ΘΟΔΩΡΗ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ: (HUBERT CRACKANTHORPE: Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΕΛΠΙΣΙΑΣ. PAU. ΣΤΟ ΑΝΑΧΩΜΑ ΤΟΥ ΤΣΕΛΣΙ. Η ΝΑΠΟΛΗ ΤΟ ΝΟΕΜΒΡΗ. ΦΕΓΓΑΡΟΦΩΤΟ. ΣΤΟΝ ΟΡΜΟ ΤΟΥ ΣΑΛΕΡΝΟ).
ΘΟΔΩΡΗ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
HUBERT CRACKANTHORPE
Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΕΛΠΙΣΙΑΣ
Ο Hubert Montague Crackanthorpe γεννήθηκε το 1870 στην Αγγλία και πέθανε σε ηλικία μόλις 26 ετών στο Παρίσι. Κατά τη διάρκεια της σύντομης ζωής του πρόλαβε να βγάλει μερικά βιβλία, μεταξύ των οποίων και το βιβλίο με πεζογραφήματα με τον τίτλο Vignettes, από το οποίο επιλέξαμε τα μεταφρασμένα αποσπάσματα που ακολουθούν. Σήμερα ο δημιουργός έχει ξεχαστεί πλήρως και τ’ όνομά του λέει κάτι μόνο σε μελετητές της βικτοριανής λογοτεχνίας. Όμως αν και οι κριτικοί θεωρούν, ότι εντάσσεται στους βικτοριανούς και ειδικότερα τους «ρεαλιστές» συγγραφείς της σχολής του Ζολά και του Μωπασσάν, κατά την ταπεινή μας γνώμη, ο συγγραφέας βρίσκεται πιο κοντά στο σύμπαν του Χένρυ Τζέιμς και της Ήντιθ Γουόρτον, είναι ένας πρόδρομος των μοντερνιστών. Η πρόζα του λεπτομερής και με πλήθος αποχρώσεων, με επιτηδευμένο λεξιλόγιο και μια αριστοκρατική αποστασιοποίηση, δεν επιθυμεί να αφηγηθεί ιστορίες ή να περιγράψει πρόσωπα και καταστάσεις. Προσπαθεί να συλλάβει στιγμές και να τις αποτυπώσει όσο πιο κομψά γίνεται. Ο συγγραφέας προερχόταν από πλούσια οικογένεια και δεν αναγκάστηκε να δουλέψει για τα προς το ζην. Είχε την ευκαιρία να ταξιδέψει και ν’ αφοσιωθεί στην τέχνη του, όλα δηλαδή έμοιαζαν ιδανικά. Πλην όμως κάτι μέσα του δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Καβγάδες με την επίσης συγγραφέα σύζυγό του, διαρκείς μετακινήσεις, κατανάλωση αλκοόλ και ο μυστηριώδης πνιγμός του στον Σηκουάνα, που μάλλον ήταν αυτοκτονία. Ο Crackanthorpe ανήκε σε αυτή την κατηγορία των δύστυχων ανθρώπων, που δεν μπορούν να αποδεχτούν τα όρια της ύπαρξης και του κόσμου, αλλά επιθυμούν να ζουν την κάθε ημέρα, την κάθε ώρα στο έπακρο. Όταν όμως αργά ή γρήγορα (συνήθως γρήγορα) αντιλαμβάνονται την αυταπάτη τους, πολλοί από αυτούς θεωρούν, όπως το εξέφρασε υπέροχα ο Χέμπελ, ότι είναι οι μοναδικοί περιττοί σπουργίτες στον μεγάλο μας κόσμο και τον εγκαταλείπουν εκούσια. Ο Crackanthorpe δεν υπήρξε μεγάλος δημιουργός, δεν άλλαξε τον ρου της λογοτεχνίας, κατά βάση ήταν ένας δυστυχισμένος εστέτ. Όμως τα λίγα κείμενά του αξίζουν να διαβαστούν. Επελέγησαν μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα, όπως προαναφέραμε, αλλά μπορείτε να βρείτε εύκολα το βιβλίο στο πρωτότυπο στο διαδίκτυο. Ελπίζουμε να σας αρέσει η μετάφραση.
PAU
Ξαναπήγα σήμερα, αλλά δεν την είδα. Πέρασε ένας χρόνος… 14 Μαΐου, από τότε που την συνάντησα καθισμένη μπροστά από το καλάθι της, μόνη σε μια γωνιά της έρημης πλατείας. Το πρόσωπό της ήταν μαυρισμένο με βαθύ κοκκινόμαυρο χρώμα και τόσο ρυτιδιασμένο, που αποκτούσε μια τραγική αδιαφορία, είχε φρύδια λευκά, σαν καθαρά ασπρόρουχα και χέρια γεμάτα φλέβες που έτρεμαν. Όταν της μίλησα πρώτη φορά, δεν ήξερα, ότι ήταν τυφλή. Έβγαλε από το καλάθι μερικά μαντήλια και μου τα προσέφερε με φωνή τρεμάμενη, σαν να ερχόταν από μακριά, εξηγώντας μου, ότι τα είχε στριφώσει η ίδια, μιας και είχε εκπαιδευτεί ως μοδίστρα. Τη ρώτησα, πόσο καιρό ήταν τυφλή «Εδώ και 48 χρόνια δεν βλέπω τίποτα, monsieur. Όταν ήμουν νέα, είχα μεγάλα προβλήματα. Για 18 μήνες έκλαιγα, κι όταν πήγα πίσω στη δουλειά, τα μάτια μου ήταν εξαντλημένα και δεν μπορούσα να δω πια. Εδώ και 48 χρόνια δεν βλέπω τίποτα, monsieur. ….. Heureusement, il ny en a plus pour longtemps . . . . ce sera blentot fini. . . .» Μιλούσε απλά και με μια ήρεμη αξιοπρέπεια, αν και μπορούσα να δω, ότι έκλαιγε λίγο, ενώ ψηλαφούσε τα μαντήλια της με τα γεμάτα φλέβες χέρια της που έτρεμαν.
ΣΤΟ ΑΝΑΧΩΜΑ ΤΟΥ ΤΣΕΛΣΙ
Έχω καθίσει εκεί κι έχω δει τις χειμωνιάτικες μέρες να τελειώνουν τις σύντομες ζωές τους και όλες τις λάμπες φωτισμού, βυσσινιές, σμαραγδένιες και στο χρώμα της ώχρας ν’ ανάβουνε η μια μετά την άλλη μέσα στην κοκκινόμαυρη ομίχλη που βγαίνει έρποντας από το ποτάμι. Μα προτιμώ το μέρος εκείνες τις ζεστές καλοκαιρινές νύχτες, όταν ο ουρανός στέκει βαρύς με πνιγηρά χρώματα και τ’ αστέρια λάμπουν μικρά και με δειλία, γιατί τότε ο σφυγμός της πόλης ανεβαίνει και τα νερά λαμπυρίζουν χρυσαφένια και λαδωμένα κάτω από το άγρυπνο σύνταγμα των λαμπών. Τότε η γέφυρα σφίγγει στενά τους ισχνούς της βραχίονες ανάμεσα στις όχθες και μόνο ο ήχος μιας μορφής που αποσύρεται ακούγεται δυνατά μέσα στην ησυχία. …
Τότε αν περιμένεις αρκετά, μπορεί να ακούσεις το μακρόσυρτο κλάμα της σειρήνας, που μοιάζει να εκφράζει όλη την αγωνία του Λονδίνου, προτού το πνίξει κάποιο βιαστικό τρένο, βρυχώμενο, ορμητικό, ακτινοβόλο και με βροντές μέσα στη νύχτα, που αφήνει τον λευκό του καπνό, περνά την γέφυρα και κατευθύνεται στην πέρα σκοτεινή χώρα….
Η ΝΑΠΟΛΗ ΤΟ ΝΟΕΜΒΡΗ
Αργά το απόγευμα στην Strada del Chiaja
Στον ρυπαρό, κακοστρωμένο δρόμο σέρνονται οι μεγάλες άμαξες, ένα ατελείωτο, κοπιαστικό ρεύμα που μεταφέρει στα σπίτια τους από τον περίπατο τις σκυθρωπές, ωχρές κυρίες της ναπολιτάνικης αριστοκρατίας χτυπώντας σε κάθε πλευρά τις ομάδες των αργόσχολων νεαρών που στέκουν στα φτωχικά πεζοδρόμια.
ΦΕΓΓΑΡΟΦΩΤΟ
Η μακριά σειρά από λάμπες ρίχνει αμέτρητους πυλώνες τρεμάμενου χρυσού του σούρουπου στην θάλασσα, νύχτα γεμάτη ασφυκτικό φως, μια ωχρή, τρεμάμενη διάχυση μυστηριώδους μπλε. Το Castello d’Oro επιπλέει, μαύρο σαν μελάνι, σαν μια άμορφη πλωτή φυλακή και στον άδειο ουρανό ένα μοναχικό σύννεφο, σαν στοιχειό, στέκει κοιμισμένο. Κάπου πέρα από τον όρμο το φεγγαρόφωτο χορεύει και τα λεία κύματακυλάνε νυσταλέα, τεμπέλικα πάνω και κάτω.
Ένα αγόρι κι ένα κορίτσι αγκαλιά χαζεύουν τα κύματα, μερικά μαντολίνα ξεκινάνε ένα λιγόψυχο κλαψούρισμα, ο μακρινός κρότος μιας άμαξας και μετά ησυχία. Και η λάμψη πάνω από τον Βεζούβιο, παλλόμενη σκυθρωπά, παραβιάζει την αβρή ηρεμία της νύχτας.
ΣΤΟΝ ΟΡΜΟ ΤΟΥ ΣΑΛΕΡΝΟ
Να κοιτάζεις το μαύρο σάρωμα της θάλασσας έξω στο μυστήριο της νύχτας, να ακούς τ’ αεικίνητα κύματα να στενάζουνε αργά μέσα στην σκοτεινιά, καθώς σφυροκοπούν βράχια που βρίσκονται 300 και βάλε μέτρα πιο κάτω, ν’ αγαπάς έτσι λίγο με ήρεμο σφίξιμο των χεριών και να μελετάς αδιάφορα τα παράξενα νοήματα της ζωής, του έρωτα και του θανάτου. Κι έτσι μέσα στην ακίνητη ηρεμία της ονειρώδους θλίψης να ξεχνάς την τρελή ταραχή του πάθους, να γίνεσαι αδιάφορος προς κάθε επιθυμία και να περιμένεις, ενώ η καρδιά σου γεμίζει με βαριά ευγνωμοσύνη προς έναν άγνωστο θεό. Και τότε γι’ ακόμη μια φορά να καταλαβαίνεις, πόσο λίγο αξίζει η ζωή, ότι η αγάπη δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια παθιασμένη ψευδαίσθηση και να ζηλεύεις τη θάλασσα, τον αναστεναγμό της στις μέρες που το τέλος θα έχει έρθει…