ΟΔΥΣΣΕΑ ΣΠΑΧΗ: Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΣΤΗΝ «ΑΣΚΗΤΙΚΗ» ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ    ΣΤΗΝ «ΑΣΚΗΤΙΚΗ» ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ   ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

ΟΔΥΣΣΕΑ ΣΠΑΧΗ[1]                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                               Η «Ασκητική» του Ν. Καζαντζάκη είναι ένα υπαρξιακό κείμενο  όπου μαζί με την βαθύτατα μεταφυσική αναζήτησή του, εμφανίζονται οι ποικίλες θέσεις και αγωνίες του συγγραφέα. Αγωνίες που αναμένουν μία απάντηση στα ερωτηματικά που συνθέτουν την  ουσιαστική απορία του ζειν[2].  Όντας εραστής της αλήθειας, ο συγγραφέας  αναζητά απαντήσεις  πέραν των συμβατικών θέσεων κι αξιωμάτων και εισδύει στις σκοτεινές περιοχές του φιλοσοφικού στοχασμού. Κι όπως ακριβώς όλοι οι ανδρείοι του φιλοσοφείν, ο συγγραφέας αναθεματίζει τις ψεύτικες ελπίδες, τις απατηλές ανταποδόσεις, τις μεταφυσικές καρικατούρες και όσα αποκοιμίζουν τη γνήσια φλέβα της υπαρξιακής ανησυχίας.  Κεντρικό σημείο, όπως σχεδόν παντού στον λόγο του συγγραφέα, η σχέση του ανθρώπου με το Θείο.

Μας λέει: «Ο Θεός μου δεν είναι πανάγαθος. Είναι γιομάτος σκληρότητα, άγρια δικαιοσύνη, και ξεδιαλέγει, ανήλεα, τον καλύτερο. Δε σπλαχνίζεται, δε νοιάζεται για ανθρώπους και ζώα, μήτε γι’ αρετές και ιδέες.  Όλα ετούτα τ’ αγαπάει μια στιγμή, τα συντρίβει αιώνια και διαβαίνει.».[3]  Σημειώνω την «Άγρια Δικαιοσύνη», που είναι ένα εφεύρημα του συγγραφέα για να μας ανατρέψει το στερεότυπο της Δικαιοσύνης που συνήθως έχουμε κατά νου. Η Δικαιοσύνη, κατά τα στερεότυπα αυτά, συνδέεται με την ευσπλαχνία, την πραότητα, την ηρεμία και την νηφαλιότητα.  Όχι όμως και για την Θεότητα του Ν. Καζαντζάκη, εφόσον κατά τους ορισμούς του συγγραφέα,  είναι «μια δύναμη που χωράει τα πάντα, που γεννάει τα πάντα… Πιάνεται από τα ζεστά κορμιά, άλλο μετερίζι δεν έχει.  Φωνάζει βοήθεια.  Κηρύχνει σε όλο το Σύμπαντο επιστράτεψη…».[4]  Η τελευταία λέξη «επιστράτεψη» μας θυμίζει τους κανόνες του πολεμικού παιγνίου, ενός παιγνίου όπου η σκληρότητα, η δύναμη και η δια παντός μέσου επίτευξη του τελικού σκοπού πρυτανεύουν.  Ανεξάρτητα από το ότι σε  μία βαθύτερη εξέταση εμφανίζονται οι δύο ουσιαστικές επιρροές του συγγραφέα (η θεωρία της ζωικής ορμής του Henri Bergson   και η αντίστοιχη της θέλησης για δύναμη του Friedrich Wilhelm Nietzsche), η Δικαιοσύνη της Θεότητας του συγγραφέα δεν μπορεί να ενέχει έλεος εφόσον  «ο Θεός κιντυνεύει……δεν είναι πανάγαθος, να προσδοκούμε μ’ εμπιστοσύνη πως θα μας λυπηθεί και θα μας σώσει.».[5]

Πιο κάτω ο συγγραφέας μας εξηγεί για ποιον λόγο ο Θεός του δεν ενδιαφέρεται να σώσει τον άνθρωπο: «Δεν είναι αυτός αγαθός οικογενειάρχης, δε μοιράζει σε όλα τα παιδιά του ίσια το ψωμί και το μυαλό. Η Αδικία, η Σκληρότητα, η Λαχτάρα, η Πείνα, είναι οι τέσσερις φοράδες που οδηγούν το άρμα του απάνω  στην κακοτράχαλή μας τούτη γης.»[6]  Μέσα στο πολεμικό κλίμα της «άγριας δικαιοσύνης» ο συγγραφέας  υπογραμμίζει: «Η προσευκή μου είναι αναφορά στρατιώτη σε στρατηγό.  Αυτό έκαμα σήμερα, να πως πολέμησα να σώσω στον εδικό μου τομέα  ολάκερη τη μάχη, αυτά τα εμπόδια βρήκα, έτσι στοχάζομαι αύριο να πολεμήσω.».[7]

Εάν όμως η ίδια η Θεότητα πορεύεται με αυτά τα στοιχεία της άγριας δικαιοσύνης, του κινδύνου και της ανήλεης πολεμικής σύρραξης, ο άνθρωπος ενταγμένος ,χωρίς να το θέλει, σ’  αυτό το πλαίσιο  είναι υποχρεωμένος να επιδείξει μία βασική αρετή, την πειθαρχία.  Ο συγγραφέας μάς  προτρέπει: «Πειθαρχία, να η ανώτατη αρετή. Έτσι μονάχα σοζυγιάζεται η δύναμη με την επιθυμία και καρπίζει η προσπάθεια του ανθρώπου.  Να πως με σαφήνεια και με σκληρότητα να καθορίζεις την παντοδυναμία του νου μέσα στα φαινόμενα… Αλλιώς δεν μπορείς να λυτρωθείς.».[8]  Ένας πολεμιστής όμως που ζει και δεν επιβιώνει απλώς σε αυτό το περιβάλλον της σύγκρουσης, δεν ικανοποιείται μονάχα με την πειθαρχία. Γιατί μας λέει ο συγγραφέας «ο νους βολεύεται, έχει υπομονή, του αρέσει να παίζει.  Μα η καρδιά αγριεύει, δεν καταδέχεται αυτή να παίξει, πλαντάει και χιμάει να ξεσκίσει το δίχτυ της ανάγκης.»[9]

Ώστε, εάν οι νόμοι της ύπαρξης είναι τόσο αδήριτοι, αντιπροσωπεύοντας την «άγρια δικαιοσύνη» της θείας ουσίας, να ένας επαναστάτης που, επιθυμώντας  να ανατρέψει αυτό  το παίγνιο της ανάγκης και να το επαναφέρει στο ανθρώπινο μέτρο, αναφωνεί: «Είμαι ο χωριάτης και πηδώ απάνω στη σκηνή κι επεμβαίνω στην πορεία του κόσμου.»[10]  Πίσω από αυτήν την αποκοτιά κρύβεται το γιατί αυτής της εξέγερσης: «Θέλω να βρω μια δικαιολογία για να ζήσω και να βαστάξω το φοβερό καθημερινό θέαμα της αρρώστιας, της ασκήμιας, της αδικίας και του θανάτου.».  Μέσα σ’  αυτό  το σκηνικό εμφανίζεται το δίπολο:  Αφενός η «Άγρια Δικαιοσύνη» της Θείας ουσίας που δεν «σπλαχνίζεται, δε νοιάζεται για ανθρώπους και ζώα, μήτε γι’ αρετές και ιδέες», αφετέρου η καρδιά που επαναστατεί «γιομάτη ελπίδα… της φαίνεται πως έγιναν οι αλυσίδες ελπίδα.»  Μάταια πλάνη, κατά τον συγγραφέα, αυτή η «ελπίδα», για το λόγο δε  αυτό και προτρέπει: «Νίκησε τον στερνό, τον πιο μεγάλο πειρασμό, την ελπίδα.».[11]  Ο συγγραφέας θεωρεί, ως εκ τούτου, πιο έντιμο να εναρμονισθεί κανείς  σ’  αυτό το αδιέξοδο υπαρξιακό σκότος με την άγρια  κι ανήλεη, αλλά ,ωστόσο, δίκαιη  φύση του Θεού.  Ενός Θεού που «δεν είναι παντοδύναμος, δεν είναι πανάγαθος, δεν είναι σίγουρος πως θα νικήσει, πως θα νικηθεί….»[12]  Αυτό το νόημα έχει η προτροπή του: «Δεν είμαι καλός,  δεν είμαι αγνός, δεν είμαι ήσυχος.»[13]  Σ’  αυτόν τον χωρίς ελπίδα αγώνα έναντι του βασικού στοιχείου της «άγριας δικαιοσύνης» δεν μπορεί να υπάρχουν φιλίες και εύνοιες. Ο συγγραφέας βροντοφωνάζει:  «Ν’ αγαπάς τον καθένα ανάλογα με την συνεισφορά του στον αγώνα. Μη ζητάς φίλους. Να ζητάς συντρόφους.».[14]  «O πόλεμος είναι ο νόμιμος άρχοντας του καιρού τούτου»  μας υπενθυμίζει ο συγγραφέας και με  την Ηρακλείτεια Θέση  κραυγάζει προφητικά: στον ίδιον ρυθμό:  «Ετοιμαστείτε, πόλεμος ,πόλεμος»[15].  Κι αφού ο πόλεμος είναι ο νόμιμος άρχοντας «δεν πολεμούμε τα σκοτεινά μας πάθη με νηφάλια, αναιμικιά, ουδέτερη, πάνω από τα πάθη αρετή»[16], αλλά «αφήνουμε τη θύρα μας ανοιχτή στην αμαρτία».  Μέσα σε αυτόν τον πυρετό της ανάγκης που δημιουργεί η «άγρια δικαιοσύνη» της φύσης ή αν προτιμάτε του Θεού, εμείς «μισούμε, δε βολευόμαστε, είμαστε άδικοι, σκληροί, γιομάτοι πίστη, ζητούμε το αδύνατο…»[17]

Προφανώς, με τις θέσεις αυτές της «Ασκητικής» του ο Νίκος Καζαντζάκης ευρίσκεται αντιμέτωπος με τον Πλατωνικό Σωκράτη.  Το πολεμικό κλίμα της άγριας δικαιοσύνης και ο επαναστατικός και φιλάνθρωπος  οίστρος του συγγραφέα μας δίνει το περίγραμμα του αγωνιζόμενου και πονεμένου – αδικημένου ανθρώπου, αλλά, ωστόσο, δεν λυτρώνει.  Δεν οδηγεί στην ήσυχη εκείνη στάση του δαιμόνιου Σωκράτη, που πίνει το δηλητήριο για να αποδείξει ακριβώς το αντίθετο από εκείνο που πρεσβεύει ο συγγραφέας, ότι δηλαδή πρέπει να πολεμούμε τα σκοτεινά μας  πάθη με την αρετή.  Ο Πλατωνικός Σωκράτης δεν αγωνιά -όπως ο Ν.Κ.- να σώσει κανένα θεό γιατί δεν ξέρει πως θα τον σώσει και με την επίγνωση αυτής της έλλειψης αγωνίζεται για να μάθει και να γνωρίσει.  Δεν είναι βέβαιος για την αναγκαιότητα του πολέμου – όπως ο Ν.Κ. στην «Ασκητική» του – και γι’ αυτό  επιλέγει  εκείνο που τον συμβουλεύει το δαιμόνιο του, να προτιμήσει δηλαδή  να   αδικηθεί παρά να αδικήσει.  Ο Πλατωνικός Σωκράτης, σ’  αντίθεση, εν τέλει, με την «άγρια δικαιοσύνη» του Ν. Καζαντζάκη, επιλέγει  την δια παντός μέσου υπεράσπιση της δικαιοσύνης, ακόμη και με εγκατάλειψη του προσωπικού οφέλους, επιλέγοντας κατά τάξη λογικής επακολουθίας  και όχι κατ’ επίκληση  προορισμού, σκοπού ή  μεταφυσικής αιτιολογίας :  «Εγώ γάρ δη οίμαι και εμέ και σε και τους άλλους ανθρώπους το αδικείν του αδικείσθαι κάκιον ηγείσθαι» («διότι εγώ πράγματι πιστεύω, καθώς και συ και οι άλλοι άνθρωποι, ότι το να αδικείς  είναι χειρότερο του να αδικείσαι»).[18]

—————————————————————————————————————————                   [1] O Oδυσσέας Σπαχής είναι Εφέτης Διοικητικών Δικαστηρίων.

[2] Βλ.Νίκου Καζαντζάκη, «ΑΣΚΗΤΙΚΗ, SALVATORES DEI»,εκδόσεις Ελένη Καζαντζάκη, Αθήνα,1971.

[3] ΑΣΚΗΤΙΚΗ,ο.π., σελ. 66.

[4] ΑΣΚΗΤΙΚΗ,ο.π., σελ. 66 και 67.

[5] ΑΣΚΗΤΙΚΗ,ο.π., σελ. 68.

[6] ΑΣΚΗΤΙΚΗ,ο.π., σελ. 75.

[7] ΑΣΚΗΤΙΚΗ,ο.π., σελ. 70 και 71.

[8]ΑΣΚΗΤΙΚΗ, ο.π. ,σελ. 14 και 15.

[9] ΑΣΚΗΤΙΚΗ,ο.π. ,σελ. 18.

[10] ΑΣΚΗΤΙΚΗ,ο.π. ,σελ. 15.

[11] ΑΣΚΗΤΙΚΗ,ο.π. ,σελ. 21.

[12]ΑΣΚΗΤΙΚΗ,ο.π. ,σελ. 81.

[13] ΑΣΚΗΤΙΚΗ,ο.π. ,σελ. 29.

[14] ΑΣΚΗΤΙΚΗ,ο.π. ,σελ. 31.

[15] ΑΣΚΗΤΙΚΗ,ο.π. ,σελ. 78.

[16] ΑΣΚΗΤΙΚΗ,ο.π. ,σελ. 82.

[17] ΑΣΚΗΤΙΚΗ,ο.π. ,σελ. 77 και 78.

[18] Πλάτωνα, «Γοργίας» , 474e.