ΟΔΥΣΣΕΑ ΣΠΑΧΗ: “ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ (ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ) ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ”

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ (ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ)  ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ[1]

(Σκέψεις με αφορμή την επέτειο για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση)

ΟΔΥΣΣΕΑ ΣΠΑΧΗ[2]

Η  επέτειος  των  διακοσίων  (200) χρόνων  από την Ελληνική  Επανάσταση του 1821 παρέχει αφορμή για   τελετές μνήμης  σχετικά με    το κίνημα των Ελλήνων που επιδίωξε, κατά κύριο λόγο, την απελευθέρωση από τον Οθωμανικό ζυγό, δηλαδή  την κατάκτηση της ελευθερίας. Εμείς οι διοικητικοί δικαστές υπηρετούμε ένα θεσμό (τη Διοικητική Δικαιοσύνη),ο οποίος αν και (κατά τη συνταγματική διατύπωση)   αποσκοπεί  στην «απονομή της δικαιοσύνης» ,εντούτοις, έχει άμεση σχέση με την έννοια και την ίδια υπεράσπιση  της ελευθερίας. Όχι μόνο γιατί ο δικαστής ερμηνεύει και εφαρμόζει τις σχετικές περί ελευθερίας διατάξεις του Συντάγματος, αλλά και διότι  είναι εκείνος που θα κληθεί να δώσει λύσεις  σε περίπτωση κατάλυσης των ελευθεριών του πολίτη, έτσι όπως περιγράφονται  στο Σύνταγμα αλλά και στις διεθνείς συμβάσεις (όπως η ΕΣΔΑ) που η Ελλάδα έχει υπογράψει και έχουν αυξημένη  τυπική ισχύ  έναντι των κοινών νόμων[3].

Εκείνοι οι ρωμαλέοι, Έλληνες  επαναστάτες  του 1821  σε αντίθεση με όλες τις εναντίον τους συγκυρίες (ισχύος,διεθνών συμμαχιών και συμφερόντων) επιδίωξαν την ελευθερία (προσωπική και πολιτική) και τη συγκρότηση ενός αυτόνομου κι ελεύθερου κράτους. Συνεπώς, λογικό είναι να υποθέσουμε ότι οι πρωτοπόροι αυτού του αγώνα  θα είχαν όραμα την συγκρότηση  θεσμών, εγγυητών αυτής της (με αίμα ,δάκρυα και κόπο) κατακτημένης ελευθερίας. Θα ήθελαν, μεταξύ άλλων , και διοικητικούς δικαστές που θα ήταν έτοιμοι να επιστρατεύσουν το σθένος  και το ανάστημά τους  για την κατοχύρωση  των  δικαιωμάτων του  πολίτη (μεταξύ των οποίων την προσωπική και επαγγελματική ελευθερία) ακόμη και σ’ ένα καθεστώς, που εμφορείται   από  αυταρχισμό και  καταπίεση.

Σε μια τέτοια κατάσταση βρέθηκαν οι δικαστές της Ολομέλειας  του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ)  κατά την διάρκεια της δικτατορίας  (Απρίλιος 1967 έως Ιούλιο 1974).Τότε,  αντιμετώπισαν το ζήτημα της αναστολής  (επί τριήμερο) της ισοβιότητας των συναδέλφων τους  και την ακόλουθη απόλυση δεκάδων εξ αυτών.Η παραπάνω αναστολή εδραζόταν σε    συντακτική πράξη[4].Με την εν λόγω συντακτική πράξη, επήλθε η προαναφερόμενη αναστολή, προκειμένου να δοθεί η  δυνατότητα στο τότε  Υπουργικό Συμβούλιο, ν’  αποφασίσει την απόλυση  δικαστικών λειτουργών. Κάποιοι   λόγοι  απόλυσης   δεν σχετιζόταν με την υπηρεσιακή επάρκεια, την ευσυνειδησία και το ήθος που πρέπει να επιδεικνύει κάθε δικαστής, καθώς  είχαν  πρόδηλα   προσχηματικό  χαρακτήρα  (όπως η  πίστη και η  προσήλωση σε «μη υγιείς» κοινωνικές αρχές).Το κυριότερο, όμως, ζήτημα που δημιουργούσε η ως άνω    συντακτική πράξη   ήταν ο αποκλεισμός  της  αίτησης  ακύρωσης  κατά των διοικητικών πράξεων των απολύσεων, με αποτέλεσμα οι απολυμένοι δικαστές να στερηθούν το θεμελιώδες δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια.

Έτσι, οι δικαστές του Συμβουλίου της Επικρατείας βρέθηκαν ενώπιον της κατάλυσης της ίδιας της έννοιας «του κράτους δικαίου». Το πρώτο βήμα, άλλωστε, ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος (με οποιαδήποτε μορφή, πρόσχημα και ιδεολογικό μανδύα  αυτό εκδηλώνεται)  είναι ο ευνουχισμός της δικαστικής ανεξαρτησίας έως σημείου μετατροπής των δικαστών σε ανδρείκελα. Και περί αυτού, άλλωστε, επρόκειτο. Με την μνημονευόμενη   συντακτική πράξη και την στέρηση του δικαιώματος προσφυγής στο ΣτΕ, το δικτατορικό καθεστώς των στρατιωτικών (συνταγματαρχών)  επιδίωκε αυτό, που κατά τα προαναφερόμενα, επιθυμούν όλα  τα ολοκληρωτικά καθεστώτα :την εξουδετέρωση  του φραγμού της δικαστικής προστασίας απέναντι στην ισοπεδωτική βούληση τους για καταπίεση, δεσποτισμό κι ανελευθερία. Στην ελληνική εκδοχή, το δικτατορικό καθεστώς εφηύρε   το «θεσμικό τέχνασμα» της ανωτέρω συντακτικής πράξης, με την οποία η αυθαιρεσία  είχε ενδυθεί   τη  «νομιμότητα». Με τον τρόπο, όμως, αυτό το τότε καθεστώς  κατέλυσε  τις βασικές αρχές του κράτους δικαίου, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται οι αρχές της    διάκρισης των εξουσιών και της  δικαστικής ανεξαρτησίας.

Υπ’ αυτές τις περιστάσεις,  είκοσι  τρεις (23)  από τους απολυμένους δικαστές  προσέφυγαν  στο Συμβούλιο της Επικρατείας με σχετικές  αιτήσεις  ακύρωσης. Η  πρώτη  αίτηση ακύρωσης  (με την οποία, μεταξύ άλλων, είχε προβληθεί ως λόγος ακύρωσης η παραβίασης του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης του αιτούντος δικαστικού λειτουργού) απορρίφθηκε[5].Ωστόσο, πολύ γρήγορα η θέση αυτή άλλαξε και  η Ολομέλεια του Δικαστηρίου δέχθηκε  τις αιτήσεις ακύρωσης   είκοσι ενός (21)  εκ των  απολυμένων δικαστών και εισαγγελέων[6].Με τις  (ιδιαίτερα σημαντικές)  αποφάσεις  της, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας αποφάνθηκε   ότι οι πράξεις απόλυσης των   δικαστικών λειτουργών ήταν άκυρες λόγω μη τήρησης του ουσιώδους όρου της προηγουμένης ακρόασης.Με τις αποφάσεις αυτές, ειδικότερα, έγινε  δεκτό ότι : α) το δικαίωμα της   προηγουμένης ακρόασης δεν καταργήθηκε με την  επίμαχη  συντακτική πράξη και β) ότι η «βραχεία προθεσμία» της αναστολής ισοβιότητας των απολυμένων δικαστών  δεν αναιρούσε την παραπάνω παραδοχή, αφού  και εντός της εν λόγω προθεσμίας,  θα ήταν δυνατή η άσκηση του θεμελιώδους αυτού δικαιώματος.

Η σημασία των αποφάσεων που δημοσιεύθηκαν, τότε, έχει ιστορικό χαρακτήρα για τον εξής ,εμφανή, αλλά βαρύνοντα λόγο: Βεβαίως και μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα δημοσιεύθηκαν πολλές αποφάσεις από τα διοικητικά  δικαστήρια της Χώρας στις οποίες οι δικαστές με θάρρος κι ευσυνειδησία δικαίωσαν τους πολίτες, οι οποίοι υπέστησαν τις παρανομίες της διοικητικής δράσης. Ωστόσο,  μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, η δικαστική ανεξαρτησία που απολάμβαναν οι διοικητικοί  δικαστές ήταν  ασύγκριτη σε σχέση με εκείνη των δικαστών  του Συμβουλίου της Επικρατείας οι οποίοι συμμετείχαν στις συνθέσεις των ανωτέρω Ολομελειών.Οι τελευταίοι υπερασπίσθηκαν   βασικές έννοιες του κράτους δικαίου, έχοντας γνώση των κινδύνων που θα αντιμετώπιζαν. Συγκεκριμένα, μετά την δημοσίευση  των παραπάνω   ακυρωτικών  αποφάσεων  του Συμβουλίου της Επικρατείας :α) το δικτατορικό καθεστώς τις  χαρακτήρισε ως «πρωτοφανή εις τα παγκόσμια δικαστικά χρονικά εκτροπήν εκ των αρχών της νομιμότητας» και β) δημοσιεύθηκε διάταγμα αποδοχής της «παραίτησης»  του τότε προέδρου του ΣτΕ  Μιχαήλ Στασινόπουλου, την οποία όμως ουδέποτε υπέβαλε. Ακολούθησαν  εννέα ακόμη «παραιτήσεις» μελών του ίδιου Δικαστηρίου[7].Πέραν τούτων, εκδόθηκε νομοθετικό διάταγμα[8], το οποίο καθιστούσε ανεκτέλεστες  όσες δικαστικές αποφάσεις δικαίωναν απολυμένους δικαστικούς λειτουργούς με την ακόλουθη διατύπωση: «Αποφάσεις οιουδήποτε δικαστηρίου, εκδοθείσαι επί αντικειμένου εξαιρεθέντος της δικαιοδοσίας αυτού, είναι ανυπόστατοι και δεν εκτελούνται».

Σε κάθε περίπτωση, η σπουδαιότητα των δικαστικών αυτών αποφάσεων της Ολομέλειας του ΣτΕ εδράζεται στους παρακάτω λόγους : 1)Το Δικαστήριο  δεν δίστασε ν’  αλλάξει τη στάση του, θεωρώντας πως είναι προτιμότερο να υποστεί την κριτική για την αλλαγή αυτή, παρά να εμείνει  στην πρώτη παραδοχή  του.2) Στις  διασκέψεις του Δικαστηρίου διατυπώθηκαν  απόψεις και μειοψηφούσες γνώμες από τις οποίες προκύπτει ότι  εκείνοι που τις διατύπωσαν  διακατέχονταν  από την θέληση   να διασώσουν (υπό τις συγκεκριμένες ασφυκτικές, καταπιεστικές περιστάσεις) το κύρος του Δικαστηρίου  αντλώντας επιχειρήματα από  τις γενικές  αρχές του δικαίου και τις κρατούσες  θέσεις της  επιστήμης του δημοσίου δικαίου[9].3)Οι  αποφάσεις της Ολομέλειας του Δικαστηρίου περί αποδοχής των αιτήσεων ακύρωσης των απολυμένων δικαστών  δημοσιεύθηκαν  σε χρόνο κατά τον οποίο το δικτατορικό καθεστώς των στρατιωτικών έχει εκδηλώσει πλήρως τη βίαιη κι ανελεύθερη φύση του. Η τυχόν απόρριψη και των λοιπών αιτήσεων ακύρωσης θα αποτελούσε μια επικύρωση   της ολοκληρωτικής νοοτροπίας του δικτατορικού καθεστώτος.4)Με τις προαναφερόμενες  αποφάσεις αυτές της Ολομέλειας του ΣτΕ: α) δόθηκε  το έναυσμα για την κατοχύρωση του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης στο ισχύον Σύνταγμα (αρθρ.  20 παρ. 2 του Συντάγματος) και β) εδραιώθηκε η πεποίθηση  των πολιτών ότι   το ΣτΕ ήταν ένας θεσμός, που  λειτούργησε  στις συγκεκριμένες περιπτώσεις ως το τελευταίο ανάχωμα προστασίας απέναντι  στην αυθαιρεσία της κρατικής διοίκησης του δικτατορικού καθεστώτος. 5) Αυτή η τελευταία κατάκτηση δεν ήταν, όπως προαναφέρθηκε, χωρίς κόστος, τόσο για τον τότε Πρόεδρο (Μ. Στασινόπουλο),όσο και για  μέλη της τότε  Ολομέλειας του Δικαστηρίου.[10]

Για όλους τους παραπάνω λόγους (και για πολλούς άλλους που, ενδεχομένως, δεν καταχωρούνται παραπάνω) θεωρώ ότι οι προαναφερόμενες  αποφάσεις της  Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας   είναι πολύ κοντά στο πνεύμα περί ελευθερίας  εκείνων που πολέμησαν μετά την ελληνική  επανάσταση  του 1821,ελευθερία για την οποία ο ποιητής έγραψε ότι  « θέλει αρετήν και τόλμην»[11].

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. Θεοδώρα Ντάλλη, « Οι απολύσεις των δικαστικών λειτουργών από τη δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967 και οι δίκες στο Συμβούλιο της Επικρατείας το 1969: Οι δικαστικές αποφάσεις και οι μειοψηφίες»,μελέτη που παρουσιάσθηκε στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ.
  2. Γεώργιος  Αγγελίδης, «Η Ιστορία ενός εγκλήματος.Προσωπικά Θυμήματα»,Αθήνα 1978,στο Θ. Ντάλλη, ο.π..
  3. Δημήτριος Μαργέλλος, «Αι αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας επί των αιτήσεων ακυρώσεως των δυνάμει της ΚΔ΄Συντακτικής Πράξεως απολυθέντων δικαστών» ,Νέον Δίκαιον 25 (1969) σελ. 503, στο Θ. Ντάλλη, ο.π..

[1] Το παρόν άρθρο έχει δημοσιευθεί στο 71ο τεύχος του «Βήματος των Διοικητικών Δικαστών».

[2] Ο Οδυσσέας Σπαχής είναι Εφέτης Διοικητικών Δικαστηρίων.

[3] Βλ. μεταξύ άλλων,Χρ. Ράμμου «Προβληματισμοί γύρω από την ελευθερία έκφρασης…..» ,Εισήγηση στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών στις 24-2-2015.

[4] ΚΔ΄/28.5.1968 «Περί εξυγιάνσεως της Τακτικής Δικαιοσύνης» (ΕτΚ Α΄,118).

[5] Βλ. Σ.τ.Ε (Ολ.)  503/1969.

[6] Βλ. Σ.τ.Ε. (Ολ.) 1811-1831/1969.

[7] Βλ. Σ. Βλαχόπουλο ,«Όταν η Χούντα απέλυε δικαστικούς»,εφ. Καθημερινή της 26-2-2018.

[8] ν.δ. 228/1969 (ΦΕΚ Α΄,126).

[9] Βλ. τις διατυπωθείσες  απόψεις των μελών της τότε  Ολομέλειας του ΣτΕ στην μελέτη της Θ. Ντάλλη «Οι απολύσεις των δικαστικών λειτουργών από τη δικτατορία….»,που παρουσιάσθηκε στην Νομική Σχολή του   ΑΠΘ στις 11-5-2017.

[10] Βλ. Σχετικά Σ. Βλαχόπουλο ο.π, Θ. Ντάλλη,ο.π.

[11] Ανδρέα Κάλβου, «Ωδή Τετάρτη.Εις Σάμον»