ΘΟΔΩΡΗ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ: “ΕΡΗΜΙΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ”. ΜΙΑ ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ RYOKAN TAIGU ΕΙΣΑΓΩΓΗ, ΕΠΙΛΟΓΗ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ

ΕΡΗΜΙΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΜΙΑ ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ RYOKAN TAIGU

ΕΙΣΑΓΩΓΗ, ΕΠΙΛΟΓΗ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ

ΘΟΔΩΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ

Βασανισμένη υπήρξε η ζωή του Ryōkan Taigu,όπως τόσων και τόσων γνήσιων δημιουργών και το περίεργο είναι, ότι ο ίδιος υπέβαλε στον εαυτό του στα περισσότερα βάσανα, ενώ θα μπορούσε να ζήσει μια άνετη και νοικοκυρεμένη ζωή. Γεννημένος το 1758 σ’ ένα χωριό της φεουδαρχικής Ιαπωνίας, γόνος εύπορης οικογένειας (ο πατέρας του ήταν πετυχημένος έμπορος και κρατικός αξιωματούχος) πέρασε μια ήρεμη και προστατευμένη παιδική ηλικία και όλα έδειχναν, ότι θα ακολουθούσε τα βήματα του πατέρα του. Η ζωή όμως είναι απρόβλεπτη και η συμπεριφορά του νεαρού άλλαξε σιγά-σιγά και ο πρώην γλεντζές φανέρωσε μια κλίση προς τον ασκητισμό και την απομάκρυνση από τον κόσμο. Στα 19 του χρόνια έγινε βουδιστής μοναχός και εισήλθε στον τοπικό ναό. Μετά από μερικά χρόνια συναντήθηκε ε τον δάσκαλο Kokusen, του οποίου υπήρξε μαθητής και τον ακολούθησε στο ναό του, όπου κι έγινε ο βασικός του μαθητής και το δεξί του χέρι. Όταν ο αγαπημένος του δάσκαλος πέθανε, ξεκίνησε να ταξιδέψει ως προσκυνητής, πρακτική συνήθης για τους βουδιστές αλλά και τους ποιητές της Άπω Ανατολής εκείνα τα χρόνια. Μετά από περιπλανήσεις ετών επέστρεψε στη γενέτειρά του, για την ακρίβεια βρήκε μια σκήτη σ’ ένα βουνό κοντά στο χωριό του κι έζησε εκεί για δεκαετίες. Με τα χρόνια όμως αναγκάστηκε να μείνει στο σπίτι ενός μαθητή του, όπου και τον βρήκε ο θάνατος το 1831.  

Αυτή υπήρξε η ζωή του ποιητή σε αδρές γραμμές. Βέβαια οι χρονολογίες και οι μετακομίσεις σπάνια βοηθάνε στην κατανόηση ενός δημιουργού. Άλλα στοιχεία μας ανοίγουν το σεντούκι της ψυχής του και κατ’ επέκταση του έργου του και αυτά είναι συνήθως πιο ασήμαντα και δευτερεύοντα. Όπως προαναφέραμε, ο ποιητής υπήρξε μοναχός, αλλά μην πηγαίνει ο νους σας σε κάποιον βλοσυρό και επιδεικτικά ασκητικό άνθρωπο. Ο ποιητής ήταν ασκητής με την ουσιαστική έννοια. Δεν κατείχε περιουσία, δεν κατείχε για την ακρίβεια σχεδόν τίποτα, πέραν από το μανδύα του και μια κούπα για το φαγητό του. Ζητιάνευε για τα προς το ζην, περνούσε ώρες χωρίς να μιλά ή να κινείται προσπαθώντας να ενωθεί με το άπειρο, αλλά από την άλλη λάτρευε τα παιδιά και περνούσε εξίσου πολλές ώρες παίζοντας μαζί τους. Επιπλέον του άρεσε το αλκοόλ και δεν έλεγε όχι σ’ ένα ποτηράκι με τους απλούς ανθρώπους του χωριού του. Πότε-πότε μεθούσε και τριγυρνούσε τραγουδώντας. Πάντα χαμογελαστός, πάντοτε ήρεμος, πάντα πρόθυμος να βοηθήσει, ίσως με τα σημερινά δεδομένα να μοιάζει κάπως γραφικός και αφελής, αλλά μην ξεχνάτε, ότι κάθε άνθρωπος είναι ένα μυστήριο, πολύ περισσότερο κάποιος μ’ έντονη ευαισθησία, ένας δημιουργός. Yπάρχουν ένα σωρό ανέκδοτα που κυκλοφορούν, αλλά δεν θα αναφερθούμε σ’ αυτά, μιας και περισσότερο συσκοτίζουν παρά φανερώνουν. Είναι σύνηθες η γνησιότητα να εκλαμβάνεται για αφέλεια και ιδιορρυθμία.

Ο ποιητής μελέτησε πλάι στον δάσκαλό του αρκετά και ανάμεσα στα διαβάσματά του ήταν φυσικά η κλασσική, κινεζική ποίηση, καθώς και η ποίηση της πατρίδας του. Όμως ένας χαρακτήρας τόσο έντονος και ανεξάρτητος ήταν αδύνατον να πειθαρχήσει στους αυστηρούς κανόνες της κλασσικής ποίησης. Είτε γράφει kanshi, τα τυπικά κινεζικά ποιήματα με τους 5 χαρακτήρες ανά στίχο, είτε haiku, με τη γνωστή δομή των 5-7-5 συλλαβών, ο δημιουργός κάνει στην άκρη τους κανόνες και συχνά βάζει παραπάνω χαρακτήρες και συλλαβές. Τα ποιήματά του σπάνια τιτλοφορούνται και δεν κυκλοφόρησαν σε βιβλίο μετά το θάνατό του. Ο δημιουργός αποφεύγει την εκζήτηση και την επιτηδευμένη τεχνική. Θέλει να είναι άμεσος και σαφής. Το λεξιλόγιό του οικείο και απλό. Τα θέματα των ποιημάτων του καθημερινά, συνηθισμένα, η ζωή στην ύπαιθρο, εικόνες από τη φύση, ζώα, πουλιά. Όμως πάντα, ακόμα και στα πιο εύθυμα πονήματά, του μια θλίψη και μια αίσθηση ματαιότητας μοιάζουν να καραδοκούν. Όχι βέβαια η πομπώδης και καλογραμμένη κλάψα άλλων δημιουργών, αλλά μια γνήσια μελαγχολία για το φθαρτό και εφήμερο του κόσμου. Ως βουδιστής δεν προσδοκούσε παραδείσους και ζωές μετά θάνατον. Έγραψε εκατοντάδες ποιήματα ανάλογα με το κέφι του και τα τραγουδούσε στα παιδιά και τους χωρικούς. Έχουμε να κάνουμε μ’ έναν ποιητή που δεν βάζει ψηλά τον πήχη, δεν επιδιώκει την καλλιτεχνική αθανασία και τη φήμη. Θέλει να κάνει όσο το δυνατόν λιγότερο κακό και αν είναι δυνατόν, να κάνει και λίγο καλό. Κι αυτό δεν είναι λίγο.

Επειδή δεν ομιλώ την ιαπωνική, διάβασα τα ποιήματα στα αγγλικά και πιο συγκεκριμένα τις μεταφράσεις του JOHN STEVENS, καθηγητή ανατολικής φιλοσοφίας και μεταφραστή πλείστων όσων λογοτεχνών από την Άπω Ανατολή. Το βιβλίο του One Robe, One Bowl: The Zen Poetry of Ryokan, αποτελεί μια πρώτης τάξεως εισαγωγή στη ζωή και το έργο του Ιάπωνα και το συστήνω ανεπιφύλακτα. Από αυτό το βιβλίο επέλεξα και μετέφρασα τα ποιήματα που ακολουθούν. Ελπίζω να τα βρείτε ενδιαφέροντα.

RYOKAN  TAIGU

ΠOIHMATA

Κάτω στο χωριό

ήχος από φλάουτα και τύμπανα,

εδώ, βαθιά στο βουνό

παντού ο ήχος των πεύκων.

*

Αφού ζητιάνεψα ολημερίς

φέτος στα σταυροδρόμια,

κατέρρευσα στο ναό του χωριού.

Παιδιά με τριγυρίζουν και ψιθυρίζουν

«ο τρελός μοναχός ήρθε πάλι, για να παίξει»

*

Τα φυτά και τα λουλούδια

που ‘βαλα γύρω από την καλύβα μου,

παραδίδω τώρα

στη θέληση του ανέμου.

*

Για ν’ ανάψω φωτιά,

ο άνεμος του φθινοπώρου μάζεψε

λίγα νεκρά φύλλα.

*

Όταν έρχεται η άνοιξη,

σε κάθε κορφή δέντρου

λουλούδια ανθίζουν.

Μα εκείνα τα παιδιά

που πέσανε με τα τελευταία φύλλα

δεν θα γυρίσουν ποτέ.

*

Οι τρεις χιλιάδες κόσμοι

που αποκαλύπτονται

με το ελαφρό χιόνι

και το ελαφρό χιόνι που πέφτει

σ’ αυτούς τους τρεις χιλιάδες κόσμους.

*

Πώς μπορώ να κοιμηθώ

αυτή τη φεγγαρόλουστη βραδιά ;

Ελάτε, φίλοι μου,

να χορέψουμε και να τραγουδήσουμε

όλη νύχτα.

*

Ποια θα ‘ναι η κληρονομιά μου ;

Λουλούδια την άνοιξη,

ο κούκος το καλοκαίρι

και τα πορφυρά σφενδάμια

του φθινοπώρου.

*

Χωρίς μυαλό τα λουλούδια

σαγηνεύουν την πεταλούδα.

Χωρίς μυαλό, η πεταλούδα

επισκέπτεται τα μπουμπούκια.

Όμως όταν ανθίζουν τα λουλούδια,

φτάνει κι πεταλούδα.

Όταν φτάνει η πεταλούδα,

τα λουλούδια ανθίζουν.

*

Βαθιά στην κοιλάδα κρύβεται μια ομορφιά,

ήρεμη,  απαράμιλλη, γλυκύτατη.

Στη σκιά της συστάδας του μπαμπού

μοιάζει να ψάχνει για εραστή.

*

Στον κόσμο των ονείρων

λαγοκοιμόμαστε

και  μιλάμε για όνειρα,

ονειρευτείτε, ονειρευτείτε

όσο πιο πολύ επιθυμείτε.

*

Μήπως με ξέχασες

ή έχασες το δρόμο ;

Σε περιμένω

όλη μέρα, κάθε μέρα

αλλά δεν έρχεσαι.

*

Ο κλέφτης ξέχασε

το φεγγάρι

στο παράθυρό μου.

*

Πρέπει να υψωθείς

πάνω από τα σύννεφα

που σκεπάζουν τη βουνοκορφή

ειδάλλως πώς θα δεις

κάποτε τη λιακάδα ;

*

Όταν όλες οι σκέψεις εξαφανίζονται,

γλιστράω μες στα δάση

και μαζεύω σωρό

από σακούλια βοσκών.

*

Ξαπλωμένος

μεθυσμένος

κάτω από τον αχανή ουρανό.

Υπέροχα όνειρα

κάτω από άνθη κερασιάς.

*

Κοίτα βαθύτερα !

Το μυστήριο φωνάζει,

ούτε φεγγάρι, ούτε δάχτυλο,

τίποτα απολύτως.

*

ΑΝΔΡΟΝΙΚΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗ: “ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ” (ΔΙΗΓΗΜΑ)

«Προστάτης του Μεγάλου Κάστρου». 

Διήγημα της Ανδρονίκης Αθανασιάδη

 Η υπόθεση του έργου τοποθετείται στα τέλη του 19ου αιώνα, σε μια ιδιαίτερα ταραχώδη περίοδο για την Κρήτη – και όχι μόνο: Το 1898 η “αντίστροφη μέτρηση” για την ένωση του νησιού με την Ελλάδα είχε ήδη ξεκινήσει, ωστόσο αυτή δεν έμελλε να πραγματωθεί χωρίς να χυθεί το αίμα πολλών αθώων ανθρώπων…

Στη σκιά της επιβλητικής μορφής του Αγίου Μηνά, με αφετηρία τις ζωές δύο νεαρών Καστρινών που συνδέονται με άδολα αισθήματα (του Παύλου και της Ζεχρά), με φόντο το Μεγάλο Κάστρο της εποχής εκείνης, κι εν μέσω μιας θυελλώδους περιόδου όπου οι θρησκευτικές έριδες επηρεάζουν – θέλοντας και μη – τις ζωές των κατοίκων της πόλης, η Ανδρονίκη Αθανασιάδη πετυχαίνει με αριστοτεχνικό τρόπο να βάλει τον αναγνώστη στο κλίμα της εποχής, ανεξαρτήτως εάν εκείνος είναι μεγαλωμένος στο Ηράκλειο.

Στο επίκεντρο της ιστορίας βρίσκεται η μεγάλη σφαγή της 25ης Αυγούστου, μετά το πέρας της οποίας επιταχύνθηκε η διαδικασία της απελευθέρωσης του Χάνδακα, αλλά και ολόκληρου του νησιού, από τον ζυγό τού ήδη φθίνοντος οθωμανικού καθεστώτος.

Στον “Προστάτη του Μεγάλου Κάστρου” καταφέρνουμε να “βαδίσουμε” πλάι-πλάι στη Ζεχρά και τον Παύλο, καθώς εικόνες, αρώματα και ήχοι μιας άλλης εποχής “ζωντανεύουν” στον νου του αναγνώστη αυτού του διηγήματος με το απρόσμενο τέλος.

Η συγγραφέας Ανδρονίκη Αθανασιάδη

Η Ανδρονίκη Αθανασιάδη γεννήθηκε στο Γκρατς της Αυστρίας το 1970. Τα πρώτα παιδικά της χρόνια τα πέρασε στην Κυψέλη, στην Αθήνα και αργότερα στην Αντίκυρα Βοιωτίας. Το 1985 μετακόμισε με την οικογένειά της στο Ηράκλειο, όπου ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευσή της.

Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και στην Εθνική Σχολή Δικαστών. Από το 2000 υπηρετεί στο Δικαστικό Σώμα. Μεταξύ άλλων, έχει υπηρετήσει ως πρόεδρος Πρωτοδικών στα Πρωτοδικεία Ηρακλείου και Χανίων.

Ζει μόνιμα στο Ηράκλειο μαζί με τον σύζυγό της και τα δυο τους παιδιά και υπηρετεί ως εφέτης στο Εφετείο Ανατολικής Κρήτης.

Το διήγημα

«Λίγο πριν φανεί μία σπίθα φως στις κορυφογραμμές των βουνών κι αρχίσει να βάφει απ’ άκρη σ’ άκρη το νησί με χρώματα, ακούστηκε το χλιμίντρισμα του αλόγου, υπόκωφο, μακρινό. Σαν να ’θελε κι αυτό να κρύψει το φευγιό και την επιστροφή. Γρήγορες, κοφτές οι ανάσες του, κι αθόρυβα τα πατήματά του. Μόνο τα ψαρά μαλλιά του αναβάτη διακρίνονται, που σκορπούν ασήμι, όπως κυματίζουν πίσω του και κάνουν την κόκκινη μακριά μπέρτα του να φεγγοβολάει. Μόλις άφησε πίσω του τη θάλασσα, που του ’στελνε, από ώρα, μια παγωμένη αύρα, που τον ακολουθούσε ξωπίσω για συντροφιά και κατευθύνθηκε στο στενοσόκακο που οδηγεί στην πόλη, φάνηκε ο τρούλος. Πιο ψηλός απ’ όλες τις στέγες των σπιτιών, στητός κι αγέρωχος, να ρίχνει το ακούραστο βλέμμα του στις ίδιες ψυχές, που τώρα σέρνουν τα βήματα στους σκονισμένους δρόμους, και χθες έτρεχαν ακούραστα κλοτσώντας πετραδάκια, και στα πράγματα που ’χουν φθαρεί απ’ τον χρόνο και μοιάζουν σα να ’χουν φυτρώσει τριγύρω του, κι ο κύκλος αυτός όλο και μεγαλώνει, καθώς περνούν τα χρόνια, και ο τρούλος πάντα στη μέση, σαν αγκαλιά, σαν προστασία.

Μόλις έφθασε στην αρχή του πλατύσκαλου, ξεπέζεψε. Έριξε μια γρήγορη ματιά τριγύρω, καθώς ανέβαινε αργά τα σκαλοπάτια, κι αφουγκράστηκε την απόλυτη σιωπή. Ένας γκιώνης, που αποχαιρετούσε τη νύχτα, κάπου πολύ μακριά, ακούστηκε, λίγα φύλλα απ’ τη μουριά, που στέκει αιώνες τώρα στο πλάι της εκκλησιάς, και της κρατάει συντροφιά, τα φύσηξε ένα απαλό αεράκι, και ήρθαν και ξάπλωσαν στο χώμα κι η μεγάλη ξύλινη πόρτα, σα ζωντανή, μόλις τους αντιλήφθηκε, άνοιξε μοναχή της, τρίζοντας πονεμένα, από το βάρος των χρόνων που κουβαλούσε. Ο καβαλάρης, κρατώντας τα γκέμια του αλόγου, χάθηκε πίσω της, κι εκείνη έκλεισε στο κατόπι τους. Τίποτα τώρα δεν προδίδει την παρουσία τους στην πόλη και την περασιά τους από την πλατεία που περιτριγυρίζει την εκκλησιά».

«Η πόλη ακόμα κοιμάται!»

«Η πόλη ακόμα κοιμάται! Μόνο απ’ τα φυλλώματα των δέντρων ακούγονται ψίθυροι κάθε που ο αέρας παίζει κρυφτό ανάμεσά τους και μια τσιριχτή φωνούλα απ’ τα πουλιά που ’χουν λουφάξει μέσα τους, όταν ο άνεμος τους στέλνει το απαλό του χάδι. Απ’ τα σπίτια, που ’ναι διάσπαρτα έξω απ’ τα τείχη, ακούγονται τα κοκόρια, που διαλαλούν τον ερχομό της μέρας, όμως ο ύπνος έχει γλυκάνει τόσο πολύ την κούραση των βασανισμένων αυτών ανθρώπων, που κρατά ακόμα τα μάτια τους κλειστά.

Οι αυλόπορτες, άλλες ξύλινες κι άλλες βαριές, σιδερένιες, έχουν μανταλωθεί αποβραδίς και η τσιμεντένια περίφραξη, που αγκαλιάζει γύρω-γύρω τα χαμηλά σπιτάκια, κρύβει απ’ τα περίεργα βλέμματα την πάστρα της αυλής και τα περιποιημένα λουλούδια που ’χουν χρωματίσει τους ξεφτισμένους τοίχους των σπιτιών. Μόνο τα φύλλα των δέντρων και οι καρποί τους ξεπροβάλλουν απ’ τις αυλές και πότε-πότε πέφτουν στους δρόμους.

Μια τέτοια πόρτα, σιδερένια, που ’χε κάποτε το χρώμα των φύλλων, πράσινο βαθύ, κι η βροχή κι ο ήλιος που τη χτυπούν τόσα χρόνια, αλύπητα, της το πήραν και την έβαψαν καφετιά σαν τους κορμούς των δέντρων, μόλις άνοιξε, σ’ ένα απ’ τα σπίτια που ’ναι στην κάτω μεριά της εκκλησιάς του Αγίου Μηνά, εκεί που ξεκινά η συνοικία της Αγίας Τριάδας.

Αυτή την ώρα, λίγο πριν ανατείλει δηλαδή ο ήλιος, αλλά και λίγο μετά που θα δύσει, άψυχα και έμψυχα συνομιλούν. Τα δέντρα γέρνουν τα κλαδιά τους και αποκαλύπτουν μυστικά, κρυμμένα στα βάθη των χρόνων, τα πουλιά περιγράφουν τα ταξίδια τους, και τα παρατημένα στον χρόνο κτήρια που ’χουν αλλάξει μορφή, γερασμένα κι ετοιμόρροπα, μιλούν για όσα έγιναν εντός τους, τις μεγάλες ένδοξες μέρες, που ’ταν στητά κι αγέρωχα. Για να τ’ ακούσει, όμως, κανείς όλα αυτά, δεν αρκεί να βρεθεί την κατάλληλη στιγμή στο κατάλληλο μέρος, μόνο πρέπει κι η ψυχή του να ’ναι ορθάνοιχτη για να μπουν.

Μια τέτοια ψυχή ανοιχτή είχε κι ο Παύλος, που ξεμαντάλωσε τη μεγάλη σιδερένια αυλόπορτα, την άφησε ορθάνοιχτη να χάσκει και κατευθύνθηκε ευθεία πάνω, προς την εκκλησιά. Φορούσε κοντά παντελόνια, ήταν δεν ήταν δεκαπέντε χρονών, ούτε παιδί, ούτε άνδρας. Ψηλός, λιγνός, με σκούρα καστανά μαλλιά και καθαρό βλέμμα που το σκίαζαν μαύρες, μακριές βλεφαρίδες. Συνήθιζε τέτοιες ώρες, κι άλλες που ’ταν το ίδιο μοναχικές, να πηγαίνει και να κάθεται κάτω απ’ το μεγάλο δέντρο έξω απ’ τον Άγιο Μηνά.

Ο πατέρας του τον έλεγε αλαφροΐσκιωτο. Τον προβλημάτιζε που ’ταν ο γιος του συνέχεια σκεπτικός κι αμίλητος. Που ’χε στραμμένη την προσοχή του πάντα αλλού, σαν κάτι να περιμένει. Κι ήταν αλήθεια πως κάτι περίμενε. Ένα κάλεσμα, κι ο ίδιος δεν ήξερε από πού, όμως το περίμενε, από στιγμή σε στιγμή, κι ήταν για τούτο έτοιμος από καιρό. Ήταν κι αυτός ο θυμός του. Αρκούσε μια μικρή σπίθα για να πάρει ολόκληρος φωτιά».

«Απ’ το τσαρσί του Μεϊντανιού, στα ντουκιάνια»

«Ο Παύλος μεγάλωνε, αλητεύοντας στους τούρκικους μαχαλάδες και στα ντουκιάνια* που ’ταν σπαρμένα σε κάθε γωνιά του Μεγάλου Κάστρου. Μικρός, ακολουθούσε τη μάνα του στα καθημερινά της ψώνια που ξεκινούσαν απ’ το τσαρσί* του Μεϊντανιού*, στα ντουκιάνια που οι μανάβηδες Τούρκοι και χριστιανοί διαλαλούσαν τα ζαρζαβατικά τους. Περπατούσε δίπλα της, και της κρατούσε σφιχτά το χέρι, κι όταν γέμιζαν τα ζεμπίλια*, με χίλια δυο καλούδια, την έπιανε απ’ τη φούστα, κι επιτάχυνε το βήμα του, λαφροπατώντας, πότε πάνω στα φιδωτά καλντερίμια των μαχαλάδων, και πότε στο χώμα που ’χε ξαπλώσει νωχελικά σ’ όλους τους δρόμους της καστρινής πολιτείας. Παρατηρούσε εκστατικά τους πραματευτάδες, που ’χαν απλώσει μέσα στα ξομπλιαστά* τους πανέρια την πραμάτεια τους και κρυβόταν πίσω απ’ τη μάνα του, όταν οι Τουρκάλες χανούμισσες, που πουλούσαν τα νόστιμά τους μουρούχια*, του ’κλειναν πονηρά το μάτι. Η μυρωδιά των μπαχαρικών και των κάθε λογής μυρωδικών, που ’ταν απλωμένα στα αχτάρικα*, του τρυπούσε τη μύτη, κάθε που περνούσαν από εκεί, κι όταν η μάνα του άφηνε ένα μεταλίκι* στο μαύρο χέρι του ψηλού Τούρκου ντοντουρματζή* και παράγγελλε για τον ίδιο παγωτό καϊμάκι, η ευτυχία γέμιζε τα σωθικά του.

Άλλες πάλι φορές τον έπαιρνε ο πατέρας του μαζί του, όταν είχε δικές του δουλειές στα ντουκιάνια του πλακόστρωτου δρόμου του Αγά Τσαρσί*. Αυτός ήταν ο πιο πολυσύχναστος και θορυβώδης δρόμος κι ήταν ο πρώτος που ξυπνούσε, αχάραγα, με τα χτυπήματα της καμπάνας του Αγίου Μηνά και τις μακρόσυρτες φωνές των μουεζίνηδων. Εκεί έβλεπε τους μαστόρους να κοπανάνε το καυτό σίδερο και καλφάδες να φτιάχνουν με σφυριά και βαριές χαλινάρια, σκαπέτια, κλειδαριές και ό,τι σιδερικό χρειαζόταν ένα σπίτι. Άκουγε τον φούρναρη που πουλούσε τις αχνιστές του φρατζόλες, και του ’σπαγε τη μύτη το μοσχομυριστό καβουρντισμένο σουσάμι από τα πρωινά κουλούρια. Κι όταν ο πατέρας του τελείωνε με τις δουλειές του, τον έπαιρνε και πηγαίνανε στον καφενέ της Μουρνιάς, που ’ταν του αδελφού του. Εκεί δούλευε κι ο ίδιος ολημερίς, καβουρντίζοντας και αλέθοντας καφέδες, και ξεχνούσε τον Παυλή σε μια καρέκλα. Ο μικρός, που καθόταν είτε μέσα, όταν η ψύχρα έκανε τους Καστρινούς να τυλίγονται στα ζεστά τους πανωφόρια, είτε έξω, όταν ο ήλιος που έκαιγε ολημερίς έκανε τα μπεντένια* ν’ αχνίζουν, άνοιγε διάπλατα τα μάτια και τ’ αφτιά του, όταν τα ποτήρια, που ’χαν πεδιαδίτικο μαρουβά*, σούμα και ρακή, άδειαζαν και γέμιζαν, ακατάπαυστα, μοιράζοντας θάρρητα και κάνοντας τα στόματα να σιγοψιθυρίζουν για μάχες, παλικάρια, κι επαναστάσεις. Τότε, έβλεπε τον Ιωάννη Δασκαλογιάννη να περνά έφιππος μπροστά του με τους άνδρες του και ν’ αστράφτει το γιαταγάνι του, καθώς έπεφτε ανελέητα πάνω στο τουρκικό ασκέρι, πολεμώντας για τη λευτεριά της Κρήτης. Κι ύστερα, έκλεινε τα μάτια του, που ’βρεχαν τα λουμπούνια*, τα βρεχτοκούκκια* και τις μαύρες ψιλολιές που ’χαν τα πιάτα, που του ’δινε ο πατέρας του ν’ αφήσει στα τραπέζια, γιατί δεν άντεχε να βλέπει τις σάρκες του ήρωα που πέφτανε στο χώμα, απ’ το ψηλό ικρίωμα που τον είχαν δέσει, λίγα μέτρα πιο κάτω, στην πλατεία Ατ Μεϊντάν*, κάθε που ο δήμιός του τού ’σκιζε το δέρμα με την τσακμακόπετρα. Κι οι δαίμονες, που ’βγαιναν απ’ τα βλέμματα του τουρκικού όχλου που ζητωκραύγαζε, τον κυνηγούσαν τα βράδια και τον κρατούσαν ξάγρυπνο. Αυτά τ’ απογεύματα, με τον πατέρα του στον καφενέ, τους μισούσε τους Τούρκους. Τα πρωινά πάλι, που με τη μάνα του σεργιάνιζε στην πλατεία του Μεγάλου Σαντριβανιού*, κι έβλεπε κάτω απ’ τα τρία μεγάλα πλατάνια που στέκανε αγέρωχα τούς μικροπωλητάδες να ανακατεύονται με τους ορθόδοξους, τους Τούρκους, τους Αρμένηδες και τους Εβραίους, όπως ξεχώριζαν απ’ τα καπέλα, τα σαρίκια και τους μπερέδες τους, ξεχνούσε το μίσος του κι ένιωθε πως τους αγαπούσε όλους. Τη λευτεριά ο Παύλος μόνον την άκουγε. Δεν έζησε λεύτερος ποτέ. Στη σκλαβιά γεννήθηκε. Μέσα του, όμως, σιγόκαιγε ο πόθος να δει την πατρίδα του λεύτερη και η λαχτάρα αυτή τού ’τρωγε τα σωθικά. Και δεν ήταν η μόνη…

Μεγαλώνοντας, κι η αγάπη του για τη μικρή γειτονοπούλα του, τη Ζεχρά, του ’τρωγε τα σωθικά. Λίγα μέτρα πέρα απ’ το δικό τους σπίτι, στη γειτονιά του Ντελημάρκου*, πριν την κρήνη Priuli*, έστεκε ένα παλιό κονάκι*, που ’χε στην κορφή του ψηλά καφασωτά κιόσκια. Μια μεγάλη δίφυλλη πόρτα, που ’χε πάνω της ένα σιδερένιο πελώριο μάνταλο, σφάλιζε το εσωτερικό του. Ο ψηλός, πετρόκτιστος αυλότοιχός του, όμως, που το προφύλασσε από τα μάτια των περαστικών, είχε αρχίσει, από καιρό, να ξεφτίζει και το αρχοντικό μινωικό του χρώμα, που για χρόνια το αγκάλιαζε, έμοιαζε πληγωμένο. Πάει καιρός που κανείς δε φρόντισε τις πληγές του κι όλα πάνω του πρόδιδαν πόνο κι εγκατάλειψη, και ας δέσποζε αγέρωχο σ’ όλη τη γειτονιά ατενίζοντας μέχρι κάτω τη θάλασσα. Ακόμη και το σιντριβάνι, που ’ταν στο μέσο της αυλής, ήταν στεγνό. Χαρές και γέλια, όμως, αντηχούν ακόμη στις σάλες του απ’ τις γιορτές που κρατούσαν μερόνυχτα, όταν ζούσε ο πατέρας της Ζεχρά, ο Σαρή-Μπέης, που ’φυγε για το μακρύ ταξίδι ξαφνικά, και δε γνώρισε ποτέ τη μονάκριβη θυγατέρα του. Όταν γέννησε η Λεϊλά τη Ζεχρά, μέσ’ στην αβάσταχτη θλίψη, έμεινε για μήνες στο κρεβάτι να μοιρολογάει, κι ύστερα έσφιξε τα δόντια της και συνέχισε τη ζωή της για χάρη της πεντάμορφης μικρής. Με τη βοήθεια της δικής της μάνας, που ’ταν χριστιανή και είχε κάψει καρδιές στα νιάτα της, μεγάλωνε τη Ζεχρά. Για χάρη της ομορφιάς της αυτής, λένε πως ο Τούρκος άντρας της, πατέρας της Λεϊλά, δεν της ζήτησε ποτέ να αλλαξοπιστήσει. Ούτε φαμέγιους* πια, ούτε και δούλες είχε το σπιτικό τους. Όλοι τούς εγκατέλειψαν μέσα σε μια νύχτα, όταν έπαψε ο πασάς του μεγάλου Κάστρου, λίγο καιρό μετά τον θάνατο του Σαρή-Μπέη, ν’ ασχολείται με τη ζωή τους. Έτσι κι αλλιώς, καθόλου δεν του άρεσε η απόφαση του μπέη τού να παντρευτεί μια που η μάνα της ήταν αλλόθρησκη. Κι από τότε μείνανε μόνες τους οι τρεις τους να βαδίζουν την ανηφόρα της ζωής. Τούτο το μικρό, με τα πανέξυπνα μαύρα μάτια, τα μακριά σγουρά εβένινα μαλλιά και την αλαβάστρινη επιδερμίδα, ήταν η μοναδική τους έγνοια. Κι όσο μεγάλωνε, τόσο μεγάλωνε κι η ομορφιά της. Μικρή ήταν σωστό αγρίμι. Σκαρφάλωνε μαζί με τα παιδιά της γειτονιάς στα δέντρα, έτρεχε και κρυβόταν, κι όταν γελούσε, φωτιζόταν το στενοσόκακο. Όταν, πάλι, κουραζόταν απ’ το παιγνίδι, πήγαινε και καθόταν δίπλα στον Παύλο, που δεν ακολουθούσε πάντα στις σκανταλιές τους άλλους. Της άρεσε που ήταν σοβαρός, κι ένιωθε πως την πρόσεχε με το βλέμμα του. Κι είναι αλήθεια πως ο Παύλος, πολλές φορές όταν ήταν μικρή ακόμη, τη γλίτωσε από φασαρίες, γιατί έπαιρνε πάνω του τις αργοπορίες της και τις ζημιές της, κι όταν μεγάλωνε την έσωζε από νταήδες, που την ενοχλούσαν. Ακόμη και στα χέρια πιανόταν για χάρη της.

Όταν η Ζεχρά πάτησε τα δεκατρία της χρόνια και ο Παύλος ήταν στα δεκαπέντε, αυτή η συμπάθεια, που έδειχνε ο ένας στον άλλον, άρχισε σιγά-σιγά να μετουσιώνεται σε κάτι που ήταν γι’ αυτούς πρωτόγνωρο. Ούτε μιλούσαν, ούτε φιλιά αντάλλασσαν, όμως βάδιζαν δίπλα-δίπλα με βήμα γοργό και χάνονταν απ’ τα γνώριμα σοκάκια του μαχαλά, πότε τραβώντας κάτω στην πόρτα του Κουμ Καπί* προς τη θάλασσα και πότε ανηφορίζοντας ίσαμε τη μικρή εκκλησιά του Αγίου Μηνά. Εκεί, καθισμένοι κάτω στο χώμα, ακουμπούσαν τις πλάτες τους στον ανατολικό τοίχο της εκκλησιάς, και κοιτούσαν ευθεία μπροστά, χωρίς να βλέπουν τίποτα. Δυο-τρεις Τουρκοκαστρινοί, με το κόκκινο φέσι στην κεφαλή τους, την τυλιγμένη στη μέση τους ζώνη και μαύρες λουσάτες μπότες που πρόδιδαν οικονομική ευρωστία, πέρασαν βιαστικά και κατευθύνθηκαν προς τον άλλοτε χριστιανικό ναό της Αγίας Αικατερίνης, που ’χει γίνει πια τέμενος κι ονομάζεται Ζουλφικάρ Αλή πασά Τζαμισί. Έτσι, όπως είναι περιτριγυρισμένο με νερά, πολύχρωμα λουλούδια κι ένα σιντριβάνι από λευκό μάρμαρο που δεσπόζει στην αυλή του, φαντάζει σαν ζωγραφιά. Παραδίπλα, νοτικά του παρεκκλησίου των Αγίων Δέκα, στέκει ένας ψηλός μιναρές και λίγο πιο πέρα μια μεγάλη λιθόκτιστη δεξαμενή με μολυβοσκέπαστο τρούλο, που τροφοδοτούσε την πόλη με νερό. Τίποτα απ’ αυτά δεν έβλεπαν ο Παύλος κι η Ζεχρά. Ούτε τον Κούλε* έβλεπαν, όταν βαδίζανε προς τη θάλασσα, κι ας δέσποζε ο πελώριος όγκος του, αληθινό θεριό, που φυλάει, αιώνες, τούτη την πολιτεία. Ήταν γι’ αυτούς αρκετό, που ’ταν πλάι ο ένας στον άλλον, κι ας ήταν ο καθένας απορροφημένος στις σκέψεις του».

Άγρυπνος φρουρός του Ηρακλείου – Ο επιβλητικός ναός του Αγίου Μηνά

Ο επιβλητικός ναός του Αγίου Μηνά, του πολιούχου, προστάτη και άγρυπνου φρουρού της πόλης του Ηρακλείου, θεμελιώθηκε και εγκαινιάστηκε όταν η Κρήτη ήταν ακόμη κάτω από τουρκική κατοχή. Στις 25 Μαρτίου 1862 άρχισαν οι εργασίες, και τα εγκαίνια έγιναν στις 16 Απριλίου 1895. Κι ήταν τόση η χαρά των χριστιανών του Κάστρου, που η πόλη ολόκληρη γιόρταζε για τρία μερόνυχτα.

Αρχιτέκτονας του ναού ήταν ο Ηπειρώτης Αθανάσιος Μούσης, που, αν και ήταν αυτοδίδακτος, διέθετε μεγάλη εμπειρία και γνώριζε την αρχιτεκτονική των ναών της Κωνσταντινούπολης. Ο ίδιος, άλλωστε, εκπόνησε το σχέδιο του νέου τεμένους Βεζίρ Τζαμί (της σημερινής εκκλησίας του Αγίου Τίτου), που είχε καταρρεύσει με τον μεγάλο σεισμό της 30ής Σεπτεμβρίου 1856, και του μεγάλου στρατώνα του Ηρακλείου, που στεγάζει σήμερα την Περιφέρεια Κρήτης και τα Δικαστήρια.

Παραδίπλα, στ’ αριστερά της αυλής, στέκει το πρωτόχτιστο μικρό εκκλησάκι που ’ταν κι αυτό αφιερωμένο στη χάρη του ήδη από το 1735 – για την ακρίβεια, το νότιο κλίτος του, γιατί το βόρειο ήταν αφιερωμένο στην Υπαπαντή.

«Όταν ο Παύλος έβλεπε το μικρό αυτό εκκλησάκι, ανατρίχιαζε ολόκληρος από δέος και φόβο. Άκουγε ξανά και ξανά τις δεκατρείς πιστολιές που ’πεσαν πάνω στο ιερό σώμα του Μητροπολίτη Γεράσιμου Παρδάλη κι έβλεπε το μαχαίρι να καρφώνεται και το κεφάλι του να αποκόπτεται απ’ το σώμα και να κυλάει πάνω στις κρύες πλάκες του ναού. Τις χατζάρες των άπιστων να πέφτουν και να σηκώνονται πάνω στους επισκόπους και τους πιστούς, χωρίς έλεος, και έντρομος κάρφωνε το βλέμμα του κάτω, για να μην πατήσει το αίμα τους που έρρεε κι είχε βάψει τον περίβολο. Ήταν μικρός όταν άκουσε από διηγήσεις των θαμώνων του καφενέ για τον Μεγάλο Αρπεντέ*, και δεν μπορεί να ξεχάσει τα μάτια όσων άκουγαν και μίλαγαν, που ’τρεχαν δάκρυα, κι ας ήταν στα δικά του μάτια άνδρες ατρόμητοι, γίγαντες ίσαμε εκεί πάνω.

Γι’ αυτό ήταν συνέχεια ο Παύλος σκεπτικός και προβληματισμένος. Γιατί πάλευαν μέσα του απ’ τη μια η αγάπη για τον τόπο του, τους ήρωές του, τη λευτεριά, κι απ’ την άλλη τα μάτια της Ζεχρά, που ’ταν τόσο αθώα, κι όταν τον κοιτούσαν, φώτιζαν τα σκοτάδια της ψυχής του. Κι αν ένα κομμάτι της ήταν σαν κι αυτόν, αφού η γιαγιά της, απ’ την πλευρά της μάνας της, ήταν χριστιανή, ένα άλλο, αυτό απ’ την πλευρά του πατέρα της, του φαινόταν σκοτεινό και τον τρόμαζε. Κι ενώ προσπαθούσε να βλέπει μόνο το φως που ’βγαινε από μέσα της, ήταν φορές που το σκοτάδι έπεφτε τόσο βαθύ, που κάλυπτε κάθε χαραμάδα και δεν άφηνε να βγει ούτε σπίθα. Τότε ήταν που ’παιρνε τον δρόμο για την εκκλησία του Αγίου Μηνά…».

«Ένα σημάδι μόνο ήθελε για να κάνει το σωστό»

«Έσπρωξε τη βαριά ξύλινη πόρτα και διστακτικά προχώρησε στο εσωτερικό του ναού. Και τότε, σα να ένιωσε μια ζεστή ανάσα στο πρόσωπό του. Κοίταξε τριγύρω, κι ήταν απόλυτη ερημιά. Μόνο η φλόγα από κάποια καντήλια τρεμόπαιζε κι έριχνε λιγοστό φως. Πλησίασε τη μεγάλη ξύλινη εικόνα που απεικονίζει τον άγιο πάνω στο άλογό του και, αφού έκανε το σημάδι του σταυρού, άγγιξε τα χείλη του με κατάνυξη στα πόδια του αγίου. Άξαφνα, τον κάψανε τα σπιρούνια του κι αποτραβήχτηκε απότομα. Χάιδεψε τη χαίτη του αλόγου κι ο ιδρώτας του τού ’βρεξε το χέρι. Ήταν σίγουρος πως ο άγιος τις νύχτες φύλαγε το Μεγάλο Κάστρο καβάλα στ’ άλογο. Όλοι οι Καστρινοί το γνώριζαν, κι ο ίδιος τον είχε δει κάποια ξημερώματα, που δεν είχε ύπνο, και γυρνούσε μόνος του γυρεύοντας απαντήσεις. Σίγουρα δεν ήταν άνθρωπος αυτός που έβλεπε. Ίσα που ξεχώριζε μεσ’ στο σκοτάδι το ασήμι στο κεφάλι του και την κόκκινη μπέρτα που κυμάτιζε καθώς το άλογο έτρεχε αθόρυβα στα πλακόστρωτα, χωρίς να πατάει στη γη. Τριγυρνούσε στους άδειους δρόμους και στο πέρασμά του αμπάρωναν οι ανοιχτές ξεχασμένες πόρτες των χριστιανών. Τρόμαζε τους άπιστους που παραμόνευαν για να επιτεθούν κρυφά σε ανυποψίαστους διαβάτες, και τους άλλαζε τα σχέδια, και κοντοστεκόταν έξω απ’ τα σπίτια των ανθρώπων που τους κατάτρωγε η αρρώστια, παρακαλώντας τον Θεό για τη γιατρειά τους. Και λίγο πριν ξυπνήσει η πόλη, όταν όλα ήταν πια ήρεμα και το φως αχνά άρχιζε να την αγκαλιάζει προστατεύοντάς την, γυρνούσε πίσω στην εκκλησιά του.

Το ’ξερε ο Παύλος πως ο άγιος είχε την απάντηση που γύρευε και τον παρακαλούσε γονατιστός να του δείξει τον δρόμο. Ένα σημάδι μόνο ήθελε για να κάνει το σωστό. Στις δύσκολες στιγμές των ανθρώπων του Μεγάλου Κάστρου, ο άγιος ήταν πάντα εκεί. Ποιος δε γνωρίζει πως τον Απρίλιο του 1826, τη νύχτα της Αναστάσεως, καβάλα στ’ άλογό του, με το σπαθί στο χέρι, έσωσε τους άοπλους χριστιανούς που ’χαν συγκεντρωθεί στον ναό και τον περίβολό του, όταν περικυκλώθηκε η εκκλησία από Βασιβουζούκους* Τούρκους και στρατιώτες; Ότι, ατρόμητος, όρμησε καταπάνω τους και κατατρόπωσε το τουρκικό ασκέρι, που, βλέποντάς τον, θεώρησε ότι ήταν ο δικός τους αρχηγός, Αγιάν-Αγάς, και οπισθοχώρησε; Ο Παύλος, που τα ’χε ακούσει όλα, περίμενε ένα θαύμα.

Κι έτσι, ελπίζοντας, και προσμένοντας, περνούσαν οι μέρες, οι μήνες και τα χρόνια, για τις είκοσι πέντε χιλιάδες ψυχές χριστιανών και Τούρκων της Καστροπολιτείας, που τραβούσαν τις ζωές τους πίσω απ’ τα τείχη, στα στενοσόκακα των καλντεριμιών του και στα πλακόστρωτα τσαρσιά* του, και μαζί μ’ αυτούς και για τον Παύλο που συνέχιζε τη δική του ζωή, σεργιανίζοντας στους γνώριμους δρόμους, αντικρίζοντας οικεία πρόσωπα που ο χρόνος άφηνε τα σημάδια του πάνω τους, και… μεγαλώνοντας. Κάθε βράδυ, με τη δύση του ήλιου, οι Τούρκοι σφαλούσαν τις πελώριες ξύλινες πόρτες, που ’ταν σπαρμένες στα μπεντένια της Καστροπολιτείας, και τις άνοιγαν κάθε ξημέρωμα. Τέσσερις ήταν οι πόρτες αυτές. Η πόρτα του Λαζαρέτου* στο ανατολικό μέρος, απέναντι απ’ τον προμαχώνα της Ακ Ντάπιας*, η πόρτα των Χανίων στο δυτικό μέρος, η πόρτα του λιμανιού στο βόρειο μέρος προς το λιμάνι και τη γειτονιά του Μπαλτά Τζαμί* και η Καινούργια Πόρτα στο νότιο μέρος. Ήταν μάλιστα φορές, όταν το σκοτάδι έπεφτε νωρίς, που η σιγαλιά έφερνε στ’ αφτιά του Παύλου έναν ήχο υπόκωφο, σαν από τρίξιμο βαριάς πόρτας που κλείνει κι αμέσως μετά από κλειδί που γυρίζει με κόπο σε κλειδαριά γερασμένη. Τότε οργιζόταν και κοκκίνιζε από θυμό, γιατί είχε ακούσει τον πατέρα του σιγανά και φοβισμένα να λέει στη μάνα του πως, έτσι όπως είναι κλεισμένοι, κάποιο βράδυ οι Τούρκοι θα τους κάψουν όλους ζωντανούς».

Η αρχή του τέλους των δεινών για τους Κρητικούς

«Τα νέα αργούσαν να φτάσουν στο Μεγάλο Κάστρο που ’ταν απομονωμένο από στεριά και θάλασσα. Στα χριστιανικά καφενεία, όμως, σιγοψιθύριζαν για τις επαναστάσεις, τα κινήματα στο νησί, που τις περισσότερες φορές καταπνίγονταν στο αίμα, και τις βιαιοπραγίες και τους φόνους των Τούρκων. Και είναι καιρός τώρα που ακούγεται παντού για τις Μεγάλες Δυνάμεις, την απόφαση για αυτονομία του νησιού και την άφιξη του αγγλικού στρατού που θα ελέγχει την πόλη. Κι αν τούτο δεν ήταν η πολυπόθητη ένωση που όλοι επιθυμούσαν, ήταν, όμως, η αρχή του τέλους των δεινών για τους Κρητικούς, που προσπαθούσαν αιώνες τώρα να αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό από πάνω τους.

Και ξημερώνει η 25η Αυγούστου 1898.

Ένα βρετανικό πλοίο είναι αγκυροβολημένο στο λιμάνι του Ηρακλείου και αγγλικό στρατιωτικό απόσπασμα προτίθεται να εγκαταστήσει χριστιανούς υπαλλήλους στο Τελωνείο και το Φορολογικό Γραφείο της πόλης. Περίπου δέκα χιλιάδες Οθωμανοί συγκεντρώνονται στην πλατεία των Τριών Καμαρών και διαδηλώνουν ενάντια σ’ αυτή την απόφαση. Οι χριστιανοί του Μεγάλου Κάστρου δεν αντιλαμβάνονται το μέγεθος της συμφοράς που θα ακολουθήσει. Έχουν ανοίξει αξημέρωτα τα ντουκιάνια τους, όπως κάνουν κάθε μέρα, ανυποψίαστοι, κι ας βλέπουν πως τα τούρκικα μαγαζιά, δίπλα στα δικά τους, είναι κλειστά. Ένας Τουρκοκρητικός χτυπάει με μαχαίρι έναν Άγγλο στρατιώτη κοντά στην Πύλη του Μόλου* κι οι Άγγλοι στρατιώτες ευθύς τον πυροβολούν και τον σκοτώνουν. Μετά από αυτό η κατάσταση ξεφεύγει από κάθε έλεγχο. Ο τουρκικός όχλος ορμάει λυσσασμένα και πυρπολεί σπίτια και μαγαζιά. Σαν το ποτάμι, ξεχύνεται σ’ ολόκληρη την πόλη και στο διάβα του σκορπάει θάνατο. Τα γιαταγάνια πέφτουν χωρίς έλεος στα σώματα των χριστιανών, που μάταια προσπαθούν να γλιτώσουν. Δε δείχνουν οίκτο σε κανέναν. Σφαγιάζονται άοπλοι άνδρες, γυναίκες και παιδιά, και τα άψυχα σώματά τους κείτονται δίπλα στις φλόγες που καίνε ακόμα. Διαμελισμένα μέλη παντού. Κραυγές, πόνος και θάνατος! Μια φρίκη σ’ ολόκληρη την πόλη. Περίπου οκτακόσιες ψυχές “έφυγαν” τούτη την αποφράδα ημέρα.

Ήταν μεσημέρι, κι ο Παύλος γυρνούσε απ’ το καφενείο της Μουρνιάς, όπως έκανε σχεδόν κάθε μέρα τον τελευταίο καιρό, που ο πατέρας του ένιωθε αδύναμος και χρειαζόταν τη βοήθειά του. Στη διαδρομή προς το σπίτι μύρισε έντονα τη μυρωδιά του καπνού και γυρνώντας το κεφάλι του είδε την πόλη, πίσω του, στις φλόγες και όχλο να τρέχει ξοπίσω του μ’ αλαλαγμούς και υψωμένα μαχαίρια. Δεν ήξερε τι γινόταν. Έβαλε “στα πόδια του φτερά” κι έτρεξε σπίτι του. Οι πόρτες ήταν ορθάνοιχτες και η μάνα του έλειπε. Άκουγε θρήνους και κραυγές, που ’βγαιναν από τις ανοιχτές πόρτες και από τους ανθρώπους που κείτονταν στους δρόμους, βαμμένους με το αίμα τους. Λίγο πιο κάτω είδε τη Ζεχρά να κλαίει και να οδύρεται πάνω απ’ το άψυχο σώμα της μάνας της. Ο φόβος τον είχε κυριεύσει. Ο θάνατος για όλους πλησίαζε. Γονάτισε, σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό και φώναξε με όλη του τη δύναμη: “Σε παρακαλώ. Βοήθησέ με!!!”. Τότε, ακούστηκαν ποδοβολητά αλόγου που όλο και πλησίαζαν. Ένα άλογο δίπλα του χλιμίντρισε, ένα χέρι τον άρπαξε και μεμιάς βρέθηκε στη ράχη του αλόγου. Σε δευτερόλεπτα, κι η Ζεχρά καθόταν πίσω του. Ο καβαλάρης χτύπησε τα γκέμια και το άλογο άρχισε να καλπάζει. Στο διάβα τους έπεφτε τ’ ασήμι απ’ τα μαλλιά του και τους έκρυβε απ’ τον όχλο που τους κυνηγούσε, μα δεν τους έφτανε. Περνούσαν, ή μάλλον πετούσαν, γιατί δεν ακουγόταν πια ο ήχος απ’ το ποδοβολητό, μέσα απ’ τον θάνατο που είχε σκορπίσει στην πόλη.

Τώρα, ο Παύλος ήξερε. Είχε πάρει την απάντησή του. Είχε γίνει γι’ αυτόν το θαύμα.

Το άλογο έφτασε στην Καινούργια Πόρτα, που για καλή τους τύχη ήταν ορθάνοιχτη. Την πέρασε, βγήκε από το Κάστρο και χάθηκε πέρα στα βουνά τα απάτητα. Ο Παύλος και η Ζεχρά σώθηκαν από τη μεγάλη σφαγή. Όμως, κανένας δεν έμαθε ποτέ γι’ αυτούς κι ούτε ποτέ κανείς τους ξαναείδε. Κάποιοι, λένε, όταν κόπασαν τα γεγονότα, βρήκαν ένα πλοίο και μπάρκαραν για τόπους μακρινούς.

Το άλογο, όμως, με τον αναβάτη του, γύρισε πάλι πίσω. Κι αν πάει κανένας προσκυνητής στην εκκλησία του Αγίου Μηνά, θα δει και τους δύο στη μεγάλη εικόνα που δεσπόζει στην είσοδο του ναού».

Γλωσσάριο

Ντουκιάνι: Καφενείο, μαγαζί, κατάστημα.

Τσαρσί: Παζάρι, αγορά.

Μεϊντάνι: Πλατεία.

Ζεμπίλι: Ανοιχτός σάκος από ψάθα, μεγάλο χαμηλό καλάθι με χερούλια.

Ξομπλιαστά: Στολισμένα.

Μουρούχια: Στραγάλια.

*Αχτάρικα: Καταστήματα ψιλικών, μπαχαρικών και αρωματοπωλεία.

Μεταλίκι: Νόμισμα μεταλλικό.

Ντοτουρματζής: Παγωτατζής.

Αγά Τσαρσί: Σημερινή οδός 1866.

Μπεντένια: Τείχη.

Μαρουβάς: Παλιό κόκκινο κρασί.

Λουμπούνια: Οι καρποί του φυτού λούπινος.

Βρεχτοκούκκια: Κουκκιά μουλιασμένα στο νερό.

Ατ Μεϊντάν: Η σημερινή πλατεία Δασκαλογιάννη.

Πλατεία Μεγάλου Σαντριβανιού: Η σημερινή πλατεία Λιονταριών.

Ντελημάρκου: Η σημερινή οδός Δελημάρκου.

Κρήνη Priuli: Η βρύση του Δελημάρκου.

Κονάκι: Μέγαρο.

Φαμέγιος: Αυτός που δουλεύει στην υπηρεσία κάποιου άλλου.

Κουμ Καπί: Πύλη της Άμμου.

Κούλε: Φρούριο που βρίσκεται στην είσοδο του ενετικού λιμανιού στο Ηράκλειο.

Μεγάλος Αρπεντές: Στάση, ανταρσία, μεγάλο κακό. Η πρώτη μεγάλη σφαγή των χριστιανών του Μεγάλου Κάστρου στις 24 Ιουνίου 1821.

Βασιβουζούκοι: Άτακτος στρατός των Τούρκων.

Πόρτα του Λαζαρέτου: Στην ανατολική πλευρά των τειχών του Ηρακλείου, που επικοινωνούσε με το λοιμοκαθαρτήριο (λαζαρέτο).

Ακ Ντάμπια: Η σημερινή συνοικία της Ανάληψης.

Μπαλτά Τζαμί: Στον χώρο που βρίσκεται το σημερινό Μποδοσάκειο.

Πύλη του Μόλου: Βρισκόταν στο τέρμα της σημερινής οδού 25ης Αυγούστου και δε σώζεται.