ. “ap”, άπτω, αφή, αποκτώ δεξιότητα, υιοθετώ συμπεριφορά, συμπεριφορά

υγ. Attorn, Attorney, Attorneyship, Attornment (αποδοχήνέουεκμισθωτήεπίμεταβίβασηςακινήτου) – ad (προς) + τείρω, τόρνος, τορνεύω, τόρνος, διατρυπώ, σχηματίζωκύκλο, προστατεύω, δικηγόρος, νομικόςσυμπαραστάτης

υδ. Attract, Attractability, Attractingly, Attraction, Attractive, Attractively, Attractiveness, Attractor – ταύρος, ταυρίζω, τραβώ, ελκύω, γοητεύω

438. Attrite, Attrition- τρίβω, έτριψα

υε. Attune – τόνος, εναρμονίζωδύοήχους

439. Atypous, Atypical– άτυπος

υστ. Auction, Auctioneer – αύξειν, αύξω, πλειοδοτώ, δημοπρασία

υζ. Auctorial, Author, Authoress – αύξειν, αύξω, συγγραφέας

υη. Audacious, Audaciously, Audacity – αυδώ, αυδή, αυδήεις, οέχωντοθάρροςτηςφωνήςκαιτης γνώμης του, τολμηρός, τόλμη

υθ.Audibility, Audible, Audibly, Audience, Audit (ακροαματικήδιαδικασία), Audit-house, Audition, Auditive, Auditorial, Auditorium, Audiometer, AudiophoneAuditorship, Auditory – αυδώ, αυδή, αυδήεις, ηικανότητανα ακούς τη φωνή, ακουστικότητα,ακουστικός, αίθουσα ή αμφιθέατρο διαλέξεων, κοινό παράστασης

440. Augean –από την κόπρο του Αυγείου, δύσκολος, κουραστικός

υι. Augite, Augitic – αυγή, αυγίτης, πυρόλιθος, μαύρος ή πρασινωπός ηφαιστειακός βράχος

υια. Augment, Augmentati Augmentative, Augmeneted – ογμεύω, όγμος, προωθώ σε ευθεία γραμμή, επαυξάνω, αύξηση ιστορικού χρόνου (γραμμ.)

υιβ. Augur, Augural, Augury– αύξειν, αύξω, αύξηση πιθανοτήτων, οιωνός

υιγ. August, Augustan, Augustinian, Augustine,  Augustly – αύξειν, αύξω,ιερός, Αύγουστος

441. Aula, Aularian, Aulic – αυλή

442. Aura, Aural – αύρα

υιδ. Auriscope – auris (ους, αυτί) + σκοπώ, ωτοσκόπιον

υιε. Aurora, Auroral – εώς, ηώς,αυγή

υιστ. Auscultation, Auscultator, Auscultatory – ους + κλίνω, ακούω, ωτακουστώ
υιζ. Auspex, Auspicate, Auspices, Auspicious, Auspiciously – Πρ. Ινδ. Ευρ. „awi“ (πτηνό) +   Πρ. Ινδ. Ευρ. “spek“ εξούτο «σκοπώ, σκέψις», αισιόδοξος, ευμενής

υιη. Austere, Austerely, Austerity – αυστηρός, αυστηρότης

υιθ. Austral, Australasian, Australian, Australopithecus (αυστραλοπίθηκος), Austria, Austrian – εώς, ηώς, ανατολή, Αυστραλία, Αυστρία

443. Autarch, Autarchy –αυταρχία, αυταρχισμός

444. Authentic, Authenticate, Authentication, Authenticity, Authoritative, Authoritatively, Authority, Authorization, Authorize, Author, Authorship- αυθέντης, αυθεντικός

υκ. Autism– αυτός, εαυτός, αυτισμός

445. Auto- αυτο-, πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων που αφορά τον εαυτό

υκα. Autoanalysis- αυτοανάλυσις

υκβ. Autoantonym– λέξεις που δηλώνουν μία έννοια και το αντίθετό της, π.χ. “imflammable” μπορεί να σημαίνει και το εύφλεκτο και το άφλεκτο  

446. Autobiographical, Autibiography – αυτοβιογραφία

447. Αutocarpous – αυτόκαρπος

υκγ. Autocatalysis – όταν ένα από τα προϊόντα της χημικής αντίδρασης είναι επίσης και καταλύτης

448. Autocephalous – αυτοκέφαλος (όπως η εκκλησία της Ελλάδος)

υκδ. Autocenter– κέντρο πώλησης και επισκευής αυτοκινήτων

449. Autochthon, Autochthonous – αυτόχθων

υκε. Autochrome – έγχρωμη φωτογραφία των αδελφών Λυμιέρ

450. Autocracy, Autocrat, Autocratic, Autocratically- αυτοκρατής

υκστ. Autodidact, Autodidactism  – αυτοδίδακτος, αυτο-εκπαίδευσηχωρίςμεσολάβησηδασκάλων

υκζ. Autoerotism– αυτο- ερωτισμός, σεξουαλικός ερεθισμός του εαυτού 

451. Autogamy – αυτογαμία

452. Autogenous – αυτογενής

453. Autograph, Autography – αυτόγραφον

454. Autogyro – αυτόγυρος, περιστρεφόμενος

υκη. Auto- intitiate, initiating – αυτο- έναρξις

υκθ. Autokinetic– αυτοκινούμενος, παραίσθηση κινουμένου φωτός μέσα στο σκοτάδι

455. Autolatry- αυτολατρεία

456. Autology – αυτολογία

457. Automata, Automatic, Automatical, Automatism, Automatization, Automaton, Automatous – αυτόματον

458. Automorphic, Automorphism- αυτό + μορφή, ισομορφισμός, ομοιόσταση, συμμετρίααντικειμένου

459. Autonomic, Autonomist, Autonomous, Autonomy – αυτονομία

υλ. Autonyme, Autonymy– αυτωνυμία, όπου μία λέξη δεν συμβολίζει τίποτε, αλλά ονοματίζει μόνο τον εαυτό της

υλα. Autoplasty – μεταμόσχευση ενός χαλασμένου οργάνου με υγιή ιστό από τον ίδιο τον οργανισμό

460. Autopsy, Autoptical – αυτοψία

υλβ. Autoradiograph, Audioradiography– φωτογραφική μέθοδος με χρήση των ραδιενεργών εκπομπών, που η ίδια προκαλεί

461. Autoschediasm – αυτοσχεδίασμα

υλγ. Autosome – αυτός, εαυτός + σώμα, κάθεμησεξουαλικό (άρααύταρκες) χρωμόσωμα!

462. Autotheism – αυτοθεϊα

463. Autotomy – αυτο- + τομή, αυτοακρωτηριασμός του θηράματος προκειμένου να ξεφύγει από τους διώκτες του

464. Autotoxy- Autotoxis – αυτο- τοξικόν (δηλητήριοπάνωσταβέλη)

υλδ. Autotroph, Autotrophy–αυτοτρεφόμενος οργανισμός (δια μετατροπής αδρανών ουσιών σε χρήσιμες)

465. Autotype, Autotypography – αυτο- + τύπος

υλε. Auxiliaries, Auxiliary – αύξειν, αύξω, μεγαλώνωτησυνεισφοράμου, βοηθητικός

υλστ. Averse, Aversely, Aversness, Aversion – στερητικόν + βέρτερον, βέλτιον, μεταβολή, στροφήπροςαλλού, αποστροφή

υλζ. Avert, Avertible-άλφα επιτατικόν + βέρτερον, βέλτιον, μεταβολή, δυνάμενος να αποφευχθεί

466. Axe, Axestone – αξίνη

467. Axial, Axiferous, Axile, Axis, Axonic, Axotomous –άξων

υλη. Axil – άξων, γωνία μεταξύ κλαδιού και κορμού (δένδρα)

υλθ. Axilla, Axillary –άξων, μασχάλη,γωνία μεταξύ βραχίονα και κορμού

υμ. Axle – άξων, άτρακτος του τροχού

υμα. Axiologic, Axiology– μελέτη ηθικών αξιών, αγαθότητας και καλοσύνης (αν αυτές οι λέξεις σημαίνουν κάτι και σήμερα)

468. Axiom, Axiomatic, Axiomatical – αξίωμα

υμβ. Axisymmetric(αξονοσυμμετρικός)

υμγ. Axonometric, Axonometry– μέτρηση αξόνων 

υμδ. Awe, Awesome – άγχος, αρρώστια, άκος (θεραπεία)

469. Azalea –άζω, ξηραίνω, αζαλέα

470. Azoic- αζωικός

471. Azonic- αζωνικός

υμε. Αzoospermia– έλλειψη σπερματοζωαρίων στο σπέρμα του άνδρα

472. Azote, Azotic, Azotize – άζωτον, α + ζωή

υμστ. Azotemia– άζωτον + αίμα, ύπαρξη αζώτου στο αίμα

υμζ. Azoturia- κράμπες στα άλογα λόγω αζωτουρίας

473. Azygous – άζυγος

474. Azyme, Azymatic, Azymous – άζυμος

                    Β

475. Bacchanal, Bacchanalia, Bacchanalian, Bacchant, Bacchante, Bacchantic, Bacchic, Bacchus – Βάκχος

υμη. Bacciferous, Baccivorous – Βάκχος, βακχεία + φέρωήβορά, φέρωήτρώγωμούρα, φρούταμεέντονηζυμωτικήήαλκοολική ιδιότητα

υμθ. Bachelor, Bachelordom, Bachelorhood, Bachelorship – μέσωτουλατινικού “baculum“, βάκτρον, βάκλον, βακτηρία, αυτεξούσιος, εργένης

476. Bacillary, Bacilliform, Bacillus – βάκλον, ράβδος

υν. Background–back(πίσω) + “ground”, μέσω του “grind” (τρίβω, αλέθω) καταλήγουμε στο «χόνδρος», διότι το έδαφος αποτελείται από κόκκους και χόνδρους, φόντο, υπόβαθρο

υνα. Backslide, Backslider – back (πίσω) + όλισθος, ολισθάνω, γλιστρώπροςταπίσω

υνβ. Backstairs – back (πίσω) + στοιχώ, ησκάλακινδύνου

υνγ. Backstitch – στίζω, στίγμα, διπλοκέντημα

477. Bacteria, Bactericidal, Bacteriology, Bacteriolysis – βακτήριον, βακτηρία

478. Bagnio – βάλανος (τουπέους), βαλανείον

υνδ. Baleen, Balad, Balade, Ballet, Balloon, Ballonist, Ballot – βάλανος, βαλανείον, στρογγυλόσχήμα, πρ. Ινδ. Ευρ. “bhel“, (εξού και φάλαινα)

479. Ballistraria, Ballista, Ballistics – βάλλω, βαλλιστική

480. Balm, Balsam, Balsamic, Balsamiferous, Balsamine, Balsamodendron – βάλσαμον

481. Balneology, Balneum –βαλανείον, εκτηςβαλάνουτουπέους, αφορώνιαματικάκυρίωςλουτρά

υνε. Baluster, Balustrade – βαλαύστιον, είδοςσκληρούερυθρόδερμουροδιούήκυτταρικούφυτού, κύτινος, διακοσμητικόςφράχτης

482. Baptism, Baptismal, Baptist, Baptistery, Baptize – βαπτίζω

483. Barbarian, Barbaric, Barbarism, Barbarity, Barbarize, Barbarous- βάρβαρος

484. Barbiton, Barbitone – βάρβιτος

υνστ. Barcarole, Barge, Bargeboard, Bark (μικρόσκάφος) καιπολλάπαράγωγα – βάρις, αιγυπτιακήβάρκα

υνζ. Bard, Bardic – βάρβιτος, βάρδος (μεσαιωνικά ελληνικά)

485. Baric, Barometric, Baritone, Barograph, Barology, Barometer, Barometrical, Barycentric, Baryta, Barytone – βάρος

υνη. Barium, Barytes – βαρύς, βάριον, βαρύτης ή βαρύς αστρίας, απ’ όπου το βάριο προέρχεται 

υνθ. Baryon– υποατομικό σωματίδιο του πυρήνα, πρωτόνιο, νετρόνιο

486. Basalt, Basaltic, Basaltiform, Basaltine, Basanite – βασανίτης, βάσανος

487. Base, Baseball, Base-Born, Baseless, Base- Line, Basely, Basement, Basic, Basically,Basicity, Basis- βάσις

υξ. Basidium, Basidiomycetes, Basidiosachic  – βάσις + μύκητες, βασίδιον, βασιδιομύκητες, είδοςμυκήτων. Στην ορολογία StarTrekτέτοιος μύκητας είναι ο βραδύπορος (“tardigrade”), που δεν είναι όμως μικροσκοπικός, όπως στην πραγματικότητα, αλλά μακροσκοπικός και ταξιδεύει ταχύτατα σε όλο το Σύμπαν ακολουθώντας δρόμους- ριζώματα που συνδέουν όλα τα σημεία 

488. Basil, Basilica, Basilical, Basilicon, Basilisk – βασιλική, βασιλεύς, βασιλίσκος

υξα. Basophilia–βάσις + φίλος, επικίνδυνη αύξηση λευκών αιμοσφαιρίων

υξβ. Bass, Basset (κλίση, είδοςχαμηλούσκύλου), Bassinet (χαμηλήκούνια), Basso- βάσις, οι πιο χαμηλές νότες μίας μουσικής σύνθεσης

υξγ. Bastion – τογαλλικό “batir” (χτίζω) έχει οπωσδήποτε σχέση με το ελληνικό «βαστάζω», προμαχώνας, οχυρό

489. Bathetic, Bathometer, Bathos, Bathybius, Bathymetry – βάθος, βαθύβιος

490. Batrachia, Batrachian, Batrachoid – βάτραχος

υξδ. Battel– χρεωμένος χρήστης βιβλίων δανειστικής βιβλιοθήκης, βάταλος, σκωπτικό προσωνύμιο του Δημοσθένη, που δεν μπορούσε να πει το «ρο»

υξε. Bay – βαϋζω, φωνάζωδυνατά, γαυγίζω

491. Bdellium– ρητίνη, βδέλλα, βδελυρός

υξστ. Bear – σχέση με το «φέρω», υποφέρω, γεννώ παιδιά

υξζ. Bed, Bedlinen, Bedmaker, Bedmate, Bedplate, Bedpost, Bedroom, Bedstaffκαιαμέτρηταπαράγωγα – σχέσημε «βόθρος», οιαπαρχέςτουκρεβατιούήσανταπεινές

492. Beef, Beefeater, Beefsteak, Beefy – βους

493. Belemnite –κεφαλόποδο, βέλεμνον, βέλος

υξη. Bell (κουδούνι, καμπάνα), Bellicose (πολεμικός), Belligerence, Belligerency, Belligerent, Bellow, Bellowing – σχέσημε «βελάζω», «βέλασμα», φωνάζωδυνατά, εκβάλλωευχωλήήοιμωγή

494. Belomancy – μαντεία δια ρίψεως βέλους

495. Bema – άσυλο, πλατφόρμα, βήμα

496. Benthos –βένθος, βάθος

υξθ. Beryl, Berylline, Beryllium – βήρυλλος

υο. Beslave, Beslaver  – be + σκλάβος (βυζαντινάελληνικά)

υοα. Besmear –  be + σμήχω, σμηκτός (λιπαρός), σμήγμα, αλείφω

υοβ. Besmirch – be + σμήχω, σμήγμα, σμηκτόςκ.λπ.

υογ. Bestow, Bestowal, Bestowment – be + ίστημι, ίσταμαι, δίδωσεγάμο, δίδωπροςφύλαξη, παρέχω, επιδαψιλεύω

497. Beta, Beta-rays- βήτα

υοδ. Betel, Bethel, Betyl– βαίτυλος, ομφαλός Δελφών, οίκος θεού, λατρευόμενος μετεωρίτης, κάτι αντίστοιχο με την Κάαμπα για τους αρχαίους Έλληνες 

υοε. Bethumb, bethumbed – be + τύμβος, λόφος, εξόγκωμα, μέγαςδάκτυλος, αντίχειρας (λατινικά “tumulus”)

υοστ. Betitle – be + τίτλος, δίδωτίτλο

υοζ. Betray, Betrayal, Betrayer – be (by – ολόγυρα) + δίδω, προδίδω, προδοσία

υοη. Biangular – bis (δις) + αγκύλη, γωνιώδης, ο έχων δύο γωνίες 

υοθ. Biarticulate – bis(δις) + άρθρον, άρθρωσις, έχω δύο αρθρώσεις

υπ. Bias, Biased – μέσωτουλατινικού “bigassius“ επικάρσιος, λοξός, προκατάληψη

498. Biaxial- διαξονικός

499. Bible, Biblical,Biblicist, Bibliographer, Bibliographical, Bibliography, Bibliolatry, Bibliology, Bibliomancy, Bibliomania, Bibliomaniac, Bibliophile, Bibliophilism, Bibliophilist, Bibliophobia, Bibliopole, Bibliopolical, Bibliopolist, Bibliopoly, Bibliotheca, Bibliothecal, Bibliothecary, Biblist – βιβλίον, βιβλιοπώλης, βιβλιόφιλος, βιβλιομανής, βιβλιόφοβος, βιβλιοθηκάριοςκ.λπ.

500. Bibliopegist, Bibliopegy–βιβλιοδεσία, μανίαγιαβιβλιόδετα

υπα. Bicalcarate- bis (δις) + χάλιξ, ασβεστόλιθος, σπιρούνι, οέχωνδύο σπιρούνια

501. Bicaudal – bis + καυλός

502. Bicephalous, Biceps, Bicipital – δικέφαλοςμυς

503. Bichloride – χλωρός, χλώριον

504. Bicycle, Bicyclist– bis + κύκλος, ποδήλατο

υπβ. Bident, Bidental, Bidentate – bis (δις) + μέσωτουλατινικού “dens” – οδούς, οέχωνδύο οδόντες, διπλόδους

υπγ. Bidigitate- bis (δις) + δεικνύω, δάκτυλος, ψηφιακός, οέχωνδύοδάκτυλαστα χέρια ή τα πόδια

υπδ. Biennial, Biennially –   bis (δις) + ένος, ένιος, διετής

505. Bigamist, Bigamous, Bigamy – δίγαμος

506.  Bigener, Bigenous, Bigentia- διγενής

υπε. Bilobate –   bis (δις) + λοβός, οέχωνδύολοβούς

507. Bimetallic, Bimetallism, Bimetallist – bis + μέταλλον

υπστ. Binaural – bis (δις) +auris (ους, αυτί), ο έχων δύο αυτιά

508. Binomial, Binominal- διώνυμον

509. Bioanalysis – βιοανάλυσις

υπζ. Bio-ablation- βιο- αφαίρεση, βιο- κατάλυση

υπη. Biobed – ιατρικόδιαγνωστικόκρεβάτι

υπθ.Bioblast, Bioblastic – βίος + βλαστός

510. Biochemical, Biochemistry, Biochemistral – βιοχημεία

υq. Biodata – βιοδεδομένα

511. Biodynamics – βιοδυναμική

υqα. Bioelectrical – βιοηλεκτρικός

υqβ. Bioengineering – παραγωγήγενετικάενισχυμένωνοργανισμών

υqγ. Bio -dampener – βιοκαταστολέας

υqδ. Bio-extraction – εξαγωγήζωντανούδείγματοςαπόζωντανόφορέα

υqε. Biofilters – βιοφίλτρο

υqστ. Bioform – βιολογικήμορφή

υqζ. Biopods – κάψουλες διαφυγής από σκάφος ή  διαστημόπλοιο

υqη. Biohazard – βιολογικός κίνδυνος

512. Biogenesis, Biogenic, Biogenetic – βιογενετική

513. Biograph, Biographer, Biographical, Biographically, Biography- βιογραφία

υqθ. Biokinetic – βιοκινητικός

514. Biological, Biologist, Biology- βιολογία

φ. Biomedical – βιοϊατρικός

φα. Biomimetic, Biomimetics – βίος + μίμησις,στολή ή περιβολή προσαρμογής σε ξένο περιβάλλον

515. Biomagnetism – βιομαγνητισμός

φβ. Biometeorology – βιομετεωρολογία, επίπτωση των καιρικών και κλιματικών φαινομένων στον οργανισμό

φγ. Bio-lab, Bio-laboratory – βιοεργαστήριον

φδ. Biomass, Biomatter – βιομάζα, βιοϋλη

φε. Biomatrix – βιομήτρα

516. Biometric, Biometrics, Biometry – βιομετρία, αναγνώριση ατόμων βάσει σωματικών και βιολογικών χαρακτηριστικών, μέτρηση αυτών 

φστ. Bio- mimetic – βιομιμητικός

φζ. Biomolecular – βιομοριακός

517. Bionomics – βίος + νόμος

φη. Bionetic – βιοδιαδικτυακός

φθ. Bioneural – βιονευρικός

φι. Bioped – ιατρικό διαγνωστικό κρεβάτι

518. Bioplasm, Bioplasmic – βιόπλασμα

φια. Biopolymer – βιοπολυμερές

φιβ. Bioprobe, Bioscan, Bioscanning, Bioscanner –ανιχνευτικό, ανιχνευτής βιολογικού οργανισμού

φιγ. Bioreadings – βιολογικά ευρήματα

519. Bioscope – βίος + σκοπώ, κινηματογράφος

φιδ. Biosensors – αισθητήρες βιολογικής ζωής

φιε. Bioship – πλοίο κατασκευασμένο με βιολογικούς δομικούς λίθους 

φιστ. Biosigns – βιολογικά ίχνη, σήματα

φιζ. Biosphere – βιόσφαιρα

520. Biostatics, Biostatic – βίος + στατική

φιη. Biosynthetic- βιοσυνθετικός 

521. Biotaxy –ταξινόμηση

φιθ. Bio-threat – βιολογική απειλή

522. Biotic, Biotics – βιοτικός

523.  Biped – bis + πους

524. Bipetalous – bis + πέταλον

525. Biplane –bis + πέλανος, ημίρρευστηεπίπεδηπίττα, λαγάνα

526. Bipolar – bis + πόλος

527. Bison – βύσων

φκ. Black – σχέσημε «φλέγειν»

φκα. Blamable, Blame, Blameful, Blameless, Blamelessness, Blameworthiness, Blameworthy – βλασφημώ, αιτιώμαι, κατηγορώ

φκβ. Blandish, Blandishment- σε τελευταία ανάλυση από το «μέλι», κολακεύω

528. Blaspheme, Blasphemous, Blasphemously, Blasphemy –βλάσφημος

φκγ. Blastema– βλάστημα, το μορφολογικό υλικό για τα ζώα και τα φυτά

529. Blastide, Blastocarpous, Blastocolla, Blastderm, Blastogenesis, Blastomere (βλαστομερές), Blastula- βλαστός, βλάστη

φκδ. Blastocyst – βλαστοκύστη, πρώιμηδομήεμβρύων

530. Blennogenous, Blennorrhoea- βλέννα, βλεννόρροια

531. Boas – βόαςσφιγκτήρ

φκε. Boatκαι αμέτρητα σύνθετα –  βάρις, αιγυπτιακήβάρκα

532. Boetian – Βοιωτός, άξεστος

533. Bolide – βολίς

534. Bolometer – βολή, βόλος + μέτρον

535. Bolus- βώλος, χάπι

536. Bomb, Bombard, Bombardier, Bombardment, Bombardon, Bombilate, Bombshell – βόμβα, βόμβος

537. Bombast, Bombastic, Bombax, Bombic, Bombyx – βάμβαξ, βόμβυξ, κάτιπουαυξάνεταικαιπληθύνεται

538. Bora, Boreal, Boreas – βορέας

φκστ. Boreoeutheria – Βορέας (βόρειοςάνεμος) + ευ + θηρία, μεγίστηκατηγορίαθηλαστικών

539. Botanic, Botanical, Botanize, Botanist, Botany – βότανον, βοτάνη, Βοτανικήεπιστήμη

540. Botryoidal, Botryolite – βότρυς

541. Boustrophedon – βουτροφηδόνγραφή

542. Bovine, Bovril – βους

543. Brachial, Brachiate, Brachiopod, Brachiopodus – βραχίων

544. Brachycephalic, Brachydiagonal, Brachylogy, Brachyural (βραχύς + ουρά)- βραχύς

φκζ. Bracket, Brackish (αλμυρό νερό προερχόμενο από λιμενοβραχίονα) – βραχίων, λιμενοβραχίων, γωνιώδες υποστήριγμα τοίχου, εντοιχισμένο ράφι, βεληνεκές ή ανύψωση όπλου

545. Bradycardic – βραδυκαρδία

φκη. Bradykinesia – βραδυκινησία (πάθηση που επηρεάζει τόσο τις βουλητικές όσο και τις αυτόματες κινήσεις)

φκθ. Bradykinin– βραδυκινίνη, αγγειοδιασταλτικό και διουρητικό πεπτίδιο  

φλ. Bradyphrenia – βραδυφρενία, επιβράδυνσησκέψηςελλείψεικινήτρου

φλα. Bradypod – βραδύπους

φλβ. Bradypsychia– βραδυψυχία, επιβράδυνση σκέψης και κινήσεων

φλγ.Braid – βόστρυχος, πλεξίδα

φλδ. Brillante, Brilliance, Brilliancy, Brilliant, Brilliantine, Brilliantly- βήρυλλος

546. Branchiae, Branchial,Branchiate, Branchiopod, Branchiopodous – βράγχιον

547. Breastplate –αγγλικόβυζί + πλατύς

548. Bromal, Bromate, Brome, Bromic, Bromide – βρώσις, βρώμη

549. Bromine, Bromize – βρώμος, βρώμα

550. Bronchiae, Bronchial, Bronchitis, Brochnocele (βρογχοκήλη), Bronchotomy – βρόγχος

φλε. Bronchoscope, Bronchoscopy – βρογχοσκόπιον, βρογχοσκόπηση

551. Brontosaurus – βροντόσαυρος

552. Bryologist, Bryology, Bryophyta, Bryozoa (βρυόζωα) – βρύον

553. Bubo, Bubonic, Bubonocele- βουβών

554. Buccinal, Buccinator, Buccinum – βουκαίος, βούκινον

555. Bucentaur – βουκένταυρος

556. Bucolic – βουκολικός

φλστ. Bucranium – βουκράνιον, διακοσμητικήκεφαλήβοός

557. Buffalo – βούβαλος

558. Bulb, Bulbaceous, Bulbiferous, Bulbiform, Bulbous, Bulbule- βολβός

559. Bulimy – βουλιμία

φλζ. Bull – βάλανος, βαλανείον, στρογγυλόσχήμα, πρ. Ινδ. Ευρ. “bhel“, (εξού και φάλαινα), βούλα (του Πάπα)

φλη. Bullet – βάλανος, βαλανείον, στρογγυλόσχήμα, πρ. Ινδ. Ευρ. “bhel“, (εξού και φάλαινα), σφαίρα

φλθ. Bulletin-βάλανος, βαλανείον, στρογγυλόσχήμα, πρ. Ινδ. Ευρ. “bhel“, (εξού και φάλαινα), ενημερωτικό φυλλάδιο 

560. Buphaga – βουφάγος

φμ. Buprestidans- βούπρηστις, δηλητηριώδες σκαθάρι με μεταλλική λάμψη

561. Bureaucracy, Bureaucrat, Bureaucratic- bureau (γραφείο) + κράτος

562. Butter, Butterbean, Butter-bird, Butter-boat, Buttercup, Butterfingers, Btterfly, Butterine, Butterman, Buttermilk, Butternut, Butterscotch, Butter-stamp, Butter-tree, Butterwort, Buttery- βούτυρον

563. Butyraceous, Butyrate, Butyric, Butyrine – βούτυρον

564. By-election – παρα- εκλογή

565. By – name- παρωνύμιον

566. Byssine, Byssoid, Byssus – βύσσος, λινάρι

567. Byzant, Byzantian, Byzantine- ΒύζαςΜεγάρων

                    C

568. Cachectical, Cachexis, Cachexy– καχεξία

φμα. Cacochyme – κακόχυμος

φμβ. Cacodemon – κακοδαίμων, κακόόνειρο

569. Cacodoxy – κακοδοξία

570. Cacodyl, Cacodylate -κακός + οδμή (οσμή) + ύλη, δυσώδηςκακώδης, δύσοσμος

571. Cacoethes – κακοήθης

572. Cacogastric – κακός + γαστήρ, δυσπεπτικός

573. Cacography, Cacology, Cacophonous, Cacophony – κακογραφία, κακοφωνία

φμγ. Cacosmia – κακοσμία

574. Cactaceous, Cactus – κάκτος

φμδ. Cadastral – κατάστιχον, καταχώρησηιδιοκτησιακούδικαιώματος

φμε. Cadmea, Cadmean, Cadmium– Kαδμεία, κάδμιο, εκ του Κάδμου που εισήγαγε το αλφάβητο στην Ελλάδα

575. Caducean, Caduceus – κήρυξ, κηρύκειον

576. Cainizoic – καινοζωικός

577. Calamary, Calamus – κάλαμος

φμστ. Calcaneal, Calcaneum- χάλιξ, ασβεστόλιθος, αφορά το κόκαλο του ταρσού

φμζ. Calcareous, Calcite, Calciumκαιπολλάπαράγωγα–χάλιξ, ασβεστόλιθος

φμη. Calendar (ημερολόγιο), Calends (καλένδες) – καλώ, κέλαδος (θόρυβος), κληδών (φήμη) 

578. Calix – κάλυξ

φμθ. Callκαι αμέτρητα παράγωγα – καλώ, η παρατηρούμενη σε όλη την Ευρώπη ρίζα “kall“ δεν μπορεί παρά να έχει σχέση με το ελληνικό «καλώ», κάθε άλλη ετυμολογία είναι εξεζητημένη 

579. Calligraphic, Calligraphist, Calligraphy – καλλιγραφία

580. Callisthenic, Callisthenics- προώθηση χάριτος και ομορφιάς, καλός + σθένος

φν. Callosity, Callous, Callousness, Callus – κάλον, ξύλο (εξούκαιτοκοίλον – πλοίο), σκληρός, σκληρότητα

581. Calomel – καλός +μέλας, χλωρίδιο υδραργύρου

582. Calorescence, Caloric, Caloricity, Calorie, Calorifacient, Calorific, Calorifier, Calorimeter- κλέος, θερμίς, θερμότης

583. Calotype –καλός + τύπος, φωτογραφική διαδικασία

584. Calycanthus, Calycinal, Calycine, Calycle–κάλυξ + άνθος

585. Calyptra, Calyptrate, Caliptriform – καλύπτρα

586. Calyx –κάλυξ

587. Camel, Camel-backed, Camlet, Camelot– κάμηλος

588. Camelopard – καμηλοπάρδαλις

φνα. Camomile – χαμαί + μήλον, χαμαίμηλον, χαμομήλι

φνβ. Campylobacter – καμπύλη + βακτήριον, είδος βακτηρίου που προκαλεί διάρροια

589. Cancer, Cancerate, Canceration, Cancerous, Cancriform, Cancrine, Cancrinite, Cancroid, Canker, Cankered, Canker-fly, Cankerous, Cankery- καρκίνος, κάβουρας

590. Cane, Cane- chair, Canephor (κανηφορέω), Cane-trash, Caning – κάνης, ψάθινοχαλί, καλάθι

591. Canicular, Canine – κύων, κυνός

592. Canister- κάνιστρον

593. Canna, Cannabis, Cannabin – κάνης, κάννηβλ. 590.

594. Cannon, Cannonade, Cannon- ball, Cannon-shot, Cannula, Cannular – κάνης, όπ. π.

595. Canon, Canoness, Canonical, Canonically, Canonicalness, Canonicals, Canonicate, Canonicity, Canonist, Canonistic, Canonization, Canonize, Canonry – κανών, εκκλησιαστικόςκανών, καθιέρωσις, αγιοποίηση, αγιοκατάταξη

φνγ. Canopy– κωνωπείον, κουνουπιέρα, ουρανός κρεβατιού, βωμού ή ιερού

596. Cantaride, Cantarides, Cantharides, Cantharidin -κάνθαρος, κανθαρίδες, ισπανικήμύγα

597. Canthus – κανθός, γωνίατουματιού

φνδ. Caper – κάππαρις, καππυρίζω (ανάβω), καυτερόμπαχαρικό

598. Capnomancy – καπνομαντεία

599. Capric, Capricorn, Caproic, Capriform- κάπρος (σταπρωτοϊνδοευρωπαϊκάκάπροςσήμαινεκαι «αιξ» εκτόςαπό«συς»)

φνε. Captain, Captaincy, Captainship – κατεπάνω, διοικητήςβυζαντινήςπεριφέρειας, καπιτανάτο

600. Carcinology, Carcinoma, Carcinomatous – καρκίνος

601. Card, Cardboard, Cardcase, Cardplayer, Cardsharper, Card-table, Carte, Carte-Blanche, Carte de (από) Visite- χάρτης

602. Cardamine, Cardamom, Cardamon – κάρδαμον

603. Cardiac, Cardiace, Cardialgia, Cardialgy, Cardiography, Cardiopulmonary (καρδιοπνευμονικός), Cardiology, Cardiostimulator, Cardiovascular (καρδιοαγγειακός), Carditis, Carduus -καρδία

604. Carnage, Carnal, Carnalist, Carnality, Caranally, Carneous, Carnification, Carnify, Carnival, Carnivora, Carnivore (σαρκοβόρον), Carmivorous, Carnose, Carmosity – σαρξ, κρέας, πρωτοινδοευρωπαϊκό sker (σχίζω), πουόπωςθαδούμεκαιαργότεραείναιηπιογόνιμηελληνικήρίζα

605. Carot, Carotic, Carotid – καρότον, καρωτίς

606. Carp, Carpal, Carpel, Carpellary, Carper, Carpet, Carping, Carpolite, Carpology, Carpophagous, Carpophore, Carpus- καρπός

607. Carphology – κάρφος + λέγειν

φνστ. Carrion – Πρ. Ινδ. Ευρ. “sker”, σχίζω, ψοφίμι, θρασίμι

φνζ. Carrot, Carrotiness, Carroty – κέρας, οέχωνσχήμακέρατος, κρότον, κοκκινόχρωμος

φνη. Carrotinoderma – παθολογικήκιτρινωπή απόχρωσητου δέρματος

608. Cartographer, Cartography, Carton, Cartoon- χάρτης

φνθ. Cartulary – χάρτης, βιβλίοεγγραφών

φξ. Carve, Carver, Carving – γράφω, εγχαράσσω

609. Caryatic, Caryatides – καρυάτις

610. Caryophyllic, Caryophyllate  – κάρυον + φύλλον, καρυόφυλλον

611. Caryopsis – κάρυον + όψις

612. Cassiopeia – Κασσιόπεια

613. Cassiterite – κασσίτερος

614. Castalian – Κασταλία

615. Castor, Castoreum, Castor-oil – κάστωρ (τρωκτικό), Κάστωρ (έναςεκτωνΔιόσκουρων)

616. Catabolism- καταβολισμός

617. Catacaustic – κατά + καύσις, γωνία αντανάκλασης (οπτική)

618. Catachresis, Catachrestic – κατάχρησις

619.Cataclysm, Cataclysmal, Cataclysmic, Cataclysmist- κατακλυσμός

620. Catacomb – κατακόμβη

621. Catacoustics – κατά + ακούω

622. Catadiorptic- κατά + διόπτρα

623. Catadromous- καταδρομικός, αυτός που κατεβαίνει το ποτάμι για να κάνει αβγά στη θάλασσα

624.Catalectic – καταληκτικός

625. Catalepsy – καταληψία

626. Catalogue – κατάλογος

627. Catalyser, Catalysis, Catalyst, Catalytic- καταλυτικός, επιφέρων αλλαγή δια απλής παρουσίας

628. Catamenia, Catamenial – καταμήνια, έμμηνος ρύσις

629. Catapetalous – πέταλα ενωμένα με στήμονες

630. Cataphonics – επιστήμη ανάκλασης ήχων

Cataphote- κατάφωτον, συσκευή που αντανακλά ακτινοβολία

631. Cataphract, Cataphracted – κατάφρακτος

632. Cataphyllary – αναφερόμενος στο βασικό, υποτυπώδες φύλλωμα

633. Cataplasm – κατάπλασμα

634. Cataplexy- καταπληξία

635. Catapult- καταπέλτης

636. Cataract, Cataractous – καταρράκτης

637. Catarrh, Cararrhal, Catarrhine- καταρροή

638. Catastasis – αφήγησηρήτορα

639. Catastrophe, Catastrophic, Catastrophism, Catastrophist – καταστροφή

640. Catechetic, Catechetically, Catechine, Catechism, Catechist, Catechistic, Catechization, Catechize- κατήχησις

φξα. Catatonic, Catatony – κατατονία

641. Catechumen – προσήλυτος, κατεχούμενος

642. Categorical- κατηγορηματικός, κατηγόρημα

643. Categoric – κατηγορικός, κατηγορική προσταγή (Καντ)

644. Category- κατηγορία (και του Καντ), κλάση

645. Catelectrode – αρνητικό ηλεκτρόδιο

646. Catharist –πουριτανός, καθαρός

647.Catharsis – κάθαρσις (Αριστοτέλης)

648. Cathartic, Cathartine – καθαρτικός

649. Cathedra, Cathedral – καθέδρα

650. Catheretic – καθαιρετικός, καυστικός

651. Catheter – καθετήρ

φξβ. Cathexis –κάθεξις, αφιέρωση πνευματικής ενέργειας σε κάτι εκ του κατά +έξις

652. Cathode – κάθοδος, αρνητικό ηλεκτρόδιο

653. Catholic – καθολικός, γενικός, αλλά και αναφερόμενος στην καθολική εκκλησία

654. Catholicism, Catholicos –καθολικισμός, δόγμα

655. Catholicity, Catholicon – ολότης, πανάκεια

656. Catoptric, Catoptrics, Catoptromancy – κάτοπτρον

657. Caucasus, Caucasian- Καύκασος

φξγ. Caucus – καύκος (αγαπητικός), σύναξη φίλων, οργάνωση εκλεκτόρων

658. Caulescent, Caulicule, Cauliferous, Cauliflower, Cauliform, Cauline – καυλός, βλαστός

659. Caustic, Causticity- καυστικός

660. Cauter, Cauterization, Cauterize, Cautery – καύσις, καυτηριάζω

661. Cedar, Cedarn, Cedrine – κέδρος

662. Celadon- κέλαδος, ήχος νερού, πορσελάνη που βάφεται σε υγρή κατάσταση

663. Celandine – χελιδών

664. Celery- σέλινον

φξδ. Celestial, Celestially, Celestialness- κοίλος, κελαινός (σκοτεινός), στερέωμα, ουρανός, μπλε

667. Cemetery – κοιμητήριον

668. Cenacle – κενώ, κενώνω για δείπνο

669. Cenobite, Cenobitic, Cenobitical – κοινός + βίος

670. Cenotaph – κενοτάφιον

671. Centaur, Centaury, Centauri – κένταυρος

672. Center, Centering – κέντρον

673. Centigramme, Centimetre- centum + γραμμάριον, μέτρον

674. Central, Centralism, Centralist, Centrality, Centralization, Centralize, Centrally, Centre, Centric, Centrically, Centriocity, Centrifugal, Centring, Centrolineal, Centrophylle (κεντρόφυλλον) – κέντρον

675. Cephalagic (κεφαλαλγής), Cephalic, Cephalitis, Cephaloid, Cephalochordate (κεφαλόχορδον) Cephalometry, Cephalopod (κεφαλόποδον), Cephalopodic, Cephalopodus, Cephaloptera, Cephalothorax, Cephalotomy (κεφαλοτομή) – κεφαλή

676. Ceraceous, Cerate, Cere, Cerement, Cereous, Ceriferous, Cerin, Cerine, Cerite, Cerium, Cerographical, Cerography, Ceromancy, Ceroplastic, Cerotic, Cerumen- κηρίον

677. Ceramic, Ceramics – κέραμος

678. Cerargyrgite –χλωρίδιοαργύρου (κέρας + άργυρος)

679. Cerastes – κεραστής

680. Ceratite, Ceratoid – κέρας, κέρατο

681. Cerebellar, Cerebellum, Cerebral, Cerebralism, Cerebration, Cerebric, Cerebriform, Cerebrine, Cerebrospinal, Cerebrum – κέρας

682. Ceremonial, Ceremonialism, Ceremonially, Ceremonialness, Ceremonious, Ceremoniously, Ceremoniousness, Ceremony- κηρίον, τελετή, τελετουργικός

683. Cestoid, Cestus – κεστός, κεντητός

684. Cestracion -κέστρα, καρχαρίας

685. Cetacea, Cetacean, Cetaceous, Cetic, Cetin, Cetology, Cetotolites, Cetyl – κήτος

686. Chalcedonic, Chalcedony, Chalcedonyx- χαλκηδών

687. Chalcography, Chalcolithic, Chalcopyrite(χαλκοπυρίτης)– χαλκογραφία, χαλκός + λίθος

688. Chalice – κάλυξ

689. Chalicosis – χάλιξ

φξε. Chamedrys – χαμαί + δρυς, είδοςθάμνου

690. Chameleon – χαμαιλέων

691. Chamomile – χαμαί + μήλον

692. Chaos, Chaotic, Chaotically – χάος

φξστ. Characins – χάραξ, πολύχρωμαραβδωτάψάριαΝοτίουΑμερικής

693. Character, Characteristic, Characteristically, Characterization,

φξζ. Characins – χάραξ, πολύχρωμαραβδωτάψάριαΝοτίουΑμερικήςCharacterize – χαρακτήρ

694. Chasm – χάσμα

695. Cheiroptera – χειρ + πτερόν, νυχτερίδες

φξη. Chelicerate – χηλή + κέρας, αρθρόποδα, αραχνίδες, σκορπιοί

φξθ. Chelictinia- χελιδών + ικτίνος, αετόςμεψαλιδωτήουρά

696. Chelonia, Chelonian – χελώνη

697. Chemical, Chemically, Chemico- electric, Chemist, Chemistry, Chemitype, Chemotactic, Chemotaxis, Chemotherapeutics, Chemotherapy – χημεία

698. Chenopodium – χηνόποδον

699. Chevron – κάπρος

700. Chiasm – χιαστί

701. Chiliad, Chiliagon, Chiliahedron (χίλιαι + έδρα, Chliliarch, Chiliarchy, Chiliasm, Chliliast, Chliliastic – χίλιοι

702. Chimaera, Chimera, Chimerical, Chimerically – χίμαιρα

703. Chirarga – χειράγρα

704. Chirognomy –κρίση χαρακτήρα βάσει των χειρών

705. Chirograph, Chirographer, Chirographic, Chirographist, Chirography, Chirological, Chirologist, Chirology, Chiromancy, Chiromantic, Chironomy, Chiropodist, Chiropractic, Chiropractor- χειρ, χειροπράκτης

φο. Chitin (χιτίνη, εξωτερικό περίβλημα εντόμου), Chitinous, Chiton (είδος οστρακομαλακίων) – εκ του «χιτών»

φοα. Chlamydospore – ενισχυμένοςμε παχύ περίβλημα σπόροςμανιταριού

706. Chlamys -–χλαμύς

707. Chloral, Chloralism, Chlorate, Chloric, Chloridate, Chloride, Chlorinate, Chlorination, Chlorine, Chloriodic, Chlorite, Chloritic, Chloroform, Chlorometer, Chlorometry, Chloropal, Chlorophyll, Chloropicrin, Chlorosis, Chlorotic, Chlorous – χλωρός, χλωρίς

708. Choir, Choir-organ, Choir-screen – χορός

709. Cholagogue – χολή + άγω, φάρμακο

φοβ. Cholecystitis (φλεγμονήτηςχολής), Cholecystectomy (κυστεκτομήχολής) – χολή + κύστις + εκτομή

φογ. Cholemic – χολαιμικός

710. Choler, Cholera, Choleraic, Choleric, Cholerine, Cholesteric, Cholesterin (χολή + στερεός), Cholic, Cholography, Cholology  – χολή

φοδ. Choliamb, Choliambic – χωλός + ίαμβος, χωλίαμβος, νόθευσητουίαμβουαπόσπονδείοστηντελευταία συλλαβή

φοε. Cholinergic – κύτταρα που έχουν ακετυλχολίνη ως νευροδιαβιβαστή

φοστ. Choluria – χολουρία

711. Chondrine, Chondritis, Chondronite, Chondrography, Chondrotomy- χόνδρος

φοζ. Chondrohierax – χόνδρος + ιέραξ, γαμψόραμφογεράκι

712. Chondrometer, Chondropterygian – χονδρός, κοκκοειδής, χονδροπτέρυγος

φοη. Chondrichthyes – ιχθύεςμεπολύχόνδρο

φοθ. Chondriosome (μιτοχόνδριον), Chondroblast (χονδροβλάστη), Chondroblastoma, Chondrodystrophy (δυστροφίατουχόνδρου), Chondromatosis (καλοήθηςόγκοςτουχόνδρου), Chondrosarcoma (καρκίνοςτουχόνδρου)

φπ. Chonicrite – χώνη (χοάνη) + κρήτη (κιμωλία- βλ. κρητιδική περίοδος), μαζικό λευκό ορυκτό, πυριτικό άλας αποτελούμενο από αλουμίνα, μαγνησία και ασβέστη

713. Choragic, Choragus –χοραγός, χορηγός

714. Choral, Chorale, Chorally, Choric, Chorister, Chorographer, Chorography, Chorus- χορός

715. Chord – χορδή, έντερο

φπα. Chordate– χορδή, χορδωτός μικροοργανισμός

716. Chorea –χορεία, ασθένεια με τρέμουλο

717. Choree- χορείος, τροχαίος (ποιητικό μέτρο)

718. Choreograph, Choreography, Chorespiscopal – χορός

719. Choriamb, Choriambic, Choriambus– χορίαμβος, πουςτεσσάρωνσυλλαβών, μακρά, βραχεία, βραχεία, μακρά

720. Chorion – χόριον, μεμβράνη εμβρύου

721. Choroid – χοριοειδής

722. Chorology – χώρα, επιστήμηκατανομής φυτών, ζώων

φπβ. Chorometry – χωρομετρία, μέτρηση χώρου

723. Chrematistics – χρηματιστική (Αριστοτέλης)

724. Chrestomathy – χρηστομάθεια

725. Chrism, Chrismal, Chrismatory, Chrisom – χρίσμα

726. Christ, Chistadelphian (χρισταδελφός), Christen, Christendom, Christening, Christian, Christianism, Christianity, Christianize, Christless, Christmas, Christmas- Box, Christmas-tree (χριστουγεννιάτικοδένδρο), Christmastide, Christmastime, Christology, Christophany, Christ’s-thorn  – Χριστός

727. Chromate, Chromatic,Chromatically, Chromatics (κλάδοςτηςΟπτικής) – χρώμα

φπγ. Chromatin- χρωματίνη, συστατικό χρωμοπλάσματος κυττάρου

φπδ.Chromatism- χρωματική απόκλιση στην Οπτική, μη φυσιολογικός χρωματισμός στη Βοτανική

φπε. Chromatogram, Chromograph, Chromatography – διαχείρισηκαιεκτύπωση χρωμάτων

φπστ. Chromatometer -μετρητής έντασης χρωμάτων

φπζ. Chromatophore – χρώμα + φέρω, χρωματοφόρο κύτταρο

φπη. Chromatosome–χρωματόσωμα

φπθ.Chromatrope – περιστρεφόμενη διαφάνεια φανού δια της οποίας προκαλείται καλειδοσκοπικό αποτέλεσμα

φq. Chromodynamic, Chromoelectric – χρωμοδυναμικός,

χρωμοηλεκτρικός

φqα. Chromolithograph, Chromolithography – εκτύπωση χρωμάτων δια διαδοχικής χρήσης λίθων

φqβ. Chromolinguistics – χρώμα + lingua(γλώσσα), χρωμογλωσσολογία, χρήση και μελέτη χρωμάτων στη γλωσσολογία

φqγ. Chromosphere- χρωμόσφαιρα, εξωτερικό αέριο περίβλημα του ήλιου το οποίο διαπερνά το φως της φωτόσφαιρας

φqδ. ChromotypeChromotypography -χρωμότυπος, εκτύπωση σε διαφορετικά χρώματα

φqε.Chromoviral- χρωμοϊός

728. Chromic, Chromite, Chromium – χρώμιον

729. Chronic – χρονικός

φqστ.  Chronicle, Chronicler, Chronicles–χρονικά, χρονικογράφος

φqζ. Chronogram, Chronogrammatic- επιγραφήπουδηλώνειχρονολογίαγεγονότος

φqη. Chronograph, Chronographic, Chronography, Chronographer, Chronologer, Chronological, Chronologically, Chronologist, Chronology – χρονογράφος, ιστορικόςπουκατατάσσειταγεγονόταχρονολογικά

φqθ. Chronometer, Chronometric, Chronometrical, Chronometry -χρονόμετρον, χρονομετρικός

χ. Chronoperception– αντίληψη του χρόνου, χρόνος = αντικειμενικός χρόνος, καιρός = υποκειμενικός χρόνος

χα. Chronoscope – χρόνος + σκοπώ, όργανο μέτρησης χρονικών ταχυτήτων

χβ. Chronotropic– ουσίες που επιδρούν στη συχνότητα των καρδιακών παλμών

χγ. Chroniton, Chronon, Chronoton – υποθετικό σωματίδιο σχετιζόμενο με το χρόνο, αν δεχθούμε ότι ο χρόνος είναι μεριστός

730. Chrysalid, Chrysalis – χρυσαλίς

731. Chrysaorean – χρυσάορος, έχων χρυσό ξίφος

732. Chrysanthemum – χρυσάνθεμον

733. Chryselephantine – χρυσελεφάντινος

734. Chrysoberyl- χρυσός + βήρυλλος

735. Chrysocolla – χρυσόκολλα, πυρίτιο του χαλκού

736. Chrysolite – χρυσός + λίθος

χδ. Chrysomela – χρυσός + μέλι, σκαθάριτωνφύλλων

737. Chysophan, Chrysophanic – χρυσοφανής, πικρή ουσία από ροίον, ραβέντι

738. Chysoprase – χρυσοπράσινον

739. Chthonian, Chthonic – χθόνιος

740. Chylaceous, Chyle, Chyle-duct, Chyliferous, Chylific, Chylification, Chylify, Chylus, Chyluria (χυλουρία) – χυλός

741. Chyme, Chymic, Chymification, Chymify, Chymist, Chymous – χυμός

742. Cierge – κηρίον, κηρός

743. Cine- Camera, Cinema, Cinematic, Cinematograph, Cinematographer, Cinematography – κινηματογράφος

744. Cinenchyma – κινέγχυμαπουπαράγεικαουτσούκ

745. Cingulum – κύκλος, ζώνηγύρωαπόχιτώναιερωμένου
Cinnamic, Cinnamon, Cinnamonic – κιννάμωμον, κανέλλα

χε. Circaetus – κιρκαετός, φιδαετός

746. Circassian – Καύκασος

747. Circe, Circean – Κίρκη

748. Circle, Circled, Circlet, Circlewise, Circulable, Circular (κυκλοτερής), Circularity, Circularize, Circularly, Circulate, Circulating, Circulation (κυκλοφορία), Circulative, Circulator, Circulatory – κύκλος

749. Circum, Circinate (κινούμαικυκλοτερώς),Circuit, Circuitry (κύκλωμα), Circuitously, Circuity, Circumcise, Circumciser, Circumcision (κίρκος + caed-κόπτω, περιτομή), Circumgyrate (γύρος), Cicumgyration, Cicumpolar, Circumscissible (σχίζω), Circumstance (ίστημι), Circumstantial, Circumstantiality, Circumstantiate, Circumvallate, Circumvallation (βάλλω), Circus- κίρκος (ιέραξ, δακτύλιος)

750. Cirrhosis, Cirrhotic – κιρρός, κίτρινος, πυρρός, πυρόξανθος

χστ. Cirripedes– κιρρός (κίτρινος, ξανθός, μπουκλωτός, πλοκαμωτός) + πους, όστρακο, κεφαλόποδο

751. Cissoid – κισσός + είδος

752. Cist, Cistern – κίστη, κουτί

753. Cistos (φυτό) – κίσθος, καλάθι

754. Cithara, Cithern – κιθάρα

755. Citrate, Citric, Citrine, Citron, Citronella, Citrus – κίτρον, αντιδάνειοαπότηλέξη «κέδρος»

χζ. Clade – κλάδος έρευνας, γνωστικός τομέας εντός επιστήμης

χη. Cladistics– κλαδιστική, βιολογική οργάνωση σε κλάδους

χθ. Class, Classable, Classic, Classical, Classicalism, Classicality, Classically, Classicalism, Classicism, Classicist, Classicize, Classy – κλάσις, θραύση, διαίρεση τάξεων, εποχών ή ιδιοτήτων, ρηξικέλευθη πολιτιστική τομή, κλασικός, κλασικό, αφορών την αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη, ευγενές

χι. Classifiable, Classification, Classificatory, Classifier, Classify – κλάσις, θραύση, διαίρεση τάξεων, εποχών ή ιδιοτήτων, ταξινόμηση

756. Clang, Clangorous, Clangour, Clank – κλαγγή

757. Clastic – κλάσις, θραύση

758. Claustral, Claustrophobia – κλειστός + φόβος

759. Cleistogamic (φυτό) –κλειστός + γάμος

760. Clematic –κλήμα, πλοκάμι

761. Clepsydra

762. Clergiable, Clergy, Clergyman, Cleric, Clerical, Clericalism, Clerk, Clerkly, Clerkship – κλήρος (εκκλησιαστικήυπαλληλία)

763. Cleromancy –κλήρος (λαχνός) + μαντεία

764. Climacteric, Climacterical, Climactic, Climax – κλίμαξ

765. Climate, Climatic, Climatical, Climatize, Climatological, Climatology, Clime – κλίσιςτηςγης, κλίμα

766. Clinathium (φυτό) – κλίνη + άνθος

767. Clinic, Clinical, Clinically – κλίνη

768. Clinometer, Clinometric, Clinometrical, Clinometry- κλίσις + μετρώ

769. Clio – Κλειώ, κλέος

770. Cloister (μοναστήρι), Cloisteral, Cloistered, Cloistral – κλεις, κλειστός

771. Clonic – κλόνος, κλονισμός, αναστάτωση

772. Clone, Clonism – κλώνος, κλαδί, αντίγραφο οργανισμού

773. Close, Closure και αμέτρητα παράγωγα – κλείω, κλειστός

774. Cloth, Clothe και αμέτρητα παράγωγα – κλώθω

775. Club κ.λπ. – σχέση με κλάω-κλω

776. Clypeaster (αχινός) – clypeus (ασπίδα) + αστήρ

777. Clyster – κλύσμα, κλυστήρ

χια. Cnidae – κνίδωσις, εκτόξευση του στομάχου σε ορισμένα θαλάσσια ζώα

χιβ. Cnidosis – κνίδωσις, φαγούρα

χιγ. Coact, Coaction, Coactive, Coactive, Coagency, Coagent – co (με) + άγω, συνεργάζομαι, συντονίζωκοινήδράση

χιδ. Coagulability, Coagulable, Coagulant, Coagulate, Coagulation, Coagulative – co (με) + άγω, πήζω (επίαίματος)

778. Coaxial, Coaxingly –con+ άξων

χιε. Coccidia, Coccidiosis– κοκκίδια, μικροσκοπικά παράσιτα που διακινούν σπόρους και προσβάλλουν το πεπτικό σύστημα ανθρώπων και ζώων

779. Cocciferous, Coccolites, Coccoliths, Cocculus, Coccus – κόκκος, κόκκινος

780. Coccygeal, Coccyx – κόκκυξ

781. Cochlea, Cochlean, Cochleariform, Cochleate – κοχλίας

χιστ. Cock, Cockade (λωρίδαήσιρίτικαπέλου), Cockalorum (ασήμαντοςοιηματίας, ψώνιο), Cockateel, Cockatoo (λειράτοςπαπαγάλοςτηςΑυστραλίας), Cockatrice (φανταστικόερπετόγεννώμενοαπόαβγόκόκορα, βασιλίσκος), Cockbill (άγκυραέτοιμηναπέσειστονερό), Cockboat (μικρήβάρκα), Cockcrow (κικιρίκου, αξημέρωτηαυγή), Cockerel (νεαρόςκόκορας), Cockeye (οφθαλμόςσκαρδαμύσσων), Cockeyed, Cockfight (κοκορομαχία), Cockiness (ξετσιπωσιά, αλαζονεία) – κίκκος, κόκορας

782. Coelentera, Coelenterate – κοιλέντερον(κοράλλια, ανεμώνες), κνιδωτόθαλάσσιο ζώοπουεκτοξεύειτοστόμαχότου

783. Coeliac – κοιλιακός

χιζ. Coelom– βασικό κοίλωμα στο εσωτερικό ζώων

784. Coenaesthesis – κοινή αίσθησις

785. Coenobite – κοινόβιο

786. Coenogamy – κοινός γάμος

χιη. Coenzyme- con + ένζυμον, συνένζυμον

787. Coffer, Cofferdam, Coffered, Cofferer, Coffin, Coffin-ship – κόφινος, καλάθι

788. Cogitable, Cogitate, Cogitation, Cogitative, Cognition, Cognitive, Cognizable, Cognizably, Cognizance, Cognizant, Cognize, Cognoscente, Cognoscible, Cognovit – γιγνώσκω, γνώσις

789. Cognomen, Cognominal, Co- nominee – con + όνομα

χιθ. Coimetromania – μηφυσιολογικήανώμαλη έλξη προς τα κοιμητήρια

χκ. Coin, Coinage – εκ του “cuneus“, που σημαίνει «σφήνα» και δεν μπορεί παρά να έχει σχέση με το ελληνικό «κώνος», νόμισμα

790. Colchicine, Colchicum – Κολχίς, πατρίδαΜήδειας, κρόκος

χκα.Cole – κολοκύνθη, λάχανο χωρίς κεφαλή

χκβ. Coleacanth – κοιλιάκανθος, προϊστορικό ψάρι

χκγ. Colibaccilosis- κόλον + βάκιλλος, κολοβακιλλίαση. κολοβακτηριδίαση

791. Coleoptera, Coleopterist, Coleopterous – κολεόπτερα, κολεός(θήκηξίφους) + πτερόν

792. Coleorhiza–κολεόριζα, ρίζαδικοτυλήδονου

793. Colic, Colicky – χολή

794. Coliseum, Colossal, Colosseum, Colossus – κολοσσός

795. Colitis, Colotomy(τομή), Colon– κόλον, τομήεντέρου

796. Collagen – κόλλα (κολλάω-ώ) + γεννώ, κολλαγόνο

797. Collatable, Collate, Collation, Collative, Collator- κολλάω-ώ

798. Collect, Collectable, Collection, Collective, Collectivism, Collector κ.λπ.  – con (με, μετά) + λέγω, συλλέγω

799. College, Colleger, Collegian, Collegial, Collegiateκ.λπ. – λέγω, συλλέγω

800. Collenchyma –κολλέγχυμα, κολλώδης ελαστικός κυτταρικός ιστός

801. Collodion, Collodionize, Colloid, Colloidal, Colloidality – κολλώ, κολλώδες

802. Collotype- κολλότυπος, ζελατίνηφωτογραφίας

803. Collusion, Collusive, Collusively, Collusiveness, Colluvies – con + λούω

804. Collyrium – κολλύρα

805. Colocynth, Colocynthin – κολοκύνθη

χκδ. Colonoscopy – κόλον + σκοπώ, κολονοσκόπηση

χκε. Colopathy – κόλον + πάθος, κολοπάθεια

χκστ. Colophon, Colophonic,  Colophony – κολοφών, κορυφή

χκζ. Colostomy- κολοστομία

806. Colure– κόλουρος

807. Coma, Comatose – κώμα

808. Coma, Comate – κόμη, φύλλωμα

809. Comedian, Comedienne, Comedietta, Comedist, Comedy – κωμωδία

810. Comelily, Comeliness, Comely, Comity – κώμος, χάρις, ωδή, ευθυμία

811. Comet, Cometary, Comet-finder, Cometic, Cometography, Cometology – κομήτης, κόμη, μαλλιαρός

812. Comic, Comical, Comicality, Comically, Comicalness – κωμωδία, κωμικός

813. Comma, Commatic – κόμμα στην πρόταση, περιλαμβανόμενος εντός κομμάτων, εκφραζόμενος με μικρές προτάσεις

χκη. Commemorable, Commemorate, Commemoration, Commemorative – con (με) + μέρμερος (ανήσυχος, μέριμνα, μνήμη)

χκθ. Compacted, Compactedly, Compactedness, Compactly, Compactness – con (με)  + πήγνυμι, πάγος, συμπαγής

814. Compassion, Compassionate, Compassionateness – con (με)  +πάθος, συμπάθεια, συμπόνια

χλ. Compel, Compellable, Compellably, Compellation (προσαγόρευση), Compellingly – con (με) + πέλω, χτυπώ, πλήττω, εξαναγκάζω, πειθαναγκάζω

χλα. Compilation, Compilator, Compile, Compiler – συμπίλημα, συνεράνισμα εκ του «πίλος» (καπέλο), που προέρχεται από συμπιεσμένο μαλλί  

815. Complected, Complex, Complexedness, Complexion, Complexional, Complexioned, Complexity, Complexly, Complexness, Complexus, Complicacy, Complicate, Complicated, Complicateness, Complication, Complicity, Complot – con (με) + πλέκω

816. Complement, Complemental, Complementary, Complete, Completely, Completeness, Completion, Completive, Completory, Compliment, Complimentary, Complimenter–  con (με) + πληρόω – ώ

817. Compliable, Compliance, Compliant, Compliantly, Complier, Comply- con (με) + πληρόω- ώ (πρ. Ινδ. Ευρ. ρίζα “pele”), υποχωρώ, συμμορφώνομαι

χλβ. Compress, Compressibility, Compressible, Compressibleness, Compression, Compressive, Compressor -con (με) + προίστημι, πιέζωδιαπροεξοχής, συμπιέζω

χλγ. Comprisal, Comprise – con (με) + επαίρω, παίρνω, συμπεριλαμβάνω 

χλδ. Compulsatory, Compulsion, Compulsive, Compulsively, Compulsiveness, Compulsorily, Compulsory – con (με) + πέλω (κινούμαι, χτυπώ, συμβαίνω), παλμός, πελταστής, εξαναγκάζω, πειθαναγκάζω

818. Conarium –κωνάριον, επίφυση

819. Concentrate, Concentration, Concentrative, Concentrativeness, Concentrator, Concentre, Concentric, Concentrically, Concentricity – con (με) + κέντρον

820. Conch, Conchifer, Conchiferous (φέρω), Conchoid, Conchoidal, Conchological, Conchologist, Conchology – κόγχη, κέλυφος

821. Conclusion, Conclusive, Conclusively, Conclusiveness, Conclusory – con (με) + κλείω, συμπεραίνω, συμπέρασμα

822. Concord, Concordance, Concordancy, Concordant, Concordantly, Concordat – con (με) + χορδή

823. Condyle, Condyloid – κόνδυλος

824. Cone, Coney, Conic, Conical, Conically, Conicalness, Conico-cylindrical, Conics, Conifer, Coniferae, Coniferous, Coniform, Conoid, Conoidal– κώνος

χλε. Concrete, Concretely, Concreteness, Concretion, Concretionary, Concretive – τοθέμα “Crete” έχειτηνίδιαρίζαμετο «κρίνω», πουαρχικάσήμαινεξεχωρίζω, διαμοιράζω. Από αυτή τη σημασία προέρχεται και η λέξη «συγκεκριμένος», ενώ το αντίστοιχο ρήμα της μετοχής αυτής, δηλαδή το «συγκρίνω» έχει εντελώς άλλη σημασία

825. Confer, Conferee, Conference, Conferential, Conferrable, Conferrer – con (με) + φέρω, συνδιασκέπτομαι, συνεδριάζω

826. Congener, Congeneric, Congenial, Congeniality, Congenially, Congenialness, Congenital – con (με) + γένος, συμπαθής, ομοϊδεάτης

χλστ. Congest, Congestion, Congestive – con (με) + άγω, άγωήσυσσωρεύωαίμαστααγγεία

χλζ. Conglutinate, Conglutination – con (με) + γλοιός, κόλλα, συγκολλώ

827. Conine- κόνις, κώνειον

828. Conjugal, Conjugally, Conjugate, Conjugation, Conjugational- con + ζυγός, ζευγνύω

χλη. Consist, Consistence, Consistency, Consistent, Consistently, Consistorial, Consistorian, Consistory – con (με) + ίστημι, ίσταμαι

829. Constancy, Constant, Constantia, Constantly – con (με) + ίστημι, ίσταμαι

830. Constituency, Constituent (πελάτηςσυνεταιρισμού, συνεταιριστής, σχέσημεταξύεταιρειώνκαιαμερικανικούσυντάγματος), Constitute, Constitution, Constitutional (σημαίνεικαιτονπερίπατο!), Constitutionalism, Constitutionalist, Constitutionality, Constitutionally, Constitutive, Constitutively– con (με) + ίστημι, ίσταμαι, συναπαρτίζω, συγκροτώ, συναποτελώ, σύνταγμα, συνταγματικός

χλθ. Constrain, Constrainable, Constrained, Constrainedly, Constraint  – con (με) + στραγγεύω, σφίγγω, τεντώνωβίαιαμεκίνδυνοθραύσηςήθλάσης, πειθαναγκάζω, αναγκάζω, εξαναγκάζω

χμ. Constrict, Constriction, Constrict, Constriction, Constrictive, Constrictor (βόαςσυσφιγκτήρ) – con (με) + στραγγεύω, σφίγγω, τεντώνωβίαιαμεκίνδυνοθραύσηςήθλάσης, περιορίζω, δεσμεύω

χμα. Contact και πολλά παράγωγα – con (με) + τάασω, τάσσειν, επικοινωνώ

χμβ. Contain, Container -con (με) + τείνω, συνέχω, περιέχω

χμγ. Contend, Contender, Contention, Contentious, Contentiously, Contentiousness, Contest, Contestable, Contestable, Contestation – con (με) + τείνω, ανταγωνίζομαι

χμδ.  Content, Contented, Contentedly, Contentedness, Contentment -con (με) + τείνω, ευχαριστούμαι, ευαρεστούμαι

χμε. Contents – con (με) + τείνω, περιεχόμενο

χμστ. Continence (αυτοσυγκράτηση), Continent (ήπειρος), Continental, Continue, Continuity και πολλά παράγωγα- con (με) + τείνω, συνέχω, συνεχίζω

χμζ. Contract, Contracted, Contractibility, Contractible, Contracting, Contraction, Contractive, Contractual, Contractor – con (με) + ταύρος, ταυρίζω, τραβώ, σύρωσεσυμφωνία, συμφωνώ, συνάπτωσυμβόλαιο

χμη. Contrast, Contrastive, Contrasted – contra (εναντίον) + ίστημι, ίσταμαι, αντιτίθεμαι

831. Contrite, Contritely, Contrition, Contriturate- con (με) + τρίβω, μετανιώνω, φθείρομαιαπότύψεις

χμθ. Contrivable, Contrivance, Contrive-  con (με) + τρίβω, σχεδιάζω, εφευρίσκω

χν. Controversial, Controvert, Controversy καιπολλάπαράγωγα – con με) + βέλτερον, βέλτιον, βελτιώνω, παραλλάσσω (μετάπτωσητουλάμδασερο), συζητώέντοναμεεπιχειρήματα

χνα. Contumacious, Contumaciously, Contumancy-  con (με) + τύλος, τύμβος (προεξοχή), κύρτωση, οίηση, αλαζονεία, πείσμα, απουσίασεδίκη, δυστροπίακαιανυπακοήπροςτην έννομη τάξη

χνβ. Contumelious, Contumeliously, Contumely – con (με) + τύλος, τύμβος (προεξοχή), κύρτωση, οίηση, αλαζονεία

832. Conularia – κώνος, γαστρόποδομαλάκιο

χνγ. Converse, Conversion, Convert, Converter – con(με) + βέλτερον, βέλτιον, βελτιώνω, παραλλάσσω (μετάπτωσητουλάμδασερο)

χνδ. Convert, Converter, Convertibility, Convertibleκ.λπ. – con(με) + βέλτερον, βέλτιον, βελτιώνω, παραλλάσσω

833. Coprolite – κόπρος + λίθος, λίπασμα από σαυροειδή

χνε. Coprology, Coprophagy, Coprophilia- κοπρολογία, κοπροφαγία, κοπροφιλία

834. Coprophagan – κόπρος + έφαγον, φάγω, κοπροφάγο σκαθάρι

835. Coptic- Αιγύπτιος

836. Coracoid – κορακοειδής

837. Coral, Coralliform, Coralligenous, Ciralline, Corallite, Coralloid, Coral-rag, Coral- reef, Coral-snake, Coral- tree – κορράλιον

838. Cord, Cordage, Cordate, Cordately, Corded, Cordon, Cordite – χορδή, χόρδευμα

χνστ. Cordyceps – ασκομύκητας

839. Coliander – κορίαννον

χνζ. Coriaceous, Corium – χόριον, ευαίσθητημεμβράνη, πλακούνταςεμβρύου

840. Corinthian – Κόρινθος

841. Corm – κορμός

χνη. Corn, Cornea (κερατοειδήςχιτών), Cornice, Corniform, Corniferous, Cornucopia (κέραςΑμάλθειας) – κέρας

842. Corolla, Corollaceous, Corollary, Corollate, Corona, Coronal, Coronary, Coronation, Coroner (ιατροδικαστήςτουστέμματος), Coronet, Coroneted, Coroniform, Coronoid – κορώνα

χνθ. Correct, Correction, Correctiveκαιαμέτρηταπαράγωγα – co (με) + ορέγειν, ισάζω, διορθώνω

χξ. Cortex, Cortikal – πρ. Ινδ. Ευρ. Sker, σχίζω, φλοιός, εγκεφαλικός φλοιός

843. Corybantic – Κορύβαντες, ιερείς Κυβέλης

844. Corymb, Corymbiferous, Corymbose, Corymbous- κόρυμβος, κορυφή, ανισοϋψής διάταξη με ισοσκελισμένη επίπεδη κορυφή

845. Coryphee, Coryphene, Corypheeus – κορυφαίος

846. Coryza – κόρυζα

847. Coseismal – con + σεισμός

848. Cosmetic – κοσμητικός

849.Cosmic, Cosmical,Cosmos – κόσμος

χξα. Cosmism – κόσμος, κοσμισμός(ρωσική ιδεολογία ως απάντηση στον δυτικό μετανθρωπισμό που στοχεύει στην ανάσταση των νεκρών)

χξβ. Cosmogonic, Cosmogonist, Cosmogony – κοσμογονία, δημιουργίακόσμων

χξγ. Cosmographer, Cosmographical, Cosmography- κοσμογραφία, περιγραφή και μελέτη του Σύμπαντος

χξδ.Cosmological, Cosmologist, Cosmology–κοσμολογία, μελέτη του Σύμπαντος αλλά με το βάρος να ρίχνεται στη δομή και στην κίνηση των συναπαρτιζόντων αυτό συστατικών

χξε.Cosmoplastic – κόσμος + πλάττω, διαμορφωτικός παράγων του κόσμου

χξστ. Cosmopolitan, Cosmopolitanism. Cosmopolite, Cosmopolitism- κοσμοπολίτης, κοσμοπολιτισμός

χξζ.Cosmorama, Cosmoramic – κοσμόραμα, θεαματική παρουσίαση πτυχών του κόσμου μας με έξαψη και διέγερση της όρασης καθώς και έμφαση στο αισθητικό αποτέλεσμα 

χξη. Cosmosphere – συσκευή που δείχνει τη σχετική θέση της Γης και των αστέρων ανά πάσα στιγμή

χξθ.Cosmotheism –κόσμος + θεός, πανθεϊσμός

850. Cost, Costless, Costliness, Costly – constare,con+ ίστημι, ίσταμαι

851. Cothurnate – κόθορνος

852. Cotyle, Cotyledon (κοτυλήδονον), Cotyledonous, Cotyloid – κοτύλη

χο. Crab, Crabbed, Crabbedly, Crabbedness, Crabby – γράφω, εγχαράσσω, σκληρός, τυλώδης, κάβουρας

χοα. Crime, Criminal, Criminally, Criminate, Criminationκ.λπ. – κρίνω, κοσκινίζω, αποφαίνομαιμεβάσηκριτήρια, χαρακτηρίζωκάτιωςέγκλημα

853. Cranial, Cranofacial, Craniological, Craniologist, Craniology, Craniometer, Craniometrical, Craniometry, Craniotomy, Cranium – κρανίον

854. Crasis- κράσις

855. Crater, Cratiform – κρατήρ

856. Creatine, Creophagus – κρέας, κρεοφάγος

χοβ. Crape, Crepe- εκ του σχίζω (ινδ. Ευρ. ρίζα “sker”), χρωματισμένη γάζα, κρέπα

χογ. Crepitant, Crepid, Crepidation –ίδια ρίζα με «κόραξ», κοράκι, θραύσμα – σπάσιμο, ορθοπεδική αναδιάταξη 

857. Creta, Cretic – Κρήτη, κρητικός πους, μακρό, βραχύ, μακρό

858. Cricoid – κρίκος

859. Crinoid, Crinoidal, Crinoidea, Crinoline – κρίνος

860. Crisis, Criterion, Critic, Critical, Critically, Criticalness, Criticizable, Criticize, Criticizer, Criticism, Critique – κρίνω, κρίσις, κριτικός

861. Crith – κριθή

862. Croceous, Crocus – κρόκος

863. Crocodile, Crocodilian – κροκόδειλος

864. Crotaline – κρόταλον

865. Crown, Crown – antler, Crowning, Crownless, Crownpost, Crown- scab, Crown-wheel – κορώνα

866. Crow, Crowbar, Crowquill, Crow’s- foot ή feet, Crow’s -nest, Crowsteps – κρέκω (εκβάλλωδιαπεραστικόήχο), κόραξ

χοδ. Crude – κρέαςωμό, sker, σχίζω

877. Crustaceologyκ.λπ. – crusta + λόγος

878. Cryogen, Cryogeny, Cryolite, Cryophorus,Cryogeny, Cryosurgery, Cryolite, Cryology, Cryometry, Cryophycics, Cryoplastics, Cryoscopy, Cryotherapy, Cryotron (κρυοηλεκτρόνιο)  –

– κρύος

χοε. Cryochamber, Cryogenics, Cryostatic, Cryostasis- συντήρησησωμάτωνμέσωκατάψυξης

χοστ. Cryosteel – λεπίδες με αυξημένη μοριακή συνοχή και σκληρότητα

879. Crypt, Cryptic, Cryptical, Cryptically, Cryptogram (κρυπτόγραμμα), Cryptograph, Cryptographer, Cryptographical, Cryptography (κρυπτογραφία), Cryptonym – κρύπτω, κρύπτη

Cryptobiosis –κρυπτός + βίος, ζωή με χαμηλό μεταβολισμό

χοζ. Cryptogam, Cryptogamia, Cryptogamic, Cryptogamist, Cryptogamous, Cryptogamy- κρυπτόγαμον, φυτό που πολλαπλασιάζεται απευθείας με γύρη χωρίς άνθη και σπόρους

χοη. Cryptoleucopteryx – κρυπτός +λευκός + πτέρυξ, καθέτωςεφορμώναετός

880. Crystal, Crystalline, Crystallite, Crystallizable, Crystallization, Crystallize, Crystallogenic, Crystallographer, Crystallographic, Crystallography, Chrystalloid – κρύσταλλος

881. Ctenoid, Ctenphora, Ctenophore – κτεις, κτενός, θαλάσσιαασπόνδυλα

882. Cubage, Cubature, Cube, Cubic, Cubical, Cubically, Cubicle (κυβάριον- υπνωτήριονκαθεύδοντος), Cubiform, Cubism, Cubist, Cuboid, Cuboidal – κύβος, κυβεύω, κυβιστής, κυβίστησις

883. Cuckold (κερατάς!), Cuckoldry, Cuckoo, Cuckoo- clock, Cuckoo- flower, Cuckoo -spit, Cuckoo-spittle – κόκκυ, κόκκυξ, κούκος

884. Cupressus, Cypress – κυπάρισσος

χοθ. Currant – εκΚορίνθου, κορινθιακήσταφίδα

χπ. Cypselidae – κυψελίδες, είδοςπουλιούομοιάζονμεχελιδόνι

885. Cyanate, Cyanic,Cyanide, Cyanine, Cyanogen, Cyanometer, Cyanosis, Cyanotype – κυανός

886. Cyathiform – κύαθος, κύπελλο

χπα. Cybernetic, Cybernetics, Cyborg – κυβερνητική, κυβερνητικόςοργανισμός

887. Cyclamen –κυκλάμινος, κύκλος

888. Cycle(χερτζ, μονάδαραδιοφωνικήςσυχνότητας),Cycle-car, Cyclic, Cyclism, Cycling, Cyclist, Cyclograph, Cycloid, Cycloidal, Cyclometer, Cyclometry, Cyclone (κυκλών, θυελλώδηςδίνησχηματιζόμενηστονΙνδικόκαιστονΝότιοΕιρηνικόωκεανόσεαντίθεσημετοντυφώναπουσχηματίζεταιστονΑτλαντικόκαιτοΒόρειοΕιρηνικό), Cyclonic, Cyclopedia, Cyclorama, Cyclosis, Cyclosporine (κυκλοσπορίνη), Cyclostomous (κυκλόστομος), Cyclostyle – κύκλος

889. Cyclopean, Cyclops – κύκλωψ

χπβ. Cyclothymia – κυκλοθυμία, διπολικήδιαταραχή

890. Cygnet, Cygnus – κύκνος

891. Cylinder, Cylindric, Cylindrical, Cylindrically, Cylindriform, Cylindroid, Cylindrus – κύλινδρος

892. Cymbal – κύμβαλον

893. Cymbiform – κύμβη, κύμβος, κύπελλο, βάρκα

894. Cyma, Cymar, Cymatism, Cyme, Cymoid, Cymophanous, Cymoscope, Cymose, Cymous – κύμα

895. Cynic, Cynical, Cynically, Cynicalness, Cynicism, Cynics, Cynocephalous (κυνοκέφαλος), Cynosure (κυνόσουρα)- κύων, κυνός

896. Cyprian, Cypriot, Cypris, Cypripedium – Κυπρίς, Κύπρος

897. Cyrenaic – Κυρήνη

898. Cyrillic – Κύριλλος

899. Cyst, Cystic, Cystiform, Cystine, Cystitis, Cystocele (κυστοκήλη), Cystoma, Cystoscope, Cystose, Cystitomy- κύστις

900. Cytherean –ΚυθέρειαΑφροδίτη

901. Cytoblast (κυτοβλάστη), Cytogenics (κυτταρογένεση), Cytogenous, Cytoglobin (κυτοσφαιρίνη), Cytology, Cytoplasm, Cytoplasmic (κυτταροπλασματικός) –κύτος, κύτταρον

χπγ. Cytokinetic – κύτος + κίνησις, ενεργοποιώκυτοβλάστη

χπδ. Cytotoxin – κυτοτοξίνη, κυτταροτοξίνη

                    D

χπε. Dacryadenitis, Dacryocystitis – δάκρυ + αδήν, δάκρυ + κύστις, φλεγμονήδακρυϊκούαδέναήπόρου

902. Dactyl, Dactylar, Dactylic, Dactylioglyph, Dactylioglyphy (χάραξηδακτυλιδιών, δακτύλιος + γλύφω), Dactylist, Dactylology – δάκτυλος, επικοινωνίαμεδάκτυλα)

903. Daedal, Daedalian – δαίδαλος

904. Daffodil – ασφόδελος

905. Daguerreotype, Daguerreotypic – Daguer + τύπος

906. Damascene, Damask, Damask-rose, Damask-steel – δαμάσκηνον

907. Damoclean – δαμόκλειοςσπάθη

χπστ. Dandelion – οδούςλέοντος, μαργαρίτα

908. Daphnal, Daphne, Daphnin- δάφνη

909. Daric – δαρεικός (νόμισμα)

910. Dasyures – δασύς + ουρά, αυστραλιανόμαρσιπποφόρο

911. Dauphin, Dauphines – δελφίν, δελφίνος

912. Deacon, Deaconess, Deaconship, Decanal – διάκονος

χπζ. Deactivate, Deactivation  – de (από) + άγω, απενεργοποιώ

χπη. Debase, Debasement, Debaser, Debasing, Debasingly – de (από) + βάσις, εξευτελίζω, υποτιμώ, τραβώτουποπόδιοκάποιου

913. Decadal, Decade, Decagon, Decagramme, Decahedral, Decahedron (δεκάεδρον), Decalogue, Decameron (δεκαήμερον), Decametre- δέκα

914. Decandria, Decandrous –δέκα + ανήρ, μεδέκαστήμονες

915. Decangular – μεδέκαγωνίες

916. Decapod, Decapodal, Decapodous

917. Decastyle – δεκάστυλος

918. Decasyllabic, Decasyllable – δεκασύλλαβος

χπθ. Decathlon – δέκαθλον

919. Decelerate – de (από) + κέλης, επιβραδύνω

920. Decempedal – δεκάπους

921. Decentralization, Decentralize – de (από) + κέντρον

922. Dechristianize– de (από) +χρίω, χριστός

χq. Decidable, Decide, Decided, Decider, Deciduous (φυλλοβόλος), Deciduousness – de (από) + πρ. ινδ. Ευρ. Caed, κόπτω, αποφασίζω αποκόπτοντας άλλες πιθανότητες

923. Decigram – ένα δέκατο του γραμμαρίου

924. Decilitre, Decillion, Decimal, Decimalization, Decimalize, Decimally, Decimate, Decimation, Decimetre – δέκα

925. Declinatory, Declinature, Decline (αρνούμαι), Decliner, Declinometer, Declinous, Declivitous, Declivity, Declivous – de (από) + κλίσις, κλίνω

χqα. Decompress, Decompression –  de (από) + com + προίστημι, πιέζωδιαπροεξοχής, αποσυμπιέζω, αποσυμπίεσις

χqβ. Decorate, Decorous, Decorum καιπολλάπαράγωγα – decus, κύδος, φήμη (Όμηρος)  

χqγ. Decrypt, Decryption –  de (από) + κρύπτω, αποκρυπτογραφώ

926. Decuman, Decumanus – δέκατο κύμα, οδός άγουσα από ανατολή σε δύση στις ρωμαϊκές πόλεις

927. Defamation, Defamatory, Defame, Defamer – de (από) + φήμη

928. Deferent, Deferential, Deferentially – διαφέρω, διαφορά

929. Degeneracy, Degenerate, Degenerately, Degenarateness, Degeneration, Degenerative – de (από) + γένος, εκφυλισμός, παρακμή

930. Dehydrate, Dehydration, Dehydrogenize – de (από) + ύδωρ, υδρογόνον

931. Dehypnotize – de (από) + ύπνος

932. Deictic – δεικνύω, δεικτικός

933. Deipnosophist– δειπνοσοφιστής

χqδ. Deism – αντίληψη κατά την οποία ο θεός δημιούργησε τον κόσμο και έκτοτε έπαψε να ασχολείται

χqε. Deject, Dejection – de + ίημι, καταθλίβω

934. Delectus – ανάλεκτα, de (από) + λέγω, συλλέγω 

935. Delete, Deleterious, Deletion, Deletory – δηλητήρ, δηλητήριος

936. Delphian, Delphic – Δελφοί

937. Delphin, Delphinine, Delphinium- δελφίν

938. Delta, Deltaic, Deltoid – δέλτα

939. Deluge -de + λούω

940. Demagnetize- de (από) + μαγνήτης

941. Demagogic, Demagocical, Demagogism, Demagogue, Demagogy – δημαγωγός

942. Deme – δήμος

943. Demitone – ημίτονον

944. Demiurg, Demiurgic – δημιουργός

945. Democracy, Democrat, Democratic, Democratical, Democratically, Democratize- δημοκρατία

946. Demogorgon – Δημογόργων (δαίμων + Γοργώ)

947. Demograher, Demographic, Demography- δήμος + γράφω, δημογραφικός

948. Demon, Demoniac, Demoniacal, Demoniacally, Demonic, Demonism, Demonist, Demonize, Demonolatry, Demonological, Demonologist, Demonology, Demonomania- δαίμων, δαιμονικός, δαιμονολογία, δαιμονολατρεία, δαιμονομανία

949. Demos, Demotic – δήμος, δημοτικός

950. Demosthenic, Demosthenes- Δημοσθένης

951. Dendriform, Dendritic, Dendroid, Dendrolatry (δενδρολατρεία), Dendrolite, Dendrology, Dendrophile (δενδρόφιλος) – δένδρον

χqστ. Dendrolagus – δενδρολαγός

952. Denominate, Denomination, Denominational, Denominationally, Denominative, Denominatively, Denominator – όνομα, ονομάζω, παρονομαστής

χqζ. Dent, Dental, Dentist και πολλά παράγωγα – μέσω του λατινικού “dens” – οδούς

χqη. Dentate, Dentation, Denticulation καιπολλάπαράγωγα – οδόντωσις

953. Deontology – δέον + λόγος

954. Deplenish, Deplete, Depletion, Depletive, Depletory – de (από) + πλήρης

955. Depolarization, Depolarize – de (από) + πόλος

χqθ. Depress, Depressant, Depressingly, Depression, Depressive, Depressorπροίστημι, πιέζωδιαπροεξοχής, – de (από) + προίστημι, πιέζωδιαπροεξοχής, καταθλίβω, κατάθλιψη

ψ. Depressurize, Depressurization –  de (από) + προίστημι, πιέζωδιαπροεξοχής, αποσυμπιέζω, αποσυμπίεσις

956. Derm, Dermal, Dermaplastic (δερματοπλαστικός), Dermatic, Dermatoid, Dermatologist, Dermatology, Dermatopathy, Dermatophyte (δερματόφυτον), Dermic, Dermoid – δέρμα

ψα. Dermoptera – δέρμα + πτερόν, ιπτάμενοιλεμούριοιήσκίουροι

ψβ. Dermaline, Dermalize–δερματικήαλοιφή, θεραπεία

ψγ. Desaster, Desasterοus, Desasterοusly – δύσις + αστήρ

ψδ. Descend, Descendant, Descendent, Descendible, Descension, Descensive, Descent – σχέσημε «σκάνδαλον»ήσκανδάλη, κάτιπουεκπηδάξαφνικά, κατέρχομαιμεάλμα

957. Desmid, Desmine, Desmography, Desmoid, Desmology- δεσμός

ψε. Despond, Despondence, Despondency, Despondent, Despondently, Desponding, Despondingly – de (από) + σπονδή, χοή, χάνωτηνπίστηότικάποιοςθαμεβοηθήσει, γίνομαιάναρχος, αποθαρρημένος, ατημέλητος

958. Despot, Despotic, Despotical, Despotically, Despotism – δεσπότης

ψστ. Destitute, Destitution – de (από) + ίστημι, ίσταμαι, έλλειψησταθερότητας και πατήματος, στέρηση, φτώχια

959. Desynonimize–de (από) + συνώνυμον

ψζ. Detail, Detailer – de + τάλις (η), κόρησεηλικίαγάμου, εμπόρευμα, λιανεμπόριο, λεπτομέρεια

ψη. Detain, Detainer, Detainable, Detaining – de (από, δηλωτικό συλλογής) + τείνω, έχω στην κατοχή μου, συλλαμβάνω, έχω υπό κράτηση

ψθ. Determinability, Determinable, Determinant, Determinate, Determinately, Determination, Determinative, Determinator, Determine, Determined, Determinedly, Determinism (ότι όλα έχουν μηχανική αιτία και δεν υπάρχει ελευθερία βουλήσεως), Determinist, Deterministic – de (από) + τέρμα, δεν περιμένω κάτι να φτάσει στο τέρμα του ή στην τελική του φάση, αποφασίζω

960. Dethrone, Dethronement – de (από) + θρόνος

ψι. Detonate, Detonating, Detonation, Detonator – de (από) + τόνος, εκτονώνω

961.  Detriment, Detrimental, Detrital, Detrited,Detrition, Detritus – de (από) + τρίβω

962. Deuteragonist – δευτεραγωνιστής

ψια. Deuterium- δευτέριον, ισότοποτουυδρογόνου

963. Deuterocanonical – δεύτερος + κανών, περιλαμβανόμενα στον κανόνα μετά από αρχική απόρριψη

964. Deuterogamist – προβαίνων σε δεύτερο γάμο

965. Deuteronomy- Δευτερονόμιον

966. Deutoplasm, Deutoplastic- δεύτε (δεύρο) + πλάσμα, θρέψη του εμβρύου από το δικό του κρόκο

967. Devil, Devilish, Devilment, Devilry- διάβολος

ψιβ. Devolute, Devolution, Devolve – de (από) + βέλτιον, βέλτερον, βέρτερον, βελτιώνω, παραλλάσσω, περιστρέφομαι, παραχωρώ, μεταφέρω, μετακυλίω εξουσία ή απεκδύομαι αυτής 

968. Dexter, Dexterity, Dexterous, Dexterously, Dextrality, Dextrin, Dextro-, Dextrogyrate (γυρνώ προς τα δεξιά), Dextrorse, Dextrose – δεξιός, επιδέξιος

969. Diabase, Dabasic – διάβασις

970. Diabetes, Diabetic – διαβήτης

971. Diabolic, Diablerie, Diabolical, Diabolically, Diabolism, Diabolization, Diabolo – διάβολος

972. Diacaustic – διακαυστικός

ψιγ. Diachronic – διαχρονικός

ψιδ. Dichromates – δίχρωμα

973. Diachylon, Diachylum – δια + χυλός, κολλώδηςπολτόςβράζοντοςλιθαργύρουμελάδικαινερό

974. Diachyma, Diachysis – δια + χύμα, ιστός φύλλων, επέκταση ιριδισμού 

975. Diacodium – σιρόπι παπαρούνας

976. Diaconal, Diaconate – διάκονος

977. Diacoustic, Diacoustics – δια + ακούω

978. Diacritic, Diacritical –διάκρισις

979. Diactinic – διακτίνιση

980. Diadelphia, Diadelphous – δια + αδελφός (δελφύς), έχωνδύοσυστάδεςστημόνων

981. Diadem, Diademed – διάδημα

982. Diaeresis – διαίρεσις

983. Diaglyph, Diaglyphic – δια + γλύφω

984. Diagnose, Diagnosis, Diagnostic, Diagnostically, Diagnostician – διάγνωσις

985. Diagometer –μετρητήςαγώγιμηςδύναμης

986. Diagonal, Diagonally- διαγώνιος

987. Diagram, Diagrammatic, Diagrammaticaly, Diagrammatize- διάγραμμα

988. Diagraph, Diagraphical –διαγράφω– σχεδιάζωμεπροοπτική

989. Diaheliotropic, Diaheliotropism – δια + ηλιοτρόπιον, στρεφόμενοςπροςτοφως

990. Dialect, Dilectal, Dialectally – διάλεκτος

991. Dialectic, Dialectical, Dialectically, Dialectician, Dialectology – διαλεκτική, διαλέγεσθαι

992. Diallage – διαλλαγή, ανταλλαγή επιχειρημάτων, πράσινο ή χαλκόχρουν στρωματόμορφο ορυκτό

993. Dialogic, Dialogist, Dialogistical, Dialogistically, Dialogue – διάλογος

994. Dialysis, Dialytic, Dialyze, Dialyzer – διάλυσις, αιμοκάθαρση

995. Diamagnetic, Diamagnetical, Duamagnetism – δια +μαγνήτης

996. Diamantiferous, Diamond – αδάμας, διαμάντι

997. Diameter, Diametral, Diametrical, Diametrically- διάμετρος

ψιε. Diamorphine – ιατρικήηρωίνη- μορφίνηγιασοβαρούςπόνους

998. Diandra, Diandrous– δια + ανήρ, οέχωνδύοστήμονες

999. Diapason– διαπασών

ψιστ. Diapause– δια + παύση, αναστολή ανάπτυξης εμβρύου

ψιζ. Diapedesis – διαπίδυσις

1000. Diaper, Diapering – δια + άσπρος (μεσαιωνικό)

1001. Diaphaneity, Diaphanic, Diaphanie, Diaphanometer, Diaphanous,Diaphanoscopy (διαφανοσκοπία)– διαφανής

ψιη. Diaphony – διαφωνία (μουσικός όρος)

1002. Diaphotetic – διαφορετικός, αυξάνων την εφίδρωση

1003. Diaphragm, Diaphragmatic- διάφραγμα

1004. Diaphysis –διάφυσις, σημείο αρχής οστέωσης

1005. Diarchy – διαρχία

1006. Diarrhoea, Diarrhoetic – διάρροια

1007. Diarthrosis – διάρθρωσις,συνένωση των οστών του γονάτου με χόνδρο και λιπαντικό υγρό

ψιθ. Diaspora – διασποράλαώνκαι ανθρώπων

1008. Diastase, Diastatic – διάστασις, ένζυμο μετατροπής αμύλου σε ζάχαρη

1009. Diastema – διάστημα

1010. Diastole, Diastolic – διαστολή

1011. Diastyle – διάστυλος

1012. Diatessaron –τα τέσσερα ευαγγέλια

1013. Diathermancy, Diathermanous, Diathermic – διαθερμικός

1014. Diathesis – διάθεσις, προδιάθεση σώματος

1015. Diatomaceous, Diatomic, Diatomous, Diatoms- διατομικός, διάτομον, άλγη, φύκι, φυκώδης

1016. Diatonic, Diatonically – διατονικός

1017. Diatribe – διατριβή, καταγγελία, λίβελλος

1018. Dibasic – διβασικός

1019. Dibranchiata – κεφαλόποδα με δύο βράγχια

ψκ. Dibromine  – διατομικήβρομίνη

ψκα. Dicaryotic – δικαρυωτικός

1020. Dicast – δικαστής

ψκβ. Dicentric- χρωμόσωμα με δύο κεντρομερή

1021. Dicephalus – δικέφαλος

1022. Dichlamydeous- δύο + χλαμύς

1024. Dichogamous – δίχα + γαμώ, στήμονες και ύπεροι, που ωριμάζουν σε διαφορετικούς χρόνους

1025. Dichotomic, Dichotomize, Dichotomous, Dichotomously, Dichotomy – διχοτομώ, διχοτόμος

1026. Dichroic, Dichroism, Dichromatic, Dichromic – δίχρωμος

1027. Diclinic, Diclinous – δίκλινον

1028. Dicotyledon, Dicotyledonous –δικοτυλήδονον

1029. Dicrotic – δίκροτος, προκαλών διπλό κρότο

1030. Dictaphon – dictum + φωνή

ψκγ. Dictyostelium – δίκτυ + στήλη, πρωτόζωοπουτρώγει βακτήρια και ενδημεί στη μούχλα και τη γλίτσα

ψκδ. Dicyclic – δικυκλικός

1031. Dictyogens –φυτό με δικτυωμένο φύλλωμα

1032. Didactic, Didactical, Didactically, Didactics – διδάσκω

1033. Didactyl, Didactylous –διδάκτυλος

1034. Didelphia, Didelphoid – δύο + δελφύς, μαρσιποφόρο

1035. Didymium –μέταλλο σπάνιο όσο και το λανθάνιο (δίδυμος αυτού που λανθάνει)

1036. Didymous – δίδυμος

1037. Didynamia, Didynamian, Didiynamous – διδύναμος, με τέσσερις στήμονες

1038. Dielectric- διαηλεκτρικός

ψκε. Diengephalon – τοουσιώδες τμήμα του εμπρόσθιου εγκεφάλου (θάλαμος, υποθάλαμος, επιθάλαμος κ.λπ.

1039. Diesis – δίεσις

1040. Diet, Dietarian, Dietary, Dietetic, Dietetical, Dietetics, Dietine, Dietist, Dietitian- δίαιτα

1041. Differ, Difference, Different, Differentia, Differential, Differentiate, Differentiation, Differently – διαφορά

1042. Digamous, Digamy – δίγαμος

1043. Digamma – δίγαμμα

1044. Digastric–δύο + γαστήρ, δικοίλιος

ψκστ. Digenetic – πολλαπλασιαζόμενος με δύο τρόπους όπως π.χ. τα σποροκυστικά μαλάκια

ψκζ. Digest, Digestedly, Digester, Digestible, Digestibly, Digestion, Digestive, Digestively – de (από) + άγω, αποσυνθέτω, χωνεύω

ψκη. Digit, Digital, Digitalin, Digitalis, Digitate, Digitated, Digitation, Dititiform, Digitigrade (βαδίζωνεπίτωνδακτύλων) – δεικνύω, δάκτυλος, ψηφιακός

1045. Diglyph – δίγλυφος

1046. Digraph, Digraphic –δίγραφον, δίφθογγος

1047. Digynia, Digynous – έχωνδύούπερους

1048. Dihedral, Dihedron- δίεδρος

1049. Dike – δίκη

1050. Dilemma, Dilemmatic – δίλημμα

ψκθ. Dilithium- διλίθιον, υποθετικό στοιχείο εδρεύον εν μέρει στη δική μας κλίμακα και εν μέρει στον μικρόκοσμο, μέσω των κρυστάλλων του οποίου διενεργείται η αντίδραση ύλης- αντιύλης στην πρωτοποριακή σειρά Star Trek

ψλ. Diluent, Dilute, Dilute, Dilution – δια + λύω, διαλύω, αραιώνωυγρό

1051. Diluvial, Diluvialist, Diluvian, Diluvium – δια + λούω

1052. Dimerous – διμερής

1053. Dimetallic – διμεταλλικός

1054. Dimeter, Dimetric – δίμετρος

1055. Dimity – δίμιτος, διπλόςμίτος

1056. Dimorphic, Dimorphism, Dimorphous – δίμορφος

1057. Dimyarian – δύο + μυς, μαλάκιο

1058. Dinornis – δεινή + όρνις, γιγαντιαίαόρνις

1059. Dinosauria – δεινός + σαύρα

1060. Diocesan, Diocese – επισκοπικήδιοίκησις

1061. Diode – δίοδος, σωλήνας διοχέτευσης υγρών

1062. Diodon – δύο + οδούς, ψάρι με οστεώδη σαγόνια αντί για δόντια

1063. Dioecia, Dioecious – διοικίζω, χωρισμός στημόνων και υπέρων

1064. Dioptase – πυριτικό άλας, διαφανές κρύσταλλο

1065. Diopter, Dioptrical, Dioptrics – διόπτρα

1066. Diorama, Dioramic – διόραμα, εικαστική παρουσίαση με κατάλληλο φωτισμό

1067. Diorite, Diotitic – διοράω – ώ, κρυστάλλινος διαφανής γρανίτης

1068. Diosmosis –δια + ώσμωσις, ωσμός, ωθείν, πέρασμα υγρού δια μεμβράνης

1069. Dioxide – διοξείδιον

1070. Dipetalous – διπέταλος

1071. Diphtheria, Diphtherical, Diphtheritic – διφθέρα, διφθερίτις

1072. Diphthong, Diphthongal, Diphthongally, Diphthongize – δίφθογγος

1073. Diphyodont – διφυής + οδούς, ζώο με δύο σειρές δοντιών

1074. Dipleidoscope –περισκόπιο παρατήρησης τηε διάβασης του ηλίου από τον μεσημβρινό

ψλα. Diploblasty– διπλός + βλάστη, πρώιμο στάδιο του γυρίνου, όπου υπάρχουν δύο στοιβάδες μικρορογανισμών, τα ενδόδερμα και τα εκτόδερμα

ψλβ. Diplococcus – διπλός + κόκκος, διπλόκοκκος, βακτήριον

1075. Diploe – δίπλοος, ιστός μεταξύ πλακών του κρανίου

1076. Diplogenic – διπλογενής

ψλγ. Diploid – οργανισμός με δύο ειδών χρωματοσώματα, π.χ. άνθρωπος

1077. Diploma, Diplomacy, Diplomat, Diplomatic, Diplomatically, Diplomatics, Diplomatist – δίπλωμα

ψλδ. Diplopy – διπλός + ωψ, ορώ, διπλωπία

1078. Dipnoi – δίπνοος, ψάρι με δύο πνεύμονες βραγχίων

1079. Diprotodon – δι + πρώτος + οδούς, μέγα μαρσιποφόρο

1080. Dipsas – φίδι του οποίου το δάγκωμα προκαλεί θανατηφόρα δίψα

1081. Dipsomania, Dipsomaniac -μανία + δίψα, αλκοολισμός

1082. Diptera, Dipteral, Dipterous – δίπτερος

1083. Diptych – δίπτυχον

ψλε. Direct, Director, Direction, Directorship, Dirigibleκαιαμέτρηταπαράγωγα – de (από) + ορέγειν, ισάζω, διευθύνω

1084. Disaccord – δυσ + χορδή

1085. Disanchor – δυσ + άγκυρα

1086. Disarm – δυσ + άρμα

1087. Disarticulate -δυσ + άρθρωσις

1088. Disc, Discal, Discus, Disk – δίσκος

1089. Discard -δυσ + χάρτη, χάρτης

ψλστ. Discarthrosis – δίσκος + άρθρωσις, δισκάρθρωση, οσφυϊκήπάθηση

1090. Disclose, Discloser, Disclosure – δυσ + κλείvω, μαρτυρώ, αποκαλύπτω, επιτρέπω στον αντίδικο να δει τα αποδεικτικά μου στοιχεία

1091. Discobolus (δισκοβόλος), Discoid, Discoidal – δίσκος

ψλζ. Discographic, Discography – δισκογραφία, δισκογραφικός

ψλη. Discontent, Discontented, Discontentedly, Discontentedness, Discontentment – δυσ + τείνω, δυσαρεστούμαι

ψλθ. Discontinuance, Discontinuation, Discontinue, Discontinuity, Discontinuous, Discontinuously- δυσ + τείνω, συνέχω, συνεχίζω, διακόπτω, διακοπή, ασυνέχεια

ψμ. Discopathy- δισκοπάθεια

ψμα. Discophily-δισκοφιλία, η αγάπη συλλογής παλιών μουσικών δίσκων

1092. Discord, Discordance, Discordancy, Discordant, Discordantly – δυσ + χορδή

ψμβ. Discreet, Discreetly, Discreetness – δυσ + κρίνω, κοσκινίζω, διακρίνω, διακριτικός

ψμγ. Discrete, Discretion, Discretiveκαιπολλάπαράγωγα, διαφοροποιώ, διαφοροποίηση

ψμδ. Discriminate, Discrimination, Discriminating, Discriminator- -δυσ +κρίνω, διακρίνω, υποτιμώρατσιστικά

1093. Discrown – δυσ + κορώνα

ψμε. Disdain, disdainful, disdainfully – δυσ + δέχομαι, υποτιμώ, περιφρονώ

1094. Disentitle – δυσ + τίτλος

1095. Disentomb – δυσ + τύμβος

1096. Disharmonious, Disharmoniously, Disharmony –δυσαρμονία

1097. Disinclination, Disincline -δυσ + κλίσις

1098. Disingenuous, Disingenuously, Disingenuousness- δυσ + γένος, τοαντίθετοτηςευγένειας

1099. Dishume –δυσ + χώμα

1100. Dislimn – δυσ + λίμνη, οδηγώσελήθη

1101. Disomatous – δισώματος

1102. Disorganization, Disorganize, Disorganizer –δυσ + όργανον, οργάνωσις

1103. Dispassion, Dispassionate, Dispassionately, Dispassioned- δυσ + πάθος

1104. Dispermous – δίσπερμος

ψμστ. Dispersal, Disperse, Dispersedly, Disperser, Dispersion, Dispersive, Dispersively – di (δια) + σπείρω, διασπείρω, διασκορπίζω  

ψμζ. Display, Displayed, Displayer – δυσ + βλύω, βλύζω, κινούμαι, δεν αφήνω κάτι να κυλήσει ή να χαθεί, παρουσιάζω 

1105. Displenish –δυσ + πληρόω- ώ

1106. Dissyllabic, Dissyllabification, Dissyllabify, Dissyllabism Dissyllabize, Dissyllable- δισύλλαβος

1107. Dissymmetry – δυσ + συμμετρία

1108. Distance, Distant, Distantly – διίστημι

1109. Distend, Distensibility, Distensible, Distention- τείνω, τανύω

1110. Distich, Distichous- δίστιχον

1111. Distinct, Distinction, Distinctive, Distinctively, Distinctness – δια + στίζω, στίξις, στίγμα

1112. Distomous – δίστομος

1113. Disturb, Disturbance, Disturbed, Disturber, Disturbing- δυσ + τύρβη, ενοχλώ

1114. Distyle – δίστυλος

1115. Dithecal, Dithecous – έχωνδύοθέσεις

1116. Ditheism, Ditheist, Ditheistic – διθεϊσμός, μανιχαϊσμός

1117. Dithyramb, Dithyrambic – διθύραμβος

1118. Ditone – δίτονος

1119. Ditriglyph – δύο + τρίγλυφον

1120. Ditrochee- διτροχαίος, ποιητικό μέτρο

1121. Dittany – δίκταμον

1122. Ditto- διττός, συμφωνώ με τον προλαλήσαντα

1123. Dittography, Ditty-διπλογραφία, τυχαία επανάληψη λέξης ή γράμματος

1124. Diuresis, Diuretic – διούρησις

ψμη. Divers, Diverse, Diversely, Diversification, Diversiform, Diversify, Diversion, Diversity, Divert, Diverting, Divertingly, Divertissement – di (δια) + βέλτερον, βέλτιον, βελτιώνω (μετάπτωση του λάμδα σε ρο), διαφοροποιούμαι, διαφοροποίηση

ψμθ. Dizygoric – διζυγωτικό (κύτταρο)

1125. Docetae, Docetic, Docetisism- δοκείν, αίρεση περί φαινομενικής ενανθρώπισης του Ιησού

1126. Dochmiac –δόχμη (παλάμη), πεντασύλλαβος μετρικός πους, βραχύ, δύο μακρά, βραχύ, μακρό

ψν. Docile, Docility- δουλεία, δουλικός 

1127. Docimacy – δοκιμασίαμετάλλων

1128. Doctor, Doctoral, Doctorship, Doctrinal, Doctrine κ.λπ. – διδάσκω, διδαχή

1129. Dodecagon –δωδεκάγωνον

1130. Dodecagynia, Dodecagynian –δώδεκα + γυνή, φυτόμεδώδεκαύπερους

1131. Dodecahedral, Dodecahedron – δωδεκάεδρον

1132. Dodecandria, Dodecandrian –δώδεκα + ανήρ, φυτόμεδώδεκαστήμονες

1133. Dodecapetalous – δωδεκαπέταλος

1134. Dodecasyllable – δωδεκασύλλαβος

1135. Dogma, Dogmatic, Dogmatical, Dogmatically, Dogmatics, Dogmatism, Dogmatist, Dogmatize, Dogmatizer- δόγμα

1136. Dole, Doleful, Dolefully, Dolefullness – δόλος, στενοχώριαλόγωεξαπάτησης

1137. Dolerite – δολερός, βράχος που συνδέει πετρώματα λάβας με βασάλτη

1138. Dolichocephalic, Dolichocephalous – δολιχοκέφαλος

1139. Dolichurus – δόλιχος (δρόμος) + ουρά, μετρικός πους με μία συλλαβή παραπάνω

1140. Dollar – τάλαντον, τάληρον

1141. Dolorous, Dolorously, Dolose – δόλος, λύπη

1142. Dolphin – δελφίν

1143. Dom, Dome, Domed, Domestic, Domestically, Domesticate, Domestication, Domesticity, Domicile, Domiciled, Domiciliary, Domiciliation – δόμος, οικία

1144. Domical- δομικός, δομή

1145. Dominance, Dominancy, Dominant (δεσπόζουσα – μουσική), Dominate, Domination, Dominative, Dominator, Domineer, Dominical, Dominicans, Dominie, Dominion, Dominus – δόμος, κύριος, κυριαρχία

1146. Donate, Donation, Donative, Donator, Donee, Donor – δίδω, δόσις

1147. Door, Doormat, Doorway + πάμπολλαπαράγωγα– θύρα

1148. Dorcas – δορκάς, φιλόπτωχος σύλλογος γυναικών

1149. Dorian, Dorian, Doricism, Doric- δωρικός

ψνα. Doryphore – δορυφόρος, ενοχλητικός και σχολαστικός κριτικός

1150. Dosage, Dose, Disimeter – δόσις

1151. Doxological, Doxologize, Doxology – δοξολογία

1152. Drachm, Drachma–δράγμα, δραχμή

1153. Draconian, Draconic – Δράκων (νομοθέτης)

1554. Dragon, Dragonet, Dragonfish, Dragonfly, Dragonish- δράκων, δράκος

1555. Drama, Dramatic, Dramatically, Dramatist, Dramatizable, Dramatization, Dramatize, Dramaturgic, Dramaturgist, Dramaturgy – δράμα, δραματουργία

1556. Drastic, Drastically – δράω -ώ

ψνβ. Drepanocytosis – δρέπανον + κύτος, αρρώστιατουαίματος

1557. Drome, Dromedarian, Dromedary – δρόμος

ψνγ. Dromotropic – ουσίες που επηρεάζουν την ταχύτητα αγωγιμότητας στους ιστούς της καρδιάς

ψνδ. Drone – εκ του «θρόνου» της βασίλισσας μελισσών, γύρω από τον οποίο συγκεντρώνονται οι κηφήνες

1558. Dropsical, Drospically, Dropsied, Dropsy –ύδρωψ, ύδωρ

1559. Drosera –δροσερός, σαρκοφάγοφυτό

1560. Drosometer – δρόσος + μετρητής

1561. Druid, Druidical, Druidism- δρυς, δρυίδης

1562. Drupaceous, Drupe, Drupel – δρέπω, δρύππα (υπερώριμοςκαρπόςελιάς), είδοςδαμάσκηνου

1563. Dryas, Dryasdust- δρυάςνύμφη, ανιαρόγράψιμο

ψνε. Dryotriorchis – δρυς + τρία + όρχις, φιδαετόςτουΚογκό

1564. Dual, Dualism, Dualist, Dualistic, Duality, Duodecimal, Duodenary κ.λπ. – δύο, δυισμός

1565. Dulia – δουλεία, λατρεία αγγέλων και αγίων

1566. Dune – θις, θινός

1567. Duologue – δύο + λόγος

ψνστ. Duotronics – δύο + θρόνος, tron, tronic έδρα, πλατφόρμα στήριξης, τεχνολογία μεταξύ ηλεκτρονικού και κβαντικού επιπέδου (Star Trek) 

1568. Duplex, Duplicate, Duplication, Duplicative, Duplicator, Duplicity – δύο + πλέκω

1569. Durability, Durable, Durableness, Durably, Duralumin, Duranium, Duraluminium, Duramen, Durance, Duration, Dure, Duress, Duremast – δούρειος, δρυς, δρυμός, δένδρο, γερός, διαρκής

1570. Duumvir, Duumviral, Duumvirate – δύο + vir, διανδρία

1571. Dyad, Dyadic, Dyarchy- δύο, διαρχία

1572. Dynam, Dynameter, Dynametric, Dynametrism, Dynamic, Dynamical, Dynamically, Dynamics, Dynamism, Dynamitard, Dynamite (δυναμίτης), Dynamiter, Dynamo (δυναμό), Dynamograph, Dynamometer, Dyne- δύναμις, δυναμικός

ψνζ. Dyno- πρόσφυμα ενδεικτικό κινητήρα χρησιμοποιούμενο σε πολλές λέξεις επιστημονικής φαντασίας όπως “dynodrive“, (κινητήρας δίνης, δηλαδή ταχύτητας πάνω από το φως), “dynoscanner” (ανιχνευτής δίνης), “dynospanner” (κατσαβίδι για κινητήρα δίνης) κ.λπ.  

1573. Dynast, Dynastic, Dynasty- δυνάστης, δυναστεία

1574. Dys- – δυσ- ως πρόθεμα πολυάριθμων λέξεων

1575. Dysaesthesia – δυσ + αισθάνομαι, αναισθησία

1576. Dyschroia –δύσχροια, αχρωμία δέρματος

ψνη. Dyschromia – δυσ + χρώμα, δυσχρωμία

1577. Dyscrasia- δυσκρασία

ψνθ. Dysembryoplastic – δυσ + έμβρυο+ πλάσσω, αφορώνσεκαλοήθηκαρκίνοτουεγκεφάλου

ψξ. Dysendocrinism – δυσ + ένδον + εκκρίνω, ενδοκρινικόςδυσενδοκρινισμός

1578. Dysenteric, Dysentery – δυσεντερία

ψξα. Dysgenesis – δυσ + γένεσις, αφύσικηανάπτυξηοργάνων εμβρύου

ψξβ. Dysgraphia– δυσ + γραφή, ανικανότητα να γράψει κανείς σωστά 

ψξγ. Dyshidrosis– δυσ + ιδρώς, ερεθισμός του δέρματος από τον ιδρώτα

ψξδ. Dyskeratosis– δυσ + κεράτιον, δερματική αρρώστια που αφορά ανώμαλη ανάπτυξη κερατίνης κάτω από το δέρμα 

ψξε. Dyskinesia – δυσκινησία, ακούσια κίνηση μυών

ψξστ. Dyslalia – δυσλαλίαλόγωανατομικών προβλημάτων

ψξζ. Dyslexia– δυσλεξία, δυσκολία ανάγνωσης λόγω μη επαρκούς συσχετισμού ήχων και λέξεων

1579. Dyslogistic –δυσ + λέγω, δυσφημιστικός

ψξη. Dyslogy – εσφαλμένηεπεξεργασία σκέψης και εκφοράς του λόγου

ψξθ. Dysmelia– δυσμελία, ανωμαλία στην ανάπτυξη οργάνων οφειλόμενη σε ποικίλους γενετικούς ή περιβαλλοντικούς παράγοντες

1580. Dysmenorrhea – δυσ + εμμηνόρροια

ψο. Dysmnesia – δυσμνησία, διαταραχήμνήμης

ψοα. Dysmorphic – δυσ + μορφή, δυσμορφικός

1581. Dysodile – δυσώδες υγρό

ψοβ. Dysorexia– δυσορεξία, διαταραχή της όρεξης

ψογ. Dysorthography– δυσ + ορθογραφία, δυσκολία στη γραφή σχετιζόμενη με δυσλεξία

ψοδ. Dysosmia – δυσοσμία, διαταραχή όσφρησης, όζαινα

ψοε. Dyspareunia – δυσπαρευνία, έμμονηιδέαγυναίκαςότι έχει οργανικό πρόβλημα που την εμποδίζει να κάνει σεξ

1582. Dyspepsia, Dyspeptic – δυσπεψία

1583. Dysphagia – δυσφαγία

ψοστ. Dysphasia – δυσφασία, ένα βήμα πριν από την αφασία

1584. Dysphonia – δυσφωνία

ψοζ. Dysphoria – δυσφορία

ψοη. Dysplasia – δυσπλασία

1585. Dyspnoea, Dyspnoic – δύσπνοια

ψοθ. Dyspraxia – δυσ + πράξις, διαταραχή του συντονισμού των κινήσεων

1586. Dysprosia, Dysprosium- δυσπρόσιτος, μέταλλο

1587. Dysthetic- δυσ + τίθημι, λάθος θέση αγγείων

1588. Dysthymic – δύσθυμος

ψπ. Dystocia– δυστοκία, πολύ αργός τοκετός

1589. Dystomous – δυσ + τέμνω, κακοκομμένος

ψπα. Dystony– δυστονία, πάθηση που προκαλεί συστολή και σφίξιμο των μυών

ψπβ. Dystrophy– δυστροφία, αδυναμία των μυών, απώλεια μυϊκής μάζας

1590. Dysury – δυσουρία

1591. Dytiscus- δυτικός, καταδυόμενο σκαθάρι

                    Ε

1592. Ebon, Ebonite, Ebonize, Ebony – έβενος

1593. Ecbasis, Ecbatic – έκβασις

1594. Ecbolic – εκβολικός, διευκολύνων τη γέννηση

1595. Eccentric, Eccentrically, Eccentricity, Eccentric- rod, Eccentric -strap, Eccentric -wheel – έκκεντρος, εκκεντρικός

1596. Ecchymosis – εκχύμωσις

1597. Ecclesia, Ecclesiastic, Ecclesiastical, Ecclesiastically, Ecclesiolatry, Ecclesiological, Ecclesiologist, Ecclesiology- εκκλησία, συνέλευση

1598. Ecdemic –έκδημος, εκτόςδήμου

1599. Ecdysis – έκδυσις

1600. Echidna – έχιδνα

1601. Echinate, Echinidan, Echinite, Echinocactus, Echinococcus, Echinoderm, Echinus – εχίνος, αχινός, σκαντζόχοιρος

1602. Echo, Echoism, Echocardiogram (ηχοκαρδιογράφημα), Echoengephalogram (ηχοεγκεφαλογράφημα), Echography (ηχογραφία), Echoless Echotomography (ηχοτομογραφία) – ήχος, ηχώ

ψπγ. Echolalia – ηχώ + λαλώ, επανάληψηφράσεων άλλων

1603. Eclampsia – εκλαμψία, ξαφνικοίσπασμοί

1604. Eclectic, Eclectically, Eclecticism–εκλέγω, εκλεκτικός

1605. Eclipse, Ecliptic – έκλειψις

1606. Eclogue – εκλογή, βουκολικόποίημα

1607. Ecology, Ecological, Ecologically, Ecologist, Ecosystem – οίκος + λόγος, οικολογία

1608. Economic, Economical, Economically, Economics, Economist, Economize, Economy – οίκος + νέμω, οικονομία

1609. Ecstasy, Ecstatic, Ecstatically – έκστασις

1610. Ecthyma –εκθυμιάω -ώ, απόστημα

1611. Ectoblast – εκτός + βλαστός, εξωτερικό μέρος κυττάρου

1612. Ectoderm – εκτός + δέρμα, εξωτερική στοιβάδα εμβρύου, κοράλλι

1613. Ectopia –εκτόπιση σωματικού οργάνου

1614. Ectoplasm – εκτόπλασμα

1615. Ectozoa –εκτόζωον, παράσιτο

1616. Ectropion – εκτρόπιον, μη κάλυψη ματιού από βλέφαρο

1617. Ectypal, Ectype, Ectypography – έκτυπον, χαρακτική

1618. Ecumene, Ecumenical – οικουμένη

1619. Eczema, Eczematous – έκζεμα

1620. Edacious, Edacity, Edible, Edibleness- εδωδή, φαγητό

1621. Edema, Edematous – οίδημα

1622. Edifice, Edify, Edifying, Edile (πολεοδόμος) – αίθουσα, αίθος, δωμάτιομεφωτιά, τζάκι

1623. Edit, Edition, Editor, Editorial, Editorial, Editorially, Editorship, Editress – ex + dare (εκδίδω, έκδοσις)

ψπδ. Egis – αιγίς, ασπίδα

1624. Ego, Egocentric, Egoism, Egoist, Egoistic, Egoistical, Egoistically, Egotism, Egotist, Egotistic, Egotistical, Egotistically, Egotize- εγώ, εγωισμός

1625. Egypt, Egyptian, Egyptological, Egyptologist, Egyptology – Αίγυπτος, Νείλος, ύπτιος + Αιγαίον

1626. Eidetic – ειδητική, φωτογραφική μνήμη

1627. Eidograph – είδος + γράφω, όργανο αντιγραφής

1628. Eidolon – είδωλον, αντανάκλαση, εικόνα

1629. Eirenicon – ειρηνικός τόπος

ψπε. Eiresione – ειρεσιώνη, δένδρο της γιορτής των Πυανοψίων προς τιμή του Απόλλωνα στολισμένο με μαλλί, φρούτα, βάζα μελιού και ασκούς λαδιού, το χριστουγεννιάτικο δένδρο της αρχαιότητας  

ψπστ. Eject, Ejection, Ejective, Ejectment – jaceo, ρίπτω, ρίχνω, αποβάλλω

1630. Elaeometer -μετρητής αγνότητας ελαίου

1631. Elanet – έλανος, είδος γερακιού

ψπζ. Elanoides, Elanus – έλανος, μικρόμασκοφόροαρπακτικό

1632. Elaphine – έλαφος

1633. Elasmobranchs – έλασμα + βράγχια, καρχαρίες και σαλάχια

1634. Elastic, Elastically, Elasticity, Elastin – ελαστός, ελατός, ελαύνειν

1635. Elater, Elaterin, Elaterite, Elaterium – ελατήριος (καταδιώκων), ελατήριον

1636. Eleatic – ανήκωνστηνελεατικήσχολή

1637. Elect, Election, Elective, Elector, Electoral, Electorate, Eligible, Eligibility, Eligibleness, Eligiblyκ.λπ. – εκλέγω

1638. Electric, Electrical, Electrically, Electrician, Electricity- ηλεκτρικός, ηλεκτρισμός

ψπη.Electrepeter (ήλεκτρον + τρέπω) – συσκευή για αλλαγή κατεύθυνσης ρεύματος

ψπθ. Electrifiable, Electrification, Electrify–ηλεκτρίζω

ψq. Electrobiologist, Electrobiology–ηλεκτροβιολογία

ψqα.  Electrochemical, Electrochemistry- ηλεκτροχημεία

ψqβ. Electrocute, Electrocution- προκαλώηλεκτροπληξία

ψqγ. Electrode–ηλεκτρόδιον

ψqδ. Electrodynamic, Electrodynamics- ηλεκτροδυναμικός,ηλεκτροδυναμική, σχέσηηλεκτρισμούκαιπαντοειδώνρευμάτων

ψqε.Electrograph – όργανομέτρησης ηλεκτρικών καταστάσεων, καταγραφή αποτελεσμάτων ηλεκτρόμετρου

ψqστ.Electrolysis,Electrolyte, Electrolytic, Electrolyze,- ηλεκτρόλυσις

ψqζ. Electromagnet, Electromagnetic, Electromagnetism–ηλεκτρομαγνήτης

ψqη. Electrometallurgy – ηλεκτρομεταλλουργία

ψqθ. Electrometer- ηλεκτρόμετρον

ω. Electromotive – ήλεκτρον + motion (κίνηση), ηλεκτροκινητικός

ωα. Electron, Electrum – ήλεκτρον, κεχριμπάρι

ωβ. Electro-optic- ηλεκτρο- οπτική

ωγ. Electropathy – σχέση ηλεκτρισμού και ασθενειών

ωδ. Electrophone- ηλεκτρόφωνον, παραγωγή ήχων δια ηλεκτρισμού

1639. Electrophorus- συσκευή στατικού ηλεκτρισμού

1640. Electrophysiology- ηλεκτροφυσιολογία

1641. Electroplate – ηλεκτρική πλάκα

1642. Electroplasma – ηλεκτρικό πλάσμα

1643. Electropolar – διάταξη δύο πόλων αρνητικά και θετικά φορτισμένων

ωδε. Electroradiology, Electroretinogram – ηλεκτροραδιολογία, ηλεκτρορετινογράφημα, ελληνικέςλέξειςπου περιέχουν όμως το λατινικό “radius” (ακτίνα) και το “retina” (αμφιβληστροειδής)

1644. Electroscope – ήλεκτρον + σκοπώ, όργανο για παρακολούθηση ηλεκτρικών φαινομένων

1645. Electrostatic, Electrostatics – στατικός ηλεκτρισμός και φαινόμενα αυτού

ωστ. Electrotechnics– ηλεκτρική μηχανική ή τεχνική

1646. Electrotherapeutics, Electrotherapy-ήλεκτρον + θεραπεία,θεραπεία ασθενειών με βοήθεια ηλεκτρισμού

1647. Electrothermic- ηλεκτροθερμικός, συνδυάζων θερμότητα και ηλεκτρισμό

ωζ. Electrotropism -τροπισμός (προσανατολισμός) με βάση τον ηλεκτρισμό

1648. Electrotype– διαδικασία ηλεκτρολυτικής αποτύπωσηςχαλκούσεκαλούπι

1649. Electuary – εκλείχω, φάρμακο που λιώνει στο στόμα

1650. Eleemosynary – ελεών, ελεημοσύνη

1651. Elegiac, Elegist, Elegize, Elegy – ελεγεία

1652. Elenchus – έλεγχοςσοφισμάτων

1653. Elephant, Elephantiasis, Elephantine- ελέφας

1654. Eleusis, Eleusinian – Ελευσίς

1655. Eleutheromania –ελευθερομανία

1656. Elixir – ξήριον, ξηραλοιφή

1657. Ellipse, Ellipsis, Ellipsograph, Ellipsoid, Ellipsoidal, Elliptic,Elliptical, Elliptically, Ellipticity – έλλειψις, κωνικήτομή

1658. Eloge – ελεγεία

ωη. Elopiform, Elopomorph -έλλοψ (μουγκός) + μορφή, κατηγορίασαλαχιού, ρέγκαςκαι ψαριών που συγγενεύουν με χέλια

1659. Elysian, Elysium – ΗλύσιαΠεδία

1660. Elytral, Elytriform, Elytron–έλυτρον, περίβλημαήμεμβράνηεντόμου

1661. Embalm, Embalmer, Embalming, Embalment – βάλσαμον

1662. Emblem, Emblematic, Emblematical, Emblematically, Emblemize – έμβλημα

1663. Embolic, Embolism, Embolismic, Embolite (ορυκτό), Embolus – εμβάλλω, έμβολον

1664. Embrocate, Embrocation – εμβρέχω

1665. Embryo, Embryoctony (εμβρυοκτονία), Embryogeny, Embryology, Embyonic, Embryotomy- έμβρυον

1666. Emerald, Emerald-copper, Emerald- green- σμάραγδος

1667. Emeritus – ήμερος συνταξιούχος

1668. Emerods – αιμορροίδε

1669. Emetic, Emetically, Emetin – έμετος

1670. Emiction, Emictory- εκ + μίγμα, μίξις, εκβολή ουρικής τοξίνης

ωθ. Eminence, Eminency, Eminent, Eminently – μένω, προβάλλομαι σε μόνιμη βάση, εξέχω, προεξέχω, προεξάρχω 

1671. Emmenagogue – έμμηνα + άγω, φάρμακο ενίσχυσης εμμηνόρροιας

1672. Empanoply – πλήρηςπανοπλία

1673. Emphasis, Emphasize, Emphatic, Emphatical, Emphatically, Emphaticalness – έμφασις

1674. Emphractic – εμφρακτικός

1675. Empysema, Emphysematous – εμφύσημα

ωι. Empathic, Empathy – εν + πάθος, ενσυναίσθηση,συναισθηματικήήτηλεπαθητικήσυμπάθεια, συμπάσχειν

1676. Empiric, Empirical, Empirically, Empiricism, Empiricist- πείρα, εμπειρία

1677. Emporium – εμπόριον

1678. Empurple – πορφύρα, πορφυρώνω

1679. Empyema – εμπύημα

1680. Empyrion, Empyrean, Empyreuma, Empyreumatic – εμπύρευμα, Εμπύριον= χώραφωτιάς

1681. Enallage – εναλλαγή (λέξεων)

1682. Enantiosis – εναντίωσις

ωια. Enantiotropy– εναντιοτροπία, σχέση δύο διαφορετικών τύπων της ίδιας ουσίας

1683. Enarthroidal, Enarthrosis – ενάρθρωσις

1684. Encaenia, Encenia – εγκαίνια

1685. Encaustic – έγκαυστον, θερμαινόμενοκερί

1686. Encephalic, Encephalitis, Encephaloid, Encephalon, Encephalopathy (εγκεφαλοπάθεια), Encephalotomy, Encephalous, Encephalogram –εγκέφαλος

1687. Enchiridion – εγχειρίδιον (βιβλίοχρήσης)

1688. Enchorial – εγχώριος

1689. Encircle, Encirclement – εγκυκλώ

1690. Enclitic, Enclitical – έγκλισις

1691. Enclose, Encloser, Enclosure – εγκλείω

1692. Enclothe – εγκλώθω

1693. Encomiast, Encomiastical, Encomium – εγκώμιον

1694. Encrinite –εν + κρίνον, απολίθωμακρίνου

ωιβ. Encryption – διαδικασία επεξεργασίας κωδικοποιημένης πληροφορίας

1695. Encyclical –εγκύκλιος

1696. Encyclopedia, Encyclopedic, Encyclopedism, Encyclopedist – εγκυκλοπαίδεια

1697. Encystic –ενδοκυστικός

1698. Endeictic – ενδεικτικός

1699. Endemic, Endemically, Endemicity, Endemiology – ενδημία, ενδημικός

1700. Endermic – ενδοδερμικός

1701. Enderon – έντερον, το αληθές δέρμα, η εσωτερική στοιβάδα του εκτόδερμου (κοραλλιού)

1702. Endo –ένδο-

1703. Endocardiac, Endocarditis, Endocardium – ενδοκάρδιον

1704. Endocarp – ένδον + καρπός, ενδοκάρπιον

1705. Endochrome – ενδόχρωμα

1706. Endocrane – ενδοκρανιακός

1707. Endocrine – εσωτερικήέκκρισις

1708. Endocyst- εσωτερικήκύστη

1709. Endoderm, Endodermic – ενδοδερμικός

1710. Endogamous, Endogamy – ενδογαμία

1711. Endogen, Endogenous – ενδογενής

1712. Endolymph – ένδον + λέμφος, υγρό του λαβυρίνθου του αυτιού

ωιγ. Endometriosis – ένδον + μήτρα, πάθησητηςμήτρας, όπου αναπτύσσεται άχρηστος ιστός γύρω από την ευαίσθητη περιοχή

1713. Endomorph – ενδομορφικός

1714. Endoparasite – ενδοπαράσιτον

1715. Endophagy – ενδοφαγία, κανιβαλισμός

ωιδ. Endophasia– ένδον + φημί, μη ακουόμενη και μη ορατή ομιλία

1716. Endophyllous – ενδοφυλλικός

1717.Endoplasm, Endoplasmic, Endoplast –εσωτερική στοιβάδα πρωτοπλάσματος, ενδόπλασμα

1718. Endopleura –ενδόπλευρον, μεμβράνη σπόρου

ωιε. Endorphin – ένδον + μορφίνη, ενδορφίνη

1719. Endorhiza – ένδον + ρίζα, ενδόριζα

1720. Endosarc – ένδον + σαρξ, ενδόπλασμα

1721. Endosceleton – ενδοσκελετός

1722. Endosmosis, Endosmotic – ένδον + ώσμωσις, ωσμός, ωθείν

1723. Endosperm, Endospermic – ένδον + σπέρμα, πρωτείνη σπόρων

1724. Endospore – εσωτερικό τοίχωμα του σπόρου

1725. Endostome – ένδον + στόμα, πέρασμα από το τρήμα του σπόρου

1726. Endothelium – ενδοθήλιον

ωιστ. Endotherm, Endothermic – ενδοθερμικός

ωιζ. Endotoxin – ένδον + τόξον, ενδοτοξίνη

1727. Endurable, Endurableness, Endurably, Endure, Endurer, Enduring, Enduringly – εν + δρυς, ανθεκτικός, διαρκής, υποφερτός

ωιη. Endymion – Ενδυμίων, κοιμώμενος

1728. Enema – ένεμα, ένεσις

1729. Energetic, Energetically, Energetics, Energic, Energize, Endymion – Ενδυμίων, κοιμώμενος

ωιθ. Energumen (ενεργούμενο), Energy- ενέργεια

1730. Enervate, Enervation – νεύρον, εκνευρίζω, εξουθενώνω

1731. Engender, Engenderer – εν + γένος

1732. Engine, Engineering, Enginery- ingenium, εν + γένος, εγγενήςποιότης

1733. English, Englishman, Englishry – Anglo-, άγκιστρον

ωκ. Engram, Engrammatic- έγγραμμα, εγγραφή, εγχάραξημνήμης

ωκα. Engrave, Engraver, Engraving– συνδέεται με το γαλλικό “gravure” (χάραξη), αγγλικό “grave” (τάφος), γερμανικό “Graben“(πηγάδι) ή “Grab“ (τάφος, μνημείο), δηλαδή με αποτελέσματα σμίλευσης ή λάξευσης,εφόσον άρα δεχθούμε σύμφωνα με τη λογική ότι η αρχαία γραφή προϋπέθετε χάραξη, πρέπει να συνδέεται και με το «γράφω»

1734. Encharmonic, Encharmonically – εναρμόνισις

1735. Enhydrite, Enhydrous

1736. Enigma, Enigmatic, Enigmatically, Enigmatism, Enigmatize- αίνιγμα

1737. Ennea, Ennead, Enneagon, Enneagonal, Enneagynous (εννέαύπεροι), Enneahedral, Enneandrous (εννέαστήμονες), Enneapetalous- εννέα

1738. Enomotarch, Enomoty – ενωμοτία, η μικρότερη μονάδα του σπαρτιατικού στρατού, δεσμευμένη με όρκο

ωκβ. Enophthalmos – εν + οφθαλμός, πτώση οφθαλμού

1739. Enoptromancy- ένοπτρον + μαντεία, μαντεία βάσει καθρεφτών

1740. Enounce, Enouncement – εν + νέα (στον πληθυντικό, που τα κραυγάζει ο τελάλης)

1741. Ensphere – εν + σφαίρα, εισάγω σε ή μετατρέπω σε σφαίρα

1742. Enstatite – εν + ίστημι, ίσταμαι, πυριτικό άλας μαγνησίου, ενστάτης (αντίπαλος)

ωκγ. Entail – εν + τάλις, κόρη σε ηλικία γάμου, εμπόρευμα, καταπιστεύω, περιέχω, περιλαμβάνω

ωκδ. Entangle, Entanglement, Entangler – εν + τάσσω, τάξις, συνδέω, συζευγνύω (συναφής η σύζευξη ή ο εναγκαλισμός των κβάντων που έχει απογειώσει τη σύγχρονη φιλοσοφία)

1743. Entasis – έντασις

1744. Entelechy – εντελέχεια

1745. Entellous – εν + τέλλω (ανυψώνομαι), Τρως ήρως, ινδικός σεμνοπίθηκος

1746. Enteric, Enteritis, Enterobactereae (εντεροβακτήρια), Enterocele (εντεροκήλη), Enterogastrocele, Enterocolitis (εντεροκολίτις), Enterococcus (εντερόκοκκος), Enterolite, Enterology, EnterotomyEnterotoxin (έντερον + τοξίνη) – έντερον

1747. Enterprise, Enterpriser, Enterprisingly – inter + επαίρω, παίρνω

ωκε. Enthalpy– εν + θάλπος, το σύνολο της θερμοδυναμικής ενέργειας εντός συστήματος

ωκστ. Entheasm  – ενθεασμός, η θέαση του Θεού

1748. Enthelmintha- εντός + έλμινς, εντερικά μικρόβια

1749. Enthrone, Enthronement, Enthronization, Enthronize – ενθρονίζω

1750. Enthuse, Enthusiasm, Enthusiast, Enthusiastic, Enthusiastically – ενθουσιασμός

1751. Enthymematical, Enthymeme – συλλογισμός, όπου εμφιλοχωρεί και η αναλογία

1752. Entitle – εν + τίτλος

1753. Entity – ens, ον, όντος

1754. Entoblast – εντός + βλαστός, πυρήνας κυττάρου

1755. Entomb, Entombment- εν + τύμβος, ενταφιάζω

1756. Entomic, Entomoid – έντομον

ωκζ.  Entomolite – έντομον + λίθος, απολίθωμα εντόμου

ωκη.Entomological, Entomologically, Entomologist, Entomologize, Entomology – εντομολογία, εντομολόγος,

ωκθ.Entomopathogenetic (fungus)- μύκης που σκοτώνει ή βλάπτει έντομα

ωλ.Entomophagous, Entomophilous– εντομοφάγος, εντομόφιλος

ωλα.Entomostracan-έντομον + όστρακον, εντομόστρακον, μικροσκοπικό μαλακόστρακο που μοιάζει με έντομο

ωλβ. Εtomotomy – τομή εντόμου

1757. Entonic – έντονη αρρωστημένη ένταση

1758. Entophyte, Entophytic – ενδοφυτικός

1759. Entotic – εν + ους, ωτός, ενδοωτικός

1760. Entozoa, Entozoic, Entozoologist, Entozoology, Entozoon –εντός + ζώον, εσωτερικό παράσιτο

1761. Entropium –στροφή του τσίνουρου προς τον οφθαλμό

1762. Entropic, Entropy – εντροπία, αργός θερμικός θάνατος

1763. Enunciable, Enunciate, Enunciation, Enunciative, Enunciator – εν + νέα

ωλγ. Enuresis– ενούρηση, κατούρημα στο κρεβάτι

1764. Enzootic- εν + ζώον, τοπική ασθένεια

1765. Enzymatic, EnzymeEnzymology, Enzymopathy (ενζυμολογία, ενζυμοπάθεια) – ένζυμον

1766. Eoan, Eoanthropus (ηωάνθρωπος), Eolith, Eolithic (ηωλιθικός), Eosin, Eozoic, Eozoon– ηώς, αυγή

1767. Eocene – ηώκαινος

1768. Eolian, Eolic, Eolienne, Eolipile – Αίολος

1769. Eon – αιών

ωλδ. Eosinophil– ηώς + φίλος, κύτταρο που έχει υποστεί όξινη βαφή ωλε. Epact–επακτός, εισαγόμενος έξωθεν, διαφορά μεταξύ ηλιακού και σεληνιακού έτους

1770. Epagoge – επαγωγή (έτος γέννησης Χέγκελ)

1771. Epanadiplosis – επαναδίπλωσις, πρόταση που τελειώνει στην ίδια λέξη, απ’ όπου άρχισε (ρητορικό σχήμα)

1772. Epanalepsis – επανάληψις, επιστροφή στο βασικό ειρμό του λόγου μετά από μεγάλη παρένθεση

1773. Epanorthosis- επανόρθωσις, επανάληψη λόγου χάριν έμφασης

1774. Eparch, Eparchy – έπαρχος

ωλστ. Epeirogenic– ήπειρος + γένος, ο αφορών την γένεση των ηπείρων

1775. Epencephalic, Epencephalon – το εσώτατο τμήμα του εγκεφάλου

1776. Epenthesis – επένθεσις, εισαγωγή γράμματος ή συλλαβής σε λέξη

1777. Epexegesis, Epexegetical – επεξήγησις

ωλζ. Ephedra– έφεδρος, καθήμενος κοντά στον πηδαλιούχο ή κοντά τον καρπό, γυμνόσπερμοι θάμνοι

ωλη. Ephedrine – έφεδρος, ενισχυτική ουσία

ωλθ. Ephelis– επί + ήλιος, πανάδες ή σπυριά λόγω ηλίου 

1778. Ephemera, Ephemeral –εφήμερον (έντομον), εφήμερος

1779. Ephemeris – εφημερίς

1780. Ephesian – Εφέσιος

1781. Ephor, Ephori – έφοροι

1782. Epiblast – επί +βλαστός, εξωτερική στοιβάδα εμβρύου

1783. Epic – επικός

ωμ. Epicanthic – επί + άκανθα, δίπλωμα του βλεφάρου

1784. Epicarp – επικάρπιον, φλούδα καρπών

1785. Epicede, Epicedian, Epicedium- επικήδειος

1786. Epicene- επίκοινος, κοινός και για τα δύο φύλα

1787. Epicentre, Epicenter – επίκεντρον σεισμού

1788. Epicheirema – επιχείρημα, ενίσχυση ή συμπληρωματική απόδειξη συλλογισμού

1790. Epicolic – επί + κόλον, επί του κόλου

ωμα. Epicondyle– επί + κόνδυλος, προεξοχή κόκαλου

ωμβ. Epicondylitis – επικονδυλίτις 

1791. Epicranial , Epicranium– επί + κρανίον, επί του κρανίου, βρεγματικός- κροταφικός μυς, μαλακό δέρμα κρανίου (σκαλπ, αυτό που έγδερναν οι Ινδιάνοι)

1792. Epicure, Epicurean, Epicureanism – Επίκουρος

1793. Epicycle, Epicyclic, Epicycloid, Epicycloidal – επί + κύκλος, επικύκλιον

1794. Epideictic – επιδεικτικός

1795. Epidemic, Epidemically, Epidemiology- επιδημία

1796. Epidermal, Epidermic, Epidermis, Epidermoid – επιδερμίς

ωμγ. Epidiascope – επιδιασκόπιον, όργανοπροβολήςαδιαφανώνεπιφανειώνμέσωφωτισμού

ωμδ. Epididymitis – επιδιδυμίτις

1797. Epidote, Epidosis – επίδοσις, πυριτικόάλας

1798. Epigastric, Epigastrium – επί + γαστήρ, επιγάστριον

1799. Epigene, Epigenesis, Epigenous – επιγενόμενος

1800. Epiglottic, Epiglottis – επιγλωττίς

1801. Epigone – επίγονος

1802. Epigram, Epigrammatic, Epigrammatical, Epigrammatically, Epigrammatist, Epigrammatize – επίγραμμα

1803. Epigraph, Epigraphic, Epigraphics, Epigraphist, Epigraphy- επιγραφή

1804. Epigynous- επί + γυνή, επί του ωαρίου

1805. Epilepsy, Epileptic – επιληψία

1806. Epilogistic, Epilogue – επίλογος

1807. Epinasty –επί + ναστός, συμπαγής καμπή

ωμε. Epinephrine – επί + νεφρός, επινεφρίνη

ωμστ. Epineurium – επί + νεύρον, ιστός που περιβάλλει τα νεύρα

1808. Epiornis – αιπή (ψηλή) όρνις

ωμζ. Epipaleolithic – επί + παλαιολιθικός, περίοδος μεταξύ παλαιολιθικής και νεολιθικής

ωμη. Epipelagic– επί + πέλαγος, το επάνω στρώμα του ωκεανού

1809. Epipetalous – επί του πετάλου

1810. Epiphany – επιφάνεια, επιφοίτηση

ωμθ. Epiphenomenon– επιφαινόμενον, επακόλουθο του κύριου φαινομένου

1811. Epiphonema – επιφώνημα

1812. Epiphragma – επί + φράγμα, κάλυμμα

1813. Epiphyllous – επί των φύλλων

1814. Epiphysis – επίφυσις

1815. Epiphytal, Epiphyte, Epiphytic – επί του φυτού

1816. Epiploon – επίπλοον, περιτόναιον

1817. Epipolism, Epipolize – επιπολή, ιριδισμός

ων. Episcleritis – επισκληρίτις, φλεγμονή των οφθαλμών

1818. Episcopacy, Episcopal, Episcopalian, Episcopalianism, Episcopally, Episcopate- επίσκοπος

1819. Episode, Episodic – επεισόδιον

ωνα. Episome– επίσωμα, ανεξάρτητο πλασμώδιο εντός ευκαρυωτικού γονιδιώματος

1820. Epispastic–επισπάω -ώ, ελκυστικός

1821. Episperm, Epispermic  – επί του σπέρματος, σπερματικός λόγος, Ελληνική Επανάσταση, Χέγκελ «Φιλοσοφία του Δικαίου»

ωνβ. Epistasis– επί + ίστημι, ίσταμ αι, εξάρτηση της μετάλλαξης ενός γονιδίου σε σχέση με τη μετάλλαξη άλλων γονιδίων

1822. Epistemological, Epistemoplogy –επιστημολογία

1823. Episternum – άνω μέρος του στέρνου

1824. Epistle, Epistler, Epistolary – επιστολή

1825. Epistrophe –επιστροφή, ομοιοκαταληξία

1826. Epistyle – επιστύλιον

1827. Epitaph, Epitaphic, Epitaphist – επιτάφιος

1828. Epitasis- επίτασις δράματος, καθώς οδηγείται στον τελικό όλεθρο

ωνγ. Epitaxy– επί + τάξις, σχηματισμός νέων κρυσταλλικών στοιβάδων σε σχέση με το αρχικό υπόστρωμα σπόρων 

1829. Epithalamial, Epithalamic, Epithalamium – επιθαλάμιον, υμέναιος πριν από τη νυφική παστάδα

1830. Epithelial, Epithelium – επιθήλιον

1831. Epithem, Epithet, Epithetic – επίθεμα, επίθετον, χαρακτηρισμός, έτος θανάτου Χέγκελ

ωνδ. Epitoky– διαδικασία μετατροπής σεξουαλικά ανώριμων σε ώριμους

1832. Epitome, Epitomist, Epitomize,Epitomizer – επιτομή

1833. Epitonic – επί + τείνω, τεντωμένος, καταπονημένος

1834. Epitrite- επίτριτος, πους με τρεις μακρές συλλαβές και μία βραχεία

1835. Epizeuxis – επίζευξις, εμφατική επανάληψη λέξης, π.χ. Συ, συ, Αντώνιε

1836. Epizoa, Epizoon – επίζωον, οστρακόδερμο παράσιτο

1837. Epizootic– επιζωοτία, επιδημία στα ζώα

1838. Epoch, Epochal – εποχή

1839. Epode, Epodic – επωδή

1840. Eponym, Eponymic, Eponymous – επώνυμος

1841. Epopee, Epos – εποποιία, έπος

ωνε. Epoxy – επί + οξύ, είδοςεπιδραστικών πολυμερών

1842. Epulotic – επουλωτικός

ωνστ.Equinoctial, Equinoctially, Equinox – equi- (ίσος) + νυξ, ισημερία, ισονυκτία

1843. Erebus – έρεβος

1844. Eremite, Eremitic, Eremitical – ερημίτης

1845. Erethism, Erethistic – ερεθίζω, ερεθισμός, αρρώστια του τρελού καπελά, που διαρκώς βιάζεται (Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων)  

 1846. Erg-έργον, έργιον (μονάδα ενεργείας)

ωνζ. Ergastoplasm–εργασία + πλάσμα, χρωστική ζώνη κυτοπλάσματοςκατά τη σύνθεση των πρωτεϊνών και των αμινοξέων

ωνη. Ergography – έργον + γράφω, γράφημα σχέσης μεταξύ δραστηριότητας και αντίστοιχου χρόνου

ωνθ. Ergoline– έργον, χημική ουσία αποτελούμενη από αλκάλια

ωξ. Ergometer – εργομετρητής

ωξα. Ergonomic – εργονομικός, λειτουργικός

ωξβ. Ergot- έργον, είδος μανιταριών

1847. Erica, Ericaceous – ερείκη

1848. Erigeron – έρι –(πολύ, αρκετά) + γέρων, φυτά με φθαρμένη όψη

ωξγ. Erinnyes-  Ερινύες, χθόνιες θεότητες που καταδίωκαν όσους διέπραξαν εγκλήματα κατά της φυσικής τάξης των πραγμάτων 

ωξδ. Eriocaulon – εριόκαυλον, είδος βότανου

1849. Eriometer – έριον + μέτρον, όργανο μέτρησης διαμέτρου κλωστών και ινών

ωξε. Eristalis– έρι + στάζω, ωραία σταγόνα, είδος μύγας

1850. Eristics, Eristical – εριστικός, εριστική

1851. Erotic, Erotical, Erotomania – έρως, έρωτας

1852. Eryngo -ηρύγγιον, θαλάσσιο πουρνάρι

ωξστ. Erysimum – ερύω (σέρνω), λάχανοπου φύεται σε φράχτες

1853. Erysipelas, Erysipelatous – ερυσίπελας

1854. Erythema, Erythematous- ερύθημα

1855. Erythrine, Erythrite  – ερυθρός

ωξζ. Erythroblast, Erythroblastose – ερυθρός + βλαστός, ερυθροβλάστη

ωξη. Erythrocyte, Erythrocytaire, Erythrocythemia, Erythrosine (ερυθροσίνη) – ερυθρόw + κύτος, ερυθροκυτταροειδής, ερυθρά αιμοσφαίρια, πολυκυτταραιμία

ωξθ. Erythromycine – ερυθρός + μύκης, ερυθρομυκίνη, αντιβιωτικό

ωο. Erythrophobia – φόβοςγιατοκοκκίνισμα, ντροπαλότητα

ωοα. Erythrosin – ερυθροσίνη

ωοβ. Erythrotriorchis – ερυθρός + τρία + όρχις, διπλοσάινο, σαϊνι

1856. Eryops – ερύωψ, ερύω (σέρνω) + ωψ (όψη), αμφίβιος τεμνοσπόνδυλος, είδος σαύρας

1857. Eschar, Escharotic – εσχάρα,νεκρό δέρμα, κακάδι, κρούστα

1858. Eschatological, Eschatology – έσχατος, εσχατολογία

1859. Esculapian- Ασκληπιός

1860. Esemplastic – εις + ένα + πλάσσω, κάτι που παρουσιάζεται ως ενότητα

1861. Esoenteritis – εσωεντερίτις, φλεγμονή εντέρου

1862. Esogastritis – εσωγαστρίτις, φλεγμονή στομάχου

1863. Esophagus – οισοφάγος

1864. Esopian – Αίσωπος

1865. Esoteric – εσωτερικός

1866. Esox – ίσωξ, λούτσος

1867. Espadon – σπάθη

1868. Esparto – σπείρω, σπόρος, σπαρτός

ωογ. Essence, Essential και πολλά παράγωγα –πρ. Ινδ. Ευρ. Es, εστί, ουσία

1869. Estate – ίστημι, ίσταμαι

1870. Ester – αιθήρ, εστέρας

1871. Esthetic – αισθητικός

ωοδ. Estimable, Estimableness, Estimably, Estimate, Estimation, Estimative, Estimator – πολλοί λέγουν ότι προέρχεται από το Αις (Άδης ή και χαλκός) και το «τέμνω», όμως είναι τόσο καθαρή η μεταφορά από το ελληνικό «εκτιμώ» που προτείνω τελικά την προέλευση από αυτό

ωοε. Estival, Estivate, Estivation –ζέω, ζεστός, αίθω, καλοκαίρι, καλοκαιρινός

1872. Etesian – ετήσιοςάνεμος

1873. Ethane, Ether, Ethereal, Ethereality, Etherealize, Etherally, Etherification, Etheriform, Etherism, Etherization, Etherize, Etheromania, Ethyl – αιθήρ, αιθέριος

1874. Ethic, Ethical, Ethically, Ethics – ηθική

1875. Ethiop, Ethiopian, Ethiopic – αίθω + ώψ, Αιθίοψ

1876. Ethmoid, Ethmoidal – ηθμός, διάτρητοκόκκαλο

1877. Ethnic, Ethnical, Ethnocentric (εθνοκεντρικός), Ethnocentricity, Ethnocentricism (εθνοκεντρισμός), Ethnographer, Ethnographic, Ethnographical, Ethnography, Ethnological, Ethnologist, Ethnology – έθνος, εθνικός

1878. Ethos- έθος, θεσμικότητα

1879. Etiology – αιτιολογία

1880. Etymological, Etymologically, Etymologist, Etymologize, Etymology, Etymon – έτυμον (αληθές), ετυμολογία

ωοστ. Euarchonta – ευ + άρχοντες, πρωτεύοντεςπίθηκοι

ωοζ. Euarchontoglires- ευ + άρχοντες + γλήνη (κόρηματιού), πρωτεύοντα τρωκτικά

ωοη. Eubacteria – ευ + βακτήριον, προκαρυωτικοί οργανισμοί

1881. Eucalyptus- ευ + καλύπτω, ευκάλυπτος

ωοθ. Eucariotes, Eucariotic -ευ + κάρυον, ευκαρυωτικός, κύτταροσυμβιογένεσης αρχαίων και βακτηρίων 

1882. Eucharis, Eucharist, Eucharistic – ευχαριστώ, ευχαριστία

1883. Euchlorine – ευ + χλωρός, εύφλεκτοαέριοχλωρίνης

1884. Euchology – ευχή + λέγω, ευχολόγιο, λειτουργία

1885. Euclase- ευ + κλάω -ώ, εύθραυστο, πυριτικό άλας βηρυλλίου

1886. Euclidean – Ευκλείδειος γεωμετρία

1887. Eudemonism – ευ + δαίμων, ευδαιμονισμός

1888. Eudiometer, Eudiometrical, Eudiometry – ευδία (γαλήνη) + μετρώ,δοκιμαστικός σωλήνας, διεγερμένος από ηλεκτρική σπίθα προς μέτρηση όγκου αερίων κατά τη διάρκεια χημικών αντιδράσεων μέτρηση ποσοστού οξυγόνου στον αέρα

1889. Eugenic, Eugenics, Eugenin, Eugenist- ευγενής, ευγονική – παραγωγή γενετικά τροποποιημένων, ενισχυμένων οργανισμών

ωπ. Euglena – ευ + γλήνος (άξιοςπαρατήρησης), ευκαρυωτικά μονοκύτταρα

1890. Euhemerism, Euchemerist, Euchemerize- Ευήμερος, σκεπτικός φιλόσοφος (311- 298 π.Χ.), που διατύπωσε την άποψη ότι κάθε μύθος έχει πυρήνα αληθείας και ότι οι θεοί της αρχαιότητας ήσαν θεοποιημένοι άνθρωποι.

1891. Eulalia – ευ + λαλώ, ευλαλία, διακοσμητικό γρασίδι

1892. Eulogist, Eulogistic, Eulogistically, Eulogium, Eulogize, Eulogy- ευ + λέγω, επαινετικός λόγος, επικήδειος

1893. Eumenides – Ευμενίδες, Ερινύες που εξευμενίζονται

ωπα. Eumycetoma – ευ + μύκης, είδοςμανιταριών

ωπβ. Eunectes – ευ + νηκτός, αυτός που κολυμπάει ωραία και μεταξύ αυτών και το φίδι ανακόντα!

1894. Eunomy – ευνομία

1895. Eunuch, Eunuchism, Eunuchize – ευνούχος

1896. Euonymin, Euonymus- ευώνυμο (φυτό)

1897. Eupatorium – ευπάτωρ, φυτό ‘

1898. Eupepsia, Eupeptic – εύπεπτος

1899. Euphemism, Euphemistic, Euphemize- ευφημισμός

1900. Euphonic, Euphonious, Euphoniously, Euphonism, Euphonium, Euphonize, Euphony – εύφωνος, ευφωνία

1901. Euphorbia, Euphorbium – ευ + φέρβω (τρέφω), φυτό

ωπγ. Euphoria– ευφορία, συναίσθημα ευεξίας και ευδαιμονίας

1902. Euphrasia – ευ + φράσις, φυτό

1903. Euphuism, Euphuist, Euphuistic, Euphise- ευ+ φύω, εκφράζομαι επιτηδευμένα, εξεζητημένα, πομπωδώς

1904. Euporium – ευ + πόρος, μεταλλικό στοιχείο

ωπδ. Eupraxy– ευπραξία, καλό ηθικό αποτύπωμα στην κοινωνία

1905. Eurafrican – Ευρώπη + Αφρική

1906. Eurasian – Ευρώπη + Ασία

1907. Eureka – Εύρηκα, περίφημη έκφραση του Αρχιμήδη

ωπε. Eurocrat– Ευρώπη + κράτος, γραφειοκράτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης

1908. Euroclydon – Εύρος (ανατολικός άνεμος) + κλύδων (κύμα), άνεμος καταιγίδας

1909. Europa, European, Europeanize – ευρείαωψ, Ευρώπη

ωπστ. Euroscepticist–Ευρώπη + σκέψις, ευρωσκεπτικιστής

ωπζ. Eurostrategy– στρατηγική σχετικά με τους στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης

1910. Eurus – Εύρος, ανατολικός άνεμος

ωπη. Euryhaline – ευρύς + αλς, ανθεκτικότητα σε αλμύρα

ωπθ. Eurypterida– ευρύς + πτερόν, θαλάσσιοι σκορπιοί

ωq. Eurytherm – ευρύς + θερμός, δυνάμενος να επιβιώσει σε ευρύ φάσμα θερμοκρασιών

1911. Eurythmic, Eurythmics, Eurythmy  – εύρυθμος, ευρυθμία

1912. Eusebian – αίρεση Ευσεβίου

1913. Eustachian, Eustachious – ευ + ίστημι, ίσταμαι, Ευστάχιος (Ιταλός ανατόμος), ευσταχιανή σάλπιγγα

ωqα. Eustacy, Eustatic – αφορώντοεπίπεδο της θάλασσας και τις μεταβολές του

1914. Eutectic- εύτηκτος

1915. Euthanasia – ευθανασία

ωqβ. Eutherian – ευ + θηρίον, κατηγορίαθηλαστικών μεταξύ ζώων με πλακούντα και μαρσιποφόρων

ωqγ. Eutriorchis – ευ + τρία + όρχις, φιδαετόςΜαδαγασκάρης

ωqδ. Eutrophication – ευ + τροφή, συγκέντρωσηθρεπτικώνουσιών στο έδαφος που διευκολύνει την ανάπτυξη των φυτών και στερεί το οξυγόνο από τα ζώα

1916. Eutychian- αίρεσηΕυτυχίου

1917. Evangel, Evangelical, Evangelicasm, Evangelically, Evangelicism, Evangelism, Evangelist, Evangelistic – ευαγγέλιον

ωqε. Evzones-εύζωνοι, φρουρά ελληνικών ανακτόρων και νυν της Βουλής παρά το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη

1918. Exacerbate, Exacerbation – άκρη, άκρις, άκρον

1919. Exalt, Exaltation, Exalted- άλμα, αλτικός, εξύψωση

1920. Exanimate- anima, άνεμος

1921. Exanthema – εξάνθημα

1922. Exarch, Exarchate – εξ + αρχή, έξαρχος

1923. Excarnate, Excarnation – εκ + κρέας, απόκρεω, αποκρεάτωσις

1924. Excavate, Excavation, Excavator – σκάπτω

ωqστ. Excel, Excellence, Excellency, Excellent, Excellently, Exelcior – εκ + κέλης(ταχύςίππος), κολωνός, κολωφών, εξέχων

1925. Excisable, Excise, Exciseman, Excision –εκ + σχίζω, χαράσσω

1926. Exclude, Exclusion, Exclusionary, Exclusionism, Exclusionist, Exclusive, Exclusively, Exclusiveness, Exclusivism, Exclusory – εκ + κλείω, αποκλείω

1927. Excogitate, Excogitation- γιγνώσκω, γνώσις

1928. Excoriate, Excoriation – εκ + χόριον (μεμβράνηεμβρύου), γδέρνω

1929. Excreta, Excrete, Excretion, Excretive, Excretory – εκ +κρίνω με την αρχική σημασία του «διαχωρίζω»

1930. Exeat – έξοδος, άδεια εξόδου μαθητή

1931. Exedra – εξέδρα

1932. Exegesis, Exegete, Exegetic, Exegetical, Exegetics, Exegetist – εξήγησις, ερμηνεία

ωqζ. Exergue – εκ + έργον, το διάστημα κάτω από τη διακοσμητική παράσταση ενός νομίσματος ή ενός μεταλλίου, που προορίζεται για επιγραφή

1933. Exhilarant, Exhilarate, Exhilarating, Exhilaratingly, Exhilaration, Exhilarative – ιλαρός

1934. Exhumation, Exhume –εκ + χυμός, αποχυμώ (-νω)

1935. Exile, Exilement, Exilic, Exility – εκ + αλάομαι -ώμαι (περιπλανώμαι), εξορία

1936. Exist, Existence, Existent, Existential, Existible – εκ + ίστημι, ίσταμαι, ύπαρξη

1937. Exo –έξω, με άπειρες λεκτικές συνδέσεις

ωqη. Exobiologist, Exobiology, Exochemist, Exochemistry, Exogenetics, Exosociology – επιστήμες του μέλλοντος σχετική με τη βιολογία, τη χημεία, κοινωνιολογία κ.λπ. εξωγήινων οργανισμών

ωqθ. Exogeny, Exogeneity  – εξωγένεια,  έξωθενπροέλευσημία δράσης

€. Exo-plating – εξω + πλάκα, εξωτερική επένδυση 

1938. Exit, Exode, Exodus – έξοδος

1939. Exogamous, Exogamy – γάμος εκτός φυλής

1940. Exogastritis – φλεγμονή εξωτερικής μεμβράνης στομάχου

1941. Exogen, Exogenous – έξω + γεννώ, κορμός που αυξάνεται με εξωτερικές εκκρίσεις

1942. Exomphalos – έξω + ομφαλός, ομφαλοκήλη

1943. Exonerate, Exoneration, Exonerative – εκ + όνος (συνεκδοχή με φορτίο γενικότερα), απαλλάσσω από βάρος

1944. Exophagy – κανίβαλος που τρώει μόνο όσους δεν ανήκουν στη φυλή του

1945. Exophthalmia-  εξωφθαλμία

1946. Exophyllous – εκτός φύλλου, μη ενθυλακωμένος σε φύλλο

1947. Exorcism, Exorcist, Exorcise, Exorcised, Exorciser – εξορκίζω, εξορκιστής

1948. Exosceleton – εξωσκελετός, προσθετικά μέλη προς ενίσχυση σκελετού

1949. Exosmose, Exosmotic – εκ + ώσμωσις, ωσμός, ωθείν, πέρασμα υγρού δια μεμβράνης

€α. Exosphere- εξώσφαιρα, το εξωτερικό τμήμα της ατμόσφαιρας, όπου πλέον αυτή χάνει τη συνοχή της

1950. Exostome –έξω + στόμα, είσοδος ωαρίου φυτού

1951. Exostosis- εξόστωσις (παθογενής)

1952. Exoteric, Exotericism – εξωτερικός

1953. Exotherm, Exothermic – υλικό που απελευθερώνει θερμότητα όταν σχηματίζεται και απορροφά θερμότητα όταν αποσυντίθεται 

1954. Exotic, Exoticism – εξωτικός

1955. Expand, Expanse, Expansibility, Expansible, Expansibleness, Expansibly, Expansile, Expansion, Expansionist, Expansive, Expansively, Expansiveness – εκ + πετάννυμι, εκτείνομαι

1956. Expatriate, Expatriation – εκπατρίζω

1957. Expedience, Expediency, Expedient, Expedential, Expediently, Expedite, Expeditely, Expedition, Expeditionary, Expeditious, Expeditiously, Expeditiousness – εκ + πεδάω -ώ, αφαιρώτιςαλυσίδες, καθιστώκάτιπρόσφοροκαικατάλληλοωςπροςένασκοπό

€β. Expel, Expellable, Expulsion, Expulsive –ex (εκ) + πέλω (κινούμαι, χτυπώ, συμβαίνω), παλμός, πελταστής

1958. Experience, Experienced, Experiential, Experientalism- εκπείρας, εμπειρία

1959. Experiment, Experimental, Experimentalist, Experimentalize, Experimentally, Experimentation, Experimentative, Experimenter – εκ + πείρα, πείραμα

1960. Expert, Expertize, Expertly, Expertness – εκπείρας, πεπειραμένοςειδικός

1961. Explain, Explainable, Explanation, Explanatory – εκ + πέλανος (επιφάνεια), εξηγώ, απλώνωσεέκταση

1962. Expletive, Expletory – εκ + πληρώ, εκπληρώ

1963. Explicable, Explicableness, Explicate, Explication, Explicative, Explicatory, Explicit, Explicitly, Explicitness- εκ + πλέκω, απεμπλέκω

€γ. Express, Expressible, Expression, Expressional, Expressionism (τέχνηυπερβολήςτουουσιώδουςκαιαγνόησηςτουεπουσιώδους), Expressionist, Expressionistic, Expressionless (μηεκφραστικός), Expressive, Expressively, Expressiveness, Expressly – εκ + προίστημι, πιέζωδιαπροεξοχής, εκφράζω, εκφράζομαι

€δ. Expugnable, Expunction, Expunge – ex (εκ) + πυγμή, εκπορθώ, αφανίζω

€ε. Exstrophy – εκ + στροφή, κήληήστρίψιμοόρχεος, επισπαδίας

1964. Extant – εξίσταμαι, προεξέχω

1965. Extasy – έκστασις

1966. Extend, Extendedly, Extender, Extensibility, Extensible, Extensile, Extension, Extensive, Extensively, Extensiveness, Extensor, Extent – εκτείνω

1967. Extenuate, Extenuating, Extenuation, Extenuator, Extenuatory – εκ + τείνω, αλλά με την έννοια, όχι ότι απλώνω, αλλά ότι μειώνω την έκταση ενός φαινομένου. Στις άλλες λατινογενείς γλώσσες έχει την έννοια του «εξαντλώ»

1968. Exterior, Exteriority, Exteriorly, Extern, External, Externality, Externalization, Externally, Externals – εξωτερικός

1969. Exterminate, Extermination, Exterminator – εκ + τέρμα, τερματίζω

€στ. Extract, Extractible, Extraction, Extractive, Extractor- εκ + ταύρος, ταυρίζω, τραβώσεμίαέκταση, αποσπώ, απομυζώ, αποστάζω, εκθλίβωκαρπό

1970. Extraparochial -extra (εκτός)παροικίας

1971. Extraphysical – extra (εκτός)Φυσικής

€ζ. Extrapolate – extra, εκτός, συνάγω αυτό που βρίσκεται εκτός δύο παράλληλων πόλων, συμπεραίνω κάτι εκτός από τα προδεδομένα όρια  

1972. Extratropical – πέρα από τους τροπικούς

€η. Exuberance, Exuberancy, Exuberant, Exuberantly, Exuberate – εκ + ούθαρ (μαστός), υπερεπάρκεια, υπερδαψίλεια

                       F

1973. Fabaceous – φάβα, φακή, φακός

1974. Fable, Fabled – φημί, λέγω

1975. Fame, Famed – φήμη

€θ. Fanal – φανόςπλοίου ή φάρος

1976. Fanatic, Fanatical, Fanatically, Fanaticism, Fanaticise, Fane, Fanon -fanum (ναός), φανός

1977. Fantasia, Fantast, Fantastic, Fantastical, Fantastically, Fantasticalness, Fantasize, Fantasy – φαντασία

1978. Fantoccini (φιγούρες)- φάντασμα

€ι. Farcy -φορβή, αρρώστιααλόγων

1979. Faun, Fauna – φαύνος

1980. Favus – φακή, φακός, ασθένειακρανίου

€ια. Filter, Filtrate, Filtration – φίλτρον, φίλητρον (μαγικόμέσον)

1981. Fire με αμέτρητα παράγωγα – σχέση με «πυρ»

€ιβ. Fist – εκ του πιάζω, πιέζω βλ. και ρωσικό “piasti“

1982. Flame, Flare, Flash με αμέτρητα παράγωγα – σχέση με «φλοξ»

1983. Flat, Flatten μέτρητα παράγωγα – πλάτος, πλατύς, πλατεία

1984. Float, Floatable, Floatage, Floatation, Floater, Floating, Flotation, Flotilla, Flotsamκ.λπ.– πλέω

1985. Flora, Floral, Flower και αμέτρητα παράγωγα – φύλλον 

1986. Fluctuate, Fluctuation, Flux, Fluxion, Fluxional, Fluxionary – φλοξ, τήκωδιαφλογός

1987. Focal, Focalize, Focus -φακός

1988. Foliaceous, Foliage, Foliar, Foliate, Foliation, Folio, Foliole, Foliose, Folious, Follicle, Follicular, Folliculated, Folliculous – φύλλωμα

1989. Foot με αμέτρητα παράγωγα – σχέση με «πους»

1990. Frenetic, Frenitis, Frenzy– φρενίτις, φρην

1991. Fucivorous, Fucoid, Fucus – φύκος

1992. Fugacious, Fugal, Fuggy, Fugitive, Fugitiveness, Fugue, Fuguist – φεύγω, φυγή

1993. Fungoid, Fungology – Fungus (σπόγγος, μύκης) + είδοςήλόγος

                    G

1994. Gadoid – γάδος + είδος, βακαλάος

1995. Galactia – υπερεπάρκεια ή διαρροή γάλακτος

1996. Galactic, Galaxy- γαλαξίας

1997. Galactin – γαλακτίνη

1998. Galactocele – γαλακτοκήλη

1999. Galactogogue – γαλακταγωγός

2000. Galactometer, Galactorrhoea – γαλακτόμετρο, γαλακτορροή

2001.  Galalite- γάλα + λίθος, βάση καζεϊνης

2002. Galatea – λευκόχρουν βαμβάκι

€ιγ. Galenic, Galenism–γαληνός (πράος, ήσυχος), αναφερόμενος στον ιατροφιλόσοφο Γαληνό

€ιδ. Galeopithecus– γαλή + πίθηκος, ιπτάμενος λεμούριος

€ιε. Galimathias – είτε εκ του «κατά Ματθαίον» είτε εκ του «Αριμαθαίας, ακατάληπτος λόγος

2003. Galium – γάλιον, 200 είδη φυτών

2004. Galliambic – γαλλίαμβος, μέτρο αποτελούμενο από δύο ανακρεοντικά κώλα, εκ των οποίων το δεύτερο καταληκτικό, δηλαδή στερούμενο της καταληκτικής συλλαβής

2005. Gallomania – γαλλομανία

2006. Galvanology, Galvanometer – Galvani + λόγος, μετρώ

2007. Gamete – γαμετή, γυναίκα σύζυγος στον Όμηρο

2008. Gametogenesis – γαμετή + γένεσις

€ιστ. Gametophyta – γαμετόφυτα, ηπατόφυτα

€ιζ. Gametophyte– φάση της ζωής του φυτού, όπου παράγονται οι γαμέτες

2009. Gamic – γαμικός, γάμος

2010. Gammadion – γαμμάδιον, σβάστικα

2011. Gammagraphy, Gammatherapy, Gamma -rays – ακτίνεςΓάμμα

2012. Gamogenesis, Gamopetalous, Gamosepalous – γάμος + γένεσις, πέταλον, σέπαλον

€ιη. Gampsonyx – γαμψώνυχοςαετός

2013. Gamut – γάμμα + νότες ut (do), re, mi, fa, sol, la, πεντάγραμμο, κλίμακαπενταγράμμου

2014. Gangliectomy (εκτομήγαγγλίων), Gangliform, Ganglion (πληθ. Ganglia), Ganglionary, Ganglionic – γάγγλιον

2015. Gangrene, Gangrenescent, Gangrene – γάγγραινα, φάγαινα

2016. Ganoid– γάνος (λαμπρότητα) +είδος

2017. Ganymede – Γανυμήδης

€ιθ. Gargle – γάργαρα (αφθονία, πλήθος), γαργαρίζω

2018. Gasogene, Gasometer, Gasometric, Gasometry, Gasoscope – Gas + -γενής, μετρώ, σκοπώ

€κ. Gasteromycetes- γαστρομύκης

2019. Gasteropoda, Gasteropodous, gastropods– γαστερόποδα

2020. Gastric, Gastritis, Gastrocnemius (γαστροκνήμιον), Gastroenteritis (γαστροεντερίτις), Gastroenterology (γαστροεντερολογία), Gastrointestinal, Gastrology, Gastromancy, Gastronome, Gastronomic, Gastronomist, Gastronomy, Gastroscopy, Gastrostomy, Gastrotomy – γαστήρ + νόμος, μαντεία, τομή, στόμακ.λπ.

2021. Gehenna-γέεννα (τουπυρός)

2022. Gelatigenous, Gelatinate, Gelatination, Gelatine, Gelatinous – γλοιός, γλοιώδης

2023. Gender, Genera, Genus, Generic, Generically, Genre, Gens, Genome (γονιδίωμα) – γένος

€κα. Genteel, Genteely, Genteelness, Gentile, Gentilitial, Gentility, Gentle, Gentleman, Gentlewoman, Gentleness, Gently, Gentry – γένος, ευγένεια, αριστοκρατία

2024. Genealogical, Genealogist, Genealogize, Genealogy, Generation – γενεά, γενεαλογία

2025.  General, Generalissimo, Generalship – γενικός, στρατηγός

2026. General, Generality, Generalization, Generalize, Generally- γενικός, γενικεύω

 2027.Generable, Generant, Generate, Generative, Generator, Generatrix – γεννώ

2028. Generosity, Generous, Generously, Generousness- γενναίος, γενναιόδωρος

2029. Genesis, Genetic, Genetically, Genetics – γένεσις

2030. Genial – γένειον, σαγωνιαίος, πωγωνιαίος

2031. Genial, Geniality, Genially, Genie, Genius- γένος, ιδιοφυία

2032. Geniculate, Geniculation, Genual, Genuflect, Genuflection – γόνυ

2033. Genital, Genitals – γενετήσιος

2034. Genitival, Genitive – γενική (πτώσις)

€κβ. Genotropin– ουσία για θεραπεία ανωμαλιών ανάπτυξης των παιδιών

2035. Genuine, Genuous, Genuinely, Genuiness- γένος, γνήσιος, γνησιότης, τοποθέτηση τέκνου επί του γόνατος προς αναγνώριση αυτού

€κγ. Geobiology – γεωβιολογία

2036. Geocentric, Geocentrically – γεωκεντρικός

2037. Geocyclic – γεωκυκλικός

2038. Geode, Geodic – γαιώδης (κοιλότητα)

2039. Geodesic, Geodesy, Geodetic – γεωδαισία, γη + δαίω, δαίς

2040. Geodynamics – γεωδυναμική

2041. Geognostic, Geognosy – γεωγνωσία

2042. Geographer, Geographic, Geographically, Geography – γεωγραφία

2043. Geological, Geologist, Geologize, Geology, Geomancy, Geomantic – γεωλογία, γεωμαντεία

2044. Geometer, Geometric, Geometrically, Geometrician, Geometry- γεωμετρία

€κδ. Genotropin – ουσίαγιαθεραπείαανωμαλιώνανάπτυξηςτωνπαιδιών

2045. Geomorphology, Geomorphologic, Geophysic, Geophysics – γεωμορφολογία, γεωφυσική

€κε. Genotropin– ουσία για θεραπεία ανωμαλιών ανάπτυξης των παιδιών

€κστ. Geonetics – γη + νέον, ευρηματική προσέγγιση σε ένα θέμα

2046. Geophagism – γεωφαγία, καταβρόχθιση πηλού (Ινδία)

€κζ. Geohysicist, Geophysics – γεωφυσικός, γεωμορφολογία, γεωφυσική

2047. Geoponics – γη + πόνος, καλλιέργεια γης

€κη. Geostability – γεωσταθερότης

€κθ. Geostrata –  γεωλογικό στρώμα πετρωμάτων

€λ. Geostrophic – γεωστροφικός (επίρεύματος)

€λα. Geosynchronous – γεωσυγχρονικός (επίτροχιάς), ορολογία “StarTrek”

€λβ. Geosynclinal – γη + συγκλίνω, σύγκλιση τεκτονικών πλακών προς δημιουργία υπόγειων ορέων

2048. Georgia (δύο περιοχές του κόσμου), George, Georgette, Georgian, Georgic- γεωργός, γεωργία

2049. Geostatic – γεωστατικός, αντοχή σε βάρος

2049. Geotectonic – γη + τίκτω, τέκτων, δομή γήινου φλοιού

2050. Geothermic, Geothermometer- γεωθερμικός

2051. Geotropism – γεωτροπισμός, κατεύθυνση της ρίζας προς τα κάτω

2052. Geranium – γέρανος (φυτό)

€λγ. Geranoaetus – γέρανος + αετός, γερανοαετός

€λδ. Geranospiza- γέρανος + σπίζαήσπίνος, γερανοϊέραξ

€λε. Geriatrics – γηριατρική

2053. Germ, Germicide, Germinal, Germinant, Germination, Germinative, Germule – γένος (μικρόβιο)

2054. Gerontocracy, Gerontology, Gerontophily – γεροντοκρατία,

γεροντολογία, γεροντοφιλία

2055. Giant, Giantess – γίγας

€λστ. Gigantean, Gigantesque, Gigantic, Gigantism, Gigantomachy – γίγας, γιγαντομαχία

2056. Gimbals – κύμβαλον

€λζ. Ginger, Gingerale – ζιγγίβερις

2057. Gipsy, Gipsy -cart, Gipsyism – Αιγύπτιος

€λη. Girasol – γύρος + ήλιος, οπάλιοφλογός, πολύτιμοςλίθος

2058. Glaucescent, Glaucoma, Glaucous – γλαυκός

€λθ. Glenoid – γλοιός, γλοιώδης, βλάβητουκόκαλουήτοχόνδρου

€μ. Glires–γλήνη (κόρη ματιού), κατηγορία ζώων που περιλαμβάνει νυκτόβια λαγόμορφα και τρωκτικά

2059. Gloss, Glossarial, Glossarist, Glossary, Glossily, Glossator (σχολιαστής), Glossolalia (ξαφνικήκαιαναπάντεχηομιλίασεξένηγλώσσα), Glossotomy (γλωσσοτομία), Glossography, Glossology, Glossy, Glottal, Glottis, Glottology- γλώσσα, γλώττα

2060. Glucic, Glucina, Glucinum, Glucometer,Glucose, Glucoside – γλυκύς

€μα. Gluconeogenesis – γλυκονεογένεσις, βιοσύνθεσηγλυκόζηςαπόμηυδατάνθρακες

2061. Glue, Gluey – γλοιός

2062. Glut, Glutaeus, Gluteal, Gluten, Glutinative, Glutinosity, Glutinous- γλουτός

2063. Glyceride, Glycerine, Glycerol, Glycogen, Glycogenesis, Glycol, Glycolysis (γλυκόλυσις, διάσπασηενζύμων), Glycometer, Glyconic, Glycoproteins, Glycoside (γλυκοζίτης), Glycosyl, Glycosylamine  (γλυκοζυλιωμένη) – γλυκύς

€μβ. Glycosuria – γλυκοουρία

2064. Glyphic, Glyphograph, Glycography, Glyptic, Glyptics, Glyptodon (αρμαντίλλο), Glyptography – γλύφω, γλυπτός

2065. Gnome (νάνοςδασών), Gnomic, Gnomology – γνώμη

2066. Gnomonic, Gnomonics, Gnomology – γνώμων

2067. Gnosis, Gosiology, Gnostic, Gnosticism – γνώσις

2068. Gomphiasis – γόμφος, ασθένειαδοντιού

€μγ. Gonad, Gonadectomy, Gonadotropic, Gonadotrophin, Gonadotropin  – γένος, γόνος, γενετήσιοόργανοπουπαράγειγαμέτεςκαιορμόνες

2069. Goniometer – γωνιόμετρον

€μδ. Gonoccoccus, Gonococcal – γονόκοκκος, βακτήριο

€με. Gonochoristic, Gonochorism – γένος, γόνος + χωρίζω, οδιαχωρισμόςσεδύοφύλα

€μστ. Gonocyte, Gonozoid– γένος, γόνος + κύτος, κύτταρον, πρόδρομος της σπερματογονίας

2070. Gonorrhoea – γονόρροια

2071. Gordian (knot) – γόρδιοςδεσμός

2072. Gorgon, Gorgonia, Gorgonian, Gorgonize – γοργόνα

2073. Govern, Governable, Governess, Government, Governmental, Governor, Governorship – κυβερνάν, κυβερνώ

2074. Graffiti – γραφή

2075. Grammalogue, Grammar, Grammarian, Grammatical, Grammatically, Grammaticise – γραμματική

2076. Gramme – γραμμάριον

2077. Grammophone – γραμμόφωνον

2078. Graph, Graphic, Graphically, Graphite (γραφίτης), Graphology, Graphotype- γράφω

2079. Graecism, Graecise, Grecian, Greece, Greek – Γραικός (Αριστοτέλης- Μετεωρολογικά), κάτοικοι πόλης Γραίας (Βοιωτία) που ίδρυσαν την Κύμη Ιταλίας μαζί με τους Ευβοείς, Ελλάδα, Έλληνας. Πάντως κατά τον Αριστοτέλη και τον Απολλόδωρο, οι Έλληνες πριν λάβουν την ονομασία τους λέγονταν Γραικοί «πρώτον μεν Γραικοί, νυν δε Έλληνες»

€μζ. Gravimeter – gravitas + μέτρον

2080. Gray, Grey + πολλά παράγωγα – γραία, γραιός, μαραμένος

€μη. Grease, Greasy και πολλά παράγωγα – κράσις, παχύνω, καθιστώ κάτι ισχυρομελές

€μθ. Ground, Groundling (ψάριτουβυθού), Groundnut (φυστίκι) καιαμέτρητασύνθεταήπαράγωγα – μέσωτου “grind” (τρίβω, αλέθω) καταλήγουμεστο «χόνδρος», διότιτοέδαφοςαποτελείταιαπόκόκκουςκαιχόνδρους

€ν. Guard, Guardianκαιαμέτρηταπαράγωγα – εγείρομαι, εγέρθητι

2081. Gymnasium, Gymnast, Gymnastic, Gymnastics-γυμνός, γυμναστήριον

2082. Gymnocarpous (γυμνός + καρπός),

2083. Gymnosophist, Gymnosophy- γυμνός + σοφός

2084. Gymnosperm, Gymnospermous, Gymnospore – γυμνός + σπέρμα, σπόρος

2085. Gynaeceum (οικία γυναικών), Gynaeocracy, Gynaecology, Gynarchy – γυνή, γυναικολογία, γυναικοκρατία, γυναρχία

2086. Gynandria, Gynandrous, Gynophore – ύπεροι και στήμονες αντάμα, πέδιλο φέρον ύπερους

€να. Gynogenesis (παρθενογένεσις), Gynomastia (γυναικομαστία), Gynophile (γυναικόφιλος) – γυνή

€νβ. Gypaetus – γυπαετός

€νγ. Gypohierax – γυψ + ιέραξ, όρνεοπουζεισεφοινικιές

€νδ. Gyps – γυψ, αφρικανικόλευκορραχιαίοόρνεο

2087. Gypsum – γύψος

2088. Gyral, Gyrate, Gyration, Gyratory, Gyre, Gyron, Gyrodyne (ελικόπτερο), Gyrophare(γύρος + φάρος, περιστρεφόμενο φως), Gyroplane (γυροπλάνο), Gyroscope (γυροσκόπιο), Gyroscopic, Gyroscopically, Gyrose, Gyrostat, Gyrus (έλιξ εγκεφάλου), Gyroswing (περιστροφή)– γυρός, γύρος

Η

2089. Hades – Άδης

€νε. Hadron – αδρός (χονδρός, φανερός), υποατομικό σωματίδιο, βαρυόνιο, μεσόνιο

€νστ. Hadrosaur – αδρή σαύρα, αδρόσαυρος

2090. Haemacyte – αίμα + κύτος, σωματίδιο αίματος

2091. Haemal, Haematic, Haematin (αιματίνη), Haematite (αιματίτης), Haematocrite(αιματοκρίτης),Haematoid, Haematology, Haematoma (αιμάτωμα), Haematoxylon (αιματόξυλον), Haematosis – αίμα

2092. Haematozoa- ενδόζωα εντός του αίματος

2093. Haematuria – αιματουρία

2094. Haemoglobin – αιμοσφαιρίνη, πρωτείνη αίματος

2095. Haemophilia – αιμοφιλία

2096. Haemoptysis – αιμόπτυσις

2097. Haemorrhage, Haemorrhoids (αιμορροϊδες)- αιμορραγία

2098. Haemocythemia – αίμα + κύτος + ευφωνικό θήτα, πολυκυτταραιμία

2099. Haemolytic – αιμολυτικός

2100. Haemostasis – αιμόστασις

2101. Haemo-uterines – όγκοι στον κόλπο που αιμορραγούν

2102. Hagiography, Hagiolatry, Hagiology– αγιογραφία, αγιολατρεία

2103. Hagioscope – αγιοσκόπιον, διακριτικό άνοιγμα προς επισκόπηση του ιερού

2104. Halation – άλως γύρω από σκοτεινό αντικείμενο φωτογραφίας

€νζ. Halcyon – αλκυονίς

€νη. Haliaaetus – αλς + αετός, θαλασσινόςψαραετός

€νθ. Haliotide – αλς, άλιος, θαλασσινόκαλιφορνέζικο κρασί

2105. Halitosis – αλαλή + όζω, κακή αναπνοή

2106. Halidom – αλάομαι- αλώμαι + δίδω, φυλακτό για περιπλάνηση

2107. Halieutic – αλιευτικός

2108. Hallucination, Hallucinatory – αλάομαι, αλύω, φαντασιώνομαι κατά την περιπλάνηση

2109. Halo – άλως – φωτοστέφανο

2110. Halogen – αλς + γεννώ, άλας ή χλωρίνη μετάλλου

€ξ. Halography – αλς + γράφω (θαλασσογραφία)

€ξα. Halophile – αλς + φίλος, θαλασσόφιλος

2111. Halophyte – φυτό αλμυρό εδάφους, αρμυρίκι

€ξβ. Halteres, Halterophile(αλτηρόφιλος) – αλτήρ, αλτήρες

€ξγ. Hamadryad – άμα (μαζί) + δρυς, νύμφη των δασών 

€ξδ. Hamirostramelanosternon – χαμαί + rostrum (ράμφος) + μέλας + στέρνον, μελανόστερνηγερακίνα

€ξε. Haplobiont– απλός + βίος, φυτό που παράγει μόνο απλοειδή κύτταρα

€ξστ. Haploid– απλοειδής, έχων σειρά αζευγάρωτων χρωματοσωμάτων

€ξζ. Haplology – απλολογία, παράλειψη ή συλλαβής που επαναλαμβάνεται σε μία λέξη

€ξη. Haptonomy – αφή + νόμος, σχέση μεταξύ αφής (χαϊδέματος κ.λπ.) και ανθρώπινων συναισθημάτων

2112. Harlot, Harlotry – αλάομαι, αλύω, πόρνη

2113. Harmonic, Harmonica, Harmonical, Harmonically, Harmonicon, Harmonics, Harmonious, Harmoniously, Harmonist, Harmonistic, Harmonium, Harmonize, Harmonizer, Harmony – αρμονία

€ξθ. Harmotome –  αρμονικός + τομή, πυριτικό άλας με πλευρές βιτρό

€ο. Harp, Harpist, Harpsicord -άρπα, αρπιστής, αρπόχορδον

€οα. Harpagon – άρπαξ, ο χαρακτήρας του Μολιέρου στο «Φιλάργυρο» 

€οβ. Harpagus – άρπαξ, αρπακτικόόρνεο

€ογ. Harpagornis – άρπαξ + όρνις, μέγαςαρπακτικός αετός

€οδ. Harpia- άρπυια, αρπακτικός αετός

2114. Harpy – Άρπυια

€οε. Harpyopsis– άρπυια + όψις, αετός στην Παπούα Νέα Γουινέα

2115. Headphone – Haefod (αγγλ. σαξ.) + φωνή

€οστ. Heal, Healer, Healing, Health, Healthful, Healthfully, Healthily, Healthiness, Healthy – όλον, ηολοκληρωτικήυγείατουσώματος

2116. Hebdomadal – εβδομαδιαίος

2117. Hebe – ήβη, νεότης

€οζ. Hebephrenia, Hebephrenic – ηβηφρενής (μορφήσχιζοφρένειας)

2118. Hebetate – ηβάω, ηβητήριον, είμαι ράθυμος όπως οι νεανίες

2119. Hebraic, Hebraism, Hebraize, Hebrew κ.λπ. – Εβραίος, Εβραϊκός

2120. Hecatomb – εκατόμβη

2121. Hectare – εκατόν, εκτάριον

2122. Hectic – εκτικός, έξις, πυρετικός

2123. Hectogram, Hectolitre – εκατόν + γραμμάριο ή λίτρο

2124. Hector – Έκτωρ

2125. Hectostere – εκατόν, 100 κυβικά

2126. Hedonic, Hedonism, Hedonist – ηδονή

2127. Hegemon, Hegemonic, Hegemony – ηγεμών

2128. Heliacal – ηλιακός

€οη. Heliaia, Heliast – Ηλιαία, μέλος της Ηλιαίας

2129. Helianthus- ήλιος + ανθός, ηλιανθός

2130. Helical, Helicoid – έλιξ

€οθ. Helicolestes – έλιξ + ληστής, κομψόραμφογεράκι

2131. Heliconian – Ελικών, βουνότωνΜουσών

2132. Helicopter – έλιξ + πτερόν

2133. Heliocentric, Heliochromy, Heliogram, Heliograph, Heliographic, Heliohraphy (ηλιογράφος, τηλεγραφικόσύστημαπουλειτουργείμεεκπομπήλάμψεων), Heliometer, Helioscope, Heliotherapy, Heliotrope, Heliotropism – ήλιος, προσανατολισμόςπροςτονήλιο

€π. Heliopause– ήλιος + παύση, το όριο της ηλιόσφαιρας, βλ. παρακάτω 

€πα. Heliosphere– ηλιόσφαιρα, εξωτερική ατμοσφαιρική στοιβάδα του ήλιου

€πβ. Heliostat – ηλιοστάτης, όργανο ανάκλασης των ακτίνων του ηλίου προς ένα στόχο

€πγ. Heliosynchronous– ήλιος + σύγχρονος, πολική τροχιά γύρω από ένα πλανήτη συντονισμένη με το πέρασμα του ήλιου από αυτόν

2134. Helium – ήλιον, αδρανές αέριο

2135. Helix – έλιξ (και του εγκεφάλου)

2136. Hellene, Hellenic, Hellenism, Hellenist, Hellenistic- Έλλην, ελληνιστικός

2137. Helminthic, Helminthoid, Helminthology – έλμινς (εντερικόμικρόβιο) + είδος, λόγος, σκωληκολογία, ελμινθολογία

€πδ. Heloderma– έλος + δέρμα, είδος σαυρών

€πε. Helopolis – αιρώ (είλον) + πόλις, πολιορκητική μηχανή για κατάληψη πόλεων

2138. Helot, Helotism, Helotry – είλως, Μεσσήνιοςσκλάβος

€πστ. Hemarthrosis – αιμορραγία στις αρθρώσεις

€πζ. Hematidrosis– η εξίδρωση αίματος

2139. Hematine, Hematite (αιματίτης), Hemorrhage, Hemorrhoids, Hemolytic, Hematocythemic, Hematoma,Hematosis (οξυγόνωσητουφλεβικούαίματοςστουςπνεύμονες), Hematozoa (αιματόζωα, πλασμώδια, παράσιτααίματος), Hematuria (αιματουρία) – αίμα, βλέπεοπωσδήποτεκαιρίζαHaemo-

€πη. Hematopoiesis– αίμα + ποίησις, η διαδικασία παραγωγής αίματος από τον οργανισμό

€πθ. Hemeralopia – ημεραλωπία, δυσχέρειαδιάκρισης αντικειμένων σε έντονο φως

€q. Hemerocallis– ημέρα + καλλίων, κρίνος ημέρας

€qα. Hemianopsia– ημιανοψία, δυνατότητα όρασης μόνο στο μισό οπτικό πεδίο

€qβ. Hemiatrophy– ημιατροφία (εγκεφάλου)

€qγ. Hemicrania – ημικρανία

2140. Hemicycle –ημικύκλιον

€qδ. Hemicylindrical – ημικυλινδρικός

€qε. Hemihedron – ημί + έδρα, ημίεδρον

2141. Hemigale – ημί + γαλή, Μαλαισιανήμοσχογαλή

2142. Hemohedral- ημίεδρος, ολιγόεδροςκρύσταλλος

€qστ. Hemin – σιδηρούχοςπορφυρίνητουαίματος

€qζ. Hemiolia– ημιολία, αναλογία 3:2 στη μουσική

2143. Hemiplegia – ημιπληγία

€qη. Hemipolyhedron – ημί + πολύεδρον, ημιπολύεδρον

2144. Hemiptera – ημίπτεραέντομα

2145. Hemisphere, Hemispherical – ημισφαίριον

2146. Hemistich- ημίστιχον

€qθ. Hemitropy – ημί + τρόπος, γεωμετρική σχέση επί δυαδικής περιστροφής γύρω από δίδυμο άξονα (κρυσταλλογραφία) 

Α. Hemocyanin–αιμοκυανίνη, πρωτεΐνη που μεταφέρει οξυγόνο στα ασπόνδυλα ζώα

Αα. Hemochromatosis – αίμα + χρώμα, αρρώστιακατάτηνοποία ο οργανισμός απορροφά υπερβολικά πολύ σίδηρο από τις τροφές

Αβ. Hemodialysis– αίμα + διάλυσις, αιμοκάθαρση

Αγ. Hemodynamics– δυναμική και τρόπος ροής του αίματος

Αδ. Hemogram– αιμόγραμμα, έλεγχος υγείας αιματικών κυττάρων

Αε. Hemolymph– αίμα + λέμφος, το αντίστοιχο του αίματος στα αρθρόποδα

Αστ. Hemolysis, Hemolytic(αιμολυτικός) – αίμα + λύσις, καταστροφή ερυθρών αιμοσφαιρίων, αιμολυτική αναιμία 

Αζ. Hemopathy– πάθηση του αίματος

Αη. Hemophily– αιμοφιλία

Αθ. Hemoprotein– πρωτεΐνη του αίματος με πολλαπλές λειτουργίες

Αι. Hemoptysis– αιμόπτυση

Αια. Hemostasis – αιμοστατικήιδιότητα, επούλωση τραύματος δια πήξεως του αίματος

2147. Hendegagon – ενδεκάγωνον

2148. Hendecasyllable – ενδεκασύλλαβος

2149. Hendiadys – εν δια δυοίν, ιδέα εκ δύο ουσιαστικών

Αιβ. Henicopernis – ενικός + πέρνα (χοιρομέρι), μονόχρωμησκουρόμεληγερακίνα

2150. Hepatic, Hepaticae, Hepatitis, Hepatization (ηπατίαση, κάλυψητωνπνευμόνωνμερευστόυλικό), Hepatocele (ηπατοκήλη), Hepatocyte (ηπατοκύτταρον, τμήμαπαρεγχυματικούιστού), Hepatomegaly, Hepatology, Hepatopancreas (στααρθρόποδακαιμαλάκια), Hepatoscopy  (ηπατοσκοπία) – ήπαρ

Αιγ. Hepatophyta – ηπατόφυτα, γαμετόφυτα

2151. Heptachord – επτάχορδον

2152. Heptaglot – επτάγλωσσος

2153. Heptagon, Heptagonal, Heptangular – επτάγωνον

2154. Heptahedron – επτάεδρον

2155. Heptandria – επτανδρία

2156. Heptarchy – επταρχία

2157. Heptateuch – επτάτευχος

2158. Herculean – Ηρακλής

Αιδ. Herd, Herdsman – κόρθυς (δεμάτι), σωρεύω, βόσκω

2159. Heresiarch (αιρεσίαρχος), Heresiography, Heresy, Heretic, Heretical – αίρεσις

2160. Hermaphrodite, Hermaphroditic, Hermaphroditism – Ερμαφρόδιτος, υιόςΝρκίσσουκαιΣαλμακίδας

2161. Hermeneutic, Hermeneutics – ερμηνευτική, μέθοδος επεξεργασίας κειμένων

2162. Hermes, Hermetic και άλλα παράγωγα- Ερμής

2163. Hermit, Hermitage, Hermit-crab- ερημίτης

2164. Hernia, Hernies, Herniotomy (κήλη + τομή, εγχείρησηκήλης) -έρνος, βλαστάρι, κήλη

2165. Hero, Heroic, Heroically, Heroins, Heroism, Heroize- ήρως

2166. Heroin – ηρωίνη, ήρως και ευφορία του ήρωος

2167. Herpes, Herpestes (μαγκούστα, ινδικός ερπηστής), Herpetic, Herpetologist, Herpetology- έρπης, έρπω, ερπετόν

2168. Hesper, Hesperian – Έσπερος

2169. Hesperornis – Όρνις με δόντια ερπετού

2170. Hetaera, Hetaerism – εταίρα (Ασπασία)

2171. Heterochromus – ετερόχρωμος

2172. Heteroclite, Heteroclitic – επικλινής, ανώμαλος

2173. Heterodontus Philippinus – ετερόδοντος καρχαρίας

2174. Heterodox, Heterodoxy – ετεροδοξία, αίρεση

2175. Heterodyne –έτερος + δύναμις, αλλαγή μήκους κύματος

2176. Heterogamous – έτερος + γάμος, έχων διαφορετικούς υποδοχείς γονιμοποίησης

2177. Heterogeneity, Heterogeneous, Heteriogenesis,Heterogeny- ετερογενής, ιδιογενής, sui generis

Αιε. Heterogloss– έτερος + γλώσσα, γεωγραφικό όριο συγκεκριμένου γλωσσολογικού χαρακτηριστικού

Αιστ. Heterometabolism– έτερος + μεταβολή, στάδιο εξέλιξης των εντόμων όπου η νύμφη μοιάζει ήδη με την τελική μορφή, χωρίς να μεσολαβήσει το στάδιο της κάμπιας

2178. Heteromorphism – έτερος + μορφή, ετερομορφία

2179. Heteronomy – ετερονομία (υπαγωγή σε άλλο νόμο πλην του ορθού λόγου)

2180. Heteroousian- ετέρα ουσία, ετεροούσιος

2181. Heterophyllous – ετερόφυλλος

Αιζ. Heteroplasmy- έτερος + πλάσμα, παρουσία πλέον του ενός τύπου γονιδιώματος σε ένα κύτταρο

Αιη. Heteroplasty– ένεση υλικούή ιστού σε διαφορετικά είδη βλαστών

Αιθ. Heteroprotein – έτερος + πρωτεΐνη, βιοπολυμερικό σύμπλεγμα

Ακ. Heteroptera– έτερος + πτερόν, είδος εντόμων με χοντρή βάση και μεμβρανώδη απόληξη

Ακα. Heterosphere – τμήμα της ατμόσφαιρας, όπου τα αέρια διαχωρίζονται με διάχυση

Ακβ. Heterosis– ετέρωσις, βελτιωμένη ποιότητα βιολογικής λειτουργίας σε υβρίδια

Ακγ. Heterotherm– ετερόθερμον, ον που ρυθμίζει τη θερμοκρασία τουάλλοτε εσωτερικά και άλλοτε επηρεαζόμενο από το περιβάλλον

Ακδ. Heterotroph – έτερος + τροφή, οργανισμός που δεν μπορεί να παραγάγει μόνος την τροφή του

Ακε. Heterozygote– ετεροζυγώτης, άτομο με δύο είδη γονιδίων

2182. Heureka, Heuristic – εκ του «ευρίσκω, εύρηκα», οδηγών σε ανακάλυψη

Ακστ. Hexachlorephrene- χημική ουσία

2183. Hexagram, Hexahedral, Hexahedron, Hexameter, Hexangular, Hexapla (έκδοση του Ωριγένη σε έξι εκδοχές), Hexaplar, Hexiprismatic, Hexapod (εξάποδον), Hexastich – έξι 

2184. Hiatus – χασμώμαι

2185. Hibernate, Hibernation, Hibernian, Hiberno-celtic – χειμών, χειμαδιά

2186. Hibiscus – ιβίσκος

Ακζ. Hieraaetus  – ιέραξ + αετός, ιεραετός

2187. Hierarch, Hierarchic, Hierarchy – ιεραρχία

2188. Hieratic – ιερατικός

Ακη. Hierodule– ιερόδουλος, σκλάβος ναού αφιερωμένος στο θεό

2189. Hieroglyph, Hieroglyphics, Hieroglyphist – ιερογλυφικά

2190. Hierography – ιερογραφία

2191. Hierolatry, Hierologist, Hierlogy– ιερολατρεία, ιερολογία

2192. Hierophant – ιεροφάντης

2193. Hilarious, Hilarity – ιλαρός

Ακθ. Himation – ιμάτιον, ρούχο

Αλ. Hippocratic (oath) – ιπποκρατικός, όρκοςτουΙπποκράτη

Αλα. Hipparch, Hipparchy – ίππαρχος, ιππαρχία, μονάδαιππικού

2194. Hipparion (ιππάριον),Hippodrome (ιπποδρόμιον) Hippophagy (ιπποφαγία) – ίππος

Αλβ. Hippiatry-ίππος + ιατρός, φροντίδα και περιποίηση αλόγων

Αλγ. Hippocastanum – ίππος + κάστανον, ιπποκάστανον

Αλδ. Hippocras – Ιπποκράτης, ζεστό κρασί αναμεμιγμένο με ζάχαρη, κανέλα και άλλα μπαχαρικά, αυτό που οι Γερμανοί αποκαλούν “Glüwein” (λαμπρό κρασί)

Αλε. Hippoglossus – ιππογλώσσιος, halibut

2195. Hippocampus – ιππόκαμπος

2196. Hippocras – κράμα Ιπποκράτη, κρασί με μπαχαρικά

2197. Hippogriff – συνδυασμός ίππου και γρύπα

2198. Hippopotamus – ιπποπόταμος

Αλστ. Histiocyte – ιστός + κύτος, είδος φαγοκύτταρου

Αλζ. Histochemistry – χημείατωνιστών

2199. Histogeny, Histography, Histology – ιστός

Αλη. Histolysis -λύσις της συνέχειας των ιστών

Αλθ. Histoplasmosis– ιστός + πλάσμα, μόλυνση δια εισπνοής σπόρων μυκήτων

2200. Historian, Historic, Historical, Historicity, Historiographer, Historiography, History- ιστορία

Αμ. Hodograph – οδός + γράφω, διάγραμμα για την πορεία ανέμων

2201. Hodometer – οδός + μέτρησις

2202. Holism – όλον, ολισμός

2203. Holocaust – ολοκαύτωμα

Αμα. Holocene– ολόκαινος περίοδος

Αμβ. Holocrystalline– ολοκρυσταλλικός (βράχος)

Αμγ. Hologamous, Hologamy-κατοχή γαμετών ίδιων σε μέγεθος και δομή με τα φυτικά κύτταρα  

2204. Holograph, Holographic, Holography, Hologramm- ολόγραμμα, ολογράφημα, ολογραφικός

2205. Holohedral – όλος + έδρα

Αμδ. Holoimage – ολογραφική εικόνα

Αμε. Homomatrix – ολογραφική μήτρα

2206. Holophotal – όλος + φως

Αμστ. Holophotography (ολοφωτογραφία, tableu vivant)

Αμζ. Holoprotein – αλληλεπιδραστική πρωτεΐνη με πρόσθετα στοιχεία

2207. Holothurian – όλος + θύρα, θαλάσσια αγγούρια, θαλάσσιοι γυμνοσάλιαγκες

Αμη. Holotrichous – ολότριχος (ζωολογία- φυτολογία), ιδίως επί πρωτόζωων

2208. Homer, Homeric – Όμηρος

Αμθ. Homeomorphism – όμοιος + μορφή, τοπολογική ισοδυναμία μεταξύ διαστημάτων ή στοιχείων, ισομορφισμός 

Αν. Homeopathy, Homeopathic – ομοιοπαθητική (similiasimilibuscurantur- ταόμοιατοιςομοίοιςιαίνονται)

Ανα. Homeostatic, Homeostasis – ομοιοστατικός, εξισορροπώνταδιάφορασυστήματα

Ανβ. Homeotherm- ομοιόθερμον, ον που ρυθμίζει μόνο του τη θερμοκρασία του 

2209. Homiletic, Homiletics, Homily – ομιλία, ομιλητικός

2210. Homocentric – ομόκεντρος

2211. Homochromous – ομόχρωμος

2212. Homoeopathic, Homoeopathist, Homoeopathy – ομοιοπαθητική

2213. Homogamous – ομόγαμος, έχων τα ίδια ουσιώδη όργανα γονιμοποίησης

2214. Homogeneal, Homogeneity, Homogeneous, Homogeneously, Homogenesis – ομοιογένεια

Ανγ. Homograph – όμοιος + γράφω, λέξη που έχει ίδιο τύπο, αλλά διαφορετική σημασία με μία άλλη

2215. Homoiousian, Homoousian – ομοούσιος

2216. Homologate, Homologize, Homology – ομολογώ

2217. Homologous, Homologue – ομόλογος

2218. Homonym, Homonymous, Homonymy- ομώνυμος

Ανδ. Homophobe – ομοφοβικός

2219. Homophone, Homophony – ομόφωνος

2220. Homoptera – ομού + πτερόν, έντομαμεόμοιαπρόσθιακαιοπίσθιαφτερά

2221. Homosexual, Homosexuality – ομοφυλόφιλος

2222. Homotaxis – ομοταξία

Ανε. Homothety – ομού + θέτω, μεγέθυνση ή συρρίκνωση σύμφωνα με γεωμετρική αναλογία

Ανστ. Homozygous– ομού + ζυγώτης, ο έχων ταυτόσημες σειρές γονιδίων 

2223. Horary – ωράριον

2224. Horizon, Horizontal, Horizontally, Horizontality – ορίζων

2225. Hormone, Hormonotherapy – ορμάν, ορμή

Ανζ. Horn, Horned, Horner, Hornet, Horning καιαμέτρηταπαράγωγα – κέρας (τηςΑμάλθειας), κερασφόρος

2226. Horologe, Horological, Horologist, Horology- ώρα, ωρολόγιον

2227. Horoscope, Horoscopy – ωροσκόπιον

2228. Hortative, Hortatory – χρώμαι, χρήσθαι, παραινώ, ενθαρρύνω

2229. Horticultural, Horticulture, Horticulturist- χόρτος, χόρτον

2230. Hour, Hourly, Hour- circle, Hourglass, Hour-hand – ώρα

2231. Hubristic – υβριστικός

Ανη. Humerus – ώμος

2232. Humoral, Humoresque, Humorist, Humoristic, Humorous, Humorously, Humorousness, Humorsome, Humor, Humous – χυμός

2233. Hyacinth, Hyacinthine – υάκινθος, Ζάκυνθος

2234. Hyades – Υάδες

2235. Hyaena- ύαινα

2236. Hyalescence, Hyaline, Hyalite, Hyaloid- ύαλος

2237. Hybrid, Hybridism, Hybridize, Hybridoma -(υβρίδωμα),υβρίδιον

2238. Hydatid – υδάτινος

2239. Hydra, Hydra- headed – Ύδρα

Ανθ. Hydradenitis – ύδωρ + αδήν, είδοςακμήςτουδέρματος

2240. Hydrangea – ύρδωρ + αγγείον, αναρριχητικόςθάμνος

2241. Hydrant, Hydrate – πυροσβεστικόςκρουνός

Αξ. Hydarthrosis – συγκέντρωση νερού στο γόνατο

2242. Hydraulic, Hydraulics – υδραυλικός

2243. Hydro – υδρο- με αμέτρητα παράγωγα

Αξα. Hydrobiosis– υδροβίωσις, είδος πεταλούδων της Νέας Ζηλανδίας

2244. Hydric, Hydrite, Hydrogen, Hydrogenate, Hydrogenize, Hydrogenous – υδρογόνο, περιέχων υδρογόνο

2245. Hydrocarbon – υδρο + carbon (άνθραξ), υδρογονάνθραξ

Αξβ. Hydrocele – υδροκήλη, πρήξιμοτουπερίνεου

Αξγ. Hydrocephalous-υδροκέφαλος

Αξδ. Hydrochlorate, Hydrochloric- υδροχλώριον, υδροχλωρικός

Αξε.Hydrochoerous-υδρόχοιρος

Αξστ. Hydrocotyle – ύδωρ + κοτύλη, είδοεημιυδρόβιωνφυτών

Αξζ.Hydrocyanic – υδρο + κυάνιον, υδροκυάνιο

Αξη.Hydrodynamics, Hydroelectric, Hydroelectrical- υδροηλεκτρικός -όν (π.χ. φράγμα)

Αξθ.Hydrofluoric – υδρο + fluorine(φθόριον), υδροφθορικός

Αο. Hydrographer, Hydrography- υδρο + γράφω, μέτρηση και χαρτογράφηση λιμνών, ποταμών κ.λπ.

Αοα.Hydroid, Hydroline (υδρολίνη), Hydrology – επιστήμη και μελέτη της κίνησης των υδάτων

Αοβ. Hydrolith – υδρόλιθος, συνένωση ασβεστίου και υδρογόνου, η φιλοσοφική λίθος

Αογ. Hydrolysis-υδρόλυσις

Αοδ.Hydromechanics – υδρομηχανική

Αοε. Hydromel- υδρόμελον

Αοστ. Hydrometallurgy – υδρομεταλλουργία, τεχνική εξαγωγής μετάλλων με υδατικά διαλύματα

Αοζ. Hydrometer, Hydrometric, Hydrometry- μέτρηση ειδικού βάρους υγρών

Αοη. Hydronephrosis – ύδωρ + νεφρός, πρήξιμοτωννεφρών

Αοθ. Hydronym– ύδωρ + όνομα, ονομασία υδατικών σχηματισμών, ποταμών, λιμνών κ.λπ.

Απ.Hydropathic,Hydropathist, Hydropathy- υδροπαθής, υδροπάθεια

Απα. Hydropericardium – ύδωρ + περικάρδιον, αρρώστιατου περικαρδίου

Απβ. Hydrophage-υδροφάγος

Απγ.Hydrophane- ύδωρ + φαίνω, υδροφανής,σχηματισμοί χρωμάτων κάτω από νερό

Απδ. Hydrophil, Hydrophobe, Hydrophobia- υδρόφιλος, υδρόφοβος, υδροφοβία

Απε. Hydropic-υδρωπικία, υδρωπικός, συγκέντρωση νερού στους ιστούς

Απστ. Hydrophobia, Hydrophobic – υδροφοβία

Απζ. Hydrophone- υδρόφωνον, όργανο για εντοπισμό αντικειμένων κάτω από τα ύδατα, σόναρ

Απη. Hydrophyte – υδρόφυτον

Απθ.Hydroplane-υδροπλάνο

Αq. Hydropneumatic– υδραυλική ανάρτηση (πρωτοεισήχθη στα αυτοκίνητα Σιτροέν)

Αqα.Hydroscope – υδροσκόπιον, κλεψύδρα

Αqβ.Hydrosphere – υδρόσφαιρα, ατμοσφαιρική υγρασία

Αqγ. Hydrostat,Hydrostatic, Hydrostatics -υδροστάτης

Αqδ. Hydrotech– σύστημα που περιλαμβάνει υδραυλικές αναρτήσεις και πεπιεσμένο αέρα 

Αqε. Hydrotherapy – υδροθεραπεία

Αqστ.Hydrothermal– υδρο + θερμός, αναφερόμενος σε θερμές πηγές

Αqζ. Hydrothorax– υδροθώραξ, συγκέντρωση υγρού στη θωρακική κοιλότητα

Αqη. Hydrotropism – προσανατολισμός είτε προς είτε αντιθέτως προς το νερό

Αqθ.Hydrovolume-υγρόςόγκος

Αρ.Hydrous- περιέχων ύδωρ

Αρα. Hydroxide, Hydroxy– ύδωρ + οξύ,υδροξείδιον, ένωσηοξυγόνου και υδρογόνου

Αρβ. Hydroxylamine – υδροξυλαμίνη

Αργ. Hydrozoa – μικροσκοπικάαρπακτικάζώα

2246. Hyena – ύαινα

2247. Hyetal, Hyetography – υετός

2248. Hygeian, Hygiene, Hygienic, Hygienist – υγεία, υγιεινή

2249. Hygro – υγρός με πολλά παράγωγα

2250. Hygrometer, Hygrometric, Hygrometry, Hygroscope, Hygroscopic – υγρομετρία, υγροσκόπιον

Αρδ. Hygrophil, Hygrophobe, Hygrophobia- υγρόφιλος, υγρόφοβος, υγροφοβία

Αρε. Hygrophorus – υγροφόρος, είδοςμανιταριών

2251. Hylic, Hylobate (υλοβάτης, περιπατών σε ξύλα), Hylopathism (λόξα με υλισμό), Hylotheism, Hylozoism (υλοζωισμός)- ύλη

2252. Hymen, Hymeneous,Hymenoascomycetes(μύκητες που παράγουν ασκούς, πυρηνομύκητες),Hymenogastraceae (παραισθησιογόνοι μύκητες που παράγουν ψιλοκυβίνη), Hymenomycetes(υμήν + μύκης, είδοςμανιταριών),Hymenoptera, Hymenopteral (υμενόπτερον)– υμήν, υμέναιος

2253. Hymn, Hymnal, Hymnary, Hymnist, Hymnodist (υμνωδός), Hymnody, Hymnographer, Hymnography, Hymnology – ύμνος

2254. Hyoid – υοειδές

2255. Hyoscine, Hyoscyamine, Hyoscyamus- υοσκύαμος ο μέγας, αλκάλιο, δαιμοναριά, δηλητηριώδες φυτό

2256. Hypaethral – ύπαιθρος

2257. Hypallage – υπαλλαγή, εναλλαγή ισοδύναμων λέξεων

Αρστ. Hypanthium – υπάνθιον, βάσηάνθους

2258. Hyper-  υπέρ, πρόθεση με αμέτρητα παράγωγα

Αρζ. Hyperaemia – υπεραιμία

2259. Hyperaesthesia – υπεραισθησία

2260. Hyperagogic – υπεραγωγικός

Αρη. Hyperalgesia – υπέρ + άλγος, υπερβολικός πόνος

Αρθ. Hyperazotemia – άζωτον + αίμα, ύπαρξη υπερβολικού αζώτου στο αίμα 

Αρι. Hyperbaric– υπερβαρικός, θεραπεία δια αύξησης βαρομετρικής πίεσης, υπερβαρική βόμβα (δυστυχώς)

Αρια. Hyperbaton– υπερβατόν, ρητορικό σχήμαόπου η συνέχεια του λόγου διακόπτεται από εμβόλιμες λέξεις

2261. Hyperbola, Hyperbolic, Hyperbolically – υπερβολή, κωνική τομή

2262. Hyperbole, Hyperbolic, Hyperbolically, Hyperbolism – υπερβολή, υπερέκταση πέραν της αλήθειας

2263. Hyperborean – υπερβόρειος

Αριβ. Hypercapnia– υπέρ + καπνός, ανίχνευση διοξειδίου του άνθρακος στο αίμα

Αριγ. Hyperchloride – υπερχλωρίδιον, οξείδιο του χλωρίου

Αριδ. Hyperchloridia – υπερχλωριδία, πάθησητουστομάχουHypercholisterolemia –υπέρ + χοληστερόλη + αίμα, υπερβολικήχοληστερόλη

Αριε. Hyperchromia- υπερχρωμία, συγκέντρωση υπερβολικής αιμοσφαιρίνης στο αίμα

2264. Hypercritical – υπερκριτικός 

2265. Hypercynical – υπερκυνικός

Αριστ. Hyperdimenional – υπερδιαστατικός

2266. Hyperdulia – υψηλή δουλεία προς την παρθένο Μαρία

Αριζ. Hypergenesis – υπεργένεσις, υπερπλασίαοργάνου

Αριη. Hyperglycemia -υπεργλυκαιμία

Αριθ. Hypergolic– υπέρ + έργον, προωθητικό αέριο πυραύλου που ανάβει αμέσως μετά από μίξη με άλλο αέριο

2267. Hyperhydrosis – υπερίδρωσις

Αρκ. Hyperkalemia– υπέρ + kalium(κάλιον) + αίμα, υπερβολική ποτάσα στο αίμα

Αρκα. Hyperlipidemia– υπέρ + λίπος + αίμα, υψηλά επίπεδα λιπιδίων στο αίμα

Αρκβ. Hypermenorrhea– υπερβολική εμμηνόρροια

Αρκγ. Hypermnesia,Hyperthymesia – ενίσχυση της μνήμης μέσω υπνωτισμού

2268. Hypermetrical – υπερμετρικός

2269. Hypermetropia – υπερμετρωπία

Αρκδ. Hypernymy– υπέρ + όνομα, υπερκείμενη έννοια

Αρκε. Hyperon- υπέρ, βαρυόνιο 

2270. Hyperphysical – υπερφυσικός

Αρκστ. Hyperplasia – υπερπλασίαοργάνου

2271. Hypersensitive – υπερευαίσθητος

2272. Hyperspanner- υπερτασικό εργαλείο, που επισκευάζει, παρακάμπτει και αποκρυπτογραφεί κυκλώματα και συστήματα επικοινωνίας

2273. Hypersthene – υπέρ + σθένος, κεροστίλβη

Αρκζ. Hyperstatic– υπέρ + ίστημι, ίσταμαι, υπερβολικά θεμελιωμένος μέσω υπερεπάρκειας υλικών και εναλλακτικών τρόπων

2274. Hypertension, Hypertensive – υπέρτασις, υπερτασικός

Αρκη. Hyperthelia– υπέρ + θηλή, εμφάνιση πρόσθετων θηλών στο σώμα

2275. Hyperthermal, Hyperthermia – υπερ + θερμός

Αρκθ. Hyperthyroidism, Hyperthyroid – υπερθυρεοειδισμός, υπερθυρεοειδικός

Αρλ. Hypertonia – υπερτονία, υψηλόεπίπεδομυϊκούτόνου

2276. Hypertrophied, Hypertrophy- υπερτροφία

2277. Hyperventilate- υπεραερίζομαι

Αρλα. Hyperuricemia – υπέρ + ούρον + αίμα, συγκέντρωση ουρικού οξέος στο αίμα

Αρλβ. Hyphae– υφή, νηματοειδής δομή μύκητα

2277.  Hyphen, Hyphenated – υπό + εν, χωρισμός και σύνδεση λέξεων

Αρλγ. Hypholoma– υφή + λώμα (άκρη ενδύματος), είδος μανιταριών

2278. Hypnagogic (αγωγός οδηγών σε ύπνο), Hypnology, Hypnosis, Hypnotic, Hypnotism, Hypnothalamus (υπνοθάλαμος) – Hypothalamus (υποθάλαμος), ύπνος

Αρλδ. Hypnopompic, Hypnopompia– ύπνος + πομπή, διαδικασία ή προετοιμασία αφύπνισης 

2279. Hypo – υπό

Αρλε. Hypoacousis – υπό + ακούω, είδος κωφότητας, βαθμός κουφαμάρας

Αρλστ. Hypoaesthesia– υπαισθησία

Αρλζ. Hypoalgesia – υπό + άλγος, υποβάθμιση του αισθήματος του πόνου

Αρλη. Hypoallergenic– υπό + αλλεργία, ουσία που προκαλεί μειωμένες αλλεργικές αντιδράσεις

2280. Hypocaust – υπόκαυστον,μέθοδος θέρμανσης οικίας δια κυκλοφορίας ζεστού αέρα κάτω από το πάτωμα

Αρλθ. Hypocenter– υπόκεντρον (αντί επίκεντρον), το σημείο κάτω από την έκρηξη ατομικής – πυρηνικήςβόμβας ή μετά από πτώση μετεωρίτη

Αρμ. Hypochloridia – υποχλωριδία, πάθησητουστομάχου

2281. Hypochondria, Hypochondriac, Hypochondiacal- υποχόνδριος, κείμενος κάτω από τις θωρακικές πλευρές

Αρμα. Hypochromia- υποχρωμία, έλλειψη αιμοσφαιρίνης στο αίμα

Αρμβ. Hypocoristic– υποκοριστικό

2282. Hypocricy, Hypocrite, Hypocritical, Hypocritically – υποκρισία, υποκριτής

2283. Hypodermic – υποδόριος, υποδερμικός

2284. Hypogastric – υπό + γαστήρ, υπογάστριον

Αρμγ. Hypoglossal- υπογλώσσιο (νεύρο)

Αρμδ. Hypoglycemia -υπoγλυκαιμία

2285. Hypognathous- υπογνάθιος

2286. Hypogynous- υπό +γυνή, υπό την ωοθήκη

Αρμε. Hypogyny – υπό + γυνή, η ύπαρξη αιδοίου ή κόλπου ακριβώς κάτω από τον πρωκτό

Αρμστ. Hypokalemia– υπό + kalium(κάλιον) + αίμα, έλλειψη ποτάσας στο αίμα

Αρμζ. Hypolipidemia– υπό + λίπος + αίμα, χαμηλά επίπεδα λιπιδίων στο αίμα

Αρμη. Hypomania– κατάσταση πρόδρομη της μανίας

Αρμθ. Hyponymy– υποκείμενη έννοια (έναντι υπερκειμένης)

Αρν. Hyponatremia _ υπό + νάτριον + αίμα, έλλειψη σόδας στο αίμα

Αρνα. Hypophosphite – υπό + φωσφίτης, άλαςσόδας

Αρνβ. Hypophosphatemia – υπό + φώσφορος + αίμα, χαμηλόφωσφορικό άλας στο αίμα

Αρνγ. Hypophosphatasia– έλλειψη ασβεστίου ή άλλου μετάλλου στα οστά

Αρνδ. Hypophosphorus– υποφωσφορικό οξύ 

Αρνε. Hypophysis– υπόφυσις

Αρνστ. Hypoplasia – υπoπλασίαοργάνου

Αρνζ. Hypopnea– υπόπνοια, χαμηλό επίπεδο αναπνοής

Αρνη. Hyposcenium– υπό + σκηνή, χαμηλός τοίχος μπροστά στη σκηνή στα ελληνικά θέατρα

Αρνθ. Hypospray- υποψεκασμός, εμβληματική υποδόρια έγχυση φαρμάκου στο Star Trek, που αντικαθιστά την κλασική βελόνα της ένεσης 

2287. Hypostasis, Hypostatic, Hypostasize – υπόστασις, ουσία

2288. Hypostyle – υπόστυλος

Αρξ. Hypotarsus – υποταρσός

2289. Hypotenuse – υποτείνουσα

2290. Hypothec, Hypothecary, Hypothecate, Hypothecation, Hypothacator- υποθήκηtka

Αρξα. Hypothermia, Hypothermic – υποθερμία

2291. Hypothesis, Hypothesize, Hypothetical, Hypothetically – υπόθεσις

Αρξβ. Hypothyroidism, Hypothyroid – υποθυρεοειδισμός, υποθυρεοειδικός

Αρξγ. Hypotonia – υποτονία, χαμηλό επίπεδομυϊκούτόνου

Αρξδ. Hypotrophy – υπό + τροφή, υποσιτισμός (και όχι βέβαια υποτροφία!)

Αρξε. Hypotyposis– υποτύπωσις, ζωντανή παρουσίαση ενός θέματος

Αρξστ. Hypoxemia– υποξαιμία

Αρξζ. Hypoxia– υπό + οξυγόνον, έλλειψη οξυγόνου

2292. Hypsometer, Hypsometry – υψόμετρον, υψομέτρησις

2293. Hyrax- ύραξ, νανομυγαλή

2294. Hyssop -ύσσωπος, κάπαρη, αρωματικό χόρτο

Αρξη. Hysterectomy – υστερεκτομή

Αρξθ. Hysteresis – υστέρησις, καθυστέρηση. Στο περίφημο διήγημα του Άρθουρ Κλαρκ “Superiority” (Ανωτερότητα) κάποιοι επιστήμονες είχαν αναπτύξει τρομαχτικά όπλα με τη διαφορά ότι είχαν “hysteresiseffect”, δηλαδή καθυστερούσαν να ενεργοποιηθούν, όντας εντελώς αναποτελεσματικά! Μακάρι να ήσαν έτσι όλα τα όπλα, με τα οποία μάς φοβερίζουν οι απανταχού ηγέτες!

2295. Hysteria, Hysteric, Hysterical, Hysterically, Hysterics – υστερία, υστερικός

Αρο. Hysterography, Hysterosalpingography, Hysteroscopy – υστέρα (μήτρα) + σάλπιγξ + γράφωήσκοπώ, μητροσκόπηση, εξέτασησαλπίγγων

2296. Hysteron – ύστερον

2297. Hysteron – Proteron- πρωθύστερον

2298. Hysterotomy – υστερεκτομή

                 I

2299. Iambic, Iambics, Iambus- ίαμβος

2300. Ιatrical – ιατρικός

Αροα. Iatrogenesis – ιατρός + γένεσις, παρενέργεια από ιατρική θεραπεία

Αροβ. Iberia, Iberian – Ίβηρες, Ιβηρίαεκ του ποταμού Έβρου

Αρογ. Icarians– σοσιαλιστικό ουτοπικό κίνημα που ιδρύθυκε από τον Cabetκαι μεταφέρθηκε έπειτα και στην Αμερική

2301. Ichneumon – ιχνεύμων, μαγκούστα, ινδικός ερπηστής 

2302. Ichnography – ιχνογραφία

2303. Ichnolite – ίχνος + λίθος, ίχνος απολίθωμα

2304. Ichor, Ichorous – ιχώρ, αίμα των θεών

2305. Ichthyocol (ιχθυόκολλα), Ichthyography, Ichthyoid, Ichthyolite (απολίθωμα ψαριού), Ichthyologist, Ichthyology, Ichtyophaga(ιχθυοφάγος, είδοςθαλασσινούαετού), Ichthyophagy (ιχθυοφαγία), Ichthyornis (ιχθυόρνις), Ichthyosaurus, Ichthyosis(δερματική αρρώστια με απεχθή λέπια) – ιχθύς

2306. Icon, Iconoclasm, Iconoclast, Iconoclastic (εικονοκλάστης), Iconography, Iconolatry (εικονολατρία), Iconology, Iconometric (εικονομετρία) – εικών

Αροδ. Iconostasis – εικονοστάσιον

2307. Icosahedron, Ikosahedron – εικοσάεδρον

2308. Icteric, Icterus – ίκτερος

Αροε. Ictinaetus – ικτίνος, αετός

Αροστ. Ictinia – ικτίνος, αετός, γεράκι

Αροζ. Ictus (κτύπημα), Ictonyx – ικτίνος, ικτώνυξ, περδικογέρακο

2309. Idea, Ideal, Idealess, Idealism, Idealist, Idealistic, Ideality, Idealization, Idealize, Ideally, Ideate – ιδέα

2310. Ideogram, Ideograph – ιδέα + γράφω – ιδεόγραμμα

2311. Ideologist, Ideology – ιδεολογία

2312. Idiocy, Idiot, Idiotic, Idiotically – ιδιωτεία, ιδιώτης

Αροη. Idiolect– ιδιόλεκτον, χαρακτηριστική ομιλία συγκεκριμένου προσώπου

2313. Idiom, Idiomatic, Idiomatically- ιδίωμα

2314. Idiopathic, Idiopathy – ιδιοπάθεια, ιδιοπαθής

2315. Idiosyncrasy, Idiosyncratic – ιδιοσυγκρασία

2316. Idol, Idolater, Idolatrous, Idolatry (ειδωλολατρία), Idolization, Idolize, Idolizer, Idolum – είδωλον (Δημόκριτος)

2317. Idyll, Idyllic- ειδύλλιον, φυσιολατρικό είδος ποιήματος

2318. Ignobility, Ignoble, Ignobly, Ignominious, Ignominiously, Ignominiousness, Ignominy (μηαναγνώρισις), Ignoramus, Ignorance (άγνοια), Ignorant, Ignorantly, Ignore – γιγνώσκω, γνώσις

2319. Iguanodon – ιγκουάνα + οδούς

2320. Ileum – ειλεός

2321. Iliac, Iliad, Ilium – Ίλιον

2324. Illogical, Illogically – στερητικόν + λογική

Αροθ. Illume, Illuminant, Illuminate, Illuminati (πεφωτισμένοι, συνήθωςόπωςοιίδιοινομίζουν), Illumination, Illuminative, Illuminator, Illumine, Illuminism – in (εντός) + λατινικό lux εκτουλύκη, λύχνος, φωτεινός

2325. Imitate, Imitation, Imitator μεπολλάπαράγωγα – μιμούμαι, μίμησις

2326. Immanence, Immanency, Immanent – μένω, εμμένω

2327. Imiscibility, Immiscible – στερητικόν + μιγνύω

2328. immitigable, Immitigably- στερητικόν + mitis (μαλακός, επιεικής, σχέσημεμέσονκαιμέτρον) + άγω, αμετρίαστος

2329. Impale, Impalement –  εν(in) + πήγνυμι, πάσσαλος

2330. Imparadise – εν + παράδεισος

2331. Imparisyllabic – impar (άνισος) + συλλαβή, ανισοσύλλαβος

2332. Impassable, Impassableness, Impassably, Impasse, Impassibility, Impassible – στερητικόν + πετάννυμι, εξαπλώνομαι

2333. Impassion, Impassionable, Impassioned – εν (in) + πάθος, εμπαθής, παθιασμένος

Αρπ. Impassive, Impassively, Impassiveness, Impassivity – στερητικόν + πάθος, μηυποκείμενοςσεπάθος

2334. Impedance, Impede, Impediment, Impedimenta, Impedimental, Impeditive –  in (εν) + πους, θέτωεμποδών, εμποδίζω

2335. Impeller – in (εν) + πέλω (κινούμαι, χτυπώ, συμβαίνω), παλμός, πελταστής

2336. Impersonal, Impersonality και πολλά παράγωγα – “persona” = μάσκα, σχέση με πρόσωπον, προσωπείον

2337. Impinge, Impingement – εμπήγνυμι, εμπηγνύω

2338. Implement, Implemental, Impletion- εν (in) + πληρώ

2339. Implicate, Implication, Implicative, Implicit, Implicitly, Implicitness, – εν (in) + πλέκω, εμπλέκω, αναμιγνύω

Αρπα. Imply, Implied, Impliedly  – εν (in) + διπλόω -ω, υπαινίσσομαι

2340. Impolite, Impolitely, Impoliteness, Impolitic, Impoliticly – στερητικόν + πολίτης, πολιτικός, εκπολιτισμένος

2341. Impracticability, Impractible, Impracticableness, Impracticably- στερητικόν + πράξις, πρακτικός

2342. Impress, Impression και πολλά παράγωγα – εν (in) + προίστημι, πιέζω δια προεξοχής

Αρπβ. Impressionism, Impressionist – βλ. παραπάνω, τέχνη μετάδοσης γενικής εντύπωσης χωρίς σημασία στις λεπτομέρειες με προεξάρχουσα μορφή τον Κλωντ Μονέ

2343. Imprint κ.λπ. – εκ του press, βλ. αμέσως ανωτέρω

2344. Imprison, Imprisonment – εν (in) + επαίρω, φυλακίζω

Αρπγ. Impugn, Impugner, Impugnable – εν (in) + πυγμή, επιτίθεμαιλεκτικά, ζητώτολόγο

Αρπδ. Impunity – εν (in) + ποινή, εξαίρεση από ποινή, ασυλία

2345. Impulse, Impulsion, Impulsive, Impulsively, Impulsiveness- εν (in) + πέλω (κινούμαι, χτυπώ, συμβαίνω), παλμός, πελταστής

2346. Inanimate, Inanimation – εν (in) + anima, άνεμος

2347. Incarnate, Incarnation – εν (in) + κρέας, σαρξ, πρ. ινδ. Ευρ. Sker, σχίζω

2348. Incendiarism, Incendiary – πρ. ινδ. Ευρ. kand, κανδήλη, καίω

2349. Incense, Incension – εν (in) + κόνις, καύσιςθυμιατού

2350. Inchoate, Inchoately, Inchoation, Inchoative – εν (in) + χοή, αρχίζω

2351. Incinerate, Incineration, Incinerator – εν (in) + κόνις

2352. Incise, Incised, Incision, Incisive, Incisor – εν (in) + πρ. ινδ. Ευρ. Caed, κόπτω

Αρπε. Incite, Incitant, Incitation, Incitement – εν (in) + πρ. ινδ. Ευρ. ”keie”, κινώ

2353. Inclinable, Inclinableness, Inclination, Incline, Inclined, Inclinometer (μετρητήςκλίσηςσεπλοίο) – εν + κλίνω, τείνω

2354. Inclosure, Include, Included, Inclusion, Inclusive, Inclusively – εγ + κλείω, εγκλείω

2355. Incog, Incogitable, Incognita, Incognito, Incognizible, Incognoscible – στερητικόν + γνώσις, άγνωστος

2356. Inconclusive, Inconclusively, Inconclusiveness- στερητικόν + con + κλείω, ατελέσφορος, μηκαταληκτικός, μησυμπερασματικός

2357. Inconsistence, Inconsistency, Inconsistent, Inconsinstently – στερητικόν + con + ίστημι, ίσταμαι, ασυνεπής

2358. Inconstance, Inconstancy, Inconstant, Inconstantly- στερητικόν + con + ίστημι, ίσταμαι, ασταθής

2359. Incontinence, Incontinency, Incontinent, Inocontinently –στερητικόν + con + τείνω, μηαυτοσυγκράτηση

2360. Incrassate, Incrassation – εν + κράσις, παχύνω, καθιστώκάτιισχυρομελές

2361. Indeciduous (μηφυλλοβόλος), Indecision, Indecisive, Indecisively, Indecisiveness- στερητικόν + de (από) + πρ. ινδ. Ευρ. Caed, κόπτω, αναποφασιστικότητα

2362. Indeclinable, Indeclinably – στερητικόν + κλίνω, άκλιτος

2363. Indo-, Indo-european, Indonesian, Indian, Indium, Indicumμεπολλάπαράγωγα – Ινδός, Ινδικός (Ηρόδοτος)

2364. Indifference, Indifferent, Indifferentism, Indifferentist, Indifferently- στερητικόν + διαφορά, αδιαφορία

2365. Indistinct, Indistinctly, Indistinctness, Indistinguishable – στερητικόν + δια + στίξις, αδιακρίτως

2366. Indocile,Indocility – στερητικόν + δουλεία, δουλικός

2367. Indoctrination – εν (in) + διδάσκω, διδαχή

2368. Indolence, Indolent, Indolently – στερητικόν + δόλος, αλυπία, αμεριμνησία

2369. Indomitable – στερητικόν + δόμος, αδάμαστος

2370. Indoor – εν (in) + θύρα

2371. Indurate, Induration – εν (in) + δούρειος, δρυς, σκληραίνω

2372. Inelastic – ανελαστικός

2373. Inelegibility, Ineligible, Ineligibly – στερητικόν + εκλέγω

2374. Infamous, Infamously, Infamy – στερητικόν + φήμη, κακόφημος

2375. Infer, Inferable, Inference, Inferential, Inferentially- εν (in) + φέρω, συμπεραίνω

2376. Inflame, Inflammability, Imflammable, Inflammation, Inflammatory – εν (in) + φλοξ, βάζωφωτιά, εύφλεκτος

2377. Ingenious, Ingeniously, Ingeniousness, Ingenue, Ingenuity, Ingenuous, Ingenuously, Ingenuousness- εν (in) + γένος, εγγενήςποιότης

2378. Inharmonic, Inharmonious, Inharmoniously – στερητικόν + αρμονία

2379. Inhume – εν (in) + χυμός, θάπτω

2380. Ink, Inkbag, Insac, Inkwell, Inky – enque (γαλ.), έγκαυστον

2381. Innervate, Innervation – εν (in) + νεύρον, ερεθίζω

2382. Innominate – στερητικόν + όνομα, ανώνυμος

2383. Inorganic – στερητικόν + όργανον, ανόργανος

Αρπστ. Inotropic– ουσίες που επηρεάζουν την καρδιακή συστολή

2384. Insectivore, Insectovorus- insectum (έντομον) + βορά

2385. Insectology – insectum + λόγος

2386. Insist, Insistence, Insistent – εν (in) + ίστημι, ίσταμαι, επιμένω 2387. Inspissate, Inspissation – εν (in) + σπίδιος, σπιδής (ευρύς), πήζω

2388. Instability – εν (in) + ίστημι, ίσταμαι

2389. Instance, Instancy, Instant, Instantaneous, Instantaneously, Instanter, Instantly – στάσις, ένστασις, περίστασις, στιγμή

2390. Instate – εν + ίστημι, ίσταμαι, εγκαθιστώ

2391. Instead –στερητικόν + ίστημι, ίσταμαι, αντ’ αυτού, στη θέση κάποιου

2392. Instigate,Instigation, Instigator – εν (in) + στίζω, στίγμα, παρακινώ

2393. Instil, Instillation, Instillment – εν (in) + στίλη, σταγών, ενσταλάζω, απόσταξις

2394. Instinct, Instinctive, Instinctively- ένστικτον, εν + στίλη

2395. Institute, Institution, Institutional- εν (in) + ίστημι, ίσταμαι, ίδρυμα

2396. Insupressible, Insuppressibly – στερητικόν + sub + προίστημι, πιέζωδιαπροεξοχής, ακαταπίεστος

2397. Intangibility, Intangible, Intangibly- στερητικόν + τάσσω, τάσσειν, ανάγγιχτος

2398. Integer, Integral, Integrally, Integrant, Integrate, Integration, Integrity- στερητικόν + τάσσω, τάσσειν, ανέγγιχτος, ακέραιος

2399. Integument, Integumentary- εν (in) + tegere, στέγειν, στέγωμεαπαλοιφήτου «σ», κάλυμμα,εριούχον, ρούχο

2400. Intellect, Intelligence και αμέτρητα παράγωγα – intus (λατινική εκδοχή του «εντός» + λέγω, συλλέγω εσώτερα νοήματα, διάνοια

2401. Intend, Intendancy, Intendant, Intended, Intendedly, Intendment- εν (in) + εντείνω, πρόθεσις

2402. Intense, Intension, Intensive, Intent καιπολλάπαράγωγα- εν (in) + εντείνω, πρόθεσις

2403. Interatomic, Interatomical – inter + άτομον, διατομικός

2404. Interdenominational – inter + de (από) + όνομα, διαθρησκευτικός

2405. Interest, Interested, Interesting, Interestingly – inter + είναι, ειμί, συμφέρον, τόκος, ενδιαφέρον

2406. Interfere, Interference, Interferer, Interfering, Interferometric – inter + φέρω, παρεμβάλλω

2407. Interfoliate – inter + φύλλον, εισάγωπρόσθετοφύλλο

Αρπζ. Intergalactic – διαγαλαξιακός

2408. Intermediary, Intermediate, Intermedium καιπολλάπαράγωγα – πρ. ινδ. Ευρ. medyo- μέσον, μεσότης

2409. Interminable, Interminableness, Interminably – στερητικόν + τέρμα, χωρίςτέλος

2410. Intermingle, Intermix – inter + μιγνύω

2411. Interoceanic -inter + ωκεανός

2412. interpellate, Interpellation – inter + πέλω (κινούμαι, χτυπώ, συμβαίνω), διακόπτω

Αρπη. Interphasic- ευρισκόμενος μεταξύ φάσεων 

2413. Interplanetary – inter + πλανήτης

τλβ. Interplex – inter + πλέκω

2414. Interpolar, Interpolate, Interpolation, Interpolator – inter + πόλος, εκ δύο εξωτερικών πόλων συνάγω αυτό που βρίσκεται ανάμεσα

Αρπθ. Interspatial – δια + διάστημα, διαπερνών πολλούς χώρους

2415. Intersperse, Interspersion – inter + σπείρω, διασπείρω

2416. Interstice, Intersticial – inter + στίζω, στίγμα, θέτωκενόνμεταξύπραγμάτων

2417. Interstratified – inter + στρώννυμι, στρώμα, στρατία, στρατός

2418. Intertangle – inter + τάσσω, τάσσειν

2419. Intitulate – εν (in) + τίτλος

2420. Intonate, Intonation, Intone – εν (in) + τόνος, ηχώ, αντηχώ

2421. Intoxicant, Intoxicate, Intoxicating, Intoxication – εν (in) +τοξίνη (δηλητήριοεπίβέλους)

Αρq. Intractability, Intractable, Intractableness, Intractably – in (στερητικό) + ταύρος, ταυρίζω, τραβώ, ακολουθώπορείαήσημάδια, ομηδυνάμενοςναγίνειαντικείμενοχειρισμού

Aρqα. Intransitive, Intransitively – in (στερητικό) + trans (διαπερνώ διαμέσου) + είμι, ιέναι, αμετάβατος, μη δυνάμενος να μεταβιβασθεί ή διαβιβασθεί

Αρqβ. Intrathoracic–ενδοθωρακικός

Αρqγ. Intrepid, Intrepidity – in (στερητικό) + τρέμω, τρόμος, άφοβος, ατρόμητος

Αρqδ. Inverse, Inversion – εν (in) + βέλτερον, βέλτιον, βελτιώνω (μετάπτωση του λάμδα σε ρο)

Αρqε. Invert, Invertedly, Invertible – εν (in) + βέλτερον, βέλτιον, βελτιώνω

Αρqστ. Invest, Investment, Investor – εν (in) + εστία, εστιακόχιτώνιο, ενδύω, επενδύω

2422.Iodal, Iodate, Inodine, Iodism, Iodize, Iodoform- ιώδιον, ίον (μενεξές) + είδος

2423. Iolite – ίον + λίθος, διαφανές μαγνήσιο, αλουμίνιο

2424. Ion, Ionic, Ionium, Ionizetion, Ionize – ιόν

2425. Ionic, Ionium- ιωνικός, Ιόνιον

Αρqζ. Ionogram– ιονόγραμμα, καταγραφή της ιονόσφαιρας

Αρqη. Ionone– ίον (μενεξές), μίγμα αρωμάτων

Αρqθ. Ionosphere – ιονόσφαιρα

Ασ. Iota– το γράμμα «ιώτα», γιώτα

Ασα. Iotacism– ιωτακισμός

Ασβ. Ipomea– ίψ (ιπός), σκουλήκι που τρώει κέρατα και ξύλα, το φυτό «ιπομαία η προφυρή», γνωστή και ως «πρωινή δόξα»

2426. Irene, Irenikon – ειρήνη

2427. Iridacious, Iridectomy (ιριδεκτομή), Iridology(ιριδολογία), Iridescence, Iridescent, Iridium (ιρίδιον), Iris – Ίρις, ουράνιοτόξο

2428. Ironic, Ironical, Ironically, Irony – ειρωνία

2429. Irradiance, Irradiant, Irradiate, Irradiation – ρίζωμα, ραδινός (λεπτός, λυγερός, εκτεινόμενος), λάμπω

2430. Irrecognizible – στερητικόν + re + γιγνώσκω, γνώσις, μη διαπιστώσιμος

2431. Irremediable, Irremediableness – στερητικόν + re + πρ. ινδ. Ευρ. medyo, μέσον, μεσότης, αθεράπευτος

2432. Irrepressible, Irrepressibly –  στερητικόν + re + προίστημι, πιέζωδιαπροεξοχής, ακαταπίεστος

2433. Irresistibility, Irresistible, Irresistibleness, Irresistibly – στερητικόν+ re + ίστημι, ίσταμαι, ακαταμάχητος

2434. Irretentive – στερητικόν + τείνω, μη συγκρατούμενος

2435. Isagoge, Isagogic, Isagogics – εισάγω, εισαγωγή

Ασγ. Isallobar – ίσος + άλλος + βάρος, ισαλλοβαρής, χάρτης σημείων με ίδια ατμοσφαιρική πίεση

2436. Isandrous – με ισάριθμους στήμονες

2437. Isanthous – με ισάριθμα άνθη

Ασδ. Isarithm(ισάριθμος), Isohypses (ισοϋψής), Isoline, Isopleth- καμπύλη που συνδέει σημεία με ίση μαθηματική παράγωγο

Ασε. Isohydric – φαινόμενοεξισορρόπησης μεταξύ οξέων και βάσεων σε ένα διάλυμα

Ασστ. Ischemia, Ischemic – ισχαιμία, ισχαιμικός

2438. Ischial, Ischiatic – ισχίον

Ασζ. Isentropic– ιδανική θερμοδυναμική διαδικασία, που είναι και αναστρέψιμη και «αδιάβατη» με την έννοια της μη απώλειας ενέργειας, μάζας ή θερμότητας προς το περιβάλλον

Αση. Island – άλας, νήσος

2439. Isobar, Isobarometric -ισοβαρομετρικός

Ασθ. Isobath- ισοβαθής γραμμή που συνδέει υποθαλάσσια σημεία

2440. Isochimenal – ίσος + χειμών, ίση θερμοκρασία χειμώνος

Ασι. Isochoric – ισοχωρικός, ισομετρικός, ισο- ογκικός

2441. Isochromatic, Isochromate – ισοχρωματικός

2442. Isochronism, Isochronic – ισόχρονος

2443. Isocinetic – ισοκινητικός

2444. Isoclinal – ισοκλινής

2444. Isoconvective – ισο-επαγωγικός

2445. Isodont – ομοιόδοντος

2446. Isodynamic-  ισοδύναμος

Ασια. Isodyne – είδος μπαταρίας

Ασιβ. Isoelectric – ίσος + ηλεκτρικός, ηλεκτρικά ουδέτερομόριο

Ασιγ. Isoetes– ισοετής, είδος λυκόποδου φυτού

Ασιδ. Isogamy– ισογαμία, πολλαπλασιασμός δια ομοειδών γαμετών

2447. Isogeny- ίσος + γένος, κοινή καταγωγή

2448. Isogeothermal – ίσος + γεωθερμική ενέργεια

Ασιε. Isogloss– ίσος + γλώσσα, γεωγραφικό όριο συγκεκριμένου γλωσσολογικού χαρακτηριστικού

2449. Isognathous – ομοιόγναθος

2450. Isogone- ισογώνιος, ομοιόγωνος

Ασιστ. Isogrid – ίσο πλέγμα

Ασιζ. Isogram – ισογραμματικός

Ασιη. Isoionic– μόριο που έχει ίση ποσότητα θετικού και αρνητικού ηλεκτρικού φορτίου

Ασιθ. Isoleucine– ίσος +λευκός, αμινοξύ για βιοσύνθεση πρωτεϊνών

2451. Isolinear – ισογραμμικός

Ασκ. Isolitic, Isolyne, Isolytic- όπλο, που επιφέρει διαταραχή του υποδιαστήματος (κβαντικού υποσυρώματος) (Star Trek)

Ασκα. Isologous, Isologue – ισόλογος, δύο οργανικά συστατικά με ομοειδή δομή 

2452. Isomagnetic – ισομαγνητικός

2453. Isomatrix – ίση, ισορροπημένη μήτρα

2452. Isomer, Isomeric, Isomerism – ισομερής

2453. Isometric – ισομετρικός

Ασκβ. Isomodulator – μετατροπέας εκτεινόμενος σε όλη την επιφάνεια

Ασκγ. Isomolecular – ισομοριακός

2454. Isomorphic, Isomorphous -ισόμορφος, ομοιοστατικός, συμμετρικός προς τον εαυτό του, εξελιγμένο ολογράφημα (Star Trek)

2455. Isonomy – ισονομία

2456. Isopathy – ομοιοπαθητική

2456. Isopiestic – ισοπιεστικός, ασκών ή δεχόμενος ομοιόμορφα κατανεμημένη πίεση

2457. Isopod, Isopodous – ισόποδος

Ασκδ. Isoprene-ισοπρηνής, ασταθές και πτητικό χημικό στοιχείο

Ασκε. Isoptera– ισόπτερα, τερμίτες

2458. Isopulses – ίσος +πέλω, παλμός, ισοπαλμικός

Ασκστ. Isopyre – ακάθαρτο οπάλιο που περιέχει αλουμίνα, ασβέστη και σίδηρο

Ασκζ. Isorems – μονάδες μέτρησης ακτινοβολίας

2459. Isosceles- ισοσκελής

2460. Isoseismal – ισοσεισμικός, συνδέων σημεία ίσης σεισμικής δραστηριότητας

Ασκη. Isostasy– ίσος + ίστημι, ίσταμαι, ισορροπία μεταξύ του φλοιού και του μανδύα της Γης 

Ασκθ. Isosyllabic– ισοσύλλαβος

Ασλ. Isosynaptic – αφορών όλες τις συνάψεις του εγκεφάλου (Star Trek)

2461. Isotheral – έχων ίση θερμοκρασία θέρους

2462. Isotherm, Isothermal –ισόθερμος

2463. Isoton, Isotonic – ισότονος, ισχυρό εκρηκτικό (Star Trek)

2464. Isotope – ισότοπον

2465. Isotropic – ισότροπος

2466. Isthmus, Isthmian – ισθμός

Ασλα. Ithyphallic– ιθυφαλλικός, θεότητα με διεγερμένο πέος

Ασλβ. Ixodes– ιξώδης, είδος ακάρεως

2467. Ixolite – ιξόλιθος

             J

2468. Jacinth – υάκινθος, οξείδιο του ζιρκονίου

2469. Janus, Janus -faced – ιέναι, Ιανός, διπρόσωπος

2470. Jasper, Jaspery, Jaspidean, Jaspideous- ίασπις (Πλάτων)

2471. Jealous, Jealously, Jealousy – ζήλος, απόπειραμίμησης, ζήλεια

2472. Join, Joinder, Joint, Jointed καιπολλάπαράγωγα – Ζευς, ζευγνύω, ζυγός

2473. Jot, Jotting – ιώτα, μνημόνιο

Ασλγ. Jujube – ζίζυφον, χουρμάς

2474. Junction, Juncture – Ζευς, ζευγνύω, ζυγός

                    Κ

2475. Kainite- καινός, θειϊκήένωση, λίπασμα

2476. Kakistocracy – κακιστοκρατία, κατάληψητων δημόσιων αξιωμάτων από τους κάκιστους και χείριστους (παγκόσμιο φαινόμενο)μία λέξη που πρέπει να επαναφέρουμε στο λεξιλόγιό μας

2477. Kaleidoscope – καλόν είδος + σκοπώ, καλειδοσκόπιον

Ασλδ. Kaliemia – calium + αίμα, ανίχνευσηποτάσαςστοαίμα

2478. Kamptulikon – καμπτόν υλικόν, ύφασμα

2479. Kapnography- καπνογραφία

Ασλε. Karyogamy – κάρυον + γάμος, τήξηδύοαπλοειδώνπυρήνωνσεευκαρυωτικάκύτταραήδιπλοειδείςζυγώτες

Ασλστ. Karyokinesis – κάρυον + κίνησις, μίτωση, διαίρεση κυττάρων

Ασλζ. Karyolysis– διάλυση της χρωματίνης επί θνήσκοντος κυττάρου

Ασλη. Karyon – καρύδι, μέρος του κυττάρου που περιέχει το DNA

Ασλθ. Karyopycnosis-  κάρυον + πύκνωσις, συμπύκνωση χρωματίνης σε πυρήνα θνήσκοντος κυττάρου

Ασμ. Karyorrhexis– κάρυον + ρήξις, ρήξη θνήσκοντος κυττάρου

Ασμα. Karyotype– εμφάνιση συστήματος χρωματοσωμάτων σε οργανισμό

Ασμβ. Katabasis– το ταξίδι στον κόσμο των νεκρών, Νέκυια

2480. Katabolism – καταβολισμός 

Ασμγ. Kemocite – κύμα, κυματικός, πολυφασικό ισότοπο ραδιολυτικού υλικού (Star Trek)

2481. Kenosis – κένωσις

Ασμδ. Kenotron– κενός + ηλεκτρόνιο, αεροστεγής δίοδος για εξισορρόπηση ηλεκτρικών φαινομένων υψηλής τάσης

2482. Keramic – κέραμος

2483. Kerasine – κερατοειδής, κέρας (ορυκτό)

2484. Keratin- κερατίνη μαλλιών 

2485. Keratitis- φλεγμονή του κερατοειδούς

Ασμε. Keratoacanthema – κερατοακάνθος, όγκοςτουδέρματος

Ασμστ. Keratoconus – κερατόκωνος, πάθησητουματιού

Ασμζ. Keratogenesis- κέρας + γένεσις, παραγωγή κερατοειδών κυττάρων ή ιστών

Ασμη. Keratoplasty– κέρας, πλαστική της κόρης του ματιού

2486. Keratose – κέρας, κέρατο, σκληρή ουσία στα σφουγγάρια

Ασμθ. Keratotomy– κερατοτομία

Ασν. Kerberos – κέρβερος, φύλακας του Άδη, σύγχρονη μέθοδος εξακρίβωσης αμοιβαίας αυθεντικότητας και ταυτοποίησης στα πληροφοριακά συστήματα

2487. Kerosene – κηρός, κηροζίνη

2488. Kilocycle- χιλιόκυκλος

2489. Kilodyne – δύνη, κιλοδύνη, δύναμη κίνησης επί γραμμαρίου

2490. Kilogram, Kilogrammetre – χιλιόγραμμον

2491. Kilolitre, Kilowatt, Kiloton– χίλιοι

2492. Kilometre- χιλιόμετρον

Ασνα. Kiloton– χιλιότονος, μέτρηση εκρηκτικού ή μαγματικού φορτίου

Ασνβ. Kinase– κίνησις, ένζυμο για τη μετάδοση φωσφορικών αλάτων

2493. Kindle, Kindler, Kindling – πρ. ινδ. Ευρ. kand, κανδήλη, καυσόξυλα

2494. Kinema, Kinematical, Kinematics, Kinematograph (κινηματογράφος), Kinematography, Kinetic – κινώ, κίνησις

Ασνγ. Kinesiotherapy – κινησιοθεραπεία

Ασνδ. Kinesthetic – κιναισθητικός

Ασνε. Kinetoscope – κινητοσκόπιον, συσκευή προς προβολή κινούμενων εικόνων

Ασνστ. Kinoplasmic, Kinoplastic – ραδιενεργήακτινοβολίαπουεπηρεάζειτουςκομπιούτερς (StarTrek)

2495. Kirk –  κίρκος (ιέραξ, δακτύλιος), περίβολος εκκλησίας

Ασνζ. Kiss, Kissed, Kisser – κυνέω, ώ (αόρ. έκυσσα), φιλώ

2496. Klepht, Kleptomania – κλέπτω, κλοπή

Ασνη. Klystron – κλείστρον, δοκιμαστικός σωλήνας σε συνθήκες κενού

2497. Know, Knowable, Knowledge και αμέτρητα παράγωγα – το θέμα “kn” σχετίζεται σίγουρα με το θέμα “gn” του γιγνώσκω, γνώσις

2498. Koniscope – κόνις + σκοπώ, μέτρηση σκόνης στην ατμόσφαιρα

 2499. Kryometer – μέτρηση κρύου, βλ. και λήμμα “cryo-„

2500. Krypton – κρυπτός, βλ. και λήμμα “crypto-”

2501. Kudos – κύδος, φήμη

2502. Kyanite, Kyanize – κυανός, πυριτικό άλας αλουμινίου

2503. Κymograph- κύμα + γράφω, κυματογράφος

2504. Kyrie (ελέησον), Kyriologic, Kyriological – κύριος  

                    L

Ασνθ. Labarum– λάβαρον (βυζαντινά Ελληνικά)

Ασξ. Labdanum(λάβδανο) – λάδανον (αρωματική τσίχλα)

2505. Labyrinth, Labyrinthian, Labyrinthic, Labyrinthiform, Labyrinthine- λαβύρινθος

2506. Labyrinthodont- λαβύρινθος + οδούς, γιγαντιαίααμφίβιαήάλλαζώαπου έχουν λαβυρινθώδεις σχηματισμούς δοντιών

Ασξα. Laccolith – λάκκος + λίθος, ηφαιστειογενής βράχος που κυρτώνει- καμπυλώνει τα υπερκείμενα πετρώματα

Ασξβ. Lacedaemonian- Λακεδαιμόνιος

2507. Lachesis – Λάχεσις, μοίρα

2508. Laconic, Laconical, Laconically, Laconicism Laconism- Λάκων, λακωνίζειν

2509. Lactate, Lactation, Lacteal, Lacteous, Lactescence, Lactescent, Lactic, Lactiferous, Lactometer, Lactoscope, Lactose – γάλα, γαλαξίας, μετ’ αφαίρεσητου «γα»

Ασξγ. Ladanum – λάδανον, ρητινώδεςαπόσταγμαφύλλων

Ασξδ. Lagomorpha – λαγωός + μορφή, λαγόμορφα

2510. Lagomys – λαγόμυς

2511. Lagophtalmy – λαγοφθαλμία

2512. Lagostoma – λαγόστομαLadanum – λάδανον, ρητινώδεςαπόσταγμαφύλλων

Ασξε. Lagomorpha – λαγωός + μορφή, λαγόμορφα

Ασξστ. Lagothrix – λαγωός + θριξ, «μαλλιαρός» πίθηκος

 2513. Laic, Laical, Laicize, Laity – λαϊκός

Ασξζ. Lambda – λάμδα, σύμβολοάλγεβραςκαιπληροφορικής

Ασξη. Lambdacism- υπερβολική εκφορά ή εσφαλμένη προφορά του «λάμδα»

2514. Lamia – Λάμια, Λάμνισσα

2515. Lamp, Lampion, Lampless, Lamplight, Lamplighter – λαμπάς, λάμπη, λαμπρός

2516. Lampadrome – λαμπαδηδρόμος

Ασξθ. Landocracy – land (γη) + κράτος, επικράτηση γαιοκτημόνων

2516. Laniferous – lana (μαλλί) + φέρω

2517. Lantern – λαμπάς, λάμπη, λαμπρός

2519. Lanthanite – λανθάνω, κρύπτομαι

Ασο. Lanthanum, Lanthanide – στοιχείο με ατομικό αριθμό λανθάνιου 

2520. Laodicean – Λαοδικεία, χλιαρός Χριστιανός

Ασοα. Laparotomy – λαπαροτομία, λαπαροτομή

2521. Lapidaran, Lapidary, Lapidation, Lapidify, Lapis – Lazuli – λάας, λας, πέτρα

Ασοβ. Lapsable, Lapse, Lapsed – λάπτω, γέρνω ή γλιστρώ για να πιω νερό

2522. Laryngeal, Laryngean, Laryngitis, Laryngology, Laryngophony, Laryngoscope, Laryngotomy, Larynx- λάρυγξ

2523. Latency, Latent, Latently – λήθη, λάθρα

2524. Latex, Laticiferous – (γα) -λάκτωμα + φέρω

Ασογ. Lathyrism -λάθυρος (όσπριο), αρρώστια λόγω κατανάλωσης οσπρίων που προκαλεί παράλυση στα αγγεία, νεύρα και οστά

Ασοδ. Latomy– λατόμος, ανατομία σωμάτων για λόγους μελέτης

2525. Latria – λατρεία

2526. Laura – λαύρα, μικρόςδρόμος

2526. Lavation, Lavatory, Lave, Laver – λούω

2527. Lay, Lay-clerk, Lay-communion, Layman κ.λπ. – λαϊκός

2528. Lazar, Lazaret, Lazarus – Λάζαρος, ελληνική απόδοση του Ελάζαρ

Ασοε. Leap, Leaper, Leapingly – λαιψηρός, πηδηχτός, πηδώ

Ασοστ. Lecanora, Lecanomycetes – λεκάνη, είδοςμυκήτων

2529. Lecithin – λέκιθος, κρόκος αβγού ή λίπος, συχνά ανακατεμένος με όσπρια

2530. Lectern, Lectionary, Lector, Lecture, Lecturer, Lectureship – λέγω

Ασοζ. Lectrazine -συστατικό για σταθεροποίηση καρδιάς – νεφρών (Star Trek)

Ασοη. Legate, Legation – λέγω, ονοματίζω, παρακαταθέτω, αποστέλλω, απεσταλμένος (ιδίως του Πάπα), πρεσβεία 

2531. Legion, Legionary- λεγεών, λέγω, συλλέγω

Ασοθ. Legume, Leguminous – λέγω, συλλέγω, όσπριον

Ασπ. Leiomyoma – λείος + μυς, λειομύωμα, καλοήθηςινώδηςόγκοςτωνμυών

2532. Lemma – λήμμα

2533. Lemnian – Λήμνος

Ασπα. Lemniscate – λημνίσκος (κορδέλα), οκτοειδέςγεωμετρικόσχήμα, σπείρατου Moebius

2524. Leo, Leonid, Leonin – λέων

2526. Leopard – λέων + πάρδαλις, πάνθηρ

2527. Leper, Lepra, Leprology, Leproma, Leprosy, Leprous,– λεπιδωτός, λεπίς, τσόφλι

2528. Lepidoid – λεπιδωτός, λεπίς, τσόφλι

2529. Lepidoptera, Lepidopterous – λεπιδόπτερον

2530. Lepidolite – λεπιδόλιθος, μαρμαρυγίας

Ασπβ. Lepidosiren – λεπίς, λεπιδωτός + σειρήνα, σμέρναήσαλαμάνδραΝοτίουΑμερικής

Ασπγ. Lepisosteus – λεπίς + οστόν, ζαργάνα

Ασπδ. Lepisma –  λεπίς, λεπιδωτός, ασημόψαρο (οικιακόέντομο), ψαλίδα

Ασπε. Leptocephalus–λεπτός + κεφαλή, διαφανής νύμφη χελιού

2531. Leptodactyl – λεπτοδάκτυλος

Ασπστ. Leptodon – λεπτός + οδούς, λεπτόδουςαετός

Ασπζ. Leptomeninges, Leptomeningeal – αφορώντοαραχνοειδέςτμήματωνμηνίγγων

2532. Lepton – λεπτόν, υποδιαίρεση δραχμής, στοιχειώδεςπεριστρεφόμενοσωματίδιο

Ασπη. Leptura– λεπτή ουρά, είδος σκαθαριών

2533. Lesbian – Λεσβία

Ασπθ. Leptospirosis – λεπτός + σπείρα, μόλυνσηαπό το βακτήριο σπειροχαίτη

2534. Lethal, Lethe, Lethean, Lethiferous – λήθη, θανατηφόρος, επιφέρων λήθη

2535. Lethargic, Lethargical, Lethargically, Lethargize, Lethargy- λήθαργος

2536. Letheon – θειϊκόςαιθήρ

Ασq. Leucanthemum – λευκάνθεμον

2537. Leucine, Leucite (πυριτικόάλας), Leucitic – λευκός

2538. Leucocyte – λευκοκύτταρος

2539. Leucocythemia- λευχαιμία, λευκός + κύτος + ευφωνικόθήτα

2540. Leucopathy, Leucosis, Leucous – λευκοπάθεια, κατάστασηαλμπίνο

2541. Leucorrhoea – λευκόρροια, μυξώδης ροή εκ του κόλπου

Ασqα. Leukemia, Leukemic  – λευχαιμία

Ασqβ. Leukodystrophy – λευκός + δυστροφία, εκφυλισμόςφαιάςουσίας

Ασqγ. Leukom – λεύκωματωνοφθαλμών

Ασqδ. Leukoencephalitis, Leukoencephalopathy – λευκός + εγκέφαλος, σύνολοασθενειώντηςφαιάςουσίαςτουεγκεφάλου

Ασqε. Leukomalacia – λευκός + μαλακός, νέκρωσηφαιάςουσίας

Ασqστ. Leukopenia-λευκοπενία, έλλειψη λευκών αιμοσφαιρίων

Ασqζ. Leukoplakia– λευκός + πλαξ, αρρώστια εμφάνισης λευκών πλακών στη στοματική κοιλότητα

Ασqη. Leukopoiesis– λευκός + ποίησις, δημιουργία λευκών αιμοσφαιρίων

Ασqθ. Leukotomy– λευκός + τέμνω, άλλο όνομα για λοβοτομή 

2542. Lexical, Lexikographer, Lexicographic, Lexicographical, Lexicography, Lexicologist, Lexicology, Lexicon, Lexigraphic, Lexigraphy- λέξις, λεξικόν

Ατ. Libation – λοιβή, σπονδή

2543. Lichen, Lichenic, Lichenin, Lichenoid, Lichenography, Lichenology, Lichenous – λείχω, λειχήν

Ατα. Light και αμέτρητα παράγωγα – λύκη, λυκαυγές, λυκόφως, αμφιλύκη, λύχνος, λυχνίον (λυχνάρι)

2544. Limnology – λιμνολογία, μελέτη λιμνών

2545. Limpet- λεπάς, πεταλίδα

2546. Limpid, Limpidity, Limpidness – λύμφη, λέμφος, νύμφη, διαυγής

2547. Linen, Linendraper, Linoleum, Linotype, Linseed (λινόσπορος), Linsey – λίνεος, λινός

2548. Lion, Lioncel, Lionel (Μέσι), Lioness, Lionheart, Lionhearted, Lionism, Lionize -λέων

Ατβ. Lipemia – συγκέντρωση λίπους στο αίμα

Ατγ. Lipid – λίπος, λιπίδιονή κηρώδης ουσία

Ατδ. Lipochrome– χρώμα διαλυόμενο σε λίπη

Ατε. Lipodystrophy – λίπος + δυστροφία, δυσχέρεια παραγωγής λιπωδών κυττάρων

2549. Lipogram – γραπτό σημείωμα, όπου ελλείπει ένα συγκεκριμένο γράμμα

Ατστ. Lipolysis – διάσπασηλίπους

2550. Lipoma – λίπωμα

Ατζ. Lipophil, Lipophobe – λιπόφιλος, λιπόφοβος

Ατη. Lipoprotein – λίπος + πρωτεΐνη, λιποπρωτεϊνη

Ατθ. Liposarcoma – λίπος + σαρξ, καρκίνοςπου προσβάλλει τα λιπώδη κύτταρα

Ατι. Lipothymia – λείπω + θυμός, λιποθυμία

Ατια. Lipotropic– λίπος + τρέπω, μεταφορά και μεταβολισμός λιπιδίων

2551. Litany – λιτανεύω, λιτανός (παρακλητικός)

2552. Lithanode – μπαταρία λιθίου

2553. Lithanthrax – λιθάνθραξ

2554. Litharge (λιθάργυρος), LIthate (λιθικό οξύ), Lithia, Lithiasis (λιθίασις), Lithic, Lithoid, Lithoidal (λιθοειδής), Lithium (λίθιον) – λίθος

Ατιβ. Lithobid – λίθος + βίος, ουσία για έλεγχο μανιακών επεισοδίων

2555. Lithocarp -απολιθωμένος καρπός

2556. Lithochromatics – λίθος + χρώμα, χρώματα στην πέτρα

2557. Lithodome – δόμος από λίθο

2558. Lithogenous – λιθογενής

2559. Lithoglyph – ανάγλυφος σε πολύτιμο λίθο

2560. Lithograph, Lithographer, Lithographic, Lithography – λιθογράφος

2561. Litholabe – λιθολάβος, όργανο μέτρησης λίθων κατά τη λιθοτομία

2562. Lithologic, Lithology, Lithomancy- λίθος, λιθομαντεία

2563. Lithomargic, LIthonitic – πηλόςμεταξύλίθων

Ατιγ. Lithopedion – λίθος + παιδίον, αποτιτάνωση νεκρού εμβρύου προκειμένου να μη βλαφθεί η μητέρα

Ατιδ. Lithophaga– λιθοφάγος, μύδια που τρέφονται από τα τοιχώματα στα οποία προσκολλώνται

2564. Lithophagous – λιθοφάγος

2565. Lithophane – λιθοφανής, διακοσμητικήπορσελάνη

2566. Lithophotography – λίθος + φωτογραφία

2567. Litrhophyl – απολιθωμένοφύλλο

2568. Lithophyte – λιθόφυτον, κοράλλι

2569. Lithosis – λίθωσις, πέτραστουςπνεύμονες

2570. Lithosphere – λιθόσφαιρα

Ατιε. Lithothamnion – λίθος + θάμνος, κόκκιναφύκια

2571. Lithotint – ζωγραφικήσελίθο

2572. Lithotome, Lithotomic, Lithotomy – λιθοτομία

2573. Lithotripsy, Lithotritic, Lithotrity – λιθοτριψία

2574. Lithotype, Lithotypy – λιθοτυπία

Ατιστ. Lithotypography– λιθοτυπογραφία

2575. Litotes – λιτότης, ρητορικό σχήμα, όπου αντί να πούμε «κοντά» λέμε «όχι μακριά»

2576. Liturgic, Liturgical, Liturgist, Liturgy- λειτουργία (θρησκ.)

2577. Lobar, Lobe, Lobed, Lobular, Lobule –λοβός

Ατιζ. Lobectomy, Lobotomy- λοβοτομή

2578. Log – λόγος, το ημερολόγιο κυβερνήτη στο Star Trek (και όχι προς Θεού «κούτσουρο», όπως γράφουν οι υπότιτλοι της Τεχνητής Νοημοσύνης- υπάρχει βέβαια και αυτή η σημασία αλλά δεν έχει ελληνική καταγωγή)

2579. Logarithm, Logarithmetic, Logarithmic – λόγος + αριθμός, λογάριθμος

2580. Logic, Logical, Logically, Logician, Logist- λόγος, λογική

2581. Logistics – λόγος, λογισμός, υπολογισμός

2582. Logogram, Logography, Logogriph (λόγος + γρίφος), Logomachy (λογομαχία), Logopathy (λογοπάθεια),Logos, Lοgotype – λόγος

Ατιη. Logopedics – λόγος + παιδεία, μελέτη και θεραπεία διαταραχών της ομιλίας

Ατιθ. Logorrhea– λογοδιάρροια

Ατκ. Lophaetus – λοφηφόροςαετός

Ατκα. Lophoictinia – λοφίον + ικτίνος, αετόςμε τετράγωνη ουρά

Ατκβ. Lophophore – λοφίον + φέρω, πτηνόφέρονλοφίο

Ατκγ. Lophotriorchis– λοφίον + τρία + όρχις, ερυθροκίτρινος κοιλαράς αετός

Ατκδ. Lophospiza– λοφίον + σπίζα ή σπίνος, διπλοσάινο, σαϊνι

2583. Lotus – λωτός

Ατκε. Loxocosm- λοξός + κόσμος, ρολόι περιστροφής ήλιου και φεγγαριού, καθώς και αλλαγής εποχών

Ατκστ. Loxoclase – λοξός + κλάσις, είδος λοξοκομμένου αστρία με πολλή σόδα

2584. Loxodromic, Loxodromical, Loxodromics, Loxodromism – λοξόςδρόμος, λοξοδρομία

Ατκζ. Loxodon – οέχωνλοξούςοδόντες

Ατκη. Loxolophodont– λοξός + λόφος + οδούς, ο έχων τραπεζίτες με λοξές κορυφές (κυρίως επί οπληφόρων) 

Ατκθ. Loxotomy– λοξός + τομή, πλάγια τομή, κοπή υπό κλίση

2585. Lucid, Lucidity, Lucidly, Lucidness, Lucimeter, Lucubrate, Lucubration- λατινικόluxεκτουλύκη, λύχνος, φωτεινός

2586. Lucifer, Luciferian, Luciferous – lux (λύκη, λύχνος) + φέρω, Εωσφόρος

2587. Ludicrous, Ludo – λίνδεσθαι (αμιλλάσθαι), παιγνιώδης

2588. Lugubrious, Lugubriously – λυγρός, πένθιμος

2589. Luminant, Luminary, Luminescence, Luminescent, Luminiferous (φωτοφόρος), Luminosity, Luminous, Luminousness – λατινικόluxεκτουλύκη, λύχνος, φωτεινός

2590. Lunacy, Lunar, Lunarian, Lunary, Lunate, Lunatic, Lunation, Lune, Luniform, Lunisolar – (σε)-  λήνη

Ατλ. Lycaenidae– λύκη (φως), είδος πεταλούδων

2591. Lycanthrope, Lycanthropy – λυκάνθρωπος

2592. Lyceum – λύκειον (Αριστοτέλης)

2593. Lychnis – λυχνίς, φυτό με λαμπρό κόκκινο άνθος

Ατλα. Lycopene- λυκοπερσικόν, λυκοπένη, ωφέλιμη (ιδίως για άρρενες) ουσία της ντομάτας

Ατλβ. Lycoperdon – λύκη+ πέρδικλον, πέδικλον (σχοινί για δέσιμο), λυκόπερδο, είδος μανιταριού 

2594. Lycopodium- λύκος + πους, κίτρινη σκόνη σπόρων

2595. Lymph, Lymphatic, Lymphoid – λύμφη, λέμφος , νύμφη, διαυγής

Ατλγ. Lymphangitis– φλεγμονή των αγγείων της λέμφου

Ατλδ. Lymphedema- οίδημα λόγω συγκέντρωσης πρωτεΐνης στη λέμφο

Ατλε. Lymphoblastic, Lymphocytic, Lymphocytosis, Lymphocytopenia (λυμφοκυτταροπενία) – λεμφοβλαστική, λεμφοκυτταρικήλευχαιμία

Ατλστ. Lymphography– λεμφογραφία

Ατλζ. Lymphokines– λέμφος + κινώ, μεσολαβητικές πρωτεΐνες που στέλνουν μηνύματα εντός του ανοσοποιητικού συστήματος

Ατλη. Lymphoma – λέμφωμα, καρκίνοςτηςλέμφου

Ατλθ. Lymphopenia– λέμφος +πενία, έλλειψη λεμφοκυττάρων

Ατμ. Lymphopoiesis– λέμφος + ποίησις, σχηματισμός λεμφοκυττάρων

Ατμα. Lymphosarcoma – σάρκωμα της λέμφου

2596. Lyncean, Lynx – λυγξ, λύγκας (σαρκοβόρο)

Ατμβ. Lyophil, Lyophilization – λύω + φίλος, αποξήρανσηπροϊόντωνδια κατάψυξης

2598. Lyra, Lyrate, Lyre, Lyric, Lyric, Lyrical, Lyricism, Lyrist – λύρα, λυρικός

Ατμγ. Lysergic–λύσις + έργον, οξύ από αλκάλια, με βάση το οποίο παράγεται το LSD

2599. Lysis, Lytic – λύσις, αποδρομή, διαλυτική βλάβη των οστών, τρύπα στα οστά

2600. Lysol – λυσέλαιον, απολυμαντικό 

Ατμδ. Lysozyme– αντιμικροβιακό ένζυμο του ανοσοποιητικού συστήματος

                                     M

2601. Ma – mother, μάτηρ (δωρικός τύπος), μήτηρ

2602. Macedoine – μακεδνός (μακρύς), μακεδονική σαλάτα ή ζελές φρούτων

2603. Macerate, Maceration, Machete – μακέλλα, μαλακώνω, λιανίζω

Ατμε. Machaon – Μαχάων, γιοςτουΑσκληπιού

Ατμστ. Macheiramphus – μάχαιρα + ράμφος, νυκτεριδοαετός

2604. Machinal, Machinate, Machination, Machine, Machiner, Machinist – μηχανή

2605. Macrobiotic (μακροβίωτος), Macrocephalic, Macrocephalous  (μακροκέφαλος), Macrocosm (μακρόκοσμος), Macrognathic (μακρογναθικός), Macropous (μακρόπους), Macroskopic (μακροσκοπικός) – μακρύς

Ατμζ. Macrocytosis – μακρός + κύτος, πάθηση όπου τα ερυθρά κύτταρα είναι μεγαλύτερα από το κανονικό

Ατμη. Macroeconomy-μακροοικονομία

Ατμθ. Macrograph– εικόνα που είναι στα μέτρα και στην κλίμακα της όρασης του ανθρώπου

2606. Macrology, Macrometer, Macron – μάκρος

Ατν. Macrophage– λευκά κύτταρα που τρώγουν παθογενή μικρόβια και καρκινικά κύτταρα

Ατνα. Macropsia– αρρώστια των οφθαλμών, όπου τα αντικείμενα εμφανίζονται μεγεθυμένα

Ατνβ. Macroscelides– μακρός + σκέλος, πολύ μικρά ποντικοειδή θηλαστικά

Ατνγ. Macroseismic– παρατήρηση σεισμών για μεγάλες περιόδους

Ατνδ. Macrospore, Megaspore– μέγας σπόρος 

Ατνε. Macrurous- μακρύς + ουρά, μακρύουρος

2607. Madarosis – μαδαρός, μαδώ, καραφλός

2608. Madrepore, Madreporite- μάτηρ, μήτηρ + πόρος, κοράλι, ασβεστόλιθος, βράχοςαπόκιμωλία

2609. Madrigal- μάνδρα, βουκολικό άσμα

2610. Maenad – μαινάς, μαίνομαι

2611. Mage, Magi (τρειςμάγοι), Magian, Magic, Magical, Magically, Magician – μάγος

2612. Magma – μάγμα

2613. Magnanimity, Magnanimous- magnus, μέγας + anima, άνεμος, μεγαλόψυχος

2614. Magnesia, Magnesian, Magnesite (καθαρτικόμεβάσημαγνήσιο), Magnesium – μαγνήσιον

2615. Magnet, Magnetic, Magnetical, Magnetiferous (μαγνητοφόρος), Magnetism, Magnetist, Magnetization, Magnetize, Magneto- μαγνήτης, μαγνητισμός

Ατνστ. Magnetite- ουσίαπουανευρίσκεται και στα πουλιά, ώστε να προσανατολίζονται με βάση τους μαγνητικούς πόλους της Γης

Ατνζ.Magneto-chemistry, Magneto -dynamics, Magneto-electricMagneto-electric, Magneto- electricity–μαγνητοδυναμικός, μαγνητοηλεκτρικός

Ατνη.Magnetogram, Magnetograph- μαγνητογράφος, καταγραφέαςμαγνητικώνκαταστάσεων

Ατνθ. Magnetometer, Magnetomotor, Magneton, Magnetophone, Magnet-optics (επίδρασημαγνητικώνπεδίωνστηνοπτική), Magnetotherapy (μαγνητοθεραπεία) – μαγνήτης

Ατξ. Magnetopause– μαγνήτης + παύσις, όριο μεταξύ μαγνητόσφαιρας και περιβάλλοντος πλάσματος

Ατξα. Magnetoscopy, Magnetoshere, Magnetostatic – μαγνήτης, μαγνητοσκοπία, μαγνητόσφαιρα

2616. Magnificent, Magnify, Magnitude και πολλά παράγωγα – σχέση με «μέγας, μέγεθος»

2617. Maieutic- μαιευτικός

2618. Majestic, Majesty, Major, Majorat (κτήμα γαιοκτήμονα), Majority (πλειοφηφία) – μείζων

2619. Malachite – μαλαχίτης

2620. Malacolite – μαλακός λίθος, αυγίτης

2621. Malacology- μελέτη μαλακίων

Ατξβ. Malacopterygians – ψάριαμεμαλακάπτερύγια

2622. Malacostomous – μαλακόστομος, νωδός

Ατξγ. Malacostraca – μαλακόστρακα

2623. Mamma, Mammal, Mammalia, Mammalian, Mammary, Mammifer, Mammiferous, Mammilary, Mammy- μάτηρ, μήτηρ

Ατξδ. Mandrake, Mandragoras– μανδραγόρας, φυτό με ναρκωτικές ιδιότητες 

2624. Manganate, Manganese, Manganesian – Μαγνησία, ορυκτό

2625. Mangle- μέγγενη, μάγγανον, μέσονγιαεπεξεργασίαδοκαριών

2626. Mania, Maniac, Maniacal- μανία, μανιακός

2627. Manometer – μανός (χαλαρός, αραιός) + μέτρον, αραιόμετρον

2628. Mantic, Mantis, Mantissa- μάντης

2629. Marasmus – μαρασμός, μαραίνω

2630. Marathon – Μαραθών, μαραθώνιος

2631. Margaric, Margarine, Margarite – μαργαρίτης, μαργαριταρι

2631. Marigenic – mare (θάλασσα) + γένος, θαλασσογενής

2632. Mariolatry – λατρείαπαρθένουΜαρίας

Ατξε. Marmelade – μέσω του πορτογαλικού “marmelo“ (κυδώνι), μελίμηλον, μέλι + μήλον 

2633. Marmolite, Marmoraceous, Marmoreal- μάρμαρον

2634. Marsupian, Marsupite – μάρσιπος

2635. Martyr, Martyrdom, Martyrology- μάρτυς

2636. Mass, Massive, Massiveness – μάζα

2637. Massacre, Masseter (μασητήρ) – μασάομαι, μασώ

Ατξστ. Master – μαστεύω, ερευνώ

Ατξζ. Mastectomy, Mastology – μαστεκτομή, μαστολογία

2638. Masticable, Masticate, Mastication, Masticatory- μασάομαι, μασώ, μαστιχάω- ώ, τρίζωταδόντιαμου

2639. Mastitis, Mastoid – μαστός

2640. Mastodon – μαστός + οδούς, μαστόδοντον

2641. Mater, Materfamilias (αντίστοιχοτου “Paterfamilias“) – μήτηρ, μητριαρχίνα

2642. Maternal, Maternally, Maternity- μήτηρ, μητρικός

2643. Mathematic, Mathematical, Mathematically, Mathematician, Mathematics – μαθηματικά

2644. Mathesis – μάθησις

2645. Matriarch, Matriarchal, Matriarchy- μήτηρ + αρχή, μητριαρχία

2646. Matrice, Matrix – μήτρα

2647. Matricidal, Matricide, Matrilinear, Matrimonial, Matrimonially, Matrimony – μάτηρ, μήτηρωςπρώτοσυνθετικό+ μένω

2648. Matron, Matronage, Matronal, Matronize, Matron-like, Matronly, Matronymic (μητρώνυμος) – αρχόντισσα, μητριαρχίνα, ματρόνα

2649. Mausoleum – μαυσωλείον, μνημείο προς τιμή του Μαύσωλου, εκ των επτά θαυμάτων της αρχαιότητας

2650. Maxim, Maximalist, Maximize – πρ. ινδ. Ευρ. Meg, μέγας, μέγιστος

2651. Meager, Meagre, Meagerly, Meagreness – μακρός, λιγνός

2652. Meander, Meandering – μαίανδρος, ποταμός της Φρυγίας

2653. Measurable, Maesurably, Measure, Maesured, Maesureless, Measurement, Measurer, Maesuring- πρ. ινδ. Ευρ. mete, μετρώ , μέτρον

2654. Mechanic, Mechanical, Mechanically, Mechanician, Mechanics, Mechanism, Mechanist, Mechanize, Mechanography – μηχανή

2655. Meconic, Meconine – μήκων (παπαρούνα)

Ατξη. Mecoptera– μήκος + πτερόν – μικρά έντομα με μακρύ ρύγχος

2656. Medal, Medallic, Medallion, Medallist- μέταλλον

2657. Media, Mediacy, Medial, Mediant, Mediate, Mediately, Mediation, Mediatization, Mediatize, Mediator, Mediatorial, Mediatorship, Mediatory, Mediatress, Mediatrix – πρ. ινδ. Ευρ. medyo- μέσον, μεσότης

Ατξθ. Medical, Medicament, Medication, Medicine καιαμέτρηταπαράγωγα – πρ. ινδ. Ευρ. medyo- μέσον, μεσότης, ιατρικός, ιατρική

2658. Medieval, Medievalism, Medievalist, Medievalize, Medievally, Mediterranean-πρ. ινδ. Ευρ. medyo- μέσον, μεσότης + λατ. Aevus (αιών)

2659. Mediocre, Mediocrity –  πρ. ινδ. Ευρ. medyo- μέσον, μεσότης

2660. Meditate, Meditation, Meditative, Meditatively – μήτις, μητίετα (Ζευς), μήδεα, μέδω

2661. Medium, Mediumistic – πρ. ινδ. Ευρ. medyo- μέσον, μεσότης

2662. Medulla, Medullary- μήτις, μητίετα (Ζευς)

2663. Medusa – μέδουσα

2664. Megacephalous – μεγακέφαλος

Ατο. Megacolon– μέγα + κόλον, παθολογική διαστολή του κόλου

Ατοα. Megacycle– μεγάκυκλος, μεγαχέρτζ, μονάδα συχνότητας ραδιοφώνου

2665. Megalithys, Megalith, Megalithic – μεγάλιθος, απολίθωμα

Ατοβ. Megakaryon– μέγα + κάρυον, μέγα μέρος του κυττάρου που περιέχει το DNA

Ατογ. Megaloceros– μέγας + κέρας, είδος μεγάλου ελαφιού

2666. Megalodon – μέγας οδούς, τεράστιος καρχαρίας που έχει εκλείψει

2667. Megalomania, Megalomaniac – μεγαλομανής

2668. Megalosaurus -μεγαλόσαυρος, γιγάντιο ερπετό κρητιδικής περιόδου

2669. Megaphone -μεγάφωνον

2670. Megapode – μεγάποδον, πτηνό που τοποθετεί τα αβγά του σε ανάχωμα

Ατοδ. Megapolis, Megalopolis – δενχρειάζεται μετάφραση

2671. Megascope – μέγας + σκοπώ, μεγεθυντικό περισκόπιο

2672. Megastoma – μέγα + στόμα

2673. Megatherium – μεγαθήριον

Ατοε. Megaton– μέγας τόνος, μονάδα μέτρησης ισχύος ατομικών ή πυρηνικών όπλων (δυστυχώς)

2674. Megrim – migraine (ημικρανία)

2675. Meiosis – μείωσις ως ρητορικό σχήμα, αλλά και ως αποδρομή συμπτωμάτων αρρώστιας

2676. Melaconite – μέλας + στερητικόν + κόνις, μαύρο οξείδιο του χαλκού, χάλκανθος

2677. Melaena  – μέλαινα (μελανά αιματώδη κόπρανα)

2678. Melaenemia -αίμα με μελανά σημεία

Ατοστ. Melampyre– μελάμπυρον, σίτος για αγελάδες

2679. Melancholia, Melancholic, Melancholily, Melancholy – μέλαιναχολή, μελαγχολία

Ατοζ. Melanesian – μέλας, κάτοικοςΜελανησίας

2680. Melange, Melee- μιγνύω, μίγμα

2681. Melanin, Melanism, Melanite, Melanoma (μελάνωμα), Melanosis, Melanotic, Melanotype (μελανοτυπία, φωτογραφικήδιαδικασίασεμαύροφόντο), Melaphyre (μέλαιναπορφύρα) – μέλας

Ατοη. Melanocyte– κύτταρο που παράγει μελανίνη

Ατοθ. Melanoderm, Melanoderma– μελανόδερμος (ως ουσιαστικό παθολογικό)

2682. Melic, Meliceris (μελίκηρον, κηρήθραέμπλεαμέλιτος), Melilot (μελίλωτον, τριφύλλιπλούσιοσεμέλι) – μέλι

Ατπ. Melierax – μέλι + ιέραξ, μελλίρυτοςκαλλικέλαδοςιέραξ

2683. Meliorate, Melioration, Meliorism- μάλα, βελτιώνω

2684. Meliphagus (μελιφάγος)

2685. Melliferous, Mellification, Mellifluence, Mellifluent, Mellifluous (μελίρρυτος), Mellite (μέλι + λίθος) – μέλι

2686. Mellow, Mellowly, Mellowness, Mellowy – μέλι, γλυκός, απαλός

2687. Melodeon, Melodic, Melodious, Melodiously, Melodiousness, Melodist, Melodize, Melody- μελωδία, μελωδικός

2688. Melodrama, Melodramatic, Melodramatist – μέλος + δράμα, μελόδραμα

Ατπα. Melomaniac– μέλος + μανία, υπερβολικά ευαίσθητος στους ήχους

2689. Melon, Melon -thistle – μήλον, πεπόνι

Ατπβ. Melongena – μήλον (μικρόζώο) + γένος, είδοςγαστρόποδουμαλάκιου

2690. Meloplasty – μήλον + πλάσσω, μεταμόσχευσημάγουλου

Ατπγ. Melt, Melting, Meltingly – μαλακός, μαλάσσω

2691. Membranaceous, Membrane, Membraneous, Membraniform, Membranous – μεμβράνη

2692. Memento, Memo, Memoir, Memoirist, Memorabilia, Memorable, Memorably, Memorandum, Memorial, Memorialist, Memorialize, Memoria- Technica, Memorize, Memory – μέρμερος (ανήσυχος), μέριμνα, μνήμη

Ατπδ. Meme – μιμίδιο, συμπεριφορά μεταδιδόμενη στο πλαίσιο πολιτιστικής κληρονομιάς (κατ’ αναλογία προς το γονίδιο)

2693. Menagogue – μην + άγω, προωθώ την έμμηνο ρύση

2694. Meningeal, Meninges, Meningitis- μήνιγξ

Ατπε. Meningococcal – αφορώντονμηνιγγόκοκκο

Ατπστ. Meningoencephalitis – μηνιγγοεγκεφαλίτις

2695. Meniscal, Meniscus – μηνίσκος

Ατπζ. Meniscography – μηνισκογραφία

Ατπη. Meningioma – μηνιγγίωμα, καρκινικόςόγκοςμεμβρανώνεγκεφάλου

2696. Menispermic – σπέρμα, σπόρος θαμνώδους κληματσίδας

2697. Menology, Menopause (εμμηνόπαυση), Menorrhagia (εμμηνοραγία) – μην + ρέω

2698. Mensal, Menses, Menstrual, Menstruate, Menstruation, Menstruous, Menstruum – μην, έμμηνα

2699. Mensurability, Mensurable, Mensural, Mensuration – πρ. ινδ. Ευρ. mete, μετρώ, μέτρον

2700. Mental, Mentality, Mentally, Mentation, Menticultural, Mentor, Mentorial – μητιάω, μήτις, μητίετα (Ζευς)

Ατπθ. Menthol – μίνθη (μέντα)

2701. Mention, Mentionable – μητιάω, μήτις, μητίετα (Ζευς)

2702. Menu – μείον, περιοριστικός κατάλογος (σ.σ. υπάρχειελληνική ρίζα στο “menu”, όχι όμως εκείνη που μού είχε πει ένας θαμώνας πατσατσίδικου στην Κεντρική Κρεαταγορά των Αθηνών, ότι δηλαδή προέρχεται από το «με νου»!

Ατq. Menyoanthes – μηνύω (φανερώνω) + άνθος, τετράφυλλαάνθηκουκιάς

2703. Meretricious, Meretriciously, Meretriciousness – μέρος, μοίρα, ελκυστικός

2704. Mericarp – μερικάρπιον, μέρος ξηρού φρούτου, καρπόφυλλον

2705. Merismatic – μέρισμα

Ατqα. Meristem– μεριστός, ιστός που διαιρεί και αυξάνει τα κύτταρα

2706. Meroblast – μέρος βλαστού

Ατqβ. Merostomata– μηρός + στόμα, αρθρόποδα που έχουν στο σώμα τους δαγκάνες που είναι συγχρόνως και στόματα

Ατqγ. Merycism – μηρυκασμός (παθολογικός), αναρρόφηση τροφίμων

2707. Mesaraic – μεσάραιον, μεσεντερικός

2708. Mesembryanthemum – μεσημβρία + άνθος, καλέντουλα

Ατqδ. Mesencephalon – μέσοςεγκέφαλος

Ατqε. Mesenchyme – μεσέγχυμα, εμρβυονικόςιστόςαδιαφοροποίητωνκυττάρων

2709. Mesenteric, Mesentery – μεσεντερική μεμβράνη

2710. Mesial – μέσον, μεσαίος

2711. Mesoblasqt – μέσον του βλαστού ή εμβρύου

Ατqστ. Mesocarp– μεσοκάρπιον

2712. Mesocephalic – μεσοκεφαλικός

2713. Mesocolon – μέσον κόλον (ακολουθεί το μέσον έντερον)

2714. Mesoderm – συνώνυμο της μεσοβλάστης

Ατqζ. Mesoeconomics – οικονομία μεσαίων μεγεθών

2715. Mesogastric – μεσογαστρικός

Ατqη. Mesolithic–αναφερόμενος στη μεσολιθική εποχή

Ατqθ. Mesomere – μεσομερές, μεσαίο βλαστομερές, αδιαφοροποίητο κύτταρο

Αυ. Mesomorph – μεσόμορφος, μεσαίος σωματότυπος

Αυα. Mesopause- όριο ατμοσφαιρικής μεσόσφαιρας και θερμόσφαιρας

2716. Mesophloeum – μέσος φλοιός

2717. Mesophyll – μέσον φύλλον

2718. Mesophyte – φυτό που χρειάζεται λίγο νερό

Αυβ. Mesopotamia– Μεσοποταμία

Αυγ. Mesoscaphe-βαθυσκάφος που εφεύρε ο Ζακ Πικάρ, πρόγονος του κάπτεν Πικάρ στο StarTrek

Αυδ. Mesosphere – μεσόσφαιρα, ατμοσφαιρικό στρώμα πάνω από τη στρατόσφαιρα και κάτω από τη θερμόσφαιρα

Αυε. Mesotherapy– εναλλακτική θεραπεία με βότανα, ένζυμα, ορμόνες κ.λπ.

2719. Mesothorax – μεσοθώραξ

2720. Mesozoic – μεσοζωικός

2721.  Meta – πρόθεση με αμέτρητα παράγωγα που δηλώνει πρόσθετο επίπεδο παρατήρησης ως επιστημολογικό εργαλείο ανάλυσης των μέχρι τούδε θεωριών

2722. Metabasis – μετάβασις

2723. Metabolian – έντομο που μεταμορφώνεται

2724. Metabolic, Metabolism, Metabolize – μεταβολίζω, μεταβολισμός

2725. Metacarpal, Metacarpus- μετακάρπιον

2726. Metacentre – μετά + κέντρον, ισορροπίαπλεούμενου

2727. Metachrosis – μετά + χρώσις, αλλαγή χρώματος ζώων

Αυστ. Metagalaxy- σύνολο ή θύλακας παρατηρούμενων γαλαξιών

2728. Metagenesis- μετά + γένεσις, μεταβολή εντός των γενεών

2729. Metalepsis, Metaleptic – μετάληψις, ρητορικό σχήμα, όπου μία έννοια ή λέξη χρησιμοποιείται με άλλη σημασία, π.χ σφηκοφωλιά ως άντρο παρανόμων

2730. Metal, Metallic, Metalliferous, Metalline, Metalling, Metallization, Metallize, Metallography, Metalloid – μέταλλον

Αυζ. Metalloplastics– συνδυασμός μετάλλου και πλαστικού

Αυη. Metalloprotein– πρωτεΐνη με συντελεστή μεταλλικού ιόντος 

2731. Metallurgic, Metallurgize, Metallurgy – μεταλλουργία

2732. Metameric – μετά +μέρος, χημικά στοιχεία με ίδιες αναλογίες και ατομικό βάρος, αλλά διαφορετικές ιδιότητες

2733. Metamorphic, Metamorphism, Metamorphose, Metamorphosis – μεταμόρφωσις

Αυθ. Metamorph – πολυμορφικός (Star Trek)

Αυι. Metaphasic, Metaphasis – μετάφασις, μεταφασικός

2734. Metaphor, Metaphoric, Metaphorical, Metaphorist – μεταφοράωςσχήμαλόγου

2735. Metaphrase, Metaphrast, Metaphrastic – μετάφρασις

2736. Metaphysic, Metaphysical, Metaphysically, Metaphysician, Metaphysics- μεταφυσική

2737. Metaplasm – μετά + πλάσμα, πρωτόπλασμα, αλλαγή συλλαβής ή φθόγγου λέξης

2738. Metapophysis – μετά + απόφυσις σπονδυλικής στήλης

2739. Metasomatism – μετά + σώμα, χημική μεταβολή σε βράχους

2740. Metastasis – μετάστασις

2741. Metatarsal, Metatarsus – μετατάρσιον

2742. Metathesis, Metathetical – μετάθεσις γραμμάτων ή συλλαβών σε μία λέξη

2743. Metathorax – μεταθώραξ (έντομα)

2744. Metatome –μετατομή, απόσταση μεταξύ οδοντωμάτων κορνίζας

2745. Metazoa – μετάζωα, πολυκύτταρα ζώα

2746. Mete- μέτρον, μετρώ

2747. Metempiric, Metempiricism – μετά + εμπειρία, υπερβατικός

2748. Metempsychosis – μετεμψύχωσις (μετάβαση ψυχής σε ζώο) 2749. Metemptosis – μετέμπτωσις, φυσικό φαινόμενο που εξασφαλίζει την έγκαιρη και κανονική εμφάνιση του νέου φεγγαριού

Αυια. Metencephalon – μετά + εγκέφαλος, εμβρυονικό τμήμα του εγκεφάλου που εξελίσσεται στην παρεγκεφαλίδα

2750. Metensarcosis, Metensomatosis – μετενσάρκωσις, μετενσωμάτωσις (μετάβαση ψυχής σε άνθρωπο)

2751. Meteor,Meteoric, Meteorite, Meteorography, Meteoroid, Meteorolite – μετέωρον, μετεωρίτης

Αυιβ. Meteorism– μετέωρον, τυμπανίτις, συγκέντρωση αερίου στην κοιλιά

2752. Meteorological, Meteorologist, Meteorology- μετεωρολόγος, μετεωρολογία

2753. Meter – μέτρον, μετρώ

Αυιγ. Methadone – μέθη, μεθαδόνη

2754. Methane, Methanogenic – μέθη + ύλη, μεθάνιον

2755. Method, Methodic, Methodical, Methodically, Methodism, Methodist, Methodistical, Methodistically, Methodize, Methodology – μέθοδος, μεθοδολογία, Μεθοδιστές

2756. Methyl, Methylate, Methylated, Methylene, Methylic – μέθη + ύλη, μεθυλένιονκ.λπ.

2757. Metonymic, Metonymy – μετωνυμία, θέση αιτιατού αντί αιτίου ή έργου αντί συγγραφέα

2758. Metope- μετόπη, διακόσμηση δωρικού κίονα μαζί με τρίγλυφα

2759. Metoposcopist, Metoposcopy – μέτωπον + σκοπώ, φυσιογνωμική μετώπου

2760. Metre, Metric, Metrical, Metrically, Metrics, Metrify- μέτρον, μετρώ

2761. Metrograph, Metrological, Metrologist, Metrology- μετρολογία, επιστήμημέτρωνκαισταθμών

2762. Metronome, Metronomic, Metronomy- μετρονόμος, όργανο μέτρησης μουσικού ρυθμού

2763. Metronymic – μητρώνυμον

2764. Metropolis (του Φριτς Λανγκ), Metropolitan, Metropolitanate, Metropolitical – μητρόπολις

Αυιδ. Metrorrhagia – μητρορραγία

2765. Miasma, Miasmal, Miasmatic – μίασμα

Αυιε. Microanalysis (λεπτομερήςκαιεξονυχιστικήανάλυσημικρώνμεγεθών), Microchirurgy (μικροχειρουργική), Microclimate (μικροκλίμα), Micrococcus (μικρόκοκκος), Μicroeconomics (οικιακήοικονομίαμικρώνμεγεθών), Microelectronics, Microgram (χιλιοστότουγραμμαρίου), Microlith, Microorganism, Microphage (φαγοκύτταρο), Microsphere, Microspore (μικρός σπόρος φτέρης),Microprogramme- μικρός

Αυιστ. Micro- calliper (μικροβαθμονομητής), Microfractures, Microfusion, Micrometeorites, Microohm, Microprobe (μικροανιχνευτικό), Microscanner (μικροανιχνευτής), Microtubule (μικροσωληνάριον), microtunneling (μικροσήραγγα) -χρήση του micro- σε τεχνολογία Star Trek

Αυιζ. Microbiologic, Microbiologist, Microbiology – μικροβιολογία

2766. Microbe, Microbial –μικρόβιον

2767. Microcephalic, Microcephalous- μικροκέφαλος

Αυιε. Microcircuitry – μικρός + κύκλωμα, μικροκύκλωμα

2768. Micrococcus – μικρόκοκκος

2769. Microcosm, Microcosmic, Microcosmical – μικρόκοσμος

2770. Microcoustic – όργανο βαρηκοϊας

2771. Micrographic, Micrographophone (όργανο καταγραφής ανεπαίσθητων ήχων), Micrography, Micrology – μικρογραφία

2772. Micrometer, Micrometrical – μικρόμετρον, όργανο για μέτρηση μικρών αντικειμένων

2773. Micron – μικρόν, εκατομμυριοστό του μέτρου

2774. Micronesia, Micronesian – Μικρονησία, νότιος Ειρηνικός

Αυιστ. Micronisus – μικρός+νίσομαι, μεταναστεύω, μικρόσαίνι

2775. Microphone, Microphonics – μικρόφωνον

2776. Microphotography – μικροφωτογραφία

2777. Microphyte – μικρόφυτον (παράσιτο)

2778. Microscope, Microscopic, Microscopical, Microscopist, Microscopy – μικροσκόπιον

2778. Microtome – μικρή τομή, όργανο κοπής λεπτών ζωνών για χρήση του μικροσκόπιου

2779. Microzoa – μικρόζωα

2780. Microzyme – μικρός + ζύμη, μικρόβιο επιδημίας, επιζωοτίας

2781. Micturate, Micturition – μικτός + ουρέω, μικτουρώ, συχνουρώ

2782. Middle με πολλά παράγωγα – πρ. ινδ. Ευρ. medyo- μέσον, μεσότης

Αυιζ. Midge, Mirget (νάνος)- μύγα

2783. Midland, Midnight, Midship, Midshipman, Midsummer, Midway κ.λπ. – το πρόσφυμα mid- έχει σχέση με το «μέσον»

Αυιη. Migma– μίγμα, θερμοπυρηνικός αντιδραστήρας

Αυιθ. Migmatite– μίγμα, βράχος προκαμβριανής περιόδου

2784. Migraine – ημικρανία

2785. Milk, Milkiness, Milkman, Milky και αμέτρητα παράγωγα – αμέλγω

2786. Mill, Miller με πολλά παράγωγα (Millstone κ.λπ.) – μύλη, μύλος

 2787. Mille λατινική ρίζα που σημαίνει «χίλια» και απαντάται σε πολλά παράγωγα με ελληνικό δεύτερο συνθετικό π.χ. Millenium (ενιαυτός), Millepede (πους), Milligramme (γραμμάριον), Millimetre (μέτρον)

2788. Mime, Mimesis, Mimetic, Mimetical, Mimic, Mimicker, Mimikry, Mimosa – μίμος, μίμησις, μιμούμαι

Αυκ. Mimodrama, Mimograph, Mimology – μιμόδραμα, μιμογράφος, μιμολογία

2789. Mina – μνα, 100 δραχμαί

2790. Mind και αμέτρητα παράγωγα – σχέση με μήτις (φρην), μήδεα (φρόνησις, συμβουλή), μέδω (προστατεύω)

2791. Mingle – μιγνύω

2792. Minoan – μινωικός

2793. Minor, MInorite, Minority – μείον

2794. Minotaur – Μινόταυρος

2794. Minute και αμέτρητα παράγωγα – ωσαύτως σχέση με «μείον»

2795. Miocene – μειόκαινος περίοδος

Αυκα. Misandry–μίσος κατά των ανδρών (λέξη πολύ επίκαιρη, αν και δεν χρησιμοποιείται ανοιχτά)

2796. Misanthrope, Misanthropic, Misanthropist, Misanthropy – μισάνθρωπος

2797. Miscibility, Miscible – μιγνύω

2798. Misgovern, Misgoverned, Misgovernment – mis + κυβερνάν, κυβερνώ

2799. Misintelligence – mis + intus (εντός) + λέγω, συλλέγωβλ. και “intelligence“

2800. Misjoin, Misjoinder – mis + ζευγνύω, Ζευς

2801. Mismeasure- mis + πρ. ινδ. Ευρ. mete, μετρώ, μέτρον

2802. Misname, Misnomer – mis + όνομα, λάθοςόνομα

2803. Misogamist, Misogamy – εχθρόςτουγάμου

2804. Misogynist, Misogyny – μισογύνης

2805. Misologist – εχθρόςτηςλογικής

2806. Misprint – mis + print εκ του press και αυτό εκ του προίστημι, πιέζω δια προεξοχής, συμπιέζω

2807. Miszealous – mis + ζήλος

2808. Mitigable, Mitigate, Mitigation, Mitigative, Mitigator- mitis (μαλακός, επιεικής, σχέσημεμέσονκαιμέτρον)

2809. Mitochondria (μιτοχόνδρια, ευκαρυωτικάκύτταρα), Mitochondrial (μιτοχονδριακός), Mitosis, Mitotic – μίτος, διαίρεσηκυττάρων

Αυκβ. Mitogen– βιοδραστική πρωτεΐνη που ευνοεί τη διαίρεση των κυττάρων

Αυκγ. Mitre, Mitred- μίτρα, κάλυμμα κεφαλής

2810. Mix, Mixable, Mixed, Mixedly, Mixer, Mixture – μιγνύω, μίξις

2811. Mnemonic, Mnemonics, Mnemotechny – μνήμη

2811. Molar – μύλος, γομφίος, δόντιπουλιανίζει

Αυκδ. Moil – μέλι, μαλακός, ιλυσπώμαι, κυλιέμαι εργαζόμενος μέσα στη λάσπη

2812. Molasse, Molasses – μέλι

2813. Mollifiable, Mollifocation, Mollifier, Mollify, Molly – μαλακός

2814. Mollusc, Mollusca, Molluscan, Molluscoid, Molluscous – μαλάκιον

2815. Molten – μαλακός, μαλάσσω

2816. Molybdate, Molybdenite, Molybdenum, Molybdic – μόλυβδος

2817. Monachal, Monachism – μοναχός

2818. Monad, Monadic, Monadical, Monadology (Μοναδολογία, περίφημηπραγματείατουΛάιμπνιτς)- μονάς (Πυθαγόρας)

2819. Monadelphian – ο έχων στήμονες συγκεντρωμένους σε σώμα

2820. Monandrous – έχων ένα στήμονα

2821. Monandry – υπανδρεία με ένα μόνο σύζυγο

2822. Monanthous – παράγων μόνο ένα άνθος

2823. Monarch, Monarchal, Monarchianism, Monarchic, Monarchical, Monarchism, Monarchist, Monarchize, Monarchy – μονάρχης, μοναρχία

2824. Monasterial, Monastery, Monastic, Monastical, Monastically, Monasticism, Monasticize, Mοnasticon, Monk – μοναχός, μοναστήριον

2825. Monism, Monistic – μονισμός

2826. Monkey, Monkeyism και πολλά άλλα παράγωγα– εκ του «μίμος, μιμούμαι»

Αυκε. Mono- πρόσφυμα σε αμέτρητες λέξεις π.χ. monocle, monorail κ.λπ.

Αυκστ. Monoatomic- μονοατομικός

2827. Monobasic – μονοβασικός

2828. Monocardian – μονόκαρδος

2829. Monocarp, Monocarpous – μονόκαρπος

Αυκζ. Monocentric– χρωμόσωμα με ένα κεντρομερές

2830. Monocephalous – μονοκέφαλος

2831. Monoceros – μονόκερως

2832. Monochlamydeous – μόνος + χλαμύς (φυτολογία)

2833. Monochord – μονόχορδος

2834. Monochromatic, Monochrome – μονόχρωμος

2835. Monoclinal, Monoclinate, Monoclinic, Monoclinous – κλίνων προς μία κατεύθυνση (χημεία, φυτολογία)

Αυκη. Monoclonal- μονοκλωνικά αντισώματα

Αυκθ. Monocoque – μόνος + κογχύλη, τύπος σωματοδομής όπου η κύρια δύναμη εντοπίζεται στο δέρμα

2836. Monocotyledon, Monocotyledonous – μονοκοτυλήδονον

2837. Monocracy, Monocrat – μονοκρατία

Αυλ. Monocristal, Monocrystal – μονοκρυσταλλικός,κρύσταλλος με συνεχή και αδιατάρακτη υφή

Αυλα. Monocyclic– έχων μόνο ένα δακτύλιο ατόμων στο μόριό του, μονοθεματικός

Αυλβ. Monocylindre – όχημα με μονοκυλινδρική μηχανή

Αυλγ. Monocyte – μονοκύτταρον, λευκόαιμοσφαίριο

2838. Monodactylous – μονοδάκτυλος

Αυλδ.    Monodeism – μονοθεϊσμός, αλλά πάντα με τη διάκριση δεϊσμού (αδιάφορου θεού) και θεϊσμού (θεού- πατέρα)

Αυλε. Monodimensional – μονοδιαστατικός

2839. Monodist, Monody – μονωδία

Αυλστ. Monodont – μονόδοντος

Αυλζ. Monodon -Monoceros – φάλαινα με κέρατο, ναρβάλ

2840. Monodrama, Monodramatic – δράμα με ένα πρωταγωνιστή

2841. Monoecious – μόνος + οίκος, έχων ύπερους και στήμονες σε διαφορετικά άνθη

Αυλη. Monofilament – μονήίνα

2842. Monogamist, Monogamous, Monogamy – μονογαμία

2843. Monogenesis – μονογένεσις, προέλευση εξ ενός κυττάρου

2844. Monogony – μη γονεϊκή γέννηση δια διάσπασης

2845. Monogram – μονόγραμμα αποτελούμενο από πολλούς συνδυαζόμενους χαρακτήρες

2846. Monograph, Monographer – μονογραφία

2847. Monogynian, Monogyny – μονογυνία, νύμφευση με μία μόνο σύζυγο   

2848. Monolith, Monolithic – μονόλιθος (Οδύσσεια του Διαστήματος)

2849. Monologist, Monologue – μονόλογος

2850. Monomania, Monomaniac – μονομανία, μονομανής

2851. Monomerous- μονομερής

2852. Monometallic, Monometallism, Monometallist – μονομεταλλικός, χρήσηενόςμόνομετάλλουγιανόμισμα

2853. Monometer, Monometric – μονός + μέτρον, ρυθμική σειρά και παραλλαγές σε ένα μόνο μέτρο

2854. Monomial – μαθηματικό πολυώνυμο, ποσότητα εκφραζόμενη μ’ ένα μόνο όρο

2855. Monomorph, Monomorphic – μονομορφικός

2856. Monopetalous – μονοπέταλος

Αυλθ. Monophase – μονοφασικόρεύμα

Αυμ. Monophony – μονοφωνία

2857. Monophylous – μονόφυλλος

2858. Monophysites – μονοφυσίτης (αίρεση)

2859. Monoplane – μονός + πέλανος (επίπεδη πίττα, πλατφόρμα)

2860. Monoplast – μονός + πλάσσω, μονοκύτταρος οργανισμός

Αυμα. Monoplegia- μονοπληγία

2861. Monopodial – μονός + πους, φυτό όπου ο βλαστός γεννά κλάδους, που ποτέ δεν ξεπερνούν την κορυφή του

2862. Monopolist, Monopolization, Monopolize, Monopolizer, Monopoly – μονοπώλιον

Αυμβ. Monopsony– μονοψώνιον, οικονομικό σύστημα με ένα μόνο αγοραστή 

Αυμγ. Monopteros– μονόπτερος, σειρά κιόνων που στηρίζει οικοδόμημα χωρίς τοίχους

2863. Monorganic – αφορών μόνο ένα όργανο

2864. Monorrhyme – σύνθεση, όπου όλες οι γραμμές τελειώνουν με την ίδια ρίμα- ομοιοκαταληξία

Αυμδ. Monosaccharide – μονοσακχαρίνη, απλάσάκχαρα, όπως η γλυκόζη και η φρουκτόζη

2865. Monosepalous – μονοσέπαλος

2866. Monospermous – μονόσπερμος

2867. Monospherical- μονοσφαιρικός

2868. Monostich – μονόστιχον

2869. Monostrophic – έχων μόνο μία στροφή

2870. Monostyle – μονός + στυλ (εκ του στύλος, βάση συμπεριφοράς)

2871. Monosyllabic, Monosyllabous – μονοσύλλαβος

Αυμε. Monotanium – μονός + ταινία, μεταλλικό κράμα που περιβάλλει διαστημόπλοια (Star Trek)

2872. Monothalamous – διαθέτων μόνο ένα θάλαμο

2873. Monotheism, Monotheist, Monotheistic – μονοθεϊκός, μονοθεϊστής

2874. Monotomous – έχων τομή προς μία κατεύθυνση

2875. Monotone, Monotonic, Monotonous, Monotonously, Monotony – έχωνίδιοτόνο, μονότονος, μονοτονία

2876. Monotrematous – μόνος + τρήμα, έχων μόνο μία οπή

2877. Monotreme – μονοτρηματικά ζώα, όπως οι όρνιθες και οι έχιδνες, που έχουν μία οπή (αμάρα) τόσο για τη γενετήσια πράξη όσο και για την αφόδευση

2878. Monotriglyph – ένα μονό τρίγλυφο ανάμεσα σε μετόπες

Αυμστ. Monotropa – μονότροπα, είδοςφυτών όπως η ερείκη

2879. Monotype – μονός + τύπος, στοιχειοθεσία πυρακτωμένου μετάλλου, όπου τα γράμματα της κάθε λέξης τίθενται χωριστά, ώστε τα λάθη να μπορούν εύκολα να διορθωθούν

2880. Monoxide – μονοξείδιον

Αυμζ. Monozygotic – μονοζυγωτικά δίδυμα

2881. Month, Monthly – μήνη (σελήνη), μην

2882. Monument, Monumental, Monumentally – μνημείον

2883. Moon και αμέτρητα παράγωγα -μήνη (σελήνη), μην

2884. Moron – μωρός

Αυμη. Morpheme – μόρφωμα, φθόγγημα ως αυτόνομος νοηματικός συντελεστής εντός λέξης

2885. Morpheus- Μορφέας, θεός του ύπνου

2886. Morphia, Morphine, Morphinism, Morphinomaniac- μορφίνη, ναρκωτική ουσία εκ του «μορφή»

Αυμθ. Morphnus – μόρφνος, λοφηφόροςαετός

Αυν. Morphogenetic- μορφογεννητικός (πεδίο ή ανάλυσις)

2887. Morphological, Morphologist, Morphology – μορφολογία

2888. Morphosis – μορφολογική εξέλιξη

Αυνα. Morphosyntactic– μορφή + σύνταξις, ευθυγράμμιση επιχειρημάτων και όρων της προτάσεως

2889. Mosaic – μωσαϊκόν εκ του «μούσα»

2890. Mosasaurus –σαύρα που ανευρίσκεται σε απολιθώματα κιμωλίας

2891. Mother και άπειρα παράγωγα – μάτηρ, μήτηρ

2892. Moulin, Moulage, Moulinet – μύλη, μύλος

2893. Mouseκαιπολλάπαράγωγα – μυς

2894. Mucate, Mucic, Mucid, Mucidness, Mucific, Mucilage, Mucilaginous, Muciparous (βλεννογόνος), Mucous, Mucousness, Mucus –  μύξα

2895. Muck, Mucky και πολλά παράγωγα – μύκης (μανιτάρι)

2896. Multicycle, Multigenerous, Multigraph, Multiphase, Multigyrate, Multijugous, Multinomial, Multiphasic, Multiplane, Multiplex, Multispheric (πολυσφαιρικός), Multisyllable κ.λπ. – ελληνικά δεύτερα συνθετικά συνδεόμενα με το λατινικο “multi”, που επέχει τη θέση του ελληνικού «πολύ-»

Αυνβ. Multicinetic – πολυκινητικός

Αυνγ. Multiplicate – λατινικό “multi” + πλέκω, πολλαπλασιάζω

2897. Mummied, Mummification, Mummify – μούμια

2898. Muraena – σμύραινα, σμέρνα

2899. Murine – αναφερόμενος σε μύες, ποντίκια

2900. Muscadine – κρασίμοσχάτο

2901. Muscle, Muscled, Muscology, Muscular, Muscularity, Muscularly, Musculation, Musculature – μυς, ιστός

2902. Muse, Muse (ρήμα), Musing, Musingly, Muser, Musette – μούσα

Αυνδ. Museography, Museology – μουσειογραφία, μουσειολογία

2903.  Museum – μουσείον

2904. Music, Musical, Musical- box, Musicale, Musicality, Musically, Musicalness, Musik -book, Music-hall, Musician, Music-master, Music-stand, Music-stool – μουσική

2905. Musk, Musk- beaver, Musk-deer, Musk-duck, Musk-orchis κ.λπ., Musky – μόσχος

2906. Musket, Musketeer, Musket-roof, Musket-rest, Musketry – μύγα

2907. Mussel – μύδος (υγρασία, γλίτσα), μύδι

2908. Myalgia – μυαλγία

Αυνε. Myasthenia – μυασθένεια

Αυνστ. Myatonia – μυατονία

2909. Mycelium- μύκης, φυτικήμάζαμανιταριού

Αυνζ. Mycelium, Mycelial, Mycelian -network- δίκτυο νημάτων, που εκτείνεται στο υποδιάστημα, διαπερνώντας και συνδέοντας ουσιαστικά όλο το Σύμπαν (Star Trek)

Αυνη. Mycenaenian – μυκηναϊκός

2911. Mycetes – μύκητες, συνώνυμο για μικρόβια

2912. Mycetoma – μύκης, παρασιτική ασθένεια των ποδιών

2913. Mycetozoa – μυκετόζωα

2914. Mycoderm – λεπτή κρούστα μύκητα κατά τη ζύμωση ποτών

2915. Mycologic, Mycology, Mycologist, Mycophagist, Mycosis – μύκης, μυκητολογία, μυκητίασις

Αυνθ. Mycoplasma – μυκόπλασμα, βακτήριο

Αυξ. Mycorrhiza –   μυκόρριζα, συμβίωση μανιταριού και φυτού

2916. Mydriasis – μύδρος, μυδρίασις

Αυξα. Myelencephalon – μυελός + εγκέφαλος, τμήμα του εγκεφάλου όπου παράγεται το μεδούλι

Αυξβ. Myelin – μυελίνη, λιπαρή ουσία που περιβάλλει τους άξονες των νεύρων

2917. Myelitis, Myeloid, Myelin – μυς, μυελίτις

Αυξγ. Myeloblast – μυελοβλάστη, αδιαφοροποίητος ιστός κυττάρων στο νωτιαίο μυελό

Αυξδ. Myelocyte – κύτταρο του νωτιαίου μυελού

Αυξε. Myelogram– μυελόγραμμα

Αυξστ. Myeloma- καρκίνος του αιμοπλάσματος

Αυξζ. Myelopoiesis – παραγωγήμυελούτωνοστών

2918. Mygale – μυγαλή, είδος αράχνης

2919. Myiasis – αρρώστια των μυών από κάμπιες

2920. Mylodon – μύλος + οδούς, γιγαντιαίος βραδύπους

Αυξη. Mylonite- μύλος, βράχος που παράγεται από δυναμική ανακρυσταλλοποίηση των πετρωμάτων

2921. Myocardic, Myocarditis – μυοκαρδία

2922. Myodynamics – μυοδυναμική

Αυξθ. Myoectomy – εκτομήινωμάτωντου κόλπου

2923. Myography – μυογραφία

2924. Myological, Myologist, Myology, Myomancy – μυολογία, μυομαντεία

2925. Myope, Myopia, Myopic, Myopy – μυωπία

Αυο. Myopathy– πάθηση των μυών

2926. Myosis – ασθένεια των οφθαλμών

2927. Myositis – φλεγμονή των μυών, που οδηγεί σε παράλυση

2928. Myosote, Myosotis- μυοσωτίς, μη με λησμόνει

2929. Myotomy – μυοτομία

2930. Myriad, Myriametre, Myriapod (μυριόποδον), Myriapoda, Myriophyllous (μυριόφυλλον), Myriorama (ποικιλία σκηνών) – μυριάς, μύριοι (μέχρι 10.000 μετρούσαν εν τη σοφία τους οι αρχαίοι Έλληνες και καλά έκαναν. Οποιοδήποτε ποσόν υπερβαίνει τη μυριάδα δεν αφορά τον άνθρωπο, άλλως και επικουρικώς στρεβλώνει – ιδίως οικονομικά ή περιουσιακά- την ανθρώπινη φύση

2931. Myrica – μυρίκη, αρμυρίκι

2932. Myrmidon, Myrmidonian – Μυρμηδών, με ποικίλες σημασίες α) στρατιώτης ή υπήκοος του Αχιλλέα, β) κακούργος, κάθαρμα, γ) απελπισμένος τυχοδιώκτης, δ) αμείλικτος τιμωρός με την έννοια του επαγρυπνούντος εκδικητή (“vigilante”)  

2933. Myrobalan – μύρον + βάλανος, φρούτο – μυροβλήτης

Αυοα. Myrosin- μύρον, ισχυρό ένζυμο

Αυοβ. Myroxylon – μύρον + ξύλον, μυρόξυλον, αρωματικό ξύλο, βάλσαμο

2934. Myrrh, Myrrhic, Myrrhine – μύρρα, αιολικός τύπος του «σμύρνα»

2935. Myrtle, Myrtle- berry, Myrtle-wax – μύρτον, μύρτος

2936. Mystagogic, Mystagogue, Mystagogy- μύστης, μυσταγωγία

2937. Mysteriarch- μυστήριον + άρχω, προϊστάμενοςμυστηρίου

2938. Mysterial, Mysterious, Mysteriously, Mysteriousness, Mystery, Mystery- ship – μυστήριον

2939. Mystic, Mystical, Mystically, Mysticism, Mystics, Mystification, Mystify- μύστης, μυστικός

2940. Mytacism – μιτακισμός, επανειλημμένη εκφορά του «μι»

2941. Myth, Mythic, Mythical, Mythically, Mythicize, Mythographer (μυθογράφος), Mythus – μύθος

2942. Mythological, Mythologically, Mythologist, Mythologize, Mythology- μυθολογία

Αυογ. Mythomania– μυθομανία, έφεση προς υπερβολές ή ψέματα

2943. Mythopoeic, Mythopoetic – μυθοποιός

2944. Mytilite, Mytiloid, Mytilus – μύδος (σήψη), μύδι

2945. Myxoedema – μυξοίδημα, ατροφία θυρεοειδούς αδένα

2946. Myxomycetes -μιξομύκητες, θαλλόφυτα

2947. Myzontes – μύζω, απομυζητής μέσω βράγχιων 

                                     N

Αυοδ. Nacelle – ναυς, γόνδολα, άτρακτος διαστημοπλοίου, οι δύο παράλληλοι κινητήρες του διαστημόπλοιου Εντερπράιζ

2948. Naiad- Ναιάς, νύμφηδασών

2949. Name, Nameable, Nameless, Nameplate, Namer, Namesake – όνομα

2950. Nanism- νάνος

Αυοε.Nanofiber – πολύλεπτήίνα

Αυοστ. Nanoprobe–μικροσκοπικήανιχνευτικήσυσκευή

2951. Naos – ναός

2952. Naphtha, Napthalene, Naphthalic, Napthalize – νάφθα

2953. Narceine, Narcotine – νάρκη, υπνηλία, αλκάλιοοποίου

2954. Narcissism, Narcissus – Νάρκισσος

Αυοζ. Narcoanalysis, Narcosynthesis – θεραπείαυπόκαθεστώςυπνώσεως

2955. Narcosis, Narcotic, Narcotism – νάρκη, ναρκώ (-ώνω)

Αυοη. Narcolepsy – ναρκοληψία, ξαφνικήυπνηλία

Αυοθ. Narcotherapy – ναρκοθεραπεία, θεραπεία με νάρκωση

Αυπ. Nard – νάρδος

2956. Narthex – νάρθηξ

2957. Natron, Natrolite  – νίτρον, λίθοςνάτρου

2959. Naumachia – ναυμαχία

2960. Nauplius – ναύπλιος, προνύμφημαλακόστρακου

2961. Nausea, Nauseant, Nauseate, Nauseation, Nauseous, Nauseousness- ναυτία

2962. Nautic, Nautical, Nautically – ναυτικός

2963. Nautilite (απολίθωμαναυτίλου), Nautiloid, Nautilus – ναυτίλος, σουπιάαργοναύτης, τοπερίφημουποβρύχιοτουκάπτενΝέμο

2964. Naval, Navarch (ναύαρχος), Navalist, Navicular – ναυς- νηός

2965. Navigability, Navigable, Navigableness, Navigate, Navigation, Navigator, Navy – ναυς- νηός, πλοηγώ, ποντοπορώ

2966. Neapolitan- Νεάπολη, αναφερόμενος στη Νάπολη της Ιταλίας

2967. Nearctic – νέος + άρκτος (βορράς), νέο- αρκτικός

2968. Nebula, Nebular, Nebulosity, Nebulous, Nebuly – νέφος

Αυπα. Necrobiosis – νεκροβίωσις, φυσιολογικός θάνατος δερματικών κυττάρων

2969. Necrolatry, Necrological, Necrologist, Necrology – νεκρολατρεία, νεκρολογία

2970. Necromancer, Necromancy, Necromantic – νεκρομάντις

Αυπβ. Necronite – νεκρονίτης, είδοςμονοκλινούςαστρίου

2971. Necrophagous – νεκροφάγος

2972. Necrophilism – νεκροφιλία

2973. Necrophobia – νεκροφοβία

Αυπγ. Necrophoresis – μεταφοράκαιυγειονομικήεκκαθάρισηνεκρώνεντόςκοινοβίουσκαθαριών, τερμιτών, μυρμηγκιώνκ. ά.

2974. Necropolis – νεκρόπολις

Αυπδ. Necropsy– νεκροψία

2975. Necroscopic- νεκρός + σκοπώ

2976. Necrosed, Necrosis, Necrotic – νέκρωσις

Αυπε. Necrosyrtes – νεκροσύρτης, όρνεομεκουκούλα

Αυπστ. Necrotize, Necrotized – νεκρώνω, απονεκρώνω

2977. Nectar, Nectarean, Nectared, Nectarial, Nectariferous, Nectarine, Nectarium, nectarize, nectarous, nectary – νέκταρ

2978. Nekton – νηκτός, οργανική ζωή θαλάσσης

Αυπζ. Nematocyst– υποκυτταρική μονάδα που περιέχει νήματα στα μαλάκια, κοράλλια, ανεμώνες κ.λπ.

Αυπη. Nematode – νηματώδεςεγχελυοειδέςσκουλήκι (μεταξύαυτώνκαιοβραδύπορος (Tardigrade) του “StarTrek“  

2979. Nematoses, Nematoid -νηματώδης, νήμα

2980. Nemertea, Nemetres, Nemetrids – νημέρτεια (αλήθεια), νημερτής (σίγουρος για τον εαυτό του λόγω του μήκους του)

2981.  Nemesis – νέμεσις

Αυπθ. Neoblast – νεοβλάστη, διαιρούμενα κύτταρα στα σκουλήκια

Αυq. Neoblastoma – νέος + βλαστός, καρκίνος των νεύρων

Αυqα. Neocortex – νεοφλοιός, εμπρόσθιος, εξελικτικά νεοπαγής φλοιός του εγκεφάλου 

2982. Neocosmic – αφορών την τρέχουσα κατάσταση του Σύμπαντος

2983. Neocracy – νεοκρατία, κυβέρνηση νεαρών ατόμων

Αυqβ. Neocriticism  – νέακριτική, ακρωτηριασμός της φιλοσοφίας του Καντ, ώστε να περιλαμβάνει μόνο τα φαινόμενα και όχι τα νοούμενα

2984. Neodymium – νεοδύμιον, χημικό στοιχείο

Αυqγ. Neodyne – νέος + δύναμις, απαστράπτον στοιχείο λανθανιδών

2985. Neogamist – νέος + γάμος, άρτι νυμφευθείς

2986. Neogaean – νέος + γη, αφορών τον Νέο Κόσμο (Αμερική)

Αυqδ. Neogrec – νεοελληνικός, νεοκλασική αρχιτεκτονική 19ου αιώνα

Αυqε. Neohellenism– αναβίωση του αρχαίου ελληνικού ιδεώδους στην εποχή μας 

Αυqστ. Neomycin – νέος + μύκης, πασίγνωστο αντιβιοτικό

2987. Neolite (πυριτικό άλας αλουμινίου), Neolithic – νέος λίθος, γυαλιστερή πέτρα

2988. Neologian, Neological, Neoilogically, Neologism, Neologist, Neologize, Neology – νεολογώ, νεολογισμός

2989. Neon – νέον, αέριο

2990. Neonomian, Neonomianism – νέος + νόμος, περί του Χριστιανισμού ως νέου νόμου

2991. Neontology – νεο- οντολογία, έρευνα νέων ειδών

2992. Neophobia – νεοφοβία

Αυqζ. Neophron – νέος + φρην, αιγυπτιακόόρνεο

2993. Neophyte- νεόφυτος

2994. Neoplasm, Neoplastic, Neoplasty – νεοπλασία

2995. Neoplatonic, Neoplatonism, Neoplatonist – νεοπλατωνικός

Αυqη. Neotectonics– μελέτη πρόσφατων τεκτονικών φλοιών

Αυqθ. Neoteny – νεοτενία, διατήρηση εφηβικών χαρακτηριστικών σε μεγάλη ηλικία

2996. Neoteric – νεωτερικός

2997. Neotropical – αφορών τους τροπικούς της Αμερικής

2998. Neozoic – νεοζωικός

2999. Nepenthe – νηπενθές, ναρκωτικό αναλγητικό

3000. Nephalism – νηφάλιος

3001. Nephaline, Nephelite, Nepheloid – νεφέλη

Αφ. Nephelometry– νεφέλη + μετρώ, μέτρηση πρωτεϊνών του αιμοπλάσματος

Αφα. Nephrectomy – εκτομήτουνεφρού

3002. Nephoscope – νέφος + σκοπώ

3003. Nephralgia – νεφραλγία

3004. Nephrite – νεφρίτης, νεφριτικός λίθος

3005. Nephritic, Nephritis, Nephroid (νεφροειδής), Nephrology – νεφρός, νεφροί

3006. Nephrocele – νεφροκήλη

3007. Nephrography – νεφρογραφία

Αφβ. Nephropathy – νεφροπάθεια

Αφγ. Nephropexy– νεφρός + πήζω, ραφή και απομόνωση νεφρού ώστε να μην επικοινωνεί με την κοιλία

Αφδ. Nephroptosis– νεφρόπτωσις, πτώση του νεφρού προς την κοιλιά

3008. Nephrotomy – νεφροτομία

3009.  Nereid – Νηρηίς, θαλάσσια νύμφη

Αφε. Nerite, Neritidae –Νηρεύς, μαλάκια και σαλιγκάρια του βυθού

3010. Nervate, Nervation, Nerve, Nerved, Nerveless (άνευρος), Nervine, Nervous, Nervously, Nervousness, Nervure (ράβδωσιςνεύρων), Nervy- νεύρον

3011. Nestor- βασιλιάς της Πύλου, συμβουλάτορας

3012. Nestorian – οπαδός του Νεστόριου, πατριάρχη Κωσνταντινούπολης το 428 μ.Χ.

3013. Neural – αφορών τα νεύρα

3014. Νeuralgia, Neuralgic – νευραλγικός

3015. Neurasthenia, Neurasthenic – νευρασθένεια, νευρασθενής

3016. Neuration – ράβδωσις φυτών

3017. Neurectomy – νευρεκτομή

3018. Neurilemma – νευρείλημμα, περίβλημα νεύρου

3019. Neurine- νευρίνη

3020. Neuritis – νευρίτις

Αφστ. Neurobiology – νευροβιολογία

Αφζ. Neuroblast- νευροβλάστη, αδιαφοροποίητο νευρικό κύτταρο

Αφη. Neurochemical, Neurochemistry– νευροχημικός, νευροχημεία

Αφθ. Neurocortex- νευροφλοιός

Αφι. Neurode- νευρόδιον κατ’ απομίμηση του ηλεκτρόδιου, ενισχυτικό αντίληψης και νοητικών λειτουργιών

Αφια. Neurodermatitis– νεύρον + δέρμα, φαγούρα στο δέρμα

Αφιβ. Neuroendocrine– νευροενδοκρινικός καρκίνος

Αφιγ. Neuroelectric – νευροηλεκτρικός

Αφιδ. Neuroepithelial – νεύρον + επιθήλιον, αφορώνκαρκίνο του εγκεφάλου

Αφιε. Neurogenetic, Neurogenic  – νευρογενής, νευρογενετικός

Αφιστ. Neuroglia– νεύρον + γλοιός, υποστηρικτικά κύτταρα νεύρων

3021. Neurography – νευρογραφία

Αφιζ. Neuroleptic – νευροληπτικό, αντιψυχωτικό φάρμακο

3021. Neurological, Neurologist, Neurology – νεύρον + λόγος, νευρολογία

Αφιη. Neurolitic, Neurolytic – νευρολυτικός

3022. Neuroma – νεύρωμα, όγκοςήκύστιςνεύρου

3023. Neuron – νευρώνεγκεφάλου

3024. Neuropath, Neuropathic, Neuropathy – νευροπαθής, νευροπάθεια

Αφιθ. Neuropeptides – νεύρον + πέψις, νευροπεπτίδια, υποδοχείς νευρικών σημάτων 

3025. Neuropsychiatry, Neurophysiology, Neuropsychology – νευροψυχιατρική, νευροφυσιολογία, νευροψυχολογία

3026. Neuroptera – έντομα με μεμβρανώδη πτερά

Αφλ. Neuroradiology – νεύρον + radius(ακτίνα), νευροραδιολογία

Αφλα. Neuroreceptors- βλ. αμέσως παραπάνω

Αφλβ. Neurostabilizers _ νεύρον + ίστημι, ίσταμαι, σταθεροποιητές των νεύρων 

Αφλγ. Neurostatic- νευροστατικός

Αφλδ. Neurosurgery- νευροχειρουργός, νευρο -εγχείρηση  

Αφλε. Neurosynaptic- αφορών συνάψεις των νεύρων

3027. Neurotic, Neurosis- νεύρωσις, νευρωτικός

Αφλστ. Neurotransmitter- νευροπομπός

Αφλζ. Neurotoxine– νεύρον + τόξον, νευροτοξίνη

3028. Neurotomical, Neurotomy – νεύρον + τομή, νευρεκτομή

Αφλη. Neurotropin– νευροτροπίνη, ναρκωτικό για θεραπεία νευροπαθητικού πόνου

Αφλθ. Neurotrophin– πρωτεΐνη που συντελεί στην ανάπτυξη των νεύρων 

3029. Neutrodyne – neuter + δύναμις, συσκευή συγχρονισμού πλακέτας και πλέγματος εντός βαλβίδας

Αφμ. New και αμέτρητα παράγωγα – υποτίθεται ότι έχει αγγλοσαξονική ρίζα, αλλά δεν μπορεί παρά να συνδέεται με το επίθετο «νέος, νέον κ.λπ.»

3030. Nictitate, Nictitation – νηκτός, νήχω, νεύω

3031. Nightμεαμέτρηταπαράγωγα – νυξ

3032. Nihilophobia – nihil + φόβος, φόβοςτουμηδενός

3033. Nilometer – Νειλόμετρον, βολιδοσκόπηση Νείλου κατά τη διάρκεια πλημμύρας

3034. Niobium – Νιόβη (μάνα που μεταμορφώθηκε σε πέτρα κλαίγοντας για τα παιδιά της), μεταλλικό στοιχείο

Αφμα. Nisaetus– νίσομαι + αετός, μεταναστευτικός γυπαετός

3035. Nitrate, Nitre, Nitric, Nitrite, Nitro-, Nitrous με αμέτρητα παράγωγα- νίτρον, νιτρικόν άλας

3036. Noctograph – νυξ + γράφω, πλαίσιο γραφής για τυφλούς

Αφμβ. Nocturia – νυκτουρία

3037. Nocturn, Nocturnal, Nocturnally, Nocturne – νυξ, νυκτικός

3038. Noetic, Noetical – νοητικός

3039. Nomad, Nomadic, Nomadically, Nomadism, Nomadize- νομάς, νομαδικός

3040. Nomarch, Nomarchy – νομάρχης

3041. Nome – νομός

3042. Nomenclator, Nomenclatural, Nomenclature – όνομα + καλώ, ονοματοδοσία

3043. Nomic – νομικός

3044. Nominal, Nominalism, Nominalist, Nominally, Nominate, Nomination, Nominative, Nominatively, Nominator, Nominee- όνομα, ονομάζω

Αφμγ. Nomogram, Nomograph – νόμος + γράφω, γραφική παράσταση δύο αξόνων για μαθηματική συνάρτηση

3045. Nomography – νομογραφία

3046. Nomology- νομολογία

3047. Nomothetic – νομοθετικός

3048. Nonagon – εννεάγωνον

Αφμδ. Noologic, Noology – μελέτηνοητικώνφαινομένων

Αφμε. Noosphere – σφαίρανου, ορολογίαStarTrek

Αφμστ. Norepineohrine – normal + επινεφρίνη, φυσιολογικάεπίπεδαεπινεφρίνης

Αφμζ. Nosemosis– νόσημα, νόσος των μελισσών προκαλούμενη από μύκητες

3049. Nosocomial – νοσοκομειακός

3050. Nosography – νοσογραφία

3051. Nosological, Nosology – νοσολογία

3052. Nosophobia-νοσοφοβία

3053. Nostalgia, Nostalgic- νοσταλγία

3054. Notalgia – νώτα + άλγος

3055. Notobranchiate – νώτα + βράγχια, μεοπίσθιαβράγχια

3056. Notochord – οπίσθιες χορδές σπονδυλικής στήλης

3057. Notonectal – νώτα + νήχω, κολύμβι προς τα πίσω

3058. Notornis – όρνιθα του νότου

3059. Noumenal, Noumenon – νοούμενον

Αφμη. Noun, Nounal – όνομα (ουσιαστικόν)

3060. Nous – νους

3061. Novennial – εννέα + ενιαυτός, εννιάχρονος

3062. Nubecula, Nubiferous, Nubile – νέφος, νεφώδης

3063. Nucleogenic – nucleus (πυρήν) + γένος

3064. Numismatic, Numismatics, Numismatist, Numismatology – νόμισμα

3065. Nummary, Nummular, Nummulary, Nummulite (νόμισμα + λίθος), Nummulitic- νόμισμα

Αφμθ. Nychthemeron – νυχθήμερον, περίοδος 24 ωρών

3066. Nyctalopia, Nyctalopic, Nyctalops, Nyctalopy – νυκταλωπία, νυκτερινή όραση ως πάθηση

3067. Nyctitropic – στρεφόμενος προς μία κατεύθυνση κατά τη νύκτα

3068. Nymph, Nympha (χρυσαλλίς), Nymphaea (νούφαρο), Nymphean, Nymphic, Nymphiparous (παράγων νύμφες) – νύμφη

3069. Nympho, Nympholepsy, Nympholeptic, Nympholept, Nymphomania, Nymphomanic – νυμφοληψία, νυμφοληπτικός, νυμφομανία, νυμφομανής

3070.    Nystagmus  – νυσταγμός

Αφν. Nystatin– νυγμός, νυστατίνη, θεραπεία μυκήτων του στόματος

                    Ο

Αφνα. Oar, Oarage, Oared, Oarsman, Oarsmanship – ερέσσω, ερέτης, κωπηλατώ, κωπηλάτης

Αφνβ. Oaristys– οαριστύς, ερωτική συνομιλία

Αφνγ. Oasis – όασις, όασηερήμου

3071. Obconic – κωνικός, ανεστραμμένος κώνος

3072. Obcordate –καρδιόμορφος, το λατινικό “cor” σχετίζεται με τη λέξη «καρδιά»

3073. Obdiplostemonous – φυτό που έχει τους στήμονες συγκεντρωμένους σε δύο σπείρες

3074. Obduracy, Obdurate, Obdurately, Obdurateness – δούρειος, δούριος, ισχυρογνωμοσύνη

3075. Obeliscal, Obelisk, Obelize, Obelus – οβελός, σούβλα

Αφνδ. Object, Objective, Objectionκαιάπειραπαράγωγα – ob (γύρω, κοντά) +  ίημι (ριπτω)

3076. Obolus – οβολός, μικρό νόμισμα, ένα έκτο της δραχμής

3077. Obstacle – ωσαύτως εκ του ίστημι- ίσταμαι

3078. Obstetric, Obstetrical, Obstetrician, Obstetrics – αυτή που ίσταται έναντι, η μαία

3079. Obstinacy, Obstinate, Obstinateness – εκ του ίστημι, ίσταμαι, επιμονή

3080. Obstipation – στείβω, συνωθούμαι, καταπατώ, συμφόρηση

3081. Obstruct, Obstructer, Obstruction, Obstructionist, Obstructive, Obstruent – στορέννυμι, σωρεύω, σωριάζω, στρώνω, απλώνω

3082. Obus – οβίς

3083. Occlude, Occlusion – κλείω, εγκλείω

3084. Ocean, Oceania, Oceanic, Oceanid, Oceanographist, Oceanography, Oceanus – ωκεανός

3085. Ochlesis – όχλησις, αρρώστια λόγω συνωστισμού

3086. Ochlocracy – οχλοκρατία

3087. Ochraceous, Ochre, Ochreous, Ochry – ωχριώ, ώχρα

3088. Octad, Octagon (οκτάγωνον), Octagonal, Octangular, Octant, Octile (το όγδοον μέρος του κύκλου) – οκτώ

3089. Octahedral, Octahedrite, Octahedron – οκτάεδρον

Αφνε. Octane– οκτάνιον, χημικό ισομερές σχετιζόμενο με τη βενζίνη

3090. Octarchy – οκταρχία

3091. Octastyle, Octostyle – οκτάστυλος

3092. Octateuch – οκτάτευχος

3093. Octave- οκτάβα

3094. Octavo – βιβλίο, όπου κάθε φύλλο είναι διπλωμένο σε δεκαέξι σελίδες

3095. Octennial, Octenially- οκταετής

3096. Octet – συγκρότημα των οκτώ, σύνθεση για οκτώ άτομα

3097. Octillion – ένα εκατομμύριο στην όγδοη δύναμη (48 ψηφία)

3098. Octigentenary – οκτακοσιοστή επέτειος κάποιου γεγονότος

3099. October – Οκτώβριος

Αφνστ. Octocoralia– μικροσκοπικοί πολύποδες, θαλάσσιοι οργανισμοί

3100. Octodecimo – βιβλίο, όπου κάθε φύλλο είναι διπλωμένο σε δεκαοκτώ σελίδες

3101. Octodentate – έχων οκτώ δόντια

3102. Octogenarian, Octogenary – έχων ηλικία μεταξύ ογδόντα και ενενήντα

3103. Octonary – ανήκων στον αριθμό «οκτώ»

3104. Octopartite – διαιρούμενος σε οκτώ διαμερίσματα

3105. Octopetalous – οκτωπέταλος

3106. Octopod, Octopus – οκτάπους, χταπόδι

3107. Octoradiated – έχων οκτώ ακτίνες

3108. Octoroon – πρόσωπο με ένα όγδοο νέγρικο αίμα

3109. Octospermous – οκτώσπερμος

3110. Octosyllabic, Octosyllable – οκτασύλλαβος 

3111. Ode – ωδή

3112. Odometer- οδόμετρον

3113. Odontalgia, Odontalgic – οδούς + άλγος, οδονταλγία

3114. Odontiasis- οδοντίασις

3115.   Odontogeny – οδοντογενετική

3116. Odontoglossum – οδούς + γλώσσα, είδος ορχιδέας

3117. Odontograph, Odontography – οδοντογραφία

3118. Odontoid, Odontology – οδοντοειδής, οδοντολογία

Αφνζ. Odontometrics – μέτρησητωνοδοντικώνμεγεθών

3119. Odontophore – ζώνη οδόντων επί μαλακίων

Αφνη. Odontostomatology – οδοντοστοματολογία

3120. Odyssey – Οδύσσεια

3121. Oecology – οικολογία

3122. Oecumenical, Oecumenicity – οικουμένη, οικουμενισμός

3123. Oedema, Oedematous, Oedemia, Oedipus – οίδημα, Οίδίπους (τύραννος)

Αφνθ. Oedicnemus – οίδημα + κνήμη, είδοςπτηνώνμε χονδρή (υποτίθεται) κνήμη

3124. Oenanthe, Oenanthic – οίνος + άνθος, δηλητηριώδες φυτό με σκιάδιον

Αφξ. Oenologic, Oenology, Oenometry  – οινολογία, οινομετρία

3125. Oenomel – οίνος + μέλι (ανάμιξη)

3126. Oenothera – οινοθήρα, νυχτολούλουδο

3127. Oesophageal, Oesophagus – οισοφάγος

Αφξα. Oesophagoscope – οισοφαγοσκόπιον

Αφξβ. Oestrogen–οιστρογόνον

3128. Oestrum, Oestrus – οίστρος

3129. Ogygian- Ωγύγης

3130. Oil + αμέτρητα παράγωγα – έλαιον 

Αφξγ. Old και αμέτρητα παράγωγα – άλευρον, αλείατα, αλείφω, θρεμμένος, ταισμένος, όπως και σε εμάς ο γέρος προέρχεται από το «γερός»

3131. Oleaginous, Oleaginousness, Olefiant, Oleiferous, Oleic – έλαιον + φέρω

3132. Oleite – ολεϊκόνοξύ

3133. Olefine, Olein – ελαιοϋδρογονάνθρακες

3134. Oleograph, Oleography- ελαιογραφία

3135. Oleomargarine – ελαιομαργαρίνη (εκτουμαργαρίτης, μαργαριτάρι

3136. Oleometer – ελαιόμετρον

3137. Oleon – μίγμαολεϊκούοξέος

3138. Oleophosphoric- ελαιοφωσφορικός, ελαιώδες οξύ του εγκεφάλου

3139. Oleoresin – έλαιον + ρητίνη

3140. Oleosaccharum – ελαιοσάκχαρον

3141. Olibanum – έλαιον + λίβανος, άρωμα, χυμός

3142. Olifant- άλλος τύπος για «ελέφας»

3143. Oligarch, Oligarchal, Oligarchy – ολιγαρχία

3144. Oligist – ολίγιστος

3145. Oligocene – ολιγόκαινος

Αφξδ. Oligochaeta – ολίγον + χαίτη, είδοςσκουληκιών

3146. Oligoclasse –τρικλινές πυριτικό άλας, άστριος

Αφξε. Oligodendrocytes, Oligodendroglia- δενδροειδή κύτταρα δια των οποίων διέρχονται τα ηλεκτρικά σήματα του εγκεφάλου

Αφξστ. Oligodendroglioma-ολίγος + δένδρον + γλοίωμα, καρκίνοςτου εμπρόσθιου λοβού του εγκεφάλου

Αφξζ. Oligopeptide – πεπτίδιονπουπεριέχειμικρό αριθμό αμινοξέων

Αφξη. Oligophrenia, Oligophrenic– ολιγοφρένεια, πρώιμη νοητική καθυστέρηση

Αφξθ. Oligopoly – ολιγοπώλιον, λίγοιπωλητές

Αφο. Oligopsony – ολιγοψώνιον, λίγοιαγοραστές

Αφοα. Oliguria- ολιγουρία

3147. Olive, Olio, Olitory, Olivaceous, Olivary κ.λπ. – ουσιαστικά και επίθετα με βάση την «ελαία»

3148. Olivil – κόμμι του ελαιόδενδρου

3149. Olivine-άνυδρο πυριτικό άλας μαγνησίου

3150. Olympiad, Olympian, Olympic – Ολυμπία, Ολυμπιακός

3151. Ombrology, Ombrometer (ομβρόμέτρον), Ombrophile (ομβρόφιλος), Ombrophobe (ομβροφοβία)- όμβρος (βροχή)

3152. Omega – ωμέγα

Αφοβ. Omen – όμνυμι, οιωνός

3153. Omicron – όμικρον

Αφογ. Ommatidium – ομματίδιον, πρισματικόςοφθαλμός εντόμων αποτελούμενος από πολλές μονάδες υποδοχής φωτός

Αφοδ. Omnicordial – έχων χορδές σε πολλές κατευθύνσεις

3154. Omnivorous – omnis (όλος) + βορά

3155. Omophagous – ωμοφάγος

3156. Omoplate – ωμοπλάτη

3157. Omphalic, Omphalocele (ομφαλοκήλη), Omphalotomy

(ομφαλεκτομή) – ομφαλός

3158. Onager – όναγρος

Αφοε. Onchocerciasis– όγκος + κερκίς (βέργα), μόλυνση των οφθαλμών, λευκοφθαλμία, τύφλωση οφειλόμενη σε παρασιτικό σκώληκα, «τύφλωση του ποταμού»

Αφοστ. Oncogenic, Oncogenesis – ογκογενετικός, ογκογένεσις

3159. Oncologist, Oncology, Oncometer (ογκόμετρον), Oncotomy (ογκοτομή) – όγκος

Αφοζ. Oncomouse– όγκος + μυς, ποντίκι που αναπτύσσει όγκους συνεπεία επιστημονικών πειραμάτων

Αφοη. Oncorhynchus – ογκόρρυγχος, είδος σαλαχοειδούς ψαριού που μοιάζει με σολωμό

Αφοθ. Oncotic– ογκωτική πίεση σε αγγείο από πρωτεΐνη προκειμένου το υγρό πλάσμα να επιστρέψει στην αγγειακή δίοδο  

Αφπ. Oneiric– ονειρικός

Αφπα. Oneirism– κατάσταση ονείρου σε περίοδο εγρήγορσης, ύπαρ

3160. Oneirocritic, Oneirocritical, Oneirocritics- ερμηνείαονείρων, ονειροκριτική

3161. Oneirodynia – όνειρον + οδύνη, εφιάλτες, υπνοβασία κ.λπ.

3162. Oneirology – όνειρον + λόγος, θεωρία και επιστήμη ονείρων

3163. Oneiromancy – ονειρομαντεία

Αφπβ. Oneirotherapy– ονειροθεραπεία

3164. Onerary, Onerous – όνος, βάρος, φορτίον

3165. Onocentaur – ονοκένταυρος

3166. Onomancy – όνομα + μαντεία

3167. Onomastic, Onomasticon, Ononatology – όνομα, ονοματολογία

3168. Onomatope, Onomatopoeia, Onomatopoetic – ονοματοποιία

Αφπγ. Onopordum – όνος + πέρδομαι, το γαιδουράγκαθο, επειδή όμως το δεύτερο συνθετικό είναι η πορδή και όχι το αγκάθι, συνήθως λέγουν “onopordum acanthium”, το οποίο είναι και το έμβλημα της Σκωτίας 

3169. Ontogenesis, Ontogenetic, Ontogeny- οντογένεσις

3170. Ontological, Ontology – οντολογία

3171. Onus – όνος, φορτίον

3172. Onychia – απόστημα όνυχος

3173. Onychitis – φλεγμονή όνυχος

3174. Onychomancy – ονυχομαντεία

3175. Onychomycosis – μυκητίασις όνυχος

3176. Onychophagist – ονυχοφάγος

Αφπδ. Onychophora– ονυχοφόρα, πολύποδα σκουλήκια βελούδινης απόχρωσης

3177. Onymous- επώνυμος, διαθέτων όνομα

3178. Onyx – όνυξ, χαλκηδών

Αφπε. Oocyte– θηλυκό κύτταρο αναπαραγωγής

3179. Oogamous, Oogenesis- ωογαμία, ωογένεσις

Αφπστ. Oogone– ωογόνος

3180. Ooidal – ωοειδής

3181. Oolite, Oolitic – ωόλιθος, ωολιθικός, πέτρωμα αποτελούμενο από σφαιρίδια ασβέστη

3182. Oologist, Oology – ωολόγος, ωολογία

Αφπζ. Oomycetes– ωομύκητες, περονόσποροι

3183. Oosphere – ωοσφαίρα

Αφπη. Oospore – ωοσπόρος, ορολογία χρησιμοποιούμενη επί φυκιών

3184. Ootheca – ωοθήκη

Αφπθ. Opal – οπάλλιον, μαύρο ιριδίζον μέταλλο

Αφq. Ope, Open, Openerκαι άπειρα παράγωγα- οπή, ανοίγω, είμαι ανοικτός

3185. Ophicleide – όφις + κλεις, σάλπιγγα

3186. Ophidia, Ophidian – γένος ερπετών, όπου περιλαμβάνονται τα φίδια

3187. Ophidion – ψάρι σαν χέλι

Αφqα. Ophiocordyceps – οφιο- ασκομύκητας

Αφqβ. Ophioglossum – όφις + γλώσσα, μεγάληφτέρη

3188. Ophiolatry – οφιολατρεία

Αφqγ. Ophiolite, Ophiolitic – όφις + λίθος, τμήμαωκεανικήςκρούστας

3189. Ophiological, Ophiologist, Ophiology, Ophiomancy- οφιολογία, οφιομαντεία

3190. Ophiomorphus – οφιόμορφος

3191. Ophiophagous- όφις + τρώγω, έφαγον

3192. Ophiosaurus – οφιόσαυρος

3193. Ophite – αίρεση γνωστικών που λατρεύει το φίδι της Εύας

3194. Ophiuchus – όφις + έχω, αστερισμός

Αφqδ. Ophiura – οφιοειδήςαστερίας, αστεροειδής όφις

Αφqε. Ophrys – οφρύς, ορχιδέεςπουμιμούνται θηλυκά έντομα για να προσελκύσουν αρσενικούς γονιμοποιητές

3195. Ophthalmia, Ophthalmitis – οφθαλμίτις (φλεγμονή οφθαλμών)

3196. Ophthalmic, Ophthalmologist, Ophthalmology (οφθαλμολογία), Ophtalmoscopion (οφθαλμοσκόπιον), Ophthalmoscopy (οφθαλμοσκοπία), Ophthalmotomy (οφθαλμεκτομή) – οφθαλμός

Αφqστ. Opioids – οπιοειδήσκευάσματα

Αφqζ. Opiomania– οπιομανία

3197. Opisometer – οπίσω + μέτρον, όργανο για μέτρηση καμπύλων γραμμών

3198. Opisthobranchiate – έχων βράγχια πίσω από την καρδιά επί γαστροπόδων

3199. Opisthocoelous – κοίλος όπισθεν

3200. Opisthocomous – έχων την κόμη όπισθεν, ινιακό λοφίο

Αφqη. Opisthodomos –οπίσθιοτμήμα ελληνικού ναού, άδυτον

3201. Opisthodonte – έχων μόνο οπίσθιους οδόντες

3202. Opisthogastric – έχων οπίσθια γαστέρα

3203. Opisthognathous – έχων οπισθοχωρούσα γνάθο

3204. Opisthograph, Opisthographic – έγγραφο γραμμένο και από τις δύο όψεις

3205. Opiate, Opiated, Opium – όπιον εκ του «οπός», χυμός λευκής παπαρούνας 

3206. Opobalsam – οπός + βάλσαμον

3207. Opodeldoc, Opopanax – σαπούνια, ναρκωτικά, αρώματα σε χυμώδη μορφή οπού

Αφqθ. Opopanax – οπός + πανάκεια, ναρκωτική και αρωματική ρητίνη

Αχ. Opotherapy – οποθεραπεία, θεραπεία με εκχυλίσματα φυτών

3208. Oppress, Oppression, Oppresive, Oppressively, Oppressiveness, Oppressor – o + προίστημι, πιέζωδιαπροεξοχής, συμπιέζω

3209. Oppugn, Oppugnancy, Oppugnant, Oppugnation, Oppugner- πυγμή, αντιτίθεμαι, ανθίσταμαι

3210. Opsiometer – όψις + μέτρον, όργανο μέτρησης όρασης 

3211. Opsonic, Opsonin – οψωνέω (-ώ), αγοράζω οψώνια- ψάρι, εμβολιάζω οργανισμό με νεκρά βακτήρια

3212. Optic, Optical, Optician, Optics, Optigraph – οπτεύω, οπτικός

3213. Optography – προσωρινή συγκράτηση στον αμφιβληστροειδή της τελευταίας εικόνας προ του θανάτου

3214. Optometer- οπτεύω + μέτρον, μετρητής ορίων διακεκριμένης όρασης

3215. Optophone – οπτεύω + φωνή, εφεύρεση μετατροπής φωτός σε ήχο προς χρήση των τυφλών

Αχα. Optronic – δίκτυο μετάδοσης πληροφοριών μέσω οπτικών ινών, διαχείριση φωτονίων

3216. Opulence, Opulency, Opulent, Opulently, Opus, Opuscule, Opusculum – οπώρα, οπωρίζω

3217. Orach, Orache – αραχνίς, υποκατάστατο σπανακιού

3218. Oracle, Oracular, Oracularly, Oracularness- ορώ, μαντείον

3219. Oration, Orator, Oratorial, Oratorian, Oratorical, Oratorically, Oratorio, Oratory, Oratress – ρήτωρ

3220. Orchard, Orcharding, Orchadist – όρχος, όρχατος, σειράδένδρων

3221. Orchesis, Orchestic, Orchestics, Orchestra, Orchestral, Orchestrate, Orchestration, Orchestrina, Orchstrion – ορχώμαι, όρχησις

3222. Orchid, Orchidaceous, Orchideous, Orchidist, Orchidomania (υπερβολικήαγάπηγιαορχιδέες), Orchidomaniac, Orchis – όρχις, είδοςελαίας, ορχιδέα

3223. Orchitis (φλεγμονήόρχεων), Orchotomy (εκτομήόρχεων) – όρχις, αρχίδι

3224. Oread- νύμφητωνορέων

3225. Orectic, Orexis – όρεξις, ορεκτικός

3226. Oreodonts – ωραίος + οδούς, πρωτόγονα θηλαστικά Ηωκαινούς περιόδου

Αχβ. Oreopithecus – όρος +πίθηκος, πίθηκοςτων ορέων

3227. Organ, Organic – αφορών βιολογικό όργανο

Αχγ. Organelle – μικρός οργανισμός ή βιολογικό τμήμα αυτού

Αχδ. Organicism– θεωρία ότι το Σύμπαν είναι ένας τεράστιος οργανισμός

3228. Organism – οργανισμός

3229. Organist – οργανοπαίκτης

3230. Organizable, Organization, Organize – οργάνωσις, οργανόω (-ώνω)

3231. Organogeny – ανάπτυξη οργάνων

Αχε. Organogram– οργανόγραμμα, απεικόνιση δομής οργανωτικού σχηματισμού

3232. Organographical, Organography- όργανον + γράφω, περιγραφή οργάνων ζώων

3233. Organology – επιστήμη βιολογικών οργάνων

Αχστ. Organomagnetic – οργανικόπαράγωγοαπό μαγνήσιο

Αχζ. Organometallic- οργανικό παράγωγο από μαγνήσιο, βηρύλλιο, ασβέστιο, στρόντιο και βάριο 

3234. Organon – το Όργανον (Αριστοτέλης) και το Νέον Όργανον (Βάκων), καθολική επιστημονική μέθοδος για την πραγμάτευση κάθε ζητήματος

3235. Organoplastic- οργανοπλαστική, σχηματισμός οργανικού ιστού

Αχη. Organotherapy – θεραπείαμεεκχυλίσματαζωικών ιστών ή αδένων

3236. Orgasm, Orgiastic – οργασμός, οργιαστικός

3237. Orgies, Orgy – βακχικό συμπόσιο, κραιπάλη

3238. Orichalc – ορείχαλκος, πολύτιμο μέταλλο, μίγμα χαλκού- ψευδαργύρου

3239. Origan – ορίγανον, ρίγανη

3240. Orion- Ορίων, γίγας κυνηγός, αστερισμός

3241. Orismology – επιστήμη ορισμών

3242. Ornithic- όρνις, κότα, πουλάδα

3243. Ornithichnite- ίχνος όρνιθας

3244. Ornithocopros – κόπρος όρνιθας

Αχθ. Ornithogalum – όρνις + γάλα, ορνιθόγαλον, λουλούδι, άστροτηςΒηθλεέμ

3245. Ornitholite – απολίθωμα όρνιθας

3246. Ornithological, Ornithologist, Ornithology, Ornithomancy (ορνιθομαντεία)  – ορνιθολόγος, ορνιθολογία

3247. Ornithopter – αεροπλάνο με σειόμενα φτερά

3248. Ornithorhynchous – ορνιθόρυγχος

3249. Ornithoscopy – ορνιθοσκοπεία

Αχι. Orobanche – όροβος, οροβάγχη, πικρόςαρακάς

Αχια. Orogenesis, Orogenic, Orogeny- γένεσιςορέων

3250. Orographic, Orographical, Orography – όρος + γράφω, μελέτηβουνών

3251. Orological, Orologist, Orology – επιστήμηορέων, βουνών

Αχιβ. Oronym, Oronymy – λέξειςπουπροφέρονταιτοίδιο, ονομασίαορέων

3252. Orphan, Orphanage, Orphaned, Orphanhood, Orphanism – ορφανός

3253. Orphean, Orphic – Ορφεύς, Ορφικός

Αχιδ. Orphism– ορφική αντίληψη που αναθεωρεί τη διονυσιακή θρησκεία λειαίνοντας τη σκληρότητά της

3254. Orthite – ορθίτης, οροπυριτικόάλας

Αχιε. Orthocenter– ορθόκεντρον, σημείο εντός τριγώνου όπου οι διχοτόμοι των γωνιών συναντώνται

3255. Orthochromatic – ορθός + χρώμα, αποδίδων τα χρώματα με σωστό τρόπο

3256. Orthoclase – ορθός + κλάω, κλω, μονοκλινής καλιούχος άστριος

Αχιστ. Orthodentist, Orthodontics– ορθοδοντικός, ορθοδοντική

3257. Orthodiagonal – ορθή διαγώνιος, επικλινής άξονας στο μονοκλινές σύστημα κρυσταλλογραφίας

3258. Orthodox, Orthodoxical, Orthodoxly, Orthodoxness, Orthodoxy – ορθοδοξία, ορθόδοξος

3259. Orthodromic, Orthodromics, Orthodromy – ορθοδρομία (ιδίως στην ιστιοπλοία)

3260. Orthoepic, Orthoepical, Orthoepist, Orthoepy – ορθός + έπος, ορθή προφορά

3261. Orthogenesis, Orthogeny- ορθογένεσις, θεωρία νοήμονος σχεδιασμού για τη Δημιουργία

3262. Orthognathous – ορθή γνάθος

3263. Orthogon, Orthogonal – ορθογώνιον, ορθογώνιος

3264. Orthographer, Orthographic, Orthographical, Orthograophist, Orthography – ορθογραφία, ορθογράφος

3265. Orthometry – ορθός + μέτρον, ρυθμιστικοί της ποικιλίας νόμοι 

3266. Orthopaedic, Orthopaedy –ορθός + παις, ορθοπαιδική, θεραπεία του ανθρωπίνου σώματος και ειδικότερα των παιδιών

Αχιζ. Orthopedic, Orthopedy –ορθός + πεδίον, ορθοπεδική, θεραπεία του ανθρωπίνου σώματος- παραπάνω το λεξικό αναφέρει και την εκδοχή του «ορθού παιδιού», αλλά πράγματι έχουμε μπερδευτεί και δεν γνωρίζουμε το σωστό

3267. Orthophony – ορθοφωνία

3268. Orthopnoea – ορθός + πνοή, δυσκολία στην αναπνοή, που αναγκάζει τον ασθενή να σταθεί όρθιος

3269. Orthopraxy – ορθή πράξις ή πρακτική, θεραπεία σωματικών ανωμαλιών με ορθοπαιδικά μέσα

3270. Orthoptera, Orthopterous –  ορθόπτερος

3271. Orthoptic – ορθός + οπτεύω, ορθή όρασις, εφαπτομένη ορθών γωνιών, σκόπευτρον

3272. Orthorombic – ορθός + ρόμβος, κρυσταλλικός σχηματισμός

Αχιη. Orthostates – ορθοστάτης, τετράγωνο αρχιτεκτονικό στήριγμα από πέτρα

3273. Orthostyle – ορθός + στύλος, ίσια γραμμή κιόνων

Αχιθ. Orthosympathetic– αφορών το συμπαθητικό νευρικό σύστημα

3273. Orthotomy – ορθοτομία, τομή σε ορθές γωνίες

3274. Orthotropal, Orthotropous – ορθός + τρόπος, βοτανική

3275. Orthotypous – ορθός + τύπος- τύπτω, έχων κάθετη κοπή

3276. Ortyx – όρτυξ, πέρδικα

Αχκ. Oryx– όρυξ, αντιλόπη

3277. Oscheocele – οσχεοκήλη

3278. Oschitis – φλεγμονή του περιτόναιου

3279. Oscillate, Oscillation, Oscillator, Oscillatory, Oscillatory, Oscillograph (κυματογράφος) –σείω

3280. Osmazome – οσμή + ζωμός, δείγμα μυικού ιστού προς πρόβλεψη της γεύσης που θα έχει, όταν μαγειρευτεί

3281. Osmic, Osmious, Osmium – όσμιον, μεταλλικό στοιχείο

3282. Osmose, Osmosis, Osmotic- ώσμωσις, ωσμός, ωθείν, έγχυση και σύγχυση υγρών μέσω μεμβρανών

3283. Osphresiology – επιστήμη της όσφρησης

3284. Ossein, Osselet, Osseous- οστούν

3285. Ossicle (οστίδιον), Ossiferous (οστούν + φέρω), Ossific, Ossification (αποστέωσις), Ossify, Ossivorous (οστοβόρος), Ossuary – οστούν

3286. Ostensibility, Ostensible, Ostensibly, Ostention, Ostensive, Ostensory, Ostentation, Ostentatious – ob (μεμετατροπήτου “b“ σε „s“) + τείνω, επιδεικνύω, επιδεικτικός

Αχκα. Osteal – οστικός

Αχκβ. Osteitis – φλεγμονήτουκόκαλου

Αχκγ. Osteobasts – οστεοβλάστη, κύτταρα απ’ όπου προέρχονται τα κόκαλα

Αχκδ. Osteochondrosis(οστεοχόνδρωσις, ορθοπεδική ανωμαλία αρθρώσεων), Osteochondroma(οστεοχόνδρωμα, καρκινική προεξοχή κόκαλου, εξόστωσις) – οστούν + χόνδρος

Αχκε. Osteoclasts– κύτταρα που διασπούν τον οστικό ιστό

3287. Osteocolla – οστεόκολλα

3288. Osteocope – οστούν + κόπος, πόνος στα οστά

Αχκστ. Osteodystrophy– δυστροφία οστού

3289. Osteogeny – εξέλιξη οστών

3290. Osteography – οστεογραφία

Αχκζ. Osteoichtyes – οστεοϊχθύες, ιχθύεςπουέχουνσκελετόαπό κόκαλο αντί από χόνδρο (όπως συνήθως) 

3291. Osteolepis – οστούν + λεπίς, απολίθωμα από τη Δεβόνειο περίοδο

3292. Osteolite – οστεόλιθος, απατίτης

3293. Osteologer, Osteologic, Osteological, Osteologically, Osteologist, Osteology – οστεολογικός, οστεολογία

Αχκη. Osteolysis– οστεόλυσις, λύση των οστών από οστεοκλαστικά κύτταρα προς δημιουργία νέων οστών

Αχκθ. Osteoma – οστέωμα, καλοήθηςόγκοςοστού

3294. Osteomalacia- οστεομαλάκυνση λόγω έλλειψης φωσφόρου

Αχλ. Osteomyelitis – οστεομυελίτις

Αχλα. Osteonecrosis – οστεονέκρωσις

3295. Osteopath, Osteopathic, Osteopathist, Osteopathy – οστεοπάθεια

Αχλβ. Osteophagic, Osteophagy – οστεοφάγος, οστεοφαγία

Αχλγ. Osteophytes– οστεόφυτα, εξοστώσεις σε αρθρώσεις

Αχλδ. Osteoplasty- οστεοπλαστική, ρομποτικές εγχειρίσεις ή εμφυτεύσεις στα άκρα

Αχλε. Osteoporosis – οστεοπόρωσις

Αχλστ. Osteoradionecrosis- νέκρωσιςτωνοστώνσυνεπεία θεραπείας με ακτινοβολία

3296. Osteosarcoma – οστεοσάρκωμα

Αχλζ. Osteosynthesis – οστεοσύνθεση

3297. Osteotomy – οστεοτομία

3298. Osteozoa – οστεόζωα, σπονδυλωτά

3299. Ostitis – οστίτις

3300. Ostracian, Ostracite – όστρακον, απολίθωμα οστράκου

3301. Ostracism, Ostracize – (εξ-) οστρακισμός

Αχλη. Ostracods, Ostracodes – οστρακοειδή, μικρέςγαρίδες

3302. Ostrea, Ostreiculture – όστρακον + culture (καλλιέργεια)

3303. Otacoustic, Otacousticon – ωτακουστώ, ωτακουστής

3304. Otalgia – ωταλγία

3305. Otaria – μεγαλωτίαστιςφώκιες

3306. Otic, Otitis – ωτικός, ωτίτις

Αχλθ. Otocyon – ωτοκύων, αλεπού

3307. Otocyst – ωτοκύστις, όργανο ακοής σε μερικά ασπόνδυλα

3308. Otography – ωτογραφία

3309. Otolith- ωτόλιθος, ασβεστόλιθος στο λαβύρινθο του αυτιού

3310. Otology- ωτολογία

Αχμ. Otorhinolaryngologist, Otorhinolaryngology -ωτορινολαρυγγολόγοςκ.λπ.

Αχμα. Otorrhagia– ωρορραγία, ρήξη του ωτός

3311. Otorrhoea – ωτορροή

Αχμβ. Otosclerosis– ωτοσκλήρυνση, δυστροφία λαβυρίνθου

3312. Otoscope – ωτοσκόπιον

Αχμγ. Otospongiosis – ωτοσπογγίωσις, δυστροφίαλαβυρίνθου

3313. Ouranography – ουρανογραφία

3314. Ouretic – ουρητικός

3315. Ouroscopy – ουροσκοπία

3316. Outdoor, Outdoors – out (έξω) + θύρα, στηνύπαιθρο

3317. Outmeasure – out (έξω) + μέτρον, υπέρβαση μέτρου 

3318. Outstand, Outstanding – out (έξω) + ίστημι, ίσταμαι, προεξέχω, προεξάρχω

3319. Ovary, Ovariotomist, Ovariotomy – ωοθήκη, τομή, εκτομήωοθήκης

Αχμδ. Overestimate – over (υπέρ) + εκτιμώ

3320. Overstand, Overstay – over (υπέρ) + ίστημι, ίσταμαι

3321. Overtone – over (υπέρ) + τόνος, αρμονική μουσική νότα

Αχμε. Overzealous – over + ζήλος, επιδεικνύων υπερβολικό ζήλο

3322. Ovibus – βους

3323. Ovicular, Oviduct, Oviferous, Oviform, Oviparous (ωοπαραγωγός), Oviposit, Oviposition, Oviposition, Ovipositor, Ovisac (ωάριον + σάκκος), Ovoid, Ovoidal (ωοειδής), Ovology (ωολογία), Ovoviviparous (ωόν εκκιλαπτόμενον εντός του γονέα), Ovulary, Ovile, Ovuliferous, Ovulite (ωόλιθος, απολίθωμα αβγού), Ovum   – ωόν, ωάριον

3324. Ovine –οις, πρόβατον

Αχμστ. Oxalate, Oxalic, Oxalis – οξύ + άλας, οξείδωση σακχάρων και φυτά που είναι πλούσια σε αυτό όπως οι οξαλίδες (λαπάθια), σπανάκι, ραβέντι κ.λπ.

3325. Oxidability, Oxidable, Oxidation, Oxide, Oxidize, Oxidizement – οξύ, οξείδωσις

Αχμζ. Oximeter-οξύμετρο

Αχμη. Oxium– κράμα αερίων ελαφρότερο από τον αέρα

3326. Oxy –acetylene – οξύ + ασετυλίνη

3327. Oxychloride – οξύ + χλωρίδιο

3328. Oxycoccus – οξύκοκκος, μακρόκαρπο βακκίνιο (κράνμπερι)

3329. Oxygen, Oxygenate, Oxygenation, Oxygenizable, Oxygenize, Oxygenizement, Oxygenous – οξυγόνον

3330. Oxygon, Oxygonal – οξύγωνον

Αχμθ. Oxygonotherapy– θεραπεία με οξυγόνο

3331. Oxy – haemoglobin  – οξύ + αιμοσφαιρίνη

Αχν. Oxyhydrate– προϊόν θέρμανσης μεταλλικού οξέος με υδρογόνο

3332. Oxyhydrogen – οξύ + υδρογόνον

3333. Oxymel – οξύ + μέλι

3334. Oxymoron – οξύς + μωρός, οξύμωρον (ρητορικό σχήμα), πρόσθεση επιθέτου, που δεν ταιριάζει στα συμφραζόμενα

3335. Oxymuriate – οξυχλωρίδιον

3336. Oxyopia – οξεία όραση

3337. Oxyphonia – οξυφωνία

3338. Oxysalt – οξύ + άλας, άλας περιέχον οξυγόνο

3339. Oxytone – οξύτονος

3340. Oyster και πολλά παράγωγα – όστρειον, στρείδι

3341. Ozena – όζαινα, έλκος του ρουθουνιού

3342. Ozocerite, Ozokerite, Ozokerite – όζω + κηρός, μεταλλική ρητίνη  

3343. Ozone, Ozonic Ozonize, Ozonized, Ozolysis, Ozonometer (μέτρησις όζου), Ozonation – όζον

Αχνα. Ozonosphere – σφαίρα όζοντος

3345. Ozymandias – Οσυμανδίας, Ραμσής 2ος, ποίημα του Σέλλεϋ

                    P

3346. Pachydactyl – παχυδάκτυλος

3347. Pachyderm, Pachydermatous – παχύδερμον

3348. Pachymeter – παχύμετρον

3349. Pachyrhizus – παχύριζος

Αχνβ. Pactole – Πακτωλός

3350. Paean – παιάν

3351. Paedeutics, Paedeutics – παιδευτικός

3352. Paedobaptism, Paedobaptism – παις + βάπτισμα

3353. Paeony – παιωνία, Παιάν, γιατρός των θεών 

3354. Pain, Painful, Painstalking κ.λπ. – πόνος

3355. Palace, Palatine -σχέση με «πάσσαλος» κατά συνεκδοχή

3356. Paladin – σχέση με «πάσσαλος» κατά συνεκδοχή

3357. Palaeoarctic- παλαιοαρκτικός, κλίμα βορείων περιοχών

Αχνγ. Palaeoasiatic – παλαιοασιατικός

Αχνδ. Palaeobiology – παλαιοβιολογία

Αχνε. Palaeobotany – παλαιοβοτανική

Αχνστ. Palaeocastor– κάστορας παλαιολιθικής εποχής

Αχνζ. Palaeocene– παλαιόκαινος, πρώτη περίοδος της παλαιογενούς, βλ. παρακάτω 

Αχνη. Palaeochristian– παλαιοχριστιανικός

Αχνθ. Palaeoclimate, Paleoclimatology– κλίμα, κλιματολογία παλαιολιθικής εποχής

3358. Palaeocrystic – αφορών αρχαίους πάγους

Αχξ. Palaeoecology– οικολογία παλαιολιθικής εποχής

Αχξα. Palaeogene – παλαιογενής, περίοδοςμετάτηνΚρητιδική και πριν τη Νεογενή

Αχξβ. Palaeogeography– γεωγραφία παλαιολιθικής εποχής

Αχξγ. Palaeohistology– ιστολογία απολιθωμάτων

3359. Palaeolithic – παλαιολιθικός

3360. Palaeology – παλαιός + λόγος, παλαιολογία, αρχαιολογία

Αχξδ. Palaeomagnetism– μελέτη μαγνητισμού μεταξύ των πετρωμάτων κατά την εποχή της σύστασής τους

3361. Palaeontographical, Palaeontography – παλαιοντογραφία

3362. Palaeontological, Palaeontology- παλαιοντολογία

Αχξε. Palaeotherium – παλαιοθηρίον, ιπποειδές που περπάτησε κάποτε σ’ αυτή τη γη

3363. Palaeozoic – παλαιοζωικός

3364. Palaestra, Palaestric – παλαίστρα

3365. Palagonite – πάσσαλος + γωνία, σχετιζόμενος με την πρισματική κατάσταση των κρυστάλλων

3367. Palatable, Palatableness, Palatal, Palate, Palatial, Palatine – πάσσαλος και συνεκδοχικά η οροφή του ουρανίσκου

3368. Pale – πήγνυμι, πάσσαλος

Αχξστ. Palea, Paleaceous – παλίουρος, ακανθώδης θάμνος, άχυρον

Αχξζ. Paleology – παλαιολογία, μελέτη προϊστορικών αντικειμένων

Αχξη. Paleontology, Paleomicrobiology – παλαιοντολογία, παλαιομικροβιολογία 

Αχξθ. Palilalia – πάλιν + λαλώ, παλιλαλία, επανάληψη φράσεων, λέξεων και συλλαβών

3369. Palilogy -παλιλογία, επανάληψη λέξης

3370. Palimpsest -παλίμψηστος

3371. Palindrome, Palindromic –παλίνδρομος

3372. Paling – φράκτης εκ πασσάλων

3373. Palingenesia, Palingenesis – παλιγγενεσία

3374. Palinode- παλινωδία

3375. Palisade – πάσσαλος

3376. Palladium – παλλάδιον, άγαλμαΑθηνάς

3377. Palm, Palmar, Palmary, Palmate, Palmatifid, Palmigrade (ακροποδητί), Palmiped, Palmistry – παλάμη

3378. Palm, Palmative, Palmer, Palmetto, Palmiferous (φέρωνβάγια), Palmoil (φοινικέλαιον), Palm-Sunday (ΚυριακήτωνΒαίων), Palmy – παλάμη, φύλλοφοίνικα, βάγια

3379. Palp, Palpability, Palpable, Palpableness, Palpably, Palpate, Palpation – παλμός, πέλω, αφή

3380. Palpiform, Palpigerous, Palpitate, Palpitation – παλμόςκαρδιάς, πέλω

3381. Palsied, Palsy- παραλύω

Αχο. Paludal, Paludinous – κατ’ αντιδιαστολή με την περιφέρειαοριζόμενη υπό των «πασσάλων», βαλτώδης

Αχοα. Palynology – παλύνω (πασπαλίζω), μελέτηγύρης και σπόρων

3382. Pamphlet, Pamphleteer – πάμφυλλος, φύλλα δεμένα μεταξύ τους

3383. Pan – πρόσφυμα λέξης που σημαίνει όλον, ολότητα

3384. Pan, Pandean(Πανικός) – τραγοπόδαρος θεός των δασών

3385. Panacea – πανάκεια, καθολικό φάρμακο

3386. Panatrope -παντοιότροπον, συσκευή επανεκτέλεσης δίσκων γραμμοφώνου

Αχοβ. Pancalism– παν + καλλιστική, αισθητική θεωρία

3387. Panchromatic – πανχρωματικός

Αχογ. Panclastic– παν + κλω, ισχυρό εκρηκτικό

Αχοδ. Pancosmism – θεωρίαότιοκόσμος μας είναι ο μόνος υπάρχων στο Σύμπαν (ότι δηλαδή δεν υπάρχει ούτε αλλαχού, ούτε άλλοι κόσμοι)

3388. Pancratic, Pancratist, Pancratium- παγκράτιον

3389. Pancreas, Pancreatic, Pancreatitis- πάγκρεας

3390. Pandect – Πανδέκτης

3391. Pandemic – πάνδημος, πανδημία

3392. Pandemonium – πανδαιμόνιο

3393. Pandora – Πανδώρα

3394. Panegyric, Panegyrical, Panegyrist, Panegyrize – πανηγυρίζω

3395. Pangenesis – πανγένεσις

3396. Panhellenic – πανελληνικός

3397. Panic, Panicky, Panic-struck – πανικός

3398. Panidiomorphic – ιδιομορφία που αφορά όλους τους κρυστάλλους, ενσωματωμένους σε βράχους

Αχοε. Panlogism– παλλογισμός, θεωρία του μέγιστου φιλοσόφου Χέγκελ, εμπνευσμένη από τους αρχαίους Έλληνες, ότι το Σύμπαν είναι οργανωμένο με βάση τη λογική, όπως και η επιστήμη που το μελετά 

Αχοστ. Panmixia – παν + μιγνύω, ανυπαρξίαφυσικών αναστολών ή κοινωνικών κανόνων στις επιμιξίες, «όλοι γαμούν και εκγαμίζονται» συμμετέχοντας σε μία κοινή δεξαμενή γαμετών και γονιδίων

3399. Panoplied, Panoply – πανοπλία

Αχοζ. Panopthalmitis– μόλυνση με πύον που εκτείνεται σε όλο το μάτι

3400. Panopticon – σκοπιά, από την οποία μπορεί κανείς να δει τα πάντα

3401. Panorama, Panoramic – πανόραμα

Αχοη. Panpsychism- θεωρία κατά την οποία και το παραμικρό σωματίδιο ύλης κατέχει ένα είδος συνείδησης, που εκκινεί από τα «είδωλα» του Δημόκριτου ως πρώτες αντιδράσεις των υλικών σωματιδίων

3402. Pansclerosis – πάχυνση και σκλήρυνση εντόσθιου

3403. Pansophical – αυτός που παριστάνει ότι τα ξέρει όλα

3405. Panspermia, Panspermy – πανσπερμία

3406. Pantagraph, Pantograph, Pantographic, Pantography – συσκευή αντιγραφής και μεγέθυνσης σχεδίων και ζωγραφιών

3407. Pantamoprhic – λαμβάνων όλες τις μορφές

3408. Pantascopic, Pantoscopic – σκοπώ τα πάντα, έχω ευρύ φάσμα επισκόπησης

3409. Pantatrophy – γενική ατροφία

3410. Pantechnicon- εμπορικό κατάστημα επίπλων ποικίλης χρησιμότητας

3411. Panter, Panther – πάνθηρ

3412. Pantheism, Pantheist, Pantheistical – πανθεϊσμός

3413. Pantheon – πάνθεον

3414. Pantisocracy – παν + ισοκρατία, καθεστώς όπου όλοι είναι ιεραρχικά ίσοι

3415. Pantochronometer – συνδυασμός πυξίδας και χρονόμετρου

3416. Pantological, Pantology – παντολογία, επιστήμη του παντός

3417. Pantometer – όργανο μέτρησης ανύψωσης και γωνιών

3418. Pantomime, Pantomimic, Pantomimist- παντομίμα

3419. Pantomorphic – παντομορφικός

3420. Pantophagist – παντοφάγος

Αχοθ. Pantothenic– πάντοθεν, οξύ που μεταβολίζει τροφές και διατηρεί απαλό το δέρμα

Αχπ. Pantropical – παντροπικός, εκτεινόμενος σε όλους τους τροπικούς 

3421. Panurgy -παν + έργον, ικανότητα σε κάθε εργασία και όχι πανουργία

Αχπα. Papa – ορθόδοξος παπάς

3422. Papaphobia- φόβος των παπάδων, ιδιαίτερα των ορθόδοξων 

3423. Paper και άπειρα παράγωγα – πάπυρος

3424. Papyraceous, Papyrograph, Papyrology(παπυρολογία), Papyrus- πάπυρος

Αχπβ. Parabiosis– παρά + βιόω- βιω, πειραματική σύνδεση δύο οργανισμών, ώστε να αναπτύξουν κοινό σύστημα φυσιολογίας

Αχπγ. Parable – παραβολή

3425. Parablepsis – παράβλεψις

3426. Parabola, Parabole, Parabolic, Parabolical, Parabolically, Paraboliform, Paraboloid – παραβολή, κωνικήτομή, αλλάκαιαντιπαραβολή

3427. Paracentesis- παρακέντησις

3428. Paracentric – παράκεντρος, αποκλίνων από την κυκλικότητα

3429. Parachronism – παραχρονισμός, εκ των υστέρων εσφαλμένη χρονολόγηση

3430. Paraclete – παράκλητος

3431. Paracme – παρακμή

3432. Paracrostic – παρά + ακροστιχία, στίχος που περιέχει κατά σειρά τα γράμματα, με τα οποία αρχίζουν οι άλλοι στίχοι

3433. Paracusis – παρά + ακούω, ασυντόνιστη ακοή

3434. Paracyanogen – παρά + κυάνιον + γεννώ, κυανίδιο του υδράργυρου

3435. Paradigm, Paradigmatic, Paradigmatically – παράδειγμα (και φιλοσοφικό υπό την έννοια του Κουν)  

3436. Paradisaic, Paradisaical, Paradise- παράδεισος (περσική λέξη, που χρησιμοποιούσε όμως και ο Ξενοφών)

3437. Paradox, Paradoxical, Paradoxically, Paradoxicalness – παράδοξον

3438. Paraenesis, Praenetic – παραίνεσις

3439. Paragenic, Paragenesis – παρά + γένεσις, εξέλιξηπουσυνέβηκατάτηναφετηρίαγεγονότος

3440. Paragoge, Paragogic – πρόσθεση γράμματος στο τέλος λέξης

3441. Paragon – παρά + ακονίζω, πρότυπο

3442. Paragram, Paragrammatist – παρά + γράμμα, λογοπαίγνιο

3445. Paragraph, Paragraphic, Paragraphist – παράγραφος

3446. Paraheliotropism- παρά + ήλιος + τρέπω, καθημερινός ύπνος φυτών

3447. Paraleipsis –ρητορικό σχήμα, όπου ο ρήτορας φαίνεται να παρακάμπτει αυτό που θέλει ακριβώς να αναδείξει

3448. Parallactic, Parallaxis – παράλλαξις, μετατόπιση σκοπιάς

3449. Parallel – παράλληλος

3450. Parallelepiped – παραλληλεπίπεδον

3451. Parallelism – σύγκριση, παραλληλισμός

3452. Parallelogram –παραλληλόγραμμον

3453. Parallelopiped – εσφαλμένος τύπος παραλληλεπιπέδου

3454. Paralogism, Paralogize- παραλογισμός

3455. Paralyse, Paralysis, Paralytic – παράλυτος, παραλυσία

3456. Paramagnetic – ελκυόμενος από το ισχυρότερο τμήμα του μαγνήτη

Αχπδ. Paramecium – παρά + μήκος, μονοκύτταρο πρωτόζωο περιβαλλόμενο από λεπτές τρίχες σαν τσίνουρα

3457. Parameter – παράμετρος (σημαντική λέξη για τις επιστήμες)

Αχπε. Parametallic – παραμεταλλικός

3458. Paramnesia – παραμνησία, εσφαλμένη ανάμνηση

Αχπστ. Paramorphine- παραμορφίνη, Θηβαϊνη, οπιούχο αλκαλοειδές

Αχπζ. Paraneoplastic – παρά + νεόπλασμα, σύνδρομο ως επακόλουθο καρκινικού όγκου

3459. Paranoia, Paranoic, Paranoiac – παράνοια

Αχπη. Paranthropus – είδος ανθρώπου που έχει εξαλειφθεί

3460. Paranymph – παράνυμφος

Αχπθ. Parapharmacy– παραφαρμακεία, πώληση βιταμινών, ενισχυτικών σκευασμάτων, πρωτεϊνών και άλλων προϊόντων που αναφέρονται στον τρόπο ζωής και υποτίθεται ότι ωφελούν την υγεία

Αχq. Paraphasia– παρά + αφασία, πάθηση του εγκεφάλου, όπου οι λέξεις μπερδεύονται

3461. Paraphernalia – παρά + φέρω, προίκα

3462. Paraphimosis – παρά + φίμωσις, παγίδευση της πόσθης πίσω από τη βάλανο

3463. Paraphrase, Paraphrast, Paraphrastic- παράφρασις

Αχqα. Paraphrenia, Paraphrenic– ψυχική αρρώστια που προκαλεί παρανοϊκές παραισθήσεις 

Αχqβ. Paraphyses– παρά + φύσις, νηματοειδείς δομές που υποστηρίζουν την αναπαραγωγή των μυκήτων

3464. Paraplegia – παραπληγία

3465. Parapleuritis – παρά + πλευρίτις, μη γνήσια πλευρίτις

3466. Parapodium – παρά + πους, πληγή ή όγκος παρά πόδα

3467. Parapophysis – απόφυσις παραπλεύρως της σπονδυλικής στήλης

Αχqγ. Parapsychologic, Parapsychology – παραψυχολογία, μηαναγνωρισμένες από την θετικιστική καθιερωμένη επιστήμη μέθοδοιψυχολογίας

3468. Parasang – παρασάγγης (περσική λέξη, που χρησιμοποιούσε όμως και ο Ξενοφών)

3469. Paraselene – παρασελήνη, ψεύτικο φεγγάρι

Αχqδ. Paraseismic– παρασεισμικός, τεχνική ανθεκτική στους σεισμούς

3470. Parasite, Parasitic, Parasiticide (παρασιτοκτόνον), Parasitism (παρασιτισμός), Parasitize- παράσιτον

3471. Parasitological, Parasitologist, Parasitology -παρασιτολογία

Αχqε. Parasitosis – φλεγμονή ή μόλυνση από παράσιτα

3472. Parasol – παρά + ήλιος ως παραπλήσια μορφή του “sol”

Αχqστ. Parasympathetic, Parasympathetolytic, Parasympathetomimetic– παρασυμπαθητικό νευρικό σύστημαπου παρακινεί το σώμα να αναπαυθεί ή να συντηρηθεί, ναρκωτικό που περιορίζει ή και μιμείται τη δραστηριότητά του

3473. Parasynthesis – παρασύνθεσις, παραγωγή από ένα υλικό

3474. Parataxis – χαλαρή παράταξη προτάσεων

3475. Parathesis- η παράθεση στο Συντακτικό

Αχqζ. Parathormone -ορμόνη που εκκρίνεται από τους παραθυρεοειδείς αδένες

Αχqη. Paratrinic – παρά + τρίναξ, τρίκρανο εργαλείο, τεχνολογία επί ενεργειακών ασπίδων (Star Trek)

3476. Paratyphoid – πυρετός του εντέρου λόγω τύφου

3477. Parch, Parchedness, Parchment- περγαμηνή, αποξηραμένο δέρμα προβάτου

3478. Pard – πάρδος, λεοπάρδαλη

3479. Paregoric – παρηγορητικός

Αχqθ. Pareidolia – παρά + είδωλον, σύλληψη νοηματικών συσχετισμών εκεί που δεν υπάρχουν

3480. Parembole- παρεμβολή εντός προτάσεως 

Αψ. Paremiographer, Paremiography, Paremiology- παροιμιογραφία, παροιμιογράφος, παροιμιολογία

3481. Parenchyma, Parenchymatous, Parenchymous – παρέγχυμα, αδενικόςιστός

3482. Parenthesis, Parenthetical, Parenthetically – παρένθεσις

3483. Parergon -πάρεργον

3484. Paresis  πάρεσις, προοδευτική παράλυση

Αψα. Paresthesia– παραισθησία, μη φυσιολογική αίσθηση του δέρματος

3485. Parhelion – παρά + ήλιος, ψεύτικος ήλιος

3486. Parian – Πάριος

3487. Parish, Parishioner – παρά + οίκος, παροικία, περιοχή, ενορία

3488. Parisyllabic- par + συλλαβή, ισοσύλλαβος

3489. Parnassian – αναφερόμενος στον Παρνασσό

3490. Parochial, Parochialism, Parochialize – παρά + οίκος, παροικία, περιοχή, ενορία

3491. Parodic, Parodist, Parody – παρωδία

3492. Paronomasia – εσφαλμένηονομασία, λογοπαίγνιο

3493. Paronychia – παρωνυχίδα, μόλυνσητουνυχιού

3494. Paronyme, Paronymous – παρωνύμιον, λέξη, που έχει μεν κοινή προέλευση με μία άλλη, αλλά προφέρεται και εννοείται διαφορετικά

3495. Parotid, Parotis, Patotitis (παρωτίτις) – παρωτίς, σιελογόνος αδένας πλησίον του αυτιού

Αψβ. Parousia– παρουσία, στα αγγλικά συνδέεται περισσότερο με τη Δευτέρα Παρουσία

3496. Paroxysm, Paroxysmal – παροξυσμός

3497. Paroxytone- παροξύτονος

3498. Parrhesia – παρρησία

3499. Parsley – πετροσέλινον

3500. Parson, Parsonage – παροικία, περιοχή κ.λπ., κληρικός που διευθύνει ενορία

3501. Parthenogenesis, Parthenogenetic, Parthenogenetically – παρθενογένεσις

3502. Parthenon – Παρθενών

3503. Parthian – πάρθιος, ειδικότερα επί πάρθιου βέλους, το οποίο εκτοξεύεται, ενώ ο τοξοβόλος υποχωρεί

3504. Pasigraphy – σύστημα οικουμενικής γραφής γλώσσας

3505. Passion, Passional, Passionate, Passionless, Passive, Passivity καιπολλάάλλαπαράγωγα- πάθος

3506. Paterfamilias, Paternal, Paternally, Paternity – πατήρ

3507. Pathematic, Pathetic, Pathetical, Pathetically, Pathic – πάθος, πάσχω

Αψγ. Pathiopedilum –πάθος + πέδιλον, είδος ορχιδέας

3508. Pathogen, Pathogenesis, Pathogenetic, Pathogeny – παθογένεια

3509.Pathognomonic – πάθος + γνώμων, χαρακτηριστικό αρρώστιας

3510. Pathognomy – πάθος + γνώμη με τη σημασία του σήματος, μελέτη και έκφραση των γνωρισμάτων του πάθους

3511. Pathological, Pathologist, Pathology – παθολογία

3512. Pathophobia – παθοφοβία, φόβοςασθένειας

3513. Pathos – πάθος

3514. Patriarch, Patriarchal, Patriarchate, Patriarchism, Patriarchy – πατριάρχης

3515. Patrician – πατήρ, πατρίκιος

3516. Patricide (πατροκτόνος), Patrico (ιερέαςτωνΡομά), Patrimonial, Patrimony (πατήρ + μένω) – πατήρ

3517. Patriot, Patriotic, Patriotically, Patriotism – πατρίς, πατριώτης, πατριωτισμός

3518. Patristic – πατήρ, αφορών τους πατέρες της εκκλησίας

Αψδ. Patrology, Patrologist – πατρολογία, μελέτηεκκλησιαστικών πατέρων

3519. Patron, Patronage, Patronal, Patronal, Patroness, Patronize, Patronizer, Patronless – πατήρ, πάτρων, κηδεμονεύω, πατρονάρω

3520. Patronymic – πατρωνυμικός

3521. Pattern, Patternmaker – πατήρ, πάτρων,πατρόν, παράδειγμαπροςμίμηση, πρότυπο

3522. Patty, Patty-Pan, Patulous- πίτνω, πετάννυμι, πίτα, εκτεταμένος

3523. Paucity (γλισχρότης), Pauper, Pauperism, Pauperizeκ.λπ. – παύρος, αυτόςπουπαράγειλίγα, πτωχός (μηξεχνάμεκαιτοεπίρρημα «παυράκι» – ολιγάκις, λατινικά “paululum”)

Αψε. Paul – παύρος, παύλος, ολίγιστος

3524. Pause, Pauser, Pausingly –παύσις

3525. Paw – πέλω, πέλμα, το τμήμα του ποδιού που χτυπάει στο έδαφος

3526. Pectate, Pectic – πήγνυμι, πηκτικός, πηκτικό οξύ

3527. Pecten – πήγνυμι, μεμβράνη των οφθαλμών

3528. Pectin – πηκτίνη μήλου

3529. Pectose – πήγνυμι, αναραίωτη χημική ουσία

3530. Pedagogic, Pedagogical, Pedagogics, Pedagogism, Pedagogue, Pedagogy – παιδαγωγός, παιδαγωγική

3531. Pedal, Pedalian, Pedaneous – πέδιλον, αφορών το πόδι

3532. Pedant, Pedantic, Pedantize, Pedantry – εκ του παιδαγωγός, σχολαστικός

3533. Pedate, Pedestal, Pedestrial, Pedestrian, Pedestrianism, Pedestrianize – πους, πόδι

Αψστ. Pederast, Pederasty – παιδεραστής, παιδεραστία

3534. Pedi- καιαμέτρηταπαράγωγαπ.χ. Pedicure, Pedigree, Pedimanous, Pedimentκ.λπ.  – πους, πόδι

Αψζ. Pediatrics, Pediatrician– παιδιατρική, παιδίατρος (όπως ο Ρίτσαρντ Κίμπελ στην αρχετυπική σειρά «ο φυγάς» που παρακολουθούσαμε μικροί)

3535. Pedipalp – πους + πέλω, αράχνη με αισθητήρες- δαγκάνες

3536. Pedireme – ποδιήρης, καρκινοειδές που χρησιμοποιεί τα πόδια του ως κουπιά

Αψη. Pedodontics – παιδοοδοντιατρική

Αψθ. Pedogenesis– γένεσις πεδίου, δημιουργία χώματος, γαιοπλασία, γεωδιαμόρφωση, γαιομορφοποίηση

Αψι. Pedology– μελέτη χωματουργικής δημιουργίας

3537. Pedometer – ποδόμετρον, μέτρησηκίνησης ποδών αλλά και χειρών

3538. Pedomotor – πους + motor, κινητήρας ενεργοποιούμενος δια των ποδών

Αψια. Pedophilia – παιδοφιλία

Αψιβ. Pedopsychiatry– παιδοψυχιατρική

3539. Pegasus – Πήγασος

Αψιγ. Pegmatite – πήγνυμι, δυαδικόςγρανίτηςχαλαζίακαιαστρία

3540. Peirastic – πειραστικός

3541. Pelagian, Pelagic – πέλαγος

Αψιδ. Pelamid– παλάμη, παλαμίδα, ψάρι

3542. Pelargonium – πελαργός, είδος διακοσμητικών φυτών

3543. Pelasgi, Pelasgic – Πελασγοί

Αψιε. Pelican – πέλεκυς, πελεκάν, πελεκάνος

3545. Pellagra – pellis (δέρμα + άγρα), ασθένεια του δέρματος

Αψιστ. Pelobates – πηλοβάτης, είδος βατράχου που, όταν νιώθει ότι απειλείται, εκκρίνει βλαβερή ουσία που μυρίζει σαν σκόρδο

Αψιζ. Pelodyte–πηλοδύτης, βάτραχος με στίγματα

Αψιη. Peloponnesian – Πελοποννήσιος 

Αψιθ. Pelt, Peltmonger (έμποροςτομαριών), Peltry – πέλτη, δερμάτινηασπίδα, δέρμα

3546. Pelt, Pelter – πέλω, χτυπώ

3547. Peltate, Peltated – ασπιδοφόρος πελταστής

3548. Pemphigus – πέμφιξ, σταγόνα ή βούλα, αρρώστια του δέρματος

3549. Penal, Penalize, Penally, Penalty – ποινή, ποινικός

3550. Penelope, Penelopine – Πηνελόπη, αγνήγυναίκα, πιστήσύζυγος

3551. Penial, Penis – πέος

3552. Peninsula, Peninsular, Peninsularity, Peninsulate – pen (σχεδόν) + insula (άλας, νήσος)

3553. Penology – ποινή + λόγος, μελέτη συνθηκών έκτισης ποινών

Αψκ. Penris – μελόχρουςγερακίνα

3554. Penta και αμέτρητα παράγωγα- πέντε

3555. Pentachord – πεντάχορδον

3556. Pentacoccus – πεντάκοκκος

3557. Pentacrinite – πέντε + κρίνος, πεντάκρινος

3558. Pentacrostic- περιέχων πέντε ακροστιχίδες στην ίδια λέξη

3559. Pentad – πεντάς

3560. Pentadactylous – πενταδάκτυλος

Αψκα. Pentadecagon– δεκαπεντάγωνον

3561. Pentadelphous – φυτό, του οποίου οι στήμονες είναι τακτοποιημένοι σε πέντε ομάδες

3562. Pentagon, Pentagonal – πεντάγωνον

3563. Pentagram, Pentacle, Pentageron – στολίδι, όπου οι πλευρές ενός πενταγώνου προεκτείνονται και δημιουργούν ένα αστέρι 

3564. Pentagraph- συσκευή αντιγραφής και μεγέθυνσης σχεδίων και ζωγραφιών

3565. Pentahedral, Pentahedron – πεντάεδρον

3566. Pentahexahedral – κρύσταλλος με πέντε συνεχόμενα εξάεδρα 3567. Pentamerous – πενταμερής

3568. Pentameter – πεντάμετρον, στίχος πέντε ποδών

3569. Pentangular – πεντάγωνος

3570. Pentapetalous – πενταπέταλος

Αψκβ. Pentapolis-πεντάπολις, σύμπλεγμα πέντε πόλεων, ώστε να διαιρούνται οι τάξεις

3571. Pentaphyllous – πεντάφυλλος

3572. Pentarchy – πενταρχία

3573. Pentasepalous – πεντασέπαλος

3574. Pentaspast – πέντε + σπάω, σπω (τραβώ, αποσπώ), συσκευή με πέντε τροχαλίες

3575. Pentaspermous – πεντάσπερμος

3576. Pentastyle – πεντάστυλος

3577. Pentateuch – πεντάτευχος, τα πρώτα πέντε βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης

Αψκγ. Pentathlon – πένταθλον

Αψκδ. Pentatomidae – πεντατομίδες, οικοινέςβρωμούσες

Αψκε. Pentatonic (scale) – πεντατονικήκλίμακα

3578. Pentecost, Pentecostal – Πεντηκοστή

3579. Pentode – έχων πέντε ηλεκτρόδια

3580. Pentstemon – έχων πέντε στήμονες

3581. Peony – παιωνία, Παιάν- ο γιατρός των θεών

3582. Pepsin, Pepsine- πεψίνη

3583. Peptic, Pepticity- πεπτικός

Αψκστ. Peptide – πεπτίδιον υποδοχής νευρικών ή άλλων ερεθισμάτων

3584. Peptone, Peptonize – ουσία για χώνεψη πρωτεϊνών

3585. Peracute – ακονάω, ακονίζω

3586. Perch, Percoid – πέρκη (πέρκα), περκνός, σκοτεινός

3587. Perclose –   per (δια, διαμέσου)+ κλείω, στρούγγα

Αψκζ. Percnopterous- περκνός (σκοτεινός) + πτερόν, αιγυπτιακό όρνεο

Αψκη. Perennial, Perennially – per (δια, διαμέσου)(μόριο διαχρονικότητας) + «ένος» με ψιλή (μελλοντικός, μεθαυριανός, ενώ αντιθέτως δασυνόμενο «έννος ή ένος» σημαίνει περσινός

3588. Perfoliate – per (δια, διαμέσου)+ φύλλον, φύλλωμα

3589. Pergameneous – περγαμηνή

3590. Peri – + αμέτρητα παράγωγα, τα πέριξ ενός άλλου

3591. Perianth – περί + άνθος, περίανθον, αλλεπάλληλοι κάλυκες ανθέων, που δημιουργούν συγκεχυμένο περίγραμμα

Αψκθ. Periarthritis – περιαρθρίτις

3592. Peribolos – περίβολος

3593. Pericardiac, Pericardial, Pericardian, Pericarditis (περικαρδίτις), Pericardium – περικάρδιον

3594. Pericarp, Pericarpial – περικάρπιον

Αψλ. Pericycle – κύλινδροςπαρεγχύματοςεντόςτουβλαστούφυτών

3595. Perihaetium – περί + χαίτη, τούφα στη βάση του βλαστού ηπατόφυτων   

3596. Perichondrium – μεμβράνη που περιβάλλει χόνδρο

3597. Periclase- περίκλασις, πετρώδες έδαφος, οξείδιο του μαγνησίου που ανευρίσκεται στο Βεζούβιο

3598. Periclinal – περικλινής

3599. Pericope – περικοπή

3600. Pericranium – περικράνιον, μεμβράνη που περιβάλλει το κρανίο  

3601. Pericystitis – περικυστίτις, φλεγμονή της ουροδόχου κύστεως

3602. Peridodecahedral – περί + δωδεκάεδρον, κρύσταλλο με βάση τετράπλευρο πρίσμα

3603. Peridrome – περί + δρόμος, ανοιχτός χώρος περιπτέρου μεταξύ κιόνων

3604. Periganglionic – περιβάλλων ένα γάγγλιο

3605. Perigean, Perigee – περίγαιον, πλησιέστατο σημείο της τροχιάς οτου φεγγαριού γύρω από τη Γη

3606. Perigynous – έχων τους στήμονες στον κάλυκα γύρω από την ωοθήκη

3607. Perihelion – περιήλιον, κοντινότερο σημείο τροχιάς πλανήτη γύρω από τον ήλιο

3608. Perihexahedral – περί + εξάεδρον, κρύσταλλο με βάση τετράπλευρο πρίσμα και δευτερευόντως εξάεδρο

3609. Perimeter, Perimetrical – περίμετρος

3610. Perimorph – περί + μορφή, μέταλλο που περιβάλλει ένα άλλο

3611. Perineum – περίνεον

3612. Perineurium – συνδετικός ιστός περιβάλλον τα νεύρα 

3613. Perioctahedral – περί + οκτάεδρον, κρύσταλλο με βάση τετράπλευρο πρίσμα και δευτερευόντως οκτάεδρο

3614. Period, Periodic, Periodical, Periodically, Periodicity – περίοδος, περιοδικός

Αψλα. Periodontal, Periontology, Periodontitis – περιοδοντικήμόλυνση, μελέτητωνυποστηρικτικώνμηχανισμώντωνούλων

3615. Periosteal, Periosteum, Periostitis (περιοστίτις) – περιόστεον, νευρική μεμβράνη που περιβάλλει τα κόκαλα

3616. Periotic, Periotitis – περί + ους, γύρω από το αυτί

3617. Peripatetic, Peripateticism, Peripatus – περίπατος, ειδικότερα η Σχολή του Αριστοτέλη

3618. Peripeteia – περιπέτεια ιδίως επί έπους

3619. Peripheral, Peripheric, Periphery – περιφέρεια, περιφερειακός

Αψλβ. Periphlebitis – περιφλεβίτις

3620. Periphrase, Periphrasis, Periphrastic, Periphrastically – περίφρασις

3621. Periplast – περί + πλάσσω, τοίχος κυττάρου

3622. Periplus – περίπλους

3623. Peripneumonic, Peripneumony – περιπνευμονία

3624. Peripolygonal – κρύσταλλος με πάρα πολλές πλευρές

3625. Peripteral, Pariptery – περίπτερος, περίπτερον, κτίσμα περιβαλλόμενο από κίονες

3626. Peripterous – περιβαλλόμενος από πτίλωμα, φτερά

3627. Perirhinal – περί + ρις, γύρω από τη μύτη

3628. Periscian – περί + σκιά, περίσκιος

3629. Periscope, Periscopic- περισκόπιον

Αψλγ. Periselene– τροχιά γύρω από τη σελήνη

3630. Perisperm – αλευροειδές περίβλημα του σπόρου

3631. Perisphaeric- περί + σφαίρα, σφαιρικός

Αψλδ. Perisplenitis– περισπληνίτις

3632. Perissodactyle – περιττοδάκτυλος, έχων μονό αριθμό ονύχων, άλογο, ρινόκερος

Αψλε. Perissology– περιττολογία

3633. Peristalith – περιστέλλω + λίθος, ξερολιθιά (αιμασιά) γύρω από ταφικό μνημείο

3634. Peristaltic – περιστέλλω, περισταλτικός

3636. Peristeronic, Peristeropod (περιστερόποδος) – περιστέρα

Αψλστ. Peristome– ανατομικό χαρακτηριστικό που περιβάλλει το στόμα μυκήτων, γαστρόποδων και φυτών

3637. Peristrephic – περιστρέφω, περιστροφικός

3638. Peristyle – περιστύλιον

3639. Perisystole – περί + συστολή, διάστημα μεταξύ συστολής και διαστολής της καρδιάς

Αψλζ. Perithecium– κυλινδρικοί θύλακες σε ασκομύκητες

3640. Peritomous – έχων τομή σε περισσότερες της μίας κατευθύνσεις

3641. Peritoneal, Peritoneum, Peritonitis (περιτονίτις)  – περιτόναιον

3642. Peritropal – περί + τρέπω, περιστροφικός

3643. Perityphlitis – περιτυφλίτις, φλεγμονή γύρω από το τυφλό έντερο

3644. Permanence, Permanency, Permanent, Permanently – per (δια, διαμέσου)+ μένω – επιμονή, εμμονή

3645. Permanganate – per (δια, διαμέσου)+ οξείδιο μαγνησίου

3646. Pernoctation- διανυκτέρευσις

3647. Perone, Peroneal– περόνη, πόρπη

Αψλζ. Peronospora– είδος παθολογικών ωομυκύτων στα φυτά

3648. Peroxide – per (δια, διαμέσου) + οξείδιον

3649. Perphosphate – per (δια, διαμέσου)  + φωσφορικό άλας

3650. Perplex, Perplexed, Perplexedly, Perplexity – περιπλέκω

3651. Perseid – θύλακας μετεωριτών, που φαίνεται να ακτινοβολούν από τον αστερισμό του Περσέα

3652. Perseus – Περσέας, γιος του Δία και της Δανάης, φονέας της Μέδουσας

3653. Persist, Persistence, Persistency, Persistent, Persistingly, Persistive – per (δια, διαμέσου)  + ίστημι, ίσταμαι

Αψλη. Person, Personable, Personage, Personal, Personality, Personalize (προσωποποιώ), Personally, Personalty (προσωπικήπεριουσία), Personate (ενσαρκώνωχαρακτήρα, υποδύομαι), Personation, Personator, Personification, Personify (προσδίδωχαρακτηριστικάπροσώπου), Personell (προσωπικό) – “persona” = μάσκα, σχέσημεπρόσωπον, προσωπείον

3654. Perspectography- γραφή και θεωρία προοπτικής

3655. Perturb, Perturbation, Perturber – per (δια, διαμέσου)+ τύρβη, αναταραχή

Αψλθ. Pertain – per (δια, διαμέσου)+ τείνω, αφορώ, σχετίζομαι

Αψμ.  Pertinacious, Perinaciously, Pertinaciousness, Pertinacity, –  per (δια, διαμέσου) + τείνω, επιμένω, πείσμων, επίμονος

Αψμα. Pertinence, Pertinent, Pertinently, Pertinentness – per (δια, διαμέσου) + τείνω, διατείνομαι κάτι συναφές προς το αντικείμενο, κατάλληλος

Αψμβ. Perverse, Perversely, Perverseness, Perversion, Perversity, Perversive, Pervert, Perverter, Perverted, Pervertible – per (δια, διαμέσου) + βέλτερον, βέλτιον, βελτιώνω (μετάπτωση του λάμδα σε ρο), αλλάζω την πορεία των γεγονότων προς το χειρότερο, διαστρέφω   

3656. Pestiferous, Pestiferously – pestis (επιδημία) + φέρω

3657. Petal, Petaline, Petaloid (πεταλοειδές), Petalous, Petal-shaped – πέταλον (σ.σ. η διαφορά πέταλου από σέπαλο είναι ότι το πρώτο είναι φυλλώδες έλυτρο ή κάλυμμα που προστατεύει τα εσωτερικά τμήματα του άνθους, ενώ το πέταλο είναι εξωτερικό και προσελκύει γύρη)

3658. Petalism – εξόριση πολιτικού αντιπάλου δι’ αναγραφής του ονόματός του σε φύλλο ελαίας, διαδικασία παρόμοια με εξοστρακισμό

3659. Petalite – διαφανές πυριτικό άλας αλουμίνας

3660. Petard – πετώ, εκρηκτικό

3661. Petasus – πέτασος, το φτερωτό καπέλο του Ερμή, πλατύγυρο τσόχινο θεσσαλικό καπέλο

3662. Peter, Peterman – Πέτρος, ψαράς

3663. Peterel, Petrel – πετροπούλι, θαλασσοβάτης εκ του αποστόλου Πέτρου που περπάτησε στο νερό

 3664. Peterpence – η πέννα του Πέτρου, ετήσια εισφορά προς τον Πάπα ανά οικογένεια

3665. Petiolar, Petiolite, Petiole, Petiolule- πους, βλαστός, μίσχος

3666. Petridish – εκ της πέτρας, τρυβλίον δοκιμών

3667. Petrifaction, Petrifactive – πετροποίηση, απολίθωσις 

3668. Petrific, Petrification, Petrified – πετροποίηση, απολίθωσις

3669. Petrine – αφορών τον απόστολο Πέτρο

Αψμγ. Petrochemicals- χημικά προϊόντα από επεξεργασία αργού πετρελαίου

Αψμδ. Petrogenesis – πετρογένεσις, γένεσις εκ πετρωμάτων

3670. Petroglyph, Petroglyphy – πετρογλυφία, λιθόξεσις, λάξεμα πέτρας

3671. Petrography – μελέτη πετρωμάτων

3672. Petrol, Petroleum, Petroleuse, Petroline (απόσταξη πετρελαίου) – πετρέλαιον

3673. Petrological, Petrologist, Petrology – μελέτηβράχωνκαιορυκτών

3674. Petrous – σκληρός σαν βράχος

3675. Phacitis- φλεγμονή του φακού

Αψμε. Phacohoerus– φακόχοιρος, ο Πούμπα στον «Βασιλιά των Λιονταριών»

3676. Phacoid -φακοειδής

Αψμστ. Phacometer– όργανο μέτρησης των οφθαλμικών φακών

3677. Phaeton –το άρμα του Φαέθωνα που πήγε να βάλει φωτιά στον κόσμο

3678. Phage – φάγος, αρρώστια που κατατρώει τα κύτταρα

3679. Phagedaena, Phagedaenic – φαγέδαινα, φθαρτικό έλκος

3680. Phagocyte, Phagocytosis – φαγείν + κύτος (κύτταρο) λευκοκύτταρο που καταστρέφει βακτήρια

Αψμζ. Phalacrocorax – φαλακροκόραξ

3681. Phalange, Phalangeal, Phalanger (είδος μαρσιποφόρου), Phalangian – φάλαγξ, μικρό κόκαλο δακτύλου (καρπού ή ταρσού)

3682. Phalangious- αναφερόμενος σε είδος αρθρωτής αράχνης

3683. Phalansterism – αναφερόμενος στο σύστημα μικρών κοινοτήτων (phalanges) του Φουριέ

3684. Phalanx – φάλαγξ, ομάδα οπλιτών, μικρό κόκαλο δακτύλου (καρπού ή ταρσού), οποιαδήποτε σειρά αντικειμένων προς διάγνωση ή αισθητήρων

3685. Phalaris – φαλαρίς, φαληρίς, αγριοπουλάδα, νερόκοτα με λευκό στίγμα στο κρανίο που ζει στις λίμνες

3686. Phalarope – φαλαρίς, φαληρίς  + πους

Αψμη. Phalera – φάλαρα, μεταλλικοί διακοσμητικοί δίσκοι στο στήθος πολεμιστών, κοσμήματα περικεφαλαίας, μεταλλικά χαλινάρια αλόγων 

3687. Phallic, Phallocrat, Phallocratic, Phallocraty, Phallocentrism,Phallous- φαλλός

3688. Phanerogam, Phanerogamous  – φυτόμεφανεράάνθη

Αψμθ. Phanotron–ηλεκτρονική συσκευή καθοδικής διόδου αερίων

3689. Phantascope – φάντασμα + σκοπώ, φωτογραφικό όργανο που παρουσιάζει αντικείμενα εν κινήσει

3690. Phantasm, Phantasmal – φάντασμα

3691. Phantasmagoria, Phantasmagorial, Phantasmagorical- φαντασμαγορικός

3692. Phantom – φάντασμα

Αψν. Phare – φάρος

3693. Pharmaceutical, Pharmaceutics, Pharmaceutist, Pharmacist – φάρμακον

Αψνα. Pharmacodynamics– μελέτη της δυναμικής που αναπτύσσουν τα φάρμακα

Αψνβ. Pharmacognosy– φαρμακογνωσία

Αψνγ. Pharmacokinetics– φάρμακον + κίνησις, μελέτη για την πορεία και κατάληξη των φαρμάκων που χορηγούνται στον ανθρώπινο οργανισμό (σ.σ. εδώ οι μελετώμενοι ασθενείς είναι τα φάρμακα)

3694. Pharmacolite – φάρμακον + λίθος, oξείδιο ασβέστου

3695. Pharmacology – φαρμακολογία

Αψνδ. Pharmacomania– φαρμακομανία

3696. Pharmacopoea- φαρμακοποιία

3697. Pharmacosiderite – φαρμακοσιδερίτης

Αψνε. Pharmacotherapy– φαρμακοθεραπεία

3698. Pharmacy – φαρμακεία, Παρασκευή και διανομή φαρμάκων

3699. Pharology – φάρος + λόγος, επιστήμη σηματοδότησης των φάρων

3700. Pharos – φάρος και ειδικότερα ο περιώνυμος της Αλεξάνδρειας

3701. Pharyngeal (φαρυγγικός), Pharyngitis, Pharyngoscope  (φαρυγγοσκόπιον), Pharyngotomy (φαρυγγοτομία), Pharynx – φάρυγξ

Αψνστ. Phascolome – φάσκωλος (σακί, πουγκί) + μυς, φασκωλόμυς

3702. Phase – φάση, φωτισμένη πλευρά ουράνιων σωμάτων, κατάσταση φαινομένου υφιστάμενου περιοδικές αλλαγές

Αψνζ. Phasemeter– όργανο μέτρησης φάσεων και συχνοτήτων

Αψνη. Phaser – φασωτής, όπλο Star Trek, που επιδέχεται πολλές ρυθμίσεις ως προς την ένταση και το εύρος της επίδρασής του

Αψνθ. Phasm,Phasmatoscope– φάσμα, φασματοσκόπιον

3703. Pheasant – φασιανός εκ του ποταμού Φάσεως της Κολχίδας, όπου τα πτηνά αφθονούσαν

3704. Pheasantry – εκτροφείο φασιανών

Αψξ. Phelloderm – φελλός + δέρμα, φελλόδερμα, ιστός της επιδερμίδας των φυτών

3705. Phelloplastic – φελλός + πλάσσω, κατασκευή φελλών

3706. Phenacetin –φαινολικό οξύ

3707. Phenacistoscope – φενάκη + σκοπώ, είδος πρώιμουκινηματογράφου

3708. Phenakite – φαίναξ (απατεώνας), πυριτικό άλας

Αψξα. Phenanthrene – φαίνω + άνθραξ, κρυσταλλικόςυδρογονάνθραξπου περιέχεται στην πίσσα

3709. Phenate, Phenol, Phenoic – φαινολικόοξύ

3710. Phengite – φέγγω, ωραίο είδος πυριτικών αλάτων

3711. Phenicine – Φοινίκη, φοινικικός

Αψξβ. Phenocryst – φαίνω + κρύσταλλος, μέγαςεμφανήςκρύσταλλος

3712. Phenogamous- φυτό με φανερά άνθη

3713. Phenology – φαίνω, φαίνομαι, επίδραση κλίματος στη βλάστηση

3714. Phenomenal, Phenomenalism, Phenomenally, Phenomenist, Phenomenology, Phenomenon – φαινόμενον, φαινομενικός

Αψξγ. Phenoplasticity – φαίνω + πλάττω, φαινοπλαστική, προσαρμογήτου οργανισμού σε νέο περιβάλλον

Αψξδ. Phenotype, Phenotypic – φαινότυπος, φαινοτυπικός

3715. Phenyl – φαινύλιον, συστατικό του φαινολικού οξέος

Αψξε. Pheochromocytoma – φαιός + χρώμα + κύτος, καρκίνοςτων επινεφριδίων

Αψξστ. Pheophycae, Pheophyta – φαιοφύκη, φαιόφυτα, είδοςφυκιών

Αψξζ. Pheromone – φέρειν + ορμή, φερομόνη, σεξουαλική ορμόνη

3716. Phial – φιάλη

3717. Philander, Philandering – φίλανδρος, φλερτάρω

3718. Philanthropic, Philanthropist, Philanthropy – φιλάνθρωπος, φιλανθρωπία

3719. Philatelic, Philatelist, Philately – φίλος + τέλος, φιλοτελισμός

3720. Philarmonic – φιλαρμονική, φιλάρμονικός

3721.  Philhellenist – φιλέλλην

3722. Philippic, Philippize – φιλιππικός, οξύς υβριστικός λόγος, εκ των λόγων του Δημοσθένη κατά του Φίλιππου της Μακεδονίας, αλλά και φιλιππίζω, με την έννοια ότι είμαι φίλος του Φιλίππου.

3723. Philipsite – πυριτικό άλας αλουμίνας

Αψξη. Philodendron- φιλόδενδρον, γένος της οικογένειας του αρακά

3724. Philogyny- φιλογυνία

3725. Philologer, Philological, Philologist, Philology – φιλόλογος, φιλολογία

3726. Philomath, Philomathic, Philomathy – φιλομαθής, φιλομάθεια

3727. Philomel – Φιλομήλα, απότομύθοτηςΠρόκνηςκαιτηςΦιλομήλας

Αψξθ. Phimosis – φίμωσις, κατάσταση όπου ο χαλινός του πέους δεν μπορεί να τραβηχτεί προς τα πίσω

3728. Philopolemic – φιλοπολεμικός

3729. Philoprogenitiveness – φίλος + προ + γένος, αγάπηγιατουςαπογόνους

3730. Philosophaster – ο προσποιούμενος τον φιλόσοφο

3731. Philosopher, Philosophic, Philosophical, Philosophically- φιλόσοφος

3732. Philosophism, Philosophist, Philosophistical – σοφιστής, σοφιστεία

3733. Philosophize, Philosophizer – συλλογίζομαιωςφιλόσοφος

3734. Philosophy – φιλοσοφία, πνευματική δραστηριότητα χαρακτηριστική του ελληνικού πνεύματος, που περιλαμβάνει όχι απλά διακήρυξη αληθειών, αλλά αμφισβήτηση και έλεγχό τους

3735. Philotechnic – φιλότεχνος

3736. Philozoic – φίλος των ζώων, ζωόφιλος

3737. Philtre, Philter- φίλτρον, φίλητρον (μαγικό μέσον)

3738. Phlebitis – φλεβίτις

3739. Phlebolites – φλεβόλιθοι

3740. Phlebology, Phlebologist – φλεβολογία, φλεβολόγος

Αψπ. Phlebography – φλεβογραφία

Αψπα. Phleborrhagia – φλεβορραγία

Αψπβ. Phleborrhaphy – φλεβορραφία

3741. Phlebotomist, Phlebotomize, Phlebotomy – φλεβοτόμος, φλεβοτομία

3742. Phlegethon – Πυριφλεγέθων, ποταμός του Άδη

3743. Phlegm, Phlegmatic, Phlegmy – φλέγμα (νοσηρή ουσία), φλεγματικός, φλεγματώδης

3744. Phlegmasia (φλεγμονή κάτω άκρων)

Αψπγ. Phlegmone – φλεγμονή, μόλυνση κάτω από το δέρμα που προκαλεί πύον

Αψπδ. Phleum– φλέως, γρασίδι του Τιμόθεου στις υποαρκτικές περιοχές

3745. Phloem – φλοιός

3746. Phlogistic, Phlogiston – φλοξ, φλόγιστρον

3747. Phlogosis – φλόγωσις

3748. Phloridzine – φλοιός + ρίζα, υλικό της ρίζας μηλιάς ή αχλαδιάς

3749. Phlox – φλοξ, φλόγα

Αψπε. Phlyctenular– φλύκταινα, φλυκταινικός, οφθαλμολογία

3750. Phobe – δεύτερο συνθετικό με θέμα το «φόβο» για λέξεις, όπως xenophobe, Anglophobe κ.λπ., ξενόφοβος, αγγλόφοβος

3751. Phobia – δεύτερο συνθετικό με θέμα το «φόβο» για λέξεις, όπως claustrophobia (κλειστοφοβία)

3752. Phobos – Φόβος, δορυφόρος του Άρη

3753. Phoca, Phocal, Phocine  – φώκη

3754. Phocenic –φώκαινα, κητοειδές, δελφίνι

Αψπστ. Phocomelia – φωκομελία, φωκομελή

3755. Phoebus – Φοίβος

Αψπζ. Phoenicopterus – φοίνιος (κόκκινος) + πτερόν, φοινικόπτερον, φλαμίνγκο

3756. Phoenix – Φοίνιξ (αναγεννώμενος από τις στάκτες του)

3757. Phoenix – φοίνιξ, φοίνικας

3748. Phogopite – φλοξ + ωψ (όψη), μαρμαρυγίας μαγνησίου με ανισόπεδους άξονες

Αψπη. Pholadidae – φωλάς, φωλεά, δικέλυφομαλάκιο, μύδι

Αψπθ. Pholiota _ φωλάς, φωλεά, σαρκώδημανιτάρια

3759. Phonate – φωνασκώ, εκβάλλω άναρθρους ήχους

3760. Phonautοgraph – πρώιμη μορφή φωνόγραφου

3761. Phone – τηλέφωνο

3762. Phone –  φώνημα, απλό φωνήεν ή σύμφωνο

3763. Phoneme – φώνημα

3764. Phonetic, Phonetics – φωνητική, φωνητικός

Αψq. Phoniatrics – ιατρική φωνητικών χορδών

3765. Phonics – τέχνη εναρμόνισης των ήχων

3766. Phonocamptic – έχων την ιδιότητα να εξοστρακίζει τον ήχο

Αψqα. Phonocardiogram, Phonocardiograph, Phonocardiography – φωνοκαρδιογραφία, καταγραφήτωνήχωνκαιτωνκτύπωντηςκαρδιάς

3767. Phonofilm – φωνή + film (ταινία), ταινία όπου ο ήχος καταγράφεται υπό τύπον φωτός στην άκρη της

Αψqβ. Phonogenic–φωνογενετικός, κάποιος που παράγει φωνή

3668. Phonogram, Phonograph, Phonographer, Phonographic, Phonography – φωνογράφος

3669. Phonolite – φωνή + λίθος, ηφαιστειώδης βράχος

3670. Phonological, Phonology – φωνολογία

Αψqγ. Phonometer– όργανο μέτρησης ισχύος της φωνής

3671. Phonopore – φωνή + πόρος, συσκευή για ταυτόχρονη μετάδοση τηλεφωνικών και τηλεγραφικών σημάτων

3672. Phonoscope – φωνή + σκοπώ, όργανο για δοκιμή μουσικών χορδών ή μετάδοσης ήχου υπό τύπον ηλεκτρικών λάμψεων

3673. Phonotype, Phonοtypy – φωνοτυπία, μέθοδος εκτύπωσης, όπου κάθε φωνητικός ήχος εκπροσωπείται από αντίστοιχο γράμμα

3674. Phoresy – φορός (εκ του φέρω), συνήθεια μυγών να χρησιμοποιούν ισχυρότερα ιπτάμενα έντομα ως οχήματα

3675. Phormium – φορμός (σκεύος για μεταφορά, καλάθι)

3676. Phosgene, Phosgenite  – φως + γεννώ, άχρωμο ανθρακικό οξυχλωρίδιο

3677. Phospham – σύνθεση αμμωνίας και φωσφορικού οξέος

3678. Phosphate, Phosphatic, Phosphatize – περιέχων φωσφορικό οξύ

3679. Phosphene – φωτεινή εντύπωση μετά το κλείσιμο του βλέφαρου

3680. Phosphide – συνδυασμός φώσφορου με άλλο στοιχείο

3681. Phosphine – φωσφορούχο υδρογόνο

3682. Phosphite – φωσφίτης, άλας φωσφορικού οξέος

Αψqδ. Phosphoglycerid – φωσφογλυκερίδιo, λιπίδιοπουπεριέχειφώσφορο

Αψqε. Phospholipid – λιπίδιο που περιέχει φώσφορο

Αψqστ. Phosphoprotein – πρωτεΐνη με φώσφορο

3683. Phosphor – αυγερινός (συναφές με το «εωσφόρος»)

3684. Phosphorate – συνδυάζω με φώσφορο

3685. Phosphoresce, Phosphorescence, Phosphorescent– φωσφορίζω, φωσφορισμός

3686. Phosphoric, Phosphorize, Phosphorus- φώσφορος, φωσφορίζω

3687. Phosphorite – είδος απατίτη (φωσφορικού άλατος)

Αψqζ. Phosphoryl, Phosphorylation  – ένωσηφώσφορουκαιοξυγόνου

3688. Phosphuretted – φωσφορούχος

3689. Phossy- jaw – νέκρωσητουσαγονιούλόγωφωσφόρου

3690. Photism – αίσθηση χρώματος, που συνοδεύει ενδεχομένως ακουστική αίσθηση

3691. Photo – φωτογραφία

Αψqη. Photobiology– φωτοβιολογία, μελέτη της επίδρασης του φωτός στους ζωντανούς οργανισμούς

Αψqθ. Photocathode– φως + κάθοδος, επιφάνεια που εκπέμπει ηλεκτρόνια και ηλεκτρικό ρεύμα

3692. Photochemistry – φωτοχημεία

3693. Photochromotype – φωτοχρωμότυπος, εκτύπωση σε χρώματα από φωτογραφικές πλάκες

3694. Photochromy – φωτοχρωμία, τεχνική φωτογράφισης με χρώματα

Αω. Photodiode– φως + δίοδος, ημιαγωγός που με την έκθεση στο φως παράγει ηλεκτρικό ρεύμα 

Αωα. Photoelasticity– φωτοελαστικότης, αλλαγή οπτικών ιδιοτήτων υλικού με μηχανική παρέμβαση

Αωβ. Photoelectric, Phoroelectricity– φωτοηλεκτρικός

3695. Photoengraving (παραγωγή φωτογραφικών πλακών), Photoetcher (εκτύπωση σε χρώματα από φωτογραφικές πλάκες) – φως, φωτός 

3696. Photogenic – φωτογενής

3697. Photoglyphy – φως + γλύφω, παραγωγή φωτογραφικών πλακών

Αωγ. Photogramm – φωτόγραμμα, λήψη φωτογραφιών χωρίς κάμερα με απευθείας τοποθέτηση του αντικειμένου σε φωτοευαίσθητο υλικό

3698. Photograph, Photographer, Photographic, Photography- φωτογραφία, φωτογραφικός

3699. Photogravure – φως +  gravure (γκραβούρα), παραγωγή φωτογραφικών πλακών

3700. Photolithography – φωτολιθογραφία

3701. Photological, Photology – φωτολογικός, φωτολογία, επιστήμη του φωτός

3702. Photolytic, Photolysis – φωτόλυσις επί πρωτοπλάσματος, φωτολυτικός

Αωδ. Photomacrography– παραδόξως σημαίνει το αντίθετο του «μακροφωτογραφία», δηλαδή φωτογραφία εξόχως μικρών μεγεθών

3703. Photomechanism – φως + μηχανισμός, παραγωγή φωτογραφικών πλακών

3704. Photometer, Photometric, Photometrical, Photometry  – φωτόμετρον, φωτομετρία

3705. Photomicrography – φωτογραφίααπόμικροσκόπιο

Αωε. Photon, Photonic – φωτόνιο

Αωστ. Photoperiodism– φως + περίοδος, αντίδραση των οργανισμών σε μεγάλη διάρκεια φωτός ή σκοταδιού 

3706. Photophobia – φωτοφοβία

3707. Photophone –φως + φωνή, όργανο παραγωγής ήχου δια παραλλαγής και εξαλλαγής χρωμάτων

Αωζ. Photophosphorylation – ένωσηφώσφορουκαιοξυγόνουστη διαδικασία φωτοσύνθεσης

3708. Photoplay – φως + play (κινούμαι, βλύω, βλύζω), κινηματογραφικό φωτορομάντζο

Αωη. Photopolymer– φωτοευαίσθητο πολυμερές υλικό

3709. Photoscope – φωτοσκόπιον, φακός για μελέτη φωτογραφιών

3710. Photosculpture – φως + sculpture (σκάλλω, σκάλοψ, σκάβω), φωτογραφική διαδικασία για παραγωγή αγαλματιδίων

Αωθ. Photosensitive – φωτοευαίσθητος

Αωι. Photo-shop – «πείραγμα» φωτογραφιών κομπιούτερ ή κινητού

3711. Photosphere – φωτόσφαιρα

3712. Photostat – φωτοστάτης, φωτοτυπικό μηχάνημα

3713. Photosynthetic, Photosynthesis – φωτοσύνθεσις, φωτοσυνθετικός

Αωια. Phototaxis– φως + τάξις, κίνηση του οργανισμού προς ή μακριά από το φως

3714. Phototelegraphy – τηλεγραφική μετάδοση φωτογραφιών

Αωιβ. Photothek– Φωτοθήκη, περίφημη συλλογή φωτογραφιών από την ιταλική Ιστορία

3715. Phototherapeutics, Phototherapy – φωτοθεραπεία, θεραπεία δέρματος δι’ ακτίνων 

3716. Phototropic – φωτοτροπικός, στρεφόμενος προς το φως

3717. Phototype – φωτοτυπία

3718. Photoxylography –  φωτοξυλογραφία, φωτογραφία σε ξύλο

3719. Photozincography – μεταφορά φωτογραφίας σε ψευδάργυρο

Αωιγ. Phragmites– φράγμα, φραγμός, είδος αειθαλών καλαμιών

3720. Phragmocone – φραγμός + κώνος, εσωτερικό μέρος ή αίθουσα κελύφους κεφαλόποδου

3721. Phrase, Phrastic – φράση

3722. Phraseless, Phrasemonger – άφραστος, φρασεομανής

3723. Phraseogram – φρασεόγραμμα, σύμβολο που εκπροσωπεί μία φράση

3724. Phraseological, Phraseology – φρασεολογία

3725. Phratry -φρατρία

Αωιδ. Phreatic – φρεατικός

Αωιε. Phreatomagmatic – φρέαρ + μάγμα, φρεατομαγματικός, έκρηξηπροκαλούμενηδιααναμίξεωςύδατοςκαιλάβας, όπωςστηΜυστηριώδηΝήσο!

3726. Phrenetic, Phrenitis – φρενήρης, φρενίτις

3727. Phrenic – φρην (διάφραγμα), διαφραγματικός

3728. Phrenograph – μετρητής κινήσεων διαφράγματος, χάρτης διανοητικών χαρακτηριστικών

3729. Phrenological, Phrenologically, Phrenologist, Phrenology – φρενολογία, σύνδεση διανοητικών ικανοτήτων με κέντρα του εγκεφάλου, μελέτη διασχηματισμών του μυαλού και κρανιακών κυμάτων

3730. Phrensy – φρενίτις

3731. Phrygian – καταγόμενος εκ Φρυγίας

Αωιστ. Phthalein, Phthalic – αναφερόμενος σε ναφθαλίνη

3732. Phthiriasis – φθειρ (ψείρα), φθειρίασις

3733. Phthisis, Phthisical -φθίσις, φθισικός

3734. Phthisiology – φθισιολογία

Αωιζ. Phycoerythrin– φύκος + ερυθρός, πρόσθετος ερυθρός χρωματισμός σε σχέση με τα βασικά χρώματα της χλωροφύλλης

3735. Phycography – φυκογραφία, πραγματεία σχετικά με φύκια

3736. Phycology _ φυκολογία, μελέτη φυκών

Αωιη. Phycomycetes – τάξη μυκήτων με ασηπτική ινώδη δομή

3737. Phylacteric, Phylactery – φυλάσσω, φυλαχτό

3738. Phylarchy – φυλή + άρχω, φύλαρχος, φυλαρχία

3739. Phyletic – φυλετικός

3740. Phyllite – φύλλον + λίθος, οργανικός πηλός, όπου εμφαίνεται και ξεχωρίζει ο μαρμαρυγίας

3741. Phyllium – γένος εντόμων που ζουν στα φύλλα

3742. Phyllode – φύλλον + είδος, έλασμα φύλλου προεκτεινόμενο σε μίσχο και συνδεόμενο με τον κύριο κορμό

3743. Phylloid – φυλλοειδής

3744. Phyllome – φύλλωμα

3745. Phylophagans – φύλλον + φαγείν, έντομα που τρέφονται με φύλλα

3746. Phyllophagous – φυλλοφάγος

3747. Phyllipods – φυλλόποδα, είδος οστρακομαλακίων με πόδια ομοιάζοντα με φύλλα

3748. Phyllostome – φυλλόστομον, νυχτερίδα με πτυχωμένη μύτη

3749. Phylotaxis, Phylotaxy – φύλλον + τάξις, φυλλοταξία

3750. Phylloxera – φυλλοξήρα

3751. Phylogenesis, Phylogenetic, Phylogeny – φυλογενετική, ανάπτυγμα φυλετικών ειδών στο φυτικό ή ζωικό βασίλειο

3752. Phylum – υποδιαίρεση του ζωικού ή φυτικού βασιλείου

3753. Phyma- φύμα, πρόσφυση, καλοήθης διόγκωση

3754. Physalia – φυσαλίς, είδος υδρόζωων

3755. Physalis- φυσαλίς, είδος εδώδιμων φυτών και φρούτων, γλυκό ντοματίνι που μοιάζει με φράουλα 

Αωιθ. Physicochemical, Physicochemistry – φυσικοχημικός, φυσικοχημεία

Αωκ. Physico- mathematics– φυσικομαθηματική

756. Physics, Physical, Physically, Physicist – Φυσική, μελέτη του εξωτερικού κόσμου

3757. Physic, Physician – Ιατρική, ιατρός

Αωκα. Physical, Physique – ιατρική εξέταση, ιατρική άσκηση, σωματοδομή

3758.   Physicalist, Physicism – ο αποδίδων τα πνευματικά φαινόμενα στη φυσική οργάνωση των πραγμάτων (έννοια ευρύτερη από τον υλισμό, που επιδέχεται διάφορες ερμηνείες)

3759. Physicologist, Physicology – Φυσική Φιλοσοφία, πρώτη φιλοσοφία, διάλογος και λογική ανάλυση επ’ αυτής

3760. Physiocrat, Physiocraty  – φυσιοκράτης, οικονομολόγος που θεωρεί ότι η γη και η γεωργία είναι πηγή όλου του πλούτου και η μόνη άξια επένδυση

Αωκβ. Physio- emotive – διαταραγμένος, ανυπόμονος, οξύθυμος θυμωμένος  

3761. Physiogeny – μελέτη οργανικών λειτουργιών και ζωτικών δραστηριοτήτων του ατόμου

3762. Physiograde – φύσα (φυσαλλίδα) + gradior (περπατώ), κολύμβηση με τη βοήθεια αεροκύστεων

3763. Physiognomic, Physiognomist, Physiognomy – φυσιογνωμική, διάκριση χαρακτήρων και ψυχοσυνθέσεων βάσει χαρακτηριστικών του προσώπου

3764. Physiographer, Physiography – φύσις + γράφω, φυσική γεωγραφία, γεωγραφία, μελέτη ατμόσφαιρας, υδρόσφαιρας, βιόσφαιρας και γεώσφαιρας

3765. Physiolatry -φυσιολατρεία

3766. Physiological, Physiologically, Physiologist, Physiology- φυσιολογία, φυσιολογικός

Αωκγ. Physiopathology – φυσιοπαθολογία

Αωκδ. Physiotherapy – φυσιοθεραπεία

Αωκε. Physoclisti– φυσώ + κλείω, ψάρι χωρίς αγωγό που συνδέει την κύστη αερίων με το πεπτικό σύστημα

Αωκστ. Physostome– φυσώ + στόμα, ψάρι με αγωγό που συνδέει την κύστη αερίων με το πεπτικό σύστημα

Αωκζ. Phytelephas – είδοςφοίνικα

Αωκη. Phytobiology – φυτοβιολογία

3767. Phytochemistry -χημεία των φυτών

Αωκθ. Phytoecology– φυτοοικολογία

3768. Phytogenesis, Phytogeny – φυτογένεσις

3769. Phytogeography – φυτογεωγραφία, κατανομή φυτών στον πλανήτη

3770. Phytoglyphy – φυτόν + γλύφω, απεικόνιση των φυτών σε μαλακό μέταλλο και ακόλουθη ηλεκτροτυπία (ηλεκτρολυτική αποτύπωση χαλκού σε καλούπι)

3771. Phytography- φυτογραφία, συστηματική Βοτανική

Αωλ. Phytohormone – φυτόν + ορμώ, φυτική ορμόνη

3772. Phytoid – φυτοειδής

3773. Phytologist, Phytology- φυτολόγος, φυτολογία

3774. Phytomer, Phyton – φυτομερές, δομή φυτού που δημιουργεί ένα εξελιγμένο φυτό δια επαναλήψεως προτύπων (patterns)

3775. Phytonomy – φυτόν + νόμος, φυτονομία, επιστήμη των νόμων της φυτικής εξέλιξης

3776. Phytopathology – φυτοπαθολογία

3777. Phytophagous – φυτοφάγος

Αωλα. Phytopharmacy – φυτόν + φάρμακον, μελέτητης επιρροής των ναρκωτικών ουσιών στα φυτά

Αωλβ. Phytophthora– φυτόν + φθορά, ωομύκητες που βλάπτουν τα φυτά

Αωλγ. Phytoplankton– φυτόν + πλαγκτός (περιφερόμενος), φυτοπλαγκτόν

Αωλδ. Phytoptus- φυτόν + ωψ, είδος αρθρόποδων

Αωλε. Phytosterole – φυτοστερόλη, συγγενής δομή με χοληστερόλη

Αωλστ. Phytotherapist, Phytotherapy – φυτοθεραπεία

3778. Phytotomy – ανατομία φυτών

3779. Phytozoon – φυτόζωον

3780. Pi – το ελληνικό «πι» (3,14), η αναλογία της διαμέτρου προς την περιφέρεια του κύκλου

3781. Picrate – πικρικό οξύ

3782. Picric – πικρός

3783. Picrine – πικρίνη, πικρή ουσία από χελιδονόχορτο

3784. Picrolite – πικρός + λίθος, ελικοειδής καολινίτης

3785. Picromel – πικρόμελι

3786. Picrotoxin – πικρός + τοξικός, πικρήουσία από τους σπόρους του φυτού coccutus indicus

3787. Pictograph, Pictorial, Pictorially – καταγραφή ποικιλίας, σύμβολο ζωγραφικής

3788. Picture, Picturesque και πολλά παράγωγα- ποικίλος, ποικιλία

3789. Pierian – οι μούσες της Πιερίας

3789. Piezometer – πιεζόμετρο

3790. Pigment, Pigmental – ποικιλία

3791. Pygmy – πυγμή, πυγμαίος

3792. Pile, Pileate, Pileated – πίλος, συμπιεσμένες τρίχες, σωρός πραγμάτων

3793. Piliferous, Piligerous – φέρων πίλον, μαλλιαρός

Αωλζ. Pillar – εκ του «πίλος», καπέλο εκ συμπιεσμένου μαλλιού, σωρός πραγμάτων, κολώνα

Αωλη. Pillow – εκ του «πίλος», προσκέφαλο, μαξιλάρι εκ συμπιεσμένου μαλλιού

3794. Pilocarpine – πίλος + καρπός, βραζιλιάνικος θάμνος

3795. Pilose, Pilosely, Pilosity (έλλειψη μαλλιού), Pilous – πίλος, καλυμμένος με μαλλιά

Αωλθ. Pilot, Pilotageκαι πολλά παράγωγα –πους, πέδη

3796. Pimelic – πιμελή, χοιρινό λίπος, πλαδαρό πάχος

3797. Pimelite – πιμελής λίθος. πράσινος γλιστερός πηλός

Αωμ. Pinacoid, Pinacotheca– πίναξ, πινακοειδής, πινακοθήκη

3798. Pindaric, Pindarism – έχων την τεχνοτροπία του Πίνδαρου

Αωμα. Pinocytosis – πίνω + κύτος, χώνεψηυγρού μέσα σε κύτταρο

3799. Piracy, Pirate, Piratical, Piratically, Pirating – πειρατής, πειρατεία

3800. Pisiform, Pisolite, Pisolitic – πίσος (μπιζέλι)

3801. Pissasphalt – πίσσα + άσφαλτος

3802. Pistil, Pistilaceous, Pistillary, Pistillate, Pistilliferous (φέρωνύπερους) – πτύσσω, ύπερος

Αωμβ. Pit και πολλά παράγωγα- πίθος, τρύπα στη γη

3803. Pithecanthrope – πιθηκάνθρωπος

3804. Pithecoid (πιθηκοειδής), Pithecus – πίθηκος

Αωμγ. Pithecophaga – πιθηκοφάγοςαετόςτωνΦιλιππίνων

Αωμδ. Pithiatic, Pithianism – πείθω, πειθαναγκαστικήαυθυποβολή

3805. Pittacal – ουσία προερχόμενη από πίσσα

3806. Pituitary, Pituitous – φλέγμα, φλεγματώδης, μυξώδης

3807. Pityriasis – πίτυρον, φλεγμονή δέρματος

3808. Placard – πλαξ

3809. Place και πολλαπλά παράγωγα – πλατεία

3810. Placentation – κατανομή πλακούντων σε ζώα, φυτά

3811. Placenta, Placental, Placentanial, Placentalia, Placentitis – πλακούς, πλακούντας

3812. Placoderms – πλαξ + δερμα, πλακόδερμον (ψάρι)

3813. Placoid – πλακοειδής, φολιδωτός

3814. Plagal – πλάγιοςήχος

3815. Plagiarism, Plagiarist, Plagiarize, Plagiary – πλάγιος, αποκτώεκπλαγίου, λογοκλοπή

3816. Plagioclase – πλάγιος + κλάσις, κλαστός, είδος αστρίου

3817. Plagiostomous – πλαγιόστομος

3818. Plagiotropic –πλαγιότροπος (φυτολογία), αντιδρών κατά το ήμισυ διαφορετικά σε εξωτερικές επιδράσεις

3819. Plague, Plagueness (ελεύθερος αρρώστιας), Plaguy – πληγή

3820. Plaice – πλατύ ψάρι

3821. Plain, Plainly, Plainess, Plainspoken – πέλανος, επίπεδη πίτα, πλατφόρμα, επιφάνεια

Αωμε. Plait – πλέκω, διπλόω -ώ

3822. Plan, Planless, Planner – πέλανος, επιφάνεια, χάρτης, σχέδιο

3823. Planarian, Planary, Plane (επίπεδο), Plane (πέλανος, πλανάρισμα, εξομάλυνση), Plane (αεροπλάνο), Planer (πλαναριστής –πέλανος), Plano- (ως πρόσφυμα), Plantain – πέλανος, βλ.παραπάνω

3824. Plane – πλάτανος

3825. Planet, Planetarium, Planetary, Planetoid – πλανήτης, πλανητικός

3826. Plangent – πλήττω, κτυπώ

3827. Planimeter, Planimetrical, Planimetry – πέλανος + μετρώ, μέτρησηεπιφανειών

3828. Planipetalous – επιπεδοπέταλος

3829. Planish, Planisher, Planisphere – πέλανος, επίπεδηεπιφάνεια

3830. Plank- πλατύς, πλατεία, σανίδα

3831. Plankton – πλαγκτός (περιφερόμενος)

3832. Plaque – πλαξ, πλακός

3833. Plasm – πλάσμα, πλάσσω, ζωντανή ύλη κυττάρου, ιδιοφυές μίγμα οξυγόνου, υδρογόνου, άνθρακα και αζώτου

3834.Plasma, Plasmatic, Plasmatical, Plasmic – πρωτόπλασμα, υγρό όπου κυκλοφορούν τα ερυθρά αιμοσφαίρια του αίματος

Αωμστ. Plasmapheresis- αφαίρεση πλάσματος από το αίμα

Αωμζ. Plasmid – πλασμίδιον, μόριοDNA

3835. Plasmodium –πλασμώδιον (π.χ. του Λαβεράν)

3836. Plasmogen – πλάσμα + γεννώ, ο σχηματίζων πρωτόπλασμα

3837. Plasmology – μελέτη των σωματιδίων ζώσας ύλης

Αωμη. Plasmolysis– πλάσμα + λύσις, απώλεια υγρού από τα κύτταρα

3838. Plaster, Plasterer, Plastering, Plastic – πλάσσω, πλαστικός

3839. Plasticine, Plasticity, Plasticize- πλάσσω, πλαστικός

3840. Plastid -πλάσμα, ζωντανό κύτταρο

3841. Plastron – πλατύς, η λιβρέα του υπηρέτη που καλύπτει το στέρνο

3842. Platane – πλάτανος

3843. Plate, Plateful, Platey, Platform, Plating και αμέτρητα παράγωγα – πλατύς, πλάτος

3844. Platinic, Platiniferous, Platinize, Platinode (αρνητικός πόλος βολταϊκού κυττάρου), Platinoids (συναφή με πλατίνα μέταλλα), Platinotype (φωτογραφικός τύπος σε πλατίνα), Platinus, Platinum – πλατύς, πλατίνα

3845. Platitude, Platitudinarian – πλατύς, πλατειάζω

3846. Platonic, Platonically, Platonism, Platonist, Platonize -Πλάτων, πλατωνίζω, πλατωνισμός

3847. Platel – πλατύς, πιάτο, πιατέλα

3848. Platycephalic – πλατυκέφαλος

Αωμθ. Platyhelminthes- πλατύς + έλμινς, επίπεδασκουλήκια

Αων. Platyneuron – φτέρημεπλατύνευραφύλλα

3849. Platypus– πλατύπους, ορνιθόρρυγχος

3850. Platyrrhine -πλατύρρινος

3851. Play, Playable, Player, Playful, Playhouse, Playmateκαιαμέτρηταπαράγωγα – κινούμαι, βλύω, βλύζω

3852. Pleach – πλέκω, συμπλέκω κλώνους

3854. Pleat – πλατύς, διπλώνω και δημιουργώ ένα νέο επίπεδο

Αωνα. Plecoptera– πλέκω + πτερόν, πλεκόπτερον, πετρόμυγα

3855. Plectognathi – πλεκτόγναθοι, ψάρια, όπου τα μάγουλα και το σαγόνι είναι ενωμένα

Αωνβ. Plectotomy – χειρουργικήαφαίρεσηπλέγματοςαγγείων

3856. Plectrum – πλέκτρον, η πένα της κιθάρας

3857. Pleiads, Pleiades – Πλειάς, Πλειάδες

3858. Pleistocene – πλειστόκαινος περίοδος

3859. Plenarily, Plenariness, Plenarty, Plenary, Plenum – πληρώ, πλήρωσις

3860. Pleni- ως πρώτο συνθετικό σε μεγάλο αριθμό λέξεων (π.χ. plenilunar, plenipotent κ.λπ.) – πλήρης

3861. Plenish, Plenitude, Plentiful, Plentifulness, Plenty- πλήρης

3862. Pleochroism – πλέον + χροιά, ποικιλία σε χρώματα

3863. Pleomorphic – έχων πλέον της μίας μορφές

3864. Pleonasm, Pleonastic, Pleonastically -πλεονασμός

3865. Pleonaste – είδος μετάλλου, σπινέλιος

3866. Pleroma – πλήρωμα, στους γνωστικούς το ανώτατο ον που τα πάντα πληροί και αναδύεται σε άπειρες μορφές

3867. Plesiomorphism, Plesiomorphous, Plesiomorphy – πλησιόμορφος, όμοιος στην όψη, αλλά διαφορετικός στη χημική σύσταση, αρχαϊκός τύπος χαρακτηριστικού

3868. Pleuronectes –  πλευρά + νήχω, το ψάρι γλώσσα

3869. Plesiosaurus – πλησιόσαυρος

3870. Plethora, Plethoric – πληθώρα,πληθωρικός

3871. Pleura, Pleural, Pleurisy (φλεγμονή των πλευρών), Pleuritic (πλευριτικός) – πλευρά, υπεζωκώς, μεμβράνη που καλύπτει τον θώρακα και τους πνεύμονες

Αωνγ. Pleuribranchidae– πλευρά + βράγχια, θαλάσσιοι γυμνοσάλιαγκες

3872.   Pleuron – πλευρόν

Αωνδ. Pleuronectes – πλευρά + νηκτός, ψάρι-γλώσσα

3873. Pleuro- pneumonia – πλευροπνευμονία

Αωνε. Pleurotus– πλευρά + ους, ωτός, γνωστό μανιτάτι με γεύση κρέατος

Αωνστ. Pleurotomy– πλευροτομία, χειρουργική τομή στο στήθος

3874. Plexiform – πλέκω, πολύπλοκος τύπος

3875. Pleximeter –μετρητής πλέγματος, πλάκα από ελεφαντόδοντο που εξετάζει το ηλιακό πλέγμα ή τα σπλάχνα δια κρούσεως

3876. Plexor – σφυρί που χρησιμοποιείται στον μετρητή πλέγματος

3877. Plexure – πλοκή, συμπλοκή, σύμπλεξη

3878. Plexus – δίκτυο αγγείων ή νεύρων, ηλιακό πλέγμα

3879. Pliability, Pliable, Pliant, Pliantly, Pliantness – (δι)- πλόω, διπλώ

3880. Plica (αρρώστιαμαλλιών), Plicate, Plicated, Plicately, Plication, Plicature – πλέκω

3881. Pliers, Pliform – διπλόω, διπλώ

3882. Plinth – πλίνθος, τούβλο

3883. Pliocene – πλειόκαινος (περίοδος)

3884. Pliosaurus – πλειόσαυρος

3885. Plot, Plotful, Plotter, Plotting- πλέκω

3886. Plutarchy – πλουταρχία, πλουτοκρατία

3887. Pluto – Πλούτων, άρχοντας του Κάτω Κόσμου και ομώνυμος πλανήτης στις παρυφές του ηλιακού συστλήματις, που εσχάτως έχασε το στάτους του και υποβιβάστηκε σε πλανητοειδή

3888. Plutocracy, Plutocrat- πλουτοκράτης, πλουτοκρατία

Αωνζ. Plutogenic– προερχόμενος από πλουτώνιο, ραδιενεργός

3889. Plutonian, Plutonic, Plutonism, Plutonist- πλουτωνικός, αποδίδων τη γεωλογική διαστρωμάτωση της Γης σε εύφλεκτα πετρώματα και σχηματισμούς λάβας

3890. Plutonomy – πλουτονομία, επιστήμη διανομής πλούτου

3891. Pluviograph, Pluviometer – pluvium (βροχή) + γράφω ή μετρώ, μέτρηση στάθμης βροχής

3892. Ply, Plywood κ.λπ. – διπλόω -ω, διπλώνω διαφόρων ειδών στρώματα (ξύλου, μετάλλου)

3893. Pneumatic, Pneumatics -πνευματικός, αφορά οτιδήποτε γεμάτο από αέρια ή αέρα, σαμπρέλες, βουλκανιζατέρ κ.λπ.

3894. Pneumaticity –  η ασθένεια των κούφιων κοκάλων 

Αωνη. Pneumatocyst– δομή ή πλέγμα φυκιών που περιέχει αέριο

3895. Pneumatological, Pneumatologist, Pneumatology – πνευματολογία, πνευματολογικός

3896. Pneumatometer – όργανο για τη μέτρηση εισπνεόμενου αέρα

Αωνθ. Pneumatophore- ρίζα του δάσους των βροχών, γεμάτη με αέριο

Αωξ. Pneumatosis– οποιαδήποτε παθολογική συγκέντρωση αερίων σε όργανο του σώματος

Αωξα. Pneumoconiosis – πνεύμα + κόνις, ίνωσητωνπνευμόνωνλόγω εισπνοής σκόνης

Αωξβ. Pneumococcus – πνευμονιόκοκκος, στρεπτόκοκκοςτωνπνευμόνων

3897. Pneumogastric -πνεύμων + γαστήρ, αφορών τους πνεύμονες και το στομάχι

Αωξγ. Pneumonectomy– εκτομή πνεύμονος

3898. Pneumonia, Pneumonic – πνευμονία, πνευμονικός

Αωξδ. Pneumoperitoneum– πνεύμα + περιτόναιον, ύπαρξη αερίων στο περιτόναιο

3899. Pneumothorax – πνευμονία + θώραξ, παρουσία αέρα στα πλευρά

3900. Poa – πόα, θάμνος

3901. Podagra, Podagral, Podagric – πους + άγρα (παγίδα για πόδια), ποδάγρα

3902. Podalgia – ποδαλγία

3903. Podium – πους, βήμα ομιλητή

3904. Pοdocarp – πους + καρπός, βλαστός με φρούτα

3905. Podophyllin – πους + φύλλον, ναρκωτικό και καθαρτικό από μαγιάτικο μήλο (ποδόφυλλον)

3906. Podophyllous – έχων πόδια σε σχήμα φύλλου

3907. Podophyllum – πους + φύλλον, ποδόφυλλον, μαγιάτικο μήλο, φυτό προερχόμενο από Κίνα και Αφγανιστάν

3908. Podoscaph – σκάφος προωθούμενο δια των ποδών

3909. Podosperm – νήμα που συνδέει το ωάριο με τον πλακούντα

3910. Poebird – πόα, θαμνόπουλο της Νέας Ζηλανδίας

3911. Poephagous – πόα, θαμνοφάγος

3912. Poem, Poematic – αφορών ποίημα

3913. Poesy, Poet, Poetess (ποιήτρια), Poetic, Poetical, Poetically, Poetics, Poetize, Poetry – ποίημα, ποιητής

3915. Poetaster – ποιητής εκ του προχείρου, από το θέμα «ποιώ, ποίησις» + -aster, που είναι κατάληξη υποτιμητική, εκφραζόμενο από το ελληνικό «-άζειν»

Αωξε. Pogonophora – πώγων(μούσι) + φέρω, σωληνώδησκουλήκιααρθρωμένα σε τομείς

3916. Poicilitic – ποικίλον, πιτσιλωτό

3917. Poilu- πίλος, μαλλιαρός, Γάλλος στρατιώτης

Αωξστ. Poikilotherm – ποικιλόθερμον, ονμεπαραλλάσσουσαθερμοκρασία

3918. Poison, Poisonable, Poisoner, Poisonous, Poisonously, Poisonousness – πίνω (δηλητήριο) Poikilotherm – ποικιλόθερμον, ονμεπαραλλάσσουσαθερμοκρασία

3919. Polar – πολικός

3920. Polariscope – πόλος + σκοπώ, όργανο μελέτης πολωμένου φωτός και εξέτασης των ραβδώσεων πολύτιμων λίθων

3921. Polarity, Polarizable, Polarization, Polarize, Polarized, Polarizer – πόλος, πόλωσις (φυσική, αλλά και μεταφορική διέγερση)

Αωξζ. Polaron – οιονεί σωματίδιο, υπόλειμμα της διέλευσης ηλεκτρονίου από στέρεη μάζα

3922. Pole και αμέτρητα παράγωγα – πόλος, άκρον άξονα, ουράνια σφαίρα, αστέρας κάθετος προς τη Γη (Polaris), πολικός αστέρας, μαγνητικός πόλος

Αωξη. Polemaetus – πόλεμος + αετός, πολεμοχαρήςαετός

Αωξθ. Polemarch – πολέμαρχος

Αωο. Polemology– πολεμολογία, συγγράμματα φον Κλάουζεβιτς και Σαντζού 

Αωοα. Polemonium -πόλεμος, το φυτό «σκάλα του Ιακώβ»

3923. Polemic, Polemical, Polemically, Polemics – πολεμική, εριστική και αντιλογική

3924. Polemoscope – πόλεμος + σκοπώ, διόπτρα τεθλασμένης προοπτικής

3925. Polianite – πολιός (ψαρός, γκρίζος), διοξείδιο του μαγγανίου

3926. Polianthes – πολιανθής – έχων ανοιχτόχρωμο άνθος

Αωοβ. Poliathritis – πολυαρθρτίτις, πολλαπλή φλεγμονή αρθρώσεων

3927. Police, Policed, Policeman- πόλις, άστυ, αστυνομικός

3928. Policlinic – πολυκλινική

3929. Policy – πολιτική τόσο δημόσια, όσο και ιδιωτική (εταιρειών), ασφαλιστήριο συμβόλαιο

3930. Poling – πόλος ως άκρον, υποστήριγμα, ικρίωμα

3931. Poliomyelitis ή απλά “polio” – πολιός (υπόλευκος) + μυελός, πολυομελίτις

3932. Polish, Polishable, Polisher, Polishing, Polishment – πέλω, χτυπώ, καθαρίζωέντοναμεύφασμα, γυαλίζω

3933. Polite, Politely, Politeness, Politesse- πόλις, άστυ, αστικήευγένεια

3934. Politic, Political, Politically, Politicize, Politico, Politics- πολιτική, πολιτικός

Αωογ. Politologist, Politology– πολιτειολόγος, πολιτειολογία, πολιτική επιστήμη

3935. Polity – οργάνωση πόλης, σύνταγμα

3936. Pollarchy – πολλαρχία, δημοκρατία

3937. Pollen, Pollenarious, Pollinar, Pollinate, Pollination, Polliniferous (φέρων γύρη), Pollinose – πόλτος (εκ του «πέλω»), πολτός, γύρη, γονιμοποιητική κόνις 

3938. Pollute, Polluted, Pollutedly, Pollutedness, Polluter, Pollution- πόλτος, πολτός, μολύνω

Αωοδ. Pollux – πολύς + δεύκος, γλεύκος, φωτεινό κρασί, φως, Πολυδεύκης, μαζί με τον Κάστορα οι Διόσκουροι

3939. Poly- συν αμέτρητα παράγωγα – πολύς, π.χ. polyalloy (πολυκράμα), polyfluidic (πολύρρευστος), polyluminous (πολύφωτος) κ.λπ. 

3940. Polyacoustic – πολυακουστικός, ο πολλαπλασιάζων τον ήχο

3941. Polyadelphous – έχων στήμονες σε τρεις ή περισσότερους θυσάνους ή δέσμες

3942. Polyandrian – πολύς + ανήρ, ο έχων πολλούς άνδρες ή στήμονες (επί φυτών)

3943. Polyandrous, Polyandry  – ο έχων πολλούς άνδρες, πολυανδρία

3944. Polyanthοus – πολύανθος

3945. Polyarchy – πολυαρχία, δημοκρατία

3946. Polyatomic – πολυατομικός

3947. Polybasic – πολυβασικός

3948. Polybasite- πολύς + βάσις, θειϊκό άλας του αργύρου

Αωοε. Polyboroides- πολύς + βορά, πολυφάγοςβαλτόκιρκος

3949. Polycarpic – πολύκαρπος

Αωοστ. Polycentric–χρωμόσωμα με πολλά κεντρομερή 

Αωοζ. Polycephaly– πολυκεφαλία

Αωοη. Polychatae – πολυχαίτη, θαλάσσιοδακτυλιοειδέςσκουλήκι

3950. Polychord – πολύχορδος

3951. Polychroite – πολύς + χροιά, χρωστική ύλη κρόκου

3952. Polychromatic, Polychrome, Polychromy – πολυχρωματικός, πολυχρωμία

3953. Polycladous – πολυκλαδικός

3954. Polycotyledon, Polycotyledonous – πολυκοτυλήδονος

3955. Polycracy – κυριαρχία των πολλών, δημοκρατία

Αωοθ. Polycyclic – πολυκυκλικός, υλικό αποτελούμενο από πολλαπλούς αρωματικούς δακτύλιους, π.χ. ναφθαλίνη

Αωπ. Polycythemia – πολύς + κύτος (κύτταρο) + αίμα, πολυκυτταραιμία

Αωπα. Polydactyly – πολυδακτυλία

Αωπβ. Polydeutonic – πολύς + deuton (εκ του δεύτερος, υποθετικό σωματίδιο ή πυρήνας αποτελούμενο από πρωτόνιο και ηλεκτρόνιο), μεταλλικό κράμα του κινητού φωτοπροτζέκτορα, ο οποίος προβάλλει τον ολογραφικό γιατρό του Βόγιατζερ (Star Trek)

Αωπγ. Polydipsia– πολυδιψία, ανυπόφορη παθολογική δίψα

Αωπδ. Polyduranide –πολύς + δούρειος, σκληρός, μεταλλικό κράμα του 24ου αιώνα (Star Trek)

Αωπε. Polyembryony– δημιουργία πολλών εμβρύων από ένα γονιμοποιημένο ωάριο ή έναν μόνο σπόρο

Αωπστ. Polyepoxides – πολυεποξεικέςρητίνες

3956. Polyergic – πολύς + έργον, ενεργών κατά πολλούς τρόπους

Αωπζ. Polyester– πολύς + αιθήρ, πολυεστέρας

Αωπη. Polyether – οργανική ουσία από πολυμερισμό μορίων

Αωπθ. Polyethylene– πολύς + αιθήρ + ύλη, πολυαιθυλένιον

3957. Polyfoil- πολύς + φύλλον, κύκλος έχων πολλά τόξα εντός της εσωτερικής του περιφέρειας

Αωq. Polygala– πολύ + γάλα, μπλε φιδόριζα

3958. Polygamian – πολύς + γάμος, ερμαφρόδιτος

3959. Polygamist, Polygamous, Polygamy – πολύγαμος, πολυγαμία 

3960. Polygastric – πολύς + γαστήρ, έχων πολλά στομάχια

3961. Polygenesis – πολυγένεσις, θεωρία κατά την οποία ο άνθρωπος δεν προέρχεται εξ ενός ζευγαριού (π.χ. Εύα, Αδάμ),αλλά εκ πολλών και ότι ο κάθε οργανισμός δεν προέρχεται εξ ενός κυττάρου, αλλά εκ πολλών

3962. Polygenous – ο συναπαρτιζόμενος από πολλά είδη

3963. Polyglot – πολύγλωσσος

3964. Polygon, Polygonal, Polygonous – πολύγωνον, πολυγωνικός

3965. Polygonum – πολύγωνον, είδος φυτών με κομβικούς σπόρους

3966. Polygram – πολύγραμμα

3967. Polygraph, Polygraphic, Polygraphy  – πολύγραφος, αποκρυπτογράφηση συμβόλων

3968. Polygynian – έχων πολλούς ύπερους

3969. Polygyny – πολυγυναικία

3970. Polyhedral, Polyhedron – πολύεδρον

3971. Polyhistor – πολύς + ίστωρ, πολυμαθής

Αωqα. Polylobe – πολύς + λοβός, πολύλοβος, αψίδα με πολλά αραβουργήματα

3972. Polymathy – πολυμάθεια

Αωqβ. Polymer – πολυμερές, ουσία που αποτελείται από πολύ μεγάλα μόρια

Αωqγ. Polymerase– πολυμεράση, ένζυμο που δημιουργεί ιδιαίτερα πολυμερή, όπως είναι το DNAκαι το RNA

3973. Polymerism – πολυμερισμός

3974. Polymignite – πολύς + μίγνυμι, μιγνύω, τιτανικό άλας ζιρκονίου

3975. Polymorph, Polymorphic, Polymorphism – πολύμορφος, πολυμορφικός

3976. Polynesian – πολύς + νήσος, Πολυνήσιος

Αωqδ. Polyneuropathy– πολυνευροπάθεια

3977. Polynomial, Polyonymous – πολύς + όνομα, ο έχων πολλά ονόματα ή πολλούς τίτλους, πολυώνυμον, μαθηματική έκφραση με πολλούς αγνώστους και παραμέτρους,

3978. Polyopia – πολύς + ωψ, πολλαπλή όραση

3979. Polyoptron – πολύ + οπτεύω, φακός μέσω του οποίου τα αντικείμενα φαίνονται πολλαπλασιασμένα και μικρότερα

3980. Polyorama – πανόραμα, όψη πολλών πραγμάτων

3981. Polyp – πολύπους

Αωqε. Polypeptide – πολύς + πεπτίδιον, αφορών την πέψη, αλυσίδα αμινοξέων

3982. Polypetalous – πολυπέταλος

3983. Polyphagous – πολύφαγος

3984. Polypharmacy – φάρμακο με πολλά συστατικά

Αωqστ. Polyphasic – πολυφασικός

3985. Polyphonic, Polyphonism, Polyphonist – πολυφωνικός

3986. Polyphyllous – πολύφυλλος

Αωqζ. Polyploid– οργανισμός με πολλά χρωματοσώματα που μπορεί να ενσωματώνει ιδιότητες του περιβάλλοντος (“StarTrek”)

3987. Polyplastic – πολύ + πλάσσω, λαμβάνω πολλές μορφές

Αωqη. Polypnea– πολύπνοια, συχνή αναπνοή, λαχάνιασμα

3988. Polypode, Polypody, Polypoid – πολύπους, πολυποδία

3989. Polypous, Polypus – πολύπους, χιτίνη που καλύπτει τον πολύποδα

3990. Polyporous – ο έχων πολλούς πόρους

3991. Polyprismatic – πολυπρισματικός

Αωqθ. Polypterus – πολύ + πτερόν, ψάρι του Νείλου

A€. Polyptych– πολύπτυχον

3992. Polyrhizous – πολύρριζος

Α€α. Polysaccharides– πολυσακχαρίδες

3993. Polyscope – πολύς + σκοπώ, πολλαπλασιαστικός φακός, όργανο εξέτασης των σωματικών κοιλοτήτων

Α€β. Polysemy– πολυσημία

3994. Polysepalous – πολυσέπαλος

3995. Polysperm, Polyspermous – πολύσπερμος

3996. Polysporous – πολύσπορος

3997. Polystome – πολύστομος

3998. Polystyle – πολύστυλος

3999. Polysyllabic, Pollysyllable – πολυσυλλαβικός

4000.  Polysyndeton – ρητορικό σχήμα, όπου οι συμπλεκτικοί σύνδεσμοι επαναλαμβάνονται συχνά

4001. Polysynthetic -πολυσυνθετικός, συναπαρτιζόμενος από πολλά είδη και πολλά στοιχεία

4002. Polytechnic – πολυτεχνικός

4003. Polythalamous – πολυθάλαμος, περιέχων πολλά δωμάτια ή αίθουσες

4004. Polytheism, Polytheist, Polytheistic – πολυθεϊσμός, πολυθεϊστής

Α€γ. Polythermal – πολυθερμικός

4005. Polytomous, Polytomy – ο έχων πολλές διαιρέσεις ή κλάδους, αλλά και οδοντωτά ή μαιανδρικά φτερά

Α€δ. Polytonal– πολύτονος

Α€ε. Polytoxicomania– πολύ + τοξικός + μανία, επανειλημμένη και ανεξέλεγκτη χρήση ναρκωτικών

Α€στ. Polytrauma – πολυτραυματισμός

Α€ζ. Polytrichum – πολύ + θριξ, τρίχα, είδοςβρύου

Α€η. Polytrinic – πολύς + τρίναξ, τρίαινα, καυστικό διαβρωτικό οξύ (Star Trek)

Α€θ. Polyurethane, Polyurethanic – πολύ + ούρα, ουρία + αιθήρ, πολυουραιθάνη

Α€ι. Polyuria– πολυουρία

4006. Polyzoa, Polyzoan – πολύζωα, βρυόζωα, τάξη οστρακομαλακίων

4007.   Polyzonal – πολυζωνικός (Οπτική)

4008. Pomiferous, Pomology ως προς το δεύτερο συνθετικό – ο φέρων ή ο μελετών μήλα

4009. Pompholyx – πομφόλυξ, φούσκα

4010. Pomp, Pomposity, Pomposo, Pompous, Pompously, Pompousness – πομπή, πομπώδης

4011. Pontic – αφορών τον Εύξεινο Πόντο

4012. Pope, Popish, Popishly – πάππος, παππάς

4013. Popinjay – παπαγάς (μεσαιωνικήλέξη)

4014. Popliteal, Poplitic – επίπλοον, επιπολή, σωματικήεπιφάνεια, πίσωμέροςγόνατου

4015. Popple – επίπλοον, επιπολή, φουσκώνω

4016. Pore, Porer – πόρος, διάστημα μεταξύ μορίων, χοάνη απορρόφησης υγρών

4017. Porgy – πάργος, σπάρος

4018. Porifera – φέρων πόρους, σπόγγος

Α€ια. Poriform – έχων την μορφή πόρου

4019. Porism, Porismatic, Poristic – πόρος, πόρισμα, αποτέλεσμα τεκμηριωμένης έρευνας

4020. Porite – είδος κοραλλιού που βρίθει πόρων

4021. Pornocracy – κυριαρχία πορνών, όπως στη Ρώμη τον 10ο αιώνα

4022. Pornographic, Pornography – πορνογραφία

Α€ιβ. Porophore– οτιδήποτε εμπεριέχει πόρο, δια του οποίου κάτι διέρχεται  

4023. Poroplastic –χειρουργική πλαστική πορώδης τσόχα ή κετσές

4024. Porosity, Porotic, Porous, Porousness – πόρος, πορωτικότητα

4025. Porphyrite – πορφυρίτης, ηφαιστειώδηςλίθος

4026. Porphyritic, Porphyrize, Porphyroid, Porphyry- πορφύρα

4027. Porraceous – πορώδης, ο στάζων ή σταλάσσων

4028. Pory – πορώδης

4029. Posological, Posology – ποσολογία, ιατρική δοσολογία

Α€ιγ. Posse- πόσις, σύντροφος, συντροφιά, καταδιωκτικό απόσπασμα

4030. Post και αμέτρητα παράγωγα – ίστημι, ίσταμαι, τοποθέτηση πασσάλου και συνεκδοχικά φυλακίου

4031. Postliminioum, Postliminy – ίστημι + λιμήν, κατώφλι αποκατάστασης δικαιωμάτων

4032. Postpliocene – post (μετά) + πλειόκαινος, μετά την πλειόκαινο περίοδο

4033. Postscenium –  post (μετά) + σκηνή, το πίσω μέρος θεάτρου

4034. Post- tertiary – post (μετά) + τρεις, εποχήμετά την πλειόκαινο περίοδο, μεταξύ μεσοζωικής και πλειστόκαινου

4035. Pot και αμέτρητα παράγωγα – πότης, πόσις, βάζο, γλάστρα, μίγμα, ναρκωτικό

4036. Potable, Potableness, Potage – πόσιμος

Α€ιδ. Potamochoerus – ποταμόχοιρος

4037. Potamology – πραγματεία σχετικά με ποταμούς

4038. Potator, Potatory – πίνων, πότης

4039. Potichomania – πότης + μανία, απομίμηση πορσελάνης

4040. Potion – πότης, πόσις

Α€ιε. Potomania– ποτομανία, υπερβολική κατανάλωση ιδίως μπύρας, που είναι φτωχή σε ηλεκτρολύτες 

Α€ιστ. Potometer- συσκευή που μετρά την απορρόφηση νερού από τις ρίζες των φυτών

4041. Potstone – ποικιλία στεατίτη για κουζινικά σκεύη

4042. Pottage – παχύρρευστη βραστή σούπα

4043. Potted, Potter, Pottery, Potting – πότης, πόσις, αγγείο, αγγειοπλαστική

4044. Pouch, Pouched  – πόσθη, ανδρική μεμβράνη, ενθυλάκωσις, ενθυλακωμένος

4045. Practicability, Practicable, Practicably, Practicableness, Practical, Practically, Practicalness, Practice, Practician, Practicing, Practise, Practised, Practiser, Practising, Practitioner – πράξις, πρακτική

4046. Praenomen – prae (προ) + όνομα, βαπτιστικό όνομα

4047. Pragmatic, Pragmatical, Pragmatically, Pragmaticalness, Pragmatism, Pragmatist, Pragmatize –πράγμα, πραγματισμός

4048. Prasinus – πράσον, πράσινος

4049. Praxinoscope – πράξις + σκοπώ, όργανο παρατήρησης αντικειμένων εν κινήσει

4050. Praxis – πράξις

Α€ιζ. Preanimate  – pre (προ) + animus – άνεμος, αναπνέω, ύλη εν δυνάμει ζωντανή και οργανική (Star Trek)

4051. Prechristian – προχριστιανός

4052. Preclude, Preclusion, Preclusive, Preclusively – pre (προ) + κλείω, αποκλείω

Α€ιη. Precocious, Precociously, Precociousness, Precocity – pre (προ) + κόκκος, κουκούτσι, κάτιπουωριμάζει

4053. Precogitate, Precogitation, Precognition – pre (προ) + γιγνώσκω, γνώσις

4054. Preconization – προεικόνισις

4055. Preconstitute –pre (προ) + con + ίστημι, ίσταμαι, προ -κανονίζω,

Α€ιθ. Record, Recorder, Recordership, Recording – re (δηλωτικόανάνηψηςήαγρύπνιας) + καρδιά, καταγράφω

4056. Preelect, Preelection – pre (προ) + προεκλέγω

4057. Preexilic- pre (προ) + εξορία, προτηςμετοικεσίαςΒαβυλώνος

4058. Prefer, Preferability, Preference, Preferential κ.λπ. – pre (προ) + φέρω κ.λπ., προτιμώ, προτίμηση

Α€κ. Preganglionic – νευρικές ίνες που οδηγούν στα γάγγλια

Α€κα. Prehellenic– προελληνικός

4059. Prehistoric, Prehistory- προϊστορικός, προϊστορία

Α€κβ. Preknowledge – pre (προ) + θέμα “kn”, συγγενές με θέμα «γν» του γνώσις, γιγνώσκω

4060. Prelect, Prelection, Prelector – pre (προ) + λέγω, διαβάζωπροκοινού

4061. Premeditate, Premeditation – pre (προ) + μήτις, μητίετα (Ζευς), μήδεα, μέδω

4062. Prenomen, Prenominate, Prenomination – pre (προ) + όνομα

Α€κγ. Prepareκαιαμέτρηταπαράγωγα – pre (προ) + ηίδιαινδ. Ευρ. ρίζα “pare“ ή “pere” με το «παράγω»

4063. Prepollency, Prepollent – pre (προ) + πόλτος, πολτός, γύρη, γονιμοποιητική κόνις, δυνατός, ισχυρός

4064. Prepuce, Preputial – pre (προ) + πόσθη, ακροποσθία

4065. Presbyope, Presbyopia- πρεσβύωψ, πρεσβυωπία

Α€κδ. Presbyophrenia – πρεσβύτης + φρην, είδοςάνοιας

4066. Presbyter, Presbyteral, Presbyterial, Presbytic – πρεσβύτης, πρεσβύτερος

4067. Presbyterian, Presbyterianism, Presbytery – πρεσβυτέριο, κονκλάβιο ιερέων, εκκλησιαστικό συμβούλιο, κάθε συμβούλιο όπου οι συμμετέχοντες θεωρούνται ίσοι μεταξύ τους

4068. Press, Pressman, Pressmark, Press-room και αμέτρητα παράγωγα-          προίστημι, πιέζω δια προεξοχής, συμπιέζω, τυπώνω, τύπος

4069. Pressing, Pression, Pressure και αμέτρητα παράγωγα – προίστημι, πιέζω δια προεξοχής, συμπιέζω

4070. Pretence, Pretend, Pretended, Pretendedly, Pretender, Pretendership, Pretendingly – pre (προ) + τείνω, τανύω, υποκρίνομαι

4071. Pretensed, Pretension, Pretentious, Pretentiously, Pretentiousness –  pre (προ) + τείνω, τανύω, κομπάζω, επιδεικνύωσυμπεριφοράοιηματία

4072. Pretone, Pretonic – προ της τονισμένης συλλαβής

4073. Priapean, Priapus – Πρίαπος, πριαπικός, θεός κήπων και αμπελώνων, αλλά και άλκιμος, ισχυρομελής, στυτικός, καυλοπυρέσσων

4074. Priest, Priestcraft, Priestess, Priesthood και άλλα – πρεσβύτης, πρεσβύτερος 

4075. Primal, Primary, Primate, Prime, Primely, Primitive, Primusκ.λπ. –πρώιμος

4076. Primigenous, Primigenial, Primogenial, Primogenitary, Primogenitive, Primogenitor, Primogeniture- πρωτογενής, πρωτότοκος, πρωτοτόκια

Α€κε. Prion – Ινδ. Ευρ. “per”, που σχετίζεται με το ελληνικό «πρώτος», αποκλίνουσα πρωτεϊνη, που επηρεάζει αρνητικά τη φυσιολογική αναδίπλωση των κοινών πρωτεϊνών

4077. Prior, Priorate, Priority, Priorship, Priory- πρώιος

4078. Prism, Prismatic, Prismatically, Prismatoidal, Prismoid, Prismoidal, Prismy – πρίσμα, πρισματικός

4079. Prison, Prisoner κ.λπ. – επαίρω, παίρνω, φυλακή

Α€κστ. Probiotic– προβιωτικός, περιέχων μικροοργανισμούς που προκαλούν ωφέλιμη ζύμωση (π.χ. γιαούρτη)

4080. Problem, Problematical, Problematically– πρόβλημα, προβληματικός

4081. Problemist –  οσχεδιάζωνπροβλήματα

4082. Proboscidean, Proboscis – προβοσκίς

Α€κζ. Procaryotes – προ + κάρυον, οργανισμοί που στερούνται κυτταρικό πυρήνα σε αντίθεση με τους ευκαρυωτικούς

4083. Pro-cathedral – εκκλησία, που χρησιμοποιείται προσωρινά ως καθεδρικός ναός

4084. Proceleusmatic – προκελευσματικός, εμψυχωτικός, μετρικός πους τεσσάρων βραχειών συλλαβών 

4085. Procephalic- αφορών το μπροστινό μέρος του κεφαλιού

4086. Prochronism – εσφαλμένη προχρονολόγηση

4087. Proclitic – προκλίνω, αφορών μονοσύλλαβη λέξη, της οποίας ο τονισμός εξαρτάται από την επόμενη 

4088. Proclivity, Proclivous – Προ + κλίσις, κλίνω, κατωφερής

4089. Procoelous – προ + κοιλιά, ο έχων προκοίλι

4090. Procrustean – προκρούστειος, Προκρούστης

4091. Procrypsis, Procryptic – πρόκρυψις, φυσικό καμουφλάζ στα έντομα

4092. Proctalgia- πρωκτός + άλγος, πρωκταλγία

Α€κη. Proctology – πρωκτολογία

Α€κθ. Proctorrhea– πρωκτόρροια, έκκριση βλέννας από το κόλον

4093. Procyon – Προκύων, ο αστέρας στον αστερισμό του Μικρού Κυνός

4094. Prodigal, Prodigality, Prodigalize, Prodigally, Prodigious, Prodigiously, Prodigiousness, Prodigy – προδιγίοσον, βυζαντινάελληνικά

4095. Prodromus – πρόδρομος, προκαταρκτική συμφωνία, πρώιμο σύμπτωμα ααρώστιας

4096. Proeguminal – προ + ηγούμαι, προδιαθέτουσα κατάσταση, ιατρική προδιάθεση

4097. Proem, Proemial – προοίμιον

4098. Proemptosis – προ + εμπίπτω, πρόσθεση ημέρας για διόρθωση ημερολογίου

4099. Profanation, Profane, Profanely, Profaneness, Profaner, Profanity – fanum (ναός), φανός fanum (ναός), φανός. Οι λέξεις «φανός και λαός» χρησιμοποιούνται και για τον εξοπλισμό του ναού με φανούς και για τη βεβήλωση του ναού (π.χ. από πλήθος με φανάρια). Σχέση αυτενέργειας – αυτοπάθειας «μάχαιραν έδωκας, μάχαιραν θα λάβεις», βλ. το λατινικό “qui gladio ferit, gladio perit” ή την ιταλική παροιμία “qui di spada ferisce, di spada perisce”.

4100. Proffer, Profferer – προ + φέρω, προτείνω

4101. Profligacy, Profligate, Profligately, Profligateness – προ + θλίβω, εγκαταλελειμμένος

4102. Progenitor, Progenitress, Progeniture, Progeny – προ + γένος, γεννήτωρ, γέννησις

Α€λ. Progeria – προ + γήρας, περίοδος προ του γήρατος

4103. Proglottis – είδος ταινίας (σκουληκιού) δυνάμενο να κυοφορεί

4104. Prognathic, Prognathism, Prognathous – προγναθικός, προγναθισμός

4105. Prognosis, Prognostic, Prognosticable, Prognosticate, Prognostication, Prognosticative, Prognosticator – πρόγνωσις, πρόβλεψις

4106. Program, Programme  – πρόγραμμα

Α€λα. Prolapse, Prolapsus- προ + λάπτω, γέρνωεκτόςθέσης

4107. Prolegomena, Prolegomenary – προλεγόμενα

4108. Prolepsis, Proleptic, Proleptically – πρόληψις, ρητορικόσχήμα, πουπρολαμβάνειτηναντίδρασηήτηναντίρρησητυουαντιπάλου

4109. Proliferation, Proliferate, Proliferous, Proliferously – proles (νέαγενιά, νεοττιά)  + φέρω, αναπαράγω, αναπαράγομαι

4110. Prologize, Prologue – πρόλογος, προλογίζω

4111. Promethean – προμηθεϊκός

4112. Promiscuity, Promiscuous, Promiscuously, Promiscuousness  –  προ + μιγνύω, μιγνύομαι, οέχωνπολλούςερωτικούςσυντρόφους

4113. Promulgate, Promulgation, Promulgator, Promulge   – προ + αμέλγω, κάνωκάτιναεξέλθει, δημοσιεύω

Α€λβ. Promyelocyte– κοκκώδες κύτταρο πρόδρομο του μυελού

4114. Pronaos – πρόναος, προθάλαμος ναού

4115. Pronate, Pronation, Pronator, Prone, Pronely, Proneness  – προ + νεύω, γέρνω προς τα εμπρός, γυρνάω την παλάμη προς τα κάτω

4116. Pronominal, Pronominally, Pronoun – προ + όνομα, αντωνυμία

4117. Prononce, Pronounce, Pronounceable, Pronounced, Pronouncement, Pronouncer, Pronouncing – προ + νέα (πουκραυγάζειοτελάλης), προφέρω, προφορά

4118. Pronuncial, Pronunciamento, Pronunciation, Pronunciative -προ + όνομα, προεξαγγέλλωπολίτευμα

4119. Pronymph, Pronymphal – προνύμφη, πρώιμη κατάσταση εντόμου, κάμπια

4120. Propaedeutic, Propaedeutics – προπαίδεια, προπαιδευτικός

4121. Proparoxytone – προπαροξύτονον

4122. Propel, Propellant, Propellent, Propeller – προ + πέλω (κινούμαι, χτυπώ, συμβαίνω), κινώ με προπέλα  

4123. Prophasis – πρόφασις, αλλά στα Αγγλικά σημαίνει «πρόγνωση»

4124. Prophecy, Prophesier, Prophesy, Prophesying, Prophet, Prophetess, Prophetic, Prophetical, Prophetically, Prophetism – προφήτης, προφητεύω, προφητικός

4125. Prophylactic, Prophylaxis – προφύλαξις

4126. Propination – προπίνω, πίνω και προσφέρω το κύπελλο σε κάποιον άλλον.

Α€λγ. Propinquate, Propinquity-  προ + πέριξ με αναγραμματισμό, γειτνίαση 

Α€λδ. Propithecus – προπίθηκος, είδος λεμούριου της Μαδαγασκάρης

4127. Proplasm – πρόπλασμα

4128. Propodium – προπόδιον, υποπόδιον

4129. Propolis – προ + πόλις, κερί με το οποίο οι μέλισσες καλαφατίζουν και σφραγίζουν τις ρωγμές της κυψέλης τους

4130. Proptosis – πρόπτωσις, καμπύλη του σώματος προς τα εμπρός

4131. Propulsion, Propulsive, Propulsory – προ + πέλω (κινούμαι, χτυπώ, συμβαίνω), παλμός, προώθηση

Α€λε. Propylaeum– Προπύλαια

4132. Propylite – προπύλαιον, ηφαιστειακός βράχος αστρία και κεροστίλβης με κοκκώδη και όχι υαλώδη μάζα.

4133. Propylon – τα προπύλαια ναού

4134. Proscenium – το μπροστινό μέρος σκηνής

4135. Proselyte, Proselytism, Proselytize, Proselytizer – προσήλυτος, προσηλυτίζω

4136. Prosenchyma, Prosenchymatous – προσέγχυμα, σύντηξη ινωδών ιστών προς δημιουργία ξυλώδους φλοιού

4137. Prosenneachedral – προς + εννέα + έδρα, έχων εννέα πλευρές σε δύο συνενωμένους κρυστάλλους

4138. Proserpina – προς + έρπω, όπως έρπουν οι ρίζες και οι βλαστοί, Περσεφόνη

4139. Prosodial, Prosodian, Prosodical, Prosodist, Prosody – προσωδία, γραμματικό φαινόμενο σχετιζόμενο με τον τονισμό και την ποσότητα των συλλαβών

4140. Prosoma – προ + σώμα, το μπροστινό μέρος του σώματος

4141. Prosopopoeia – πρόσωπον + ποιώ, προσωποποίηση αντικειμένων, απόντων ή νεκρών

4142. Prostate, Prostatectomy(εκτομή του προστάτη), Prostatic, Prostatitis – προστάτης, προ + ίσταμαι, αδένας στο λαιμό της ουροδόχου κύστης

4143. Prosthesis, Prosthetic – προσθετική τοποθέτηση μελών σε άτομο ακρωτηριασμένο ή μη

4144. Prostitute, Prostitution, Prostitutor – προ + ίστημι, ίσταμαι, ο έμπροσθεν εκτιθέμενος, ο εκπορνευόμενος

4145. Prostrate, Prostration – προ + στρώμα, στρώσις, η κατάστρωση υλικού μπροστά σε κάτι άλλο (ναό, κτίσμα κ.λπ.)

4146. Prostyle – πρόστυλος

4147. Prosyllogism – προσυλλογισμός

4148. Protagonist – πρωταγωνιστής

4149. Protandrous- έχων τους στήμονες ώριμους μπροστά από την επιφάνεια γύρης

4150. Protasis – πρότασις, προκείμενη συλλογισμού

4151. Protatic – αφορών την πρόταση

4152. Protea – Πρωτεύς, πολυμορφικός θεός, γένος 60 νοτιοαφρικανικών θάμνων

4153. Protean – πρωτεϊκός, ολοέναμεταμορφούμενος

Α€λστ. Protease– ένζυμο που διασπά στις πρωτεΐνες σε πολυπεπτίδια ή αμινοξέα

4154. Protect, Protectingly, Protection, Protectionism, Protectionist, Protective, Protector, Protectorate, Protectorial, Protectorless, Protectorship, Protectress, Protégé – προ + (σ) τέγη, προστατεύω, προστάτης, προτεκτοράτο

4155. Proteids, Proteiform, Protein, Proteinic – πρωτεϊνη

Α€λζ. Proteinuria – ύπαρξηυπερβολικήςπρωτεΐνηςσταούρα

4156. Protend, Protensive – προτείνω, τείνωεμπρός, προτατικός

4157. Proteolysis – πρωτεϊνη + λύσις, μετατροπή τροφής σε πρωτεϊνη

Α€λη. Proterandrous- πρότερος + ανήρ, έχων ώριμους τους στήμονες πριν από το στίγμα υποδοχής γύρης

4158. Proterogynous – πρότερος + γυνή, έχων την επιφάνεια γύρης ώριμη πριν από τους στήμονες

4159. Proterozoic – αφορών την πρώιμη ζωή και ειδικότερα την προκαμβριανή περίοδο

4160. Proteus – ο θεός των συνεχών μεταμορφώσεων

4161. Prothalamium – προ + θάλαμος, γαμήλιο άσμα προς τιμή της νύφης και του γαμπρού

4162. Prothallous – προ + θαλλός (τρυφερός βλαστός), σπόρος φτέρης

4163. Prothesis – μέρος της ελληνικής εκκλησίας, όπου τοποθετούνται ο άρτος και ο οίνος της Ευχαριστίας πριν την είσοδό τους στα Άγια των Αγίων

Α€λθ. Prothrombin– προθρομβίνη

4164. Prothonotariat, Prothonotary -πρωτονοτάριος, βυζαντινά ελληνικά

4165. Prothorax – προθώραξ επί εντόμων

4166. Protist, Protista – ευκαρυωτικός οργανισμός που δεν είναι ούτε ζώο, ούτε φυτό, ούτε μανιτάρι

Α€μ. Proto- ως πρώτο συνθετικό αμέτρητων λέξεων, π.χ. Protohuman, Protohumanoid (πρωτάνθρωπος)  – πρώτος, πρωταρχικός 

4167. Protochordates – πρώτον + χορδή, τα κατώτατα σπονδυλωτά, λογχοφόρα, ημιμαλάκια, πεταλίδες

4168. Protococcus – πρωτόκοκκος, πράσινο επίχρισμα που καλύπτει τα λιμνάζοντα ύδατα

4169. Protocol, Protocolist – πρώτος + κολλάω-ω, πρωτόκολλον, πρωτότυπο εγγράφου, βιβλίο καταχώρησης, κανονισμός λειτουργίας, λίστα προβλεπόμενων ενεργειών προς αντιμετώπιση δύσκολων καταστάσεων

Α€μα. Protogalaxy – γαλαξίας σε αρχικό στάδιο εξέλιξης

4170. Protogenic – πρώτος + γένος, πρωτογενής, πρωτόγονος

4171. Protogine – πρώτος + γίγνομαι, ταλκώδης γρανίτης, που προκαλεί φολιδωτές δομές

4172. Protogynous – πρότερος + γυνή, έχων την επιφάνεια γύρης ώριμη μπροστά από τους στήμονες

4173. Protohippus – είδος εξαλειφθέντος ίππου

4174. Protohistoric,Protohistory– πρώτος + ιστορία, περίοδος μεταξύ προϊστορίας και γραπτής ιστορίας, όπου αναγράφονται πληροφορίες για λαούς που δεν είχαν αναπτύξει γραφή από άλλους λαούς που είχαν αναπτύξει (ευτυχώς δηλαδή!)

4174. Protomartyr – πρωτομάρτυς

4175. Proton – πρωτόνιο, το θετικό φορτίο του ατομικού πυρήνα

Α€μβ. Protonebula – πρωταρχικό νέφος αερίων, απ’ όπου προέρχονται τα ηλιακά συστήματα

Α€μγ. Protonema– πρώτος + νήμα, αλυσίδα μορίων επί βρύων

4176. Protonotary – πρωτονοτάριος, βυζαντινά ελληνικά

4177. Protophyte –πρώτος + φυτόν, υποτυπώδης φυτικός οργανισμός, όπου όλες οι λειτουργίες θρέψης, συντήρησης και αναπαραγωγής διενεργούνται από ένα μεμονωμένο κύτταρο

Α€μδ. Protoplanet– πλανήτης σε αρχικό στάδιο εξέλιξης

4178. Protoplasm, Protoplasmic – πρωτόπλασμα

4179. Proplast, Protoplastic – πρωτόπλαστος

Α€με. Protopterus– πρωτόπτερος, δίπνοος, είδος ψαριού που εισπνέει αέρα

Α€μστ. Protosalt – πρώτος + άλας (ινδ. Ευρ. “sal”), άλας που περιέχει μεταλλικό πρωτο- οξείδιο

Α€μζ. Protostar – πολύ νέος αστέρας σε αεριώδη ακόμη κατάσταση

Α€μη. Protostome- πρώτος + στόμα, είδος αρθρόποδων, μαλακίων, σκουληκιών κ.λπ., όπου το στόμα αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα και μάλιστα πριν από τον πρωκτό

Α€μθ. Prototaxites – πρώτος + τάξις, μύκητεςπουαναπτύσσουνκορμό, (stellaviatori- αστροταξιδευτές), είδος ριζωμάτων ή μυκήτων που γεφυρώνουν αχανείς αποστάσεις στο StarTrekDiscovery

4180. Prototheria – πρώτος + θηρίον, υποκατηγορία θηλαστικών, μονοτρηματικά, έχοντα μόνο αμάρα αντί για χωριστό ουροποιητικό και γενετήσιο σύστημα

4181. Prototype – πρωτότυπον, πρώτο δείγμα εφεύρεσης

4182. Protoxide – πρωτοξείδιον, συνδυασμός οξυγόνου και βάσης

4183. Protozoa, Protozoan, Protozoic – πρωτόζωον, ζώο με απλούστατη δομή

Α€ν. Protract, Protracted, Protractedly, Protracter, Protraction, Protractive, Protractor – προ + ταύρος, ταυρίζω, τραβώ, καθυστερώ, παρατείνω, κωλυσιεργώ

4184. Protreptical – προτρεπτικός

4185. Protuberance, Protuberant, Protuberantly, Protuberate, Protuberation  – προ + τύλος, τύμβος (προεξοχή), κύρτωση, προβοσκίδα

4186. Protyle – προ + τύλος, τυλόω-ώ, πρωταρχική ύλη από την οποία παράγονται όλες οι άλλες

Α€να. Proxenetism – πρόξενος, προαγωγή, νταβατζιλίκι, διευκόλυνση συναλλαγής μεταξύ εργάτη (-ριας) του σεξ και πελάτη 

4185. Prune, Prunella, Prunello, Pruniferous – πρίνος, βελανίδι, κόκκινος πρίνος, δαμάσκηνο

4186. Prytaneum – πρυτανείον, δημόσιο κτίριο που φιλοξενούσε πρέσβεις και διέτρεφε εξέχοντες πολίτες (και όπου δεν σιτίστηκε ο Σωκράτης)

4187. Psalm, Psalmist, Psalmodic, Psalmodist, Psalmody, Psalmography, Psalter, Psaltery – ψάλτης, ψαλμός, ψαλμωδία

4188. Psammite, Psammitic – ψάω (ψαχουλεύω) ψάμμος (άμμος)

4189. Psellismus – ψελλίζω

4190. Pseudaesthesia – ψευδαισθησία, απατηλή αίσθηση ενός μέλους του σώματος, το οποίο έχει αφαιρεθεί

Α€νβ. Pseudarthrosis – ψευδής + άρθρωσις, αποτυχία επούλωσης κόκαλου που οδηγεί στη δημιουργία ψευδούς άρθρωσης 

4191. Pseudepigraphy – ψευδεπίγραφος, απόδοση ενός έργου σε λάθος πρόσωπα

4192. Pseudo- ψευδής ως πρώτο συνθετικό αμέτρητων λέξεων

4193. Pseudoblepsis- ψευδής + βλέψις, εσφαλμένη πρόγνωση, απατηλό όραμα ή προφητεία

4194. Pseudograph – ψευδογράφος, λογοκλόπος, πλαστογράφος κειμένων

Α€νγ. Pseudohermaphroditism– ψευδής + ερμαφρόδιτος, αναντιστοιχία μεταξύ εσωτερικού αναπαραγωγικού συστήματος και εξωτερικών γεννητικών οργάνων

Α€νδ. Pseudomonas- ψευδομονάς, βακτήριον

4195. Pseudology – ψευδολογία

4196. Pseudomorph – ψευδόμορφος, μέταλλο ή πέτρωμα που παίρνει τη μορφή του αντίστοιχου μετάλλου που αντικατέστησε

4197. Pseudomorphous – έχων ψευδή, μη αληθή μορφή

4198. Pseudonym, Pseudonymity, Pseudonymous – ψευδώνυμον

Α€νε. Pseudoperiodic, Pseudoperiodicity– δοκίμιο που προσπαθεί να συναγάγει γενικά, τακτικά και επαναλαμβανόμενα συμπεράσματα που δεν δικαιολογούνται από τη συνθετότητα των πραγματικών περιστατικών 

Α€νστ. Pseudoperiodic, Pseudoperiodicity– δοκίμιο που προσπαθεί να συναγάγει γενικά, τακτικά και επαναλαμβανόμενα συμπεράσματα που δεν δικαιολογούνται από τη συνθετότητα των πραγματικών περιστατικών 

4199. Pseudopod, Pseudopodia – ψευδόποδον

4200. Pseudoscope – ψεύδος + σκοπώ, οπτικό όργανο που αντιστρέφει την αίσθηση του βάθους, π.χ. ένα κουτί πάνω σε πάτωμα εμφανίζεται ως οπή σε αυτό

4201. Psaw – ψόγος

4202. Psilanthropism, Psilanthropist – ψιλός + άνθρωπος, όποιος πιστεύει ότι ο Χριστός ήταν απλά άνθρωπος

Α€νζ. Psilocybe – ψιλός + κύβος, είδος παραισθησιογόνων μανιταριών

Α€νη. Psilocybin – ψιλός + κύβος, ψυχεδελική ουσία που προκαλεί ευφορία

4203. Psilomelane – ψιλός + ορυκτό συναπαρτιζόμενο από οξείδια του μαγγανίου και του βαρίου

Α€νθ. Psilopa  – ψιλός + ωψ, σπάνια μύγα με την εξαιρετική ιδιότητα να παράγει πετρέλαιο

Α€ξ. Psiloptera – ψιλός + πτερόν, λεπτόπτερος, προϊστορικό σαρκοφάγο πουλί του τρόμου

4204. Psittaceous, Psittacine, Psittacosis, Psittacus – ψιττακός, ψιττακίαση, παπαγάλος

4205. Psoas – ψόα, ψόας, λαγονοψοϊτης, μυς που ενώνει το πάνω με το κάτω σώμα, μυς της ψυχής

4206. Psora, Psoriasis, Psoric – ψώρα, ψωρίασις, μόνιμη φαγούρα

4207. Psychal, Psyche, Psychic, Psychical – ψυχή, ψυχικός

Α€ξα. Psychasthenia – ψυχασθένεια

Α€ξβ. Psychedelic – ψυχή + δήλος (φανερός), φάρμακο που οξύνει τις αισθήσεις, αλλά και δημιουργεί παραισθήσεις

4208. Psychiatrist, Psychiatry- ψυχίατρος, ψυχιατρική

Α€ξγ. Psychism – ψυχική και μαντική δύναμη, τηλεπάθεια, εξω- αισθητηριακή αντίληψη, διόραση

4209. Psycho- ως πρώτο συνθετικό αμέτρητων λέξεων π.χ. Psychoanalysis (ψυχοανάλυσις) – ο αφορών τον ψυχικό κόσμο, αλλά και ο ψυχικά διαταραγμένος, ο ψυχωσικός, ο «ψυχάκιας»

Α€ξδ. Psychoactive – φάρμακο που επηρεάζει το νου

Α€ξε. Psychoanaleptics – ψυχή + ανάληψις, διεγερτικόψυχικώνλειτουργιών

Α€ξστ. Psychobiology–συμπεριφορική ψυχολογία

Α€ξζ. Psychodynamics- ψυχή + δύναμις, ερμηνεία προσωπικότητας μέσω ψυχολογικών διαδικασιών

Α€ξη. Psychodysleptic– ψυχή + δυσληψία, δυσπεψία από μανιτάρια που προκαλούν υπερένταση, ζάλη, ανησυχία και φαγούρα

Α€ξθ. Psychodrama– ψυχόδραμα, ψυχολογική θεραπεία, όπου οι ασθενείς παίζουν διάφορους ρόλους

Α€ο. Psychohistory – ψυχοϊστορία, μέθοδος του Ασίμωφ σύμφωνα με την οποία μπορούμε να προβλέψουμε την εξέλιξη της κοινωνίας βάσει των αντιλήψεων και των συμπεριφορών των μελών της, κοινωνική δυναμική που ξεκινάει από τα μεμονωμένα άτομα

4210. Psychogenesis – η γένεσις της ψυχής

Α€οα. Psychogenic – ψυχογενής

4211. Psychogeny – ψυχογονία, η ανάπτυξη του νου

4212. Psychogram – ψυχόγραμμα, μήνυμα από τον άλλο κόσμο

4213. Psychography- ψυχογραφία, ιστορία ή περιγραφή είτε του νου είτε της ψυχής

Α€οβ. Psychokinetik, Psychokinesis – ψυχοκινητικός, τηλεκινητικός

Α€ογ. Psycholeptic – ψυχή + λήψις, ηρεμιστικάφάρμακα

4214. Psychological, Psychologically, Psychologist, Psychology -ψυχολογία, ψυχολόγος, ψυχολογικός

4215. Psychomachy – ψυχομαχία, έριδα ψυχής και σώματος

4216. Psychomancy – ψυχομαντεία, νεκρομαντεία

4217. Psychometry – ψυχομετρία 

4218. Psychomotor – κινούμενος δια ψυχικής ενέργειας

4219. Psychoneurosis – ψυχονεύρωσις, αδυναμία ελέγχου ενστίκτων

4220. Psychonosology – ψυχή + νόσος + λόγος – επιστήμη νοητικών διαταραχών

4221. Psychopathology, Psychopathy – ψυχοπάθεια και μελέτη αυτής

Α€οδ. Psychopharmacology– ψυχοφαρμακολογία

4222. Psychophysics – επιστήμη συσχετισμού νοητικών και σωματικών διαδικασιών 

4223. Psychoplasm – το πλάσμα της ψυχής, το υλικό και φυσιολογικό θεμέλιο της συνείδησης

Α€οε. Psychoplasticity – επιρροή στη διάθεση της ψυχής με διάφορες ουσίες (π.χ. ψυλοκυβίνη)

Α€οστ. Psychopomp_ ψυχοπομπός, ο οδηγός των ψυχών στο βασίλειο των νεκρών

Α€οζ. Psychoprophylactic– ψυχή + προφύλαξις, μέθοδος ανώδυνου τοκετού, που αναπτύχθηκε στην Τσεχοσλοβακία  

4224. Psychotic, Psychosis – ψύχωσις, στρεβλή αντίληψη της πραγματικότητας

Α€οη. Psychosomatic – ψυχοσωματικός

Α€οθ. Psychosurgery – ψυχή + χειρούργος, χειρουργικήψυχής (π.χ. λοβοτομή)

Α€π. Psychotechnic – ψυχοτεχνικήλίγκα, ινστιτούτοδρομολόγησης γεωπολιτικών εξελίξεων, απαντώμενο στην επιστημονική φαντασία του γνωστού συγγραφέα PoulAnderson

4225. Psychotherapeutics, Psychotherapy – ψυχοθεραπεία

Α€πα. Psychotonic – τονωτικός της ψυχής

Α€πβ. Psychotronics– ψυχή + θρόνος, υπερσύγχρονη έρευνα, εφαρμογές και τεχνολογία σχετικά με το νου και τη συνείδηση

Α€πγ. Psychotropic – ψυχοτροπικός, φάρμακο που επηρεάζει τη διάθεση και την ψυχοσύνθεση

4226. Psychrometer – ψυχρός + μετρώ, όργανο μέτρησης της τάσης ψυχρών αερίων

Α€πδ. Psychrophil – οργανισμοί που μπορούν να ζουν σε πολύ ψυχρές θερμοκρασίες

4227. Ptarmic – φάρμακο που προκαλεί φτέρνισμα

Α€πε. Pteranodon– νωδός πτεροδάκτυλος

4228. Pterichthys – πτερόν + ιχθύς, γληνοειδές ψάρι

4229. Pteridologist, Pteridology – πτέρις (φτέρη) + λόγος, επιστήμη μελέτη φτέρης

4230. Pteridophyte – πτέρις + φυτόν, κρυπτόγαμη φτέρη

Α€πστ. Pteridosperm – είδος εξαλειφθείσας φτέρης

4231. Pterocarpus (indicus) – πτέρις + καρπός, μαόνι κοκκινόξυλο 

4232. Pterodactyl – πτεροδάκτυλος

4233. Pterography, Pterylography  – πτερόν + γράφω, κλάδος της ορνιθολογίας που εξετάζει την κατανομή του πτιλώματος

4234. Pterology – πτερόν + λόγος, κλάδος εντομολογίας που ερευνά τα φτερά των εντόμων

4235. Pteromys – πτερόν + μυς, ιπτάμενος σκίουρος

4236. Pteropod – είδος μαλακίων με δύο λεπτά πτερύγια προς κολύμβηση

Α€πζ. Pterosaur – πτερόσαυρος

4237. Pterygoid – πτέρυξ + είδος, πτερυγοειδές, οτιδήποτε μοιάζει με φτερούγα

4238. Pterylosis – πτερόν + ύλη, κατανομή πτιλώματος στα περιστεροειδή

4239. Ptilosis – κατανομή πτιλώματος σε όλα τα πτηνά

4240. Ptisan – πτισάνη, ξεφλουδισμένο κριθάρι

4241. Prolemaic – αφορών τον Πτολεμαίο και το γεωκεντρικό του σύστημα

4242. Ptomaine – πτωμαϊνη (στην κυριολεξία), δηλητηριώδης ουσία λόγω της αποσύνθεσης πτώματος

4243. Ptosis – πτώσις, ειδικά των βλεφάρων

4244. Ptyalin – πτυαλίνη, ένζυμο περιεχόμενο στο πτύελον

4245. Ptyalism – αρρωστημένη έκκριση σάλιου

4246. Ptyalogogue – πτύελον + άγω, σιελογόνο και σιελοπαραγωγό φάρμακο

4247. Pugil, Pugilism, Pugilist, Pugilistic, Pugnacious, Pugnaciously, Pugnacity – πυγμή, πυγμαχία

4247. Pullulate – γονιμοποιώ δια γύρης, παύλος, ολίγιστος

4248. Pulmobranchiate – πλεύμων (πνεύμων) + βράγχια, όποιος μπορεί να αναπνέει αέρα με βράγχια

4249. Pulmonaria, Pulmonary, Pulmonata, Pulmonate, Pulmonic, Pulmoniferous (ο φέρων πνεύμονες) – πλεύμων (πνεύμων)

4250. Pulmotor  -πλεύμων + movere (κινώ), συσκευή τεχνητής αναπνοής

4251. Pulp, Pulpiness, Pulpous, Pulpousness, Pulpy – πόλτος, πολτός

4252. Pulsar (πάλλωναστήρ), Pulsate, Pulsatile, Pulsation, Pulsative, Pulsator, Pulsatory, Pulse, Pulseless, Pulselessness, Pulsific, Pulsimeter (μετρητήςπαλμών) – πέλω (κινούμαι, χτυπώ, συμβαίνω), παλμός, πελταστής

4253. Pultaceous – πολτός, σε κατάσταση πολτού

4254. Punch, Puncher, Pungency, Pungent καιαμέτρηταπαράγωγα – Ινδ. Ευρ. „peuk”, πήγνυμι, εμπήγω

4255. Punish, Punishability, Punishable, Punishableness, Punisher, Punishment, Punitive, Punitory – ποινή, ποινικός

4256. Pupa, Pupal, Pupate, Pupipara, Pupiparous, Pupivorous (οτρώγωνχρυσαλλίδες)  – παύρος (ολίγος) χρυσαλλίς

4257. Pupil, Pupilage, Pupilarity – παύρος, παύλος (ολίγος), μαθητής

4258. Pupil, Pupilate – παύρος, παύλος (ολίγος), κόρη ματιού, στιγματίζω

4259. Puppet, Puppy – παύρος, παύλος (ολίγος), κούκλα, κουτάβι

4260. Purple, Purplish  – πορφύρα

4261. Purpura, Purpure, Purpureal, Purpuric, Purpurine – πορφύρα

4262. Purulence, Purulent, Pus – πύον

4263. Push και αμέτρητα παράγωγα – εκ του “pulsare», άρα εκ του πέλω (κινούμαι, χτυπώ, συμβαίνω), παλμός, πελταστής

4264. Pusillanimity, Pusillanimous, Pusillanimously, Pusillanimousness -παύρος, παύλος (ολίγος) + anima (άνεμος, ψυχή), ολιγόψυχος, δειλός

4265. Pustular, Pustulate, Pustule, Pustilous – πύον, περιέχωνφυσαλίδαπύου

4266. Putid, Putidness, Putrid, Putridity, Putridness  – πύθω, κάνωκάτισάπιο

4267. Putrefaction, Putrefactive, Putrefy, Putrescence, Putrescent, Putrescible, Putrescine (πτωμαϊνη) – πύθω, κάνωκάτισάπιο

4268. Pyaemia, Pzaemic – πύον + αίμα, πυαιμία

4268. Pycnite – πυκνός, πυκνίτης, είδοςτοπαζιού

4269. Pycnodonts- πυκνός + οδούς, εξαλειφθέν είδος ψαριού, ανιχνευόμενο σε ασβεστολιθικά πετρώματα

Α€πη. Pycnoginidae, Pycnogonids– πυκνός + γόνος, οικογένεια θαλάσσιων αραχνών

4270. Pycnometer– όργανο μέτρησης πυκνότητας υγρών

Α€πθ. Pycnosis– πύκνωσις, συμπύκνωση χρωματίνης σε πυρήνα θνήσκοντος κυττάρου

4271. Pycnostyle – πυκνός + στύλος, κέρας παράταξης, όπου οι στοίχοι είναι πολύ κοντά μεταξύ τους 

Α€q. Pyelitis, Pyelonephitis – μόλυνση της πυέλου και των νεφρών

4272. Pygal – πυγή, λεκάνη, η επόμενη γενιά, οι μεταγενέστεροι

Α€qα. Pygarg– πυγή + αργός (λευκός) ζώο με λευκή σήμανση, επιτρεπόμενο προς κατανάλωση από την Παλαιά Διαθήκη

4273. Pygmean, Pygmy – πυγμή, πυγμαίος, βαρύσωμος, μικρός το δέμας

4274. Pylon – πυλών

4275. Pyloric, Pylorus – πύλη + ούρος (φρουρός), πυλωρός, στόμιο του στομάχου προς έντερα

Α€qβ. Pyocyanic– πύον + κυανούς, μπλε πύον παραγόμενο από ψευδομονάδα

Α€qγ. Pyoderma– πυόδερμα, βακτηριακή μόλυνση του δέρματος

4276. Pyogenic, Pyogenesis + πύον + γένεσις, ο σχηματισμός πύου

4277. Pyoid – πύον + είδος, πυοειδής

4278. Pyorrhoea – πύον + ροή, πυόρροια

4279. Pyracanth – πυρ + άκανθα, πυράκανθος

4280. Pyrallolite – πυρ + λίθος, πρασινωπός πυρόλιθος

4281. Pyramid, Pyramidal, Pyramidical, Pyramidically, Pyramidoid, Pyramoid (πυραμιδοειδής) – πυραμίς

4282. Pyrargyrite – πυρ + άργυρος, θειϊκή ένωση αντιμονίου και αργύρου

Α€qδ. Pyrausta, Pyrallis – πυραλλίς, δράκοςμεγέθουςτσέπης (εντόμου)

Α€qε. Pyrargite – πυρ + άργυρος, πυραργίτης, θειϊκόάλας

4283. Pyre – τελετουργική πυρά για καύση νεκρών

4284. Pyrene – πυρένιο, πολυκυκλικός κρυσταλλικός αρωματικός υδρογονάνθραξ

Α€qστ. Pyrenomycetes – πυρηνομύκητες, υμενοασκομύκητες

Α€qζ. Pyrethrum– πύρεθρον, αρωματική μαργαρίτα

4285. Pyretic, Pyretology – πυρετός, πυρετολογία

Α€qη. Pyretotherapy– θεραπεία δια πρόκλησης πυρετού

4286. Pyrexia, Pyrexial, Pyrexical – πυρετός, πυρετικός

4287. Pyrheliometer – πυρ + ήλιος + μετρώ, όργανο για μέτρηση της ακτινοβολίας του ήλιου

Α€qθ. Pyridine–πυριδίνη, ανθρακική ένωση με άζωτο

4288. Pyritaceous – αφορών πυρίτες

4289. Pyrite, Pyritic, Pyritiferous, Pyritize, Pyritology, Pyritous – πυρίτης, πυριτικός

4290. Pyro- με αμέτρητα παράγωγα- έχων σχέση με πυρ, φωτιά

4291. Pyroacid – πυρ + ακίς, οργανικό οξείδιο αποκτώμενο από έκθεση στη φλόγα

4292. Pyrochlore – πυρ + χλωρός, ορυκτό εξ ασβέστου, αποτελούμενο από καφέ οκτάεδρα

Β. Pyroclastic– πυρ + κλω, αφορών θραύση ηφαιστειακών βράχων

Βα. Pyrocyte – πυρακτωμένο κύτταρο που απαντάται στις άγριες φυλές του Star Trek 

4293. Pyroelectric – πυρ + ήλεκτρον, αποκτών ηλεκτρισμό δια θέρμανσης

4294. Pyrogenic, Pyrogenous – πυρ + γεννώ, πυρογενής

4295. Pyrogram – πυρόγραμμα, διάγραμμα από ιόντα, σχήμα ή διάταξη σε συστοιχία πυροτεχνημάτων

4296. Pyrography – πυρ + γράφω, σχεδιάζω επί ξύλου με πυρακτωμένη ακίδα 

4297. Pyrolatry – λατρεία της φωτιάς

4298. Pyrologist, Pyrology – πυρολόγος, πυρολογία, επιστήμη επιδράσεων της θερμότητας

4299. Pyrolucite – πυρ + λούω (πλένω), μαύρο και στιλπνό ορυκτό μαγγανίου

Ββ. Pyrolysis- αποσύνθεση υλικών σε πολύ υψηλές θερμοκρασίες

4300. Pyromagnetic – αφορών μαγνήτη υπό συνθήκες θέρμανσης

4301. Pyromancy – πυρομαντεία

4302. Pyromania – πυρομανία, πυρομανής

4303. Pyrometer, Pyrometrical, Pyrometry – πυρ + μετρώ, πυρομετρία, μέτρηση έκτασης και έντασης της φωτιάς

4304. Pyromorphosis, Pyromorphous – πυρ + μορφή, πυρόμορφος, μεταβολή των βράχων μέσω της επαφής με λάβα

4305.  Pyrope – πυρ + ωψ, λαμπρός και γυαλιστερός γρανάτης εκ Βοημίας

4306. Pyrophane, Pyrophanous – πυροφανής, πυροφάνεια, διαφάνεια λόγω θερμότητας, είδος οπαλίου που γίνεται διαφανές λόγω θερμότητας (και όχι πυροφάνι- ψάρεμα- αυτή η έννοια υπάρχει μόνο στα νεοελληνικά)

 4307. Pyrophorous, Pyrophorus, Pyrphorus – πυροφόρος, πυρφόρος

Βγ. Pyrophosphoric– συμπύκνωση δύο μορίων οξειδίου του φωσφόρου

Βδ. Pyrophytes– φυτά προσαρμοσμένα και ανθεκτικά στο πυρ

4308. Pyroscope – πυρ + σκοπώ, όργανο για μέτρηση θερμής ή και ψυχρής ακτινοβολίας

Βε. Pyrosphere– πυρόσφαιρα, υποτιθέμενη σφαίρα λιωμένου μάγματος στο κέντρο της Γης 

4309. Pyrosis – πύρωσις, καούρα στο στομάχι, ερυγή, αναρρόφηση όξινων ή άγευστων υγρών

Βστ. Pyrosome–χιτωνόζωο που αποτελείται από πολλά επιμέρους σώματα, αποικιακός οργανισμός

4310. Pyrotechnic, Pyrotechnics, Pyrotechnist, Pyrotechny – πυροτεχνία, πυροτεχνουργός

4311. Pyroxene, Pyroxenic – πυρ + ξένος, είδος αυγίτη ή πυρόλιθου

4312. Pyroxyle, Pyroxylic, Pyroxylin – πυρ + ξύλον, βαμβακοπυρίτιδα

4313. Pyrrhic- πύρρειος (νίκη που δεν άξιζε τον κόπο), πυρρίχιος χορός

Βζ. Pyrrhocoris-πυρρός + κόρις (κοριός), πασχαλίτσα

4314. Pyrrhonism, Pyrrhonist -εκ του Πύρρωνος, του ιδρυτή της Σκεπτικής Σχολής που κήρυττε την αμφιβολία 

4315. Pyrrhotite – πυρρός (κόκκινος), μαγνητικός πυρίτης

4316. Pythagorean, Pythagorism – πυθαγόρειος, θεωρία του Πυθαγόρα περί μονάδος, δυάδος κ.λπ.

4317. Pythiad – Πυθία, περίοδος μεταξύ δύο Πύθειων αγώνων

4318. Pythian – αφορών τους ιερείς και τις ιέρειες του ναού του Απόλλωνα στους Δελφούς

4319. Pythogenic – πύθω, κάνω κάτι σάπιο, γεννώμενος από σεπηδόνα, σαπίλα

4320. Python – πύθων, το ερπετό

4321. Pythoness – η ιέρεια των Δελφών που μασουλούσε δάφνες γιοα να προφητεύει «ήξεις αφήξεις ουκ εν πολέμω θνήξεις», «Κροίσος Άλυν διαβάς μεγάλην αρχήν καταλύσει».

4322. Pythonic, Pythonism – Πυθία, αφορών προφητείες και το μαντείο των Δελφών

Βη. Pyuria – πυουρία

4323. Pyx, Pyxidium – πυξίς, μικρό κιβώτιο εκ πύξου (θάμνου), κουτί όπου φυλάσσεται η όστια στην Καθολική εκκλησία

4324. Pyxis – πυξίς, πυξίδα, μαγνητική βελόνα που δείχνει το Βορρά

                       Q

4325. Quadragenarian, Quadragenarious – Quadro + γένος, ο έχων ηλικία μεταξύ 40 και 50

4327. Quadrabasic – quadro (τέσσερα) + βάση, χημική ένωση, όπου ένα οξύ αντιστοιχεί σε τέσσερις βάσεις

4328. Quadriga –quadro + ζυγός, ζευγνύω, τέθριππο

4329. Quadrijugate – quadro + ζυγός, ζευγνύω, πτεροειδές φυτό με τέσσερα ζευγάρια φύλλων

4330. Quadriphyllous – quadro + φύλλον, τετράφυλλος

4331. Quadrisyllabic, Quadrisyllable – quadro + συλλαβή, τετρασύλλαβος

4332. Quadrivalvular – quadro + βαλβίς, τετραβάλβιδος

4333. Quadruped, Quadrupedal – quanto + πους, τετράποδος, τετράποδον, όπως ήταν κατά τον Πλάτωνα οι άνθρωποι πριν χωριστούν σε άνδρες και γυναίκες

4334. Quadruple, Quadruplex, Quadruplicate, Quadruplication – Quadro + διπλός, τετράπτυχος, η ιστορική συμμαχία μεταξύ Αγγλίας, Γαλλίας, Ολλανδίας, Αυστρίας

4335. Quartziferous – quartz + φέρω, ο φέρων χαλαζία

4336. Quercitrin, Quercitron- quercus (δρυς) + κίτρον (εκ του «κέδρος», βαφή από φλοιό βελανιδιάς

Βθ. Quinceκυδώνιον, οπώρα της Κυδωνίας

4337. Quindecagon – quinque (πέντε) + δέκα+ γωνία, επίπεδο με δέκα γωνίες

4338. Quinquevalvular –quinque (πέντε) + βαλβίς, φυτό που έχει πέντε βαλβίδες ως περικάρπιο

Βι. Quinsy – κύων + άγχω, κυνάγχη, φλεγμονή του λαιμού!

                    R

4339. Rabdology, Rabdomancy – ραβδολογία, ραβδομαντεία

Βια. Rachialgia– ραχιαλγία

4340. Rachis, Rachitic, Rachitis, Rachitism – ράχις, ραχίτις, σπονδυλική στήλη

4341. Radicivorous –radix (ρίζα) + βορά, ριζοφάγος

Βιβ. Radiesthesia – radius(ακτίνα) + αίσθησις, φυσική ικανότητα ανίχνευσης ραδιενέργειας

Βιγ. Radioastronomy– ραδιοαστρονομία

Βιδ. Radiobiology– ραδιοβιολογία, επίδραση ιοντικής ακτινοβολίας στους ζωντανούς οργανισμούς

Βιε. Radiochemistry– χημεία ραδιενεργών ισοτόπων

Βιστ. Radiodermatitis – πρόκληση βλαβών στο δέρμα από ραδιενέργεια

Βιζ. Radiodiagnosis– απεικόνιση οργάνων του σώματος με ακτίνες Χ και διάγνωση ασθενειών

Βιη. Radioelectric – ραδιοηλεκτρικός

Βιθ. Radiogalaxy – ραδιενεργόςγαλαξίας

4342. Radiogoniometer – radius (ακτίνα) + γωνία + μετρώ, ραδιογωνιόμετρο

Βκ. Radiogenic – radius (ακτίνα) + γένος, παραγόμενος από ραδιενέργεια

4343. Radiogram – radius (ακτίνα) + γράμμα, συσκευή που συνδυάζει ραδιόφωνο και γραμμόφωνο, γραπτό μήνυμα μεταδιδόμενο μέσω ασυρμάτου

4344. Radiograph, Radiography – radius (ακτίνα) + γράφω, ακτινογράφος, συσκευή καταγραφής και μελέτης ηλιακών ακτίνων, συσκευή φωτογράφισης ακτίνων Χ

Βκα. Radioisotopes – ραδιοϊσότοπα

4345. Radiology – radius (ακτίνα) + λόγος, μελέτη ακτινοβολιών και ραδιενέργειας

Βκβ. Radiolysis – radius (ακτίνα) + λύσις, αποσύνθεσηυλικού δια ιοντικής ακτινοβολίας

Βκγ. Radiometallography– μελέτη μετάλλων μέσω ακτίνων Χ

4346. Radiometer, Radiometric, Radiometry – radius (ακτίνα) + μετρώ, μέτρηση ακτινοβολιών και ραδιενέργειας

Βκδ. Radionecrosis– νέκρωσις ιστών συνεπεία θεραπείας με ακτινοβολία

Βκε. Radiophare– ραδιοτηλεγραφικός σταθμός για πλοία

4347. Radiophone – radius (ακτίνα) + φωνή, ραδιόφωνο

4348. Radioscope, Radioscopy – radius (ακτίνα) + σκοπώ, όργανο εξακρίβωσης ακτινοβολιών πάνω σε φυσικά σώματα

4349. Radiotelegram, Radiotelegraphy – radius (ακτίνα) + τηλεγράφημα, τηλεγραφώ, ραδιοτηλεγράφημα

Βκστ. Radiotelephonic, Radiotelephony – τηλεφωνικήεπικοινωνίαμέσωραδιοφώνου

Βκζ. Radiotelescope–ραδιοτηλεσκόπιον

4350. Radiotherapeutic, Radiotherapy – radius (ακτίνα) + θεραπεία, θεραπεία δι’ ακτίνων

4351. Raphe – ραφή που ενώνει τον πυρήνα με τη βάση του ωαρίου

4352. Raphides – ραφίς (βελόνη), μικροσκοπικά διαφανή κρύσταλλα στους ιστούς φυτών

Βκη. Rapid, Rapidity, Rapidly, Rapidness – ερέπτομαι (κατατρώγω), αρπάζω, σύντομος, ξαφνικός

Βκθ. Rapt. Raptor, Raptores, Raptorial, Raptorious, Rapture, Raptured, Rapturist, Rapturous, Rpaturously –  ερέπτομαι (κατατρώγω), αρπάζω, άρπαγας

Βλ. Rase, Raze – ραίω, καταστρέφω, ισοπεδώνω

Βλα. Rat – εκ του «ρίνη» ή ρίνισμα, ξέσμα, ξέστρο, τρωκτικό, αρουραίος

Βλβ. React, Reactance, Reaction, Reactionary (αντιδραστικόςστονκομμουνισμό), Reactionist, Reactive, Reactively, Reactiveness, Reactivity, Reactor – re (δηλωτικόανάνηψης) + άγω, αντιδρώ, αντίδρασις

4353. Rebaptize – re (δηλωτικόνεπανάληψης) + βαπτίζω

Βλγ. Recall, Recallable – re (δηλωτικόνεπανάληψης) + καλώ

Βλδ. Recent, Recently, Recentness–re (δηλωτικόνανάνηψης) + καινός, πρόσφατος

4354. Rechristen – re (δηλωτικόν επανάληψης) + χρίω, χριστός, επαναβαπτίζω

4355. Reclinate, Reclination, Recline – κλίσις, κλίνω

4356. Reclose – re (δηλωτικόν επανάληψης) + κλείω

4357. Reclothe – re (δηλωτικόν επανάληψης) + κλώθω

4358. Recluse, Reclusion, Reclusive, Reclusory – re (δηλωτικόν επανάληψης) + κλείω, εγκλείομαι

4359. Recognition, Recognitor, Recognitory, Recognizable, Recognizance, Recognizant, Recognization, Recognize, Recognizee, Recognizor – re (δηλωτικόν ανάνηψης) + γιγνώσκω, γνώσις, αναγνωρίζω, διαπιστώνω

4360. Recoin- re (δηλωτικόν επανάληψης) + cuneus, κώνος, νομισματοκοπώ αύθις

4361. Recollect, Recollectable, Recollection, Recollectiveκ.λπ.  – re (δηλωτικόνεπανάληψης) + con + λέγω, συλλέγω

4363. Recompact – re + con + πήγνυμι, συμπηγνύωεκνέου

4364. Recompile – re + con + πίλος, συμπιεσμένο μαλλί

4365. Reconjoin –  re + con + Ζευς, ζευγνύω, ζυγός

4366. Reconstitute, Reconstitution- re + con + ίστημι, ίσταμαι

4367. Recrystallization – re + κρύσταλλος, επανακρυστάλλωση

Βλε. Rectifiable, Rectified, Rectifier, Rectify – πιθανόταταόχιεκτουπρ. Ινδ. Ευρ. “reg”, που σημαίνει ανορθώ, διορθώνω, αλλά σχετιζόμενα με το «ρεκτήρ» ή «ρέκτης» (δραστήριος, εργαζόμενος) 

4368. Recumb, Recumbance, Recumbency, Recumbent, Recumbently – re + ακουμβώ, αναπαύομαικατακλινόμενος. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν έχει καμία εννοιολογική σχέση με το , “cumber”, “cumbersome” (εμποδίζω)

4369. Redifferentiation –  re + διαφορά

4370. Reduplicate, Reduplication, Reduplicative – re + διπλός, διπλόω- διπλώ

4371. Reelection, Reeligibility, Reeligible – re (δηλωτικόνεπανάληψης) + εκλέγω, επανεκλογή

4372. Refuge, Refugee, Refugeeism- re + φεύγω, φυγή, πρόσφυγας

4373. Regeneracy, Regenerate, Regenerateness, Regeneration, Regenerative, Regenerator, Regeneratory – re (δηλωτικόνεπανάληψης) + γεννώ, αναγεννώ

Βλστ. Reign, Reigning – ορέγω, εκτείνωτηνεξουσίαμου, ισάζω, βασιλεύω

Βλζ. Reject, Rejectable, Rejectamenta, Rejecter, Rejection, Rejective, Rejectment, Rejector- re(επιτατικό) + ίημι, απορρίπτω, απόρριψη

4374. Rejoin, Rejoinder, Rejoint, Rejointing – re (δηλωτικόνεπανάληψης) + Ζευς, ζευγνύω, ζυγός

4375. Remain, Remainder, Remaindership, Remains – re (δηλωτικόνεπανάληψης) + μένω, παραμένω

4376. Remasticate, Remastication – re (δηλωτικόνεπανάληψης) + μασάομαι, μασώ, μαστιχάω- ώ, τρίζωταδόντιαμου

4377. Remediable, Remediableness, Remediably, Remedial, Remedially, Remedilless, Remedy – re (δηλωτικόανάνηψης) + πρ. ινδ. Ευρ. medyo, μεσότης, μέσονπροςθεραπεία, φάρμακο

4378. Remember, Rememberable, Rememberer, Remembrance, Remembrancer- re (δηλωτικόανάνηψης, επανάληψης) + μέρμερος (ανήσυχος), μέριμνα, μνήμη

4379. Remind, Reminder, Remindful – σχέση με μήτις (φρην), μήδεα (φρόνησις, συμβουλή), μέδω (προστατεύω)

4380. Reminisce, Reminiscence, Reminiscent, Reminiscential – re (δηλωτικό ανάνηψης, επανάληψης) + μέρμερος (ανήσυχος), μέριμνα, μνήμη

4381. Remnant – re + μένω, απομεινάρι

4382. Remollient – re (δηλωτικό επανάληψης) + μαλακός, απαλύνω

Βλη. Remorse, Remorseful, Remorseless κ.λπ. – re + μάρπτω, αρπάζω, βλάπτω, συλλαμβάνω, κλείνω σε φάκα

4383. Remphan – ρέμβη + φαίνομαι, είδωλο και αντίστοιχος αστέρας λατρευόμενος από τους Εβραίους στην έρημο

4384. Renew, Renewability, Renewal, Renewed κ.λπ. – re (δηλωτικό επανάληψης) + νέος

4385. Renominate, Renomination- re (δηλωτικόεπανάληψης) + όνομα

4386. Renounce, Renouncement, Renouncer – re (δηλωτικό ανάνηψης) + κοινοποιούμενα νέα, συνέρχομαι και δηλώνω κάτι άλλο, παραιτούμαι

4387. Renown, Renowned, Renownedly, Renownless – re (δηλωτικό επανάληψης) + όνομα, διάσημος, διασημότητα

4388. Renuent – re (δηλωτικό ανάνηψης) + νεύω

4389. Renunciation, Renunciative, Renunciatory – re (δηλωτικό ανάνηψης + κοινοποιούμενα νέα, παραίτηση με αυτοθυσία

4390. Reorganisation, Reorganize – re (δηλωτικό επανάληψης) + οργάνωση, επανοργάνωση

4391. – Repair, Repairable, Repairer, Repairment, Reparable, Reparable, Reparably, Reparation, Reparative, Reparatory – re (δηλωτικόανάνηψης) + καικατάταάλλααπότηνίδιαινδ. Ευρ. ρίζα “pare“ ή “pere” με το «παράγω»

4392. Repatriate, Repatriation – re (δηλωτικό επανάληψης) + πατρίς, επαναπατρίζω

4393. Repel, Repellency, Repellent, Repeller – re (δηλωτικό ανάνηψης) + πέλω (κινούμαι, χτυπώ, συμβαίνω), παλμός, πελταστής, απωθώ

4394. Replace, Replaceable, Replacement, Replacer – re (δηλωτικόεπανάληψης) + πλατεία, αντικαθιστώ

4395.  Replait – re (δηλωτικό επανάληψης) + πλέκω, διπλώνω

4396. Replenish, Replenisher, Replenishment, Replete, Repleteness, Repletion- re (δηλωτικόεπανάληψης) + πληρόω- ώ, πλήρης, ξαναγεμίζω

4397. Replica, Replicate, Replication, Replicator – re (δηλωτικό επανάληψης) + πλέκω, αντιγράφω κάτι είτε με τρισδιάστατο εκτυπωτή είτε με ακόμη πιο εξελιγμένη τεχνική, που διατηρεί στο ακέραιο την ουσία των προϊόντων (Star Trek)

4398. Replier, Reply κ.λπ. – re (δηλωτικό ανάνηψης) + πλέκω, απαντώ

4399. Repress, Represser, Repressible, Repression, Repressive, Repressively – re (δηλωτικόεπανάληψης) + προίστημι, πιέζωδιαπροεξοχής, καταπιέζω

4400. Reprimer – re (δηλωτικό επανάληψης) + πρώτος, πρωταρχικός, συσκευή με καψούλι και φυσιγγιοθήκη που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για δεύτερη φορά

4401. Reprint- re (δηλωτικό επανάληψης) + print, press και αυτό εκ του προίστημι, πιέζω δια προεξοχής, συμπιέζω, επανατυπώνω

4402. Reprisal, Reprise – re (δηλωτικό επανάληψης) + επαίρω, παίρνω

4403. Repugn, Repugnance, Repugnancy, Repugnant, Repugnantly – re (δηλωτικό ανάνηψης) + πυγμή, ανθίσταμαι

4404. Repullulate, Repullulation – re (δηλωτικό ανάνηψης) + παύλος, ολίγιστος, γονιμοποιώ αύθις δια γύρης

4405. Repulse, Repulseless, Repulser, Repulsion, Repulsive, Repulsively, Repulsiveness, Repulsory –  re (δηλωτικό ανάνηψης) + πέλω (κινούμαι, χτυπώ, συμβαίνω), παλμός, πελταστής

Βλθ.Reremouse – reer (κινούμαι, σκιρτώ) + μυς, είδος φανταστικού στοιχειωμένου ποντικού ή νυχτερίδας

4406. Rescind, Rescission, Rescissory – re (δηλωτικόαναδρομής) + πρ. ινδ. Ευρ. Sker, σχίζω, ακυρώνω και μάλιστα αναδρομικά

4407. Rescore – re (δηλωτικό επανάληψης) + πρ. ινδ. Ευρ. Sker, σχίζω, ξανασκοράρω

4408. Resin, Resinaceous, Resiniferous, Resinification, Resiniform, Resinify, Resino -electric, Resinol (ρητίνη + έλαιον), Resinous, Resinously, Resinousness, Resiny – ρητίνη

4409. Resist, Resistance, Resistant, Resister, Resistibility, Resistible, Resistibleness, Resistibly, Resistive, Resistless, Resistlessly, Resistlessness, Resistor – re (δηλωτικόανάνηψης) + ίστημι, ίσταμαι, αντιστέκομαι

Βμ. Resplendence, Resplendency, Resplendent, Resplendently – πρ. Ευρ. “splnd“ με μη σταθερή σειρά (μπορεί να είναι και “slpnd”), σχέση με «στίλβω», «στιλπνός»

4410. Respond, Respondence, Respondent, Respondentia, Response, Responsibility, Responsible, Responsibleness, Responsibly, Responsions, Responsive, Responsively, Responsiveness, Responsory – re (δηλωτικόανάνηψης) + σπένδω (κερνώποτό), σπονδή, απαντώ

Βμα. Restant – re (δηλωτικό επανάληψης) + ίστημι, ίσταμαι, παραμένω

Βμβ. Restate, Restatement – re (δηλωτικό επανάληψης) + ίστημι, ίσταμαι, ορθία στάση ομιλητή, δηλώνω, δήλωση, επαναδηλώνω, επαναδήλωση

Βμγ. Restaur, Restaurant, Restaurateur, Restauration – re (δηλωτικό ανάνηψης) + ίστημι, ίσταμαι, στανιάρω, μέσω του λατινικού “restauro” επανατοποθετώ, επαναποθηκεύω, εστιώμαι, εστιάτορας, εστιατόριο

Βμδ. Restitution, Restitutive, Restitutor – re (δηλωτικό ανάνηψης) + ίστημι, ίσταμαι, αποκαθίσταμαι 

Βμε. Restorable, Restorableness, Restoration (Παλινόρθωσις των Βουρβώνων στη Γαλλία), Restorationism, Restorationist, Restorative, Restoratively, Restore, Restorer – re (δηλωτικό ανάνηψης) + ίστημι, ίσταμαι, μέσω του λατινικού “restauro” επανατοποθετώ, επαναποθηκεύω

Βμστ. Restrain, Restrainable, Restrainedly, Restrainer, Restraining, Restraint – re (δηλωτικό ανάνηψης, αγρύπνιας) + στραγγεύω, σφίγγω, τεντώνω βίαια με κίνδυνο θραύσης ή θλάσης, περιορίζω, έχω υπό τον έλεγχό μου, υπό τα δεσμά

Βμζ. Restrict, Restrictedly, Restriction, Restrictionist, Restrictive, Restrictively –  re (δηλωτικό ανάνηψης, αγρύπνιας) + στραγγεύω, σφίγγω, τεντώνω βίαια με κίνδυνο θραύσης ή θλάσης, περιορίζω, έχω υπό τον έλεγχό μου, υπό τα δεσμά

4411. Retail, Retailer –re + τάλις (η), κόρη σε ηλικία γάμου, εμπόρευμα, λιανεμπόριο

4412. Retain, Retainable, Retaining – re (δηλωτικό ανάνηψης, αγρύπνιας) + τείνω, έχω στην κατοχή μου

4413. Retaliate, Retaliation, Retaliative, Retaliator, Retaliatory – re (δηλωτικόανάνηψης) + τέλος, ξεπληρώνω

4414. Retention, Retentive, Retentively, Retentiveness, Retentor – re (δηλωτικόανάνηψης) + τείνω, κρατώ, συγκρατώ

4415. Reticence, Reticency, Reticent

4416. Retinoid – ρητινοειδής

4417. Retinol – ρητινέλαιον

4418. Retrim, Retriment – re (δηλωτικόεπανάληψης, συνήθουςκατάληξης) + τρίβω, τριβή

4419. Retropulsion, Retropulsive – retro (προςταπίσω) + πέλω (κινούμαι, χτυπώ, συμβαίνω), παλμός, πελταστής

4420. Revel, Revelation, Revelational, Reveller, Revelry – ρέμβη, ρέμβομαι

4421. Reversal, Reverse, Reversed, Reverseless, Reversebility, Reversion, Reversionary κ.λπ. – re (δηλωτικόανάνηψης) + βέλτερον, βέλτιον, βελτιώνω (μετάπτωσητουλάμδασερο), αλλάζωτηνπορείατωνγεγονότωνπροςτοκαλύτεροήτοχειρότερο

4422. Revert, Reverter, Revertible – re (δηλωτικόανάνηψης) + βέλτερον, βέλτιον, βελτιώνω, αντιστρέφω, αποδίδω

Βμη. Revolt, Revolter, Revolting, Revoltingly – re (δηλωτικόανάνηψης) + βέλτερον, βέλτιον, βελτιώνω, εξεγείρομαι, επαναστατώ

Βμθ. Revoluble, Revolute, Revolution, Revolutionary, Revolutionist, Revolutionize – re (δηλωτικόανάνηψης) + βέλτερον, βέλτιον, βελτιώνω, εξεγείρομαι, επαναστατώ

Βν. Revolve, Revolvency, Revolver (περίστροφο), Revolving – re (δηλωτικόεπανάληψης) + βέλτιον, βέλτερον, βέρτερον, βελτιώνω, παραλλάσσω, περιστρέφομαι

4423. Rhabdoidal, Rhabdology, Rhabdomancy, Rabdomyolysis(σφίξιμομυώναλόγου) – ράβδος, ραβδοειδής, ραβδολογία, ραβδομαντεία

4424. Rhadamanthine – Ραδάμανθυς, ένας εκ των τριών δικαστών του Άδη, αυστηρός

4425. Rhapsodic, Rhapsodical, Rhapsodist, Rhapsodize, Rhapsody – ραψωδία

4426. Rhea – Ρέα, είδος άπτερων πτηνών που περιλαμβάνει τρεις αμερικανικές στρουθοκαμήλους

Βνα. Rheobase- ροή + βάσις, μέτρηση ή κατώφλι της διεγερσιμότητας μεμβράνης

4427. Rheochord – ρέω, ροή + χορδή, σύρμα για μέτρηση αντίστασης ή μείωση δύναμης ηλεκτρικού ρεύματος

Βνβ. Rheologist, Rheology, Rheometry – ρέω + λόγος, μέτρησηρευστότηταςυλικών (υγρώνήαερίων)

4428. Rheometer, Rheometry – ρέω, ροή + μετρώ, μέτρηση τάσης ηλεκτρικού ρεύματος

 4429. Rheomotor  – ρέω, ροή + motor (κινητήρας), κινητήρας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας

Βνγ. Rheophile – ρέω + φίλος, ζώοπου διάγει τον βίο του σε ρεύμα ποταμού

4430. Rheophore – ρέω, ροή + φέρω, συνδετικό ηλεκτροφόρο σύρμα

4431. Rheoscope – ρέω, ροή + σκοπώ, όργανο για ανίχνευση και μέτρηση πίεσης ηλεκτρισμού

4432. Rheostat – ρέω, ροή + ίστημι, ίσταμαι, ρεοστάτης

Βνδ. Rheotaxis– ρέω + τάξις, στροφή κατά μέτωπον και αντίσταση κόντρα στη ροή του ρεύματος

4433. Rheotome – ρέω, ροή + τομή, όργανο για ελεγχόμενη διακοπή ηλεκτρικής ενέργειας

4434. Rheotrope – ρέω, ροή + τρόπος, όργανο για μεταβολή φοράς ηλεκτρικού ρεύματος

4435. Rhesus – Ρήσος, βασιλιάς της Θράκης και ομώνυμος ποταμός, ρέζους θετικό ή αρνητικό ως χαρακτηρισμός αίματος

4436. Rhetoric, Rhetorical, Rhetorically, Rhetorician, Rhetorize – ρήτωρ, ρητορική

4437. Rheum – ρέω, ρεύμα, καταρροή από μύτη ή οφθαλμούς

4438. Rheumatic, Rheumatically, Rheumaticky, Rheumatism, Rheumatoid, Rheumy, Rheumatology- ροή, ρεύμα, ρευματισμοί

Βνε. Rhexis – ρήξις (ιδίωςοφθαλμών)

4439. Rhinaesthesia – ρις + αίσθησις, αίσθηση οσμής

4440. Rhinal- ρινικός

4441. Rhinanthus – ρίνανθος, είδος φυτού

4442. Rhine- είδος ποιοτικής ρωσικής κάνναβης, εισπνεόμενης δια της ρινός

4444. Rhinencephalic – ρινεγκεφαλικός

Βνστ. Rhinitis– ρινίτις

4445. Rhino, Rhinoceros, Rhinocerotic – ρινόκερος

4446. Rhinolith – ρινόλιθος, πέτρα στη ρινική κοιλότητα

4447. Rhinology – ρινολογία

Βνζ. Rhinopharyngitis– ρινοφαρυγγίτις

4448. Rhinoplastic, Rhinoplasty – ρινοπλασία

4449. Rhinoscope, Rhinoscopy – ρινοσκοπώ, ρινοσκοπία

4450. Rhizic, Rhizogen (ριζογενές παράσιτο), Rhizoid, Rhizomania – ρίζα + γεννώ, ριζομανία

Βνη. Rhizobium– ρίζα + βίος, βακτήρια που μετατρέπουν το άζωτο σε αμμωνία

Βνθ. Rhizocarp, Rhizocarpon – φυτόμεσαρκώδηβλαστόήρίζα, λειχήναπου ζει ανάμεσα σε βράχους

4451. Rhizoma, Rhizome – ρίζωμα, ένα από τα τέσσερα ριζώματα του Εμπεδοκλέους

4452. Rhizomatose – ριζωματικός έρπων βλαστός

4453. Rhizophagous – ριζοφάγος

4454. Rhizophorous – ριζοφόρος

4455. Rhizopod – ρίζα + πους, ριζόποδο πρωτόζωο

Βξ. Rhizosphere – λεπτή κρούστα ή υπόστρωμα της γης, όπου βιώνουν και εκκρίνουν οι ρίζες

Βξα. Rhizotomy – χειρουργική νευρικών ριζών της σπονδυλικής στήλης

Βξβ. Rhizostoma – ρίζα + στόμα, μέδουσα

4456. Rhodanic – ρόδον (τριαντάφυλλο)

4457. Rhodian – προερχόμενος εκ Ρόδου

4458. Rhodium – ρόδιος, ρόδινος, μέταλλο

4459. Rhodium –αρωματισμένο ξύλο των Καναρίων Νήσων

4460. Rhododendron – ρόδον + δένδρον, ροδόδενδρον

4461. Rhodonite – ροδονίτης, είδος μαγγανίου

4462. Rhomb, Rhombic, Rhomboid, Rhomboidal, Rhombus – ρόμβος

4463. Rhombohedral, Rhombohedron – ρόμβος + έδρα, στερεό σώμα με έξι ρομβικά επίπεδα

4464. Rhonchus – ρόγχος

Βξγ.Rhotacism– ρωτακισμός

4465. Rhuburb, Rhuburby – ροίον (ραβέντι) + βάρβαρον, το αντίστοιχο φυτό

4466. Rhyme, Rhymeless, Rhymer, Rhymester, Rhymist – ρυθμός, ομοιοκαταληξία

4467. Ryncho – ρύγχος, αυτός που φέρει ρύγχος

4468. Rhyncholite-  ρύγχος + λίθος, απολιθωμένο ρύγχος πτηνού

4469. Rhynchophora – ρύγχος + φέρω, υποκατηγορία κολεοπτέρων, που περιλαμβάνει τους ρυγχοκάνθαρους

4470. Rhynchops – ρύγχος + ωψ, γλαρόνι

4471. Rhyolite – ρέω, ροή + λίθος, λίθος παραγόμενος από ρέον μάγμα

4472. Rhythmic, Rhythmical, Rhythmically – ρυθμός, ρυθμικός

Βξδ. Rhytidome – ρυτίδωμα, εξωτερικός ζαρωμένος φλοιός κορμού

Βξε. Rhyton – ρυτόν, κωνικόδοχείουγρών

Βξστ. Rice και αμέτρητα παράγωγα – η σχέση με ην «όρυζα» δεν μπορεί να παραγνωρισθεί

4473. Rinse, Rinser – recincier, recentare, recens, re (δηλωτικόνανάνηψης) + καινός, πρόσφατος, καθαρίζω

4474. Ripidolite – ριπίς (ανεμιστήρας, φυσερό) + λίθος, πυριτικό άλας αλουμινίου, μαγνησίου και μονοξειδίου του σιδήρου

4475. Roam, Roamer, Roaming –  ρώμη, πάω για προσκύνημα στη Ρώμη, περιπλανιέμαι

4476. Rodent, Rodentia – ρίνη, ρίνισμα, ξέστρο, τρωκτικό

4477. Romaic, Roman, Rome – ρώμη (δύναμη), Ρώμη

4478. Romance, Romancer, Romantist – ρώμη, Ρώμη, έπος, ιπποτικόήερωτικόμυθιστόρημα

4479. Romanic, Romanism, Romanist, Romanistic, Romanistically – ρώμη, ρομανικός, αφορώντηνΡωμαιοκαθολικήεκκλησία

4480. Romanization, Romanize, Romanizer – ρώμη, Ρώμη, καθιστώκάποιονΡωμαίο

4481. Romantic, Romantically, Romanticism, Romanticist, Romanticize. Romanticness – ρώμη, Ρώμη, ιπποτικός, ρομαντικός, ρομαντισμός

4482. Rome, Romewards, Romish – ρώμη, Ρώμη, ρωμαϊκός, ρωμαιοκαθολικός

4483. Rosace, Rosaceous, Rosaniline, Rosary (ροδόκηπος, κομπολόικαταρχάςίσωςαπόρόδα) – ρόδον, τριαντάφυλλο

4484. Rose ως πρώτο συνθετικό αμέτρητων λέξεων – ρόδον

Βξζ. Rostral, Rostrate, Rostriform, Rostroid, Rostrum – εκ του «ρίνη», ρίνισμα, ξέστρο που αποσπάται από το ρύγχος εντόμου

4485. Rosulate, Rosy – ρόδον

4486. Rove, Rover, Roving, Rovingly, Rovingness –ρέμβη, ρέμβομαι, περιπλανιέμαι

4487. Rural, Ruralist, Rurality, Ruralize, Rurally, Ruralness -άρουρα, γη

4488. Ruridecanal – άρουρα + διάκονος, κληρικός που εποπτεύει περιοχή ή ενορία

4489. Russia, Russian, Russianization, Russianize, Russification (ρωσοποίηση), Russify – Ρως (βυζαντινάελληνικά)

4490. Russophil, Russophobia – ρωσόφιλος, ρωσοφιλία, ρωσοφοβία

4491. Rustic, Rustically, Rusticalness, Rusticate, Rustication, Rusticity – άρουρα, γη, επαρχία, εξοχή, ρουστίκ

4492. Ruthenium- Ρως, Ρωσία, μεταλλικό στοιχείο στην κατηγορία της πλατίνας

                                                  S

4493. Saccate – σάκκος, ενθυλακώνω

4494. Saccharic, Sacchariferous (φέρων ζάχαρη), Saccharify (ζαχαροποιώ), Saccharimeter (ζαχαρόμετρο), Saccharine, Saccharite, Sacchirize, Saccharoid, Saccharometer, Saccharometry, Saccharon, Saccharose, Saccharum – σάκχαρον, ζάχαρη

Βξη. Saccharomycetes– σακχαρομύκητες

4495. Sacciform, Saccular, Sacculate, Saccule (ασκός του αυτιού), Saccelum (τύμβος ή ιερό)  –σάκκος, θύλακας

4496. Sack – σάκκος

4497. Sackage – σάκκος, θυελλώδης αρπαγή, ενθυλάκωση

4498. Sackcloth – σάκκος + κλώθω, ύφασμα από το οποίο κλώθονται σάκκοι, μανδύας μετάνοιας

4499. Sacker (αυτός που τούς τυλίγει όλους), Sackful, Sacking, Sackless, Sacque – σάκκος

4500. Sal (αμμωνία, ποτάσα), Salad, Salading -άλας, σαλάτα

4501. Salacious, Salaciously, Salaciousness, Salacity – άλλομαι, άλμα, ζωηράδα

4502. Salamander, Salamandrine – σαλαμάνδρα

4503. Salaried, Salary – άλας, μισθός, αποδοχές

4504. Saleratus, sal aeratus  -άλας + αήρ, διαττανθρακικόκάλιο, ποτάσαήσόδα

4505. Salicilate, Salicylic- salix (ιτιά) + ύλη, σαλικυλικόοξύ

4506. Salience, Salient, Saliently-  άλλομαι, άλμα, ζωηράδα

4507. Saliferous (άλας + φέρω), Salifiable, Salification, Salify – άλας

4508. Salimeter – άλας + μετρώ, αλατόμετρο

4509. Salina, Salination, Saline, Salineness, Saliniferous (φέρωνάλμη), Salinity, Salinometer – άλας, άλμη

4510. Salmon, Salmonoid – άλλομαι, άλμα, ζωηράδα, σολωμός

Salpingitis, Salpingography (σαλπιγγογραφία) – μόλυνσητωνσαλπίγγων

4511. Salt, Salter, Saltern (αλυκή), Salting, Saltless (άναλος), Saltness καιάπειραπαράγωγα– άλας, αλς

4512. Saltant, Saltarello, Saltation, Saltatorius, Saltatory – άλλομαι, άλμα, πηδώ

4513. Saltigrada, Saltigrade – άλμα + gradior (περπατώ), οκινούμενοςμεάλματα. Για τους μύστες του Star Trek υπάρχει ο Tardigrade, είδος βραδύποδος που κινείται κατά μήκος των νημάτων υποδιαστήματος

4514. Saltish, Saltishly, Saltishness – άλας, ελαφρώς αλατισμένος

4515. Salpetre, Salpetrous – άλας + πέτρα, νιτρικό κάλιο

Βξθ. Saltpit – λάκκος απ’ όπου αποκτάται αλάτι

4516. Salt – rheum – άλας + ροή, έκζεμα του δέρματος

Βο. Sambuca – σαμβύκη, άρπα

4517. Samian – αφορών τη Σάμο

4518. Sand και άπειρα παράγωγα – ψάμμος μετά από αφαίρεση του πι, άρα «σαμ» κ.λπ.

4519. Sandal, Sandalled, Sandalwood – σάνδαλον

Βοα. Sandarac – σανδαράκη, ρητινώδηςουσίακωνοφόρου δένδρου

4520. Santal, Santalaceous, Santaline – σάνδαλον

4521. Sap, Sapless και αμέτρητα παράγωγα – sapor, οπός, χυμός

4522. Sapid, Sapidity, Sapidness –sophos, σοφός με αφαίρεση του “h”, συνειδητοποιημένος, γευστικός

4523. Sapience, Sapient, Sapiental, Sapiently – sophos, σοφός με αφαίρεση του “h”, συνειδητοποιημένος

4524. Sapor, Saporific, Saporicity, Saporous, Sapper – sapor, οπός, χυμός 4525. Sapphic – αναφερόμενοςστηΣαπφώ

4526. Sapphire, Sapphirine – σάπφειρος

4527. Sappiness, Sappy – sapor, οπός, χυμός

4528. Saprogenic – παραγόμενος από σήψη, σαπίλα

4529. Saprophagan – σαπροφάγος

4530. Saprophyte – σαπρόφυτον

4531. Sapwood – οπός, εξωτερικός φλοιός δένδρου, που δημιουργήθηκε από επίστρωση ρητινωδών χυμών

4532. Sarcasm, Sarcastic, Sarcastically – σαρκάζω, σαρκασμός, ωμό αδυσώπητο χιούμορ

4533. Sarcina, Sarcine – σαρκώδες μανιτάρι, σαρκώδης ιστός

4534. Sarcocarp – το σαρκώδες τμήμα μερικών καρπών

4535. Sarcocele – σαρξ + κήλη, σαρκώδης όγκος ενός όρχεως

4536. Sarcocol – σαρξ + κόλα, κολλώδης ρητίνη από αραβικά δένδρα, χρησιμοποιούμενη ως αντισηπτικό

4537. Sarcode, Sarcodic, Sarcoid – σαρκώδης, πρωτοπλασμικός

Βοβ. Sarcogyps – σαρξ + γυψ, κοκκινοκέφαλοςγύπας

4538. Sarcolemma – σαρξ + λήμμα, μεμβράνη που περιβάλλει τον μυώδη ιστό

4539. Sarcoline, Sarcolite – σαρξ + λίθος, μέταλλο με ροζ, σάρκινο χρώμα

4540. Sarcological, Sarcology – σαρκολογία

4541. Sarcoma, Sarcosis – σάρκωμα, κακοήθης όγκος

Βογ. Sarcomere – σαρκομερές, η μικρότερη λειτουργική μονάδα ραβδωτού μυός

4542. Sarcophagous, Sarcophagy  – σαρκοφάγος, ο τρεφόμενος με κρέας, σαρκοφαγία 

4543. Sarcophagus – σαρκοφάγος, φέρετρο (στην αρχή νομιζόταν ότι οι πέτρες της σαρκοφάγου έτρωγαν το κρέας του νεκρού)

Βοδ. Sarcoplasm, Sarcoplasmic – σαρκόπλασμα, κυτόπλασματουμυός

Βοε. Sarcopterygii – σαρξ + πτέρυξ, ακτονοπτερύγια (βλ. λέξη) πουαντί για πτερύγιο έχουν σαρκικό λοβό

Βοστ. Sarcoptic –  σαρκοπτικήψώρα

Βοζ. Sarcoramphus– βασιλικός αετός

4544. Sarcotic – σαρκωτικός, παράγων κρέας, δίαιτα πάχυνσης

4545.Sarcophylla _ σαρκώδη φύλλα

4546. Sard, Sardius – σάρδιον, πολύτιμος λίθος προερχόμενος από τις Σάρδεις με ερυθρή απόχρωση

4547. Sardachate  – σάρδιον που περιέχει στρώματα αχάτη

4548. Sardine – ψάρι που αφθονούσε γύρω από τη νήσο Σαρδώ (Σαρδηνία), σαρδέλα

4549. Sardinia, Sardinian – Σαρδηνία, Σαρδώ

4550. Sardonic – σαρδόνιος, χαμόγελο που εκφράζει ειρωνεία και περιφρόνηση, χαμόγελο εκ συσπάσεων από κατανάλωση αφεψήματος φύλλων στο νησί Σαρδώ

4551. Sardonyx – σαρδόνυξ, πολύτιμος λίθος

4552.  Sargasso – εκ του ψαριού «σαργός» ή ίσως εκ της άλγης με μετατροπή του λάμδα σε ρο, αφού πρόκειται για φυκώδη θάλασσα

4553. Sarmentose, Sarmentous, Sarmentum – εκ του «σάρμα» (χάος, ρωγμή, σκουπίδι, εξ αντιδιαστολής στολίδι), βλαστοφόρος, έχων διακοσμητικούς μίσχους ή βλαστούς

Βοη. Sarothamnus – σαίρω (σαρώνω) + θάμνος, σαρόθαμνος, σκωτική σκούπα

4554. Sartorial, Sartorius – εκ του «σαρξ», αποκαθιστώ σάρκα, ράπτω

4555. Satanology, Satanophobia – Σατανάς (εβραϊκής προέλευσης) + λόγος, φοβία

4556. Satire, Satirical, Satirically, Satirist, Satirize – σάτυρος, σατιρίζω

4557. Satrap, Satrapy – σατράπης, σατραπεία (αρχ. Περσική λέξη)

4558. Satyr, Satyriasis, Satyric – σάτυρος, σεξουαλικά διεγερμένη θεότητα, φαύνος

4559. Saurian, Sauroid – σαύρα

Βοθ. Saurophidian– ο αναφερόμενος στα ερπετά και στα φίδια

4560. Sauropsida – σαύρα + ωψ, κατηγορία έμβιων οργανισμών με σαυροειδή χαρακτηριστικά, που περιλαμβάνει και ερπετά και πουλιά

Βπ. Savage – Σαβάζιος, είδοςπρωτόγονουΔία

4561. Scab, Scabbed, Scabbedness, Scabbiness, Scabby, Scabies, Scabious, Scabrid, Scabrous, Scabrousness – σκάπτω, οτιδήποτε έχει να κάνει με κακάδι, κρούστα πηγμένου αίματος πάνω από πληγή ή λέπι και απόξεση αυτού

4562.Scabble, Scapple – σκάπτω, λειαίνω πέτρα

4563. Scalable, Scalade, Scalariform – σκαλεύω, σκάλα

4564. Scale, Scaled, Scaleless, Scaler, Scaliness, Scaly – σκαλίζω, σκαλεύω, σκάλα, αλλάκαιφολίς (κλιμακωτήσκληροπαγήςψηφίδα) σεαντίθεσημετολεπίς (λέπιψαριού)

4565. Scalene – σκαληνός

4566. Scalenodendron –σκαληνός + έδρα, δωδεκάεδρος κρύσταλλος σε εξαγωνικό σύστημα, που ομοιάζει με δύο εξάπλευρες πυραμίδες ενωμένες στη βάση τους

Βπα. Scallion – σκαλεύω, σκάλα, κρεμμύδι με κλιμακωτούς αλλεπάλληλους φλοιούς

Βπβ. Scallop, Scollop – πρ. Ινδ. Ευρ. “sker“, αλλά και “skel”, σχίζω, θαλάσσιο μαλάκιο εξόχως εδώδιμο, το γαλλικό «εσκαλόπ»

4567. Scalp, Scalpel, Scalper – σκύλλω, γδέρνω, νυστέρι

Βπγ. Scamp, Scamper, Scampish, Scampy – πρ. Ινδ. Ευρ. “sker”, σχίζω με την έννοια του διακόπτω τη συνέχεια της κίνησής μου, κινούμαι με μικρά σύντομα πηδηματάκια

4568. Scandal, Scandalize, Scandalmonger, Scandalous, Scandalously, Scandalousness – σκάνδαλον, σκανδαλίζω (αρχικά το ρήμα σήμαινε «πηδώ, εκπηδώ», όπως φαίνεται και από τη «σκανδάλη»

4569. Scape, Scapeless, Scapigerous – σκάπτον (δωρικός τύπος του σκήπτρον), βλαστός, κλαδί

Βπδ. Scaphandre– σκάφανδρον

4570. Scaphite – σκαφοειδής αμμωνίτης

4571. Scaphoid – ομοιάζον με σκάφη, σκαφοειδές (οστούν)

4572. Scaphopod – σκαφόποδον, μαλάκιο με στενά ινώδη ψευδόποδα

4573. Scapolite – σκάπτον (σκήπτρον) + λίθος, μίγμα ασβέστη και αλουμινίου

4574. Scapula, Scapular, Scapulary, Scapulated – σκάπτω, ξέω ή απωθώ με τον ώμο, ώμος, τζατζάρισμα (πολύ διαδεδομένη τεχνική, όχι μόνο το ποδόσφαιρο όπως νομίζουμε, αλλά κυρίως στις μάχες, όπου δεν εφαρμόζονταν οι σημερινές εξεζητημένες πολεμικές τεχνικές, αλλά μάλλον σπρωξίματα και …αρκουδοπάλεμα!

4575.  Scapulimancy – μαντεία από καύση ώμου στην πυρά

4576. Scar, Scarred – σκάπτω, εσχάρα, σημάδι πληγής, ουλή

4577. Scarab, Scarabaeus – κάραβος (αρσενικό σκαθάρι) με αφαίρεση του σίγμα, σκαραβαίος, είδος κοπροφάγων σκαθαριών που λατρευόταν από τους αρχαίους Αιγύπτιους

4578. Scarification, Scarificator, Scarifier, Scarify – σκαρίφημα, σκαριφισμός, κοπή δέρματος ώσπου να φανεί το αίμα, διέγερση του χώματος ώστε να καταστεί καλλιεργήσιμο, σχεδίασμα, σχεδιασμός

4579. Scarious – σκαρίφημα, σκαριφισμός, λεπτή και ημιδιαφανής ίνα 

4580. Scarp, Scarped- sker, σχίζω, απότομη πλαγιά

4581. Scaur, Scour – σκάπτω, εσχάρα, ουλή, καθαρίζω κάτι με βίαιο τρόπο

4582. Scathe, Scatheful, Scathefulness, Scatheless, Scathing – το αντίθετο του ασκηθής (άθικτος, σώος), βλάπτω

4583. Scatology – σκωρ, σκατός, μελέτη περιττωμάτων

Βπε. Scatophage, Scatophile– σκατοφάγος, σκατόφιλος

Βπστ. Scatter, Scattered, Scattteringly, Scatterings κ.λπ. – σχέση με «σκορπίζω», άλλωστε η σημασία είναι η ίδια

4584. Scauper – σκύλλω, γδέρνω, χαράζω

4585.   Scavage, Scavenger – σκάπτω, σκαλεύω, ανασκαλεύω προς εύρεση τροφής

4586. Scelides – τα πίσω σκέλη του θηλαστικού

4587. Scena, Scenario (σενάριο), Scene, Scenery (σκηνικό), Scenic -σκηνή, παλκοσένικο θεάτρου  

4588. Scenographic, Scenographically, Scenography – σκηνογραφία

Βπζ. Scenopegia – σκηνοπηγία, στήσιμοσκηνής

Βπη. Scent, Scentful – σχέση με το θέμα «σκανδ», που έχει την έννοια του πηδώ, όπως τινάζεται η παγίδα που αιχμαλωτίζει τα θύματα ή όπως προχωρεί το θύμα μέχρι να παγιδευθεί, οσμή

4589. Sceptic, Sceptical, Sceptically, Scepticalness, Scepticism, Scepticize – σκέψις, σκέπτομαι, αμφιβάλλω, σκεπτικισμός

4590. Sceptre, Sceptred, Sceptreless – σκήπτρον

4591. Schedule – σχεδιάζω, σχέδιον

4592.  Schema, Schematic, Schematical, Schematically, Schematism, Schematist, Schematize, Scheme, Schemer, Scheming – σχήμα

4593. Schesis, Schetic – σχέσις

4594. Schism, Schismatic, Schismatical, Schismatically, Schismaticalness, Schismatize – σχίζω, σχίσμα (καιεκκλησιών)

4595. Schist, Schistose, Schistous – σχίζω, σχιστός, σχιστόλιθος, ασβεστόλιθος

4596. Schistosoma – σχιστόσωμα, επίπεδο, παρασιτικό σκουλήκι, τρηματοειδές παράσιτο σπονδυλωτών οργανισμών, αιματώδες η ηπατικό δίστομο

4597. Schistosomiasis – σχιστοσωμίασις, αρρώστια που προέρχεται από το παραπάνω σκουλήκι

4598. Schizanthus – σχίζω + ανθός, σχιζανθός, λουλούδι κήπων με ζωή ενός έτους

4599. Schizocarp – σχίζω + καρπός, καρπός διαιρούμενος σε δύο μονόσπορα μέρη

Βπθ. Schizogamy– σχιζογαμία, αναπαραγωγή χωρίς φύλα, όπου το άτοκον παράγει επίτοκα, δηλαδή ώριμα εκ γενετήσιας σκοπιάς

4600. Schizogenesis – σχίζω + γεννώ, αναπαραγωγή δια διασπάσεως

Βq. Schizogony– ασεξουαλική αναπαραγωγή επί εντομοπαρασίτων

Βqα. Schizoid, Schizophrenia, Schizophrenic– σχιζοειδής, σχιζοφρένεια

Βqβ. Schizothymia, Schizothymic– σχετική,-ος με σχιζοφρένεια διπολική διαταραχή 

4601. Scholar, Scholarlike, Scholarly, Scholarship (υποτροφία) – σχολείον, σχολικός, λόγιος

4602. Scholastic, Scholastically, Scholasticism – σχολαστικός, σχολαστικισμός

4603. Scholiast, Scholastic, Scholium – σχόλιον, σχολιάζω, σχολιασμός

4604. School, Schooling, Schoolman, Schoolmaster, Schoolmate, Schoolmistress, Schoolteacher κ.λπ. – σχολείον, παράγωγακαισυνθετικάτου

4605. Sciagraph, Sciagraphical, Sciagraphy – σκιά, σκιαγραφώ

Βqγ. Scialytic – σκιά + λύω, αυτόςπουσκορπάτιςσκιές

4606. Sciamachy, Sciomachy– σκιαμαχία, μάχημεσκιές

4607. Sciamancy, Sciomancy – μαντεία με βάση σκιές

4608. Sciatheric – σκιοθηρικός, αφορών ηλιακά ρολόγια

4609. Sciatic, Sciatica – ισχίον, ισχιακό νεύρο

4610. Science, Sciential, Scientific, Scientifically, Scientist και αμέτρητα παράγωγα – ναι, είναι από το ελληνικό «σχίζειν», τέμνω, διότι ή βασική αρχή της επιστήμης είναι η διαίρεση και η διάκριση

4611. Scilla, Scillitine – σκίλλα, σκιλλοκρέμμυδο, πικρή διουρητική ουσία σπό σκίλλα

4612. Sciolism, Sciolist, Sciolous – science, «σχίζειν- διάκρισις», ηλίγηγνώση

4613. Scioptic, Scioptics, Scioptric – σκιά + οπτικός, διόπτρα, σκοτεινή κάμερα, φωτογραφική οπή σε σκοτεινό δωμάτιο

4614. Scirrhosity, Scirrhous, Scirrus- σκίρον, σκίρος, σκιρρώδης, τυλώδης, σκληρός, κομβώδης, με πολλούς ρόζους

Βqδ. Scissel (ρινίσματα μετάλλου), Scissible, Scission, Scissor, Scissors (ψαλίδι), Scissure (σχίσιμο) – παρά τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα, δεν μπορεί να αποκρουσθεί η σχέση με το «σχίζειν», διότι αυτή είναι η πλέον λογική εκδοχή σύμφωνα με το ξυράφι του Όκκαμ

4615. Sciurine, Sciurus – σκίουρος

4616. Sclave – σκλάβος (βυζαντινά ελληνικά), απ’ όπου προέρχεται και η ονομασία των Σλάβων

Βqε. Sclera, Scleral– σκληρός χιτώνας ματιού, τοποθετούμενος στον σκληρό χιτώνα

Βqστ. Scleranthus– σκληρανθός, είδος χόρτου

4617. Sclerenchyma – σκληρός ξυλώδης ιστός, σκληρόδερμα κοραλλίων

4618. Scleriasis – σκληρίασις, σκλήρυνση ιστών

4619. Scleroderm – σκληρόδερμα, εξωτερικό κάλυμμα ή εξωσκελετός ιστών

4620. Sclerogen – σκληρός + γεννώ, μεταλλική ή ξυλώδης ύλη που επικάθηται σε ορισμένα φυτά

4621. Scleroid – σκληρός στην υφή και την αφή

4622. Sclerometer – σκληρός + μετρώ, όργανο για μέτρηση της σκληρότητας μετάλλων

Βqζ. Sclerophyll– σκληρόφυλλα, είδος βλάστησης ανθεκτική στην ξηρασία και στη ζέστη

Βqη. Scleroprotein– πρωτεΐνη που είναι δύσκολο να διαλυθεί

4623. Sclerotic, Sclerosis, Sclerotitis – σκλήρωσις, σκλήρυνση κυτταρικών ιστών, ειδικά του εξωτερικού χιτώνα του ματιού

4624. Sclerous – σκληρός

4625. Scob, Scobbiform, Scobs – σκάπτω, οτιδήποτε έχει να κάνει με κακάδι, κρούστα πηγμένου αίματος πάνω από πληγή ή λέπι και απόξεση αυτού

4626. Scolecite – σκώληξ, σκωληκοειδές σώμα για την γονιμοποίηση και καρποφορία μυκήτων

4627. Scolex – σκώληξ, έμβρυο σκωληκοειδούς ταινίας

4628. Scoliosis – σκολίωσις  

4629. Scolopaceous, Scolopax –σκόλοπαξ (μπεκάτσα)

4630. Scolopendra, Scolopendrium –σκολιός + πους, χιλιόποδον, σκολοπένδρα

4631. Scolytus – σκολύπτω, εκτίλλω, κολοβώ, σκαθάρι βλαβερό για τα δένδρα 

4632. Scomber – σκόμβρος, σκουμπρί

4633. Scope – σκοπός, φάσμα

4634. Scopiform – σκάπτον, σκήπτρον, με μορφή σκούπας

4635. Scopiped – σκάπτον, σκήπτρον + πους, έντομο με μαλλιαρά πόδια

4636. Scorch, Scorcher – “s“ στερητικόν + cortex (φλοιός), “sker”, σχίζω, αποφλοιώνω, κατακαίω

Βqθ. Score, Scorer – νορβηγική τάχα ρίζα, αλλά το ξυράφι του Όκαμ λέγει ότι μάλλον παράγεται σύμφωνα με την ακολουθία του προηγούμενου λήμματος, χαράζω σε φλοιό, σκοράρω

4637. Scoriaceous, Scorification, Scoriform, Scorify- σκωρία, συντελώ στο να σκουριάσει κάτι

4638. Scorn, Scorned, Scorner, Scornful, Scornfully, Scornfulness –

“s“ στερητικόν + κέρας, αφαιρώ τα κέρατα ως σύμβολο δυνάμεως, περιφρονώ

4639. Scorodite – σκόροδον, σκόρδο, είδος ενυδατωμένου αρσενικού παράγωγου του σιδήρου

4640. Scorpio, Scorpoid, Scorpion – σκορπιός, εκτοξευτήρας βελών, μαστίγιο με σκληρά και μυτερά άκρα

4641. Scotograph- σκότος + γράφω, στυλογράφος για τυφλούς

4642. Scotomy – σκότωμα, ζαλάδα, σκοτούρα

4643. Scotoscope – σκότος + σκοπώ, γυαλιά νυκτερινής όρασης

4644. Scourge, Scourger – “s“ στερητικόν + χόριον (μεμβράνη μωρών), ξεσκίζω, τιμωρώ, επιπίπτω ως λαίλαπα

4645. Scout – auscultare (με αφαίρεση του “s” «ακούω»), ανιχνεύω, ανιχνευτής

4646. Scramble, Scrambler, Scrambling, Scrambingly – sker, σχίζω (η πιο γόνιμη ελληνική ρίζα), αρπάζω κάτι και μάλιστα υπό πίεση, ανακατεύω

4647. Scrap, Scrape, Scraper, Scrapiana (ερανισμός ή συναξάρι λογοτεχνικών αποσπασμάτων -σπαραγμάτων), Scraping, Scrappy – sker, σχίζω, γρατζουνίζω, αποσπώ ρινίσματα, ξέσματα ή ροκανίδια

Βρ. Scream, Screamer – “s” προσθετικόν + κράζω, κραυγή, κραυγάζω

4648. Screen, Screening – sker,  σχίζω (η πιο γόνιμη ελληνική ρίζα), κόβω και κατασκευάζω ασπίδα από δένδρο, οθόνη

4649. Scrimmage –sker, σχίζω αλλά ίσως και κείρω (κουρεύω), συμπλοκή, αψιμαχία

4650. Scrofula, Scrofulous, Scrofulously, Scrofulousness –  “s” προσθετικόν + χοίρος, χοιρίασις, εναπόθεση λιπωδών εξογκωμάτων επί λεμφατικών αδένων

4651. Scrophularia – φυτά που γιατρεύουν τη χοιρίαση. Η σχέση “scrofulous- scrophularia” αποδεικνύει ότι οι προερχόμενες από την ελληνική γλώσσα αγγλικές λέξεις δεν γράφονται πάντα με “ph”, αλλά μπορεί να γράφονται και με “f”

4652. Scrotal, Scrotiform, Scrotocele (οσχεοκήλη), Scrotum – “s“ στερητικόν + χόριον (δερματική μεμβράνη), όσχεον

4653. Scrutable, Scrutator, Scrutineer, Scrutinize, Scrutinizer, Scrutinous, Scrutiny – sker, σχίζω (η πιο γόνιμη ελληνική ρίζα), κάνω φύλλο και φτερό, ερευνώ

4654. Scull –“sker“, αλλά και “skel”, σχίζω, κρανίο

4655. Sculptor, Sculptural, Sculpturally, Sculpture, Sculpturesque -sker, σχίζω (η πιο γόνιμη ελληνική ρίζα), γλύφω, γλυπτική

4656. Scurrility, Scurillous, Scurillously, Scurrilousness, Scurry- σκίουρος (σκιά + ουρά), πηδώ, φυσιούμαι, συμπεριφέρομαι απρεπώς, κάνοντας μη επιτρεπόμενα άλματα

4657. Scutage, Scutate, Scute, Scutiform – sker,  σχίζω (η πιο γόνιμη ελληνική ρίζα), κόβω και κατασκευάζω ασπίδα από δένδρο, σκουτάρι στα βυζαντινά ελληνικά

4658. Scutellate, Scutellated – η ετυμολογία είναι η ίδια όπως στο προηγούμενο λήμμα, διαιρεμένος σε ασπιδόμορφους δίσκους

Βρα. Scyphozoon– σκύφος (κύπελλο) + ζώον, έντονα διακοσμημένες μέδουσες που εκτοξεύουν το στόμαχο (κνιδάριες) 

4659. Scytale – σκυτάλη, ράβδος βρίθουσα γραμμάτων, αριθμών ή άλλων ψηφίων, που μετέδιδε κρυπτογραφημένη πληροφορία μετά από επικάλυψη με καταλλήλως διάτρητο δέρμα

4659. Scythe, Scytheman- το αντίθετο του ασκηθής (άθικτος, σώος), βλάπτω, δρεπάνι, δρεπανηφόρος

4660. Scythian – το να πούμε σε συμφωνία με το προηγούμενο λήμμα ότι Σκύθης είναι αυτός που βλάπτει, θα ήταν πολιτικώς μη ορθό

4661. Seadrome -sea + δρόμος, επιπλέων αερόδρομος δεμένος με πασσάλους στη θάλασσα

4662. Seaplane – sea + πέλανος, ημίρρευστη επίπεδη πίττα, λαγάνα, υδροπλάνο

4663. Seclude, Secluded, Secludedly, Seclusion, Seclusive – se (δηλωτικό διαχωρισμού) + κλείω, κλειστός, διαχωρίζω εντός της κοινωνίας

Βρβ. Seigneur, Seigneurial, Seignery, Seignior, Seigniorage, Seignioral, Seigniory – άρχοντας, φεουδάρχης, λέξη σε τελευταία ανάλυση προερχόμενη εκ του δασυνόμενου «έννος, ένος» (περσινός), βλ. παρακάτω “senate”, “senator” κ.λπ.  

4664. Seismal, Seismic – σεισμός, σεισμικός

4665. Seismogram – σεισμικό διάγραμμα

4666. Seismograph, Seismographic, Seismography-σεισμογράφος

4667. Seismologist, Seismology – σεισμολογικός

4668. Seismometer – σεισμόμετρον

4669. Seismoscope – σεισμοσκόπιον

4670. Sejugous –   sex (λατινικό έξι) + ζυγός, ο έχων έξι φύλλα ως ένα μεγάλο φτερό (φυτολογία), ομάδα έξι συζευγμένων αλόγων

4671. Selachian – σέλαχος (καρχαρίας), απ’ όπου προκύπτει ότι και τα σαλάχια είναι καρχαριοειδή

4672. Select, Selected, Selectedly, Selection, Selective, Selectivity, Selectness, Selector – se (δηλωτικόδιαχωρισμού) + λέγω, επιλέγω

4673. Selenate (σεληνικόοξύ), Selenic, Selenide, Seleniferous, Selenite, Selenitic, Selenium – Σελήνη, σελήνιον, σεληνίτης, κρύσταλλοςκαθαρισμούενέργειας

4674. Selenodont – Σελήνη + οδούς, έχων δόντια σε σχήμα ημισελήνου

4675. Selenographic, Selenography – σεληνογραφία

4676. Selenology, Selenologist – σεληνολογία, σεληνολόγος

4677. Selenotropic – σεληνοτροπικός, στρεφόμενος προς το φεγγάρι

Βργ. Semantics– διερεύνηση νοημάτων και σημασιών

4678. Semantron – σήμαντρον (εκκλησίας)

4679. Semaphore, Semaphoric – σήμα + φέρω, θέση και λειτουργία σηματωρού, σηματοδότης φωτεινός ή ψαλιδωτός με χρήση μοχλών, όπως στους σιδηροδρόμους

Βρδ. Semasiology– διερεύνηση σημασιών λέξεων και νοημάτων

4680. Sematic – σηματικός

4681. Semeiography – σημείον + γράφω, καταγραφή συμπτωμάτων

4682. Semeiological, Semeiology, Semeiotic, Semiology – σημειολογία, σημειωτική, ερμηνεία σημείων στο περιβάλλον και την κοινωνία

4683. Semi – δασυνόμενο ελληνικό «ημι» ως πρώτο συνθετικό αμέτρητων λέξεων

4684. Semicircle – ημί + κύκλος, ημικύκλιον

4685. Semicolon – ημί + κώλον, άνω τελεία (πλεονασμός, διότι το «κώλον» σημαίνει ήδη μισή πρόταση ή μισή διαδρομή)

 4686. Semidiameter – ημί + διάμετρος, άρα ακτίνα κύκλου

4687. Semiped, Semipedal – ημί + πους, ημίπους και επί ποιητικών μέτρων

4688. Semitone, Semitonic – ημιτονικός (μουσική)

4689. Semnopithecus – σεμνός + πίθηκος,σεμνοπίθηκος, είδος πιθήκου

4690. Senate, Senator, Senatorial, Senator, Senatorially, Senatorship – δασυνόμενο «έννος ή ένος» (περσινός), ενώ αντιθέτως «ένος» με ψιλή σημαίνει μελλοντικός, μεθαυριανός

4691. Senescence, Senescent – βλ. αμέσως παραπάνω, η διαδικασία της γήρανσης

4692. Senile, Senility – δασυνόμενο «έννος ή ένος» (περσινός), γέρος ξεμωραμένος, ραμολιμέντο

4693. Senior, Seniority –  δασυνόμενο «έννος ή ένος» (περσινός), πρεσβύτερος

Βρε. Senor, Senora, Senorita – συνήθεις ισπανικές λέξεις (κυρία, κύριος, δεσποινίς), βλ. αμέσως ανωτέρω 

4694. Sensigenous – sense + γένος, ο γεννών ή προκαλών αίσθηση

4695. Sensitometer – όργανο μέτρησης της ευαισθησίας των φωτογραφικών ταινιών

4696. Sepal, Sepaline, Sepalody (μετατροπή πέταλου σε σέπαλο), Βρστ. Sepaloid – σέπαλον (σ.σ. η διαφορά πέταλου από σέπαλο είναι ότι το πρώτο είναι φυλλώδες έλυτρο ή κάλυμμα που προστατεύει τα εσωτερικά τμήματα του άνθους, ενώ το πέταλο είναι εξωτερικό και προσελκύει γύρη)

4697. Sepia, Sepic – σηπία, σουπιά

Βρζ. Sepiolite – σήπω + λίθος, πορώδηςαφρώδης λευκός πηλός

4698. Sepsin, Sepsis – σήψις, δηλητηρίαση του αίματος, πτωμαϊνη

4699. Septan – δασυνόμενο «επτά», συμβαίνον «τη ημέρα τη εβδόμη»

4700.  Septangular – επτά + αγκύλη, επτάγωνος

4701. September – μήνας προερχόμενος εκ του «επτά»

4702. Septembrist – όνομα δοθέν στους πρωταίτιους της σφαγής των Παρισίων το 1792 (τρομοκρατία)

4703. Septempartite, Septemvir (ένας εκ της διοικούσας επτανδρίας), Septenary, Septenate – επταμερής

4704. Septennial, Septennially – επτά + έννος, ένος, εναιυτός = επτάχρονης διάρκειας ή συμβαίνων ανά επτά έτη

4705. Septentrion, Septentrional, Septentrionally – δασυνόμενο «επτά», που αναφέρεται στα επτά προεξάρχοντα άστρα της Μεγάλης Άρκτου

4706. Septet (σεπτέτο, μουσικό κομμάτι για επτά), Septfoil, Septifolious – επτά + φύλλον, επτάφυλλος, επταμερής, εκκλησιαστικός κύκλος συμβολίζων τα επτά μυστήρια

4707. Septic, Septicity- σήπω, σήψη, σαπίλα

4708. Septicaemia, Septicaemic – σηψαιμία, σηψαιμικός

4709. Septicidal (προερχόμενοςδιαεπταμερούςδιαιρέσεωςκαρπού), Septifarious (στρεφόμενοςεπτάφορές), Septiferous (φέρωνεπτά), Septiform, Septilateral (έχωνεπτάπλευρές), Septillion (εκατομμύριουψούμενοστηνέβδομη, Sepitomole (επτάνότεςπουπαίζονταισύντομα), Septinsular (επτανησιακός), Septuple(επταπλός) –επτά

Βρη. Septicopyoemia– σηπτικοπυοαιμία, σηπτική και πυώδης μόλυνση του αίματος

4710. Septuagenarian (εβδομηκοντούτις), Septuagenary, Septuagesima (τρίτηΚυριακήπροΣαρακοστής, εβδομήνταμέρεςπροΠάσχα), Septuagesimal- δασυνόμενονεπτά

4711. Septuagint – ελληνική εκδοχή Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, η Μετάφραση των Εβδομήκοντα

4712. Septum – σεπτός, χώρισμα, ιερό διαμέρισμα, κλίτος εκκλησίας, διάφραγμα στον οργανισμό φυτού, μέσα στον καρπό ή μεταξύ κυττάρων

Βρθ. Serapeum– ναός του Ελληνοαιγύπτιου θεού Σεράπεως

4713. Serene, Serenely, Sereneness, Serenity – ξηρός, ξηρασία (όσο κι αν… ξενίζει), γαλήνη, ηρεμία

4714. Serial, Serially, Seriate, Seriately, Seriatim, Series – σειρά

4715. Sericate, Sericeous, Serilite, Sericulture – σηρικός, αναφερόμενος στους Ινδούς Σήρες, από τους οποίους οι Έλληνες παρέλαβαν το μετάξι

4716. Serious, Seriously, Seriousness – εκ του «βάρος» μέσω του γερμανικού “schwer”, ουσιώδης, σοβαρός

4717. Serosity, Serous, Serum – “se” (δηλωτικόέκκρισης) + ορός

4718. Seprent, Serpentarius, Serpentiform – δασυνόμενο «έρπω», ερπετόν

4719. Serpentine, Serpentinely – έρπω, σερπαντίνα, μαίανδρος, πυριτικό άλας μαγνησίου, στίχος που αρχίζει και τελειώνει με την ίδια λέξη

4720. Serpentry – έρπω, φιδοφωλιά

4721. Serpiginous, Serpigo – έρπω, έρπουσα δερματική αρρώστια

4722. Serpula, Serpulite – έρπω, θαλάσσια σκουλήκια που ζουν σε ασβεστόλιθο, τον οποίο τα ιδια κατασκευάζουν

4723. Serrate, Serration, Serrature (σύρτης), Serrulate – σύρω, αλλά και σειρέω- ω (εκ του αστέρα Σειρίου του αστερισμού Κυνός που προκαλούσε τα κυνικά καύματα, προκαλώ καύματα δια τριβής, σχοινί με κόμπους, πριονοκορδέλα

4724. Sesame, Sesamoid – σησάμη, σήσαμον

4725. Sexagenarian (εξηκοντούτις), Sexagenary, Sexagesima (δεύτερη Κυριακή προ Σαρακοστής, εξήντα μέρες προ Πάσχα), Sexagesimal – δασυνόμενον έξι

4726. Sexangle, Sexangular, Sexangularly – έξι + αγκύλη, εξάγωνος

4727. Sexennial, Secennially – έξι + έννος, ένος, εναιυτός = εξάχρονης διάρκειας ή συμβαίνων ανά έξι έτη

4728. Sexisyllabic – εξασύλλαβος

4729. Sexological, Sexologist, Sexology- sex (φύλον)  + λόγος, σεξολογία, σεξολόγος κ.λπ. 

4730. Sextain (στροφή έξι στίχων), Sextan (συμβαίνων κάθε έκτη ώρα), Sextet (ομάδα έξι μουσικών), Sextuple (εξαπλός) – δασυνόμενον έξι

4731. Sextant – εξάντας, όργανο μέτρησης ύψους και άλλων γωνιωδών αποστάσεων που το σκέλος του περιλαμβάνει 60 μοίρες

4732. Sextile – απόσταση πλανητών, ίση με το έκτον του κύκλου

4733. Sextillion – εκατομμύριο υψούμενο στην έκτη δύναμη

4734. Sexto – βιβλίο άκοπο με φύλλα έξι φορές διπλωμένα

4735. Shade, Shadily, Shadiness, Shading, Shadow, Shadowness, Shadowing, Shadowless, Shadowy – σκιά, μέσω του γερμανικού “Schatten” και του γοτθικού “skadus”

Βρι. Shaft, Shafted, Shaftless- σχέση με το «σκήπτρον», οτιδήποτε στενό και μακρύ, σήραγγα, μακρύς διάδρομος

Βρια. Shame και αμέτρητα παράγωγα  (Shameful κ.λπ.)– το θέμα «σχ» φαίνεται να σχετίζεται με την «αισχύνη»

4736. Shard, Sharded, Sherd -πρ. ινδ. Ευρ. “sker”, σχίζω (η πιο παραγωγική ελληνική ρίζα), θραύσμα

4737. Shark -καρχαρίας (παμπάλαιη λέξη, όπως και το είδος του καρχαρία- η ηχητική σχέση είναι φανερή, αλλά πρόσφατα το… ανθελληνικό λόμπυ έχει απορρίψει αυτή την ετυμολογία και συνδέει τον καρχαρία με το “Scoundrel” ή το γερμανικό “Schurke”, που σημαίνει «μάγκας, απατεώνας, μπράβος, παλιάνθρωπος»). Τι σχέση έχει ο καρχαρίας με τον παλιάνθρωπο; Ελλείψει άλλου κριτηρίου, επιλέξτε υποστηρίξιμη εκδοχή με κριτήριο αισθητικό

4738. Shear, Shearer, Shearing κ.λπ. – πρ. ινδ. Ευρ. “sker”, σχίζω, κόβω με ψαλίδι

4739. Sheer, Sheers – πρ. ινδ. Ευρ. “sker”, σχίζω, βάζω στην άκρη, γερανός

4740. Shell, Shelly και αμέτρητα παράγωγα – πρ. ινδ. Ευρ. “sker”, σχίζω, κέλυφος

4741. Shelter, Shelterless, Sheltery – πρ. ινδ. Ευρ. “sker”, σχίζω (η πιο παραγωγική ελληνική ρίζα), καταφύγιο δίκην κελύφους

4742. Shelves, Shelf, Shelving, Shelvingly – πρ. ινδ. Ευρ. “sker”, σχίζω (η πιο παραγωγική ελληνική ρίζα), ράφι

4743. Shepherd, Shepherdess, Shepherdism, Shepherdly – sheep (ίδια ρίζα με το γερμανικό ‘Schaf”) + herd εκ του κόρθυς (δεμάτι), σωρεύω, βόσκω

4744. Shield, Shieldless, Shieldlessness-  πρ. ινδ. Ευρ. “sker” ή “skel”, σχίζω, ασπίδα από κομμένο φλοιό δένδρου

Βριβ. Shilling – βλ. αμέσως ανωτέρω, σελίνι

Βριγ. Shirt και αμέτρητα παράγωγα – υποτίθεται ότι προέρχεται από το αγγλοσαξονικό “scyrt”, πλην όμως η καταγωγή από το «σκύτος» είναι παραπάνω από φανερή, υποκάμισο

4745. Shod, Shoddy – ο φορών παπούτσια ή μπότες, βλ. αμέσως παρακάτω

4746. Shoe, Shoebill, Shoeblack και αμέτρητα παράγωγα – σκύτος μέσω του γερμανικού “Schuh“ και του γοτθικού “Skoh“

4747. Shoulder, Shoulderslip, Shouldertrap και πολυάριθμα παράγωγα – πρ. ινδ. Ευρ. “sker” ή “skel”, σχίζω, ασπίδα, ώμος

4748. Shove, Shovel, Shoveller – σκάπτω μέσω του γερμανικού “Schaufel” και του πρωτογερμανικού “scuvala”

4749. Shred, Shredding, Shreddy, Shredless -πρ. ινδ. Ευρ. “sker”, σχίζω (η πιο παραγωγική ελληνική ρίζα), ράκος

4750. Shrew, Shrew – mole, Shrew- mouse (ίσως και το “Shrewd”, “Shrewdness” με την έννοια της πονηρίας – πρ. Ινδ. Ευρ. “sker”, σχίζω με την έννοια του διακόπτω τη συνέχεια της κίνησής μου, κινούμαι με μικρά σύντομα πηδηματάκια, νανομυγαλή

4751. Shrink, Shrinkage, Shrininking, Shrinkingly, Shrunk, Shrunken – πρ. ινδ. Ευρ. “sker”, σχίζω (η πιο παραγωγική ελληνική ρίζα), συστέλλομαι, συρρικνώνομαι

4752. Shroud, Shroudless, Shrouds – πρ. ινδ. Ευρ. “sker”, σχίζω (η πιο παραγωγική ελληνική ρίζα), σάβανο

Βριδ. Sialis– σίαλον, αμερικανικό γαλαζοπούλι

4753. Sialogogue – σίελος + άγω, σιελαγωγός

Βριε. Sialorrhea– σιαλόρροια

Βριστ. Sibilance, Sibilancy, Sibilate, Sibilation – σίζω (εκφέρωσυριστικόήχο) 

4754. Sibyl, Sibylline – Σίβυλλα (Κυμαία), σιβυλλικός, αινιγματικός, προφητικός

Βριζ. Sicca, Siccative, Siccity – σχέση με «ισχνός», ξηρασία

4755. Siderite – σίδηρος, χαλυβδίτης, καφέ σιδηρόπετρα

4756. Siderographic, Siderographist, Siderography – σίδηρος + γράφω, σιδηρογραφία, σιδηρογράφος, χάραξη σε ατσάλι

4757. Siderolite – σίδηρος + λίθος, σιδηρόλιθος, μετεωρίτης περιέχων σίδηρο

Βριη. Siderophilin– σίδηρος + φίλος, γλυκοπρωτείνη που δεσμεύει και μεταφέρει σίδηρο 

4758. Sideroscope – σίδηρος + σκοπώ, μαγνητικό όργανο προς ανίχνευση σιδήρου

Βριθ. Siderosis– εκφυλιστική πάθηση του εγκεφάλου και της σπονδυλικής στήλης

4759. Siderostat – σίδηρος + ίστημι, ίσταμαι, αστρονομικό όργανο προς συντονισμό και διοχέτευση των ακτίνων ενός αστέρος σε μία συγκεκριμένη κατεύθυνση

4760. Sideroxylon – σίδηρος + ξύλον, γένος δένδρων που διακρίνονται για τη σκληρότητα του ξύλου τους

Βρκ. Siderurgist, Siderurgy – σιδηρουργία, σιδηρουργός

4761. Sigma, Sigmation (προσθήκη ενός «σ»), Sigmatism (λάθος προφορά του Σίγμα), Sigmoid (κύρτωση δίκην Σίγμα), Sigmoidal – σίγμα

Βρκα. Sigma, Σίγμα ως σύμβολο της κυματοειδούς φύσεως του Σύμπαντος σε φως, αέρα και ύδωρ (ακόμη και στην ιδιοσυχνότητα των στερεών υλικών), αλλά και ως διακριτικό επισημότητας: Στην υπερσύγχρονη, αλλά και μελλοντολογική σειρά “Star Trek” οι Βουλκάνιοι που πρεσβεύουν τη λογική κατ’ απομίμηση των αρχαίων Ελλήνων χρησιμοποιούν το Σίγμα στην αρχή των ανδρικών ονομάτων ως διακριτικό επισημότητας (παράδειγμα ο Σποκ). Το ίδιο και στους Δωριείς, το Σίγμα είχε ιδιαίτερη πανηγυρική σημασία π.χ. Σιός (θεός), Ασάνα (Αθηνά), Σελλοί (οι πρώτοι Έλληνες), Σείριος (το άστρο του Κυνός που κατακαίει), Σέβας, Σέλας κ.λπ.

Βρκβ. Σε συμφωνία με τα παραπάνω είναι άκρως πιθανό το “Sign” (σήμα), το “Signal” (σήμα), το “Significant” (σημαντικός), αλλά και το “Signature” (υπογραφή ως επικύρωση και Σφραγίς συμβολαίων), λέξεις με αμέτρητα παράγωγα, να προέρχονται από το Σίγμα με μετατροπή του «μι» σε «νι». Η εκδοχή ότι οι πιο πάνω λέξεις προέρχονται από το πρ. Ινδ. Ευρ. “sker” (ελληνικό «σχίζω») είναι πολύ πιο απίθανη λογικά και νοηματικά.  Μια ετυμολόγηση με βάση το “sker”- «σχίζω» και πάλι βέβαια θα οδηγούσε σε ίχνη ελληνικά, πλην όμως η εν λόγω ρίζα είναι ένα είδος ετυμολογικού “Passpartout“ και εντέλει θα καταλήξουμε οι μισές λέξεις της ανθρωπότητας να κατάγονται από αυτήν.

4762. Signor, Signora, Signory – άρχοντας, φεουδάρχης, λέξη σε τελευταία ανάλυση προερχόμενη εκ του δασυνόμενου «έννος, ένος» (περσινός)

Βρκγ. Silence, Silent, Silencer, Silentiary, Silently, Silentness – πιθανότατα εκ του «σιγάν» με προοδευτική μετατροπή του «γάμμα» σε «λάμδα», ενδεχομένως και εκ του σιλλικυπρίου (σίλι, κρότων ή κίκι), ελαίου που χρησιμοποιούνταν ως μέσο φωτισμού τις νύχτες, όπου κυριαρχεί σιγαλιά και σιωπή

4763. Silicicalcareous – silix + χάλιξ, η συγκεκριμένη λέξη, που σημαίνει μίγμα πυριτίου και ασβεστίου, καταδεικνύει ότι ίσως η λέξη “silix” προέρχεται από τη λέξη «χάλιξ», διότι ο «χάλιξ» (χαλίκι) μπορεί να περιέχει είτε πυρίτιο είτε ασβέστιο 

4764. Silk, Silken, Silkiness, Silkman, Silky – σηρικός, αναφερόμενος στους Ινδούς Σήρες, από τους οποίους οι Έλληνες παρέλαβαν το μετάξι

Βρκδ. Silo– σιρός, αποθήκη για φύλαξη σιτηρών

4765. Simial, Simian, Simious, Simous – σιμός, πιθηκοειδής, αναφέρεται στην πλακουτσωτή μύτη των πιθήκων

4766. Similar, Similarity, Similarly, Simile, Similize, Similitude – ομοιότης, δασυνόμενος όμοιος, όπως οι πολίτες της σπαρτιατικής Απέλλας

4767. Simoniac, Simoniacal, Simoniacally, Simony – Συμεών, Σίμων, σιμωνία, εμπορία ιερών αντικειμένων 

4768. Simple, Simpleness, Simpleton, Simplicity, Simplification καιάπειραπαράγωγα – sine (άνευ) + πλέκω, πλοκή, μηπολύπλοκος, απλός

4769. Simularcum, Simulant, Simulate, Simulation – ομοιότης, δασυνόμενος όμοιος, όπως οι πολίτες της σπαρτιατικής Απέλλας

4770. Sinapin, Sinapis, Sinapisin, Sinapism – σίναπις, -εως (μουστάρδα), κόκκος σινάπεως (Καινή Διαθήκη)

4771. Sinfonia- μουσική συμφωνία

4772. Sinicism, Sinogram, Sinological, Sinologist, Sinologue, Sinology, Sinophil (κινεζόφιλος) – Sina (δυναστεία που κυβέρνησε την Κίνα τον 3ο π. Χ. αιώνα) + γράφω ή λόγος, σινολογία

4773. Siphon, Siphonage, Siphonic, Siphonifer, Siphuncle, Siphuncular, Siphunculated – σίφων, σωλήνας που αντλεί κρασί από βαρέλι

Βρκε. Siphonaptera – σίφων + άπτερος, ψύλλοι

Βρκστ. Siphonogamy – σίφων + γάμος, μεταφορά γύρης σε υπέρους μέσω σωληνοειδών κυλίνδρων

Βρκζ. Siphonophore – σίφων + φέρω, κοιλέντερα, κοιλεντερόζωα

4774. Siren, Sirenes – σειρήνα, τόσο η ηχητική όσο και αυτές που μάγεψαν τον Οδυσσέα

4775. Siriasis, Sirius –  Σείριος, ο κατακαίων αστήρ του Κυνός και η εξ αυτού προερχόμενη υπερθέμανση, ηλίαση

4776. Sist – ίστημι, ίσταμαι, καλώ σε ιστάμενη διαδικασία

4777. Sistrum- σείστρον, κουδουνίστρα

Βρκη. Sisymbrium– σισύμβριον, μουστάρδα

4778. Sisyphean, Sisyphus – Σίσυφος, βασιλιάς της Κορίνθου που ξεγέλασε δύο φορές τον θάνατο και γι’ αυτό καταδικάστηκε στον Τάρταρο να σπρώχνει μία τεράστια πέτρα προς στην κορυφή ενός λόφου, αλλά λίγο πριν από το πέρας της διαδρομής αυτή να τού πέφτει

4779. Sitiology, Sitology, Sitophobia – μελέτη σίτου, σιτολογία, σιτοφοβία

Βρκθ. Sitomania– παθολογική ανάγκη και επιθυμία για τροφή

Βρλ. Sitosterole–σίτος + στερεός, φυτοστερόλη που μοιάζει με χοληστερόλη 

4780. Sivatherium – Σίβα (ινδική θεότης) + θηρίον, είδος εκλιπόντος πλάσματος με δύο ζεύγη κεράτων και προβοσκίδα, ομοιάζοντος με ρινόκερο

4781. Six, Sixty και άπειρα παράγωγα- δασυνόμενον έξι

4782. Skeletal, Skeletology, Skeleton, Skeletonize – σκελετός

4783. Skiagraph – σκιαγράφος, σκιαγραφικό, φωτογράφηση με ακτίνες Χ

4784. Skimp, Skimping, Skimpy – πρ. Ινδ. Ευρ. “sker”, σχίζω με την έννοια του διαμοιράζω την τροφή με δελτίο, δίνω γλίσχρα τροφή

4785. Skip, Skipper, Skipping – πρ. Ινδ. Ευρ. “sker”, σχίζω με την έννοια του διακόπτω τη συνέχεια της κίνησής μου, κινούμαι με μικρά σύντομα πηδηματάκια, ξεπερνώ εμπόδια, διοικώ σκάφος

4786. Skirmish, Skirmisher, Skirmishing –  πρ. Ινδ. Ευρ. “sker”, σχίζω, αψιμαχία, ακροβολισμός

4787. Skirt, Skirting και αμέτρητα παράγωγα – υποτίθεται ότι πεοέρχεται από το αγγλοσαξονικό “scyrt”, πλην όμως η καταγωγή από το «σκύτος» είναι παραπάνω από φανερή, φούστα

4788. Skull –“sker“, αλλά και “skel”,σχίζω, κρανίο

4789. Slate, Slater, Slatiness, Slating, Slaty – Μέσω του γαλλλικού “esclate” = “sker” αλλά και “skel”, σχίζω, σχιστόλιθος

4790. Slav, Slavic – σκλάβος (βυζαντινά ελληνικά), Σλάβος

4791. Slave, Slavedriver, Slaveholder, Slaver, Slavery – σκλάβος (βυζαντινάελληνικά)

4792. Slavish, Slavishly, Slavishness – σκλάβος (βυζαντινά ελληνικά), ο αφορών τους σκλάβους

4793. Slavonian, Slavonic –σκλάβος, Σκλαβηνός (βυζαντινά ελληνικά), Σλοβένος

4794.  Slavophil, Slavophobe – σλαβόφιλος, σλαβόφοβος

4795. Slender, Slenderly, Slenderness – μέσω του γαλλλικού “esclendre” = “sker” αλλά και “skel”, σχίζω, λεπτός, λιγνός

4796. Slice, Slicer – μέσω του γαλλλικού “escliz” = “sker” αλλά και “skel”, σχίζω, φέτα

Βρλα. Sliddery, Slide, Slider, Sliding– όλισθος, ολισθάνω, γλιστρώ

4797. Slovak. Slovakian – σκλάβος (βυζαντινά ελληνικά), δυτικός Σλάβος, κάτοικος Μοράβιας, Σλοβάκος

4798. Slovene, Slovenian – σκλάβος, Σκλαβηνός (βυζαντινά ελληνικά), Σλοβένος

4799. Sluice- Sluicy – μέσω του γαλλικού “escluse” κλείω, κλείστρον, διοχετεύω δια στρόφιγγος

4800. Small και άπειρα παράγωγα – σμικρός, (σ) μήλον (μικρό ζώο και το ομώνυμο φρούτο), μικρός 

4801. Smaragd, Smaragdine – σμάραγδος, σμαράγδινος

4802. Smaragdite – πράσινο είδος αυγίτη, πυρόλιθου

4803. Smear, Smearness, Smeary – σμήχω, σμηκτός (λιπαρός), σμήγμα, αλείφω

Βρλβ. Smectic – σμήχω, καθαρίζω, καθαριστικός

4804. Smectite – σμήχω, σμηκτός (λιπαρός), είδος γαίας

4805. Smegma, Smegmatic – σμήγμα, σμηγματικός, εκκρινόμενος δια του δέρματος, καθαριστικός

4806. Smilax, Smilacine – σμίλαξ, τάξος, κρινοειδές γένος φυτών απ’ όπου εξάγεται και το βότανο σαρσαπαρίλλα

Βρλγ. Smile, Smilless, Smiling και αμέτρητα παράγωγα – παρότι υποστηρίζονται σκανδιναβικές ετυμολιγίες δεν μπορεί παρά να έχει σχέση με τη σμίλη, που έδινε το χαμόγελο στα αγάλματα

4807. Smirch – σμήχω, σμήγμα, σμηκτός κ.λπ.

Βρλδ. Smirk – βλ. “smile”

4808. Snapdragon – „snap” (ήχος απότομου κλεισίματος) + δράκων, δράκος, το φυτό σκυλάκι που κλείνει απότομα τη στεφάνη του αν ανοιχθεί, παιχνίδι, όπου αλιεύει κάποιος σταφίδες από καυτό κονιάκ και τις βάζει στο στόμα κι όποιος αντέξει!

4809. Snobocracy – κράτος και κυριαρχία αυτών που σνομπάρουν ή υποτιμούν τους άλλους (εκ του “sine nobilitate” – χωρίς ευγένεια)

4810. Snow, Snowball, Snowberry, Snowbird, Snowstorm και άπειρα παράγωγα – “s” (δηλωτικόν διαχωρισμού) + νιφάς, νιφάδα, νιφετός

4811. Soap, Soapy και αμέτρητα παράγωγα – σάπων, σαπούνι, ίσως και κατ’ ευφημισμό ή αντιδιαστολή από το σάπιος, σαπηδών

4812. Soar, Soaring, Soaringly – αύρα, σηκώνωστοναέρα

4813. Sober, Soberize, Soberly, Soberminded, Soberness, Sobriety – σοβαρός, νηφάλιος

4814. Soboliferous -sub (υποκάτω) + βώλος + φέρω, ο φέρων υπόγειους έρποντες βλαστούς

4815. Socratic, Socratically – Σωκράτης, σωκρατικός

4816. Sodomite, Sodomy – Σοδομίτες, σοδομίζω, σοδομισμός

4817. Sofism – σόφισμα, σοφισμός, μουσουλμανική αίρεση

4818. Sole, Solely, Soliloquy (μονόλογος), Solitary, Solitude, Solus  – δασυνόμενον όλον, μόνος, μοναδικός, μοναξιά

4819. Solecism, Solecist, Solecistical – σολοικισμός, από τους Σόλλους της Κιλικίας, των οποίων οι κάτοικοι μιλούσαν ασύντακτα

Βρλε. Soledonon – σωλήν + οδούς, δηλητηριώδες εντομοφάγο τρωκτικό με μακριά μουσούδα

4820. Solemn, Solemnity, Solemnization, Solemnize, Solemnizer, Solemnly, Solemness – δασυνόμενον όλον + ενιαυτός, χρόνος εορταζόμενος, εορτάζω, τελετουργώ, επικυρώνω με πανηγυρικό τρόπο  

4821. Solenoid -σωληνοειδής, συρμάτινη έλικα για διοχέτευση ρεύματος προς δημιουργία μαγνητικού πεδίου

Βρλστ.Solicit, Solicitant, Solicitation, Solicitor, Solicitorship, Solicitous, Solicitously, Solicitousness, Solicitude – δασυνόμενονόλον + πρ. Ινδ. Ευρ. “keie”, κινώ, προσπαθώ να καταστήσω κάτι ολόκληρο, βοηθώ, συντρέχω

4822. Solid, Solidify, Solidity, Solidness και αμέτρητα παράγωγα – δασυνόμενον όλον, απ’ όπου προέρχεται προφανώς και ο Σόλων, στέρεος, στερεός

4823. Solidarity – δασυνόμενον όλον, προσπαθώ να καταστήσω κάτι ολόκληρο, αλληλεγγύη

4824. Solidus- σόλιδος, χρυσό βυζαντινό νόμισμα, βυζαντινό σελίνι

4825. Soliped – όλος με δασεία + πους, μονόπους 

4826. Solstice, Solstitial – sol (ήλιος) + ίστημι, ίσταμαι, ηλιοστάσιο

4827. Solubility, Soluble, Solubleness, Solution, Solutionist, Solutive – se (αυτοπαθές) + λύω, λύω πρόβλημα, διαλύομαι ο ίδιος σε αραιότερο μέσον

4828. Somatic, Somatist, Somatology, Sonatome (τομήσώματος) – σώμα, σωματολογία

Βρλζ. Somatotropic, Somatotropin– σωματοτροπικός, κύτταρο της υπόφυσης που παράγει αυξητική ορμόνη και η ίδια η αυξητική αυτή ορμόνη

4829. Somniferous, Somnipathy – somnus (ύπνος) + φέρω, πάθος

4830. Sophism, Sophist, Sophister, Sophistical, Sophistically, Sophisticalness, Sophistry – σόφισμα, σοφιστικός

4831. Sophisticate, Sophisticated, Sophistication, Sophisticator – σόφισμα, σοφιστικός, καθιστώκάτιδιααχρείαστωνσυλλογισμώνμηγνήσιοήαδικαιολόγηταπολύπλοκο

4832. Sophomore, Sophomoric – σοφός + μωρός, φοιτητής στο δεύτερο έτος σπουδών, άρα ημιμαθής και οιηματίας, δοκησίσοφος 4833. Sorus, Soriferous – σωρός, θύλακας σπόρων στα φύλλα φτέρης

Βρλη. Sophrology – σώφρων + λόγος, μελέτη της αρμονίας της συνείδησης

4834. Sorites – σωρείτης συλλογισμός αποτελούμενος από πολλούς άλλους

4835. Sorosis – σωρός, συμπαγής σαρκώδης καρπός, όπως αυτός του ανανά ή της μουριάς

4836. Soteriology – σωτήρ + λόγος, διδασκαλία περί του σωτήρος

4837. Sothic, Sothis – Σώθις, άλλο όνομα για τον Σείριο, τον περίλαμπρο αστέρα του Κυνός, που με βάση το πέρασμά του από τον ήλιο οι Αιγύπτιοι μετρούσαν το έτος τους εκ 365 ημερών

4838. Spade, Spadroon και αμέτρητα συνθετικά – σπάθη

4839. Spadiceous, Spadix, Spado – σπάδων, ευνούχος, ροδαλός
Spalax– ασπάλαξ, τυφλοπόντικας

4840. Spanaemia- σπάνιος + αίμα, λεπταιμία, ολιγαιμία

Βρλθ. Spanandry– σπανανδρία, λειψανδρία

4841. Spandrel- εκ + πετάννυμι, απόσταση μεταξύ καμπύλης τόξου και ορθής γωνίας που το οριοθετεί, τομέας

Βρμ. Spaniomenorrhea– σπάνια εμμηνόρροια

Βρμα. Spanish, Spain και αμέτρητα παράγωγα – σφάγνον, ισπανικό βρύο (σ.σ. η ζωή είναι πολύ μικρή για να ερευνήσω αν πραγματικά η Ισπανία προέρχεται από το επίφυτο αυτό βρύο). Υπάρχει και η παρετυμολογική εκδοχή ότι προέρχεται από το ελληνικό «εις τον Πάνα», επειδή είχε δάση στις προ ξηρασίας εποχές, δύσκολο όμως κάτι τέτοιο να εξακριβωθεί.

Βρμβ. Spare, Sparing, Sparingly – πιθανώς εκ του «σπαρνός», σπάνιος, εξοικονομώ ένα ανταλλακτικό

Βρμγ. Spark, Sparkle, Sparkler, Sparkling – σπέρχω, θέτω κάτι σε γρήγορη κίνηση, σπινθήρ

4842. Sparge, Sparger – σπαργώ, σφύζω, είμαι γεμάτος, αναβλύζω

4843. Sparrow – σπαράσιον, μικρό πουλί, σπουργίτης

4844. Sparse, Sparsedly, Sparsely, Sparseness- σπείρω κατά αραιά διαστήματα, σπανίζω

4845. Sparta, Spartan – Σπάρτη, Σπαρτιάτης, ανίκητος στρατιώτης ή πεζοναύτης σε έργα επιστημονικής φαντασίας

4846. Sparterie – σπείρω, σπόρος, σπαρτός

4847. Spasm – σπασμός

4848. Spasmodic, Spasmodically – σπασμωδικός

Βρμδ. Spasmolytic – σπασμολυτικός

Βρμε. Spasmophilia – σπασμοφιλία, ακούσιεςσυσπάσειςμυών

4849. Spastic, Spasticity – σπαστικός

4850. Spatangus – σπατάγγης, είδοςαχινού

4851. Spathaceous, Spathe, Spathic, Spathiform, Spathose – σπάθη

4852. Spatula, Spatulate, Spatule (πλατύ φτερό πουλιού) – σπάτουλα, υποκοριστικό της σπάθης

4853. Spawn, Spawner (αρσενικό ψάρι) – s (διαχωριστικό) + πετάννυμι, γεννώ αβγά (κυρίως επί βατράχων), φυτική μάζα μανιταριού, κάθε γέννημα, σπορά ή νεοττιά ειρωνικά

4854. Spay – σπάθη, ευνουχίζω θηλυκό ζώο δια αποκοπής ωοθήκης

4855. Spectrograph – spectrum (παρατηρούμενο φάσμα) + γράφω, κάμερα για φασματική φωτογράφιση

4856. Spectro-heliograph– spectrum (φάσμα) + ηλιογράφος, όργανο φωτογράφισης του ηλιακού φάσματος

4857. Spectrological, Spectrology – spectrum (φάσμα) + λόγος, επιστήμη ανίχνευσης συστατικών βάσιε μελέτης φάσματος

4858. Spectrometer – spectrum (φάσμα) + μέτρον, όργανο μέτρησης γωνιακής απόκλισης από την κατεύθυνση των φασματικών ακτίνων

4859. Spectroscope, Spectroscopic, Spectroscopically, Spectroscopist, Spectroscopy – spectrum (φάσμα) + σκοπώ, παρατήρησηκαιανάλυσηφάσματος

4860. Spelean, Speleologist, Speleology – σπηλαιολογία, απηλαιολόγος

Βρμστ. Spell και πολλά παράγωγα – σχέση με απειλή, εκφέρω, προφέρω 

4861. Spend, Spender, Sponsor, Sponsoring – σπένδω (κερνώ ποτό), σπονδή, παρέχω, διαθέτω, χορηγός

4862. Sperm, Spermatic, Spermatoid – σπέρμα, σπερματικός, σπερματοειδής

4863. Spermaceti – σπέρμα + κήτος, κέρινη ύλη που εξάγεται από το κεφάλι φυσητήρα

4864. Spermary – σπέρμα και όργανο για παραγωγή τούτου, όρχις

4865. Spermatheca – σπέρμα + θήκη, σάκος σε θηλυκά έντομα ή ασπόνδυλα προς υποδοχή σπερματοζωαρίων

Βρμζ. Spermatid– απλοειδής γαμέτης που προέρχεται από διαίρεση σπερματοκυττάρων

Βρμη. Spermatocyte– σπερματοκύτταρον, κύτταρο των όρχεων

4866. Spermatogenous – σπέρμα + γεννώ, σπερματοπαραγωγός

Βρμθ. Spermatogonium– σπερματογόνιον, αδιαφοροποίητο αρσενικό γενετήσιο κύτταρο 

4867. Spermatology, Spermatologist, Spermology, Spermologist – σπερματολογία, σπερμολόγος

4868.  Spermatophore – σπέρμα + φέρω, κάψουλα που περιέχει σπερματοζωάρια σε όστρακα και μαλάκια

Βρν. Spermatophyte- μεγάλη κατηγορία φυτών που φέρουν σπόρους και περιλαμβάνει τα γυμνόσπερμα και τα αγγειόσπερμα

 4869. Spermatorrhoea – σπέρμα + ρέω, ακούσια εκβολή ή έκχυση σπέρματος

4870. Spermatozoa – σπερματοζωάρια

4871. Spermatozoid – σπερματοζωειδής, αρσενικός γαμέτης ή σεξουαλικό κύτταρο στα φύκια, βρύα, λειχήνες, φτέρες κ.λπ.

4872. Spermism, Spermatism – σπέρμα θεωρία, κατά την οποία κάθε ον προέρχεται από μικροσκοπική εκδοχή του εαυτού του ενυπάρχουσα στο σπέρμα (ή στο αβγό στα ωοτόκα) σε αντίθεση με την σήμερον κρατούσα ατομική και κυτταρική θεωρία

4873. Spermoderm – σπέρμα + δέρμα, περίβλημα σπέρματος

Βρνα. Spermogram– διάγραμμα διερεύνησης της συμμετοχής του σπέρματος στη (μη) γονιμότητα του ζευγαριού 

4874. Spermoil – έλαιον σπέρματος, σπερματσέτο αποκτώμενο από φάλαινα – φυσητήρα

4875. Spermophile – σπέρμα + φιλώ, σπερμόφιλος γεώμυς, τρωκτικό που ανοίγει μεν τρύπες, αλλά δεν είναι τυφλό σαν τον τυφλοπόντικα

4876. Spermophore – σπέρμα + φέρω, ο πλακούς στα φυτά

4877. Sperm-whale – σπερμοφάλαινα, φυσητήρας, από τον οποίο εξάγεται σπερματσέτο

4878. Sphacelate, Sphacelation, Sphacelus – σφάκελος, γάγγραινα, σηψαιμία

4879. Sphanology, Sphagnous, Sphagnum – σφάγνον, βρυόζωο, ισπανικό βρύο

4880. Sphene, Sphenoid, Sphenoidal – σφην, σφήνα, σφηνοειδής 

4881. Sphenodon – σφην + οδούς, σαύρα της Νέας Ζηλανδίας

4882. Sphenogram, Sphenographer, Sphenographical, Sphenography – σφην + γράφω, σφηνοειδής γραφή όπως στη Μεσοποταμία, σφηνογραφία

4883. Sphere, Spheral, Spheric, Spherical, Spherically, Sphericalness, Sphery – σφαίρα, σφαιρικός

4884. Sphericity, Spherics- σφαιρικότητα, γεωμετρική και τριγωνομετρική 

4885. Spherograph – σφαίρα + γράφω, φυσική γεωγραφία, γεωγραφία, μελέτη ατμόσφαιρας, υδρόσφαιρας, βιόσφαιρας και γεώσφαιρας

4886. Spheroid, Spheroidity – σφαιροειδής

4887. Spherometer – σφαίρα + μετρώ, όργανο για μέτρηση καμπυλών

4888. Spherosiderite – σφαίρα + σίδηρος, ανθρακικό ασβέστιο του σιδήρου σε σφαιρικές μάζες

4889. Spherostilbite – σφαίρα + στίλβω (γυαλίζω), μικροκρυσταλλικός στιλβίτης, ζεόλιθος περιέχων πυρίτιο, αλουμίνα, ασβέστιο και νερό

4890. Spherule – μικρή σφαίρα ή υδρόγειος

4891. Spherulite, Spherulitic – σφαιρουλίτης, είδος μαργαριταριού, κρύσταλλος που ανευρίσκεται σε ηφαιστειώδη ύαλο

Βρνβ. Sphex – σφήκα

4892. Sphincter – σφιγκτήρ, κάθε μυς που κλείει ή συστέλλει ένα στόμιο

4893. Sphninx _ Σφίγξ, Σφίγγα, η γνωστή της Αιγύπτου, αλλά και τέρας που έθετε αινίγματα στην είσοδο των Θηβών, όπως αυτό     που απάντησε ο Οιδίποδας για το ποιο ον έχει στα γεράματα τρία πόδια (γέρος με βακτηρία)

4894. Sphragid, Sphragistics – σφραγίς, μελέτη σφραγίδων

4895. Sphygmic – σφυγμός, σφυγμικός

4896. Sphygmograph – σφυγμογράφος, σφυγμός + γράφω

4897. Sphygmomanometer – σφυγμός + μανός (αραιός), μανόμετρο που μετράει αρτηριακή πίεση   

4898. Sphygmometer – σφυγμόμετρο

4899. Sphygmophone – σφυγμός + φωνή, όργανο για εξακρίβωση του ρυθμού των παλμών μέσω ακρόασης

Βρνγ. Sphyrna – σφυροειδήςκαρχαρίας

4900. Spica, Spicate – σπιλάς, μυτερός βράχος, εκβολάς, επίδεσμος (από το σπληνίον) με στήριγμα ή γύρω από ένα άκρο, μακρύ στάχυ και το ομώνυμο άστρο

Βρνδ. Spice, Spicer, Spicery, Spicily, Spiciness, Spicy – ετυμολογείταιαπότοπρ. Ινδ. Ευρ. “spek” που σημαίνει «παρατηρώ», αλλά πολύ πιο πιθανή λογικά είναι η ετυμολογία του από το «σπιλάς», διότι κάθε μπαχαρικό έχει το χαρακτηριστικό ότι κεντρίζει σαν κάτι μυτερό, γι’ αυτό άλλωστε το λέμε και πικάντικο

4901. Spiciform – σπιλάς, μυτερός, μακρύ σαν στάχυ ή με μορφή ακίδας

4902. Spicosity – σπιλάς, μακρύς σαν στάχυ, η κατάσταση, όπου υπάρχουν πολλά στάχυα

4903. Spicular, Spiculate, Spicule, Spiculiform (ακιδοειδής), Spiculigenous (περιέχων στάχυα ή μυτερές κορφές) – σπιλάς, εκβολάδα, κάτι μυτερό

4903. Spike, Spike- nail, Spiky – σπιλάς, μυτερός

4904. Spikenard – σπιλάς + νάρδος, ναρδόσταχυς, λάδι από νάρδο

4905. Spile – σπιλάς, γόμφος για φράξιμο τρύπας ή στήριξη πλαγιάς

Βρνε. Spilornis – σπίλος + όρνις, λοφηφόροςφιδαετόςτωνΦιλιππίνων

4906. Spilosite – σπιλάς, πράσινος σχιστολιθικός αστρίας με ψήγματα χλωρίτη

4907. Spinaceous, Spinach – σπιλάς, κεντριστικό λαχανικό, σπανάκι

4908. Spinal, Spinate, Spine, Spineless (ασπόνδυλος), Spinescent Spiniferous (αγκαθοφόρος), Spinifex, Spinigerous, Spiny  – σπιλάς, βράχος, γόμφος, κέντρον (προς κέντρα λακτίζειν), αγκάθι 

4909. Spinose, Spinosify, Spinous – σπιλάς, ακίς, γόμφος, αγκάθι

4910. Spinthariscope – σπινθήρ + σκοπώ, όργανο που παρουσιάζει τα φωτεινά φαινόμενα του ραδίου

4911. Spinthere – σπινθήρ, σπίθα

4912. Spinule, Spinulous – σπιλάς, γόμφος, κέντρον, ακίς, ακανθώδης

4913. Spiracle – σπείρα, στόμιο, πόρος

4914. Spiracular, Spiraculate – σπείρα, έχων σπείρες

4915. Spiraea – σπείρα, είδος τριανταφυλλιάς με μαιανδρικά τριαντάφυλλα

4916. Spiral, Spirality, Spirally, Spire, Spired, Spiry – σπείρα, σπειροειδής

4917. Spirifer – σπείρα + φέρω, εξαλειφθέν γένος βραχόποδων με εσωτερικές σπείρες

4918. Spirillum – σπείρα, σπειροειδές είδος βακτηρίων

Βρνστ. Spirochaete– το βακτήριο σπειροχαίτη

4920. Spirograph, Spirometer – spiro (αναπνέω) + γράφω, μετρώ, όργανα για καταγραφή του όγκου εισπνεόμενου αέρα

Βρνζ. Spirogyra – είδοςμεταξένιων αραχνοϋφαντων φυκιών

4921. Spirula – σπείρα, κεφαλόποδο με δισκοειδές κέλυφος

Βρνη. Spizaetus- σπίζαήσπίνος + αετός, ιεραετός

4922. Splanchnic, Splanchnology (σπλαγχνολογία), Splanchnotomy (σπλαγχνοτομία) – σπλάγχνον, εντόσθια 

4923. Spleen, Spleenful, Speenish, Spleenishly, Spleenishness, Spleenless (άνευ σπληνός, ευγενής), Spleeny – σπλην, αγγειακός αδένας της δεξιάς υποχονδριακής (υποθωρακικής) περιοχής, έδρα θυμού, δυσαρέσκειας και μελαγχολίας 

4924. Spleenwort –ασπλήνιον πλατύνευρον, φτέρη που θεραπεύει την ασθένεια του άνθρακα σε ζώα

Βρνθ. Splendid, Splendidly, Splendidness, Splendeur – πρ. Ινδ. Ευρ. θέμα “splnd“ (φανερώνω), αλλά προφανώς σχετίζεται με τις ευγενείς αιμοκαθαρτικές και ανοσολογικές λειτουργίες του σπληνός, έξοχος, φωτεινός, τέλειος

Βρξ. Splenectomy–αφαίρεση σπληνός

4925. Splenetic, Splenetical, Splenetically – σπλην, σπλήνα

4926. Splenic, Splenitis (φλεγμονή σπληνός) – αφορών τον σπλήνα

4927. Splenius – σπληνίον, επίδεσμος

4928. Splenization – φλεγμονή στους πνεύμονες που τούς κάνει να μοιάζουν με σπλήνα

4929. Splenocele – σπλην + κήλη, σπληνοκήλη

4930. Splenology, Splenomegaly, Splenotomy – σπληνολογία, σπληνομεγαλία, σπληνοτομία

 4931. Spodogenous – σποδός (στάχτη) + γεννώ, προκαλούμενος από απόβλητα οργανικής ύλης

4932. Spodomancy – σποδός + μαντεία, μαντεία βάσει στάχτης

4933. Spodumene – σποδός, σποδούμενος, μέταλλο με φυλλοειδή δομή αποτελούμενο από σιλικόνη, αλουμίνα και λίθιο

4934. Spondaic, Spondee – σπονδείος, ποιητικός πους αποτελούμενος από δύο μακρές συλλαβές

Βρξα. Spondylarthritis– σπονδυλαρθρίτις

4935. Spondyle, Spondylitis (αρθρίτις του σπονδύλου), Spondylosis – σπόνδυλος, εκφυλισμός μεσοσπονδυλίων δίσκων

4936. Sponge, Spongeous, Sponger (χρησιμοποιώνσπόγγο), Spongiform, Sponginess, Spongy  – σπόγγος, σπογγώδης

4937. Spongelet, Spongiole – σπόγγος, απορροφητικός κυτταρικός ιστός της ρίζας

4938. Spongiopiline – σπόγγος + πίλος, σπογγώδης ελαστικός ιστός χρησιμοποιούμενος ως κατάπλασμα ή για ζυμώσεις

4939. Spongiose – σπογγώδης

4940. Sporadic, Sporadically – σποραδικός

4941. Sporangium, Spore – case– σπορά + αγγείον, αγγείοσπόρων, σποριάγγειον

4942. Sporation – παραγωγήσπόρων

4943. Spore– σπείρω, σπόρος

Βρξβ. Sporocystian – σποροκυστικός, μαλάκιο πολλαπλασιαζόμενο με μικρούς σάκους έμπλεους σπόρων

Βρξγ. Sporogony– ασεξουαλική παραγωγή σπόρων στα παρασιτικά σπορόζωα

Βρξδ. Sporophore– πόρος δια του οποίου διέρχεται ο σπόρος

Βρξε. Sporophyte – σποριόφυτον

Βρξστ. Sporotrichosis – σποροτρίχωσις, πολύσοβαρήμυκητιακήμόλυνση του δέρματος, των πνευμόνων και των κοκάλων

Βρξζ. Sporozoa– σπορόζωα, παρασιτικοί οργανισμοί που προκαλούν ελονοσία, κοκκιδίωση και τοξοπλάσμωση 

4944. Sporule, Sporuliferous – σπόρος

4945. Sprain, Sprained – εκ + πρόστημι, πιέζω δια προεξοχής, πιέζω δια προεξοχής, συμπιέζω

4946. Spur, Spurless, Spurred, Spurrier (κατασκευαστής σπιρουνιών) – σφυρόν, αστράγαλος, σπιρούνι

4947. Squirrel – σκίουρος, σκιά + ουρά

Βρξη. Squirt, Squirter- ασκίδιον, ασκός, χύνω

4948. Stability, Stabilization, Stabilize, Stabilizer – ίστημι, ίσταμαι, σταθερός

4949. Stable, Stableness – ίστημι, ίσταμαι, σταθερός, σταθερότης

4950. Stable, Stableboy, Stableman, Stabling – στάβλος, σταβλάρχης (βυζαντινάελληνικά)

4951. Stacte – στάζω, αρωματικό μύρο

4952. Stactometer – στακτόμετρον, σωλήνας για μέτρηση σταγόνων

4953. Stadium – στάδιον, ελληνικό μέτρο 182, 18 μέτρων ή 606 αγγλοσαξονικών ποδών

4954. Stage (σκηνή), Stagecoach (άμαξα), Stagecraft (πρακτική γνώση δραματικών κανόνων), Stagedriver (οδηγός άμαξας), Stagefright (τρακ προ της παράστασης), Stageplay (σκετς, θεατρικό δρώμενο), Stager, Stagery, Stagestruck (σκηνομανής), Stagy – ίστημι, ίσταμαι, σκηνή

4955. Staginess, Staging – σκηνογραφία

4956. Stagnancy, Stagnant, Stagnantly, Stagnate, Stagnation – στάζω, σταλαγμίτης, στάσιμος (επί υδάτων), λιμνάζων

4957. Stagyrite – Σταγιρίτης, καταγώμενος από τα Στάγιρα, ειδικά ο Αριστοτέλης

4958. Stalactic, Stalactiform, Stalactite, Stalactitic – σταλακτίτης, εκβολάδα σπηλαίου εκκινούμενη εξ οροφής που σχηματίζεται προοδευτικά στάζοντας προς τα κάτω  

4959. Stalagmite, Stalagmitic, Stalagmitically – σταλαγμίτης, εκβολάδα σπηλαίου εκκινούμενη εκ του εδάφους που σχηματίζεται προοδευτικά από την άνωθεν πτώση σταγόνων και αλάτων

Βρξθ. Stalagmometer, Stalagmometric, Stalagmometry – σταλαγμόμετρον, σταλαγμομετρία, όργανο για μέτρηση τάσης επιφανειών μέσω του βάρους της σταγόνας που πέφτει από δοκιμαστικό σωλήνα

Βρο. Stair, Staircarpet (χαλίσκάλας), Staircase (κλιμακοστάσιο) – στοιχώ

Βροα. Stall, Stallage (δικαίωμα εγκατάστασης στάβλου σε πανηγύρια) – στάβλος (βυζαντινά ελληνικά)

4960. Stamen, Stamened – στήμων, αρσενικό όργανο φυτού

4961. Stamina, Staminal, Staminate, Stamineous, Staminiferous, Staminode (εκβληθείς στήμων) – στήμων, αρσενική ορμόνη, αρσενική ουσία

4962. Stance – ίστημι, ίσταμαι, λαμβάνω κατάλληλη στάση για να επιτεθώ  

4963. Stanch, Stancher, Stanchion, Stanchless, Stanchness –ίστημι, ίσταμαι, σταματώ τη ροή του αίματος δια εμπήγματος

4964. Stand, Stander, Standing, Standpoint (άποψη) και αμέτρητα παράγωγα – ίστημι, ίσταμαι

4965. Standard, Standardize – ίστημι, ίσταμαι, ιστός, σημαία, υψηλό κριτήριο

Βροβ. Stanza – ίστημι, ίσταμαι, στροφή ποιήματος

4966. Stapedial, Stapes – ίστημι, ίσταμαι + πους, αναβολέας, οστάριον ωτός

Βρογ. Staphisagria– (α-) σταφίς (ξηρό σταφύλι) + άγριος, αγριοσταφίς, ομοιοπαθητική θεραπεία για όσους ταπεινώνονται και δεν αντιδρούν καταπιέζοντας τα αισθήματά τους

4967. Staphyle, Staphyline– σταφυλή οισοφάγου, τσαμπί από σταφύλια

Βροδ. Staphylococcous– σταφυλόκοκκος

4968. Staphyloma – σταφύλωμα, εκβολάδα στην επιφάνεια οφθαλμικού βολβού

4969. Staphylography – σταφυλή + ράπτω, ραφή σταφυλής οισοφάγου

4970. Staphylotomy – χειρουργική εξαγωγή σταφυλής, απομάκρυνση σταφυλώματος

4971. Star, Starfish (αστερίας), Stagazer, Starless, Starlight και αμέτρητα παράγωγα – αστήρ

4972. Starch, Starched, Starchiness, Starcher, Starchiness, Starchness, Starchy – στέρφος (σ.σ. συναφές και το στούρνος), αμετάβλητος, προκαθορισμένος, άμυλο, σκληρό κολάρο, κολαριστός

4973. Stare, Staring, Staringly – στέρφος, αμετάβλητος, προκαθορισμένος, παρατηρώ κάτι επιμόνως

4974. Stark, Starkness – στέρφος, αμετάβλητος, προκαθορισμένος, απόλυτος

4975. Starling – στέρφος, αμετάβλητος, προκαθορισμένος, πάσσαλοι εμπηγμένοι σε αποβάθρα, ψαρόνι

4976. Starvation, Starve, Starveling – μέσω του γερμανικού “sterben” (πεθαίνω) ανάγεται και αυτό στο «στέρφος» (αμετάβλητος, προκαθορισμένος), που δηλώνει και τη νεκρική ακαμψία, πεθαίνω από την πείνα

4977. Stasis – στάσις, τελμάτωση, πήξιμο του αίματος ή άλλου υγρού, διατήρηση σώματος με καταστολή ζωτικών λειτουργιών δια κρυογονικής ή άλλης μεθόδου

4978. Statant – ιστάμενος και με τα δύο πόδια στο έδαφος

4979. State, Statable, Stating, Statement, Statesman – ίστημι, ίσταμαι, ορθία στάση ομιλητή, δηλώνω, δήλωση

4980. State, Statecraft, Stateless, Statesman, Statesmanlike, Statesmanship – ίστημι, ίσταμαι, κρατικός οργανισμός, κράτος, κυβερνηση, κυβερνητικός υπάλληλος ή εκπρόσωπος

4981.   Stateliness, Stately – ίστημι, ίσταμαι, άξιος, σεβάσμιος, αξιοπρεπής με την αρχαία έννοια, δηλαδή ο ηθικός άνθρωπος που εντάσσεται και προσφέρει και στους θεσμούς

4982. Stater – στατήρ, αρχαίο ελληνικό νόμισμα από άργυρο και χρυσό

4983. Static, Statical, Statically, Statics – ίστημι, ίσταμαι, στάσις, στατικός, στατική κτιρίου ή οικοδομήματος

4984. Station, Stational, Stationariness, Stationary, Stationmaster (διοικητής σιδηροδρομικού σταθμού) – ίστημι, ίσταμαι, σταθμός (λεωφορείων ή σιδηροδρομικός)

4985. Stationer, Stationery – ίστημι, ίσταμαι, πωλητής ορθίας στάσης, συνήθως χαρτιού ή εφημερίδων

4986. Statist, Statistic, Statistical, Statistically, Statistician, Statistics – ίστημι, ίσταμαι, δεδομένα σχετιζόμενα με το στάτους της κοινωνίας, στατιστική

Βροε. Statocyst–ίστημι, ίσταμαι + κύστις, σύστημα ισορροπίας σε εχινόδερμα, κεφαλόποδα, μαλακόστρακα κ.λπ. που αποτελείται από στατικό λίθο που επί απώλειας ισορροπίας ακουμπά σε περίμετρο τριχιδίων

Βροστ. Statocyte – ίστημι, ίσταμαι + κύτος, ευαίσθητο στη βαρύτητα κύτταρο ανεπτυγμένων φυτών

Βροζ. Statolith– στατικός λίθος, βλ. αμέσως παραπάνω

4987. Stator – ίστημι, ίσταμαι, το σταθερά εμπεπηγμένο τμήμα γεννήτριας, γύρω από το οποίο ή εντός του οποίου κινείται η τουρμπίνα, ο ρότορας ή ο κινητήρας

4988. Statoscope – ίστημι, ίσταμαι + σκοπώ, στεγνό βαρόμετρο για ευαίσθητη μέτρηση διακυμάνσεων πίεσης κατά την πτήση των αεροσκαφών

4989. Statuary, Statue, Statued, Statuesque, Statuette (αγαλματίδιο), Stature (παράστημα ή ύψος σώματος) – ίστημι, ίσταμαι, άγαλμα

4990. Status – ίστημι, ίσταμαι, κατάσταση της κοινωνίας

4991. Statutable, Statutably, Statutarly, Statute, Statutory – ίστημι, ίσταμαι, κρατικός οργανισμός, θεσμός, θέσμιον, συνταγματική διάταξη, συνταγματικός χάρτης

4992. Staunch –  ίστημι, ίσταμαι, σταθερός, αξιόπιστος

4993. Staurolite – σταυρός + λίθος, σταυρόλιθος, κρυσταλλικό πρισματικό πυριτικό άλας αλουμινίου, μαγνησίου και σιδήρου, συχνά σε σχήμα σταυρού

4994. Stauroscope – σταυρός + σκοπώ, όργανο παρατήρησης πολωμένου φωτός στην εξέταση των κρυστάλλων

4995.  Stave – στέφω, περιβάλλω κυκλικά, σκαλοπάτι

4996. Stavesacre – ασταφίς, σταφίς, σύνολο αποξηραμένων σταφυλιών, σταφισαγρία, σπόροι προς εξουδετέρωση ζιζανίων (σ.σ. εξού και η σαγρία, ποτό που σκοτώνει κάθε κακό παράσιτο)

4997. Stay, Stayer και αμέτρητα παράγωγα – ίστημι, ίσταμαι

4998. Stead, Steadfast (σταθερός), Steadfastness – ίστημι, ίσταμαι, σταθερότης

4999. Steadily, Steadiness, Steading, Steady – ίστημι, ίσταμαι, σταθερός

5000. Stearate, Stearic, Stearin – στέαρ (λίπος), στεατίνη, στεατικόοξύ

5001. Stearoptene – στέαρ + οπτάνομαι (είμαι ορατός, φαίνομαι), κρυσταλλική ουσία από καμφορά και άλλα αιθέρια έλαια

5002. Steatite, Steatitic – στεατίτη, σαπουνόπετρα, άμορφο ταλκ, ένωση μαγνησίου με διοξείδιο του πυριτίου σαπωνοειδούς υφής

5003. Steatocele – στεατοκήλη, λίπωμα του περιτόναιου

5004. Steatoma, Steatomous–στέαρ, κύστη με ξύγκι, μαλακή και ελαστική στην αφή, κρεατοελιά

5005. Steatopygus – στεατόπυγος, στέαρ + πυγή, έχων στρώση κρέατος στους γλουτούς

Βροη. Steatosis – στέαρ, πρόσθετο λίπος στο συκώτι

5006. Steganographist, Steganography – στεγανός + γράφω, στεγανογραφία, κρυπτογραφία, επικοινωνία με μυστικούς κρυπτογραφημένους χαρακτήρες 

5007. Steganopods – στεγανός + πους, στεγανόποδα, πτηνά με νηκτικά μεμβρανώδη πέλματα, όπως ο πελεκάνος

5008. Stegnosis, Stegnotic – στεγνός, δυσκοιλιότητα λόγω μη επαρκών υγρών στο έντερο

Βροθ. Stegocephali -στέγη + κεφαλή, κλάδος τετράποδων σπονδυλωτών

Βρπ. Stegomyia – στεγόμυια, αφρικανικόκουνούπι

Βρπα. Stegosaurus – στεγόσαυρος, δεινόσαυρος ιουρασικής περιόδου

5009. Stela, Stelar, Stele (κεντρικό τμήμα βλαστού), Stelene – στήλη ενεπίγραφη ή μη, κίων χωρίς βάση και κιονόκρανο 

5010. Stella, Stellaria, Stellary, Stellate, Stellated, Stelliferous, Stelliform, Stellular, Stellulate – πρ. Ενδ. Ευρ. “stel”, αστήρ

5011. Stelography –στήλη + γράφω, επιγραφή στήλης, τεχνική εγχάραξης χαρακτήρων σε στήλη

5012. Stenocardia – στενός + καρδία, στενοκαρδία, συμπίεση, σπασμός ή στένωση της καρδιάς

5013. Stenochromy – στενός + χρώμα, τεχνική σύγχρονης εκτύπωσης πολλών χρωμάτων

5014. Stenodactylography,Stenograph, Stenographer, Stenographic, Stenographist, Stenography – στενογραφία

Βρπβ. Stenophyl – στενόφυλλος

5015. Stenosis – στένωσις, στένεμαανοίγματος

Βρπγ. Stenotherm – ζώο που μπορεί να επιβιώσει μόνο εντός μικρού περιθωρίου θερμοκρασιών

5016. Stenotype, Stenotypy – στενός + τύπος, πρόχειρη στενογραφία με κοινά γράμματα

5017. Stentor – Stentorian, στεντόρειος, Στέντωρ, ήρωας της Ιλιάδας, του οποίου η φωνή είχε την ίδια ένταση με την εκβαλλόμενη από 50 άτομα μαζεμένα

5018. Stephanite – στεφανίτης, θειϊκό αντιμόνιο του αργύρου

5019. Stepanotis – στέφανος, τροπικό αναρριχώμενο φυτό, καλλιεργούμενο για τα αρωματικά κηρώδη άνθη του

Βρπδ. Stephanoaetus – στέφανος + αετός, εστεμμένοςαετός

5020. Stercoraceous, Stercoral, Stercorary, Stercoration – πρ. Ινδ. Ευρ. “sker”, σχίζω, κοπριά, ζωικόλίπασμα

5021. Stere – στερεός, μετρική μονάδα για μέτρηση στερεών, κυβικό μέτρο

5022. Stereo – στερεός, στερεοφωνικό συγκρότημα

Βρπε. Stereobate – στερεός + βάση, στερεά αρχιτεκτονική βάση για περαιτέρω οικοδόμηση

5023. Stereochemistry – στερεός + χημεία, κλάδος της χημείας που ασχολείται με τη διάταξη των ατόμων και των μορίων στο διάστημα

5024. Stereochromy – στέρεος + χρώμα, μέθοδος χρωματισμού τοίχων, όπου τα χρώματα διατηρούνται με ψεκασμό φθορίου ή φθορικού οξέος

Βρπστ. Stereognosis– στερεός + γνώσις, αντίληψη αντικειμένων δι’ αφής

Βρπζ. Stereogram- στερεόγραμμα, δυσδιάστατη εικόνα που δημιουργεί αίσθηση βάθους, αν κοιταχτεί από συγκεκριμένη σκοπιά

5025. Stereograph, Stereographic, Sterographically, Stereography – στερεογραφία, σχεδιάγραμμα στερεών σωμάτων σε επίπεδο

Βρπη. Stereoisomerism– στερεός + ισομερής, ίδιος μοριακός τύπος αλλά διαφορετικός προσανατολισμός μορίων στο χώρο

5026. Stereometer, Stereometrical, Stereometry – στερεομετρία, μέτρηση συστατικών, παραμέτρων και ειδικού βάρους σωμάτων

Βρπθ. Stereopsis – στερεός + όψις, αίσθησηβάθους που προκαλείται από ταυτόχρονη χρήση και των δύο οφθαλμών

Βρq. Stereophonic, Stereophony– στερεοφωνικός, στερεοφωνία 

5027.  Stereoscope, Stereoscopic, Stereoscopist, Stereoscopy – στερεός + σκοπώ, στερεοσκόπιον, όργανο δια του οποίου δύο εικόνες συναιρούνται και εμφανίζονται ως μία, ώστε το απεικονιζόμενο αντικείμενο να φαίνεται ότι εξέχει, όπως και στον τρισδιάστατο χώρο

Βρqα. Stereospondyli – στερεός + σπόνδυλος, εξαλειφθείσακατηγορία τεμνοσπόδυλων περί των οποίων βλ. αντίστοιχο λήμμα

Βρqβ. Stereotactic, Stereotaxy– στερεός + τάξις, καταγραφή ή πρόκληση αίσθησης βάθους σε επίπεδες εικόνες 

5028. Stereotomical, Stereotomy –στερεός + τομή, τεχνική τομής στερεών, ώστε να επιτευχθεί το επιθυμητό σχήμα

5029. Stereotype – στερεός + τύπος, στερεότυπον: είναι χαρακτηριστικό ότι η πολιτικώς ορθή “wok” κουλτούρα, που κηρύττει ότι δεν χρειάζεται την αρχαία Ελλάδα, έχει ως κύριο σκοπό της την αποφυγή στερεοτύπων, μία αρχετυπική κατ’ εξοχήν ελληνική λέξη!

5030.  Stereotype, Stereotyper, Stereotypist – στερεός + τύπος, μεταλλική πλάκα ειλημμένη από καλούπι κινητών τυπογραφικών στοιχείων, βασική μέθοδος της τυπογραφίας 

5031. Stereotypographer, Stereotypography –στερεοτυπογραφία, τυπογραφία με χρήση στερεότυπων

5032. Sterile, Sterility, Sterilizetion, Sterilize – στείρος, στειρότης

Βρqγ. Stern – εκ της ρίζας του “stiff”, στείβω, συμπιέζω κάτι ώστε να καταστεί ξερό και άκαμπτο, αυστηρός

5033. Sternal – στέρνον, στερνικός

5034. Sternalgia – στέρνον + άλγος, στερναλγία

Βρqδ. Sternocleidomastoid – στέρνον + κλεις+ μαστός, στερνοκλειδοειδήςμυς

5035. Sternum – στέρνον

5036. Sternutation, Sternutative, Sternutory –είτε εκ του «στέρνον», είτε εκ του «πταίρω, πτάρνυμι» δια μετατροπής του «πι» σε «σίγμα», φταρνίζομαι

Βρqε. Steroid – στεροειδές, ενισχυτική ουσία με ενωμένους δακτύλιους

5037. Stethometer – στήθος + μετρώ, στηθόμετρον, όργανο για μέτρηση κίνησης των πνευμονικών τοιχωμάτων

5038. Stethoscope, Stethoscopic, Stethoscopic, Stethoscopist, Stethoscopy –στήθος + σκοπώ, στηθοσκόπιον, το βασικό όργανο των γιατρών για τον έλεγχο της αναπνοής και την ανίχνευση ήχων στη θωρακική κοιλότητα

5039. Sthenic – σθένος (και χημικό), δύναμη τόσο μεγάλη ώστε διαχέεται και επιδρά στο περιβάλλον

5040. Stich, Stichic – στίχος, γραμμή ποιήματος, σύνολο μετρικών ποδών

5041. Stichomancy – στίχος +μαντεία, πρόβλεψη του μέλλοντος με τυχαία φυλλομέτρηση βιβλίου και θέση του δακτύλου επί τυχαίων λέξεων

5042. Stichometry – στίχος + μετρώ, διαίρεση ενός κειμένου σύμφωνα με το νόημα, κατάλογος των βιβλίων της Αγίας Γραφής με ένδειξη των στίχων και των στροφών τους

Βρqστ. Stichomythia– στιχομυθία

Βρqζ. Stick, Stickful, Stickiness –  στίζω, στίγμα

5043. Stiff, Stiffen, Stiffener, Stiffening, Stiffish, Stiffly, Stiff- neck (νευροκαβαλίκεμαλαιμού), Stiffness – στείβω, συμπιέζωκάτιώστενακαταστείξερόκαιάκαμπτο

5044. Stigma, Stigmatic, Stigmatical, Stigmatically, Stigmatization – στίγμα, στιγματικός, στιγματισμός

5045. Stigmaria -σύστημα εκτεταμένων ριζών προϊστορικών δένδρων

5046. Stigmata – υπερφυσικά σημάδια στα σώματα αγίων κατ’ απομίμηση των τραυμάτων και των πληγών του Ιησού, ανοίγματα στο σώμα εντόμων επικοινωνούντα με την τραχεία ή με άλλα αεροφόρα αγγεία

5047. Stigmatosis – στιγμάτωσις, φλεγμονή του δέρματος που το καθιστά κατάστικτο

5048. Stilbite – στίλβω (γυαλίζω), στιλβίτης, ζεόλιθος περιέχων πυρίτιο, αλουμίνα, ασβέστιο και νερό

5049. Still, Stillage, Stillatitious, Stillatory, Stilliform, Stilling, Stillion -στίλη, σταγών, ενσταλάζω, απόσταξις

Βρqη. Stimulant, Stimulate, Stimulation, Stimulative, Stimulator, Stimulus – ενδεχομένωςαπότο«στίζω», «στίγμα» ή«στύλος», ακίδαπουδιεγείρει

5050. Stipe, Stipitate – στείβω, ώστε κάτι να καταστεί ξερό και μακρύ, στέλεχος, μίσχος, βλαστός

5051. Stiptic  – στυπτηρία, στυπτικός

5052. Stipula, Stipulaceous, Stipular, Stipulate, Stipulation, Stipulator, Stipule, Stipuled – στείβω, στέλεχος, ανορθώνω κάτι, συμφωνώ

Βρqθ. Stitch, Stitcher, Stitchery, Stitching- στίζω, στίγμα, κεντώ

5053. Stoa – στοά, διάδρομος με οροφή

5054. Stoa, Stoic, Stoical, Stoically, Stoicalness – Στοά, στωική φιλοσοφία

Βσ. Stochastic – αλγόριθμος ή υπόδειγμα που φαίνεται εκ πρώτης όψεως τυχαίο αλλά δεν είναι, διότι μπορεί να αναλυθεί, αν όχι να προβλεφθεί

5055. Stoichiology – στοιχείον + λόγος, λόγος και επιστήμη περί στοιχείων

5056. Stoichiometry – στοιχείον + μετρώ, στοχειομετρία, διδασκαλία χημικών ισοδυνάμων, χημικά μαθηματικά

5057. Stoicism – στωικισμός

5058. Stola – στολή, μακρύ φόρεμα Ρωμαίων κυριών, μπέρτα υπερήρωα

5059. Stole – στολή, ποδήρης λωρίδα μετάξινου υφάσματος που φορούν οι επισκοποι και οι ιερείς και από τους δύο ώμους, ενώ οι διάκονοι μόνο από τον αριστερό ώμο

5060.  Stolid, Stolidity, Stolidness – στείβω, στελεχώδης, πρεμνώδης, βλάκας

5061. Stolon – στείβω, στέλεχος, βλαστός, κορμός

5062. Stoloniferous – στείβω, στέλεχος, βλαστός που ρουφάει, φέρων βεντούζες

5063. Stoma, Stomata – στόμα, αναπνευστικός πόρος ή άνοιγμα στην επιδερμίδα φύλλου (σ.σ. από εκεί συνέλαβε ο Άρθουρ Κλαρκ την ιδέα ότι οι επιστήμονες της Αφροδίτης θεωρούσαν το στόμα των ανθρώπων αναπνευστικό πόρο: Arthur Clarke, History Lesson)

5064. Stomach, Stomachal, Stomachic, Stomachless (άνευ στομάχου) – στόμαχος, στομαχικός

5065. Stomacher – στόμαχος, κάλυμμα στήθους που φθάνει μέχρι το στομάχι

5066. Stomatic, Stomatitis – στοματίτις, στοματικός ως αναφερόμενος στη φλεγμονή του στόματος και τη θεραπεία αυτής

5067. Stomatode – έχων στόμα

5068. Stomatogastric – στοματογαστρικός

Βσα. Stomatologist, Stomatology- στοματολογία

5069. Stomatoplasty – πλαστική εγχείρηση στο στόμα

Βσβ. Stomatorrhagia– αιμορραγία του στόματος

5070. Stomatoscope – στόμα + σκοπώ, όργανο εξέτασης του στόματος

Βσγ. Stomoxys– στόμα + οξύς, είδος μύγας

5071. Storage, Store, Storehouse, Storekeeper, Storer, Storeroom, Stores, Storeship, Storey, Storied – ίστημι, ίσταμαι, μέσωτουλατινικού “instauro” τοποθετώ, αποθηκεύω

5072. Storax – στύραξ, μοσχολίβανο, ρετσίνι, θυμίαμα

5073. Storied, Storiologist – φολκλορικός, φοιτητήςτουφολκλόρ

5074. Story, Storytelling και αμέτρητα παράγωγα – ιστορία

5075. Stow, Stowage, Stowaway, Stower- ίστημι, ίσταμαι, μέσω του λατινικού “instauro” τοποθετώ, αποθηκεύω

5076. Strabismus -στρόβος, στρόβιλος, στραβισμός

5077. Strabotome – στρόβος + τομή, το νυστέρι που χρησιμοποιείται κατά την εγχείρηση στραβισμού

5078. Stabotomy – στρόβος + τομή, εξάλειψη στραβισμού δια διαίρεσης ή τομής των μυών, που προκαλούν τη λοξοδρομία της όρασης

5079. Strain, Strainer, Straining – στραγγεύω, σφίγγω, τεντώνω βίαια με κίνδυνο θραύσης ή θλάσης

5080. Strangle, Strangler, Strangulated, Strangulation – στραγγεύω, συμπιέζω, συστρέφω, πνίγω

5081. Strangury – στραγγουρία, κατακράτηση ούρων

5082. Strap, Straphanger (ο κρατών τη χειρολαβή σε λεωφορείο), Strappado (βασανιστήριο, κατά το οποίο το θύμα κρέμεται από μια λωρίδα και κυλινδείται πάνω-κάτω), Strapping, Strapwort (θαλάσσιο φυτό) – στρόφος, συστραμμένος ιμάντας

5083. Stratagem – στρατήγημα

5084. Stratagetic, Strategic, Strategical, Strategically – στρατηγικός

5085. Strategist, Strategy – στρατηγός, στρατηγικός νους, στρατηγία

Βσδ. Stratification, Stratified, Stratiform, Stratify – πρ. Ινδ. Ευρ. “sere”, σύρω, στρώμα, λωρίδα, στοιβάδα

5086. Stratigraphical, Stratigraphically, Stratigraphy – επιστήμηγεωλογικώνστρωμάτων

5087. Stratocracy – στρατοκρατία

5088. Stratographical, Stratographically, Stratography – στρατός + γράφω, πραγματείαήπεριγραφήστρατολογικώνθεμάτων

5089. Stratosphere – στρατόσφαιρα

Βσε. Stratum, Stratus – πρ. Ινδ. Ευρ. “sere”, σύρω, στρώμα, λωρίδα, στοιβάδα

Βσστ. Straw, Strawberry, Strawboard – πρ. Ινδ. Ευρ. “stere” (“s“ δηλωτικό σφιξίματος, προσπάθειας + τείνω, επεκτείνω, κάτι που απλώνεται και εκτείνεται, καλαμάκι

Βσζ. Stray, Strayer – λωρίδα δρόμου, αποκλίνω αυτής

5090. Stream, Streamy και αμέτρητα παράγωγα – “s” συριστικό, σύμβολο κύματος + ροή, ρυάκι, ρέμα 

5091. Street – πρ. Ινδ. Ευρ. “sere”, σύρω, στρώμα, λωρίδα, στοιβάδα, δρόμος (αν και η ετυμολογία της λέξης είναι ελαφρώς αμφισβητούμενη, η συνεχής επανάληψή της αρκεί για να τής δώσει ένα τιμητικό αριθμό ως προερχόμενης από την ελληνική γλώσσα)

5092. Strenuosity, Strenuous, Strenuously, Strenuousness – στείβω, συμπιέζω κάτι ώστε να καταστεί ξερό και άκαμπτο, αγέρωχος, ζωηρός, ακατάβλητος

Βση. Strepsiptera – στρέφω + πτερόν, έντομα που είναι ενδοπαράσιτα άλλων εντόμων

Βσθ. Streptobacillus – στρεπτοβάκιλλος

5093. Streptococcus, Streprolysin – στρεπτός + κόκκος, στρεπτόκοκκος, κυτολυτικός παράγων

Βσι. Streptomycetes, Streptomycine – μύκητεςιδανικοί για παραγωγή αντιβιοτικών, στρεπτομυκίνη 

5094. Stress – στραγγεύω, σφίγγω, τεντώνω βίαια με κίνδυνο θραύσης ή θλάσης

5095. Stretch, Stretcher, Stretchy, Stretching – στραγγεύω, σφίγγω, τεντώνω βίαια με κίνδυνο θραύσης ή θλάσης

5096. Striate, Striated, Striation, Striature – στραγγεύω, σφίγγω, τεντώνω βίαια με κίνδυνο θραύσης ή θλάσης, ράβδωσις, ραβδώνω

5097. Strick, Stricken – στραγγεύω, σφίγγω, τεντώνω βίαια με κίνδυνο θραύσης ή θλάσης, λινάρι, σχοινί

5098. Strict, Strictly, Strictness, Stricture – στραγγεύω, σφίγγω, τεντώνω βίαια με κίνδυνο θραύσης ή θλάσης, αυστηρότης

5099. Strident – “s” ηχητικό + τριγμός, τρίζω

5100. Stridor – “s” ηχητικό + τριγμός, τρίζω

5101. Stridulant, Stridulate, Stridulation, Stridulatory – “s” ηχητικό + τριγμός, τρίζω

5102. Strig – στείβω, συμπιέζω κάτι ώστε να καταστεί ξερό και άκαμπτο, ποδίσκος φυτού

5103. Strigae – στείβω, συμπιέζω κάτι ώστε να καταστεί ξερό και άκαμπτο, ριζίδια, τριχίδια ρίζας, ανορθωμένα μαλλιά

5104. Strigil – στλεγγίδα, όργανο ξέσεως εντός βαλανείου ή μπάνιου

5105. Strigose, Strigous – στλεγγίδα, ο έχων λογχοειδείς γουρουνότριχες

5106. String, Stringed, Stringent, Stringently, Stringer, Stringiness, Stringless, Stringy, Strung – στείβω, συμπιέζω κάτι ώστε να καταστεί ξερό και άκαμπτο, σχοινί από συστραμμένες ίνες

5107. Strip, Stripe, Striped, Stripling, Stripper, Stripy – λωρίδα υφάσματος ή φλοιού που αποσπάται δια ξέσεως, εξού και η σύνδεση με τη «στλεγγίδα»

5108. Strobe, Strobil, Strobila – στρόβος, περιστροφή, μέτρηση ταχύτητας γωνίας παράλλαξης ανά δευτερόλεπτο

5109. Strobile, Strobiliform, Strobiline – στρόβιλος, στροβιλοειδής

5110. Stroboscope – στρόβος + σκοπώ, όργανο μέτρησης της ταχύτητας διακοπτόμενης λάμψης περιστρεφόμενου αντικειμένου

5111. Stroll, Stroller, Strolling – αστρολόγος, περπατώ αφηρημένα, απρόσεκτα και απρόβλεπτα, όπως ο Θαλής που έπεσε στο πηγάδι 

5112. Stroma, Stromatic – στρώμα, στρωματικός, στοιβάδα κυττάρου και λειτουργία αυτής

5113. Strombuliform – στρόμβος, περιδίνηση που καταλήγει σε κορυφή κώνου, όπως το ηφαίστειο Στρόμπολι

5114. Strombus – στρόμβος, είδος γαστρόποδου, του οποίου το κοχλιειδές κέλυφος μοιάζει να προήλθε από περιδίνηση

5115. Strong και αμέτρητα παράγωγα – στείβω, συμπιέζω κάτι ώστε να καταστεί ξερό και άκαμπτο, δυνατός

5116. Strongyle – στρογγυλό νηματοειδές σκουλήκι

Βσια. Strongyloides, Strongyloidiasis – στρογγυλοειδήνηματώδηπαράσιτα

5117. Strop – στρόφος, συστραμμένος ιμάντας, λωρίδα υφασματος, σχοινί

Βσιβ. Strophanthus, Strophanthin (δηλητήριο)– στρέφω + ανθός, στροφανθός, φυτό απ’ όπου παράγεται γλυκοζίτης για την καρδιά

5118. Strophe, Strophic – στροφή ποιήματος, κίνηση του χορού αρχαίου δράματος από δεξιά προς τα αριστερά και αντίστοιχο τραγούδι

5119. Strohiolate – στρόφος, στροφίς, ταινία, λωρίδα, σάρκωμα στον ειλεό

5120. Strophiole – στρόφος, στροφίς, ταινία, λωρίδα, σάρκωμα ή περίττωμα σε χαρακιά σπόρου

5121. Strophulous – στρόφος, συστραμμένο σχοινί, δερματική ασθένεια παιδιών, περιστοματική δερματίτιδα

5122. Struthio, Struthious – στρουθίον, στρουθοκάμηλος

5123. Strychnine, Strychnic – στρύχνος, αλκαλοειδές δηλητήριο, μπελαντόνα

5124. Sturnoid – στέρφος, αμετάβλητος, προκαθορισμένος, πάσσαλοι εμπηγμένοι σε αποβάθρα, ψαρόνι

5125. Stygian – Στυξ, αφορών τον ποταμό του Άδη

5126. Stylar, Style -στύλος

5127. Stylus, Stylet, Styliform, Stylish, Stylishly, Stylishness, Stylist, Stylized – στίζω, στίγμα, διακρίνομαι, έχω προσωπικό στυλ

5128. Stylite – στυλίτης μοναχός

5129. Stylobate – στυλοβάτης

5130. Stylograph, Stylographic, Stylography – στυλογράφος

5131Styloid – στυλοειδές κόκαλο

5132. Styptic, Stypticity – στυπτικός

5133. Styracine – κρυσταλλική ουσία από στύρακα

5144. Styrax – στύραξ, μοσχολίβανο, ρετσίνι, θυμίαμα

5145. Styx – Στυξ, ο βασικός ποταμός που οδηγούσε τους νεκρούς στον Άδη και στις όχθες της οποίας ορκίζονταν οι θεοί

5146. Subacid – sub (υπό) + ακίς, υπόξινο

5147. Subacrid – sub (υπό) + άκρη, ακραίος, ηπίως οξύς, ηπίως διαπεραστικός ή δριμύς

5148. Subacute – sub (υπό) + ακόνη, ακονίζω, ως ένα βαθμό ακονισμένος

5149. Subaerial – sub (υπό) + αήρ, υπαίθριος

5150. Subagency, Subagent – sub (υπό) + άγω, δρω υποδορίως, πράκτορας υπαγόμενος σε ευρύτερη οργάνωση

5151. Subaltern, Subalternation – sub (υπό) + άλλος, υπάλληλος, υφιστάμενος

5152. Subangular – sub (υπό) + αγκύλη, άγκιστρον, ελαφρά γωνιώδης 

5153. Subastral – sub (υπό) + αστήρ, υπο-αστρικός

5154. Subastringent – στραγγεύω, σφίγγω, τεντωμένος ή σφιγμένος, αλλά μέχρις ενός σημείου

Βσιγ. Subatomic – υποατομικός

5155. Subaxillary – sub (υπό) + άξων, υπό μάλης

5156. Subcentral – sub (υπό) + κέντρον, υπό το κέντρον

5157. Subconical – sub (υπό) + κώνος, υπό τον κώνο

5158. Subcrystalline – sub (υπό) + κρύσταλλος, ατελώς κρυσταλλικός

5159. Subdeacon – υποδιάκονος

Βσιδ. Subdermal – υποδόριος

5160. Subdiaconate – γραφείο υποδιακόνου

5161. Subdolus – sub (υπό) + δόλος, δόλιος, πονηρός

5162. Subdominant – sub (υπό) + δόμος, κύριος, κυριαρχία, υπό τη δεσπόζουσα (μουσική)

5163. Subedit, Subeditor – sub (υπό) + ex + dare (εκδίδω, έκδοσις), προετοιμάζω κάτι για έκδοση υπό την εποπτεία αρχισυντάκτη

5165. Subjoin, Subjugate, Subjugation, Subjugator, Subjunction, Subjunctive – sub (υπό) + Ζευς, ζευγνύω, ζυγός, υποδουλώνω

5166. Submedial – sub (υπό) + πρ. ινδ. Ευρ. medyo- μέσον, μεσότης, κείμενος κάτω από τη μεσαία γραμμή

5167. Submediant – sub (υπό) + πρ. ινδ. Ευρ. medyo- μέσον, μεσότης, η μεσαία νότα μεταξύ της οκτάβας και της υποδεσπόζουσας

Βσιε. Submicron – υπό το μικρόν (εκατομμυριοστό του μέτρου) 

5168. Subnarcotic – ηπίως ναρκωτικός

5169. Subperitoneal – sub (υπό) +περιτόναιον

5170. Subpoena – sub (υπό) + ποινή, κλήση σε ακροατήριο δικαστηρίου

5171. Subpolar – sub (υπό) + πόλος, υπό τον πόλο

5172. Subprior – sub (υπό) + πρώιος, υπό τον ηγούμενο ή επικεφαλής εκκλησίας

5173. Subsaline – sub (υπό) + άλμη, αλμύρα, υφάλμυρος

5174. Subsalt – sub (υπό) + άλας, αλλά έχει περισσότερο την έννοια της υπερβολικής ποσότητας βάσης

5175. Subscapular – sub (υπό) + σκάπτω, ώμος, υπό τον ώμο

5176.  Subseptuble – sub (υπό) + επταπλός, υπαγόμενος σε ένα από επτά μέρη, συγκροτών ένα από τα επτά μέρη

5177. Subsextuble – sub (υπό) + εξαπλός, υπαγόμενος σε ένα από έξι μέρη, συγκροτών ένα από τα έξι μέρη

5178. Subsist, Subsistence, Subsistent – sub (υπό) + ίστημι, ίσταμαι, υπάρχω, διατηρούμαι, συντηρούμαι

5179. Substance, Substantial (πολυσυστατικός), Substantiality (υλικότητα), Substantialize, Substantially, Substantialness, Substantials (ουσιώδη συστατικά), Substantiate   – sub (υπό) + ίστημι, ίσταμαι, ουσία, υπόσταση από όπου αναδύονται οι ιδιότητες

5180. Substantive, Substantival, Substantively — sub (υπό) + ίστημι, ίσταμαι, ουσιαστικό ως υποκείμενο ή αντικείμενο ρήματος, «υπαρκτικόν» κατηγόρημα σε αντίθεση με το επίθετο που είναι απλή προσθήκη

5181. Substernal –  υπότοστέρνον

5182.  Substitute, Substitution, Substitutional, Substitutionary – sub (υπό) + ίστημι, ίσταμαι, αντικαθιστώ

5183. Substrate, Substratum – sub (υπό) + υπόβαθρο, στρώμαπετρωμάτων

5184. Subtangent – sub (υπό) + τάσσω, υποεφαπτομένη

5185. Subtend, Subtence – sub(υπό) + τείνω, τραβώυποτείνουσαήεγκάρσιαγραμμή, χορδήτόξου

5186. Subthoracic – υπότονθώρακα

5187. Subtitle – υπότιτλος

5188. Subtonic – sub (υπό) + τόνος, ημίτονον, δεσπόζουσα νότα στο πεντάγραμμο

5189. Subtriple – sub (υπό) + τριπλός, υπαγόμενος σε ένα από τρία μέρη, συγκροτών ένα από τα τρία μέρη 

5190. Subtriplicate – sub (υπό) + τρις + πλέκω, υποτριπλασιάζω, υπολογίζω με λόγο κυβικής ρίζας

5191. Subtropical – sub (υπό) + τροπικός, υποτροπικός, ανήκων σε περιοχή κοντά στους τροπικούς

5192. Subtype – sub (υπό) + τύπος, υπάλληλος, υποκείμενος τύπος

5193. Subversion, Subversive, Subvert, Subverter, Subvertible – sub – υπό + βέλτερον, βέλτιον, βελτιώνω (με μετατροπή του λάμδα σε ρο), ανατροπή, ανατρέπω

5194. Succiferous, Succivorous – λατινικό “succus” (χυμός) + φέρω ή βορά, φέρων ή ροφών χυμό

5195. Succubus –  sub (υπό) + κυβάριον καθεύδοντος, ερωτικός σύντροφος, νυκτερινός δαίμων που έρχεται κατ’ όναρ ή καθ’ ύπαρ, δηλαδή ή σε όραμα εγρήγορσης ή σε όνειρο

5196. Sudoriferous, Sudoriparous – “sudor” (ιδρώς) + φέρω ή παράγω, ιδρωτοποιός, ιδρωτοπαραγωγός 

5197. Suffer, Sufferable, Sufferableness, Sufferably, Sufferance, Sufferer, Suffering, Sufferingly – sub (υπό) + φέρω, υποφέρω

Βσιστ. Suffocate, Suffocation κ.λπ. – η σχέση με την «ασφυξία» είναι προφανής, όσο κι αν την αμφισβητούν οι γλωσσολόγοι 

Βσιζ. Sugar, Sugary και αμέτρητα παράγωγα – όσο κι αν αποδίδεται σε αραβικές ρίζες η σχέση με το «σάκχαρον» είναι πασίδηλη. Άλλωστε στα τούρκικα “sugar” σημαίνει «φύλακας των νερών» και όχι «ζάχαρη» 

Βσιη. Suicidal, Suicidally, Suicide – sui (προσωπική αντωνυμία) + πρ. ινδ. Ευρ. Caed, κόπτω, αυτοκτονώ

5198. Sulphocyanic, Sulphocyanogen, Suplhosalt – “sulphur” θείον + κυάνειον, κυανογόνον ή άλας  

5199. Super – δασυνόμενον «υπέρ» ως πρώτο συνθετικό άπειρων λέξεων

5200. Superangelic – υπέρ + αγγελικός, υπεραγγελικός

5201. Superannuate, Superannuation – υπέρ + «ένος» με ψιλή (μελλοντικός, μεθαυριανός, ενώ αντιθέτως δασυνόμενο «έννος ή ένος» σημαίνει περσινός

5202. Superciliary, Supercilius, Superciliously, Superciliousness –υπέρ + cilium, εκ του celare (καλύπτω), πάνω από το φρύδι, αγέρωχος, υπεροπτικός, περιφρονητικά αδιάφορος

5203. Superdominant –υπέρ + δόμος, κύριος, κυριαρχία, υπερκυρίαρχος, έκτο κλειδί στην ανοδική μουσική κλίμακα

5204. Supereminence, Supereminent, Supereminently – υπέρ + μένω, προβάλλομαι σε μόνιμη βάση, είμαι εξέχων

5205. Superexalt, Superexaltation, Superexalted- υπέρ + άλμα, αλτικός, εξύψωση, διακρίνομαι, είμαι εξέχων

5206. Superhumeral – υπέρ + ωμος, υπερώμιος, φορούμενος πάνω από τον ώμο

5207. Superinstitution – υπέρ + εν (in) + ίστημι, ίσταμαι, ίδρυμα, ειδικά το σχετικό με την εκκλησιαστική ζωή

5208. Superintend, Superintentence, Superintendency, Superintentent –υπέρ + εν (in) + τείνω, πρόθεσις, επιθεωρώ, εποπτεύω, επιβλέπω

5209. Superior, Superioress, Superiority – υπέρ, υπεροχή

5210. Supermedial –   υπέρ + πρ. ινδ. Ευρ. medyo- μέσον, μεσότης, κείμενος υπέρ το μέσον

5211. Superoxide – υπέρ + οξύ, υπεροξείδιον

5212. Superparasite – παράσιτον επί παράσιτου

5213. Superphosphate – φωσφορικό άλας περιέχον τον ύψιστο βαθμό φωσφορικού οξέος που μπορεί να ενωθεί με μία βάση

5214. Superphysical – υπέρ την φυσιολογία, άρα ψυχικός

5215. Supersalt – υπέρ + άλας, άλας περιέχον περισσότερο οξύ παρά βάση

5216. Superstition, Suerstitious, Superstitiously, Superstitiousness – υπέρ + ίστημι, ίσταμαι, δεισιδαίμων, δεισιδαιμονία

5217. Superstratum – υπέρ + στρώμα, στοιβάδα κείμενη πάνω σε άλλη

5218. Supersubstantial – υπέρ + υπό (sub) + ίστημι, ίσταμαι, υπερσυστατικός, υπερούσιος

5219. Supertax – υπέρ + τάσσω, υπερφόρος, πρόσθετος φόρος σε υψηλά εισοδήματα

5220. Supertonic – υπέρ + τόνος, η νότα υπεράνω από το κλειδί (μουσ.)

5221. Suppedaneum – υπό + πους, υποπόδιον, υπόβαθρο σταυρού

5222. Supplement, Supplemental, Supplementary, Suppletory – sub (υπό) + πληρόω -ώ, συμπληρώνω

5223. Suppliance, Suppliant, Suppliantly – sub (υπό) + πλέκω, συνθέτωικεσίαήδέηση, εκλιπαρώ

5224. Supplicancy, Supplicant, Supplicate, Supplicatingly, Supplication, Supplicatory – sub (υπό) + πλέκω, συνθέτωικεσίαήδέηση, εκλιπαρώ

5225. Supplier, Supply – sub (υπό) + πληρόω- ώ (πρ. Ινδ. Ευρ. ρίζα “pele”), προμηθεύω

5226. Suppress, Suppressed, Suppressible, Suppression, Suppressionist, Suppressive – sub (υπό) + προίστημι, πιέζωδιαπροεξοχής, συμπιέζω, καταστέλλω

5227. Suppurate, Suppuration, Suppurative – sub (υπό) + πύον, παράγωπύον

5228. Supra + αμέτρητα παράγωγα – υπέρ

5229. Supra-axillary – υπέρ + μασχάλη, υπέρ τη μασχάλη

5230. Supraciliary –   υπέρ + cilium, εκ του celare (καλύπτω), πάνω από το φρύδι, αγέρωχος, υπεροπτικός, περιφρονητικά αδιάφορος

5231. Suprafoliaceous – υπέρ + φύλλον, φύλλωμα, φυόμενος πάνω από το φύλλο

5232. Supralapsarian, Supralapsarianism – υπέρ + λάπτω, γέρνω ή γλιστρώ για να πιω νερό, αντίληψη κατά την οποία το προπατορικό αμάρτημα και η πτώση του Αδάμ ήσαν προδιαγεγραμμένα

5233. Suprascapulary – υπέρ + σκάπτω, ξέω ή απωθώ με τον ώμο, πάνω από τον ώμο

5234. Supremacy, Supreme, Supremely – υπέρ

5235. Sur (γαλλικός τύπος του “super”) + αμέτρητα παράγωγα – υπέρ, παρά, πέραν

5236. Surbase, Surbased – υπέρ τη βάση, καλούπι ή ταμπλατούρα πάνω από ένα υπόβαθρο

5237. Surcingle – υπέρ + κύκλος, ζώνη σέλλας περί το υπογάστριο του αλόγου, ζώνη κοζάκου

5238. Surgeon, Surgeoncy, Surgeon- dentist, Surgery, Surgical – χειρούργος, χειρουργικός

5239. Surname, Surnominal- πέρα ή δίπλα στο όνομα, οικογενειακό όνομα σε αντίθεση με το βαπτιστικό

5240. Surprisal, Surprise, Surprising, Surprisingly, Surprisingness – υπέρ + επαίρω, εκπλήττω

5241. Surrejoin, Surrejoinder – παρά + re (δηλωτικόν επανάληψης) + Ζευς, ζευγνύω, ζυγός, αντίκρουση ενάγοντος σε προτάσεις- υπόμνημα εναγομένου

5242. Surreption, Surreptitious, Surrepticiously  – παρά + ερέπτομαι, αρπάζω, υφαρπάζω, υφαιρώ, κλέβω κρυφά

5243. Surtax – υπέρ + τάσσω, υπερφορολογώ

5244. Sustain, Sustainable, Sustained, Sustainer, Sustainment – sub (παρά) + τείνω, υπομένω, συντηρώ, συγκρατώ, τρέφω

5245. Sustenance – sub (παρά) + τείνω, υπομένω, συντηρώ, συγκρατώ, τρέφω

5246. Sustentation – sub – υπό + ίστημι, ίσταμαι, ουσία, συντήρηση δια θρεπτικής διατροφής, στηρικτική τροφή σε αντίθεση με τη φτωχή σε θερμίδες πόση 

5247. Swine, Swinery, Swinish και πολλά παράγωγα – συς, γουρούνι

5248. Sybaris, Sybaritic, Sybaritism – Σύβαρις, συβαριτισμός, εκθήλυνση, ασωτία, ηδονοθηρία

5249. Sycamine, Sycamore, Sycomore – σύκον + μορίαι, συκόμορος, συκομορέα, φυτό που φέρει τους καρπούς πάνω στα κλαδιά

5250. Sychnocarpus – συχνός + καρπός

5251. Sycomium – κοίλο δοχείο ως βάση του σύκου

5252. Sycophancy, Sycophant, Sycophantic, Sycophantish, Sycophantry – συκοφαντώ, συκοφάντημα, συκοφάντης συκοφαντία

5253. Sycosis –ερεθισμός κάτω από τα μαλλιά λη τα γένια, η φαγούρα του κουρέα

5254. Syllabary – κατάλογος συμβόλων που αντιπροσωπεύουν συλλαβές

5255. Syllabic, Syllabically, Syllabication, Syllabification, Syllabify, Syllable – συλλαβή, συλλαβίζω, συλλαβικός

5256. Syllabus – συλλαβή, περίληψη, εγχειρίδιο που περιέχει τίτλους παραδόσεων ή γνώμες κυριότερων ειδικών ενός κλάδου, κατάλογος αιρετικών διδασκαλιών καθολικής εκκλησίας

5257. Syllepsis, Sylleptical – σύλληψις, ερμηνεία των λέξεων πέρα από το γράμμα τους σύμφωνα με τη βούληση και τους σκοπούς του συντάκτη, εναρμόνιση ρήματος ή επιθέτου με ένα από τα δύο ουσιαστικά, στα οποία φαίνεται να ταιριάζει εξίσου 

5258. Syllogism, Syllogistic, Syllogistically, Syllogization, Syllolgize, Syllogizer – συλλογισμός, συλλογίζομαι, συλλογιστικός (Αριστοτέλης)

5259. Sylph, Sylphid – σίλφη (βρομούσα) ή ίσως συνδυασμός “sylva” και νύμφης, συλφίς, αιθέρια ύπαρξη

5260. Sylva, Sylvan, Sylvic, Sylvic acid (άοσμη κρυσταλλική ουσία σε ρητίνη τερεβινθίνης), Sylviculture – ύλη (με λάθος προφορά), δάσος, δασώδης

5261. Sylvite – χλωριούχο κάλιο

Βσιθ. Symbiogenesis – συμβιογένεσις

5262. Symbiont -συμβιωτικό, ον που ζει μέσα σε άλλο (ον του πλανήτη Τριλ στο Star Trek)

5263. Symbiosis, Symbiotic, Symbiotical – συμβίωσις, εξάρτηση ενός οργανισμού από άλλον

5264. Symbol, Symbolic, Symbolical, Symbolically, Symbolicalness, Symbolics, Symbolism, Symbolist, Symbolistic, Symbolization, Symbolize, Symbology – σύμβολον, συμβολισμός, συμβολίζω

5265. Symmetral, Symmetric, Symmetrical, Symmetrically, Symmetricalness, Symmetrist, Symmetrize, Symmetry – συμμετρία, συμμετρικός

Βσκ. Sympathectomy – εκτομή συμπαθητικών νεύρων του στέρνου προς αποφυγή ιδρώτα, ερεθισμού και αίσθησης κρύου

5266. Sympathetic, Sympathetically, Sympathist, Sympathize, Sympathizer, Sympathy- συμπάθεια, ενσυναίσθηση, εκλεκτικήσυγγένεια, τροπισμόςτουσώματοςσεσυγκεκριμέναερεθίσματα, σύνδεσμοςπροσώπωνήπραγμάτων, συμπαθητικό νευρικό σύστημα που παρακινεί τον φορέα σε επίθεση ή φυγή

Βσκα. Sympathicotonia– υπερδιέγερση του συμπαθητικού νευρικού συστήματος που προκαλεί ανατριχίλα, αγγειοσπασμούς και υπέρταση

Βσκβ. Sympatholytic– ναρκωτικό ή ουσία που παρεμποδίζει τη μετάδοση παλμών του συμπαθητικού νευρικού συστήματος

Βσκγ. Sympathomimetic– ναρκωτικό ή ουσία που μιμείται τη δράση του συμπαθητικού νευρικού συστήματος

Βσκδ. Sympatric, Sympatry – συν + πατρίς, όντα που κατοικούν στην ίδια εδαφική περιοχή  

5267. Sympetalous – έχωνενωμέναπέταλα

5268. Symphonic, Symphonious, Symphonist, Symphonize, Symphony – συμφωνία, αρμονικήσύνθεση (μουσ.)

Βσκε. Symphoricarpos – συμφορίκαρπος εκ του «συμφορείν», θάμνος που παράγει συνωστισμένους και συνωθούμενους καρπούς

5269. Symphysis, Symphyton – σύμφυσις, σύμπηξη και σύντηξη δύο αρμών

5270. Sympiesometer – συν + πιέζω + μέτρον, όργανο μέτρησης πίεσης ατμόσφαιρας μέσω της συμπίεσης αερίου ή μέτρησης πίεσης του τρέχοντος ύδατος

Βσκστ. Symplectic (geometry) – συμπλεκτική γεωμετρία που εξετάζει υβριδικά πολύπτυχα και περίεργες εναλλακτικές τοπολογίες 

5271. Symploce – συν + πλέκω, συμπλοκή, κοινή αφετηρία και πέρας περισσότερων διαδοχικών προτάσεων (ρητορική)

5272. Symposiac, Symposiarch, Symposiast, Symposium – συμπόσιον, συμποσιαστής, γεύμα ή δείπνο συνοδευόμενο από φιλοσοφική συζήτηση

5273. Symptom, Symptomatic, Symptomatically, Symptomatology (συμπτωματολογία) – σύμπτωμα, συμπτωματικός

5274. Syn και αμέτρητα παράγωγα – συν (πρόθεμα που δηλώνει προσθήκη)

5275. Synacmy – συν + ακμή, σύγχρονη ωρίμαση των ανθήρων των στημόνων και των στιγμάτων των υπέρων

5276. Synaeresis- συναίρεσις, συνένωση δύο συλλαβών ή φωνηέντων

5277. Synagogical, Synagogue – συναγωγή, εβραϊκή συνέλευση

5278. Synalepha – συναλοιφή, συναίρεση δύο συλλαβών σε μία δια εκθλίψεως του τελικού φωνήεντος μίας λέξης προ του αρχικιού φωνήεντος μίας άλλης

5279. Synallagmatic – συν + αλλάσσω, συναλλαγή, συναλλαγματικός, αφορών σύμβαση και κοινή δέσμευση

5280. Synantherous – συν + ανθήρ, αφορών σύνθετο φυτό όπου οι ανθήρες των στημόνων μεγαλώνουν μαζί

5281. Synanthesis – συν + άνθησις, σύγχρονη ωρίμαση των ανθήρων των στημόνων και των στιγμάτων των υπέρων

Βσκζ. Synapomorphy – πλήρης ανάπτυξη ενός γενετικού χαρακτηριστικού, που το μοιράζονται περισσότερες βιολογικές τάξεις

Βσκη. Synapsis, Synaptic – σύναψιςεγκεφάλου

5282. Synapte – σύνοψις, λειτουργία ορθόδοξης εκκλησίας

Βσκθ. Synarchism, Synarchy – συναρχία

5283. Synarthrosis – συν + άρθρον (αρμός), συνάρθρωση

5284. Synaxis – συν + άγω, συνάθροιση, σύναξη ειδικά για Θεία Ευχαριστία

5285. Syncarpous – συν + καρπός, έχων τα καρπόφυλλα ενός φρούτου ενωμένα

5286. Syncategorematic – συν + κατηγορηματικός, φράση που παρότι συνδυαστική δεν μπορεί να αποτελέσει αυτόνομο όρο πρότασης

Βσλ. Syncetium – κυτοπλασμική μάζα με πολλούς συντηγμένους πυρήνες

5287. Synchondrosis – συν + χόνδρος, συνένωση οστών μέσω χόνδρου

5288. Synchoresis – συν + χώρησις (εισαγωγή), συγχώρησις 

5289. Synchromesh – σύγχρονον, αυτόματη συσκευή για αλλαγή ανταλλακτικών σε αυτοκίνητα

5290. Synchronal, Synchronicity, Synchronism, Synchronistic, Synchronization, Synchronize, Synchronous, Synchronously- σύγχρονος, συγχρονικότης, το αντίθετο της αιτιοκρατίας

5291. Synchysis – συν + χέω, σύγχυσις

5292. Synclastic – συν + κλάω-κλω, καμπυλωμένος προς μία κατεύθυνση

5293. Synclinal, Syncline – συν + κλίνω, σύγκλιση

5294. Syncopal, Syncopate, Syncopation, Syncope, Syncopist, Syncopize – συγκοπή, έκθλιψη συλλαβών ή γραμμάτων, λιποθυμία 

5295. Syncretic, Syncretism, Syncretist, Syncretistic – συν + Κρήτη (παραπέμποντας στο «κρητίζειν» – ψεύδεσθαι) ή κεράννυμι (αναμιγνύω), συγκρητισμός

5296. Syndactylic – συν + δάκτυλος, έχων δάκτυλα ενωμένα με μεμβράνη

5297. Syndesmography – συνδεσμογραφία, περιγραφή συνδέσμων

5298. Syndesmology – συνδεσμολογία

5299. Syndesmosis – συνδέσμωσις, ένωση οστού με συνδετικό ιστό

5300. Syndesmotomy – συνδεσμοτομία

5301. Syndic, Syndicalism, Syndicalist, Syndicate – σύνδικος, άρχοντας ή δήμαρχος, συνδικαλισμός, συνδικάτο

5302. Syndrom – σύνδρομον

5303. Synecdoche, Synecdochical- συνεκδοχή, όλον αντί του μέρους, μέρος αντί του όλου

5304. Synechia – συνέχεια, σύμφυση της ίριδας με την κόρη του ματιού

5305. Synecphonesis – συνεκφώνησις, συναίρεση δύο συλλαβών σε μία

Βσλα. Synectics– συνοχή, διαδικασία ερεθισμού του νου μέσω μεταφορών, παρομοιώσεων, συναισθημάτων και παράλογων στοιχείων

Βσλβ. Syneresis- συναίρεσις (δύο φωνηέντων)

5306. Synergetic, Synergism, Synergist, Synergy – συνεργασία, συνεργατικός

Βσλγ. Synesthesia– πρόκληση αισθητικής εντύπωσης δια ερεθισμού άλλης αίσθησης ή οργάνου του σώματος

5307. Syngenesious  – συν + γένεσις, ενωμένος σε δαχτυλίδι, όπως οι ανθήρες των σύνθετων φυτών

Βσλδ. Syngnathids– ψάρια με ενωμένες γνάθους που τρώγουν δια απορρόφησης

5308. Syngraph – συμφωνία υπογεγραμμένη από όλα τα μέλη

5309. Synizesis – συν + ίζημα, συνίζησις, πλήρης φραγή της κόρης του ματιού

Βσλε. Synkinesis– συγκίνησις, όπου η ηθελημένη κίνηση ενός μυός προκαλεί την ακούσια κίνηση ενός άλλου (π.χ. το χαμόγελο προκαλεί σκαρδαμυγμό και ρυτίδωση των οφθαλμών)

5310. Synneurosis – συν + νεύρον, δέσμη συνδεόμενων νεύρων

5311. Synochus – συνοχή, διαρκής πυρετός

5312. Synod, Synodal, Synodic, Synodical, Synodically – σύνοδος, συνοδικός

5313. Synoecious – συν + οικία, έχων αρσενικά και θηλυκά λανθη σε μία κεφαλή

5314. Synonym, Synonymic, Synonymist (ο συλλέγων συνώνυμα), Synonymity, Synonymize, Synonymous, Synonymously, Synonymy – συνώνυμον, συνωνυμία

5315. Synopsis, Synoptic, Synoptically, Synoptist – σύνοψις, συλλογή, περίληψη

Βσλστ. Synoptical Evangelia (συνοπτικά ευαγγέλια λογίζονται τα του Ματθαίου, Μάρκου και Λουκά που λένε περίπου τα ίδια)

5316. Synosteology, Synosteosis – συν + οστόν, συνοστέωσις, συνάρθρωση κοκάλων

5317. Synovia, Synovial, Synovitis – συν + “ovum” (ωόν), υγρό που λιπαίνει τις αρθρώσεις και φλεγμονή των συνδέσεων του γονάτου

5318. Syntactical, Syntactically, Syntax – σύνταξις προτάσεως, συντακτικός

Βσλζ. Syntagmatic – δεοντολογική και όχι οντολογική προσέγγιση της γλώσσας, η γλώσσα όπως πρέπει να είναι και όχι μέσα από εμπειρικά παραδείγματα

Βσλη. Syntagma- συνεκτικό τμήμα κειμένου, φράση, πρόταση, περίοδος

5319. Synthermal – έχων ίδια θερμοκρασία με έναν άλλο

5320. Synthesis, Synthetist, Synthesize, Synthetic, Synthetical, Synthetically, Synthetics – συν + θέσις, συνθέτω, συνθετικός, σύνθεση ιδεών, μερών, υλικών

5321. Syntonic, Syntonize, Syntony – συν + τόνος, σύντονος, συντονίζω, συντονισμός

5322. Syntonin – συν + τείνω, βάση του διαστελλόμενου- συστελλόμενου μυϊκού ιστού των ζώων, ενδιάμεσο προϊόν πέψης λευκωμάτων και πρωτεϊνών, οξύ εκ πρωτεΐνης

5323. Syntropic – συν + τρόπος, τροπισμός, στρεφόμενος προς την ίδια κατεύθυνση

5324. Syphilis, Syphilitic, Syphilization, Syphiloid- σύφιλις

5325. Syphon – σίφων

5326. Syren – σειρήνα

5327. Syria, Syriac -Συρία, συριακός

5328. Syringa, Syringe, Syringitis (φλεγμονήευσταχιανήςσάλπιγγος), Syringotomy (συριγγοτομία), Syrinx – σύριγξ, σύριγγα

Βσλθ. Syringomyelia– σύριγξ + μυελός, δημιουργία κύστης με υγρό στη σπονδυλική στήλη 

5329. Syssarcosis – συν + σαρξ, συσσάρκωσις 

5330. Systaltic – συν + στέλλω, συσταλτικός, δυνάμενος τόσο να συσταλεί όσο και να διασταλεί

5331. Systasis – σύστασις ιδίως πολιτικής οργάνωσης

5332. System, Systematic, Systematically, Systematist, Systematization, Systematize, Systematizer, Systemic, Systemization, Systemize, Systemless – σύστημα παντός είδους, ίσως η πιο σημαντική έννοια όλων των εποχών

5333. Systole, Systolic- συν + στέλλω, συστολή

5334. Systyle, Systylous –συν + στύλος, διάταξη στύλων ώστε να απέχουν δύο διαμέτρους μεταξύ τους (με κέντρο τους ίδιους τους στύλους)

5335. Syzygy- συζυγία πλανητών

   T

Βσμ. Tachistoscope– τάχιστος + σκοπώ, όργανο που παρουσιάζει ένα αντικείμενο στο ανθρώπινο μάτι για ελάχιστο χρονικό διάστημα (όπως οι σύγχρονοι σκηνοθέτες)

5336. Tachometer, Tachymeter – ταχύς + μέτρον, ταχύμετρον

Βσμα. Tachyarrhythmia– ταχυαρρυθμία καρδιάς

Βσμβ. Tachycardia- ταχυκαρδία

5337. Tachyhydrite – ταχύς + υδρογόνο, χλωρίδιο ασβεστίου και μαγνησίου

5338. Tachygen – όργανο που εμφανίζεται απρόσμενα κατά την εξέλιξη

Βσμγ. Tachygenesis– ταχυγένεσις, συντόμευση της διαδικασίας σχηματισμού εμβρύου

5339. Tachygraphic, Tachygraphy – ταχύς + γράφω, ταχυγράφος

5340. Tachylite  – ταχύς + λίθος, βασάλτης που κρυώνει γρήγορα, είδος ισόπυρου, ακάθαρτου οπάλιου

Βσμδ. Tachyon, Tachyon- kinetic – ταχυόνιον, σωματίδιο που τρέχει γρηγορότερα από το φως

Βσμε. Tachyphagia– ταχυφαγία

Βσμστ. Tachyphylaxis– ταχύς + φυλάττω, μειωμένη ανταπόκριση σε διαδοχικές δόσεις ναρκωτικού, όπου αυτό καθίσταται λιγότερο αποτελεσματικό

Βσμζ. Tachypnea- ταχύπνοια, γρήγορη και ρηχή αναπνοή

Βσμη. Tachypsychia– ταχύς + ψυχή, αλλοίωση της αντίληψης του χρόνου λόγω νευρολογικής ανωμαλίας 

5341. Tacky – τακερός, κολλώδης 

5342. Tactic, Tactical, Tactician, Tactics – τάσσω, τάξις, τακτικός, τακτική

5343. Tactile, Tactility- τάσσω, τάξις, αντίδραση οργανισμού σε ερέθισμα και προσανατολισμός σε μία κατεύθυνση 

5344. Talent, Talented, Talentless – τάλαντον (βάρος 57 λίβρες, αξία 6000 δραχμές)

5345. Talisman, Talismanic – τέλεσμα, πληρωμή, εκπλήρωση, θρησκευτικό έθιμο, φυλαχτό

Βσμθ. Tangle, Tanglingly, Tangly – τάσσω, τάξις, συνδέω, συζευγνύω (συναφής η σύζευξη ή ο εναγκαλισμός των κβάντων που έχουν απογειώσει τη σύγχρονη φιλοσοφία)

5346. Tantalism, Tantalite, Tantalization, Tantalize, Tantalizer, Tantalizing, Tantalizingly, Tantalum (ταντάλιον, μεταλλικό αργυρόχρουν στοιχείο, που χρησιμοποιείται για ίνες στα ηλεκτρικά φώτα), Tantalus – Τάνταλος, πατέρας του Πέλοπα, καταδικασμένος σε αιώνια δίψα και πείνα, αφού το νερό τού έφθανε μέχρι το σαγόνι και τα φρούτα υπερίπταντο και δεν μπορούσε να τα φθάσει

Βσν. Tapestry, Tapis -τάπης, ταπετσαρία

Βσνα. Taphophilia– ταφοφιλία, έλξη προς τους τάφους, συχνή επίσκεψη σε νεκροταφείο

5347. Tarantella, Tarantism, Tarantula – Τάρας (-ντος), ξέφρενος χορός προκαλούμενος από δάγκωμα αράχνης- ταραντούλας

5348. Taraxacin, Taraxacum – ταραχή, ουσία εξαγόμενο από το φυτό «δόντι του λέοντα» που προκαλεί διέγερση και διούρηση

5349. Tarsal, Tarsalgia (ταρσαλγία), Tarsi (αρθρωτά πόδια εντόμων), Tarsus – ταρσός

Βσνβ. Tarsectomy – εκτομή του ταρσού

5350. Tartarean, Tartareous, Tartarian, Tartaric, Tartarus – Τάρταρος, τα έγκατα της γης, η άβυσσος

5351. Tartar, Tartarin, Tartarinated, Tartarization, Tartarize, Tartarum – Τάρταρος, κρούστα ζύμωσης σε βαρέλια κρασιού

5352. Taseometer, Tasimeter – τασίμετρον, όργανο για μέτρηση τάσης σε κτίρια

5353. Taurian, Tauriform, Taurine (ταυρίνη), Taurocol (ταυρόκολλα), Tauromachy (ταυρομαχία), Taurus – ταύρος, ζωδιακός κύκλος των Μινωιτών

5354. Tautochrone – ταυτόχρονος

5355. Tautological, Tautologically, Tautologist, Tautologize, Tautologous, Tautology – ταυτός + λόγος, ταυτολογία, ταυτολογικός

Βσνγ. Tautomers–δομικά ισομερή χημικών ουσιών που εύκολα αλληλομετατρέπονται

5356. Tautophonical, Tautophonie – ταυτός + φωνή, επανάληψη του ίδιου ήχου

Βσνδ. Taw και πολλά παράγωγα – τήξις, σχέση με «τήκω», το λιώσιμο του πάγου

5357. Tax,Taxability, Taxable, Taxableness, Taxably, Taxation, Taxer – τάσσω, τάξις, ταξινομώ, φορολογώ, φόρος

Βσνε. Taxiarch– ταξίαρχος, τίτλος των αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ

5358. Taxi, Taxicart, Taxicab, Taximeter, Taxiplane (αεροπλάνο για ενοικίαση) – τάσσω, τάξις, χρέωση ανά τάξη έκτασης διαδρομής, ταξί 

5359. Taxidermic, Taxidermist, Taxydermy – τάξις + δέρμα, φροντίδα, συντήρηση, επίδειξη δερμάτων

5360. Taxis – τάξις, αναπλήρωση ελλείποντος οργάνου σώματος, αντίδραση οργανισμού σε ερέθισμα και προσανατολισμός σε μία κατεύθυνση 

5361. Taxodium, Taxus – τάξις, τακτικό, ήρεμο έλατο

5362. Taxonomist, Taxonomy – ταξινόμηση, ταξινόμος

5363. Teach, Teachable, Teachableness, Teacher, Teaching, Teachless (αμετανόητος) – δεικνύω, διδάσκω

5364. Tear, Tearful, Tearless (άδακρυς) – δάκρυ

5365. Technic, Technical, Technicality, Technically, Technicalness, Technics, Technique – τέχνη, τεχνικός, τεχνική

Βσνστ. Technocrat, Technocracy – τεχνοκράτης, τεχνοκρατία

5366. Technological, Technologist, Technology – τέχνη + λόγος, τεχνολογία

5367. Tecnonymy – τέκνον + όνομα, τεκνωνυμία

5368. Tectibranchiate – tego (καλύπτω) + βράγχια, έχωνταβράγχιακαλυμμένα

Βσνζ. Tectite -τηκτίτης, τήκω, υαλώδεςσώμααπό πτώση μετεωρίτη

5369. Tectology -τίκτω, τέκτων + λόγος, ο τρόπος που κτίζεται εκ των πολλών ατόμων ο ανθρώπινος οργανισμός (ex pluribus unum)

5370. Tectonic – τίκτω, τέκτων, τεκτονικός, αφορών δόμηση πετρωμάτων αλλά και οικοδομημάτων

Βσνη. Tectonophysics–φυσικές διαδικασίες κατά τον σχηματισμό τεκτονικών πετρωμάτων 

Βσνθ. Tedious, Tediously, Tediousness, Tedium – κουραστικός, βαρετός. Αντί να πούμε ότι προέρχεται από το σλαβονικό «τέζα», μήπως είναι πιο πιθανό το ελληνικό «τείνω» (το κορμί μου)

5371. Teeth, Teething (φύτρωμα δοντιών)- μέσω του λατινικού “dens” – οδούς

5372. Teinoscope – τείνω + σκοπώ, όργανο συνδυασμένων πρισμάτων για διόρθωση χρωματικής παρέκκλισης

5373. Telamon – τελαμών, ιμάντας για μεταφορά ασπίδας ή σπαθιού ή φυσιγγίων (σήμερα), λινός επίδεσμος (και για τύλιγμα μούμιας)

5374. Telamones – τελαμώνες, ανθρωπόμορφοι θριγκοί, αρσενικές καρυάτιδες

5375. Telautograph – όργανο για μετάδοση χειρογράφου ή σχεδίων μέσω ηλεκτρισμού

Βσξ. Telecinema– τηλεκινηματογράφος, παρακολούθηση στερεοσκοπικών εικόνων με ειδικά γυαλιά

Βσξα. Telediagnosis– διάγνωση εκ του μακρόθεν

Βσξβ. Telegenic– φωτογενής για την τηλεόραση

5376. Telegramm, Telegrammic – τηλε + γράφω, τηλεγράφημα

5377. Telegraph, Telegraphic, Telegraphically, Telegraphist, Telegraphy – τηλέγραφος, ηλεκτρικήεπικοινωνίαμετελείεςκαιπαύλεςαντίμεσήματακαισηματωρούς

5378. Telekinesis – τηλεκίνηση, κίνηση αντικειμένων χωρίς υλική σύνδεση

Βσξγ. Telematics– συνδυασμένη χρήση τηλεπικοινωνιών και πληροφορικής

5379. Telemechanics – τηλεμηχανική, επιστήμη μεταφοράς δυνάμεως και ενεργείας σε απόσταση

5380. Telemeter, Telemetry – τηλεμετρία, όργανο για προσδιορισμό αποστάσεων, εμβέλειας, βεληνεκούς

Βσξδ. Telencephalon– τελεγκέφαλος, τελικός εγκέφαλος, νεοεγκέφαλος, έδρα των υψηλότερων πνευματικών λειτουργιών

5381. Teleological, Teleologically, Teleologist, Teleology- τελεολογία, τελεολογικός – τέλος + λόγος, θεωρία τελικού αιτίου, θεωρία ότι η θεία βούληση αποκαλύπτεται βαθμιαία μέσω της μελέτης μέσων και σκοπών (σύμφωνα με την οποία κατά το χιούμορ του Ροΐδη τα ώτα βρίσκονται στη γνωστή τους θέση, επειδή ο θεός γνώριζε ότι θα εφεύρουμε τα ομματοϋάλια)

Βσξε. Teleonomy– τελεονομία, σκοπός των οργανισμών που ορίζεται από τη φύση τους και όχι από ενσυνείδητη σκέψη ή θεϊκή παρέμβαση

Βσξστ. Teleosaurus– τέλειος + σαύρα, εξαλειφθέν είδος κροκοδείλου

Βσξζ. Teleosts– τέλειος + οστούν, το μεγαλύτερο μέρος των ακτινοπτερυγίων (βλ. λέξη)  

5382. Telepathist, Telepathy -τηλεπάθεια, διαβίβαση σκέψης εξ αποστάσεως

5383. Telephone, Telephonic, Telephonically, Telephonist, Telephony- τηλέφωνο

5384. Telephonograph – όργανο για καταγραφή τηλεφωνικών μηνυμάτων

5385. Telephote – τηλε + φως, όργανο για διαβίβαση φωτογραφιών και εικόνων με ηλεκτρικά μέσα (που σήμερα έχουν γίνει ηλεκτρονικά)

5386. Telephotograph – τηλεφωτογραφία, εικόνα ειλημμένη από τηλεφωτικό (ηλεκτρονικό) μέσο

Βσξη. Teleradiography, Teleradiology – τηλεραδιογραφία, εκπομπήκαιανταλλαγήραδιοφωτογραφιώνγια θεραπευτικούς σκοπούς

5387. Telescope, Telescopic, Telescopically, Telescopist – τηλεσκόπιον

5388. Teleseme – τηλεσήμα, αστυνομικός συναγερμός, παντός είδους «κόκκινος» συναγερμός

5389. Telesm, Telesmatic –  τέλεσμα, πληρωμή, εκπλήρωση, θρησκευτικό έθιμο, φυλαχτό

Βσξθ. Telesthesia– αίσθηση μακρινών γεγονότων δια εξω- αισθητηριακής αντίληψης

5390. Telestic – τελεστικός, αναφερόμενος σε πέρας ή διεκπεραίωση

5391. Telestich – τέλος + στίχος, τελοστιχία, ποίημα όπου τα καταληκτικά γράμματα των στίχων σχηματίζουν μία λέξη, το αντίθετο της ακροστιχίδας

Βσο. Telesynaptic – τηλε + σύναψις, συνδεόμενος από μακριά

Βσοα. Teletype – τηλέτυπος

5392. Television, Televise, Televisor -τηλεόραση, τηλεοπτικά μέσα, εδώ η προσθήκη του «τηλε» στο λατινικό “visio” είναι καθοριστική

5393. Telic – τελικός, αναφερόμενος σε σκοπό

Βσοβ. Teliospore – τελευτή + σπόρος, σπόρος με χονδρό τοίχωμα ευρισκόμενος σε βασιδιομύκητες (βλ. λέξη)

Βσογ. Telocyte– τέλος + κύτος, κύτταρο ιστού με μακριά νημάτια ως προεξοχές

Βσοδ. Telolecithal – τέλος + λέκιθος (όσπρια με λίπος), ανισοκατανομή ασπραδιού και κρόκου στα αβγά και γενικότερα στο κυτόπλασμα των πάσης φύσεως ωών 

5394. Telotype – τηλέτυπος, εκτυπωτικός ηλεκτρικός τηλέγραφος

5395. Telpherage – τηλε + φέρω, τελεφερίκ, σχοινοδρομείο

5396. Temenos – τέμενος, μετόχι των θεών

Βσοε. Temnospondyl – τέμνω +σπόνδυλος, τεράστια κατηγορία αμφίβιων τετραπόδων διαφόρου μεγέθους της περμικής και της ιουρασικής περιόδου

Βσοστ. Tempean- Τέμπη, γραφικός και όμορφος όπως η κοιλάδα των Τεμπών

Βσοζ. Temper, Tempera, Temperament, Temperamental, Temperance, Temperate, Temperately, Temperateness, Temperative, Tempered – τείνω, τάσις, μετρώ, μετριάζω, ηπιότης, ήπιος

Βσοη. Tempest, Tempestive, Tempestuous, Tempestuously, Tempestuousness- μέσωτου “tempus” (βλ.παρακάτω), τείνω, τάσις, καιρός, κακοκαιρία, θύελλα, καταιγίδα, ηπερίφημη «Καταιγίδα» τουΣαίξπηρ

Βσοθ. Templar (Ναίτης), Template, Temple, Temple, Templet – τέμνω, τέμενος, μετόχι, ναός, τέμπλοεκκλησίας, οριοθετημένοπλαίσιο, υπόδειγμα

Βσπ. Tempo, Tempus, Temporal, Temporality (προσωρινότης), Temporally, Temporalness, Temporarily, Temporariness, Temporary, – τείνω, τάσις, ο χρόνος όπου εκτείνεται η ζωή του ανθρώπου σε αντίθεση με τον μακροσκελέστατο αιώνα, που μπορεί να είναι και γεωλογικός, ή την αιωνιότητα, πρόσκαιρος, προσωρινότητα

Βσπα. Temporization, Temporize, Temporizer, Temporizing, Temporizingly- καιροφυλακτώ, χρονοτριβώ, εναρμονίζομαι με το χρόνο, υποχωρώ στις περιστάσεις 

5397. Tenability, Tenable, Tenableness, Tenace, Tenacious, Tenaciously, Tenaciousness, Tenacity – τείνω, τάσις, κρατώ, αντέχω

5398. Tenaculum – τείνω, τάσις, όργανο εξαγωγής και δέσης αρτηριών

5399. Tenaille, Tenaillon – τείνω, τάσις, επέκταση και ενίσχυση οχυρωμάτων δια προπυργίων και προμαχώνων

5400. Tenancy, Tenant, Tenantable, Tenanted, Tenantless, Tenantry – τείνω, τάσις, κρατώ, κατέχω, ενοικιάζω

5401. Tend, Tendance, Tendency (τάσις), Tendentious, Tender (τείνωχέριβοηθείαςκαιφροντίδας), Tender (πρότασηήπροσφοράπροςαποδοχή), Tending – τείνω, τάσις

5402. Tender, Tenderfoot, Tender-hearted, Tender- heartedly, Tender-heartedness, Tenderling, Tenderloin, Tenderly, Tenderness – τείνω, τάσις, τέρην (-ενος), τεταμένος, ψηλόλιγνος, καχεκτικός, λειαινόμενοςμέσωτριβής, τρυφερός

5403. Tendinous, Tendon, Tendril (πλοκάμι) – τείνω, τένων, νεύρο

5404. Tenement, Tenemental, Tenementary – τείνω, τάσις, κρατώ, κατέχω, ενοικιάζω

5405. Teneral – τείνω, τάσις, τέρην (-ενος) τεταμένος, ψηλόλιγνος, καχεκτικός, λειαινόμενος μέσω τριβής, τρυφερός, αναφερόμενος σε έντομο που μόλις εξήλθε από το κουκούλι σε κατάσταση νύμφης ή χρυσαλλίδας

5406. Tenesmus- τανυσμός, πίεση, συμφόρηση και ανεπιτυχής προσπάθεια κένωσης του εντέρου 

5407. Tenet – τείνω, κρατώ, αξίωμα, αρχή, δόγμα ή διδασκαλία θεωρούμενη αληθής

Βσπβ. Tenioid– όμοιος με ταινία, ταινιόμορφος

5408. Tenon – τένων, κατάληξη ξύλου που μπορεί να προσαρμοστεί σε μία αντίστοιχη τρύπα

5409. Tenor – τείνω, κρατώ, αξίωμα, αρχή, σφραγίδα, χαρακτήρας, τενόρος (μεταξύ βαθύφωνου και υψίφωνου), ρεφραίν τραγουδιού, άρια όπερας, διατακτικό δικαστικής απόφασης

5410. Tenotomy – τένων + τομή, εγχείρηση διαίρεσης τένοντα

5411. Tense, Tensely, Tenseness, Tensibility, Tensible, Tensile, Tension, Tensity, Tensive, Tensor (μυςτανύμενος, τανυμήκης) – τείνω, τάνυμαι, εκτείνομαι

5412. Tent, Tentorium (μεμβράνη μεταξύ κύριου εγκεφάλου και παρεγκεφαλίδας), Tentory – τείνω, τάσις, τέντα, σκηνή, μουσαμάς  

5412. Tentacle, Tentacular, Tentaculated, Tentaculiferous (τείνω + φέρω)- τείνω, τάσις, πλοκάμι (η ρίζα «τείνω» αρχίζει να συναγωνίζεται σε παραγωγικότητα τη ρίζα «σχίζω»)

5415. Tentation, Tentative – τείνω, τάσις, πειραστικός, δοκιμαστικός

5416. Tenter, Tenterhook – τείνω, τάσις, καρφί ή άλλη μέθοδος για το τέντωμα ρούχων

Βσπγ. Tenthredo– τενθρηδών, βέσπα που έχει φωλιά στη γη, οπλοκάμπη

5417. Tenuifolious (λεπτόφυλλος), Tenuious, Tenuirostral (κομψόραμφος), Tenuity, Tenuous – τείνω, επεκτείνω, αραιός

5418. Tenure – τείνω, τάσις, υπηρεσία δουλοπάροικου προς άρχοντα ως ανταπόδοση για την εκμετάλλευση κτήματος, επίμορτος αγροληψία

5419. Tenuto – μουσικός όρος διατήρησης της έντασης των νοτών

5420. Teocalli – θεός + καλώ, πυραμίδα ή ναός των λαών της Κεντρικής και Νοτίου Αμερικής 

5421. Tephrite, Tephroite – τέφρα, τεφρίτης, πυριτικό άλας μαγγανίου

Βσπδ. Tephrochronology- εύρεση χρονολογίας μέσω της τέφρας

5422. Tephromancy – τεφρομαντεία, μαντεία βάσει στάχτης ή καμένων απομειναριών

Βσπε. Tephrosis- παραμόρφωση προσώπου λόγω υπερθέρμανσης (SF)

Βσπστ. Teradyne – τέρας + δύναμη, αγωγοί και ημιαγωγοί ρομπότ με τεράστια δύναμη

5423. Teramorphous – τέρας + μορφή, τερατόμορφος

Βσπζ. Teraquad – τεράστια μονάδα αποθηκευτικού χώρου στις ταινίες επιστημονικής φαντασίας

Βσπη. Terathopius- τέρας + ωψ, θαυμαστός τω ιδείν, άνουρος αετός

5424. Teratogeny – τέρας + γεννώ, τερατογένεσις

5425. Teratological, Teratologist, Teratology – τερατολογικός, τερατολόγος, τερατολογία 

Βσπθ. Teratoma– είδος όγκου από ετερόκλητα υλικά, κόκαλα, τρίχες, δόντια, μαλλιά κ.λπ.

5426. Terebene, Terebinth, Terebinthine – τέρμινθος, τερεβινθίνη, τερέβινθος, το δένδρο της τσικουδιάς 

5427. Terebrate, Terebration – τείρω, τορνεύω, τόρνος, διατρυπώ, σχηματίζω κύκλο

5428. Term – τέρμα, όριο, προθεσμία, δικάσιμος, μέρα πληρωμής, φοιτητική περίοδος, όρος, κατηγόρημα. Στην Αγγλία η περίοδος λειτουργίας των δικαστηρίων διαιρείται σε Hilary, Easter, Trinity, Michaelmas

5429. Termer – τέρμα, ο έχων προθεσμία, ο ταξιδεύων για να παραστεί σε δικάσιμο

5430. Termes – τείρω, τρήμα, τρυπώ, ορθόπτερο έντομο, σαράκι

5431. Terminalable, Terminableness – τέρμα, περιοριστικός, περιοριστικότητα

5432. Terminal – τέρμα, τερματικός σταθμός (και αερολιμένα), θανατηφόρος αρρώστια, ανήκεστος ασθένεια σε τελικό στάδιο, τερματικό για σύνδεση με άλλες ηλεκτρικές συσκευές

5433. Termination, Terminational, Terminative, Terminatively, Terminator (εξολοθρευτής) – τέρμα, τερματίζω, εξουδετερώνωρομπότήανδροειδές (συναφήςερώτηση: “is he dead?” Απάντηση Σβαρτσενέγκερ: “he is terminated”) 

5434. Τerminator – διαχωριστική γραμμή μεταξύ φωτεινής και σκοτεινής πλευράς του φεγγαριού

5435. Terminer- τέρμα, μόνο στη φράση “oyer and terminer” (ακροατήριο ποινικών υποθέσεων)

5436.  Terminist – τέρμα, ο πιστεύων ότι ο Θεός έχει αναθέσει στον καθένα μας δοκιμασίες, περιόδους μετανοίας και επιτίμια

5437. Terminological, Terminology- αφορών επιστημονικούς όρους, ορολογία

5438. Terminthus – τέρμινθος, πολύτιμος λίθος ομοιάζων με καρπό τερέβινθου (κοκκορεβύθι), ανθράκιον, ψευδάνθρακας

5439. Terminus – τέρμα, όρος, όριο, τερματικός σταθμός

5440. Termitary (φωλιά τερμιτών), Termite –θριψ, τείρω, τρήμα, τρυπώ, ορθόπτερο έντομο, λευκό ή κόκκινο μερμήγκι, τερμίτης

5441. Termless, Termly – τέρμα, απεριόριστος, περιοδικός

5442. Tern, Ternary, Ternate, Terneplate, Ternion – τρία, εκ τριών στελεχών ή λεπτών πλακών αποτελούμενος, τριαινοειδής

5443. Terpsichorean – αφορών την Τερψιχόρη, τη μούσα της λύρας και του χορού

5444. Terra, Terrace (ανυψωμένη πλάκα γης), Terrain, Terracotta (ψημένη γη, άργιλος ή πηλός), Terranean, Terraqueous (αποτελούμενος από γη και ύδωρ), Terraquad (έκφραση χρησιμοποιούμενη επί βαρέων αμφίβιων οχημάτων με κίνηση στους τέσσερις τροχούς), Terrene, Terreplein – τερσαίνω, τέρσομαι, ξηραίνω, ξηραίνομαι

5445. Terrible, Terribleness, Terribly – τρέμω

5446. Terricole, Terricolous – τερσαίνω + κολλώ, ο κάτοικος της Γης

5447. Terrier – τερσαίνω, εθνοφύλακας, σκυλί που σκάπτει και κυνηγά σκουλήκια, κτηματολόγιο

5448. Terrific, Terrified, Terrify, Terrification – τρέμω, τρόμος, σκορπώτοντρόμο

5449. Terrigenous – τέρσομαι + γένος, εκ γης προερχόμενος

5450. Territorial, Territorially, Territoried, Territory – τερσαίνω, γη, περιφέρεια, επικράτεια, μεγίστηπεριοχή

5451. Terror, Terrorize, Terrorism, Terrorist – τρέμω, τρόμος, τρομοκρατία, περίοδος γαλλικής επανάστασης από τον Απρίλιο του 1793 έως τον Ιούλιο 1794

5452. Tertial, Tertian, Tertiary, Tertiate, Terious -τρία, τρίτος, τριτογενής, συμβαίνων ανά τρεις ημέρες

5453. Terzetto – τριμερής μουσική σύνθεση

5454. Tesseral, Tesselated, Tesselation – τέσσερα, αποτελούμενος από τετράγωνες πλάκες, μωσαϊκό

5455. Tessera, Tesseraic, Tesseral, Tessular – τέσσερα, τετράγωνο κομμάτι, κάρτα, ταυτότητα

Βσq. Tesseract – τέσσερα + ακτίς, τετραδιάστατος κύβος, είδος αεικίνητου και άπειρης αδαπάνητης ενέργειας στην επιστημονική φαντασία

5456. Testa, Testacea, Testacean, Testaceous- τίκτω, τέκτων, κέλυφος, όστρακον, κεφαλή, οστρακοειδής, κεραμίδι, στρωμένος με κεραμίδια

5457. Testable, Testacy, Testament (ΠαλαιάήΚαινήΔιαθήκη), Testamentary, Testamentation, Testate, Testation, Testator, Testatrix – τρίτοςδηλαδήμάρτυς, διαθήκη

5458. Tester – τίκτω, τέκτων, κέλυφος, κεραμίδι, τύμβος, άμβωνας, οροφή ή ουρανός κρεβατιού

5459. Testicle, Testiculate, Testiculation – τρίτος, μάρτυρας του ανδρισμού, όρχις (οι όρχεις λέγονταν και «παραστάται», διότι ο ένας συμπαρίστατο στον άλλον και οι δύο μαζί στον … φορέα τους)

5460. Testification, Testificator, Testifier, Testify – τρίτος, μάρτυς, μαρτυρία, μαρτυρώ, υποβάλλω κατάθεση, καταθέτω

5461. Testily, Testiness, Testy- τίκτω, τέκτων, κέλυφος, όστρακον, κεφαλή, πείσμων, πεισμόνως (γαλλικά “tetu”, όπως ο Κεραμπάν ο πεισματάρης)

5462. Testimonial, Testimony -τρίτος, μάρτυς, μαρτυρία, κατάθεση

5463. Testing, Test – τέκτων, κέλυφος, όστρακον, τεστ, διαγώνισμα, διαγωνισμός, συνέντευξη, διύλιση και διήθηση χρυσού ή αργύρου

5464. Testudinal, Testudinate, Testudinated, Testudineous, Testudo-

τίκτω, τέκτων, κέλυφος, όστρακον, οστρακοειδής, χελώνα

5465. Tetanic, Tetanine (πτωμαΐνη), Tetanus – τείνω, τέτανος, τετανός, σπασμοί των μυών

5466. Tete –τίκτω, τέκτων, κέλυφος, όστρακον, κεφαλή, περούκα, φενάκη

5467. Tetrabranchiate -έχων τέσσερα βράγχια

Βσqα. Tetrachloroethylene – τετράς, χλώριον, αιθήρ + ύλη, τετραχλωροαιθυλένιον

5468. Tetrachord – τέσσερα + χορδή, τετράχορδος

5469. Tetrachotomous – τέτραχα (σε τέσσερα μέρη) + τέμνω, διακλαδιζόμενος σε τέσσερις απολήξεις

5470. Tetracolon – στροφή αποτελούμενη από τέσσερα κώλα ή τέσσερεις στίχους

Βσqβ. Tetractys – τετρακτύς, πυθαγόρειο σύμβολο των τεσσάρων ριζωμάτων και της παγκόσμιας αρμονίας, πυραμίδα δέκα σημείων, τεσσάρων στην πρώτη σειρά, τριών στη δεύτερη, δύο στην τρίτη συν η κορυφή

5471. Tetracyclic – ο έχων τέσσερις σπείρες ή έλικες

Βσqγ. Tetracycline – τετρακυκλινη, αντιβιοτικόγιαβακτηριακές λοιμώξεις του ουρητήρα

5472. Tetrad – τετράς, τετράδα

5473. Tetradactylous – τετραδάκτυλος

5474. Tetradelphous – ο έχων τέσσερις δελφύες ή θυσάνους στημόνων

5475. Tetradecapod – έχων δεκατέσσερα πόδια

5476. Tetradiapason – τετραπλό διαπασών ή οκτάβα, μουσική συγχορδία

5477. Tetradrachm – αργυρό νόμισμα αξίας τεσσάρων δραχμών

5478. Tetradymite – τετράδυμος, συνδυασμός δίδυμων κρυστάλλων, τελλουρικό βισμούθιο

5479. Tetradynamous – έχων τέσσερεις στήμονες μακρύτερους από τους υπόλοιπους

5480. Tetragon, Tetragonal – τετράγωνον

Βσqδ. Tetragrid – τετράγωνο κιγκλίδωμα

5481. Tetragynian- έχων τέσσερεις ύπερους

5482. Tetrahedral, Tetrahedrite (γκρίζο χάλκινο πέτρωμα με τετράγωνες ψηφίδες), Tetrahedron – τετράεδρον, τετράεδρος 

5483. Tetrahexahedral, Tetrahexahedron – στερεό 24 πλευρών, αντιστοιχουσών ανά 4 σε μία πλευρά κύβου

5484. Tetralogy – τετραλογία

Βσqε. Tetrameres, Tetrameriosis – νηματώδηπαρασιτικάσκουλήκια

5485. Tetrameter – τετράμετρον, στίχος τεσσάρων ποδών

5486. Tetrandrian- έχων τέσσερεις στήμονες  

5487. Tetrapetalous – έχων τέσσερα πέταλα

5488. Tetraphyllous – έχων τέσσερα φύλλα

5489. Tetrapla – Βίβλος του Ωριγένη με τέσσερις εκδοχές σε τέσσερις αντίστοιχες στήλες

Βσqστ. Tetraplegia – τετραπληγία

Βσqζ. Tetraploid- τετραπλούς

5490. Tetrapod – τετράποδον

Βσqη. Tetrapodomorph–τετράποδον, ζώο με τετράποδη μορφή

5491. Tetrapteran, Tetrapterous – τετράς + πτερόν, τετράπτερον

5492. Tetrarch, Tetrarchate, Tetrarchical, Tetrarchy – τέτραρχος, τετραρχία, κυβερνήτης ενός τετάρτου μίας επαρχίας ή του Ρωμαϊκού κράτους (Διοκλητιανός, Γαλέριος, Μαξιμιανός, Κωνστάντιος Χλωρός), στην επιστημονική φαντασία κυβερνήτης ενός τεταρτημορίου του διαστήματος ή του γαλαξία

Βσqθ. Tetras- τετράς,πολύχρωμα ραβδωτά ψάρια Νοτίου Αμερικής

5493. Tetraspaston – τετράς + σπάω (-ω), σύστημα τεσσάρων τροχαλιών

5494. Tetraspermous – τετράς + σπέρμα, έχων τέσσερα σπέρματα

5495. Tetraspore – τετράς + σπόρος, ομάδα αγαμικών φυκοειδών κυττάρων

5496. Tetrastich – τετράστιχον

5497. Tetrastyle – τετράστυλον κτίσμα

5498. Tetrasyllabic, Tetrasyllable – τετρασύλλαβον, τετρασύλλαβος

Βτ. Tetratomic- μόριο περιέχον τέσσερα άτομα

5499. Tetrode – ασύρματη βαλβίδα με τέσσερα ηλεκτρόδια

Βτα. Tetroxide – τέσσερα + οξύ, τετροξείδιον

Βτβ. Tetryon – τετράς, είδος υποατομικού ή υποσιαστημικού σωματιδίου στη σειρά “Star Trek”  

5500. Tettix – τέττιγξ, μεταλλικό στολίδι για τα μαλλιά με μορφή τζίτζικα

5501. Text, Textbook, Textman (παραπέμπων σε φράσεις), Textual, Textualist, Textually, Textuarist (σπουδάζων τις Γραφές), Textuary, Textuist – τίκτω, τέκτων, κατασκευάζω ξύλινο πλαίσιο άρα και πρότυπο υφάσματος και ρούχων, κείμενο

5502. Textile, Textorial, Texture – τίκτω, τέκτων, κατασκευάζω ξύλινο πλαίσιο άρα και πρότυπο υφάσματος και ρούχων, υφαίνω, ύφανση

5503. Thalamium – θάλαμος, δίσκος αναπαραγωγικών κυττάρων θύλακας σπόρων σε φύκια ή λειχήνες

5504. Thalamus – θάλαμος, κάλυκας άνθους,αφετηρία νεύρου, γυναικωνίτης

Βτγ. Thalassemia– θάλασσα + αίμα, ανωμαλία του αίματος με χαμηλή αιμοσφαιρίνη που προκαλεί αναιμία

5505. Thalassian, Thalassic – θαλάσσιος (ιδίως επί χελώνας), πελάγιος, πελαγίσιος

Βτδ. Thalassochelys – θαλάσσιος + χέλυς (-υος), χελώνα, θαλάσσια χελώνα (caretta- caretta Ζάκυνθος)

Βτε. Thalassocracy– θαλασσοκρατία, μέγα το της θαλάσσης κράτος

5506. Thalassography – θαλασσογραφία

5507. Thalassometer – θαλασσόμετρον, μετρητής επιπέδου πλημμυρίδας ή άμπωτης

5508. Thalassophile – θαλασσόφιλος

5509. Thalassotherapy – θαλασσοθεραπεία, ενίσχυση κυκλοφοριακού και ανοσοποιητικού συστήματος δια κολύμβησης  

5510. Thalia, Thalian – Θάλεια, μούσα βουκολικής και κωμικής ποιήσεως

Βτστ. Thalidomid– νάφθα, ναφθαλίνη, θαλιδομίδη

5511. Thallic, Thallium – θάλλω, θάλος, ασπρογάλανο μεταλλικό στοιχείο, μαλακό αλλά όχι ελαστικό

5512. Thallogen, Thallophyte – θάλλω + γεννώ ή φυτόν, θαλλόφυτον, κρυπτόγαμο φυτό που περιλαμβάνει φύκια, μύκητες και λειχήνες

5513. Thallus – θάλλω, θάλος, αδιαφοροποίητο φυτό χωρίς διαίρεση σε φύλλα, μίσχο και ρίζα

5514. Thanatism- διδασκαλία κατά την οποία δεν υπάρχει ψυχή μετά θάνατον

5515. Thanatoid – ομοιάζων με θάνατο

Βτζ. Thanatopraxy – πρακτική συντήρησης πτωμάτων, βαλσάμωση κ.λπ.

5516. Thanatos, Thanatologist, Thanatology – θάνατος και μελέτη θανάτου (σ.σ. φιλοσοφία κατά Πλάτωνα)

5517. Thaumatrope – θαύμα + τρέπω, θαυματρόπιον, οπτικό όργανο ελέγχου της αποτύπωσης μίας εικόνας στον αμφιβληστροειδή μετά την απομάκρυνση του ορώμενου αντικειμένουώστε τα αντικείμενα να φαίνονται σε συνεχή κίνηση   

5518. Thaumaturgic, Thaumaturgical, Thaumaturgics, Thaumaturgist, Thaumaturgus, Thaumaturgy – θαύμα + έργον, θαυματουργός, θαυματουργία

5519. Theandic – αφορών συνεργασία μεταξύ θεού και ανθρώπων

5520. Theanthropic, Theanthropism – θεάνθρωπος και αντίστοιχη κατάσταση, θεανθρωπισμός

5521. Thearchy – θεαρχία, θεοκρατία

5522. Theatre, Theatrical, Theatricality, Theatrically, Theatricals – θέατρον, θεατρικός, θεατρικότης

Βτη. Theatrotherapy – θεατροθεραπεία

Βτθ. Thebaine – Θήβαι, θηβαϊνη, παραμορφίνη, οπιούχοαλκαλοειδές

5523. Thebe, Theban – Θήβαι Ελλάδος, Θήβες Αιγύπτιο, αιγυπτιακό έτος

5524. Theca – σποριάγγειον, θήκη σπόρων φτέρης

5525. Thecaphore – θήκη + φέρω, βάθρο ωοθήκης

5526. Thecodont – δεινόσαυρος όπου οι οδόντες μπαίνουν σε θήκες

5527. Theist, Theism, Theistical – θεϊσμός, αντίληψη ότι ο θεός ευρίσκεται εκτός κόσμου

5528. Thematic, Theme -θέμα, αντικείμενο συζήτησης ή έρευνας, το κύριο τμήμα μίας λέξης ή μουσικής σύνθεσης, το τρίτο γνωσιολογικό στάδιο του Ζήνωνα Κιτιέα – σταθεροποίηση (θέναρ, θέσις, θέμα)

5529. Themis – θεά του νόμου και της τάξης, αλλά και υπερβαίνουσα αυτά και οδηγούσα στους θεσμούς, ενώ οι θέμιστες (πληθυντικός του θέμις) είναι η νομολογία των αρχόντων και των πολιτειακών οργάνων, που μπορεί βέβαια να είναι και «σκολιές», όπως λέγει ο Όμηρος

5530. Thenal, Thenar – θέναρ, η παλάμη του χεριού, χειρομαντεία, το πρώτο γνωσιολογικό στάδιο του Ζήνωνα Κιτιέα- ποικιλία, συλλογή στοιχείων (θέναρ, θέσις, θέμα)

5531. Theobroma – βρώμα (βρώσις) των θεών, αμβροσία, κακαόδενδρο (ονομασία πολύ κατανοητή για τους λάτρεις της σοκολάτας – choco- holics)

5532. Theobromine – θεοβρωμίνη, η αλκαλοειδής ουσία της σοκολάτας

5533. Theochristic – θεός + χρίζω, χρισμένος από τον Θεό, χριστός

5534. Theocracy, Theocratic – θεός + κρατώ, θεοκρατία, θεοκρατικός, καθεστώς όπου ο κυβερνήτης θεωρείται θεός και έχει το ιερατείο ως υπουργικό συμβούλιο (η πληγή της ανθρωπότητας)

5535. Theocrasy – θεός + κεράννυμι, κράσις, μυστική ένωση της ψυχής με τον Θεό κατά τον διαλογισμό, πολυθεϊστική λατρεία

5536. Theocritian – ο υιοθετών το ειδυλλιακό ύφος του Θεόκριτου

5537. Theodicy – θεός + δίκη, θεωρία που επιχειρεί να συμβιβάσει τις αδικίες της μοίρας με τη δικαιοσύνη του θεού, όπου εντάσσεται χριστιανική προβληματική της δοκιμασίας, της βλασφημίας και της μετάνοιας. Πιοπειστική η αρχαιοελληνική αντίληψη ότι η μοίρα είναι αδήριτη, αδυσώπητη (Κλωθώ, Λάχεσις, Άτροπος) και δεν εκπορεύεται από το θεό, αντίθετα από το θεό εκπορεύεται η αντίδραση στα χτυπήματα της μοίρας

5538. Theodolite, Theodolitic- θεοδόλιχος, όργανο μέτρησης οριζόντιων και κάθετων γωνιών, ύψους και απόστασης, τριγωνομετρικό εργαλείο

5539. Theogonic, Theogonist, Theogony- θεογονία, μυθολογία γένεσης των θεών που έχει ως συνέχεια την τιτανομαχία

5540. Theolatry – η λατρεία του Θεού

5541. Theologian, Theological, Theologically, Theologist, Theologize, Theologizer, Theology – θεολογία, θεολογικός, θεολόγος

5542. Theomachist, Theomachy – θεός + μάχη, μαχητής ή μάχη κατά των θεών

5543. Theomancy – θεομαντεία, πρόβλεψη μέλλοντος βάσει χρησμών

5544. Theomorphic, Theomorphism – θεός + μορφή, θεομορφικός, θεομορφισμός (περί του ότι ο άνθρωπος ομοιάζει στον Θεό)

5545. Theopathetic, Theopathy – έκθεση σε μαρτύριο λόγω αμαρτιών, ο ευρισκόμενος σε ενσυναίσθηση με το θείο πάθος (όπως ο Wilbur Mercer μετείχε στο θείο δράμα μέσω κουτιού ενσυναίσθησης στο “Do electric sheep dream?” του Φίλιπ Ντικ)

5546. Theophanic, Theophany – θεοφάνεια, φανέρωση του Θεού

5547. Theophilanthropism – αγάπη για τον Θεό και για τον άνθρωπο, θεϊστικό (Θεός εκτός κόσμου) και αθεϊστικό σύστημα της γαλλικής επανάστασης το 1796 που φιλοδόξησε να αντικαταστήσει τον χριστιανισμό

5548. Theopneustic, Theopneusty – θεός + πνεύμα, εμπνευσμένος από το Θεό

Βτι. Theophoric – όνομαπουπεριλαμβάνειως θέμα το όνομα κάποιου θεού

Βτια. Theophylline – θεός (τέϊον – ποτόθείο) + φύλλο, ουσία που περιέχεται σε καφέ, τσάι, σοκολάτα

5549. Theorem, Theorematic – θεώρημα, επιστημονική πρόταση χρήζουσα αποδείξεως

5550. Theoretical, Theoretically, Theorist, Theorize, Theorizer, Theory – θεωρία, λογική υπόθεση περί του όντος που συμφωνεί ή τουλάχιστον δεν αντιβαίνει στα επιστημονικά δεδομένα

5551. Theosophic, Theosophism, Theosophist, Theosophize. Theosophy – θεοσοφία, θεοσοφισμός, υπόταξη του ανθρωπίνου σώματος μέχρι να γίνει κατάλληλο σκεύος για θεία επιφοίτηση, οικειότητα της ψυχής με τον Θεό

5552. Theotokos – Θεοτόκος, η αειπάρθενος Μαρία

5553. Therapeutae – θεραπευταί, ιουδαϊκή αίρεση αγαμίας και διαρκούς προσευχής

5554. Therapeutic, Therapeutics, Therapeutist – θεραπεία, θεραπευτικός

5555. Theriac, Theriacal –θηρίον, φάρμακο κατάλληλο για δάγκωμα θηρίου

5556. Therianthropic, Therianthropism – λατρεία ζωόμορφων ημιανθρώπινων θεοτήτων

Βτιβ. Theridion– μικρό θηρίο, είδος αράχνης με ισχυρές δαγκάνες

5557. Theriotomy – θηρίον + τομή, ζωοτομία

5558. Therm – θερμική μονάδα ως ποσό θερμότητας απαραίτητο για να υψώσει τη θερμοκρασία μίας λίβρας νερού κατά 1 βαθμό Φαρενάιτ

5559. Thermal, Thermic – θερμός, θερμικός, θερμές πηγές ή λουτρά

Βτιγ. Thermalism– θεραπεία με θερμά ιαματικά ύδατα

5560. Thermidor – μήνας γαλλικού επαναστατικού ημερολογίου από 20 Ιουλίου ως 18 Αυγούστου

5561. Thermionic –θερμιονικός, παράγων ηλεκτρισμό δια επίδρασης θερμότητας

5562. Thermion – ηλεκτρόνιο εκπεμπόμενο από σώμα συνεπεία υπερβολικής θερμότητας

5563. Thermite – θερμίτης, μίγμα αλουμινίου και οξειδίου του σιδήρου που εκπέμπει έντονη ζέστη

Βτιδ. Thermocautery– καυτηριασμός αγγείων με ηλεκτρικό ρεύμα

5564. Thermochemistry – θερμός + χημεία, επιστήμη ανάπτυξης θερμότητας δια χημικής αντίδρασης

Βτιε. Thermoclastic– θερμός + κλω (σπάω), διάβρωση βράχων λόγω συνεχών αλλαγών θερμοκρασίας 

Βτιστ. Thermocline– θερμός + κλίσις, στρώμα υγρού, όπου η θερμοκρασία αλλάζει πιο γρήγορα απ’ ό,τι τα υποκείμενα και τα υπερκείμενα στρώματα 

5565. Thermocurrent – ηλεκτρικό ρεύμα παραγόμενο δια θερμότητας

5566. Thermodynamic, Thermodynamics- θερμοδυναμική, επιστήμη σχέσεων της Μηχανικής με τη θερμότητα, θερμοδυναμικά αξιώματα, όπως το περίφημο δεύτερο της εντροπίας

5567. Thermoelectric, Thermoelectricity – θερμοηλεκτρισμός

5568. Thermoelectrometer – όργανο για εξακρίβωση επιπέδου θερμότητας σε δεδομένο ηλεκτρικό ρεύμα

5569. Thermogene – θερμογενής, βαμβάκι διαποτισμένο με πιπεριά προς πρόκληση θερμότητας και θερμική διέγερση της πληγής

Βτιζ. Thermogenesis– δημιουργία θερμότητας στο σώμα ανθρώπων και ζώων

Βτιη. Thermogenics– ουσίες που αυξάνουν τη θερμότητα του σώματος επηρεάζοντας ή ερεθίζοντας τον μεταβολισμό 

5570. Thermogram, Thermograph, Thermographic – όργανο καταγραφής θερμότητας

Βτιθ. Thermolysis, Thermolyte, Thermolytic – θερμόλυσις, απελευθέρωση ή διάλυση δια θερμότητας

Βτκ. Thermomagnetic, Thermomagnetism – θερμομαγνητικός, θερμομαγνητισμός

Βτκα. Thermomechanical – μέτρησημηχανικώνμεταβολώνδιαθερμοκρασίας

5571. Thermometer, Thermometrical, Thermometrically – θερμόμετρον, θερμομετρώ

5572. Thermopile – θερμός + πίλος, καπέλο εκ συμπιεσμένου μαλλιού, θερμική στήλη, όργανο μέτρησης θερμικής ακτινοβολίας

Βτκβ. Thermoplastic, Thermoplasty– δημιουργία πλαστικού δια θερμότητας

5573. Thermos – θερμός, δοχείο περιβαλλόμενο από κενό αέρος προκειμένου να διατηρεί το περιεχόμενο σε σταθερή χαμηλή θερμοκρασία

5574. Thermoscope, Thermoscopic – θερμός + σκοπώ, όργανο μέτρησης ελάχιστων διαφορών θερμοκρασίας

Βτκγ. Thermosiphon– θερμός + σίφων, θερμοσίφωνας

Βτκδ. Thermosphere– στρώμα ατμόσφαιρας πάνω από τη μεσόσφαιρα και κάτω από την εξώσφαιρα  

5575. Thermostat – θερμοστάτης, όργανο αυτόματης ρύθμισης θερμοκρασίας  

5576. Thermotic, Thermotics – επιστήμη θερμότητας

5577. Thermotropism – θερμοτροπισμός, ικανότητα των φυτών να στρέφονται προς τον ήλιο ή μακριά απ’ αυτόν

5578. Theroid – θηριώδης, ομοιάζων με θηρίο, μη έχων ηθικές αναστολές

5579. Thesaurus – θησαυρός, λεξικό ή εγκυκλοπαίδεια

5580. Thesis – θέσις, θέση στο χώρο ή λογική επεξεργασία ενός θέματος, διατριβή επί διδακτορία, εξέταση υπόθεσης ώστε αυτή είτε να αποκρουσθεί είτε να γίνει δεκτή, το δεύτερο και κυριότερο γνωσιολογικό στάδιο του Ζήνωνα Κιτιέα- εύρεση του ουσιώδους (θέναρ, θέσις, θέμα)

Βτκε. Thesmophoria – αρχαίαελληνικήθρησκευτικήγιορτή

5581. Thesmothete – θεσμοθέτης, πεφωτισμένος συντακτικός νομοθέτης όπως ήσαν στην αρχαιότητα οι Σόλων, Ζάλευκος, Χαρώνδας κ.λπ.

5582. Thespian – εκ του άρματος του Θέσπιδος, δραματικός ποιοτικός ηθοποιός

5583. Theta – θήτα, το γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, εγκεφαλικά κύματα αντίστοιχης ονομασίας

5584. Theurgic, Theurgist, Theurgy – θεός + έργον, θεουργία, τέλεση υποτιθέμενων θαυμάτων με επίδειξη μαγικών υπερφυσικών δυνάμεων 

5585. Third, Thirdings (το τρίτον του σίτου ως φόρος προς τον φεουδάρχη), Thirdly, Thirds (τρίτον, νόμιμη μοίρα χήρας επί ακινήτων), Thirteen, Thirty – τρίτος

Βτκστ. Thionic – θείον, θειώδης

5586. Thlipsis – θλίψις, σύνθλιψη λόγω εξωγενών παραγόντων, εξωτερική πίεση ή περιορισμός

Βτκζ. Thiurea– ουσία με βάση το θείο

Βτκη. Thixotropy, Thixotropic – θίγω + τρόπος, ρευστοποίησηπηχτώνυγρώνδιαανακατέματοςήκουνήματος (shakenorstirred)

5587. Tholobate – θόλος + βάση, θεμέλιο οικίας

Βτκθ. Thoracentesis– παρακέντηση του θώρακος

5588. Thoracic, Thoracics, Thorax – θώραξ, θωρακικός

Βτλ. Thoracoplasty– θωρακοπλαστική, αναδιάταξη των πλευρών λόγω πνευμονικού παρεγχύματος

Βτλα. Thoracotomy– θωρακοτομία

Βτλβ. Thridace– θρίδαξ, μαρούλι, λεπτό στρώμα γης

5589. Thorough, Thoroughbred (καθαρόαιμος), Thoroughly, Thoroughfare και αμέτρητα παράγωγα – τείρω, τόρνος, διαπερνώ, διαπεραστικός, σχολαστικός

5590. Thranite – θρανίον κωπηλάτη, θρανίτης κωπηλάτης, έχων το μακρύτερο κουπί και την περισσότερη δουλειά

Βτλγ. Thrash, Thrasher, Thrashing- παρά τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα, αυτές οι λέξεις δεν μπορούν παρά να έχουν σχέση με το «θραύω». Ήδη ομολογείται η σχέση τους με τον «τόρνο», που ανάγεται στο «τείρω» – διατρυπώ

5591. Thrasonical, Thrasonically – θράσος, οίηση όπως στον «Ευνούχο» του Τερέντιου

5592. Thread, Threadbare (φθαρμένος), Threadbareness, Threader, Threadiness. Threadworm (νηματοειδέςσκουλήκι), Thready – τείρω, διατρυπώμεβελόνα, νήμα, ίνα

5593. Three, Threefold, Threesome (παιχνίδι για τρεις), Thrice και άπειρα παράγωγα – τρία 

5594. Thremmatology – τρέφω, θρέμμα + λόγος, επιστήμη εκτροφής οικιακών ζώων και διασταύρωσης ήρεμων φυτών

5595. Threnetic, Threnodial, Threnodist, Threnody – θρήνος, θρηνωδία, θρηνωδός

5596. Threpsology – τρέφω, θρέψις + λόγος, επιστήμη διατροφής σε συνδυασμό με υγεία -τρόπο ζωής

5597. Thrill, Thriller, Thrilling, Thrillingly, Thrillingness – τείρω, τόρνος, διαπερνώ, διαπεραστικός,συγκλονιστικός, αγωνιώδες δράμα

5598. Thrips – θριψ, τείρω, τρήμα, τερμίτης, σαράκι

5599. Throb – θρόμβος, ισχυρός παλμός

5600. Thrombine (ουσία προκαλούσα θρόμβο δια δημιουργίας ίνωσης), Thrombosis, Thrombus – θρόμβος, θρόμβωσις

Βτλδ. Thrombocytes– θρομβοκύτταρα, κύτταρα που ελέγχουν την πήξη και την θεραπεία των αιμοπεταλίων

Βτλε. Thrombocytopenia– θρομβοκυτταροπενία, έλλειψη αρκετών αιμοπεταλίων στο αίμα  

Βτλστ. Thromboelastography – μέθοδος και ανάλυση διερεύνησης του βαθμού πήξης του αίματος

Βτλζ. Thromboembolic  –  φραγή αγγείου από θρόμβο

Βτλη. Thrombokinase – θρόμβος + κίνησις, ουσία παρούσα στα λευκοκύτταρα απαραίτητη για την πήξη του αίματος

Βτλθ. Thrombolysis- θρομβόλυσις

Βτμ. Thrombophlebitis– θρομβοφλεβίτις

5601. Throne, Throneless – θρόνος, εκθρονισμένος

5602. Through, Throughly, Throughout και αμέτρητα παράγωγα- τείρω, τόρνος, διαπερνώ, διαπεραστικός, μέσω, διαμέσου

5603. Thumb, Thumbed και πολλά παράγωγα– τύμβος, λόφος, εξόγκωμα, μέγας δάκτυλος, αντίχειρας (λατινικά “tumulus”)

Βτμα. Thunder, Thunderer, Thunderous, Thunderstorm, Thunderstruck καιπολλάπαράγωγα – τόνος, ηχώ, βροντή

5604. Thurible, Thurifer, Thuriferous, Thurification – θορός (ανδρικόσπέρμα), μόσχος, αρρενωπήαρωματικήουσία, θυμίαμα

Βτμβ. Thyia– Θυία, νύμφη του Παρνασσού

5605. Thylacine – θύλαξ + κύων, κυνοκέφαλος (βλ. και Θεαίτητο), τίγρης της Τασμανίας, Τασμανιανός λύκος, σαρκοφάγο μαρσιποφόρο

5606. Thyme, Thymy – θυμάρι

Βτμγ. Thymoanaleptic – ουσία που βοηθά την ανάληψη από υπερδιέγερση του θύμου αδένα

Βτμδ. Thymocyte– άνοσο κύτταρο του θύμου αδένα

5607. Thymol – απόσταξη θυμαριού, ισχυρό αντισηπτικό

Βτμε. Thymoleptic– θυμός + λαμβάνω, ναρκωτικό που… φτιάχνει τη διάθεση

5608. Thymus – θύμος αδήν, θυμός, έδρα του θυμοειδούς

5609. Thyroid – θυρεός (ασπίδα) + είδος, θυρεοειδής αδήν

Βτμστ. Thyroidectomy – θυρεοειδεκτομή

Βτμζ. Thyroiditis – φλεγμονήτουθυρεοειδούς

Βτμη. Thyrotrope (adenoma) – θυρεός (ασπίδα) + τρόπος, θυρεοτροπικός, καρκίνος της υπόφυσης

Βτμθ. Thyrotrophs, Thyrotropin- ουσία που περιέχεται στην υπόφυση, κύτταρα που παράγουν αντίστοιχη ουσία εντός της υπόφυσης, σημαντικά για τον θυρεοειδή

5610. Thyroxin – η ενεργητική ουσία του θυρεοειδούς αδένα

5611.  Thyrse – θύρσος, ταξιανθία, ανθήλη ή κόρυμβος σε ωοειδές σχήμα

5612. Thyrsoid – θύρσος + είδος, θυρσοειδής

5613. Thyrsus – θύρσος, βακχική ράβδος στεφανωμένη με κισσό και φύλλα αμπελιού και κώνο πεύκου στην κορυφή, ανθήλη, θύσανος, κόρυμβος

Βτν. Thysanoptera– θύσανος + πτερόν, τερμίτης, σαράκι

Βτνα. Thysanura – θύσανος + ουρά, είδοςάπτερων εντόμων

Βτνβ. Tichodroma–τείχος + δρόμος, στρουθιόμορφο πτηνό

5614. Tichorhine – τοίχος + ρις, ο έχων χώρισμα στη μύτη και χωριστά ρουθούνια

5615. Tierce –τρίτος, βαρέλι που χωράει το 1/3 του σωλήνα (ως μονάδα μέτρησης υγρών) ή 42 γαλόνια, τρία διαδοχικά τραπουλόχαρτα με ίδιο χρώμα, επιθετικό πλήγμα ξιφασκίας, το ένα τρίτον χωραφιού στην εραλδική

5616. Tiercel –τρεις, τρίτος, αρσενικό γεράκι τρεις φορές μικρότερο από το θηλυκό

5617. Tiercet – τρεις, τρίτος, τριάδα στίχων με ομοιοκαταληξία

5618. Tiers- etat – τρίτο κράτος, επιδραστικός λίβελλος προ της γαλλικής επανάστασηςπου έλεγε ότι ο λαός της Γαλλίας θα μπορούσε να αποτελέσει ξεχωριστό κράτος από μόνος του χωρίς τους ευγενείς

5619. Tiffany – λεπτό διαφανές ύφασμα χρησιμοποιούμενο στη γιορτή των Επιφανίων, Θεοφανίων

5620. Tiger, Tiger-beetle, Tiger-flower, Tigerish, Tiger-lily, Tiger-moth, Tigerwood κ.λπ. – τίγρις (την έμαθε ο Αλέξανδρος όταν έφθασε στην Ινδία)

5621. Tigress, Tigrine, Tigrish – θηλυκή τίγρη, άγριος σαν τίγρη

5622. Tile, Tiled, Tiler, Tilery, Tilestone, Tiling – (σ) τέγη, κεραμίδι

5623. Till, Tillable, Tillage, Tiller, Tilling, Tilseed – τίλλω, εκτίλλωτοπεφυτευμένον, ξεριζώνω, καλλιεργώ

5624. Timbal – κύμβαλον

5625. Timber, Timbered, Timberline (όριοαλπικήςζώνης), Timberlode (προσφοράξυλείαςαπότουςδουλοπάροικουςστοφεουδάρχη), Timberman, Timbertoes (ξυλοπόδαρος) – δόμος, δομικός, ξυλεία, προειδοποιητικήκραυγήξυλοκόπωνότανσωριάζεταικομμένοςκορμός, κλασικήβινιέτακόμιξόπουτηνκραυγήαυτήτηνεκβάλλεικάστοραςαφούέχειροκανίσειτοδέντρο

5626. Timbre, Timbrel – τύμπανον, δέρμα, βροντερόςήχος,  οικόσημο

Βτνγ. Timid, Timidity, Timidly, Timidness – ντροπαλός, φοβιτσιάρης, εκ του λατινικού “timeo” που θεωρώ ότι έχει σχέση με το «τιμώ» – σέβομαι, άρα φοβούμαι

Βτνδ. Timoroso, Timorous, Timorously, Timorousness – βλ. αμέσωςπαραπάνω

5627. Timocracy – τιμοκρατία, ολιγαρχικό πολίτευμα όπου τα αξιώματα κατανέμονται ανάλογα με την περιουσία

5628. Timothy – Τιμόθεος, το διαδεδομένο χόρτο στην Ευρώπη «γατοουρά»

5629. Tinctorial, Tincture – τέγγω (υγραίνω, νοτίζω), βάμμα, βαφή

5630. Tinea – τινάσσω, τίναγμα, παράσιτο φυτού, σκώρος δέρματος

5630. Tinge – τέγγω (υγραίνω, νοτίζω), χρωματίζω, κηλιδώνω, ανακατεύω χρώματα

5631. Tirade – (μαρ) τυρώ, καταγγελτικός λόγος, λίβελλος, κατσάδα

5632. Tire, Tired, Tiredness, Tiresome, Tiresomeness – (μαρ) τυρώ, υφίσταμαιμαρτύρια, είμαικουρασμένος

Βτνε. Tironian – από τον Tiro που ήταν γραμματέας και στενογράφος του Κικέρωνα

5633. Tissue – τίκτω, τέκτων, κατασκευάζω ξύλινο πλαίσιο άρα και πρότυπο υφάσματος και ρούχων, υφαίνω, ύφανση

5634. Titan, Titania (βασίλισσα των νεραϊδών), Titanic, Titaniferous, Titanism (επανάσταση κατά της τάξης του σύμπαντος) – Τιτάν, τιτανικός

5635. Titanium, Titanite – Τιτάν, τιτάνιο και ένωση τούτου

5636. Title, Titled, Titler, Titling – τίτλος

5637. Titmouse – tit (μικρός) + μυς, μικρό ωδικό πουλί κούρνιας

5638. Titrate, Titration – μέσω του γαλλικού ‘titre” τίτλος, ογκομετρική ανάλυση

5639. Titular, Titularity, Titularly, Titulary – τιτλούχος, τίτλος

5640. Tmesis – τμήσις, διαχωρισμός λέξεως δια μεσολάβησης άλλων

5641. Tocology – τόκος + λόγος, μαιευτική

Βτνστ. Tocopherols – τόκος + φέρω, οργανικέςουσίες που παράγουν αρωματικές φαινόλες 

5642. Token, Tokened – δείκνυμι, σημάδι, ενθύμιο φιλίας

5643. Tomb, Tombed, Tombless (άταφος), Tombstone (ταφόπλακα) – τύμβος, τάφος

5644. Tome – τέμνω, τόμος (βιβλίο)

5645. Tomentose – τέμνω, κοκκώδης, νιφετώδης στη Βοτανική

5646. Tomentum – τέμνω, κοκκώδης, νηματοειδής, μικρό αγγείο στη βάση εγκεφάλου, εριοειδές υπόλειμμα στη βάση φυτού

Βτνζ. Tomography – τομογραφίααξονικήή μαγνητική

5647. Ton (μόδα, στυλ), Tonality, Tone, Toned, Toneless, Toner(μαύροεκτυπωτικόυλικό), Tone-syllable, Tony (στυλάτος) – τόνος, τονικότητα

5648. Tonic, Tonicity – τόνος ως τέντωμα, τεντώνω, τονώνω, ενδυναμώνω

Βτνη. Tonicardiac– καρδιοτονωτικό, γλυκοζίτης που βελτιώνει την απόδοση της καρδιάς

5649. Tonite – τόνος, ήχος, εκρηκτικό

Βτνθ. Tonography, Tonometry – μέτρησηοπτικούτόνου

5650. Tonsilectomy – tonsil (αμυγδαλή) + εκτομή, αμυγδαλεκτομή

5651. Tooth, Toothache, Toothbrush, Toothed, Toothful, Toothless (νωδός), Toothpick κ.λπ. – οδούς (- όντος)

5652. Toparch, Toparchy – τόπος + άρχω, τοπάρχης, τοπαρχία

5653. Topaz, Topazolite – τοπάζω (μαντεύω, υποθέτω), πολύτιμος λίθος του οποίου η τοποθεσία έπρεπε να εικασθεί, μακρινό νησί της Ερυθράς ή Αραβικής θάλασσας, τοπάζι

5654. Topiary – τόπος, επιδέξιο και ομοιόμορφο κλάδεμα δένδρων, στολισμός, διακόσμηση και καλλωπισμός κήπων

5655. Topic – τόπος υπό αριστοτελική έννοια, συζήτηση επί συγκεκριμένου επίκαιρου θέματος, επιχειρηματολογία

5656. Topical, Topically – τοπικός, αφορών συγκεκριμένο χωρικό τόπο ή συγκεκριμένο θέμα συζήτησης

5657. Topographer, Topographic, Topographical, Topographically, Topography -τοπογραφία, τοπογράφος

5658. Topology – τοπολογία, συσχέτιση πραγμάτων με τόπους προς υποβοήθηση της μνήμης

Βτξ. Topometry– τοπομετρία, μέτρηση επιφανειακών χαρακτηριστικών μίας περιοχής

Βτξα. Toponymy, Toponymics, Toponomastics – μελέτητοπωνυμίων

5659. Toreumatography, Toreumatology – τορεύω, τόρευμα (ανάγλυφο) + γράφωήλέγω, επιστήμηκαιμελέτηεπιγραφώνκαιαναγλύφων

5660. Toreutic – τορεύω, τορευτικός, ανάγλυφος ιδιαίτερα σε ελεφαντόδοντο ή μέταλλο

Βτξβ. Torgostracheliotos – τόργος (όρνεο) + τραχήλια (άχρηστοιχόνδροιήπλατάριαγύρωαπότολαιμό) + ώτα, λειράτοόρνεο

5661. Tormina, Torminal, Tormodont – τόρμος, κοιλότητα εμπηγμού καρφιού ή πασσάλου, συνεχές και αδιάλειπτο παράπονο λόγω άλγους, έχων οδόντες εμπεπηγμένους σε γερά φατνία

5662. Torose, Torous- τόρευσις, διατρύπηση, εκχωμάτωση, διόγκωση, σχήμα μακριού σωλήνα

5663. Torpedo, Torpedinous, Torpedoist (ειδικός στις τορπίλες) -στέρφος, αμετάβλητος, προκαθορισμένος, τορπίλη, ηλεκτροφόρο σαλάχι 

5664. Torpid, Torpidity, Torpidly, Torpidness, Torpify, Torpor, Torporific- στέρφος, αμετάβλητος, προκαθορισμένος, αμβλύς, αδρανής, νωχελής, ναρκωμένος

5665. Tortoise, Tortoiseshell – τάρταρος, χελώνα

5666. Torula, Toruliform, Torulose, Torus – τόρευσις, διατρύπηση, εκχωμάτωση, διόγκωση, σχήμα μακριού σωλήνα, στρογγυλός θάλαμος

5667. Torvous – τύρβη, συγκεχυμένος, θολός, ιλυόεις, βορβορώδης

5668. Totipalmate – totus (ολόκληρος) + παλάμη, έχων την παλάμη ή τον ταρσό συνδεδεμένα με μεμβράνη  

5669. Tour, Tourer, Tourist – τείρω, τόρευσις, τορεύω, τρυπώ δια περιστροφής, γυρνώ ολόγυρα, είμαι τουρίστας

5670. Tournament, Tourney – τείρω, τόρευσις, τορεύω, διατρυπώ, οργάνωση μονομαχιών, διαγωνισμός ανάδειξης ποικίλων ταλέντων

5671. Tourniquet  – τείρω, τορεύω, διατρυπώ, βιδωτός νάρθηκας για έλεγχο αιμορραγίας

5672. Tournure – τείρω, τορεύω, διατρυπώ, σχήμα σπείρας ή περιστροφής, βιαστική κίνηση, σαματάς, αρπαγή, απαγωγή

Βτξγ. Toxemia – τοξαιμία

5673. Toxic, Toxical – τόξον, δηλητηριώδες βέλος, τοξικός (στη σημερινή εποχή: οτιδήποτε δεν μάς αρέσει, αλλά δεν έχουμε ταγνωστικά ή εκφραστικά μέσα να τού προσάψουμε ηθική μορφή)

5674. Toxicodendron – τοξικόν + δένδρον, δηλητηριώδης βελανιδιά

Βτξδ. Toxicoderma – τοξικόδέρμαλόγωναρκωτικών

5675. Toxicological, Toxicologically, Toxicologist, Toxicology – τοξικολόγος, τοξικολογία

Βτξε. Toxicomania– τοξικός, εθισμός στα ναρκωτικά

5676. Toxicosis – τοξίκωση, δηλητηρίαση

5677. Toxin – τοξίνη, οργανική δηλητηριώδης ουσία

5678. Toxodon – τόξον + οδούς, παλαιορινόκερος με λαξεμένους στεμματοειδείς γομφίους

5679. Toxophilιte – φίλος της τοξοβολίας

Βτξστ. Toxoplasma, Toxoplasmosis– τοξόπλασμα, τοξοπλάσμωση, μόλυνση από παράσιτο εμπεριεχόμενο σε αμαγείρευτες τροφές ή περιττώματα γάτας

Βτξζ. Trace, Traceable, Traceableness, Traceably, Tracer κ.λπ. – ταύρος, ταυρίζω, ακολουθώ πορεία ή σημάδια

5680. Trachea, Tracheal, Trachean, Tracheary – τραχύς, τραχεία, λαρύγγι, αναπνευστική οδόςεντόμου, αγγείο φύλλου

5681. Trachelipod – τράχηλος + πους, γαστερόποδο με σπειροειδές κέλυφος

5682. Tracheobronchial, Tracheobronchitis – τραχειοβρογχικός, τραχειοβρογχίτις

5683. Tracheocele – τραχειοκήλη

5684. Tracheoscopy – τραχειοσκοπία

5685. Tracheotomist, Tracheotomy – τραχειοτόμος, τραχειοτομία

5686. Trachitis – φλεγμονή της τραχείας, του λαιμού

5687. Trachoma – τραχεία κοκκώδης κατάσταση της βλεννογόνου των βλεφάρων

5688. Trachyte, Trachytic – τραχύς ηφαιστειακός βράχος

Βτξη. Track, Trackage, Tracker, Trackman, Trackroad, Trackway κ.λπ. – ταύρος, ταυρίζω, ακολουθώ πορεία ή σημάδια

Βτξθ. Tract, Tractarianism, Tractate – ταύρος, ταυρίζω, τραβώ σε μία έκταση, απροσδιόριστη έκταση γης ή λίμνης, μικρή θρησκευτική πραγματεία, πίστη στην απόλυτη εξουσία και αρμοδιότητα της εκκλησίας επί πνευματικών θεμάτων

Βτο. Tractability, Tractable, Tractableness, Tractably – ταύρος, ταυρίζω, τραβώ, συρόμενοςεύκολα

Βτοα. Tractile, Tractility, Traction, Tractive, Tractor – ταύρος, ταυρίζω, τραβώ, ελκύω, σύρω, μαγνητίζω, έλκωεκτουμακρόθεν

5689. Tractor- airplane – η άτρακτος του αεροπλάνου

Βτοβ. Tractory, Tractrix – ταύρος, ταυρίζω, τραβώ, καμπύλη με συγκεκριμένου μήκους εφαπτομένη

5690. Tradition, Traditional, Traditionally, Traditionarily, Traditionary, Traditionalist – trans (τείρω, τόρνος, διαπερνώ) + δίδω, παράδοση, παραδοσιακός, ήθη και έθιμα που διαδίδονται από γενιά σε γενιά

5691. Traditive – βλ. παραπάνω, διαβιβαζόμενος μέσα από την παράδοση

5692. Traditor – trans (διαπερνώ) + δίδω, προδίδω, διωκόμενος χριστιανός που παραδίδει κειμήλια για να σώσει τη ζωή του

5693. Tragacanth, Tragacanthin – τράγος + άκανθα, κολλητική ουσία από το φυτό «αστράγαλος»

5694. Tragalism – τράγος, σεξουαλική έξαψη από υπερβολική σίτιση

5695. Tragedian, Tragedienne, Tragedy – τραγωδία, τραγικός, ηθοποιός ή συγγραφέας τραγωδίας

5696. Tragic, Tragical, Tragically, Tragicalness- τραγικός, τραγικότητα

5697. Tragicomedy, Tragicomic, Tragicomically – τραγωδία + κωμωδία, ιλαροτραγωδία, κωμικοτραγικήιστορία

5698. Tragopan – τραγόμορφος Παν, θεός των δασών, φασιανός που εκβάλλει κατά τη σεξουαλική πράξη εκ της κεφαλής χρωματιστά σαρκώδη έμβολα

5699. Tragopodon (porrifolius) – τραγόποδος, το φυτό «άλικο γένι του τράγου»

5700. Traguline – ο όμοιος με τράγο

5701. Tragus – τράγος, αρσενική αίγα, προεξοχή κατά την είσοδο στο εξωτερικό ους

Βτογ. Trail, Trailer – ταύρος, ταυρίζω, τραβώ, σύρω, ίχνος από τράβηγμα

Βτοδ. Train και αμέτρητα παράγωγα και σύνθετα – ταύρος, ταυρίζω, τραβώ, σύρω, στρατήγημα, παρέλαση, τρένο, σιδηρόδρομος, γραμμή πυρίτιδας που οδηγεί τη φλόγα στα εκρηκτικά, εφοδιοπομπή πυροβολικού

Βτοε. Trainable, Trained, Trainer, Training κ.λπ. – ταύρος, ταυρίζω, τραβώ, προπονώ, προπονητής

Βτοστ. Trait – ταύρος, ταυρίζω, τραβώ, σύρω, ίχνος από τράβηγμα, συγκεκριμένο χαρακτηριστικό

5702. Traitor, Traitorism, Traitorous, Traitorously, Traitorousness, Traitress – trans (διαπερνώ) + δίδω, προδίδω, προδότης, προδοσία

5703. Tramp, Tramper – πρ. ινδ. Ευρ. “der”, από όπου και το δέρω, δέρμα (της πατούσας), περιπλανώμενος, αλήτης

5704. Trample, Trampler –  πρ. ινδ. Ευρ. “der”, από όπου και το δέρω, δέρμα (της πατούσας), ποδοπατώ, ποδοβολώ

5705. Trance, Tranced – trans (τείρω, τόρνος, διαπερνώ), υπνοβασία, καταληψία, πέρασμα σε ονειρική κατάσταση

5706. Trans και αμέτρητα παράγωγα – τείρω, τόρνος, διαπερνώ, περνώ σε μία άλλη κατάσταση, διαμέσου, πέρα

5707. Transact, Transactor, Transaction – trans (διαμέσου) + άγω, δικαιοπραξία, συναλλαγή, συναλλασσόμενος

5708. Transatlantic – trans (πέρα) + Άτλας, Ατλαντίς

5709. Transcalent – trans (διαμέσου) + κλέος, θερμότης, διαθερμικός, θερμαγωγικός, μεταδίδων θερμότητα

5710.Transcend, Transcendence, Transcendency, Transcendent, Transcendental,Transcendentalism,Transcendentalist,Transcendentally, Trascendently, Transcendentness – trans (διαμέσου) + σχέση με σκάνδαλον, σκανδάλη, κάτι που εκπηδά ξαφνικά, διέρχομαι με άλμα, υπέρβαση, υπερβατικός, υπερβασιακός, μεταφυσικός, αφορών την υπερβατική διαλεκτική του Καντ που επιχειρεί να ορίσει εκ των προτέρων πόσα και ποια πράγματα δυνάμεθα και δικαιούμαστε να γνωρίζουμε

5711. Transcontinental – trans (διαμέσου) + ήπειρος (continental: con (με) + τείνω, συνέχω, συνεχίζω), διηπειρωτικός, υπερηπειρωτικός, διατρέχων μία ήπειρο

Βτοζ. Transcinetic, Transkinetic – trans (πέραν, διαμέσου) + κινητικός, διαβιβάζων την κίνηση 

5712. Transept – trans (διαμέσου) + σεπτόν, εγκάρσιο κλίτος σταυροειδούς εκκλησίας

5713. Transfer, Transferable, Transfer-book (βιβλίο μεταγραφών), Transferee, Transference, Transferor, Transfer-paper (χαρτί για μεταφορά και αποτύπωση ζωγραφιών), Transferrer – trans (διαμέσου) + φέρω, μεταφέρω, μεταφορά, διαβιβάζω, μεταβιβάζω

5714. Tranfluent, Transflux – trans (διαμέσου) + φλοξ, τήκω δια φλογός, διαρροή 

5715. Transience, Transient, Transiently, Transientness – trans (διαμέσου) + είμι, ιέναι, διέρχομαι, μη διαρκής, περαστικός, ολιγόχρονος

5716. Transilluminate – trans (διαμέσου) + λατινικό lux εκ του λύκη, λύχνος, φωτεινός, ακτινοβολώ το σώμα για διαγνωστικούς λόγους

5717. Transire – trans (διαμέσου) + είμι, ιέναι, διασάφηση τελωνείου, εκτελωνισμός

5718. Transisthmian – trans (διαμέσου) + ισθμός, πέρα από τον ισθμό

5719. Transit – trans (διαμέσου) + είμι, ιέναι, διέρχομαι, διαβαίνω, διάβαση, πέρασμα από τον μεσημβρινό ενός τόπου ή μπροστά από τον δίσκο του ηλίου

5720. Transition (αλλαγή ρυθμού, πέρασμα από άμυνα σε επίθεση και αντιστρόφως), Transitional, Transitive, Transitively, Transitiveness – trans (διαμέσου) + είμι, ιέναι, διέρχομαι, διαβαίνω, διάβαση, μετάβαση

5721. Transitorily, Transitoriness, Transitory – trans (διαμέσου) + είμι, ιέναι, διέρχομαι, μη διαρκής, περαστικός, ολιγόχρονος

Βτοη. Transistor – trans (διαμέσου) + ίστημι, ίσταμαι, κρυσταλλολυχνία προς μετάδοση και ενίσχυση ηλεκτρικών σημάτων

5722. Translucence, Translucency, Translucent, Translucid – trans (διαμέσου) + λατινικό lux εκ του λύκη, λύχνος, φωτεινός, διαφάνεια, διαφανής

5723. Translunar – trans (πέρα) + (σε) – λήνη, πέρα από τη σελήνη

5724. Transmorphism – trans (αλλαγή κατάστασης) + μορφή, μεταμόρφωσις

Βτοθ. Transneural- trans (πέραν, διαμέσου) + νεύρον, νευροδιαβιβαστικός 

5725. Transoceanic – trans (πέραν, διαμέσου) + ωκεανός, πέρα ή διαμέσου του ωκεανού

Βτπ. Transoptic –  trans (πέραν, διαμέσου) + οπτικός, διαβιβάζων οπτικό σήμα

Βτπα. Transperiodic – trans (πέραν, διαμέσου) + περίοδος, ο διαπερνών τις περιόδους

Βτπδ. Transphasic – trans (πέραν, διαμέσου) + φάσις, μεταξύ διαφόρων φάσεων ή συχνοτήτων της ύλης (ορολογία “Star Trek”)

Βτπε. Transtator – trans (διαμέσου) + ίστημι, ίσταμαι, είδος τρανζίστορ αλλά σε κβαντικό επίπεδο, τεχνολογία “Star Trek”

Βτπστ. Transuranic – trans (διαμέσου) + ουράνιον, στοιχείο με μεγαλύτερο ατομικό αριθμό από το ουράνιο 92 

5726. Transversal, Transversally, Transverse, Transversely – trans (διαμέσου) + βέλτερον, βέλτιον, βελτιώνω (μετάπτωση του λάμδα σε ρο), εκτεινόμενος σε νοητό άξονα κατά μήκος ή κατά πλάτος, εγκάρσιος, τέμνων οριζόντια ή κάθετα ή λοξά- πλάγια

Βτπζ. Trap – πρ. ινδ. Ευρ. “der”, από όπου και το δέρω, δέρμα (της πατούσας), βαδίζω, πατώ, πέφτω σε παγίδα

5727. Trapeze, Trapezian, Trapeziform, Trapezium – τραπέζιον, τραπεζοειδής

5728. Trapezohedron – τραπεζόεδρον, στερεό αποτελούμενο από 24 ίσα και όμοια τραπέζια

5729. Trapezoid, Trapezoidal – τραπεζοειδής

5730. Trauma, Traumatic – τραύμα, τραυματικός

Βτπη. Traumatism, Traumatology– αντίδραση σε τραύμα, μελέτη ειδών τραυμάτων

Βτπθ. Travel, Travelled, Traveller, Travelling – μέσω του γαλλικού “travail” τρία + πήγνυμι, πάσσαλος, οργώνω δια τρίαινας ή τρίδοντου υνίου, ταξιδεύω 

5731. Trave, Traversable, Traverse, Traverser , Travertine (ίζημα από αλλεπάλληλες στρώσεις ασβέστη) – trans (διαμέσου) + βέλτερον, βέλτιον, βελτιώνω (μετάπτωση του λάμδα σε ρο), εκτεινόμενος σε νοητό άξονα κατά μήκος ή κατά πλάτος, εγκάρσιος, τέμνων οριζόντια ή κάθετα ή λοξά- πλάγια, σανίδα, παραπέτο

5732. Tread, Treader – πρ. ινδ. Ευρ. “der”, από όπου και το δέρω, δέρμα (της πατούσας), βαδίζω, πατώ, περπατώ περήφανα, λιώνω με τα πόδια

5733. Treadle, Treddle – βλ. αμέσως παραπάνω, ποδηλατώ, κάνω πετάλι

5734. Treadmill, Treadwheel – μύλος ή τροχός που λειτουργεί με πετάλι

5735. Treason, Treasonable, Treasonableness, Treasonably- μέσω του λατινικού “trahire”trans (διαπερνώ) + δίδω, προδίδω, προδότης, προδοσία

5736. Treasure, Treasure- house, Treasurer, Treasureship, Treasuress, Treasury – θησαυρός, θησαυροφυλάκιο

5737. Treat, Treatable, Treater, Treatment – μέσω του λατινικού “tracto” ταύρος, ταυρίζω, ελκύω, ενεργώ, πραγματεύομαι, διαπραγματεύομαι προφορικά ή έγγραφα, θεραπεύω, κερνώ 

5738. Treatise, Treaty – βλ. αμέσως παραπάνω, σύναψη συμφωνίας, πραγματεία

5739. Treble, Trebleness, Trebly – τρίτος, τριπλός, τρισχιδής, τρίπτυχος

5740. Trefle, Trefoil – τρίφυλλος

Βτq. Trek – ταύρος, ταυρίζω, τραβώ, ταξιδεύω (θα ήταν ανάρμοστο το “Star Trek” να μην προέρχεται εξ ολοκλήρου από τα ελληνικά τόσο ως προς το «αστήρ» όσο και ως προς το ταξίδι)

5741. Trematode, Trematoid – τρήμα, τρηματοειδής, επίπεδο παράσιτο όλων των σπονδυλωτών οργανισμών

5742. Tremble, Tremblement, Trembler, Trembling, Tremblingly – τρέμω, τρόμος

5743. Tremella – τρέμω, είδος μυκήτων των οποίων η ζελατινώδης υφή ριγά

5744. Tremendous, Tremendously, Tremendousness – τρέμω, τρόμος, τρομακτικός

5745. Tremogram – τρόμος + γράφω, όργανο μέτρησης ακούσιων μυϊκών λειτουργιών

5746. Tremolite – τρέμω + λίθος, είδος κεροστίλβης

5747. Tremolo – τρέμω, τρέμουλο της φωνής

5748. Tremor, Tremulant, Tremulous, Tremulously, Tremulousness- τρέμω, τρόμος, μικροσεισμός, τρεμουλιάρης, φοβιτσιάρης

5749. Trend – τείρω, τορεύω, τρυπώ δια περιστροφής (“turn round“), κλίση προς συγκεκριμένη κατεύθυνση, τάση μόδας

5750. Trendle – τείρω, τορεύω, τρυπώ δια περιστροφής (“turn round“), οτιδήποτε κυλινδείται ή περιστρέφεται

5751. Trental – τριάντα, τριακονθήμερη τελετή μνημόσυνων απαγγελιών προς τιμή νεκρού

5752. Trepan, Trepanner, Treppaning- τρύπανον, τρυπάνι

5753. Trepid, Trepidation – τρέμω, τρόμος

5754. Tress, Tressed – θριξ, τρίχα, μπούκλαμαλλιού, μπουκλωτός

5755. Tressure – διακοσμητική μάλλινη ζώνη κατά μήκος ασπίδας

Βτqα. Thrombocythemia – θρόμβος + κύτος + αίμα, θρομβοκυτταραιμία, ύπαρξη πολλών αιμοπεταλίων στο μυαλό των οστών

Βτqβ. Thyphacae – τύφω, εγείρωκαπνό, βούρλο

5756. Tri- και αμέτρητα παράγωγα – πρόσφυμα που σημαίνει ότι κάτι είναι τριττό ή τριπλό

5757. Triacondahedral – τριάκοντα + έδρα, έχων τριάντα έδρες

5758. Triad – τριάς, τριάδα

5759. Triadelphous – τρία + δελφύς, έχων τρεις θυσάνους στημόνων

5760. Trialism – τριμερής πλατωνική διαίρεση του οργανισμού σε σώμα, πνεύμα, ψυχή

5761. Trialogue – τρία + λόγος, διάλογος τριών προσώπων

5762. Triandrous – τρία + ανήρ, έχων τρεις στήμονες

5763. Triangle, Triangled, Triangular,Triangulary, Trianguloid – τρία + αγκύλη, γωνία, τρίγωνον, τριγωνικός, τριγωνοειδής

5764. Triangulate, Triangulation – τριγωνομετρώ, τριγωνομετρία, ανίχνευση θέσης

5765. Triarchy – τριαρχία

5766. Triarian  – αυτός που στελεχώνει την τρίτη σειρά σε παράταξη μάχης

5767. Trias, Triassic – τριάς, στρώμα πετρωμάτων μεταξύ Περμικής και Ιουράσσειας περιόδου

5768. Triatic – τρίτος, τμήμα μεταξύ μπροστινού και μεσαίου καταρτιού στα καράβια

5769. Triatomic – αποτελούμενος εκ τριών ατόμων

5770. Triaxial – τρις + άξων, τριαξονικός

Βτqγ. Triaxilate, Triaxilation – τρις + άξων, μέθοδος απόκρυψης οπτικού, ηχητικού ή άλλου σήματος στο “Star Trek”

Βτqδ. Tribal, Tribalism, Tribe, Tribesmann – τρία, τρεις φυλές του ρωμαϊκού κράτους,Λατίνοι, Σαβίνοι, Ετρούσκοι

5771. Tribasic – τριβασικός, περιέχων τρία ισοδύναμα βάσης αντιστοιχούντα προς ένα οξύ

5772. Tribometer – όργανο μέτρησης τριβής

5773. Tribrach – τρεις + βραχύς, ποιητικός πους τριών βραχειών συλλαβών

5774. Tribulation – τείρω, τορεύω, τρίβω, βαρύ πλήγμα, άγχος

Βτqε. Tribunal, Tribunary, Tribunate, Tribune, Tribuneship, Tribunician, Tribunitial, Tribunitian – τρία, τρεις φυλές του ρωμαϊκού κράτους, Λατίνοι, Σαβίνοι, Ετρούσκοι

Βτqστ. Tributarily, Tributariness, Tributary, Tribute, Tributer – τρία, τρεις φυλές του ρωμαϊκού κράτους, Λατίνοι, Σαβίνοι, Ετρούσκοι, εισφορά, συνεισφορά

5775. Tricarpelary – έχων τρεις καρπούς

5776. Tricephalous – τρικέφαλος

5777. Trichiasis – θριξ, τριχός, παγίδευση των βλεφάρων προς τα μέσα, ασθένεια των νεφρών

5778. Trichina (νηματοειδή παράσιτα δέρματος), Trichiniasis (ασθένεια λόγω παρουσίας παρασιιτκής προνύμφης στους μύες του ανθρώπου), Trichinosis (το ίδιο με το παραπάνω, αλλά στα γουρούνια)

5779. Trichite – θριξ, τριχός, τριχοειδή κρύσταλλα υαλοειδών ηφαιστειακών βράχων, βελονοειδή τεμάχια οστού σε σφουγγάρια

5780. Trichocephalous – τριχοκέφαλος, σκουλήκι που προσβάλλει το έντερο

5781. Trichogenous – θριξ + γένος, μέσον διεγερτικό της τριχοφυίας

5782. Trichology – μελέτη των τριχών, τριχολογία

5783. Trichoma, Trichosis – θριξ, τριχός, ασθένεια των μαλλιών

5784. Trichoptera – θριξ + πτερόν, τάξη εντόμων που περιλαμβάνει πολλά είδη μύγας

5785. Trichord – τρίχορδον, τρίχορδη λύρα

5786. Trichotomous, Trichotomy – τριχοτομία, διαίρεση στα τρία

5787. Trichroism – τρεις + χρως, τριχρωμία

5788. Trichromatic – τρεις + χρώμα, τρίχρωμος

5789. Triclinate (έχων τρεις λοξούς άξονες επί κρυστάλλων), Tricliniary, Triclinic, Triclinium (συστοιχία τριθέσιων καναπέδων γύρω από τριγωνικό τραπέζι) – τρεις + κλίσις, τριγωνικός

5790. Tricoccus – τρεις + κόκκος, τρίκοκκος

Βτqζ. Tricorder – τρις + καρδιά, είδος εξελιγμένου καταγραφέα δεδομένων στη σειρά “Star Trek”

5791.Tricorn, Tricornigerous, Tricornute – τρία + κέρας, τρικέρατος

5792. Tricosane – τρία + είκοσι, είδος υδρογονάνθρακα με 23 άτομα άνθρακα (πετρέλαιο, παραφίνη)

5793. Tricrotic –τρεις + κρότος, τριπλός παλμός στην καρδιά

5794. Tricycle, Tricyclic – τρίκυκλον

5795. Tridacna – τρις + δάκνω, τρίδακνος, εδώδιμα μαλάκια που τα καταπίνει κανείς σε τρεις μπουκιές με ωραίο όστρακο για επίστρωση πισίνας ή δεξαμενής

5796. Tridactylous – τριδάκτυλος   

5797. Trident, Tridentate (τρίδοντος) – τρεις + οδούς, τρίαινα

5798. Tridentine – τριάντα, αναφερόμενος στο συμβούλιο των τριάκοντα τυράννων

5799. Tridiapason – τρεις + διαπασών, η τριπλή οκτάβα

5800. Tridigitate – ο έχων τρία δάκτυλα στο χέρι ή το πόδι

5801. Tridodecahedral – τρεις + δωδεκάεδρον, κρύσταλλο με βάση τρίπλευρο πρίσμα, εκ των οποίων το καθένα αντιστοιχεί σε δώδεκα πλευρές

5802. Tridymite – τρίδυμον, πυριτικό άλας αποκρυσταλλωμένο με ανορθωτικό σύστημα, με ανισόπεδους άξονες, τρικλινές 

5803. Triennial, Triennially, Triennium –τρεις + «ένος» με ψιλή (μελλοντικός, μεθαυριανός, ενώ αντιθέτως δασυνόμενο «έννος ή ένος» σημαίνει περσινός, τριετής

5804. Trierarch, Trierarchy – τριήραρχος, τριηραρχία, πλοίαρχος τριήρους

5805.Triflorous – τρία + φύλλον, τρίφυλλος, τριανθής

5806. Trifoliate, Trifoliolate, Trifolium – τρία + φύλλον, τρίφυλλος

5807. Trigamist, Trigamous, Trigamy – τρεις + γάμος, τρίγαμος

5808. Triglot – τρίγλωσσος

Βτqη. Trigonoceps – τριγωνοκέφαλος, λευκοκέφαλοςαετός

5809. Triglyph, Triglyphic- τρίγλυφον

5810. Trigon, Trigonal, Trigonic, Τrigonous – τρίγωνον, τριγωνικός

5811. Trigoneutic – τρεις + νέος, ο παράγων τρεις νεοττιές ανά έτος

5812. Trigonometric, Trigonometrical, Trigonometrically, Trigonometry – τριγωνομετρία, τριγωνομετρικός

5813. Trigram – τρία γράμματα προφερόμενα ως τρίφθογγος

5814. Trigrammatic, Trigrammic – τρία + γράμμα, τριγράμματος

5815. Trigraph – τρία + γράφω, τρίφθογγος

5816. Trigynian – τρία + γυνή, έχων τρεις υπέρους

5817. Trihedral, Trihedron – τρία + έδρα, τρίεδρον 

5818. Trijugate, Trijugous – τρία + ζυγός, τρίζυγος, τρίφυλλος (φυτολογία)

5819. Trilabe – τρία + λαβή, χειρουργικό όργανο με τρεις απολήξεις 

5820. Trilemma – τρίλημμα

5821. Trilith, Trilithon – τρία + λίθος, μνημείο αποτελούμενο εκ δύο λίθων- παραστατών και ένα ανώφλι ή οριζόντιο πρέκι

5822. Trilobate, Trilobed – έχων τρεις λοβούς

5823. Trilobite – παλαιοζωικό όστρακο με τρεις λοβοειδείς ασπίδες

5824. Trilogy – τριλογία

5825. Triluminal, Triluminous – τρία + λατινικό lux εκ του λύκη, λύχνος, φωτεινός, έχων τρία φώτα

5826. Trimensual – τρία + mensis (μην), τρίμηνος

5827. Trimerous – τριμερής

5828. Trimester, Trimestrial – τρία + mensis (μην), τρίμηνον (φοιτητικό)

5829. Trimeter, Trimetrical – τρία + μέτρον, διαίρεση στίχου ή στροφής σε τρία ποιητικά μέτρα

5830. Trimetric – κρύσταλλο με τρεις άνισους άξονες που τέμνονται κατ’ ορθή γωνία

5831. Τrimly, Trim, Trimmer, Trimming, Trimness – δούρος, δούρειος, οργανωμένος, τακτοποιημένος, στολισμένος, κομψός (επί μαλλιών)

5832. Trimorphic, Trimorphism – τρίμορφος, ύπαρξη και ιδίως αποκρυστάλλωση σε τρεις διαφορετικούς τύπους

5833. Trinacria – Τρινακρία, Θρινακρίη εκ του «θρίναξ» (τρίαιανα), χώρα έχουσα τρία ακρωτήρια, Σικελία κατά Θουκυδίδη

5834. Trinacrite – καφέ μαρμαρυγίας Τρινακρίας, Σικελίας  

5835. Trinal, Trinary, Trine – τρία, τρίπτυχον, πλανήτες απέχοντες μεταξύ τους 120 μοίρες κύκλου από τη σκοπιά του παρατηρητή

5836. Trinervate, Trinerved –τρίνευρος, τρία νεύρα εκπορευόμενα από τη βάση του φύλλου (φυτολογία)

5837. Tringle – τρία, ράβδος ή βέργα κουρτίνας, διακοσμητικό τετράγωνο στην αρχιτεκτονική

5838. Trinitarian, Trinitarianism, Trinity – τρία, διδασκαλία τριμερούς υπόστασης του Θεού, Πατήρ, Υιός, Άγιο Πνεύμα

5839. Trinoctial – τρία + νυξ, διαρκών τρεις νύκτες

5840. Trinomial – τρία + όνομα, έχων τρία ονόματα, τριώνυμον, τρεις ποσοτικές διαβαθμίσεις μίας εννοίας όπως στις αρετές του Αριστοτέλη 

5841. Trio – τρία, τρίο στη μουσική

5842. Trioctahedral – τρία + οκτάεδρον, κρύσταλλο με βάση τρίπλευρο πρίσμα, εκ των οποίων το καθένα αντιστοιχεί σε οκτώ πλευρές

5843. Trioctile – τρία + οκτάμοιρον, πλανήτες απέχοντες μεταξύ τους 3/8 του κύκλου ή 135 μοίρες από τη σκοπιά του παρατηρητή

5844. Triode – τρία + οδός, τρίοδος, ασύρματη βαλβίδα με τρία ηλεκτρόδια

5845. Triolet – κατ’ αναλογία εκ του «πρωτόλειον» (πρώτη λεία), στροφή οκτώ γραμμών με δύο ομοιοκαταληξίες, μία στον δεύτερο, έκτο και όγδοο στίχο και άλλη μία στους υπόλοιπους
5846. Triones – συντόμευση του “Septentriones”, δασυνόμενο «επτά», που αναφέρεται στα επτά προεξάρχοντα άστρα της Μεγάλης Άρκτου

Βτqθ. Trionyx– τριόνυξ, τρεις + όνυξ, χελώνα με μαλακό καβούκι

5847. Trip – πρ. ινδ. Ευρ. “der”, από όπου και το δέρω, δέρμα (της πατούσας), βαδίζω, πατώ, ταξιδεύω

5848. Tripedal – τρία + πους, τρίπους, τρίποδον

5849. Tripersonal, Tripersonality – “persona” = μάσκα, σχέση με πρόσωπον, προσωπείον, αποτελούμενος από τρία πρόσωπα

5850. Tripetalous- έχων τρία πέταλα

5851. Triphane – τρις + φαίνω, σποδούμενος, μέταλλο με φυλλοειδή δομή αποτελούμενο από σιλικόνη, αλουμίνα και λίθιο

Βυ. Triphasic- τριφασικός

5852. Triphthong, Triphthongal – τρίφθογγος

5853. Triphyline  – τρεις + φύλον, ορυκτό αποτελούμενο από τρία φωσφορικά άλατα, λίθιο, μαγγάνιο και σίδηρο

5854. Triphyllous – τρίφυλλος

5855. Triplane – τρία + πέλανος (επίπεδη πίτα), τριπλάνο, αεροπλάνο με τρεις παράλληλες σειρές φτερών

5856. Triple, Triplet και πολλά παράγωγα – τριπλός 

5857. Triplicate, Triplication, Triplicity – τρία + πλέκω, τριπλασιάζω

5858. Triplite – τρία +πλέκω, κρυσταλλικό φωσφορικό άλας μαγγανίου και σιδήρου τμήσιμο σε τρεις ορθογώνιες προς άλληλες κατευθύνσεις

Βυα. Triploblastic– τριπλοβλαστικός, αποτελούμενος από τρία δερματικά στρώματα, ενδόδερμα, μεσόδερμα, εκτόδερμα

Βυβ. Triploid – ο έχων τρία εμβρυονικά χρωματοσώματα αντί για δύο 

5859. Tripod – τρίπους, τρίποδο σκαμνί, ο τρίποδας όπου κάθονταν ο Απόλλων και η Σίβυλλα η Κυμαία για να χρησμοδοτούν, χρυσός τρίποδας που οι επτά σοφοί έστελναν ο ένας στον άλλον χωρίς κανείς να παραδέχεται ότι είναι ο σοφότερος

5860. Tripoli – Τρίπολις, είδος διάτομης εγχυτικής φυκώδους γαίας

Βυγ. Tripolymer – τρις + πολυμερής, μονωτικός αφρός

5861. Tripos – τρίπους, η τελική ακαδημαϊκή εξέταση για απονομή τίτλου στο Πανεπιστήμιο του Cambridge

5862. Triptote – τρίπτωτον, ουσιαστικό που έχει μόνο τρεις πτώσεις στη Γραμματική

5863. Triptych, Triptychon – τρίπτυχος, τρίπτυχον

5864. Tripudiary, Tripudation – τριποδισμός, ποδοβολητό

5865. Trireme – τρία + ερέσσω (κωπηλατώ), πολεμικό πλοίο με τρεις σειρές κουπιών, τριήρης 

5866. Trirhomboidal – τρεις + ρόμβος, έχων τρεις ρόμβους

5867. Trisagion – τρισάγιον

5868. Trisepalous – έχων τρία σέπαλα

5869. Triskele – τρία + σκέλος, τρισκελής, σβάστικα (δυστυχώς)

5870. Trismegistos – τρισμέγιστος, επίθετο αποδιδόμενο στον Αιγύπτιο θεό Ερμή (Τνοθ), εξού και η προσωνυμία «Ερμής ο Τρισμέγιστος»

5871. Trismus – τρίζω, τριγμός των οδόντων

5872. Trisoctahedron – τρία + οκτάεδρον, στερεό συγκροτούμενο από 24 ίσες έδρες

Βυδ. Trisomy– τρισωμία, επικίνδυνη κατάσταση κατά την κυοφορία, όπου ο κυοφορούμενος οργανισμός έχει αντιγράψει ένα ακόμη χρωμόσωμα πέραν των συνήθων 46

5873. Trispaston – τρία + σπάω- ώ, μηχανή με τρεις τροχαλίες για ανύψωση μεγάλων βαρών

5874. Trispermous – τρία + σπέρμα, τρίσπερμος

5875. Trisplanchnic – τρία + σπλάγχνον, αφορών τρία σπλαγχνικά νεύρα

5876. Tristichous – αποτελούμενος από τρεις σειρές ή τρεις στίχους

5877. Trisyllabic, Trisyllable – τρισύλλαβος

5878. Trite, Tritely, Triteness – τείρω, τορεύω, διατρυπώ, φθείρω, φθορά

5879. Triternate – τρεις φορές τριμερής (φυτολογία)  

5880. Tritheism, Tritheist, Tritheistic – τρεις + θεός, τριθεϊα, ερμηνεία ότι η Αγία Τριάδα αποτελείται από τρεις ξεχωριστούς θεούς

5881. Tritium – τρίτος, ραδιενεργό ισότοπο του υδρογόνου

Βυε. Triticum, Triticale – τρις + τρίβω, σπόρος δημητριακών (βλ. “quadrotriticale“ στοπερίφημοεπεισόδιο “The trouble with the Tribbles” τηςσειράς “Star Trek”)

Βυστ. Tritanium – είδος πολύ σκληρού διαμαντιού στο “Star Trek”

Βυζ. Trititanium – τρις + τιτάνιον, πανίσχυρο μέταλλο χρησιμοποιούμενο στη σειρά “Star Trek”

Βυη. Tritonium – τρις – τόνος, είδος γαστρόποδου

5882. Tritoma – φυτό με έντονα κίτρινα, πορτοκαλί και κόκκινα άνθη

5883. Triton – Τρίτων, γιος του Ποσειδώνα που φυσά τον κλασικό σπειροειδή κοχλία, το αντίστοιχο είδος οστρακομαλακίων (τρομπέτα  ή σάλπιγγα του Τρίτωνα)

5884. Tritone – τρεις + τόνος, παράφωνο διάστημα εντός συμφωνίας

5885. Tritubercular – τρεις + τύλος, τύμβος, έχων τρία εξογκώματα

5886. Triturable, Triturate, Trituration, Triturium – τείρω, τρίβω, μετατρέπω κάτι σε λεπτή σκόνη

5887. Triumph, Triumphal, Triumphant, Triumphantly, Triumpher – θρίαμβος, θριαμβευτικός

5888. Trivalvular- τρία +βαλβίς, τριβάλβιδος

5889. Trivet – τρίπους με μεταλλαγή του πι σε «βε»

5890. Trivial, Trivialism, Triviality, Trivialize, Trivially, Trivialness – τετριμμένον, ασήμαντο αλλά που ενδιαφέρει το κοινό

5891. Trivium – εκ του «παιδοτρίβης», οι τρεις επιστήμες που διδάσκονταν κατά τον Μεσαίωνα με εισήγηση του Θωμά Ακυινάτη, Γραμματική, Λογική, Ρητορική με συχνή συμπερίληψη ως τέταρτης και της Διαλεκτικής  

5892. Trochaic – τροχαϊκόν μέτρον

5893. Trochanter –τρέχω, τροχαντήρ, μέρος του μηρού

5894. Troche – τροχός, καραμέλα από ζάχαρη και γλίσχρασμα φυτών

5895. Trochee- τροχαίος, πους δύο συλλαβών, εκ των οποίων η πρώτη μακρά, η δεύτερη βραχεία

5896. Trochilic, Trochilics, Trochilus (είδος βομβώντων πτηνών, κενός δακτύλιος στη βάση κίονος) – τροχός, τρέχω, κυκλική κίνηση

5897. Trochings – τροχός, τροχίζω, τα λεπτά παρακλάδια των κεράτων του ελαφιού

5898. Trochlea, Trochlear, Trochleary – τροχαλία, χόνδρος σαν τροχαλία απ’ όπου περνούν τένοντες μυών, τροχιλιακό νεύρο

5899. Trochoid – τροχοειδής, κόκαλο που κινείται κυκλικά πάνω ή μέσα σε άλλο

Βυθ. Trochophore– τροχοφόρον, πλαγκτονική κάμπια ασπόνδυλων, μαλακίων κ.λπ. με σφαιρικό σχήμα

5900. Trochus – τροχός, είδος γαστρόποδων

Βυι. Troglobite, Troglobiont – τρώγλη + βίος, ζώοπουζεισεσπηλιές

5901. Troglodyte, Troglodytic, Troglodytism – τρώγλη + δύω (εισχωρώ), τρωγλοδύτης, πρωτόγονος κάτοικος σπηλαίων 

5902. Trogon – τρώγω, τρωγαλίζω, ροκανίζω, πτηνό της Κεντρικής Αμερικής με πλουμιστό πτέρωμα

5903. Trojan – Τρως, κάτοικος της Τροίας, γενναίος, δούρειος ίππος, κακόβουλο λογιστικό

5904. Tromometer – τρόμος + μετρώ, μετρητής σεισμικών δονήσεων

5905. Troop, Trooper, Troopial (αμερικάνικο πτηνό με λαμπρά φτερά και κακάσχημη φωνή όπως συμβαίνει γενικώς με τα παραδείσια πτηνά), Troopship – τύρβη, θόρυβος, περπάτημα πεζικάριων, πεζικάριος 

5906. Tropaeolin (πορτοκαλιά βαφή, θειϊκό οξύ), Tropaeolium – τρόπαιον, αμερικάνικο αναρριχητικό φυτό

5910. Trope – τρόπος, φράση που χρησιμοποιείται με διαφορετική έννοια από την κυριολεκτική

Βυια. Trophallaxis– τροφή + αλλάσσω, ανταλλαγή αναρροφημένων υγρών ανάμεσα σε έντομα

5911. Trophesial, Trophesy, Trophi (μέρη του στόματος προορισμένα για λήψη τροφής), Trophic – τρέφω, τροφή, διατροφή, διατροφικός

Βυιβ. Trophoblast– εξωτερική στοιβάδα της βλαστοκύστης, απ’ όπου τρέφονται τα έμβρυα

Βυιγ. Trophoneurosis– ασθένεια συνεπεία ελαττωματικού μεταβολισμού τροφών

5912. Trophonian – μαντείο Τροφωνίου (άντρο, καταβάσιο, σπήλαιο, στόμιο) όπου με ήχους, τρομακτικές παραστάσεις και άλλες αγχοπλημμυριστικές μεθόδους θεραπεύονταν οι ψυχικά ασθενείς 

5913. Trophosperm – τρέφω + σπέρμα, μέρος της ωοθήκης όπου διατρέφονται τα ωάρια

5914. Trophy – τρόπαιον («ουκ εά με καθεύδειν το του Μιλτιάδου τρόπαιον»)

5915. Tropical, Tropically, Tropic-bird, Tropicopolitan (κάτοικος τροπικών περιοχών), Tropics – τροπικός, αφορών την τροπική ζώνη

5916. Tropism – η τροπή του οργανισμού προς μία κατεύθυνση κατόπιν εξωτερικού ερεθίσματος όπως τα ηλιοτρόπια στρέφονται προς τον ήλιο

5917. Tropist – τρόπος, όποιος ερμηνεύει τις Γραφές μεταφορικά και όχι κυριολεκτικά

5918. Tropological, Tropology – τρόπος, ρητορική μέθοδος απομάκρυνσης από την αρχική σημασία των λέξεων

5919. Tropometer – τρόπος + μετρώ, μετρητής στρέβλωσης οστών, χρονόμετρο βασισμένο στο δεκαδικό σύστημα, όργανο μέτρησης των περιστροφών του οφθαλμικού βολβού

5920. Tropopause – τρόπος + παύσις, το κάτω όριο της στρατόσφαιρας

5921. Tropophyte – τρόπος + φυτό, φυτό που αναπτύσσεται υπό υγρές συνθήκες και ξεραίνεται υπό άνυδρες

5922. Troposphere – τροπόσφαιρα, το στρώμα υπό την στρατόσφαιρα με μεγάλες και απροσδόκητες αλλαγές θερμοκρασίας

5923. Trouble, Troubler, Troublesome, Troublesomely, Troublesomeness, Troublous – τύρβη, σύγχυση, πρόβλημα, ενόχληση, μπελάς, ατυχία, δυσεπίλυτη περιπλοκή

5924. Troupe, Troupial (αμερικάνικο πτηνό με λαμπρά φτερά και κακάσχημη φωνή όπως συμβαίνει γενικώς με τα παραδείσια πτηνά)- τύρβη, θόρυβος, περπάτημα πεζικάριων, πεζικάριος  

5925. Trout, Trout-colored, Trouting, Trout-stream – τρώγω, τρωκτός, πέστροφα

5926. Troy- weight – Tροία, βάρος μετρούμενο σε ουγγιές ως βάση ζυγίσματος χρυσού, αργύρου και άλλων πολύτιμων μετάλλων

5927. Truce, Trucebreaker (παραβάτης εκεχειρίας), Trucial – δούρος, δούρειος, σταθερός, εκεχειρία, προσωρινή ανακωχή, κατάπαυση του πυρός

5928. Truck, Truckage, Trucker (φορτηγατζής) – τροχός, φορτηγό, εμπόριο, ναύλος

5929. Truckle, Truckling – τροχός, εμπόριο, υποταγή στη βούληση του άλλου κατά τη διάρκεια συναλλαγής

5930. Truculence, Truculent, Truculently – τείρω, τορεύωμ διατρυπώ, άγριος

5931. True, Truism, Truly και άπειρα παράγωγα – δούρος, δούρειος, εκ καλού ξύλου, αληθινός

5932. Trump, Trumpet, Trumpeter και πολλά παράγωγα – θρίαμβος, όμως το “trumpery” σημαίνει «απάτη» από το γαλλικό “tromper”

5933. Truncal, Truncate, Truncated, Truncation – τείρω, τορεύω, διατρυπώ, κορμός, κουτσουρεύω, κουτσουρεμένος

5934. Truncheon, Truncheoner – τείρω, τορεύω, διατρυπώ, ρόπαλο, μπαστούνι

5935. Trunk- τείρω, τορεύω, διατρυπώ, κορμός

5936. Trust, Trustee, Trusteeship, Truster, Trustful, Trustfully, Trustfulness, Trustify, Trustily, Trustiness, Trustingly, Trustless, Trustlessness, Trustworthiness, Trustworthy, Trusty – δούρος, δούρειος, εκ καλού ξύλου, αληθινός, πίστις, εμπιστοσύνη, καταπίστευμα, το θεμέλιο του καπιταλισμού όπως η ειρωνικά αποκαλούμενη “fidelity- fiduciary bank” (πιστωτική- καταπιστευματική τράπεζα) στη Μαίρη Πόππινς 

5937. Truth, Truthful, Truthfully, Truthfulness, Truthless, Truthlessness, Truthteller – δούρος, δούρειος, εκ καλού ξύλου, αληθινός

5938. Truttaceous – τρώγω, τρωκτός, πέστροφα

5939. Try, Trying και αμέτρητα παράγωγα – τείρω, τορεύω, τρίβω

5940. Trygon -τρυγών, ηλεκτροφόρο σαλάχι, τερατώδες ερπετό στην επιστημονική φαντασία

5941. Tryma -τρήμα, τρύμη, είδος δαμάσκηνου που έχει σχίσμα στο εξωκάρπιο όπως τα καρύδια

5942. Trypanosome – τρύπανον + σώμα, παρασιτικό πρωτόζωο που προκαλεί ασθένεια ύπνου

5943. Trypographic, Trypography – τρύπη (τρύπα) + γράφω, εκτύπωση μέσω διάκενων υποδειγμάτων – στένσιλ

Βυιδ. Tryprophan – θρύψις + φαίνω, αμινοξύπεριλαμβανόμενο σε πρωτεΐνες

5944. Trypsin, Tryptic, Tryptone – τρίβω, τρίψις, ένζυμο εκκρινόμενο από το πάγκρεας

5945. Tryst, Trysting –  δούρος, δούρειος, εκ καλού ξύλου, αληθινός, πίστις, εμπιστοσύνη, ραντεβού

5946. Tub (μπανιέρα), Tuba (τρομπέτα), Tubal, Tubbing, Tubby, Tube, Tubing – τύλος, τύμβος, προεξοχή, προβοσκίδα, σωλήνας, κανάλι

5947. Tuber – τύλος, τύμβος, εξόγκωμα, πρήξιμο, οίδημα, κονδύλωμα, αποθηκευτικός χώρος στο κάτω μέρος του φυτικού βλαστού όπως στις πατάτες

5948. Tubercle, Tubercled, Tubercular, Tuberculate – τύλος, τύμβος, σβώλος, φύμα, οίδημα, έχων μικρούς σβώλους ή εξογκώματα

5949. Tuberculin, Tuberculose, Tuberculosis – τύλος, τύμβος, αρρώστια που παρουσιάζει φύματα (πρηξίματα, οιδήματα, σβώλους), φυματίωσις, φθίσις

5950. Tuberiferous, Tuberose, Tuberosity, Tuberous – τύλος, τύμβος, κύρτωση, εξόγκωμα, ογκηρός, οιδηματικός, έχων σαρκώδεις κονδύλους 

5951. Tubicolae (σκουλήκια με τυλώδες κέλυφος), Tubiform, Tubinarial (θαλασσοβάτης) – τύλος, τύμβος, κύρτωση, εξόγκωμα

5952. Tubipore – τύλος, τύμβος + πόρος, σηραγγώδης σωληνώδης πόρος κοραλιού

5953. Tubthumper – τύμβος, λόφος, εξόγκωμα, μέγας δάκτυλος, αντίχειρας (λατινικά “tumulus”), ωρυόμενος ρήτορας

5954. Tubular, Tubulated, Tubule, Tubuliform, Tubulous – τύλος, τύμβος, κύρτωση, εξόγκωμα, σωλήνας, συρίγγιο

5955. Tumefaction, Tumefy – τύλος, τύμβος, εξόγκωμα, κακοήθης όγκος, καρκίνος

5956. Tumescence, Tumescent – τύλος, τύμβος, εξόγκωμα, κακοήθης όγκος, καρκίνος

5957. Tumid, Tumidity, Tumidly, Tumidness – τύλος, τύμβος, ογκηρός, πρησμένος, πομπώδης, στομφώδης, οιηματίας

5958. Tummy – τύλος, τύμβος, φουσκωμένος, στομάχι

5959. Tumor, Tumored, Tumored – τύλος, τύμβος, εξόγκωμα, κακοήθης όγκος, καρκίνος

5960. Tump, Tumpy – τύλος, τύμβος, εξόγκωμα, ύψωμα, καλούπι, κουκούμα

5961. Tumular, Tumulose, Tumulous  – τύλος, τύμβος, κύρτωση, εξόγκωμα, τυλώδης

5962. Tumult, Tumultuarily, Tumultuariness, Tumultuary – τύλος, τύμβος, κάτι που πρήθεται -πρήζεται- διογκώνεται, θόρυβος, τύρβη, ταραχή

5963. Tumultuation, Tumultuous, Tumultuously, Tumultuousness, Tumulus (τύμβος) – τύλος, τύμβος, κάτι που πρήθεται -πρήζεται- διογκώνεται, θόρυβος, τύρβη, ταραχή

5964. Tunable, Tunableness, Tunably, Tune, Tuneful, Tunefully, Tune-in, Tuneless, Tuner, Tuning – τόνος, συντονίζω, εναρμονίζω, κουρδίζωκιθάρα

5965. Tunic, Tunicle – χιτών (ιδία των αρχαίων Ρωμαίων)

5966. Tunicary, Tunicate, Tunicated, Tunicin – χιτών, χιτινώδης μεμβράνη επί οστρακομαλακίων

Βυιε. Turbary, Turbinaceous – τύρφη (πιθανόν εκ του «τορεύω, τόρνος»), σκάψιμο, ανακάτεμα

5967. Turbid, Turbidly, Turbidness – τύρβη, ταραχή, ενόχληση, περιδίνηση

5968. Turbinate, Turbination, Turbine – τύρβη, ταραχή, ενόχληση, περιδίνηση, τουρμπίνα

Βυιστ. Turbolift – τύρβη, είδος ασανσέρ που λειτουργεί με τουρμπίνα στη σειρά “Star Trek”

5969. Turbulence, Turbulency, Turbulent – τύρβη, ταραχή, ενόχληση, περιδίνηση, αναταράξεις αεροπλάνου

5970. Turcophile, Turcophobe – Τούρκος (βυζαντινά ελληνικά) + φίλος ή φόβος, τουρκόφιλος, τουρκοφοβικός

Βυιζ. Turf, Turfing, Turfy, Turves και αμέτρητα παράγωγα – τύρφη (πιθανόν εκ του «τορεύω, τόρνος»), σκάψιμο, ανακάτεμα 

5971. Turk, Turkey, Turkish, Turkish – bath (χαμάμ), Turkish- delight (λουκούμι), Turkoman – Τούρκος (βυζαντινά ελληνικά μάλλον εκ της περσικής): σημειωτέον ότι η γαλοπούλα ονομάζεται επίσης “turkey” λόγω της εσφαλμένης εντύπωσης ότι προερχόταν από την Τουρκία αντί της Αμερικής

5972. Turmoil – συνδυασμός του “turn” περί του οποίου αμέσως παρακάτω και του “moil” (εκ του «μέλι, μαλακός», ιλυσπώμαι), ενόχληση, αναταραχή, σύγχυση

5973. Turn, Turner, Turnery, Turningκαι αμέτρητα παράγωγα – τείρω, τορεύω, τρυπώ δια περιστροφής, περιστρέφω, γυρνώ, στρέφομαι

Βυιη. Turnabout -μεταστροφή, Turnover – βλ. παραπάνω, τζίρος, κύκλος εργασιών

Βυιθ. Turnbuckle, Turncoat, – βλ. παραπάνω, σύνδεση μεταλλικών ελασμάτων για ρύθμιση της τάσης τους, αυτός που αλλάζει το παλτό του, προδότης

5974. Turpentine – τερέβινθος

5975. Turquoise – Τούρκος (βυζαντινά ελληνικά), γαλαζοπράσινος πολύτιμος λίθος

5976. Turret, Turreted, Turriculate – τόρευσις, διατρύπηση, σχήμα μακριού σωλήνα, στρογγυλός θάλαμος, πύργος 

5977. Turtle, Turtledove (περιστέρι), Turtleshell (κέλυφος χελώνας) – μέσω του γαλλικού “tortoise” από το «Τάρταρος», χελώνα ως εξερχόμενη φαινομενικά από τα έγκατα της Γης

5978. Tusk, Tuskar, Tusked, Tusker, Tusky – οδούς, χαυλιόδοντας, ελέφας έχων χαυλιόδοντες

5979. Two, Twofold, Twosome και αμέτρητα σύνθετα – δύο (ή αν προτιμάτε κάποιο ινδοευρωπαϊκό ομόηχο)

5980. Tyler – (σ) τέγη, κεραμιδάς

5981. Tylosis – τύλος, τύλωσις, φλεγμονή των βλεφάρων με αντίστοιχο οίδημα

5982. Tymbal – κύμβαλον

5983. Tymban, Tymbanic – τύμπανον, πλαίσιο τοποθέτησης χαρτιού για εκτύπωση

5984. Tympanic, Tympanum – τύμπανον (του αυτιού), πλαίσιο αετώματος, δαπέδου, τυπογραφικού μηχανήματος, τραπεζιού ή πόρτας, απόσταση μεταξύ αψίδας και κορυφής της πόρτας

5985. Tympanites, Tympanitic, Tympanism, Tympanitis – τύμπανον, τυμπανιαία διόγκωση του υπογάστριου, τυμπανισμός

Βυκ. Tympanoplasty – εγχείρηση σε περίπτωση διάρρηξης ωτικού τυμπάνου

5986. Typal, Type, Typeface (στοιχειοθεσία), Typefounder (χυτευτής στοιχειοθεσιών), Typefoundry, Typemetal, Typersetter (στοιχειοθέτης), Typewrite, Typewriter (γραφομηχανή) – τύπος, τυπογραφικό στοιχείο

5987. Typhlitis- τυφλίτις, φλεγμονή του κόκκυγκα και του τυφλού εντέρου

5988. Typhlops – τυφλός + ωψ, μονόφθαλμο ορύσσον (εξορυκτικό) ερπετό ομοιάζον με σκουλήκι της γης

5989. Typhoid, Typhomania (τυφομανία), Typhous, Typhus – τύφος, πυρετός με εξανθήματα που κατατρώγει ολόκληρα μέλη του σώματος

5990. Typhon, Typhonic, Typhoon – Τυφών (πατέρας των ανέμων), τυφώνας (θυελλώδης δίνη σχηματιζόμενη στον Ατλαντικό και το Βόρειο Ειρηνικό ωκεανό σε αντίθεση με τον κυκλώνα που σχηματίζεται στον Ινδικό και στον Νότιο Ειρηνικό) 

5991. Typic, Typical, Typically, Typicalness – τυπικός, τυπικότης

5992. Typify, Typist – τύπος, υπόδειγμα εικόνας, αναπαριστώ τριγωνομετρικό σχήμα ή πρότυπο εικόνας, δακτυλογραφώ

5993.  Typograph, Typographer, Typographic, Typographical, Typographically, TypographyTypolithography – τυπογραφία, τυπογραφικός, τυπολιθογραφία

5994. Typology – τύπος + λόγος, τυπολογία, μελέτη μεθόδων γραφής

Βυκα. Typometer– τύπος + μέτρον, χάρακας με σημεία ή εγκοπές

Βυκβ. Tyramíne, Tyrosine, Tyrothricin(αντιβιοτικό)– τυρός, αμινοξύ

5995. Tyrannical, Tyranically, Tyrannicalness, Tyrannicide (τυραννοκτόνος), Tyrannous, Tyranny, Tyrant – τυραννικός τύραννος (απόλυτος κυρίαρχος και κυβερνήτης χωρίς θεσμικά αντίβαρα)

5996. Tyrian – Τύρος, κάτοικος Τύρου Φοινίκης

5997. Tyro- μαθητευόμενος, από τον Tiro που ήταν γραμματέας και στενογράφος του Κικέρωνα

5998. Tyrotoxicon – τοξική πτωμαϊνη περιεχόμενη σε γάλα και τυρί

5999. Tyrtaean – αφορών τον ελεγειακό ποιητή Τυρταίο με τις «Υποθήκες» του

                                        U

6000. Udder, Uddered, Udometer (υγρόμετρον) – ούθαρ, μαστός ζώου αλλά και γυναικείος

6001. Ukrainian, Ukraine – άκρη είναι, Ουκρανία 

6002. Ulcer, Ulceration, Ulcered, Ulcerous, Ulcerousness, Ulcuscle – έλκος, πληγή

6003. Ulex – ιλύς, όσπριον, σχοίνος

6004. Uliginous – ιλύς + γένος, λασπογενής

6005. Ullage – έλαιον, ελαιολόγος (συλλέκτης ελαιών), απαραίτητο συμπλήρωμα για να πληρωθεί με υγρό μία κανάτα, απομένον υπόλειμμα μετά από αφαίρεση υγρού

6006. Ulna, Ulnar – έλκω (δια αγκώνος)

6007. Ulodendron – ουλή + δένδρον, χαρακωμένο δένδρο, απολίθωμα ανθρακώδους σχηματισμού

6008. Ulotrichi, Ulotrichous – ίουλος (χνούδι) + τρίχα, χνουδωτός, μαλλιαρός

6009. Ultracrepidarian – ultra (πέρα) + κρηπίς (στρατιωτικό παπούτσι, μπότα), δοκησίσοφος, αυτός που επεκτείνεται πέραν της αρμοδιότητάς του 

6010. Ululation, Ululate – αλαλάζω, ελελεύ (πολεμική ιαχή)

6011. Umbilical, Umbilicate, Umbilicus – ομφαλός

6012. Unaccelerated – un (στερητικόν) + κέλης, ταχύς, μη επιταχυνόμενος

6013. Unacclimated, Unacclimatized – un (στερητικόν) + κλίμα, μη εγκλιματισμένος

6014. Unactable, Unacted, Unactuated-  un (στερητικόν) + άγω, μη ενεργοποιημένος, μη πραγματοποιημένος  

6015. Unaired – un (στερητικόν) + αήρ, μη αεριζόμενος

6016. Unalterability, Unalterable, Unalterably, Unaltered – un (στερητικόν) + άλλος, αμετάβλητος

6017. Unanalogous – un (στερητικόν) + ανάλογος, δυσανάλογος

6018. Unanalyzable, Unanalyzed – un (στερητικόν) + αναλύω, ανεπίδεκτος ανάλυσης

6019. Unanchored – un (στερητικόν) + άγκυρα, μη αγκυροβολημένος

6020. Unangular – un (στερητικόν) + αγκύλη, άγκιστρον, γωνία, μη γωνιώδης

6021. Unanimalized  – un (στερητικόν) + άνεμος, αναπνέω, ζώον, μη διαμορφωμένος σε ζώσα ύλη

6022. Unanimated, Unanimating- un (στερητικόν) + άνεμος, μη έχων πνοή ζωής, άψυχος, άπνοος

6023. Unanimity, Unanimous, Unanimously –εις (ενός) + άνεμος, ομόφωνος, ομοφωνία

6024. Unannounced – un (στερητικόν) + ad (προς) + νέα, μη ανακοινωμένος

6025. Unanxious – un (στερητικόν) + άγχω, άγχος, μη αγχώδης

6026. Unapostolic – un (στερητικόν) + απόστολος, μη σύμφωνος με την αποστολική αυθεντία ή εξουσία

6027. Unarchitectural – un (στερητικόν) + αρχιτεκτονική, μη αρχιτεκτονημένος

6028. Unarmed, Unarmured – un (στερητικόν) + άρμα, άοπλος, χωρίς πανοπλία

6029. Unatriculated – un (στερητικόν) + άρθρωσις, μη αρθρωμένος, ξεχαρβαλωμένος 

6030. Unauthentic, Unauthenticated – un (στερητικόν) + αυθεντία, μη αυθεντικός, πλαστός

6031. Unauthoritative, Unauthorized – un (στερητικόν) + αυθεντία, μη εξουσιοδοτημένος

6032. Unbaptized – un (στερητικόν) + βάπτισις, αβάπτιστος

6033. Unbenighted – un (στερητικόν) + νυξ, μη νυχτωμένος

6034. Unbetrayed – un (στερητικόν) + be (by – ολόγυρα) + δίδω, προδίδω, μη προδομένος

6035. Uncalled – un (στερητικόν) + καλώ, μη καλεσμένος

6036. Uncanonic, Uncanonical, Uncanonically, Uncanonize – un (στερητικόν) + κανών, μη κανονικός, μη σύμφωνος με τους εκκλησιαστικούς κανόνες

6037. Uncatechized – un (στερητικόν) + κατήχησις, μη κατηχημένος

6038. Unceremonious, Unceremoniously – un (στερητικόν) + κηρίον, μη τελετουργικός

6039. Uncharacteristic – un (στερητικόν) + χαρακτήρ, μη χαρακτηριστικός

6040. Unchristian, Unchristianize, Unchristianly – un (στερητικόν) + χρίω- χριστός- Χριστός, μη εκχριστιανισμένος

6041. Unchronicled – un (στερητικόν) + χρονικόν, μη καταγεγραμμένος σε χρονικό

6042. Uncircumcised, Uncircumcision- un (στερητικόν) + κίρκος (ιέραξ, δακτύλιος) + caed-κόπτω, περιτομή), μη περιτετμημένος

6043. Unclassable – un (στερητικόν) + κλάσις, θραύση, διαίρεση τάξεων, μη δυνάμενος να ταξινομηθεί

6044. Unclassical – un (στερητικόν) + κλάσις, θραύση, διαίρεση τάξεων, μη κλασικός

6045. Unclerical – un (στερητικόν) + κληρικός, μη συνάδων προς κληρικό

6046. Uncloister – un (στερητικόν) + κλεις, κλειστός, απελευθερώνω από μοναστήρι

6047. Unclose, Unclosed – un (στερητικόν) + κλείνω, ανοίγω, αποσφραγίζω

6048. Unclothe – un (στερητικόν) +κλώθω, αφαιρώ τα ρούχα, ξεγυμνώνω

6049. Uncoffined – un (στερητικόν) + κόφινος, καλάθι, βγαλμένος από καλάθι

6050. Uncogitable – un (στερητικόν) +γιγνώσκω, γνώσις, αδιανόητος

6051. Uncoined – un (στερητικόν) + «κώνος», νόμισμα που αποσύρεται από την κυκλοφορία

6052. Uncollected – un (στερητικόν) + con (με, μετά) + λέγω, συλλέγω, μη συλλεγμένος, μη εισπραγμένος, μη έχων συνέλθει από σύγχυση ή πλήγμα

6053. Uncomely – un (στερητικόν) + κώμος, χάρις, άχαρος

6054. Uncommemorated – un (στερητικόν) + μέρμερος (ανήσυχος), μέριμνα, μνήμη, μη μνημονευμένος

6055. Uncompact – un (στερητικόν) + con (με)  + πήγνυμι, πάγος, συμπαγής, μη συμπαγής, αραιά πλεγμένος

6056. Uncompassionate – un (στερητικόν) + con (με) +πάθος, συμπάθεια, μη συμπονών

6057. Uncompellable, Uncompelled – un (στερητικόν) + con (με) + πέλω, χτυπώ, πλήττω, μη εξαναγκασμένος, μη πειθαναγκασμένος

6058. Uncompleted – un (στερητικόν) + con (με) + πληρόω – ώ, μη πλήρης, μη ολοκληρωμένος

6059. Uncompliable, Uncomplying – un (στερητικόν) + con (με) + πληρόω – ώ, μη συμμορφούμενος προς τας υποδείξεις

6060. Uncomplicated – un (στερητικόν) + con (με) + πλέκω, μη πολύπλοκος

6061.   Uncomplimentary – un (στερητικόν) + con (με) + πληρόω – ώ, μη συμπληρωματικός

6062. Uncompressed – un (στερητικόν) + con (με) + προίστημι, πιέζω δια προεξοχής, ασυμπίεστος

6063. Unconcentrated – un (στερητικόν) + con (με) + κέντρον, μη συγκεντρωμένος

6064. Unconclusive – un (στερητικόν) + con (με) + κλείω, μη συμπερασματικός

6065. Uncongenial – un (στερητικόν) + con (με) + γένος, μη συμπαθής, μη ομοϊδεάτης

6066. Unconstitutional, Unconstitutionality, Unconstitutionally – un (στερητικόν) + con (με) + ίστημι, ίσταμαι, αντισυνταγματικός

6067. Unconstrained, Unconstraint – con (με) + στραγγεύω, σφίγγω, μη αναγκασμένος, μη εξαναγκασμένος

6068. Uncontended, Uncontested – un (στερητικόν) + con (με) + τείνω, μη αμφισβητούμενος, μη αποτελών αντικείμενο ανταγωνισμού

6069. Uncontrite (μη μετανοημένος), Uncontrived, Uncontriving – un (στερητικόν) + con (με) + τρίβω, τριβή, μη σχεδιασμένος 

6070. Unconversable, Unconversant (μη εξοικειωμένος), Unconverted, Unconvertible – un (στερητικόν) + con (με) + βέλτερον, βέλτιον, βελτιώνω, ασυνεννόητος, αβελτίωτος, αδιόρθωτος, μη δυνάμενος να μεταβληθεί

6071. Uncord – un (στερητικόν) + χορδή, λύω δεσμά

6072. Uncritical – un (στερητικόν) + κρίνω, μη κριτικός, μη σύμφωνος με τους κανόνες της κριτικής

6073. Uncrowned, Uncrown – un (στερητικόν) + κορώνα, εκθρονίζω

6074. Uncrystalline, Uncrystallized – un (στερητικόν) + κρύσταλλος, μη κρυσταλλικός, μη αποκρυσταλλωμένος

6075. Undebased – un (στερητικόν) + de (από) + βάσις, μη εξευτελισμένος

6076. Undecagon- ενδεκάγωνον

6077. Undecenary – ένδεκα + ενιαυτός, συμβαίνων κάθε ένδεκα χρόνια

6078. Undecided, Undecidedly, Undecisive- un (στερητικόν) + de (από) + πρ. ινδ. Ευρ. Caed, κόπτω, αποφασίζω αποκόπτοντας άλλες πιθανότητες, μη αποφασισμένος, αναποφάσιστος 

6079. Undeclinable, Undeclined – un (στερητικόν) + de (από) + κλίνω, κλίσις, μη αρνητός, μη επικλινής, μη αποκλίνων, μη λοξοδρομών, μη κλινόμενος γραμματικά σε πρόσωπα ή πτώσεις

6080. Undemocratic, Undemocratize – un (στερητικόν) + de (από) + δημοκρατία, αντιδημοκρατικός, αποδημοκρατικοποιώ

6081. Undenominational – un (στερητικόν) + de (από) + όνομα, μη κατηγοριοποιημένος, μη φατριαστικός

6082. Underact (είμαι κακός ηθοποιός), Underaction – under (υπό) + άγω, ασήμαντη ή άσχετη με το αντικείμενο ενέργεια

6083. Underarm – under (υπό) + άρμα, οπλίζω κάποιον ανεπαρκώς

6084. Underarm – under (υπό) + αρμός, το κάτω μέρος του βραχίονα

6085. Underclothes, Underclothing – under (υπό) + κλώθω, εσώρουχα

6086. Underestimate – under (υπό) + εκτιμώ, υποβαθμίζω (στην οικεία θέση απέκρουσα την ετυμολογία του «αις = χαλκός + τέμνω»)

6087. Underplay – under (υπό) + βλύω, βλύζω, κινούμαι, παίζω υποδεέστερο χαρτί σε παιχνίδι τράπουλας

6088. Underplot – under (υπό) + πλέκω, πλοκή υποβόσκουσα και υπολανθάνουσα σε σχέση με την κύρια ιστορία

6089. Undersign, Undersigned – under (υπό) + σίγμα ως δηλωτικό επισημότητας, υπογράφω, υπογεγραμμένος (στην οικεία θέση απέκρουσα την ετυμολογία του Πρ. Ινδ. Ευρ. “sker”- σκίζω)

6090. Understand, Understandable, Understanding, Understood – under (υπό) + ίστημι, ίσταμαι υπό μία έννοια, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι

6091. Understate, Understatement – under (υπό) + ίστημι, ίσταμαι, ορθία στάση ομιλητή, δηλώνω, δήλωση, υποβαθμίζω με τις δηλώσεις μου τη σημασία ενός γεγονότος

6092. Undertaxed – under (υπό) + τάσσω, τάξις, ταξινομώ, φορολογώ, υποφορολογημένος

6093. Undertenant – under (υπό) + τείνω, τάσις, κρατώ, κατέχω, ενοικιάζω, υπενοικιαστής

6094. Undertone, Undertoned – under (υπό) + τόνος, χαμηλός τόνος, υποτονικός

6095. Undeterminable, Undetermined – un (στερητικόν) + de (από) + τέρμα, δεν περιμένω κάτι να φτάσει στο τέρμα του ή στην τελική του φάση, αποφασίζω, μη αποφασισμένος, μη καθορισμένος

6096. Undiaphanous – un (στερητικόν) + διαφανής, μη διαφανής

6097. Undifferentiated – un (στερητικόν) + διαφορά, αδιαφοροποίητος

6098. Undiluted – un (στερητικόν) + διαλύω, μη αραιωμένος

6099. Undiplomatic – un (στερητικόν) + διπλωμάτης, μη διπλωματικός

6100. Undisclosed – un (στερητικόν) + δυσ + κλείvω, μαρτυρώ, αποκαλύπτω, επιτρέπω στον αντίδικο να δει τα αποδεικτικά μου στοιχεία, μη διατιθέμενος, μη διαθέσιμος, μη αποκαλυπτόμενος, απόρρητος

6101. Undispersed – un (στερητικόν) + di (δια) + σπείρω, διασπείρω, διασκορπίζω, μη διασκορπισμένος

6102. Undisplayed – un (στερητικόν) + δυσ + βλύω, βλύζω, κινούμαι, απαρουσίαστος

6103. Undisturbed, Undisturbing  – un (στερητικόν) + δυσ + τύρβη, ενοχλώ, ανενόχλητος

6104. Undiversified, Undiverted – un (στερητικόν) + διαφοροποιούμαι, μη διαφοροποιημένος

6105. Undomesticated – un (στερητικόν) + δόμος, οικία, μη εξημερωμένος

6106. Undramatic – un (στερητικόν) + δράμα, μη δραματικός

6107. Uneclipsed –  un (στερητικόν) + έκλειψις, μη εκλιπών, μη συσκοτισμένος

6108. Unelastic –  un (στερητικόν) + ελαστικός, ανελαστικός

6109. Unelated –  un (στερητικόν) + ελατός, μη τραβηγμένος

6110. Unelected –  un (στερητικόν) + εκλέγω, μη εκλεγμένος

6111.  Unemphatic –  un (στερητικόν) + έμφασις, μη εμφατικός

6112. Unenclosed –  un (στερητικόν) + εγκλείω, μη έγκλειστος, μη περιφραγμένος

6113. Unendurable –  un (στερητικόν) + εν + δούρος, δούρειος, διαρκής, μη ανεκτός, μη υποφερτός

6114. Unenervated –  un (στερητικόν) + νεύρον, μη εξουθενωμένος

6115. Unentangle. Unentangled-  un (στερητικόν) + τάσσω, τάξις, αποσυνδέω, αποσυζευγνύω, ασύνδετος, άζυγος 

6116. Unenterprising –  un (στερητικόν) + inter (μεταξύ) + επαίρω, παίρνω, μη επιχειρηματκός, μη περιπετειώδης

6117. Unessential –  un (στερητικόν) +  πρ. Ινδ. Ευρ. es, εστί, ουσία, μη ουσιώδης

6118. Unevangelical – un (στερητικόν) + ευαγγελικός, μη ευαγγελικός

6119. Unexcised –  un (στερητικόν) + σχίζω, άσχιστος, αχάρακτος

6120. Unexclusive –  un (στερητικόν) + εκ + κλείω, αποκλείω, μη αποκλειστικός

6121. Unexpert –  un (στερητικόν) + εκ πείρας, μη ειδικός

6122. Unexpressed, Unexpressive – un (στερητικόν) + προίστημι, πιέζω δια προεξοχής, μη εκφραστικός, μη εκπεφρασμένος

6123. Unexpunged – un (στερητικόν) + εκ + πυγμή, μη εκπορθημένος

6124. Unextended – un (στερητικόν) + εκτείνω, μη εκτεταμένος

6125. Unextracted – un (στερητικόν) + εκ + ταύρος, ταυρίζω, μη εξηγμένος

6126. Unfabled – un (στερητικόν) + φημί, λέγω, μη μυθοπλαστικός, αληθινός

6127. Ungenerated – un (στερητικόν) + γεννώ, αγέννητος

6128. Ungenerous- un (στερητικόν) + γενναίος, μη γενναιόδωρος, καρμίρης

6129. Ungenial – un (στερητικόν) + γένος, μη συμπαθής, μη ομοϊδεάτης

6130. Ungenteel – un (στερητικόν) +  γένος, ευγένεια, μη σύμφωνος με τους καλούς τρόπους

6131. Ungentlemanliness, Ungentlemanlike, Ungentlemanly – un (στερητικόν) + γένος, ευγένεια, μη ευγενικός, μη αριστοκρατικός

6132. Ungently – un (στερητικόν) + γένος, αγενώς, απότομα, άξεστα, ανάγωγα

6133. Ungeometrical – un (στερητικόν) + γεωμετρία, μη γεωμετρικός

6134. Ungovernable, Ungoverned – un (στερητικόν) + κυβερνώ, ακυβέρνητος, μη δυνάμενος να κυβερνηθεί

6135. Ungrammatical – un (στερητικόν) + γραμματική, μη σύμφωνος με τους γραμματικούς κανόνες, βαρβαρικός

6136. Ungual, Unguiculate, Unguiform, Unguirostral (όνυξ + ρίνη, ρίνισμα, ράμφος) Ungula, Ungulate – όνυξ 

6137. Unharmonious – un (στερητικόν) + αρμονία, δυσαρμονικός

6138. Unhistoric – un (στερητικόν) + ιστορία, ανιστόρητος, μη ιστορικός

6139. Uniat – εις, εν, Ουνία, αναγνώριση των πρωτείων του Πάπα από τους ανατολικούς Χριστιανούς

6140. Uniaxial – εις, εν + άξων, έχων μόνο ένα οπτικό άξονα

6141. Unibranciate –εις, εν + βράγχια, έχων μόνο ένα βράγχιο

6142. Unicist – εις, εν, πιστεύων στην ενότητα του Θεού

6143. Unicorn – εις, εν + κέρας, κέρατο, μονόκερος

6144. Unicycle –σχοινί ακροβάτη περιστρεφόμενο με τροχό

6145. Unideal – εις, εν + ιδέα, μη ιδεατός

6146. Unidentate – εις, εν + οδούς, μονόδοντος

6147. Uniflorous – εις, εν + φύλλον, μονανθής

6148. Unifoliate – εις, εν + φύλλον, μονόφυλλος

6149. Unigeniture, Unigenous – εις, εν + γένος, μονογενής, ομοιογενής

6150. Unilluminated –  un (στερητικόν) + λύκη, λύχνος, φως, μη φωτισμένος, σκοτεινός

Βυκγ. Unimatrix – εις + μήτρα, ενιαία μήτρα

6151. Unimitated – un (στερητικόν) + μιμούμαι, αμίμητος

6152. Unimpassioned – un (στερητικόν) + εν (in) + πάθος, μη υποκείμενος σε πάθος, μη εμπαθής 

6153. Unimpeded – un (στερητικόν) + εν (in) + πους, μη εμποδισμένος

6154. Unimplicated – un (στερητικόν) + εν (in) + πλέκω, μη αναμεμιγμένος

6155. Unimplied  – un (στερητικόν) + εν (in) + διπλόω-ω, μη υπαινιχθείς

6156. Unimpressed, Unimpressive – un (στερητικόν) + εν (in) + προίστημι, πιέζω δια προεξοχής, μη εντυπωσιασμένος, μη ενυπωσιακός

6157. Unimprisoned – un (στερητικόν) + εν (in) + επαίρω, αφυλάκιστος

6158. Unimpugnable – un (στερητικόν) + εν (in) + πυγμή, μη ευεπίφορος σε προκλήσεις 

6159. Uninclosed – un (στερητικόν) + εν (in) + κλείω, μη εγκλεισμένος

6160. Unindifferent – un (στερητικόν) + εν (in) + διαφορά, μη αδιάφορος, ενδιαφερόμενος

6161. Uninflammable – un (στερητικόν) + εν (in) + φλοξ, μη εύφλεκτος

6162. Uningenuous – un (στερητικόν) + εν (in) + γένος, μη ειλικρινής, μη γνήσιος

6163. Unintellectual, Unintelligent, Unintelligible, Unintelligibly – un (στερητικόν) + intus (λατινική εκδοχή του «εντός» + λέγω, συλλέγω εσώτερα νοήματα, διάνοια, μη διανοητικός

6164. Unintended, Unintentional – un (στερητικόν) + εν (in) + εντείνω, πρόθεσις, άθελος, απρόθετος

6165. Unintermixed – un (στερητικόν) + inter (μεταξύ) + μιγνύω, μη αναμεμιγμένος

6166. Uninterpolated – un (στερητικόν) + inter + πόλος, μη συναγόμενος ως περιεχόμενο εκ δύο εξωτερικών πόλων

6167. Unintoxicated, Unintoxicating – un (στερητικόν) + τόξον, μη τοξικός, μη δηλητηριασμένος

6168. Union, Unionism, Unionist – εις, εν, οπαδός της Μεγάλης Βρετανίας κραδαίνων την κοινή σημαία των Αγίου Ανδρέα, Αγίου Γεωργίου και Αγίου Πατρικίου

6169. Uniparous – εις, εν + παράγω, γεννών ένα μόνο βρέφος

6170. Uniped – εις + πους, μονόπους, μονοπόδαρος 

6171. Unipersonal – εις + πρόσωπον, προσωπείον, έχων ενιαίο πρόσωπο, απρόσωπο ρήμα εκφερόμενο σε τρίτο πρόσωπο

6172. Unipolar – εις + πόλος, έχων ενιαίο πόλο

6173. Unique, Uniquely – μέσω του λατινικού “unicus” ενιαίος

6174. Unit, Unitary, Unite, United, Unitive, Unitize, Unity – εις, εν, ενότης, ένωσις, ενωμένος

6175. Unitarian, Unitarianism – ενωτικός, πιστεύων στην ενότητα της θείας φύσης

6176. Univalve (γαστρόποδον), Univalvular – εις + βαλβίς, έχων μία βαλβίδα

6177. Universal, Univeralism, Universalist, Universalize, Universally, Universe, University (πανεπιστήμιο) – εις, εν, ενιαίος + βέλτερον, βέρτερον, ενιαία παραλλάσσων, ενιαία βελτιούμενος, σύμπαν, συμπαντικός

6178. Unjealous – un (στερητικόν) + ζήλος, μη ζηλεύων

6179. Unjoined, Unjoint – un (στερητικόν) + Ζευς, ζευγνύω, ζυγός – άζευκτος, ασύνδετος, μη συνδεόμενος

Βυκδ. Unknowable, Unknowing, Unknowingly, Unknown – un (στερητικόν) + “kn” θέμα σχετιζόμενο λογικά με το «γν» -γνώσις, μη γνωρίζων, μη δυνάμενος να διαγνωσθεί 

6180. Unmeasured – un (στερητικόν) + πρ. ινδ. Ευρ. mete, μετρώ, μέτρον, απέραντος, αμέτρητος, μη μετρήσιμος

6181. Unmechanical, Unmechanized – un (στερητικόν) + μηχανή, μη μηχανικός

6182. Unmeditated – un (στερητικόν) + μήτις, μητίετα, μήδεα, μη περιεσκεμμένος

6183. Unmellowed – un (στερητικόν) + μέλι, μη επαρκώς ώριμος

6184. Unmelodious – un (στερητικόν) + μελωδία, μη μελωδικός, άμουσος

6185. Unmentioned, Unmentionable – un (στερητικόν) + μητιάω, μητίετα, μη αναφερόμενος, παραλειπόμενος

6186. Unmilked – un (στερητικόν) + αμέλγω, μη αρμεγμένος

6187. Unmiilled – un (στερητικόν) + μύλος, μη αλεσμένος

6188. Unminded, Unmindful – un (στερητικόν) + μήτις, μητίετα, μη νουνεχής, μη περιεσκεμμένος

6189. Unmingled, Unmixed – un (στερητικόν) + μιγνύω, μη μεμιγμένος

6190. Unmitigable, Unmitigated, Unmitigating- un (στερητικόν) + mitis (μαλακός, επιεικής, σχέση με μέσον και μέτρον), μη δυνάμενος να μετριαστεί

6191. Unmotherly – un (στερητικόν) + μήτηρ, μη μητρικός

6192. Unmusical – un (στερητικόν) + μουσική, μη μουσικός, άμουσος

6193. Unnamable, Unnamed – un (στερητικόν) + όνομα, μη βαπτισμένος, μη δυνάμενος να ονομασθεί

6194. Unnerve, Unnerved – un (στερητικόν) + νεύρον, απονευρώνω, αδρανοποιώ, καθιστώ κάποιον αδύναμο

6195. Unorganized – un (στερητικόν) + όργανον, οργανισμός, μη οργανωμένος

6196. Unorthodox, Unorthodoxy – un (στερητικόν) + ορθόδοξος, ανορθόδοξος, μη ορθόδοξος (αντίθετος όχι μόνο με την ελληνική ορθοδοξία αλλά και με οποιοδήποτε άλλο σύστημα κοινωνικής ορθοπεδικής

6197. Unoxidized, Unoxygenated – un (στερητικόν) + οξυγόνον, μη οξειδωμένος, μη οξυγονωμένος

6198. Unpalatable – un (στερητικόν) + πάσσαλος, κατά συνεκδοχή ουρανίσκος, μη εύγευστος, μη καταπόσιμος

6199. Unparalleled – un (στερητικόν) + παράλληλος, μη παράλληλος, μη παραλληλισμένος

6200. Unpassioned, Unpassionate – un (στερητικόν) + πάθος, μη εμπαθής, νηφάλιος

6201. Unpathetic – un (στερητικόν) + πάθος, μη προκαλών πάθος

6202. Unpatriotic – un (στερητικόν) + πατρίς, πατριώτης, μη πατριωτικός

6203. Unpatronized – un (στερητικόν) + πατήρ, πάτρων, ακηδεμόνευτος, απατρονάριστος  

6204. Unpatterned – un (στερητικόν) + πάτρων, πατρόν, μη υποκείμενος και μη ακολουθών κανένα πρότυπο

6205. Unperplexed – un (στερητικόν) + περιπλέκω, μη προβληματισμένος, μη μπερδεμένος

6206. Unperturbed – un (στερητικόν) + per (δια, διαμέσου)+ τύρβη, αναταραχή, μη ταραγμένος

6207. Unperverted – un (στερητικόν) + per (δια, διαμέσου) + βέλτιον, βέλτερον, βέρτερον, μη διεστραμμένος

6208. Unphilosophical – un (στερητικόν) + φιλοσοφία, μη φιλοσοφικός

6209. Unplait – un (στερητικόν) + πλέκω, διπλόω -ώ, ξεδιπλώνω

6210. Unplayable – un (στερητικόν) + βλύω, βλύζω, κινούμαι, ου παικτός, μη δυνάμενος να παιχθεί

6211. Unpliable, Unpliant – un (στερητικόν) + (δι-) πλόω -ώ, μη δυνάμενος να διπλωθεί

6212. Unpoetical – un (στερητικόν) + ποίησις, μη ποιητικός

6213. Unpolarized – un (στερητικόν) + πόλος, πολικότητα, μη έχων πολικότητα

6214. Unpolished – un (στερητικόν) + πέλω, χτυπώ, καθαρίζω έντονα με ύφασμα, γυαλίζω, μη γυαλισμένος

6215. Unpolite – un (στερητικόν) + πόλις, άστυ, αστική ευγένεια, αγενής

6216. Unpolluted – un (στερητικόν) + πόλτος, πολτός, μολύνω, αμόλυντος, μη μολυσμένος

6217. Unpractical, Unpractised – un (στερητικόν) + πράξις, πρακτική, μη πρακτικός, μη πρακτικά εκπαιδευμένος

6218. Unpremeditated – un (στερητικόν) + pre (προ) + μήτις, μητίετα (Ζευς), μήδεα, μέδω, μη προμελετημένος

6219. Unprepared – un (στερητικόν) + η ίδια ινδ. Ευρ. ρίζα “pare“ ή “pere” με το «παράγω», μη προετοιμασμένος

6220. Unpressed – un (στερητικόν) + προίστημι, πιέζω δια προεξοχής, μη πιεσμένος

6221. Unpretending, Unpretended, Unpretentious – un (στερητικόν) + pre (προ) + τείνω, τανύω, υποκρίνομαι, αποθρασύνομαι, μη υποκρινόμενος, μη αποθρασυμένος

6222. Unprinted – un (στερητικόν) + προίστημι, πιέζω δια προεξοχής, τυπώνω, μη τυπωμένος

6223. Unprisoned – un (στερητικόν) + επαίρω, φυλακίζω, μη φυλακισμένος

6224. Unpronounceable, Unpronounced – un (στερητικόν) + προ + νέα (που κραυγάζει ο τελάλης), προφέρω, προφορά, μη προφερόμενος, μη εξαγγελθείς 

6225. Unprostituted – un (στερητικόν) + προ + ίστημι, ίσταμαι, ο έμπροσθεν εκτιθέμενος, ο εκπορνευόμενος, μη εκπορνευόμενος

6226. Unprotected, Unprotecting – un (στερητικόν) +  προ + (σ) τέγη, προστατεύω, προστάτης, προτεκτοράτο, μη προστατευμένος, μη προστατευτικός

6227. Unprotracted – un (στερητικόν) + προ + ταύρος, ταυρίζω, τραβώ, καθυστερώ, παρατείνω, κωλυσιεργώ

6228. Unpunishable, Unpunished – un (στερητικόν) + ποινή, μη τιμωρημένος, ατιμώρητος

6229. Unrecognizable, Unrecognized – un (στερητικόν) + re (δηλωτικόν ανάνηψης) + γιγνώσκω, γνώσις, αναγνωρίζω, διαπιστώνω, μη διαπιστώσιμος, μη διαπιστωμένος

6230. Ungenerate – un (στερητικόν) + re (δηλωτικό επανάληψης) + γεννώ, μη αναγεννώμενος

6231. Unremedied – un (στερητικόν) + re (δηλωτικό ανάνηψης) + πρ. ινδ. Ευρ. medyo, μεσότης, μέσον προς θεραπεία, φάρμακο, μη θεραπευμένος

6232. Unremembered – un (στερητικόν) +  re (δηλωτικό ανάνηψης, επανάληψης) + μέρμερος (ανήσυχος), μέριμνα, μνήμη, ξεχασμένος, μη συγκρατημένος στη μνήμη

6233. Unrenewed – un (στερητικόν) + re (δηλωτικό επανάληψης) + νέα, μη ανανεωμένος

6234. Unrenowned – un (στερητικόν) +   re (δηλωτικό επανάληψης) + όνομα, διάσημος, διασημότητα, μη ξακουστός, μη ονομαστός

6235. Unreplenished – un (στερητικόν) + re (δηλωτικό επανάληψης) + πλήρης, μη πεπληρωμένος, μη αναπληρωμένος

6236. Unrepressed –   un (στερητικόν) +  re (δηλωτικό επανάληψης) + προίστημι, πιέζω δια προεξοχής, ακαταπίεστος, μη καταπιεσμένος

6237. Unresisted, Unresisting – un (στερητικόν) + re (δηλωτικό ανάνηψης) + ίστημι, ίσταμαι, αντιστέκομαι, μη δεχθείς αντίσταση, μη αντισταθείς

6238. Unrestored – un (στερητικόν) +  re (δηλωτικό επανάληψης) +  ίστημι, ίσταμαι, μέσω του λατινικού “instauro” τοποθετώ, αποθηκεύω, μη αποθηκευμένος, αναποθήκευτος

6239. Unrestraint, Unrestricted – un (στερητικόν) + re (δηλωτικό ανάνηψης, αγρύπνιας) + στραγγεύω, σφίγγω, τεντώνω βίαια με κίνδυνο θραύσης ή θλάσης, περιορίζω, έχω υπό τον έλεγχό μου, υπό τα δεσμά, μη περιορισμένος, μη δεσμευμένος

6240. Unretentive – un (στερητικόν) + re (δηλωτικό ανάνηψης) + τείνω, κρατώ, συγκρατώ, μη συγκρατούμενος, μη διαρκών

6241. Unreversed, Unreverted – un (στερητικόν) + re (δηλωτικό ανάνηψης) + βέλτερον, βέλτιον, βελτιώνω (μετάπτωση του λάμδα σε ρο), αλλάζω την πορεία των γεγονότων προς το καλύτερο ή το χειρότερο, μη αντιστρέψιμος, μη αντιστρεπτός 

6242. Unrhythmical – un (στερητικόν) + ρυθμός, μη ρυθμικός, άρρυθμος  

6243. Unsalaried – un (στερητικόν) + αλς, μη μισθοδοτούμενος

6244. Unsalted – un (στερητικόν) + αλς, μη αλατισμένος

6245. Unscalable – un (στερητικόν) + σκαλίζω, σκαλεύω, σκάλα, βαθμίς, μη διαβαθμιζόμενος

6246. Unscaly – un (στερητικόν) + σκαλίζω, σκαλεύω, σκάλα, φολίς, αφολίδωτος

6247. Unscarred – un (στερητικόν) + σκάπτω, εσχάρα, ουλή, μη σημαδεμένος, μη βλογιοκομμένος

6248. Unscathed – un (στερητικόν) + το αντίθετο του ασκηθής (άθικτος, σώος), βλάπτω, αβλαβής, μη τραυματισμένος

6249. Unscholarly –  un (στερητικόν) + σχολείον, μη λόγιος

6250. Unscholastic – un (στερητικόν) + σχολείον, μη σχολαστικός

6251. Unschooled – un (στερητικόν) + σχολείον, μη πεπαιδευμένος

6252. Unscience, Unscientific – un (στερητικόν) + σχίζω, τέμνω, μη διαφοροποιημένος, μη επιστημονικός

6253. Unscorched – un (στερητικόν) + “s“ στερητικόν + cortex (φλοιός), “sker”, σχίζω, αποφλοιώνω, κατακαίω, μη πυρπολημένος, εμπρησθείς (εκ του «εμπίπρημι»)

6254. Unscoured – un (στερητικόν) + σκάπτω, εσχάρα, ουλή, καθαρίζω κάτι με βίαιο τρόπο, άτριπτος, ασπόγγιστος 

6255. Unscreened – un (στερητικόν) + σχίζω, κόβω και κατασκευάζω ασπίδα από δένδρο, μη καλυμμένος, μη προστατευμένος

6256. Unshaded, Unshadowed – un (στερητικόν) +  σκιά, μέσω του γερμανικού “Schatten” και του γοτθικού “skadus”, ασκίαστος, μη σκιασμένος 

Βυκε. Unshamed – un (στερητικόν) + αισχίνη (πιθανώς)

6257. Unshielded – un (στερητικόν) + πρ. ινδ. Ευρ. “sker” ή “skel”, σχίζω, ασπίδα από κομμένο φλοιό δένδρου, μη καλυμμένος, μη προστατευμένος

6258. Unshrinking, Unshrunk – un (στερητικόν) + πρ. ινδ. Ευρ. “sker”, σχίζω, συστέλλομαι, συρρικνώνομαι, μη συρρικνωμένος

6259. Unsoaped – un (στερητικόν) +  σάπων, σαπούνι, ίσως και κατ’ ευφημισμό ή αντιδιαστολή από το σάπιος, σαπηδών, ασαπούνιστος

6260. Unsolicited – un (στερητικόν) + δασυνόμενον όλον + πρ. Ινδ. Ευρ. “keie”, κινώ, προσπαθώ να καταστήσω κάτι ολόκληρο, βοηθώ, συντρέχω, αυτόβουλος, μη έχων ζητηθεί από κανένα

6261. Unsophisticated – un (στερητικόν) + σόφισμα, σοφιστικός, μη αδικαιολόγητα πολύπλοκος, απλός, αβίαστος, μη εξεζητημένος

6262. Unsparing – un (στερητικόν) + «σπαρνός», σπάνιος, μη εξοικονομών, μη συγχωρών

6263. Unsphere – un (στερητικόν) + σφαίρα, αφαιρώ από μία σφαίρα

6264. Unspike – un (στερητικόν) + σπιλάς, μυτερός, ξεκαρφώνω, αφαιρώ βέλος από βαλλίστρα, αφαιρώ καρφί αναρρίχησης από βράχο ή από σιδηροτροχιά

6265. Unstable, Unstaid- un (στερητικόν) + ίστημι, ίσταμαι, ασταθής, μη σταθερός

6266. Unstanched – un (στερητικόν) + ίστημι, ίσταμαι, ασταθής, μη ων σε ισορροπία, αιμορραγών

6267. Unstarched – un (στερητικόν) + στέρφος, αμετάβλητος, προκαθορισμένος, άμυλο, σκληρό κολάρο, μη κολαριστός, αυτός του οποίου το κολάρο έχει αφαιρεθεί 

6268. Unstatesmanlike – un (στερητικόν) + ίστημι, ίσταμαι, κρατικός υπάλληλος, ανάξιος για το ήθος κρατικού υπαλλήλου ή δημόσιου άνδρα, ανάρμοστος, μη υπηρεσιακός

6269. Unsteadfast, Unsteadily, Unsteadiness, Unsteady – un (στερητικόν) + ίστημι, ίσταμαι, ασταθής, μη σταθερός, μη προβλέψιμος, απρόβλεπτος

Βυκστ. Unstimulated – un (στερητικόν) + στίζω, στίγμα, στύλος, ακίδα που διεγείρει, μη διεγερμένος, μη ερεθισμένος

6270. Unstored – un (στερητικόν) + ίστημι, ίσταμαι και δια του λατινικού “instauro” αποθηκεύω, αναποθήκευτος

6271. Unstrained – un (στερητικόν) + στραγγεύω, σφίγγω, τεντώνω βίαια με κίνδυνο θραύσης ή θλάσης, μη τεταμένος, μη σφιγμένος υπερβολικά

6272. Unstrapped – un (στερητικόν) + στρόφος, συστραμμένος ιμάντας, άδετος, μη δεμένος πισθάγκωνα, μη φιμωμένος

6273. Unstressed – un (στερητικόν) +  στραγγεύω, σφίγγω, τεντώνω βίαια με κίνδυνο θραύσης ή θλάσης, μη αγχώδης

6274. Unstring – un (στερητικόν) + στείβω, συμπιέζω κάτι ώστε να καταστεί ξερό και άκαμπτο, σχοινί από συστραμμένες ίνες, χαλαρώνω ή λύω τα δεσμά κάποιου

6275. Unstriped – un (στερητικόν) + λωρίδα υφάσματος ή φλοιού που αποσπάται δια ξέσεως στλεγγίδας, λελυμένος, χωρίς δεσμά

6276. Unsubstantial, Unsubstantiated – un (στερητικόν) +  sub (υπό) + ίστημι, ίσταμαι, ουσία, υπόσταση από όπου αναδύονται οι ιδιότητες, μη ουσιαστικός, μη συνεκτικός

6277. Unsufferable – un (στερητικόν) + sub (υπό) + φέρω, υποφέρω, μη υποφερτός, ανυπόφορος

6278. Unsupplied – un (στερητικόν) + sub (υπό) + πληρόω -ώ, συμπληρώνω, μη προμηθευμένος, μη παρεχόμενος

6279. Unsuppressed – un (στερητικόν) + sub (υπό) + προίστημι, μη πιεζόμενος δια προεξοχής, ακαταπίεστος

6280. Unsurgical – un (στερητικόν) + χειρουργώ, μη χειρουργικός, μη σύμφωνος de lege artis με τη χειρουργική τέχνη

6281. Unsustained – un (στερητικόν) +sub (παρά) + τείνω, υπομένω, συντηρώ, συγκρατώ, τρέφω, μη συντηρημένος, μη υποστηριζόμενος

6282. Unsymmetrical – un (στερητικόν) + συμμετρία, ασύμμετρος, μη συμμετρικός

6283. Unsympathetic – un (στερητικόν) + συμπάθεια, μη συμπαθητικός

6284. Unsystematic – un (στερητικόν) + σύστημα, αντισυστηματικός (αυτό δεν σημαίνει «αντιμνημονιακός», αλλά μη συγκροτών σύστημα)

6285. Untangle – un (στερητικόν) + τάσσω, τάξις, συνδέω, συζευγνύω, αποζευγνύω, αποσυνδέω

6286. Untaught, Unteachable – un (στερητικόν) + δεικνύω, διδάσκω, αδίδακτος, αμόρφωτος

6287. Untaxed – un (στερητικόν) + τάσσω, τάξις, ταξινομώ, φορολογώ, φόρος, αφορολόγητος  

6288. Untempered – un (στερητικόν) + τείνω, τάσις, μετρώ, μετριάζω, ηπιότης, μη ήπιος, μη μετριασμένος αλλά και το αντίθετό του: μη επαρκώς σκληραγωγημένος 

6289. Untenable, Untenantable – un (στερητικόν) + τείνω, τάσις, κρατώ, μη δυνάμενος να κρατηθεί ή να καταληφθεί

6290. Untenanted, Untended – un (στερητικόν) + τείνω, τάσις, κρατώ, κατέχω, ενοικιάζω, μη κατεχόμενο από ενοικιαστή, παραμελημένο, εγκαταλελειμμένο

 6291. Untendered – un (στερητικόν) + τείνω χείρα βοηθείας, μη προσφερόμενος

6292. Untested – un (στερητικόν) + τέκτων, κέλυφος, όστρακον, τεστ, διαγώνισμα, διαγωνισμός, μη δοκιμασμένος

6293. Unthread, Unthreaded – un (στερητικόν) + τείρω, διατρυπώ με βελόνα, νήμα, ίνα, ξεράβω, ξηλώνω

6294. Untimbered – un (στερητικόν) + δόμος, δομικός, ξυλεία, μη καλυμμένος με ξυλεία, μη έχων προμηθευτεί ξύλα

6295. Untinctured, Untinged – un (στερητικόν) + τέγγω (υγραίνω, νοτίζω), βάμμα, βαφή, μη βαμμένος, μη επιχρωματισμένος

6296. Untirable, Untiring – un (στερητικόν) + (μαρ) τυρώ, υφίσταμαι μαρτύρια, μη δυνάμενος να κουραστεί, μη κουράζων

6297. Untitled – un (στερητικόν) + τίτλος, άτιτλος

6298. Untraceable, Untraced – un (στερητικόν) + ταύρος, ταυρίζω, ακολουθώ πορεία ή σημάδια, μη δυνάμενος να ιχνηλατηθεί, να ανιχνευθεί, να ευρεθεί, μη ανιχνευμένος, μη ευρεθείς

6299. Untracked – un (στερητικόν) + ταύρος, ταυρίζω, ακολουθώ πορεία ή σημάδια, μη ανιχνευθείς, μη ευρεθείς

6300. Untractable – un (στερητικόν) + ταύρος, ταυρίζω, τραβώ σε μία έκταση, μη οριοθετημένος, μη χαρτογραφημένος

6301. Untrained – un (στερητικόν) + ταύρος, ταυρίζω, τραβώ, σύρω, απροπόνητος

6302. Untrampled – un (στερητικόν) + πρ. ινδ. Ευρ. “der”, από όπου και το δέρω, δέρμα (της πατούσας), ποδοπατώ, ποδοβολώ, μη ποδοπατημένος

6303. Untransferred – un (στερητικόν) + trans (διαμέσου) + φέρω, μη μεταφερθείς, μη μεταβιβασθείς

6304. Untravelled – un (στερητικόν) + μέσω του γαλλικού “travail” τρία + πήγνυμι, πάσσαλος, οργώνω δια τρίαινας ή τρίδοντου υνίου, ταξιδεύω, αταξίδευτος   

6305. Untraversed – un (στερητικόν) + trans (διαμέσου) + βέλτερον, βέλτιον, βελτιώνω (μετάπτωση του λάμδα σε ρο), μη εγκάρσιος, μη διασταυρούμενος, μη τεμνόμενος

6306. Untreasured – un (στερητικόν) + θησαυρός, μη αποθησαυρισμένος

6307. Untrembled, Untrembling – un (στερητικόν) + τρέμω, τρόμος, ατρεμής, άτρομος, ατρόμητος

6308. Untrimmed – un (στερητικόν) + δούρος, δούρειος, μη οργανωμένος, μη τακτοποιημένος, μη στολισμένος, άκομψος (επί μαλλιών)

6309. Untrod, Untrodden – un (στερητικόν) + πρ. ινδ. Ευρ. “der”, από όπου και το δέρω, δέρμα (της πατούσας), βαδίζω, πατώ, περπατώ περήφανα, λιώνω με τα πόδια, μη πεπατημένος, μη διασχισμένος

6310. Untroubled – un (στερητικόν) + τύρβη, σύγχυση, πρόβλημα, ενόχληση, μπελάς, ατυχία, δυσεπίλυτη περιπλοκή, μη ενοχλημένος, αμέριμνος

6311. Untrue, Untruly – un (στερητικόν) + δούρος, δούρειος, εκ καλού ξύλου, μη αληθινός

6312. Untrustworthy, Untrusty – un (στερητικόν) + δούρος, δούρειος, εκ καλού ξύλου, μη άξιος ή ανάξιος εμπιστοσύνης

6313. Untruth, Untruthful, Untruthfulness – un (στερητικόν) + δούρος, δούρειος, εκ καλού ξύλου, μη αληθής, ψευδής

6314. Untunable, Untune – un (στερητικόν) + τόνος, αρμονία, αποσυντονίζω, ξεκουρδίζω κιθάρα

6315. Unversed – un (στερητικόν) + βέλτερον, βέλτιον, βελτιώνω, μη έμπειρος, αδαής, άσχετος

6319. Unwilling, Unwillingness – un (στερητικόν) + μέσω του λατινικού “volo” βούλησις, απρόθυμος, απροθυμία

βυκζ. Unworkmanlike – un (στερητικόν) +  πρ. Ινδ. Ευρ. “werg“, σχέση με το ελληνικό «εργασία», μη κατάλληλος για εργασία

βυκη. Unworldliness, Unwordly – un (στερητικόν) + πρ. Ινδ. Ευρ. “vir, wer” που δηλώνει τον άνδρα, τον δασύτριχο, τον λυκάνθρωπο + άλευρον, αλείατα, αλείφω, ανδρικός κόσμος, απόκοσμος, μη προερχόμενος εκ του κόσμου τούτου

βυκθ. Unwoven – un (στερητικόν) + μακρινή σχέση με το ελληνικό «ύφος» ή «ύφανσις», μη υφασμένος

βυλ. Unwreath – un (στερητικόν) + βέλτερον, βέλτιον, στρέφω, στέφανος, αφαιρώ τον στέφανο

βυλα. Unwrap, Unwrapped  – un (στερητικόν) + βέλτερον, βέλτιον, στρέφω, συστρέφω, ξετυλίγω  

βυλβ. Unwrinkle, Unwrinkled – un (στερητικόν) + βέλτερον, βέλτιον, στρέφω, συστρέφω

βυλγ. Unwring, Unwrought – un (στερητικόν) + βέλτερον, βέλτιον, στρέφω, συστρέφω, μη επεξεργασμένος, ανεπεξέργαστος

6320. Unyoke, Unyoked – un (στερητικόν) + Ζευς, ζεύγνυμι, ζυγός, αποζευγνύω, αποσυνδέω

6321. Unzoned – un (στερητικόν) + ζώνη, άζωνος, μη ζωσμένος

6322. Up, Upon, Upper, Upperhand και αμέτρητα παράγωγα – επί, πάνω, από το «υπό», υφέλκω κάτι προς τα πάνω άρα και εφέλκω

6323. Upbraid, Upbraiding – up (επί) + βόστρυχος, πλεξίς, εμπλέκω, λοιδορώ, επιτιμώ

6324. Upstay – up (επί) + ίστημι, ίσταμαι, συντηρώ, υποστηρίζω

6325. Upstream – up (επί) +  “s” συριστικό, σύμβολο κύματος + ροή, ρυάκι, ρέμα, ανάντης, ανηφορικός

6326. Upturn – up (επί) + τείρω, τορεύω, τρυπώ δια περιστροφής, περιστρέφω, γυρνώ, αναποδογυρίζω

6327. Uraemia, Uremia – ούρον + αίμα, συγκέντρωση αίματος στα ούρα

6328. Uralite – ούρον + λίθος, κάτι μεταξύ πυρόλιθου και κεροστίλβης με χρώμα όχι τόσο πρασινωπό αλλά μάλλον ικτερικό- ουροτοξικό

6329. Urania – η μούσα της αστρονομίας Ουρανία

6330. Uranic – ουρανός, ουράνιος, εξαγόμενος από ουράνιο

6331. Uranite, Uranitic – ουρανός, ουράνιος, εξαγόμενος από ουράνιο με λαμπερό κιτρινοπράσινο χρώμα

6332. Uranium – ουράνιο, ραδιενεργό υλικό

6334. Uranographic, Uranography – ουρανογραφία, περιγραφή και μελέτη ουρανού

6335. Uranology, Uranoscopy – ουρανός + λέγω, αστρονομία, μελέτη ουρανού

6336. Uranus – ουρανός, ο πλανήτης Ουρανός

Βυλδ. Uranyl– ουράνιον + ύλη, χημική αλυσίδα ουρανίου και οξυγόνου

6337. Urate – άλας ουρικού οξέος

6338.Urceolate – ύρχα, κεραμικό αγγείο για τουρσιά και παστά τρόφιμα

6339. Urchin – εχίνος, αχινός

Βυλε. Urea (ουρία)

Βυλστ. Uredium, Uredospore– ουρός (διώρυγα) + σπόρος, σάκος με σπόρους στους μύκητες 

Βυλζ. Uremia – ουραιμία

6340. Ureter, Urethra, Urethral, Urethritis (φλεγμονή της ουρήθρας) – ουρητήρ, ουρήθρα, ουρηθρικός

Βυλη. Ureotelic – ον που εκκρίνει ουρία ως απόβλητο

Βυλθ. Ureterostomy– εγχείρηση ανοίγματος του ουρητήρα

Βυμ. Urethane– ουρία + αιθήρ, ουραιθάνιο

6341. Urinal, Urinary, Urine, Urinous – ούρον, ουρικός, ουρία

6342. Urn – ύρχα, κεραμικό αγγείο για τουρσιά και παστά τρόφιμα, γωνιώδες βάζο, λήκυθος, ψηφοδόχος

6343. Urochord, Urohordata – ουρά + χορδή,ουροχορδωτόν, χιτωνόζωον, σύνολο χορδωτών ζώων που συναπαρτίζουν τα χιτωνόζωα

Βυμα. Urochrome– ουσία που κάνει τα ούρα κίτρινα

Βυμβ. Urodele – ουρά + δήλος, σαλαμάνδρα

Βυμγ. Urogenital–ουρογεννητικός

Βυμδ. Urogram, Urography– εξέταση νεφρών, ουρητήρα και ουροδόχου κύστεως

Βυμε. Urokinase –  ουρός (διώρυγα) + κίνησις, ουσία που διευκολύνει τη θρομβόλυση και ρευστοποιεί το αίμα

Βυμστ. Urolagnia– ουρολαγνεία

Βυμζ. Urometer, Urinometer– ουροσυλλέκτης, μετρητής ειδικού βάρους ουρίνης

Βυμη. Uropod– ουρά + πους, απολήξεις οστρακομαλακίων

Βυμθ. Uropygi– ουροπύγιον, αραχνίδες

6344. Uroscopy – ούρον + σκοπώ, εξέταση δείκτη ουρίας

6345. Urotoxic – ούρον + τοξίνη, ουροτοξικός

Βυν. Urotriorchis – ουρά + τρία + όρχις, γεράκιμεμακριάουρά

6346. Ursa, Ursine, Urson (καναδικός σκατζόχοιρος αποκαλούμενος και «ερεθίζουσα πλάτη»), Ursuline (οι μοναχές Ουρσουλίνες και τα συναφή σχολεία και κολλέγια καλογραιών), Ursus – άρκτος, αρκούδα

Βυνα. Urtica, Urticaria, Urtication –σχέση με το «ούρος» (κινητικός), αλλά και με το «αίμα» ως αποτέλεσμα του «αίθω» ή «άπτω» (καίω), ερεθίζω, ερεθισμός

6347. Urus – ούρος, μεγάλο βόδι, βουβάλι

6348. Uterine, Uterogestation (κυοφορία), Uterus – υστέρα (μήτρα)  

6349. Utopia, Utopian – ου + τόπος, ουτοπία (Thomas More 1516) που όμως δεν είναι αρχαιοελληνική έννοια, διότι οι Έλληνες δεν πίστευαν σε ουτοπίες, παραδείσους και τελικές καταστάσεις

                                        V

Βυνβ. Vacant, Vacate, Vacuum και αμέτρητα παράγωγα – εκ του πρωτοϊταλικού “wakowos“ που μπορεί να έχει σχέση με το «κούφος», κενόν.

Βυνγ. Vacation – μπορεί να προέρχεται σύμφωνα με τα παραπάνω εκ της κενής (τουριστικής) θέσης, ενδεχομένως όμως να έχει σχέση και με το «βακχεύω» ή «βακχάω -ώ», διασκεδάζω, κάνω διακοπές, αφού, όπως φαίνεται και από την επόμενη λέξη δεν είναι απαραίτητο οι ελληνικές λέξεις που αρχίζουν με «βήτα» να μεταγράφονται στα λατινικά με “b“, αλλά μπορούν να αποδίδονται και με “v”. 

6350. Valvate, Valve, Valved, Valvlet, Valvular, Valvule – βαλβίς, σχοινί αφετηρίας ή τερματισμού αγώνα δρόμου, σημείο εκκίνησης, άνοιγμα πόρτας, κλεισιάς, στρόφιγγα

6351. Vamos – βάμες (δωρικό «βώμεν»), πάμε, πασίγνωστη ισπανική λέξη πολιτογραφημένη στα αγγλικά 

6352. Vandal, Vandalic, Vandalism – Βάνδαλοι, βανδαλισμός, βυζαντινά ελληνικά 

6353. Varangian – Βάραγγοι, πρώην ΄Ερουλοι, γνωστοί και ως Ρως, ιδρυτές της Ρωσίας, Σκανδιναυοί φρουροί του αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης

6354. Varicocele, Varicose, Varicosity – varix (βαριά ξεχειλωμένη φλέβα) + κήλη, φλεβοκήλη

6355. Variolite – various (ποικίλος) + λίθος, σκοτεινός αστρίας

6356. Varioloid – various (ποικίλος) + είδος, ποικιλοειδής, ευλογιά ελαφρώς μεταλλαγμένη λόγω εμβολίου

6357. Variometer – various (ποικίλος) + μέτρον, όργανο για συντονισμό κεραίας με ποικίλες συχνότητες

6358. Varix – βάρος, φλέβα υποχωρούσα ή διαστελλόμενη εκ βάρους

Βυνδ. Vassalle – βασσάρος ή βασσάλος, τοποτηρητής (εκτουΔιονύσου)

6359. Veliferous – velum + φέρω, φέρων πανί ή πέπλο

6360. Vellum – μέσω του λατινικού “vitulus” εκ του «βους», δέρμα βοός ή μοσχαριού

6361. Velocimeter – velox (ταχύς) + μετρον, ταχύμετρον

6362. Ventrilocution, Ventriloquial, Ventriloquism, Ventriloquist, Vemtriloquous – λατινικό venter-ventris + λέγω, λόγος, εγγαστρίμυθος

6363. Vermeology – vermis (σκουλήκι) + λόγος, σκωληκολογία, ελμινθολογία

6364. Vermifugal, Vermifuge – vermis (σκουλήκι) + φεύγω, φυγή, σκωληκοκτόνον, σκωληκο- απωθητικό

6365. Versable, Versant, Versatile, Versatility – βέλτιον, βέρτερον, βέλτερον, βελτιώνω, παραλλάσω, στρέφομαι, είμαι εύστροφος

6366. Verse, Versed, Verselet (μικρή στροφή ποιήματος), Versemonger, Verser, Verset, Versicle – βέλτιον, βέρτερον, βέλτερον, στρέφω, στροφή ποιήματος

6367. Versicolored, Versification, Versifier, Versiform, Version, Versionist –  βέλτιον, βέρτερον, βέλτερον, στιχοπλοκώ, εκδοχή

6368. Vertebra, Vertebral, Verterbrata, Verterbrate, Vertebrated – βέλτιον, βέρτερον, βέλτερον, στρέφω, στήληπουστρέφεται, σπονδυλικήστήλη

6369. Vertex, Vertical, Vertically –  βέλτιον, βέρτερον, βέλτερον, περιστρέφομαι γύρω από τον άξονά μου, κάθετος άξονας

Βυνε. Verteron – βέλτιον, βέρτερον, βέλτερον, υποατομικό σωματίδιο που ταξιδεύει γρηγορότερα από το φως (Star Trek)

6370. Vertiginous, Vertigo – βέλτιον, βέρτερον, βέλτερον, περιστρέφομαι γύρω από τον άξονά μου, περιδίνηση, ίλιγγος

6371. Vesper, Vespertine – έσπερος, εσπέρα, απόγευμα, βράδυ

6372. Vest, Vestiary, Vestibular, Vestibule, Vesting, Vestment, Vesty, Vestrydom, Vestryman, Vesture – εστία, εστιακόχιτώνιο, εριούχο, ρούχο

6373. Vesta, Vestal – αφορών την Εστία θεά του νοικοκυριού, του τζακιού και του «ματιού» της κουζίνας

6374. Vicennial – vicies (20 φορές στα λατινικά) + έννος, έννιος

Βυνστ. View, Viewer, Vision, Visor, Vista, Visual, Visualize, Vizard (μάσκα)κ.λπ. – πρ. Ινδ. Ευρ. ρίζα “weid”αλλά εμφανής σχέση με «είδον» και θέμα «-ιδ». Είναι χαρακτηριστικό ότι οι αρχαίοι Έλληνες είχαν πολλά ωραιότατα ρήματα για το «βλέπω» εκ του δωρικού «γλέπω»: ὁρῶ, λεύσσω, ἀθρῶ, θεῶμαι, σκέπτομαι, σκοπώ, ὄσσομαι, δενδίλλω, δέρκομαι, παπταίνω, ιλλώπτω, εγκατοπτρίζομαι, οπτεύω. Αν προσθέσουμε και τα λοιπά εταστικά ρήματα της ελληνικής γραμματείας: επιθεωρώ, ανασκοπώ, επισκοπώ, παρατηρώ, ετάζω, εξετάζω, ελέγχω, μελετώ, αναδιφώ, ερευνώ, κατοπτεύω, αναζητώ κ.λπ., βλέπουμε ότι ο ελληνικός διαλεκτικός πολιτισμός ήταν ο τόπος και το ορμητήριο του «οράν» και του «οράσθαι». Πλην όμως από όλα αυτά, κατά μία αδικία της Ιστορίας, επέζησαν μόνο το «βλέπω» και το «είδον». 

6375. Vine, Vinegar (ξύδι), Vinery, Vineyard, Viniculture, Viniculturist, Vinometer (μετρητής ύψους αλκοόλ στο κρασί), Vinose, Vinosity, Vinous, Vintage (εσοδεία κρασιού ανά εποχή), Vintrer (έμπορος κρασιού), Vintry, Viny – οίνος, οινώδης, οίνοψ

6376. Violable, Violate, Violation, Violator, Violence, Violent, Violently – βία, βίαιος

6377. Violin, Violine, Violinist, Violoncellist, Violoncello, Violone – μέσωτουιταλικού “vitulari” (είμαιζωηρός) καιτουλατινικού “vitulus” (μοσχάρι) καταλήγουμεστο «βους» (βλ. και “Vitelloni” τουΦελίνι)

Βυνζ. Virus – ιξός, γκυ, παρασιτικό φυτό παρά βελανιδιά, μηλιά ή αχλαδιά, κολλώδης, ιός

6378. Vis – βία

Βυνη. Vis absoluta – απόλυτη, ωμή, σωματική βία

Βυνθ. Vis compulsiva – con (συν) + puls (πέλω), εξαναγκαστική βία 

Βυξ. Vis inertiae – αδράνεια

Βυξα. Vis mortua – θανάσιμη βία

Βυξβ. Vis viva – κινητική δύναμη, δύναμη της ζωής

6379. Viscid, Viscidity, Viscosity, Viscous, Viscousness, Viscum – ιξός, γκυ, παρασιτικό φυτό παρά βελανιδιά, μηλιά ή αχλαδιά, κολλώδης

6380. Vital, Vitalism, Vitalist, Vitality, Vitalization, Vitalize, Vitally, Vitals (μέρη σώματος ζώου), Vitamin, Vitascope (κινηματογράφος)  – μέσω του ιταλικού “vitulari” (είμαι ζωηρός) και του λατινικού “vitulus” (μοσχάρι) καταλήγουμε στο «βους» (βλ. και “Vitelloni” του Φελίνι), ζωτικός, ζωτικότητα, αναζωογονητικός, αναζωογόνηση 

6381. Vitellin (πρωτείνη κρόκου αβγού), Vitellus (κρόκος αβγού), Vituline (μοσχαρίσιος) – βλ. αμέσως παραπάνω

6382. Vociferance, Vociferant, Vociferate, Vociferation, Vociferator, Vociferous – vox (φωνή) + φέρω, φωνασκώ, εκβάλλω κραυγή, κραυγάζω, θορυβώ

6383. Volitant, Volition, Volitive – βούλομαι, βούλησις, θέληση

6384. Voltameter, Voltmeter, Voltatype- volt (μονάδαηλεκτροκινητικήςδύναμης) + μέτρον, βολτόμετρο

6385. Volubilate, Volubility, Voluble, Volubly – βέλτιον, βέλτερον, βέρτερον, βελτιώνω, παραλλάσσω, περιστρέφομαι, κυλίνδομαι

6386. Volume, Volumed, Volumetric (ογκομετρικός), Voluminous, Voluminously – βέλτιον, βέλτερον, βέρτερον, βελτιώνω, παραλλάσσω, περιστρέφομαι, κυλίνδομαι, όγκος, ογκώδης

6387. Voluntary, Voluntarily, Voluntarism, Volunteer (εθελοντής) – βούλομαι, βούλησις, θέληση

6388. Volute, Voluted, Volution, Volvulus (συστροφήεντέρων) – βέλτιον, βέλτερον, βέρτερον, βελτιώνω, παραλλάσσω, περιστρέφομαι

6389. Vomit, Vomiting, Vomito (κίτρινοςπυρετός), Vomitory, Vomituration – εμώ, εξεμώ, κάνωεμετό, έχωαναγούλα

6390. Voracious, Vorant – βορά, αρπακτικός, αδηφάγος

6391. Vortex, Vortical, Vorticella (μικροοργανισμοίπουαποκτούντροφήδιατηςπεριστροφήςτωντριχιδίωντους), Vorticose, Vortiginous –  βέλτιον, βέλτερον, βέρτερον, βελτιώνω, παραλλάσσω, περιστρέφομαι, δίνη, περιδίνηση

Βυξγ. Vote, Vouch, Vow – σχέση με «ευχή», «εύχομαι», αφιερώνω, ψήφος, εγγύηση

                              W

6392. Walachian, Wallachian – Βλάχοι, Μολδοβλάχοι, βυζαντινά ελληνικά

Βυξδ. Wale – βέλτιον, βέλτερον, βέρτερον, βελτιώνω, παραλλάσσω, περιστρέφομαι, προεξοχή ρούχου ή ξύλου

6393. Wax και αμέτρητα παράγωγα – αύξομαι, επαυξάνω, σωρεύομαι, κερί

Βυξε. Weave, Weaver, Weaving- μακρινή σχέση με το ελληνικό «ύφος» ή «ύφανσις»

Βυξστ. Web, Webbed, Webbing κ.λπ. – μακρινή σχέση με το ελληνικό «ύφος» ή «ύφανσις»

Βυξζ. Weever, Weevil, Weevily – δράκαινα, σιταρόψειρα, αμφότερα έχουν σχέση με «ύφος», «ύφανση»

6394. Wharf – βέλτιον, βέλτερον, βέρτερον, βελτιώνω, παραλλάσσω, περιστρέφομαι, ορμίζομαι, προβλήτα, αραξοβόλι, το Fisherman’s Wharf στο Σαν Φρανσίσκο

6395. Whirl, Whirling, Whirlpool (δίνη), Whirlwind – βέλτιον, βέλτερον, βέρτερον, βελτιώνω, παραλλάσσω, περιστρέφομαι, δίνη, περιδίνηση

6396. Will, Willing, Willingness κ.λπ. – ετυμολογείται με γερμανικές ή γοτθικές ρίζες αλλά δεν μπορεί να μην έχει σχέση με τα ελληνικά «βουλή», «βούλομαι», «βούλησις» κ.λπ.

6397. Wine, Winebag, Wineglass (κρασοπότηρο), Wineless, Winepress – οίνος

6398. World, Wordliness, Wordling, Wordly, Worldwide – πρ. Ινδ. Ευρ. “vir, wer” που δηλώνει τον άνδρα, τον δασύτριχο, τον λυκάνθρωπο + άλευρον, αλείατα, αλείφω, ανδρικός κόσμος 

6399. Woven (παρακείμενος του weave) – μακρινή σχέση με το ελληνικό «ύφος» ή «ύφανσις»

6400. Wrap, Wrapper, Wrapping – βέλτερον, βέλτιον, στρέφω, συστρέφω, ξετυλίγω

6401. Wreath, Wreathed, Wreathen, Wreathless, Wreathy + βέλτερον, βέλτιον, στρέφω, στέφανος

6402.  Wring, Wringer, Wrought – βέλτερον, βέλτιον, στρέφω, συστρέφω

6403. Wrinkle, Wrinkly – βέλτερον, βέλτιον, στρέφω, συστρέφω

                                         X

6404. Xanthein, Xanthium  – ξανθός, κίτρινος επί φυτών, φυτό που εκκρίνει κίτρινη ουσία

Βυξη. Xanthelasma – ξανθός + έλασμα, στρώμα χοληστερόλης κάτω από το δέρμα

6405. Xanthian –μάρμαρα ή οβελίσκος, φερμένος από την πόλη Ξάνθος της Λυσίας

6406. Xanthic – ξανθός, κίτρινος, ξανθικό οξύ αποτελούμενο από διθειώδη άνθρακα, νερό και οξείδιο του αιθυλίου, ουρικό οξύ και οξείδιο

6407. Xanthidium – ξανθός, μικροοργανισμοί μέσα σε πυριτόλιθο ή κιμωλία

6408. Xanthine – ξανθός, αζωτούχο συστατικό του ουρικού οξέος, κίτρινη ουσία σε μονοχρωματικό ρόζο

6409. Xanthite – κίτρινη ποικιλία βεζουβιανού (πυριτικού άλατος)

6410. Xanthochroic – ξανθός + χρως (δέρμα), ξανθόχρωμος

Βυξθ. Xanthoderma – ξανθόδερμα, παθολογική κιτρινωπή απόχρωση του δέρματος

Βυο. Xanthogen, Xanthogenic– χημική ουσία που παράγει ξανθικό οξύ

6411. Xanthoma-  ξάνθωμα, αρρώστια του δέρματος με εμφάνιση κίτρινων κηλίδων

6412. Xanthomelanous – ξανθός + μέλας, ξανθομέλας

Βυοα. Xanthophycae – ξανθός + φύκος, πρασινοκίτριναφύκια

6413. Xanthophyll – ξανθός + φύλλον, το κίτρινο χρώμα των φθινοπωρινών δένδρων

6414. Xanthophyllite – ξανθός + φύλλον, φυλλοειδές πυριτικό και αργιλικό άλας εκ μαγνησίου

6415. Xanthosis – ξάνθωσις, κίτρινος αποχρωματισμός

6416. Xanthous- ξανθός, κίτρινος

6417. Xanthippe – Ξανθίππη, εριστική σύζυγος του Σωκράτη

Βυοβ. Xenarthra – ξένος + άρθρον, κατηγορία θηλαστικών, όπου περιλαμβάνονται οι μυρμηγκοφάγοι, οι βραδύποδες και τα αρμαντίλλο

Βυογ. Xenelasy, Xenelasia – ξενηλασία

6418. Xenia – ξένος, επίδραση ξένης γύρης επί του φυτού

6419. Xenium – ξένος, δώρο εγχειριζόμενο σε ξένο πρέσβη

Βυοδ. Xeno- το πρόσφυμα αυτό προστιθέμενο σε κάθε επιστήμη π.χ. ξενοβιολογία, ξενοανθρωπολογία κ.λπ., δηλώνει ότι αφορά εξωγήινο πολιτισμό (ορολογία “Star Trek“)   

6420. Xenodochium, Xenodochy (υποδοχή ξένων) – ξενοδοχείον

6421. Xenogamy – ξενογαμία, γονιμοποίηση από άλλο φυτό
6422. Xenogenesis – ξένος + γένεσις, ετερογένεσις, γένεσις δι’ ετέρου

6423. Xenolite, Xenolith – ξένος + λίθος, νηματοειδές πυριτικό αργιλικό άλας

6424. Xenomania – ξενομανία

6425. Xenomorphic – ξένος + μορφή, ξενόμορφος, πιεζόμενος από άλλα μέταλλα (ορυκτολογία)

6426. Xenon – ξένον, αδρανές αέριο του οποίου η παρουσία εμποδίζει την πυρηνική έκρηξη ή την αποκάλυψη του πυρήνα (Τσερνομπίλ)

Βυοε. Xenophile, Xenophily – ξενοφιλία

6427. Xenophobia, Xenophobic – ξενοφοβία, απέχθεια έναντι των ξένων

Βυοστ. Xeranthemum– ξηράνθεμον

6428. Xerasia – ξηρασία αναφερόμενη στα μαλλιά

6429. Xeroderma – ξηρός + δέρμα, ξηρόδερμα, αρρώστια όπου το δέρμα γίνεται φολιδωτό

6430. Xerodes – ξηρώδης, κάθε όγκος που μπορεί να αντιμετωπιστεί δια ξηράνσεως

Βυοζ. Xerography– ξηρός + γράφω, εκτύπωση με φως και τόνερ, δηλαδή σκούρο υλικό από άνθρακα (χιούμορ: πηχτός μαύρος καφές στο επεισόδιο “DailyStar” του Λούκυ Λουκ)

6431. Xeromyrum – ξηρός + μύρον, ξηρή αλοιφή

6432. Xerophagy- ξηροφαγία, υποβολή σε ξηρή λιτή δίαιτα όπως έκαναν οι πρώτοι νηστεύοντες χριστιανοί

6433. Xerophthalmia – ξηρός + οφθαλμός, ξηροφθαλμία

6435. Xerophyte, Xerophytic  – ξηρός + φυτόν, φυτό κατάλληλο για ξηρό έδαφος

6436. Xerostomia – ξηροστομία

6437. Xerotes – ξηρότης, ξηρή διάθεση ή τροπισμός του σώματος

6438. Xiphias, Xiphioid – ξίφος, ξιφίας

6439.  Xiphoid- ξιφοειδής, μικρός χόνδρος στη βάση του στέρνου

Βυοη. Xiphophores – ξίφος + φέρω, πολύχρωματροπικάψάριαυφάλμυρουνερού με μυτερή ουρά

Βυοθ. Xiphosura – ξίφος + ουρά, καβούρια

6440. Xylan, Xylem – ξύλον, ξυλένιο, ζελατινώδης ουσία περιεχόμενη στο ξύλο

6441. Xylanthrax – ξυλάνθραξ

6442. Xylite –  ξυλίτης, ασβεστοειδές πυριτικό άλας σιδήρου, ασβεστίου, μαγνησίου, ξυλόπνευμα

6443. Xylobalsamum – ξύλον + βάλσαμον, μύρο

6444. Xylocarp– ξύλον + καρπός, σκληρό ξυλώδες φρούτο

Βυπ. Xylocopa – κοινή μέλισσα, επονομαζόμενη διεθνώς μέλισσα- ξυλουργός

6445. Xylograph, Xylographer, Xylography– ξύλον + γράφω (ζωγραφίζω), ξυλογραφία, ξυλογράφος 

6446. Xyloid– ξύλον + είδος, ξυλοειδής

6447. Xyloidine– ξυλοϊδίνη, εκρηκτικό παραγόμενο από την επίδραση νιτρικού οξέος σε άμυλο ή σε ξύλινες ίνες

6448. Xylol– ξυλέλαιον, ξυλουόλη, ισομερής διμεθυλική βενζίνη χρησιμοποιούμενη ως χρωστική ουσία

6449. Xylonite – ξυλονίτης, προστατευόμενο κατατεθέν σήμα κυτταρίνης που το έχουν ήδη κατοχυρώσει οι Βρετανοί (παρά την ελληνική καταγωγή της λέξης)

6450. Xylophagan, Xylophagous– ξύλον + έφαγον, ξυλοφάγος (επί εντόμων), σαράκι

6451. Xylophone– ξύλον + φωνή, ξυλόφωνον, όργανο με ξύλινα πλήκτρα, σαντούρι

6452. Xylopyrography – ξύλον + πυρ + γράφω, ξυλοπυρογραφία, τεχνική χάραξης του ξύλου δια καύσεως

Βυπα. Xylose– ξύλον, μονοσακχαρίνη με πέντε άτομα άνθρακα

6453. Xyster– ξυστήρ, όργανο ξέσης κοκάλων υπό χειρουργού

6454. Xystus– ξυστός, ξυσμένος, ανοιχτή αυλή με στοές για αθλητικές ασκήσεις και εκγύμναση 

                    Y

6455. Yeoman – γη + man (άνδρας), αγρότης, πραιτωριανός ηγεμόνα, φρουρός, σωματοφύλακας, ναύτης διαστημοπλοίου που φέρει στον πλοίαρχο την πρωινή αναφορά και την ημερήσια διαταγή προς υπογραφή

Βυπβ. Yponomeuta– υπονομευτής, είδος σκώρων

6456. Yttrocerite, Yttrotantalum–ύττριον (σπάνια γαία ανακαλυφθείσα στο YtterbyΣουηδίας) + κηρός ή ταντάλιον (μεταλλικό αργυρόχρουν στοιχείο, που χρησιμοποιείται για ίνες στα ηλεκτρικά φώτα)

6457. Yunx – Ίυγξ, Αρκαδία νύμφη, κόρη του Πάνα και της Ηχούς, την οποία η Ήρα μεταμόρφωσε σε στραβολαίμη ή σουσουράδα- σεισοράδα

                                        Ζ

6458. Zea– ζέα ή ζειά, ζείδωρος, χονδροαλεσμένο δίκοκκο διπλοκλωνισμένο σιτάρι(βλ. triticum), σίκαλη ή βρώμηή αραβόσιτος στον οποίο όφειλαν κατά μία εκδοχή την ευφυία τους οι αρχαίοι Έλληνες

6459. Zeal, Zealful, Zealless(στερούμενος ζήλου), Zealot(ζηλωτής) – ζήλος, πάθος για κάτι, εκ του «ζέω», βράζω

6460. Zealotical, Zealotism, Zealotry– ζηλωτικός, ένθερμος, ενθουσιώδης, φλογερός, φανατικός

6461. Zealous, Zealously, Zealousness– ζήλος

6462. Zein– ζέα, ζην, άνοστη κίτρινη ελαστική γλουτένη αραβοσίτου

6463. Zeolite, Zeolitic– ζέω (βράζω) + λίθος, ζεόλιθος, ζεολιθικός, αστρίας

6464. Zephyr – ζέφυρος, δυτικός άνεμος, ήπια ευχάριστη αύρα, ζωογόνο αεράκι

6465. Zest– ζέω, πικάντικο καρύκευμα ή ξύσμα που προσδίδει ευχάριστη γεύση, πεπιεσμένη ψίχα μεταξύ των τεσσάρων τμημάτων πυρήνα καρυδιού

6466. Zeta– ζήτα, αίθουσα με σωλήνες εξαερισμού, δωμάτιο καντηλανάφτη πάνω από βεράντα εκκλησίας

6467. Zetetic – ζητητικός, αμφιβάλλων που προχωρεί με έρευνα, Πυρρώνειος, σκεπτικός φιλόσοφος

6468. Zeuglodon–ζεύγλη + οδούς, εξαλειφθέν κήτος με κοίλα καμπυλωτά δόντια

6469. Zeugma– ζεύγνυμι, ζεύγμα, ρητορικό σχήμα όπου το χαρακτηρίζον την πλησιέστατη λέξη επίθετο αναφέρεται και σε άλλη πιο απομακρυσμένη λέξη

6470. Zeus– Ζευς, ο κεντρικός Θεός της ελληνικής κοσμικής τάξης, όχι ακριβώς θρησκευτικός, αλλά συνδέων τον νόμο και την οριοθέτηση της γης με τις ηθικές – κοινωνικές αρχές και αξίες προς παραγωγή των ηθών και των εθίμων ως θεμελίων του πολιτισμού

6471. Zeuxite– ζεύξις, ζεύγνυμι, ζευξίτης, μέταλλο αποτελούμενο από πυρήνα, αλουμίνα και πρωτοξείδιο του σιδήρου

6472. Zincode – zinc (γερμανικής προέλευσης λέξη για τον ψευδάργυρο) + οδός, θετικός πόλος γαλβανισμένου κυττάρου ή μπαταρίας

6473. Zincograph, Zincographer, Zioncographical, Zicnography-  zinc (γερμανικής προέλευσης λέξη για τον ψευδάργυρο) + γράφω, μέθοδος εκτύπωσης μέσω πλακών ψευδαργύρου

6474.Zincoid– zinc(ψευδάργυρος) + είδος, όμοιος ή ομοιάζων με ψευδάργυρο

6475. Zingiber – ζιγγίβερις, τζίντζερ

6476. Ζither– κιθάρα με μεταλλικές χορδές

6477. Zizania– ζιζάνια, παρασιτικά χόρτα, καναδικό ρύζι

6478. Zizyphus – Σίσυφος,βασιλιάς της Κορίνθου που ξεγέλασε δύο φορές τον θάνατο και γι’ αυτό καταδικάστηκε στον Τάρταρο να σπρώχνει μία τεράστια πέτρα προς στην κορυφή ενός λόφου, αλλά λίγο πριν από το πέρας της διαδρομής αυτή να τού πέφτει

Βυπγ. Zoantharia – ζώον + άνθος, κνιδωτά κοιλέντερα με οκτώ πλοκάμια

6479. Zoanthropy – ζώον + άνθρωπος, μονομανία όπου ο άνθρωπος πιστεύει ότι μεταμορφώθηκε σε ένα κατώτερο ζώο

6480. Zodiac, Zodiacal– ζώδιον, ζωδιακός, κείμενος κοντά στην ελλειπτική, παρατηρούμενος μετά το ηλιοβασίλεμα σε χαμηλά πλάτη, αφορών τους 12 αστερισμούς που διασχίζει κάθε χρόνο ο ήλιος αλλά και τους αστρολογικούς οίκους όπου υπάγονται οι γεννήσεις και καθ’ υπόθεση οι χαρακτήρες των ανθρώπων

Βυπδ. Zoecium – σάκος ή θάλαμος βρυόζωου

6481. Zoetrope– ζώον + τρόπος, πρόδρομος του κινηματογράφου όπου οι εικόνες προβάλλονται δια περισστρεφόμενων σχισμών, θαυματρόπιονως οπτικό όργανο ελέγχου της αποτύπωσης μίας εικόνας στον αμφιβληστροειδή μετά την απομάκρυνση του ορώμενου αντικειμένου, ώστε τα αντικείμενα να φαίνονται σε συνεχή κίνηση 

6482. Ζoic– ζωικός, αφορών τα ζώα

6483. Zoilean, Zoilism– Ζωίλος ο Ομηρομάστιξ, δριμύς κριτικός του Ομήρου, μαθητής του Πολυκράτη, εχθρός του Ισοκράτη και του Πλάτωνα, οπαδός του στυλ του Λυσία

 6484. Zoism – ζωισμός, διδασκαλία κατά την οποία η ζωή εκπηδά από συγκεκριμένη αρχή και όχι από συνδυασμένες δυνάμεις

6485. Zonal, Zonate (σκοτεινή ζώνη σχήματος πετάλου αλόγου), Zone, Zoned, Zoneless, Zonule(μικρή ζώνη) –ζώνη, διαίρεση εδάφους σύμφωνα με το κλίμα, περιφέρεια ταξινομημένη με βάση διαφόρων ειδών κριτήρια

6486. Zonite– ζώνη, σωματικός τομέας ή δακτύλιος εντόμου

6487. Zonure– ζώνη + ουρά, σαύρα με ουρά διαιρεμένη κατά ζώνες

6488. Zoo – συντόμευσητου “ZoologicalGarden” (ζωολογικός κήπος)

6489. Zoochemical, Zoochemistry – ζωικήχημείαως επιστήμη πουερευνά τα χημικά συστατικά που συναπαρτίζουν τα ζώα

Βυπε. Zoogamete-γαμέτης που μπορεί να κινείται ανεξάρτητα

6490. Zoogeography– ζώον + γεωγραφία, κατανομή των ζώων ανά τον πλανήτη

6491. Zoogloea, Zoogloeoid– ζώον + γλοιός, γλοιώδης, ζελατινώδης, κολλώδης (επί βακτηρίων)

6492. Zoographer, Zoographical, Zoography– ζωογραφία, ζωογράφος, περιγραφή των ζώων και των συνηθειών τους

6493. Zooid– ζωοειδές, θεμελιώδες οργανικό κύτταρο, μέλος συστοιχίας ζώων που συγκροτούν ευρύτερο συλλογικό οργανισμό

6494. Zoolatry– ζώον + λατρεία, λατρεία των ζώων

6495. Zoolite– ζωόλιθος, απολιθωμένη ζωική ουσία

6496. Zoological, Zoologically, Zoologist(ζωολόγος), Zoology– ζωολογία, ζωολογικός, αφορών τις αρχές της ζωολογίας

6497. Zoomorph, Zoomorphic, Zoomoprhism– ζωομορφία, ζωομορφικός (ιδίως επί θεών της αρχαίας Αιγύπτου)

6498. Zoon– ζώον, το τελικό προϊόν του γονιμοποιημένου ωαρίου

6499. Zoonic  – ζώον, αφορών ζώα, αποκτημένος από ζωικές ουσίες

6500. Zoonite – ζώνη, ένας από τους τομείς των αρθρωτών ζώων

6501. Zoonomy – ζωονομία, οι νόμοι που διέπουν τον βίο των ζώων

Βυπστ. Zoonosis– νόσος του ανθρώπου που προέρχεται από τα ζώα

6502. Zoopathology– επιστήμη που μελετά τις ασθένειες των ζώων

Βυπζ. Zoopathy– μελέτη ασθενειών των ζώων

6503. Zoophagon, Zoophagous– ζωοφάγον, ζωοφάγος, σαρκοφάγο ζώο

6504. Zoophilist, Zoophily – ζωόφιλος, ζωοφιλία

Βυπη. Zoophobic, Zoophobia– ζωοφοβία

6505. Zoophysics– ζωοφυσιολογία, συγκριτική ανατομία ανθρώπων και ζώων

6506. Zoophyte, Zoophytic– ζωόφυτον, οργανισμοί στα όρια μεταξύ φυτού και ζώου

6507. Zoophytological, Zoophytology – ζωοφυτολογία, Φυσική Ιστορία των ζωοφύτων

Βυπθ. Zooplankton– ζώον + πλαγκτός (περιφερόμενος), ζωοπλαγκτόν

6508. Zoopsychology– ζωοψυχολογία, ψυχολογία των ζώων

Βυq. Zoosemiotics– σημειωτική των ζώων, εξέταση της ανταλλαγής σημάτων μεταξύ τους

6509. Zooscopy– ζωοσκοπία, παραίσθηση του νου που περιλαμβάνει φανταστικά ζώα

6510. Zoosperm – ζώον + σπέρμα, σπερματοζωάριον

6511. Zoospore – ζωοσπορά, σμήνος σπόρων εκπορευόμενο από άλγη και μύκητες που κινείται σαν ζωντανό αφού απελευθερωθεί από τον γονιμοποιητικό σάκο

6512. Zootaxy– ζωοταξία, συστηματική ζωολογία, κατάταξη και ταξινόμηση των ζώων

6513. Zootechny– ζωοτεχνία, ζωοτεχνική, επιστήμη εκτροφής και εξημέρωσης των ζώων

Βυqα. Zootherapy– θεραπεία των ανθρώπων μέσω των ζώων

6514. Zootomical, Zootomist, Zootomy – ζώον + τομή, ανατομία ζώων

6515. Zootrophic– ζωοτροφικός, αφορών τη διατροφή των ζώων

6516. Zophoric, Zophorus – ζώνη μεταξύ των κιονόκρανων και του επιστύλιου ενός ναού που απεικονίζει σκηνές από τον βίο ανθρώπων και ζώων. Στον δωρικό ρυθμό αντί ζωφόρου τοποθετούνταν τρίγλυφα- μετόπες

6517. Zoster– ζωστήρ, είδος σχοινιού

6518. Zygadite– ζυγός, μέταλλο αποτελούμενο από ασήμι, αλουμίνα και λίθιο χωρίς νερό, αποκαλούμενο έτσι λόγω των δίδυμων κρυστάλλων του

6519. Zygal– ζυγός, παρόμοιος με το κεφαλαίο γράμμα «Ήτα» που έχει μία πολύ συμμετρική παρουσίαση

6520. Zygodactyle, Zygodactylic, Zygodactylous – ζυγοδάκτυλος, έχων τα δάκτυλα των ποδιών σε διάταξη ζεύγους, δύο μπροστά και δύο πίσω όπως ο παπαγάλος και ο κούκος

6521. Zygodont – ζυγός + οδούς, αφορών τους γομφίους

6522. Zygomatic – ζυγωματικός, αφορών οστά και εκφράσεις του προσώπου, αψίδα χαμόγελου μεταξύ κροτάφων και μιμικών μυών των παρειών, ράμμα μεταξύ κροτάφου και παρειάς

Βυqβ. Zygomorphic, Zygomorphy– ζυγός + μορφή, διαίρεση του φυτού σε δύο συμμετρικά τμήματα

Βυqγ. Zygomycetes– ζυγομύκητες

6523. Zygon – ζυγόν, ζυγός, σταυροειδές ξύλο, συνδέουσα ράβδος

Βυqδ. Zygopetalum– ζυγοπέταλο, ορχιδέα

6524. Zygopleural– ζυγόπλευρος, διμερώς ή αμφιμερώς συμμετρικός

Βυqε. Zygote – ζυγώτης, ευκαρυωτικό κύτταρο αποτελούμενο από δύο γαμέτες

Βυqστ. Zymase– ζύμη, μίγμα ενζύμων για καταβολισμό σακχάρων

6525. Zymate, Zymic, Zymoid– ζύμη, ζύμωση, ζυμικός, ζυμοειδής, άλας ως προϊόν ζυμώσεως

6526. Zymogen– ζύμη + γεννώ, παράγων που προκαλεί ζύμωση

6527. Zymological, Zymologist, Zymology – ζύμη + λόγος, μελέτηζυμώσεων

6528. Zymome– ζύμωμα, μάζα που έχει υποστεί ζύμωση, γλουτένη σίτου αδιάλυτη στο αλκοόλ

6529. Zymometer– ζύμη + μέτρον, μετρητής βαθμού ζύμωσης μετά από ανάμιξη ποτών

6530. Zymosis, Zymotic, Zymotically – ζύμωσις, ζυμωτικός

6531. Zymotechny–ζύμη + τέχνη, ζυμοτεχνία

6532. Zymurgy– ζύμη + έργον, χημεία ζυμώσεων

6533. Zythum – ζύθος, μπύρα

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Nuttall’s Everyday Dictionary of the English Language

Διαδικτυακή Ιστοσελίδα Ετυμολογίας Etymonline

Μεγάλο Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας, Liddell&Scott

Δημήτρης Μολύβδης, Οι Ελληνικές Λέξεις στη Γαλλική Γλώσσα (επαλήθευση)