ΟΔΥΣΣΕΑ ΣΠΑΧΗ: ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΣΤΟ “ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΙΒΑΝ ΙΛΙΤΣ” ΤΟΥ ΛΕΟΝΤΟΣ ΤΟΛΣΤΟΪ.

       

ΟΔΥΣΣΕΑ ΣΠΑΧΗ[1]

 ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΣΤΟ “ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΙΒΑΝ ΙΛΙΤΣ” ΤΟΥ ΛΕΟΝΤΟΣ ΤΟΛΣΤΟΪ.

Ο Ιβάν Ίλιτς, ο ήρωας της ομώνυμης νουβέλας του Λέοντος Τολστόι, περιγράφεται από το συγγραφέα ως ένας σχολαστικός και φιλόδοξος εφέτης περιφερειακών δικαστηρίων. Όταν, όμως, αυτός έρχεται αντιμέτωπος απρόσμενα με μία ανίατη ασθένεια, όλες οι βεβαιότητες του ανατρέπονται.  Μαζί με την προοπτική του θανάτου του αντιμετωπίζει και τις βασανιστικές αμφιβολίες του για την παρουσία του στην τριπλή σκηνή του βίου του: υπηρεσία, οικογένεια, κοινωνία.  Για την επαγγελματική σταδιοδρομία του δεν είχαν εκφραστεί ορατές αμφισβητήσεις, αφού ο Ιβάν Ίλιτς διεκπεραίωνε τυπικά τις υποθέσεις που του είχαν ανατεθεί.  Έτσι ,που να μην μπορεί τίποτε να φρενάρει την ανέλιξη στη δικαστική καριέρα του.Εξαιτίας αυτού του κομφορμισμού απέφευγε επιμελώς να δυσαρεστήσει εκείνους, που είχαν επιρροή και ισχύ.  Ωστόσο, για τον Τολστόι, η μνήμη του αιώνιου χρόνου είναι ο τελικός κριτής κάθε πράξης ή παράλειψης.  Ο κάποτε φιλάρεσκος δημόσιος λειτουργός έγινε ξαφνικά ο αξιολύπητος ασθενής, που διαπίστωσε με τρόμο πως το αξίωμά του δεν τον καθιστά απρόσβλητο από τις δυσάρεστες εκπλήξεις της ζωής.  Ο συγγραφέας αναπτύσσει, σε αυτό το πλαίσιο, με μια απόμακρη συμπόνια, τις λεπτομέρειες από τα μαρτύρια, που το κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας υφίσταται στο κατώφλι του σωματικού τέλους του.  Επιπλέον, αποδίδει τον ήρωα ως στοιχειωμένο από διλήμματα και αμφιβολίες για όλο το φάσμα της δραστηριότητάς του.  Η υπηρεσιακή ιδιότητα του δύστυχου Ιβάν Ίλιτς είναι ένα πρόσχημα για να ξεδιπλώσει ο συγγραφέας ,σε αρχικό επίπεδο, το δίλημμα της δικαιοσύνης και ,εν τέλει, την επικράτηση της ασημαντότητας έναντι του ουσιώδους και σημαντικού.

Σε πρώτη ανάγνωση, λοιπόν, το αφήγημα του Τολστόι φαίνεται να οδηγεί τον αναγνώστη στο βασανιστικό ζήτημα της αποδοχής του θανάτου.  Αλλά, ο συγγραφέας αναπτύσσει την αφηγηματική ροή σε παράλληλα ποτάμια νοημάτων.  Υπό την απειλή του σωματικού τέλους, όλες οι ψευδαισθήσεις του Ιβάν Ίλιτς χάνουν την απατηλή λάμψη τους.  Για το λόγο αυτό οι απόλυτες αβεβαιότητες του κάμπτονται και το γεγονός τούτο κομίζει και την παράλληλη αμφιβολία για τη διαδρομή του προσωπικού ,οικογενειακού και επαγγελματικού βίου του με τις συνεχείς προσμονές για επιβράβευση. Με την ανακοίνωση, όμως, του θανάτου του τερματίζονται οι προσδοκίες για προαγωγές του στην υπηρεσία.  Αυτές αφορούν, πλέον μόνο τους συναδέλφους του ,οι οποίοι έχουν κάθε λόγο να εποφθαλμιούν την αμετάκλητη μετάταξη του Ιβάν Ίλιτς προς την ανυπαρξία. Για την αρμονική δε σύνδεση του συγγραφικού σχεδίου του, ο Λέων Τολστόι επιλέγει να ξεκινήσει την αφήγηση του με ένα «ταπεινό» ζήτημα δικαστικής αρμοδιότητας.

Συγκεκριμένα, ο τελευταίος κριτής των πάντων, ο θάνατος και η ακόλουθη αυτού μνήμη της αιωνιότητας, συμπίπτουν στην περίπτωση του Ιβάν Ίλιτς με ένα δίλημμα των συναδέλφων του δικαστών.  Κατά την άτυπη διάσκεψη δικαστών και εισαγγελέα σχετικά με μια δύσκολη υπόθεση, «την υπόθεση Καρασόφσκι», παρουσιάζεται μια διχογνωμία αναφορικά με την αρμοδιότητα του δικαστηρίου.  Κι αυτό υποδαυλίζει τις εντάσεις και τις διαφωνίες των δικαστών μέσα σε ένα γραφείο λίγο μετά τη διακοπή της συνεδρίασης για την «υπόθεση Μελβίνσκι».  Μέσα στην έξαψη τούτης της αντιπαράθεσης ανακοινώνεται και ο θάνατος του δικαστή Ιβάν Ίλιτς, του συναδέλφου τους.  Η μακάβρια είδηση συνδυάζεται «εντελώς τυχαία» , ως δίδυμο γεγονός, με το δίλημμα των συναδέλφων του για την αρμοδιότητα του δικαστηρίου τους. O Τολστόι ήθελε να υπογραμμίσει πως εκείνο που συνιστά ένα θεμελιώδες γνώρισμα στην απονομή της δικαιοσύνης, το δίλημμα και η αμφιβολία, συνοδεύει το δικαστή μέχρι το τέλος και το θάνατο. Αλλά και το αντίστροφο, οι συνάδελφοι του Ιβάν Ίλιτς που θα συνεχίσουν το δικαστικό έργο του, θα ξεκινήσουν με την επίλυση ενός διλήμματος, δηλαδή για τον αν έχουν ή όχι αρμοδιότητα να δικάσουν.

Ο Τολστόι συνδέει το προαναφερόμενο δίλημμα δικαστικής αρμοδιότητας με το θάνατο του δικαστή Ιβάν Ίλιτς, γιατί θέλει να προετοιμάσει τους αναγνώστες του για το δίπολο ανθρώπινης και θείας δίκης. Διότι, αν και το ζήτημα της αρμοδιότητας για την εκδίκαση της υπόθεσης είναι έργο της ανθρώπινης δικαιοσύνης, εντούτοις η αποφασιστική «αρμοδιότητα» για την ανθρώπινη τύχη ευρίσκεται έξω από τις δικαστικές αίθουσες. Η αντίστιξη ,όμως, μεταξύ του διλήμματος για τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου και της αγγελίας του θανάτου παραπέμπει στην υποψία της ματαιότητας της προσπάθειας για την ανθρώπινη δικαιοσύνη.  Τι σημασία έχει η επίλυση ενός δικαστικού διλλήματος, όταν η ανθρώπινη διαδρομή κρίνεται στην ουσία της με διαφορετικό τρόπο;  Συνεπώς, ο συγγραφέας θέλει, μάλλον, με τον τρόπο αυτό, να ειρωνευθεί την αυτοπεποίθηση των δικαστών που ερίζουν για την αρμοδιότητα τους σε χρόνο κατά τον οποίο έξω , στην πραγματική ζωή, τίθενται άλλα διλλήματα. Άλλωστε, και για τον ίδιο τον Ιβάν Ίλιτς, το δίλημμα ανάμεσα στην υπηρεσιακή αναρρίχηση και στο βίωμα της αληθινής ζωής τέθηκε κάπως αργά , όταν ,πια, αντιμετώπιζε ανεπίστρεπτα την προοπτική του τέλους του βίου του.  Γιατί μόνο τότε αντιλήφθηκε ότι η ζωή χανόταν κάτω από τα πόδια του, ενώ ο ίδιος είχε την ψευδαίσθηση πως με τα ίδια πόδια ανέβαινε την σκάλα της υπηρεσιακής και κοινωνικής ανέλιξης.

Το δίλημμα, επομένως, του Ιβάν Ίλιτς γίνεται αντιληπτό μέσα από τις πνευματικές αναταράξεις ,που επιφέρει η προοπτική του θανάτου του.  Κι αυτό είχε άμεση συνάφεια με την αμφιβολία του για το εάν η ζωή του και η ίδια η στάση του ως δικαστή ήταν η δέουσα.  Όπως προαναφέρθηκε, κατά την αντιμετώπιση της προοπτικής του βιοτικού τέλους του, ένα τραγικό δίλημμα ταλάνιζε τον Ιβάν Ίλιτς.  Μήπως η τυπικότητα που χαρακτήριζε την υπηρεσιακή συμπεριφορά του δεν ήταν σε αρμονία με το ορθό και το δίκαιο.  Ήταν ,άραγε, αυτή η σχολαστικότητα ένας μεταμφιεσμένος τρόπος υποταγής στις επιθυμίες των υψηλά ιστάμενων;  Ο Ιβάν Ίλιτς συναρτά το δίλημμα του αυτό με την ανάγκη για αντίσταση και ανθεκτικότητα του ίδιου απέναντι στην καταπιεστική ιεραρχία και στους ισχυρούς αξιωματούχους, που δεν ήταν πάντοτε με την πλευρά του δικαίου.  Τώρα, πια, ήδη αντιμέτωπος με την αύρα του θανάτου, είναι σχεδόν βέβαιος ότι αυτό δίλημμα τελικά λύθηκε με εσφαλμένο τρόπο από τον ίδιο, δηλαδή με υπεκφυγές, ψευδαισθήσεις και δειλία.  Η λανθασμένη επίλυση του υπηρεσιακού διλήμματος παραπέμπει και στη σφαλερή πορεία της ζωής του. Ο Ιβάν Ίλιτς συνειδητοποιεί με οδύνη πως υπερασπίσθηκε κενοδοξίες και ότι αγωνίσθηκε για ασημαντότητες, ενώ το ουσιαστικό και το σημαντικό ξέφευγε μέσα από τα χέρια του.  Ο Ιβάν Ίλιτς του Τολστόι, λοιπόν, είναι λίγο πριν το θάνατό του ένας τραγικός ήρωας. Οι ισχυροί πόνοι της αρρώστιας του συνοδεύονται από ένα ψυχικό άλγος, που δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί.  Ο Ιβάν Ίλιτς συντρίβεται από την αδυσώπητη πραγματικότητα.  Διότι ,πλέον, δεν έχει τα χρονικά περιθώρια να διορθώσει και να ζήσει με τρόπο ωφέλιμο για τον ίδιο και τους άλλους που συναναστράφηκε.

Ο συγγραφέας, κατ’ ακολουθία, τοποθετεί σκόπιμα τον ήρωα του να προβαίνει λίγο πριν το θάνατό του σε έναν αρνητικό απολογισμό.  Ένας δικαστής που ήταν τόσο κομφορμιστής είναι φυσικό να δώσει αρνητικό πρόσημο και σε όλο το φάσμα της υπόλοιπης ζωής του.  Γιατί ο βίος του τραγικού ήρωα περιστρεφόταν γύρω από την υπηρεσία του και ήταν φυσικό να ταυτίζει τις υπηρεσιακές επιτυχίες του με την προσωπική καταξίωσή του.  Η τυπική τελετουργία που λειτουργήματός του, ο φόβος που επέσυρε η εξουσία του και η επιφανειακή επισημότητα της εργασίας του δεν τον άφηναν να θέσει το καίριο ερώτημα : είναι πράγματι δίκαιος;  Έπρεπε να τον συντρίψει η ασθένεια για να αντιληφθεί την πραγματικότητα.  Όπως ένας εξαρτημένος , ο Ιβάν Ίλιτς είχε εξομοιώσει τη ζωή με την εξουσία.  Με την ψευδαίσθηση, όμως, αυτή απόδιωχνε τα πραγματικά διλήμματα που θέτει η ουσιαστική απονομή του δικαίου,  η οποία είναι κάτι διαφορετικό από την επιβολή της εξουσίας.  Για τον Λέοντα Τολστόι, άλλωστε, όπως εμφαίνεται από την ανάγνωση της νουβέλας του, δικαιοσύνη σημαίνει αντίσταση στην αλαζονεία του ισχυρού.

Επομένως, ο συγγραφέας ξεκαθαρίζει με ένα σαρκαστικό τρόπο ότι τα διλήμματα που θέτει η ορθή απονομή του δικαίου ουδεμία συνάφεια έχουν με την επιβολή των καθεστωτικών επιθυμιών.  Οι τελευταίες ανασύρονται με την αναγγελία του θανάτου του Ιβάν Ίλιτς και την συνακόλουθη διαπάλη για την κατάληψη της κενής θέσης.  Τότε αναδεικνύεται σε όλο το πραγματικό μέγεθος της η ιδιοτελής αντιμετώπιση του θανάτου του Ιβάν Ίλιτς από τους συναδέλφους του, οι οποίοι ορέγονται ένα κέρδος στην υπηρεσιακή τους εξέλιξη. Αποκαλύπτονται τα πιο άγρια ένστικτα του ανθρώπινου εγωισμού όταν όλοι αποζητούν ένα όφελος από αυτήν την αναπάντεχη απώλεια.  Για να δικαιωθεί η ρήση των Λατίνων:«Homo hominis lupus».Ποιος θα πάρει την θέση του Ιβάν Ίλιτς;  Ιδού τα καιροσκοπικά διλήμματα των εξουσιαστικών μηχανισμών, που, διαχρονικά, καμία σχέση δεν έχουν με την απονομή της δικαιοσύνης.

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1.Λέοντος Τολστόι, «Ο Θάνατος του Ιβάν Ίλιτς», εκδόσεις Ροές, Αθήνα 2014,

2.Κριτική Ανάλυση του «Θανάτου του Ιβάν Ίλιτς» από την Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ ,εκδόσεις Μιχαλακέα και Σία, Αθήνα 1958, σελ. 9-11.

———————————————————————

[1] Ο Οδυσσέας Σπαχής είναι Εφέτης Διοικητικών Δικαστηρίων.

 ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Ο Οδυσσέας Σπαχής είναι απόφοιτος της  Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών   και  κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης στην κατεύθυνση Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης.  Παρακολούθησε, επίσης, πρόγραμμα κατάρτισης συμβούλων τοπικής ανάπτυξης.  Έχει διδάξει στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών και έχει  παρουσιάσει   σε  επιστημονικά συνέδρια εισηγήσεις για επίκαιρα νομικά ζητήματα.  Έχει, επίσης, συγγράψει νομικές   μελέτες  που αφορούν, κυρίως, στα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα και στη διοικητική δίκη.  Έχει, περαιτέρω, δημοσιεύσει σε έγκριτα λογοτεχνικά περιοδικά μελετήματα γύρω από την πολιτική φιλοσοφία, την ποίηση και  το λαϊκό πολιτισμό και έχει δώσει προσκεκλημένες ομιλίες για θέματα επιστημονικού και λογοτεχνικού ενδιαφέροντος σε συμπόσια και ημερίδες. Ποιήματα και  διηγήματά  του έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά. Στην εργογραφία του, περιλαμβάνονται: 1) Τα δοκίμια: α)«Το Ιερό και το Δίκαιο στο Μινωικό μύθο» (εκδόσεις Αναλόγιο ,Ηράκλειο Κρήτης, 2002) ,  β) «Η Μνήμη του Κόσμου και του Ποιητή» (εκδόσεις Ταξιδευτής,Αθήνα,2007),  γ) «Θεμελιώδη σύμβολα του ευρωπαϊκού πολιτισμού» (εκδόσεις Γραφομηχανή, Αθήνα, 2014) και δ) «Δίκαιο και Ισχύς στον ΄΄Ερωτόκριτο΄΄ του Βιτσέντζου Κορνάρου», Αθήνα 2021.2) Οι   ποιητικές  συλλογές :α) «Το Πορφυρό Προσωπείο» (εκδόσεις Ίδμων, Αθήνα, 2010), β) «Αμήχανο Κάλλος» (εκδόσεις Λεξίτυπον, Αθήνα,  2017) ΚΑΙ  γ) «Εύνοια Ελευθερίας» (εκδόσεις Λεξίτυπον, Αθήνα,  2019).  Στις 15 Ιουνίου 2015 του απονεμήθηκε από το Δήμαρχο Καλαμάτας το βραβείο  δοκιμίου ελεύθερου στοχασμού εις  μνήμην «Παναγιώτη Φωτέα» για το δοκίμιό του «Θεμελιώδη σύμβολα του ευρωπαϊκού πολιτισμού». 

——————————————————–

 

“ΟΛΑ ΤΑ ΚΑΣΤΡΑ ΠΕΣΑΝΕ”. ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΣΟΦΙΑΣ ΛΙΓΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΟΡΦΑΝΙΔΗ ΕΜΠΝΕΥΣΜΕΝΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΗΡΩΙΚΗ ΕΞΟΔΟ ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ. ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ Κ.Ε.Λ.Δ. ΣΤΙΣ 3 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2022 ΣΤΟ ΑΜΦΙΘΕΑΤΡΟ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΙΚΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ.

“ΟΛΑ ΤΑ ΚΑΣΤΡΑ ΠΕΣΑΝΕ”

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΔΡΑΜΑ ΕΜΠΝΕΥΣΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΗΡΩΙΚΗ ΕΞΟΔΟ ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ:

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ – ΠΟΙΗΣΗ:  ΣΟΦΙΑ ΛΙΓΝΟΥ.

ΠΟΙΗΣΗ:  ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΟΡΦΑΝΙΔΗΣ.

ΔΙΑΣΚΕΥΗ – ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ:  ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΛΕΖΕΛΛΗΣ.

ΑΦΗΓΗΤΕΣ – ΕΡΜΗΝΕΥΤΕΣ:   ΑΝΝΑ ΑΓΓΕΛΑΤΟΥ – ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,   ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΑΒΒΕΤΑΣ,   ΣΟΦΙΑ ΛΙΓΝΟΥ,   ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΟΡΦΑΝΙΔΗΣ,   ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΠΑΓΟΥΤΕΛΗ,  ΚΩΣΤΑΝΤΙΝΑ ΠΑΛΟΥΔΗ,   ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΠΑΠΑΚΩΣΤΑΣ,   ΜΥΡΤΩ ΤΖΕΦΕΡΑΚΟΥ,   ΝΕΚΤΑΡΙΑ ΣΟΥΚΑΡΑ,   ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΧΟΙΝΟΧΩΡΙΤΗΣ.

ΜΟΥΣΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ – ΤΡΑΓΟΥΔΙ:  ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΕΓΑΛΟΥΔΗΣ

ΣΟΛΙΣΤ ΑΚΟΡΝΤΕΟΝ:  ΖΩΗ ΤΗΓΑΝΟΥΡΙΑ

Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΕΛΕΙ ΥΠΟ ΤΗΝ ΑΙΓΙΔΑ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ.

 

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΣΤΑΣ: <<1821: ΑΡΕΤΗΝ ΚΑΙ ΤΟΛΜΗΝ...>>. ΟΜΙΛΙΑ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΑΚΟΣΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑΣ ΣΤΟΝ ΠΟΛΥΧΩΡΟ “ΑΙΤΙΟΝ” ΣΤΙΣ 18-12-2021. (Κείμενο και βίντεο)

<<1821: ΑΡΕΤΗΝ ΚΑΙ ΤΟΛΜΗΝ…>>                                                                                                                                                                  

Κάποτε η μνήμη μας ταξίδευε στον ελεύθερο χρόνο και στη μοναξιά…  Τώρα η ματιά της καρδιάς σπάνια στρέφεται στα ανώτερα.  Λίγο ασχολείται με τα ιδανικά.   Μέχρι που συμπληρώθηκαν διακόσια χρόνια από την Εθνική Παλιγγενεσία.  Ήρθε η επέτειος της επανάστασης του 1821.  Μια επέτειος που κάποτε δεν της δίναμε και τόσο μεγάλη σημασία.  Ήταν ίσως ο φόβος να μη θεωρηθούμε εθνικιστές;  Ήταν μήπως ο γνωστός αναστοχασμός, με τον οποίο κρίνουμε τα ιστορικά γεγονότα παραβλέποντας το μεγαλείο τους και προβάλλοντας τα λάθη;           

Ήρθαν όμως καιροί που τα όνειρα έλαβαν εκδίκηση, όπως λέει ο ποιητής.  Ήρθαν εποχές αδυναμίας των ιδανικών αδελφοσύνης των λαών να δώσουν λύσεις στα σύγχρονα διεθνή προβλήματα.  Ήρθαν κίνδυνοι εθνικής ακεραιότητας.  Και ξαφνικά παραμερίστηκαν για λίγο οι αδιαμφισβήτητες ανθρωπιστικές ιδεολογίες.   Ήρθε στην ψυχή ο στίχος του Ελύτη από το «Άξιον Εστί»:                                                                                                                                                            «Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί,                                                                      όπου και να θολώνει ο νους σας,                                                                                              μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό                                                                                                και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.»                                                                                                                              

Τότε προέβαλε η ανάγκη άντλησης δύναμης από τις θυσίες των προγόνων, από τους αγώνες τους για την Ελευθερία, από τα παραδείγματά τους για τους νεότερους.  Ακόμα και από αυτά τούτα τα λάθη τους!  Από τα λάθη, που διδάσκουν περισσότερα από όσα διδάσκουν οι ηρωισμοί.  Γιατί διδάσκουν τι πρέπει να αποφεύγουμε…        

Ο  Έλληνας είναι γεννημένος ήρωας.  Και ήρωας μπορεί να γίνει κάποιος ίσως σε μία στιγμή, ή ίσως σε μικρό χρονικό διάστημα και να καταφέρει να κατακτήσει την Ελευθερία του.  Όμως το να διατηρήσει, να διασφαλίσει και να κατοχυρώσει την Ελευθερία που κατέκτησε, είναι πολύ δύσκολο.  Γιατί χρειάζεται μακροχρόνια επαγρύπνηση, καθημερινό ηρωισμό και αδιάπτωτο ήθος.                                                                   

«Θέλει αρετήν και τόλμην η Ελευθερία», λέει ο Κάλβος.                    

Αρετήν και τόλμην…  Ο ποιητής προτάσσει την αρετή από την τόλμη.  Και ξέρει το γιατί.  Διότι προφανώς, αν η τόλμη είναι απαραίτητο να υπάρχει στον λίγο χρόνο που απαιτείται για να κατακτήσει κάποιος με ηρωισμό την Ελευθερία του, η αρετή χρειάζεται να υπάρχει αδιάκοπα σε όσους αιώνες επιθυμεί να την διατηρήσει.  Για όσο χρόνο θέλει να κατοχυρώσει την Ελευθερία του.  Και αυτό είναι το δυσκολότερο.   Γιατί η αρετή απαιτεί διάρκεια.  Διότι η ειρήνη είναι πιο δύσκολη από τον πόλεμο.  Απαιτεί καθημερινή επαγρύπνηση και διαρκή αγώνα.  Ασταμάτητη καθημερινή αντιμετώπιση προβλημάτων, για τα οποία δεν είναι αρκετή μόνο η στιγμιαία επίδειξη τόλμης και ηρωισμού.  Χρειάζεται υπομονή, γνώση, προσπάθεια και ήθος…  Χρειάζεται αρετή… Διαρκή.                   Ο ορθώς σκεπτόμενος Έλληνας, συγκρίνοντας το χτες, το σήμερα και τις προοπτικές του αύριο, πέρα και μακριά από μικρότητες, αντιπαλότητες, εμπάθειες ή πολιτικές σκοπιμότητες συμπεραίνει:           

Πόσο πλούσιος είναι!  Μέσα στη φτώχεια των σκέψεων και των επικρίσεων! Και σήμερα και τότε και πάντα ήταν πλούσιος.  Γιατί εκτός από τις αρετές, είχε και έχει οδηγό τα πάθη, τα λάθη, τις θυσίες, τον πόνο… Και πιο πολύ τις μεγάλες νίκες και τους θριάμβους.  Και πάλι τα πάθη και τα λάθη μέσα σε αγώνες αμέτρητους… Ατέλειωτη προσπάθεια για την Ελευθερία…  Για αυτή που είναι φως.  Πολύτιμο!  Σαν τη ζωή…  Αλλά αυτό το μεγαλείο το παραβλέπει συνήθως και όλο κάτι βρίσκει για να πει πως θέλει να αποκτήσει.  Ότι δεν είναι αρκετά όλα αυτά τα άυλα, τα ιδανικά, τα αγαθά που έχει κατακτήσει. Πως θέλει κάτι παραπάνω.  Και ίσως σωστά διεκδικεί, γιατί η πρόοδος δεν έχει όρια…   Όμως από το βάθος του χρόνου, από μακριά, τον  κοιτάζουν, ο Κολοκοτρώνης, ο Παπαφλέσσας, Ο Καραϊσκάκης, ο Κανάρης, ο Ανδρούτσος, ο Ρήγας, ο Κοραής, ο Σολωμός, ο Κάλβος και τόσοι αμέτρητοι άλλοι, που έδωσαν τη ζωή τους, ή κατέθεσαν το πνεύμα τους… Για την Ελλάδα.  Για τον ίδιο τον Έλληνα.  Για να έχει αυτή την Πατρίδα, αυτή την Ελευθερία.                                                       

Αλλά αυτός ξεχνιέται στην καθημερινότητά του γκρινιάζοντας πως ό,τι έχει δεν είναι αρκετό.  Και δίπλα του, μέσα του, μπροστά του υπάρχει, η Ελευθερία, η Παράδοση, η Ιστορία, η Ελλάδα και τον καλούν.  Υπάρχουν όλα αυτά, που είναι ο ίδιος ο Έλληνας…  Είναι η ρίζα του.  Η πίκρα του.  Η ψυχή του.  Η αγάπη του.  Είναι όλο του το μεγαλείο.  Όλη η ομορφιά, που την ξεχνάει! Η ταυτότητά του, που την παραβλέπει!  Όλα αυτά που του γνέφουν να κρατάει ψηλά το κεφάλι.  Αλλά αυτός συνήθως κοιτάει αλλού…  Δεν βλέπει το φως τους, δεν μεθάει από τη δόξα τους.  Δεν φωτίζεται από το παράδειγμά τους.                                   

Όμως, αρκεί μονάχα λίγο να κοιτάξει, μόνο λίγο να αναλογιστεί, μόνο ελάχιστα να σκεφτεί και θα γεμίσει Ελπίδα, Αγάπη, Πατρίδα, Ελευθερία, Ελλάδα.  Παντοτινή…                                                                   

Αρκεί μόνο να σταθεί νοερά δίπλα σε όλους αυτούς που τον οδήγησαν, και να αναλογιστεί το αθάνατο μεγαλείο τους.  Τότε η ψυχή του θα γιατρευτεί, όταν αισθανθεί, όταν καταλάβει, όταν συνειδητοποιήσει ότι αυτός είναι ο κληρονόμος του πνεύματος και της θυσίας όσων αγωνίστηκαν.  Τότε μόνο θα δει και θα θαυμάσει πόσο ασήμαντες είναι οι μικρότητες και πώς φεύγουν και χάνονται μπρος στη μεγαλοσύνη της θυσίας για την Ελευθερία που του χάρισαν, μπρος στο χρέος του να τη διαφυλάξει και να τη διατηρήσει ακέραιη.  Να την κατοχυρώσει με την αρετή του, με το ήθος του, με τη σεμνότητα, με την ομόνοια.  Με την αγάπη του.      

Ας σκεφτεί λοιπόν και ας αναρωτηθεί:         

Είναι δυνατόν να υπάρχει τόσος πλούτος μέσα του, γύρω του σε αυτή τη χώρα, και να μην προσέχει, να μη βλέπει, να μη ζει τίποτα από όλο αυτό το θαύμα, που λέγεται Ελληνική Ιστορία, Ηρωική θυσία, Πνευματική Κληρονομιά, Ελληνική Γλώσσα, Θρησκευτική Παράδοση;  Από αυτό το θαύμα που λέγεται ΕΛΛΑΔΑ;                                                             

Ο Σεφέρης…  Ο Ελύτης…  Τόσοι πνευματικοί οδηγοί.  Τόσο πνεύμα, τόσο φως… Και αυτός είναι δυνατόν να επιμένει στο ημίφως, αν όχι στο σκοτάδι το ηθελημένο και να παλεύει με τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες των μικρών και των ασήμαντων καθημερινών…                            

Ως πότε άραγε;                                                                                 

Πότε επιτέλους θα αποτινάξει τον κάθε ζυγό  της εσωστρέφειας και θα κοιτάξει ψηλά στον ουρανό το πνεύμα της ΕΛΛΑΔΑΣ;  Πότε επιτέλους θα φωτιστεί από το αληθινό φως της;                                                           

Πότε θα ακούσει το στίχο του Σεφέρη, και θα δει μέσα του:           

“Τις αμυγδαλιές να ανθίζουν.  Τα μάρμαρα να λάμπουν στον ήλιο.  Τη θάλασσα να κυματίζει;”                                                                       

Πότε θα σηκωθεί <<ακόμα λίγο ψηλότερα>>, όπως τον δίδαξε το 1821;

ΑΘΗΝΑ (Πολυχώρος “ΑΙΤΙΟΝ” 18-12-2021)

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΣΤΑΣ

ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ ε. τ.,  ΛΟΓΟΤΕΧΝΗΣ,  ΤΡΑΓΟΥΔΟΠΟΙΟΣ.

ΒΑΛΤΕΡ ΠΟΥΧΝΕΡ: 1. ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ “ΤΟ 1821 ΚΑΙ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ”, ΠΟΥ ΑΠΟΔΙΔΕΙ ΤΗΝ ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΠΟΥ ΕΚΦΩΝΗΣΕ ΣΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ Κ.Ε.Λ.Δ. ΣΤΙΣ 7-11-2021. 2. ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ.

 

            1. ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ:   “Το 1821 και το θέατρο”

 

ΒΑΛΤΕΡ ΠΟΥΧΝΕΡ

 

Υπάρχουν στιγμές στην ευρωπαϊκή και ελληνική ιστορία όπου το θέατρο είχε παίξει σημαντικό ρόλο, πολιτικό και κοινωνικό. Μια τέτοια στιγμή ήταν όταν ο πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρης χρησιμοποίησε, το 1623, στην Κωνσταντινούπολη θεατρική παράσταση των Γάλλων Ιησουιτών, όπου πρωταγωνίστησε ο μικρός γιος του Γάλλου πρεσβευτή De Césy, για να δείξει δημοσίως τη δήθεν συμφιλίωσή του με τον χειρότερο εχθρό του, ο οποίος όμως αυτή τη φορά δεν μπόρεσε να εμποδίσει την επανεκλογή του στον πατριαρχικό θρόνο· παρόντες στην παράσταση ήταν οι ξένοι πρεσβευτές στην Πόλη, ο Ορθόδοξος πατριάρχης τελικά δεν έγινε δεκτός από τον De Césy, για να μην παραδεχτεί δημοσίως την ήττα του στο διπλωματικό παιχνίδι, ποια θρησκευτική παράταξη, οι Καθολικοί ή οι Προτεστάντες θα ενθρονίσουν το πρόσωπο που θέλουν κάθε φορά ως οικουμενικό θρόνο (αυτό ήταν θέμα χρημάτων που έπρεπε να καταβάλουν στον Σουλτάνο, για να υπογράψει). Το θέμα δεν ήταν μόνο θρησκευτικό αλλά και πολιτικό, των μεγάλων δυνάμεων σχετικά με την πολιτική επιρροή τους στη Μέση Ανατολή. Η Γαλλία χρησιμοποίησε και τον πολιτισμό για τέτοιο σκοπό, όπως δείχνουν οι θεατρικές παραστάσεις στη γαλλική πρεσβεία της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης. Στην περίπτωση του 1623, ο μικρός γιος του De Césy, που ήξερε άπταιστα ελληνικά, και το πλήθος των Ελλήνων που παρακολούθησε την παράσταση στην ιησουιτική εκκλησία του Αγίου Βενέδικτου στον Γαλατά, εμπλέκεται σε ένα παιχνίδι γεωπολιτικής εξουσίας των μεγάλων δυνάμεων.

Ένα άλλο τέτοιο παράδειγμα είναι η αμφιλεγόμενη παράσταση των «Περσών» του Αισχύλου από τη φρουρά του κάστρου στη Ζάκυνθο, ως ένδειξη της νίκης των χριστιανικών δυνάμεων στη ναυμαχία της Ναυπάκτου, το 1571· η επιλογή του έργου δεν είναι καθόλου τυχαία, γιατί όπως ο Αισχύλος δείχνει τη νίκη των Ελλήνων από την πλευρά των Περσών, έτσι ο θρίαμβος του Juan d’Austria και των ενωμένων χριστιανικών δυνάμεων ενάντια στους Οθωμανούς γιορτάζεται με τον ίδιο τρόπο. Πέρσες και Τούρκοι (όπως και Τρώες και Oθωμανοί) ταυτίζονται διαχρονικά έως και την Επανάσταση.

Το ίδιο ισχύει και για τον εθνοαπελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων του 1821, όπου το θέατρο, κυρίως στις προκαταρκτικές φάσεις έως το ξέσπασμα των εχθροπραξιών, αλλά και κατά τη διάρκεια του αγώνα και αμέσως μετά, το θέατρο έπαιξε καθοριστικό ρόλο: αυτό φαίνεται τόσο από τις παραστάσεις στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες και την Οδησσό (όπου το 1814 ιδρύεται η Φιλική Εταιρία), όσο και από τη συμμετοχή ηθοποιών και δραματουργών στη μάχη του Δραγατσανίου, το 1821, αλλά και σε άλλες φάσεις του αγώνα. Οι Ευρωπαίοι φιλέλληνες παρακολουθούσαν με άγρυπνο μάτι τα γεγονότα αυτά και οργάνωσαν πλήθος πολιτισμικών εκδηλώσεων υπέρ του ελληνικού αγώνα, μεταξύ άλλων και θεατρικές παραστάσεις. Ολόκληρος κλάδος της εφήμερης δραματουργίας σε διάφορες γλώσσες ήταν αφιερωμένος σε ελληνικά θέματα σχετικά με την Επανάσταση. Αυτή η φιλελληνική δραματουργία συνεχίζει να υπάρχει περίπου ως το 1830, όταν ιδρύεται πλέον το ελεύθερο βασίλειο, και η Ελλάδα των εθνοσυνελεύσεων γίνεται μια απολυταρχική μοναρχία όπως σε όλη την Ευρώπη. Στο κοινωνικά διαστρωματικό φιλελληνικό κίνημα συνδέονται τρία ρεύματα: το θρησκευτικό ζήτημα της αντίθεσης με το Ισλάμ, η ουμανιστική παράδοση της ανταπόδοσης του πολιτισμικού μεγαλείου της αρχαιότητας, που αποτελεί τη βάση του ευρωπαϊκού πολιτισμού, στους απογόνους αυτού του αρχαίου λαού, και το πολιτικό ζήτημα των ελευθεριών στην Ευρώπη της παλινόρθωσης, οπότε μέσα στο φιλελληνισμό σχηματίζεται και ένα κρυπτοδημοκρατικό κίνημα που αντιτίθεται στις απολυταρχικές βασιλείες στη συνέχεια των Ναπολεόντειων πολέμων. Τα πρακτικά των εθνοσυνελεύσεων μεταφράζονται αμέσως σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες. Βέβαια, ανάμεσα στους μαχητές φιλέλληνες που ήρθαν να βοηθήσουν, δεν ήταν μόνο ιδεαλιστές και ιδεολόγοι, αλλά και τυχοδιώκτες ή άνεργοι στρατιωτικοί των Ναπολεόντειων πολέμων. Η θετική έννοια του θεάτρου, ως αποτελεσματικού διδακτικού μέσου της προόδου, της διάδοσης των ανθρώπινων αξιών και του πολιτισμού, είχε εγκατασταθεί οριστικά από το Διαφωτισμό.

 

                Το θέατρο στην προετοιμασία του αγώνα

 

Επαγγελματίες ηθοποιοί με τη σημερινή έννοια, αν και αυτοδίδακτοι, εμφανίζονται στην Ελλάδα μόλις στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Πρωτύτερα όλοι ήταν ερασιτέχνες, «φιλόμουσοι» ή «μουσόληπτοι νέοι», «θεατρερασταί» ή «φιλοθέατροι Γραικοί», όπως τους ονομάζουν οι πηγές. Παράδοση θεατρικών παραστάσεων υπήρχε πριν απ’ το 1800 μόνο στα Επτάνησα, στη βενετοκρατούμενη Κρήτη, που διακόπηκε με την επιβολή της Τουρκοκρατίας το 1669, και στις Κυκλάδες και την Χίο, όπου οι παραστάσεις σταμάτησαν γύρω στα μέσα του 18ου αιώνα. Τα δραματικά έργα που μεταφράζονται κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα, κυρίως από τα γαλλικά και τα ιταλικά, προορίζονται όλα για ανάγνωση, όχι για θεατρική παράσταση. Η ιδέα του θεάτρου αλλάζει μόλις γύρω στα 1800, με την ολοκληρωτική επιβολή του Διαφωτισμού, ο οποίος έβλεπε τη σκηνική παράσταση ως μέσον αποτελεσματικής διδαχής, γιατί το «μάθημα» αυτό γίνεται με ζωντανούς ανθρώπους και είναι πιο πειστικό από την εκφωνούμενη πραγματεία και το γραμμένο δοκίμιο. Την ιδέα πως το θέατρο «διδάσκει», η οποία ως ένα βαθμό επικρατεί ακόμα και ως σήμερα, ασπάστηκαν οι προεπαναστατικοί  Έλληνες διανοούμενοι, για λόγους πατριωτικούς, ως τελεσφόρο μέσο αφύπνισης της εθνικής συνείδησης. Έτσι, το 1817, όταν στην Οδησσό έχουν ξεκινήσει πλέον οι ελληνικές θεατρικές παραστάσεις, ο Κωνσταντίνος Ασώπιος σημειώνει, στον Ερμήν τον Λόγιον, πως το θέατρο «σκοπόν έχει των ηθών την διόρθωσιν και την εκπαίδευσιν των λαών· είναι το κοινόν σχολείον των ανθρώπων, το οποίον αναπληρώνει των άλλων σχολείων την έλλειψιν». Και, το 1818, ο Κωνσταντίνος Οικονόμος εξ Οικονόμων αναφέρει στα Γραμματικά του, πως το θέατρο είναι «το δημόσιον σχολείον της ημερότητος και της φιλανθρωπίας». Δεν έλειψαν και οι αντίθετες φωνές, όπως του Κοραή, που έβλεπε στην τέρψη του θεάτρου μια επικίνδυνη ενασχόληση. Οπωσδήποτε μπαίνοντας στον Αγώνα είχε εδραιωθεί πλέον ευρύτατα η αντίληψη πως το θέατρο είναι άριστο σχολείο του Έθνους, ένα έξοχο βήμα διακήρυξης των πατριωτικών  αξιών και αρετών και ένα γοητευτικό medium της καλλιέργειας της αγάπης για την ελευθερία.

Αυτή η άποψη των Διαφωτιστών της Ευρώπης για τον διδακτικό σκοπό της σκηνής, που προερχόταν κυρίως από τη γνώση του ρόλου του θεάτρου κατά τη Γαλλική Επανάσταση, ενισχύθηκε στις ελληνόφωνες παροικίες της Διασποράς και υλοποιήθηκε με μια σειρά θεατρικών παραστάσεων στα αμέσως προηγούμενα χρόνια πριν από τον σηκωμό: στην Οδησσό, την πόλη που ιδρύθηκε, το 1814, η Φιλική Εταιρεία, από το 1817 στη σκηνή των ερασιτεχνών, και στο Βουκουρέστι, όπου από τις αρχές του 1819 το αυλικό και σχολικό θέατρο της Αυθεντικής Ακαδημίας υπό την καθοδήγηση της κόρης του ηγεμόνα, Ραλλούς Καρατζά, μετατράπηκε γρήγορα σε επαναστατική σκηνή, γιατί τόσο στο εποπτικό συμβούλιο όσο και στον ίδιο το θίασο συμμετείχαν σχεδόν αποκλειστικά μέλη της Φιλικής Εταιρίας. Και το ρεπερτόριο που ανέβαζαν ήταν κυρίως τραγωδίες με αρχαιοελληνική θεματολογία, τα περισσότερα εικονοκλαστών κι αντιμοναρχικών δραματουργών, όπως του Βολταίρου και του Αλφιέρι, και είχαν κεντρικό μοτίβο την τυραννοκτονία.  Και κάθε παράσταση μετατρεπόταν σε θερμή πατριωτική εκδήλωση, που γινόταν δεκτή με δάκρυα συγκίνησης και ξεσπάσματα πατριωτικού ενθουσιασμού. Οι υποκριτές αντιμετωπίζονταν ως εθνικοί ήρωες και φάροι της διαφώτισης, – στην κυριολεξία ηθο-ποιοί, που «ποιουν ήθος» επί σκηνής, όπως καθιερώθηκε ο όρος γύρω στα 1840 ως νεολογισμός, – και είχαν και οι ίδιοι πλήρη επίγνωση της εθνικής κι επαναστατικής τους αποστολής. Σπάνια στην ιστορία του ευρωπαϊκού θεάτρου σκηνικές παραστάσεις ήταν τόσο άμεσα συνδεδεμένες με επαναστατικές προετοιμασίες κι είχαν τόσο έντονα ιδεολογική αποστολή· σπάνια το θέατρο έπαιζε τόσο αποτελεσματικά καθαρά πολιτικό ρόλο.

Το χρονικό τόσο της σχετικής ελληνικής δραματογραφίας όσο και των θεατρικών παραστάσεων μαρτυρεί για τις ραγδαίες εξελίξεις λίγα χρόνια πριν από το ’21. Η πρώτη θεατρική παράσταση στον ελλαδικό χώρο γίνεται στα Αμπελάκια το 1803, πιθανώς με πρωτοβουλία και συνδρομή του ιατροφιλόσοφου και μεταφραστή θεατρικών έργων Γεώργιου Σακελλάριου (1767-1838), αλλά η θεματολογία του έργου ακόμα δεν έχει πολιτική χροιά. Στην Κέρκυρα ανεβάζεται το 1817 η τραγωδία «Πολυξένη» του Ιακωβάκη Ρίζου Νερουλού (έκδοση Βιέννη 1814) με σαφώς εθνεγερτική λειτουργία, γιατί στην τραγωδία αυτή για τον Τρωικό Πόλεμο και τη δολοφονία του Αχιλλέα, ο Φαναριώτης δραματουργός εξυμνεί τις πολεμικές αρετές των Ελλήνων και την ανωτερότητα του πολιτισμού τους, ενώ οι Τρώες παρουσιάζονται ως νωχελικοί κι απαθείς Ασιάτες και παραλληλίζονται σαφώς με τους Τούρκους.  Το 1818 τυπώνεται στη Βιέννη το πρώτο πατριωτικό  δράμα του Ιωάννη Ζαμπέλιου, «Τιμολέων», με σαφείς αναφορές στο παρόν· η δεύτερη πατριωτική τραγωδία του, γραμμένη ακόμα πριν απ’ το ’21, έχει ξεκάθαρα εθνεγερτική θεματική: είναι ο «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ή Η Άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως».  Την ίδια χρονιά τυπώνεται στη Βιέννη και το ιστορικό δράμα «Οι Στρελίτζοι» του Κωνσταντίνου Κοκκινάκη, του συνεκδότη του Λογίου Ερμή, που εξυμνεί τον διαφωτιστή τσάρο Πέτρο το μεγάλο («στρελίτζοι» είναι η Ρώσοι πραιτωριανοί του τσάρου, που στασίασαν εναντίον του), έργο που προορίζεται, σύμφωνα με τον πρόλογό του, για παράσταση στο ερασιτεχνικό σχήμα της Οδησσού. Εκεί έχει δημιουργηθεί, το αργότερο το 1817, μια ερασιτεχνική σκηνή, στην οποία παίζουν αρχικά τον «Θεμιστοκλή» του Μεταστάσιου και το 1818 το «Θάνατον του Δημοσθένους», πρωτότυπο έργο του Νικόλαου Πίκκολου. Όμως και στο Βουκουρέστι έχει συγκροτηθεί από το 1817 ερασιτεχνικό θεατρικό κίνημα με πρωταγωνιστή τον Κωνσταντίνο Κυριακό-Αριστία (1799-1880) και βασικό στέλεχος τον Θεόδωρο Αλκαίο (περ. 1780-1833)· στην επιτροπή του θεάτρου συμμετείχαν, όπως αναφέραμε, καθηγητές της Αυθεντικής Ακαδημίας και μέλη της Φιλικής Εταιρίας, που ενέκριναν ένα «επαναστατικό» ρεπερτόριο με ιστορικά έργα για την τυραννοκτονία. Παρά την προληπτική λογοκρισία του ηγεμόνα οι παραστάσεις μετατρέπονταν σε ενθουσιώδεις  πατριωτικές  εκδηλώσεις· το μαρτυρούν πολυάριθμες ανταποκρίσεις σε ελληνικές εφημερίδες της εποχής.

Το 1819 στην Οδησσό, οι Επτανησιώτες Σπυρίδων Δρακούλης  (†1821) και Γεώργιος Αβραμιώτης (1793-1825) συγκροτούν, μαζί με τον Κοζανίτη λόγιο Γεώργιο Λασσάνη (1793-1870), ερασιτεχνική σκηνή που ανεβάζει πατριωτικά έργα, μεταξύ άλλων το αλληγορικό μονόπρακτο του Λασσάνη «Ελλάς» (έκδοση Μόσχα 1820), όπου ένας ξένος φιλέλληνας (χαρακτηριστικά Ρώσος) επισκέπτεται σε σκοτεινή σπηλιά τη βασανισμένη από τον τύραννο προσωποποίηση της μητέρας Ελλάδας, και την τραγωδία «Αρμόδιος και Αριστογείτων» για τους αρχαίους τυραννοκτόνους, που μόλις πρόσφατα εντοπίστηκε κι εκδόθηκε και στην παράσταση της οποίας συμμετείχε και ο ίδιος ο συγγραφέας.

Αυτές οι προσπάθειες ωστόσο έχουν αντίκτυπο και στα ελληνικά σχολεία: στην Αυθεντική Ακαδημία στο Ιάσιο, όπου γίνονταν θεατρικές παραστάσεις από το 1805, στην ελληνική σχολή των Κυδωνιών ανεβάζουν από το 1817 σκηνές από αρχαίες τραγωδίες, στο θέατρο της Τεργέστης παίζουν κατά το Φεβρουάριο του 1820 Έλληνες μαθητές του Γυμνασίου τον «Θάνατο του Καίσαρος» του Βολταίρου, μαθητές του σχολείου του Άργους απαγγέλλουν το 1820 σκηνές από το ηρωικό δράμα «Λεωνίδας εν Θερμοπύλαι». Η επανάσταση και ο πατριωτικός ενθουσιασμός είναι εξίσου υπόθεση της νεολαίας.

Στην ίδια την Κωνσταντινούπολη μαρτυρούνται κρυφές απαγγελίες και ερασιτεχνικές παραστάσεις σε αρχοντικά. Η πιο σημαντική από αυτές είναι σίγουρα μια φιλολογική συγκέντρωση στο αρχοντικό του ποστέλνικου Μάνου στα Θεραπειά, όπου έγινε μυστική απαγγελία των «Περσών» και διακόπηκε η απαγγελία για να τραγουδηθεί χαμηλόφωνα ο Θούριος του Ρήγα. Με αυτό το stage reading (αναλόγιο) και την αφήγηση του De Marcellus ασχολήθηκε πρόσφατα η Gonda van Steen στο δεύτερο κεφάλαιο μιας μονογραφίας για τον De Marcellus . Έχει τίτλο “Rehearsing Revolution. Αeschylus’s Persians on the Eve of the Greek War of Independence” και ασχολείται με το stage reading (αναλόγιο) των «Περσών» στο αρχοντικό του Δημητρίου Μάνου στην Πόλη, όπως και ένα άρθρο του Αλέξη Πολίτη. Παρόντες ήταν στη σύναξη αυτή, εκτός από τον Γάλλο διπλωμάτη που διηγείται 40 χρόνια αργότερα τη σκηνή, ο Κωνσταντίνος και ο Νικόλαος Μουρούζης και ο μητροπολίτης Εφέσου Καλλιάρχης, ο Κωνσταντίνος Οικονόμος που διηύθυνε την «παράσταση» και ο φοιτητής από την σχολή των Κυδωνιών που πραγματοποίησε τη χαμηλόφωνη απαγγελία. Οι λεπτομέρειες της αφήγησης του Γάλλου αναφέρουν διακοπές της απαγγελίας και σχόλια των παρευρισκομένων, το σιγανό τραγούδισμα του Θούριου, τη συνωμοτική ατμόσφαιρα και τις προφυλάξεις για τον κίνδυνο της ανακάλυψης από τους Τούρκους. Το θέμα των «Περσών» ερμηνεύτηκε στα σύγχρονα συμφραζόμενα: στο «Ελλάς» του Shelley, το πρώτο φιλελληνικό δραματικό έργο που γράφτηκε κατά τη διάρκεια του Αγώνα (ολοκληρώθηκε το Νοέμβριο του 1821), αναφέρεται στον πρόλογο «Όλοι είμαστε Έλληνες» και ο ποιητής γράφει σε επιστολή προς τον Gisborne (22.10.1821), πως το έργο είναι μίμηση των «Περσών» του Αισχύλου, που βλέπει τον Αγώνα της απελευθέρωσης από την πλευρά των Τούρκων. Η περιγραφή του Marcellus εγείρει βέβαια αρκετά ερωτηματικά: μεγάλο μέρος της αφήγησής του αναλώνεται στην απόδοση του κειμένου των «Περσών» στα γαλλικά· όμως η van Steen αποδεικνύει πως ο Marcellus μεταφράζει όχι το πρωτότυπο αλλά την πεντάπρακτη διασκευή του Αlfieri (1797, έκδοση 1804). Αυτό δημιουργεί μια άλλη σειρά ερωτημάτων και ερωτηματικών για τη γνησιότητα και αυθεντικότητα της περιγραφής, που ο Γάλλος διπλωμάτης δημοσιεύει μόλις 40 χρόνια αργότερα. Για το θέμα αυτό προσφέρονται διάφορες εξηγήσεις. Το αποτέλεσμα πάντως είναι ότι ούτε η van Steen ούτε ο Πολίτης αμφισβητούν εν τέλει πως αυτή η συνωμοτική ανάγνωση με το επικίνδυνο περιεχόμενο έχει γίνει πραγματικά· δεν μπορεί να είναι καθαρή επινόηση του Marcellus. Οι λεπτομέρειες βέβαια παραμένουν αβέβαιες.

Αλλά το πιο συγκλονιστικό γεγονός είναι πως στην ίδια την Κωνσταντινούπολη, τη βασιλεύουσα και τώρα κέντρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, παριστάνεται κρυφά το χειμώνα του 1820/21, λίγους μήνες πριν από το ξέσπασμα της Επανάστασης, κατά τη μαρτυρία Άγγλου περιηγητή, από Έλληνες ερασιτέχνες ο «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ή Η Άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως», μάλλον το έργο του Ζαμπέλιου που υπήρχε σε χειρόγραφη μορφή Εκδόθηκε αργότερα, το 1833, (αλλά ο «Τιμολέων» του είχε εκδοθεί το 1818 στη Βιέννη), σε ενοικιασμένη αίθουσα, με πρωτοβουλία του Κεφαλονίτη ζωγράφου Γεράσιμου Πιτσαμάνου, ο οποίος φρόντισε και για τα σκηνικά και τα κοστούμια. Το παράτολμο εγχείρημα ανακαλύφθηκε από τους Τούρκους, ηθοποιοί και θεατές κατόρθωσαν να διαφύγουν, ο ιδιοκτήτης της αίθουσας όμως, ένας φαρμακοποιός από το Πέραν, αποκεφαλίστηκε μπροστά στο μαγαζί του. Ο Πιτσαμάνος κατέφυγε στην αγγλική πρεσβεία και ζούσε από τη φιλοτέχνηση πορτρέτων, ενώ κατόρθωσε αργότερα να διαφύγει με πλοίο στην Οδησσό. Το γεγονός, που ανακαλύφθηκε σχετικά πρόσφατα, είναι σημαντικό για την αλυσίδα των ιστορικών συμβολισμών και την εξαιρετική τόλμη: Έλληνες παριστάνουν λίγους μήνες πριν από το 1821 ένα ιστορικό έργο για την Άλωση της Πόλης στην ίδια την Κωνσταντινούπολη!

 

              Ηθοποιοί και δραματουργοί ως μαχητές στον Αγώνα

 

Μολοντούτο οι Έλληνες ηθοποιοί των προεπαναστατικών ερασιτεχνικών παραστάσεων στο Βουκουρέστι και στην Οδησσό είχαν πλήρη επίγνωση του πολιτικού και κοινωνικού τους ρόλου, και όταν εκδηλώθηκε το κίνημα του Υψηλάντη στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, που κατέληξε στη μοιραία μάχη του Δραγατσανίου στις 7 Ιούνιου του 1821, βρίσκουμε να συμμετέχουν σε θέσεις κλειδιά οι βασικοί ηθοποιοί των ερασιτεχνικών σκηνών στην Οδησσό και το Βουκουρέστι. Και η τύχη τους είναι διαφωτιστική και διδακτική για τη διπλή τους ιδιότητα ως ηθοποιών που διδάσκουν από τη σκηνή και ως αγωνιστών που με τη στάση τους στο πεδίο της μάχης διδάσκουν τη θυσία για την πατρίδα και την ελευθερία. Αναλυτικά:

  • ο Γεώργιος Λασσάνης, πρώτος χιλίαρχος και προσωπικός υπασπιστής του Αλέξ. Υψηλάντη στον Ιερό Λόχο, στου οποίου την ίδρυση πρωτοστάτησε, καταφεύγει μαζί του σε αυστριακό έδαφος, φυλακίζεται μαζί του στο ουγγρικό φρούριο Munkacz (1821-23) και μετά στην Theresienstadt (1823-27), αποφυλακίζεται με μεσολάβηση του τσάρου Νικόλαου Α΄ και ακολουθεί τον Υψηλάντη στη Βιέννη, όπου αυτός πεθαίνει το 1828·
  • ο Ζακυνθινός Σπυρίδων Δρακούλης, εκατόνταρχος του Ιερού Λόχου, σκοτώνεται στη μάχη και απαθανατίζεται σε ποίημα του πρωτοσπαθάριου Θεοδόσιου Φινίτη· το 1822 στην Οδησσό οργανώνεται η τελευταία ερασιτεχνική ελληνική παράσταση, ο «Φιλοκτήτης» στη διασκευή του Νικόλαου Πίκκολου κατά τη γαλλική διασκευή του La Harpe, εις μνήμην του·
  • ο Κωνσταντίνος Κυριακός-Αριστίας, ο πρωταγωνιστής του ερασιτεχνικού θεάτρου του Βουκουρεστίου, επικεφαλής της πομπής για την υποδοχή του Αλ. Υψηλάντη στην πρωτεύουσα της Βλαχίας (27. 3. 1821), υψώνει το λάβαρο της Φιλικής Εταιρίας και εντασσόμενος από τους πρώτους στον Ιερό Λόχο, τραυματίζεται βαριά, κατορθώνει να διαφύγει σε αυστριακό έδαφος και φτάνει μέσω Ιταλίας στην Κέρκυρα, όπου διοργανώνει στην Ιόνιο Ακαδημία από το 1824-26, στο Teatro San Giacomo, ερασιτεχνικές παραστάσεις τραγωδιών με αρχαία θεματολογία, ώσπου να ταξιδέψει στο Βουκουρέστι, όπου θα γίνει ένας από τους ιδρυτές του ρουμανικού εθνικού θεάτρου·
  • ο Γεώργιος Αβραμιώτης από τη Ζάκυνθο πολεμάει στην Πελοπόννησο και πεθαίνει στο Ναύπλιο, το 1825, από τύφο·
  • ο Θεόδωρος Αλκαίος, βασικό στέλεχος του ερασιτεχνικού θεάτρου στο Βουκουρέστι, κατορθώνει μετά τη μάχη του Δραγατσανίου να κατεβεί στην Πελοπόννησο και να δώσει αναφορά στην προσωρινή κυβέρνηση, πολεμάει στο πλευρό του Δημ. Υψηλάντη στον Μοριά, συμμετέχει στις ναυμαχίες γύρω από τα Ψαρά, καταρτίζει δικό του στρατιωτικό σώμα που πολεμάει στο Μεσολόγγι, στη Λέσβο και στην Κρήτη, συμμετέχει στην εκστρατεία του Φαβιέρου στη Χίο 1827, υπερασπίζεται τους αγωνιστές στη δίκη της Ερμούπολης και σκοτώνεται το 1833, άδικα και απρόσμενα, σε μιαν αιματηρή αψιμαχία μεταξύ των γαλλικών στρατευμάτων και των ατάκτων του Κριεζώτη στο Άργος·
  • υπό τη σημαία της Φιλικής Εταιρίας πολεμούν στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες και οι ηθοποιοί Ιωάννης Σωμάκης και Γεράσιμος Ορφανός.

Όμως δεν είναι μόνο ηθοποιοί αλλά και δραματουργοί που διασκορπίζονται από τα επαναστατικά γεγονότα:

  • ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής (1809-1892), ανιψιός του ηγεμόνα, αναγκάζεται να καταφύγει μαζί με την οικογένειά του από το Βουκουρέστι μέσω της Στεφανούπολης της Τρανσυλβανίας στην Οδησσό, για να καταλήξει στη στρατιωτική σχολή του Μονάχου (με μεσολάβηση του Θείρσιου), και επιστρέφει μόλις το 1828 στην Ελλάδα·
  • ο Μιχαήλ (ή Μιλτιάδης) Χουρμούζης (1804-1892), ο κατοπινός σατιρικός κωμωδιογράφος, συμμετέχει ενεργά στον Αγώνα σε διάφορα μέρη και παραμένει στο τέλος στην Κρήτη για να συνέλθει από τα τραύματά του·
  • ο Κωνσταντίνος Κοκκινάκης (1781-1831) συλλαμβάνεται το 1821 στη Βιέννη από την αυστριακή αστυνομία γιατί μοίραζε επαναστατικές προκηρύξεις, και μένει στη φυλακή ως το 1825, οπότε απελαύνεται στην Ελλάδα και πεθαίνει πάμφτωχος στην Αίγινα το 1831.

Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 είναι ένα διδακτικό παράδειγμα του πώς η μεγάλη Ιστορία επεμβαίνει βάναυσα στις μικρές ιστορίες των ανθρώπων ως ατόμων, μια τομή σε όλες τις βιογραφίες που χωρίζει το παρελθόν από το μέλλον, για πολλούς και οριστική, που χωρίζει τη ζωή από το θάνατο. Μερικοί έγιναν ήρωες και αγάλματα, εισήλθαν θριαμβευτικά στο πάνθεον της εθνικής μυθιστορίας, άλλοι λησμονήθηκαν και περιφρονήθηκαν από τη νέα κοινωνία, και έζησαν στο περιθώριο των γεγονότων με τις αναμνήσεις τους. Άλλοι πάλι χάθηκαν άδοξα και δεν άφησαν ούτε ένα όνομα σε κάποια ιστορία της Επανάστασης. Για όλες τις κατηγορίες αυτές υπάρχουν παραδείγματα, και σε όλες αυτές τις τύχες, μέσα στα δύσκολα χρόνια της Επανάστασης και στα δύσκολα χρόνια μετά, υπάρχουν και ηθοποιοί, που συνέβαλαν, στη σκηνή και στη μάχη, με τη ζωή τους και με τον θάνατό τους, στην εποποιία της εθνεγερσίας.

 

              Η προκήρυξη του Υψηλάντη και το θέατρο

 

Η ερμηνεία της van Steen έρχεται σε πλήρη αντίθεση με μια γερμανική διδακτορκή διατριβή του Γεωργίου Πολιουδάκη για τη μετάφραση γερμανικής λογοτεχνίας στα νεοελληνικά πριν από την Ελληνική Επανάσταση του 1821, όπου ένα πολύ μεγάλο μέρος αφορά δραματικά έργα. Στο κεφάλαιο για το «Ελληνικό Θέατρο στον προεπαναστατικό Ελληνισμό» ο Πολιουδάκης ισχυρίζεται ότι οι ελληνικές θεατρικές παραστάσεις στο Βουκουρέστι, το Ιάσιο και την Οδησσό είχαν στόχο μόνο «τη διανόηση και την τέρψη» κι όχι και πολιτική και επαναστατική σκοπιμότητα και στοχοθεσία, ότι η «Φιλική Εταιρία», που ιδρύεται στην Οδησσό το 1814, δεν εξασκούσε καμιά επίδραση στις ελληνικές θεατρικές παραστάσεις στο λιμάνι της Μαύρης Θάλασσας από το 1817 και ότι το νεοελληνικό θέατρο πριν το 1821 δεν ήταν μέσο της προετοιμασίας της επανάστασης, και μια τέτοια ερμηνεία θα ήταν τελείως λάθος (“gänzlich fehlinterpretiert”).

Αντίθετα η φλαμανδή φιλόλογος, τώρα καθηγήτρια στο Korais-Chair στον King’s Cοllege του Λονδίνου, θεωρεί άκρως πολιτικοποιημένο το ελληνικό προεπαναστατικό θέατρο, και στο τρίτο κεφάλαιο της αναφερόμενης μονογραφίας, “Remaking Persian War Heroes”, τοποθετεί την συνωμοτική «παράσταση» στις παραμονές του ξεσπάσματος της Επανάστασης (βλ. παραπάνω) σε δύο ευρύτερα συμφραζόμενα: 1) αναλύει τη «χρήση» των Περσών στην φιλελληνική δραματογραφία, και 2) προσδιορίζει τη θέση της παράστασης στο ελληνικό προεπαναστατικό θέατρο. Το πρώτο αφορά βέβαια το “Hellas” του Shelley (1820), το ποίημα “The Isles of Greece” του Βyron, και άλλα έργα για σημαδιακούς  «τόπους» της φιλελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής (Θερμοπύλες, Σαλαμίς, Μαραθώνας, Λεωνίδας, Μιλτιάδης, Θεμιστοκλής κτλ.), αναφέρεται ακόμα και στον «Γεώργιο Καραϊσκάκη» του Παν. Σούτσου, στο χωρίο των Περσών 402-5: «Ίτε παίδες Ελλήνων» και τον Θούριο του Ρήγα (1797): «Δεύτε παίδες των Ελλήνων». Η θεματική ενότητα “The ‘More Dangerous’ Plays of Early Modern Greek Dramaturgy – Lifeline Odessa” αναλύει εν συντομία το ρεπερτόριο του ελληνικού προεπαναστατικού θεάτρου: «Φιλοκτήτης», «Εκάβη», «Πέρσες», «Θεμιστοκλής» του Μεταστάσιου, «Αχιλλέας» του Χριστόπουλου (1805), «Αρμόδιος και Αριστογείτων» του Λασσάνη (1819)· ο ίδιος ο Marcellus ακούει τον «Λεωνίδα εν Θερμοπύλαις» το 1820, στο Άργος, από μαθητές του Γυμνασίου και μεταφράζει και τρεις σκηνές· στη συνέχεια αναλύει λεπτομερειακά τον «Θεμιστοκλή» του Μεταστάσιου και εξηγεί την πατριωτική «χρήση» του στο προεπαναστατικό θέατρο (την παράστασή του το 1814 στην Οδησσό, τη χρονιά της ίδρυσης της Φιλικής Εταιρίας). Στην προκήρυξη του Αλέξανδρου Υψηλάντη στη Μολδαβία «εις το γενικόν στρατόπεδον του Ιασίου» (24 Φεβρουαρίου 1821) με τίτλο «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος» και αρχίζοντας με «Η ώρα ήλθεν, ω άνδρες Έλληνες…», ο αρχηγός του Ιερού Λόχου αναφέρεται ρητά στα σύμβολα της Ελληνικής Επανάστασης, τα οποία μοιάζουν παρμένα από το ρεπερτόριο του ελληνικού θεάτρου στην Οδησσό, το Ιάσιο και το Βουκουρέστι: «Ποια ελληνική ψυχή θέλει αδιαφορήσει εις την πρόκλησιν της Πατρίδος; Εις την Ρώμην ένας του Καίσαρος φίλος, σείων την αιματωμένην χλαμύδα του τυράννου, εγείρει τον λαόν. Τι θέλετε κάμει σεις, ω Έλληνες προς τους οποίους η Πατρίς γυμνή δεικνύει μεν τας πληγάς της και με διεκεκομμένην φωνήν επικαλείται την βοήθειαν των τέκνων της;… Ας καλέσωμεν λοιπόν εκ νέου, ω ανδρείοι και μεγαλόψυχοι Έλληνες, την Ελευθερίαν εις την κλασσικήν γην της Ελλάδος! Ας συγκροτήσωμεν μάχην μεταξύ του Μαραθώνος και των Θερμοπυλών! Ας πολεμήσωμεν εις τους τάφους των πατέρων μας, οι οποίοι, διά να μας αφήνωσιν ελευθέρους, επολέμησαν και απέθανον εκεί! Το αίμα των Τυράννων είναι δεκτόν εις την σκιάν του Θηβαίου Επαμεινώνδου και του Αθηναίου Θρασυβούλου, οίτινες κατετρόπωσαν τους τριάκοντα τυράννους, εις εκείνας του Αρμοδίου και Αριστογείτονος, οι οποίοι συνέτριψαν τον Πεισιστρατικόν ζυγόν, εις εκείνην του Τιμολέοντος, όστις απεκατέστησε την ελευθερίαν εις την Κόρινθον και τας Συρακούσας, μάλιστα εις εκείνας του Μιλτιάδου και Θεμιστοκλέους, του Λεωνίδου και των Τριακοσίων…». Αυτό αναφέρεται, κατά την ερμηνεία της van Steen, ρητά στο δραματικό ρεπερτόριο των ελληνικών ερασιτεχνικών σκηνών στο Βουκουρέστι, το Ιάσιο και την Οδησσό: «Αρμόδιος και Αριστογείτων» του Λασσάνη με τον αλληγορικό πρόλογο «Ελλάς», «Τιμολέων» του Ζαμπέλιου, «Θεμιστοκλής» του Μεταστάσιου, «Λεωνίδας εν Θερμοπύλαις»· ενώ αυτό θα μπορούσε να ερμηνευτεί ακόμα ως απόρροια μιας σύμπτωσης, η οποία εδράζεται στο αρχαίο μεγαλείο, το οποίο επικαλούνται οι επαναστάτες και το οποίο έχει δραματοποιηθεί και στις ερασιτεχνικές σκηνές, η αναφορά όμως στον «Θάνατο του Καίσαρος» και τον «Βρούτο» του Βολταίρου, που δεν αφορά άμεσα την ελληνική ιστορία, είναι πειστική: το πρώτο έχει παρασταθεί το 1819 στο Βουκουρέστι, το δεύτερο το 1820.

Nομίζω πως πρόκειται για μια σημαντική αποκάλυψη, που δείχνει ακόμα πιο ξεκάθαρα τη στενή σύνδεση του ελληνικού προεπαναστατικού θεάτρου όχι μόνο με την ιδεολογική και ψυχολογική προετοιμασία του Αγώνα, αλλά και με τον ίδιο τον Αγώνα ως πολεμική δράση: η έκκληση της προκήρυξης για άμεση ανάληψη επαναστατικής δράσης χρησιμοποιεί εκείνα τα σύμβολα και τα πρόσωπα, τα οποία είχαν παρουσιάσει επί σκηνής τα ερασιτεχνικά σχήματα στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες και στην Οδησσό. Δεν είναι μόνο το θέατρο που προετοίμασε την πολεμική δράση, αλλά η πολεμική δράση καταφεύγει η ίδια στην εμπειρία των παραστάσεων για να διεγείρει τον πατριωτικό ενθουσιασμό. Στο άτυχο πεδίο μάχης στο Δραγατσάνι βρέθηκαν πολλοί από τους ερασιτέχνες ηθοποιούς. Υπάρχει και άλλη περίπτωση τέτοιας ταύτισης του αγώνα με την υποκριτική: όταν, αρχές του 1829, ο Θεόδωρος Αλκαίος υποδυόταν στην δική του τραγωδία «Μάρκος Μπότσαρης» τον θρυλικό ήρωα, όντας ο ίδιος αγωνιστής και οπλαρχηγός, μπροστά στους πρόσφυγες και αγωνιστές του αγώνα, που αυτά που έβλεπαν επί σκηνής τα είχαν ζήσει στην πραγματικότητα, δημιουργώντας παραληρήματα ενθουσιασμού. Αυτόν τον πατριωτικό ενθουσιασμό των ερασιτεχνικών παραστάσεων στο πρώτο «εθνικό» θέατρο των Ελλήνων στα αμέσως προεπαναστατικά χρόνια, ήθελε να διεγείρει ο Αλέξανδρος Υψηλάντης και για την πραγματική μάχη. Η σύνδεση του θεάτρου με την πολιτική ήταν ακόμα πιο στενή απ’ ό,τι πιστευόταν μέχρι τώρα: όχι μόνο προετοίμασαν οι παραστάσεις τον ένοπλο αγώνα, αλλά η ρητορική του πολέμου κατέφυγε η ίδια στα μέσα του θεάτρου. Και από αυτή την άποψη δικαιώνεται ο όρος «προεπαναστατικό» θέατρο, όχι μόνο ως έννοια μιας χρονολογικής περιοδολόγησης, αλλά και ως ιδεολογικό περιεχόμενο και ιστορικοκοινωνική λειτουργία: ήταν προσανατολισμένο και προορισμένο για την εποποιία του ’21. Αποπολιτικοποιημένες ερμηνείες όπως αυτή του Πολιουδάκη, που περιορίζονται στις έννοιες μόρφωση, ηθική διδαχή, διαφώτιση και τέρψη, δίνουν βέβαια το ευρύτερο πλαίσιο της εκτίμησης του θεάτρου από τον ελληνικό Διαφωτισμό, αδυνατούν όμως να συλλάβουν τη συλλογική λειτουργία των πολιτικών συμβολισμών στην ερμηνεία της αρχαιότητας, όπου οι Πέρσες είναι οι Τούρκοι και οι αρχαίοι τυραννοκτόνοι (σε Ελλάδα και Ρώμη) είναι οι αγωνιστές ενάντια στον οθωμανικό ζυγό. Αυτές οι ερμηνείες και αυτοί οι παραλληλισμοί δεν ήταν μόνο ενδοελληνικό εφεύρημα που κυκλοφορούσε ανάμεσα στους μυημένους στη Φιλική Εταιρία, αλλά είχαν προετοιμαστεί από τον ευρωπαϊκό Φιλελληνισμό, ο οποίος είχε οδηγήσει σε μια ολόκληρη κατηγορία εφήμερης δραματουργίας με τέτοιους παραλληλισμούς και σε πολλές και δημοφιλείς παραστάσεις πριν, κατά τη διάρκεια του Αγώνα και μετά. Σπάνια στην ιστορία του ευρωπαϊκού θεάτρου η σύνδεση θεάτρου και πολιτικής ήταν τόσο στενή όπως στην ελληνική Διασπορά σ’ αυτά τα λίγα χρόνια πριν το 1821.

 

(Από το βιβλίο Β. Πούχνερ, Το 1821 και το θέατρο, Αθήνα ΟΤΑΝ 2020).

2.  ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

Ποιός είναι ο Βάλτερ Πούχνερ.

 

Ο Βάλτερ Πούχνερ γεννήθηκε στη Βιέννη. Σπούδασε Θεατρολογία στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης και ανακηρύχθηκε εκεί διδάκτορας το 1972 με μία εργασία του για το νεοελληνικό θέατρο σκιών. Το 1977 ανακηρύχθηκε υφηγητής με μία διατριβή του για τη γέννηση του θεάτρου στον ελληνικό λαϊκό πολιτισμό. Από τότε εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ελλάδα και δίδαξε για 12 χρόνια ιστορία του θεάτρου στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Από το 1989 δίδαξε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών αρχικά στο Τμήμα Φιλολογίας και αργότερα στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών, του οποίου διετέλεσε και πρόεδρος. Παράλληλα εξακολούθησε να διδάσκει στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης Θεατρολογία. Υπήρξε επίσης επισκέπτης καθηγητής σε πολλά πανεπιστήμια της Ευρώπης και της Αμερικής. Το 1994 εξελέγη αντεπιστέλλον μέλος της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών και το 2001 παρασημοφορήθηκε με τον «Αυστριακό Σταυρό Τιμής για την Επιστήμη και την Τέχνη». Το 2018 ανακηρύχθηκε επίτιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έχει δημοσιεύσει περισσότερα από 120 βιβλία  και 500 μελετήματα για θέματα του ελληνικού και βαλκανικού θεάτρου, της συγκριτικής λαογραφίας, των βυζαντινών και νεοελληνικών σπουδών, καθώς και της θεωρίας του θεάτρου και του δράματος.

ΟΔΥΣΣΕΑ ΣΠΑΧΗ «ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΕΡΤΣΕΤΗΣ: Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΗΣ ΠΟΥ ΤΙΜΗΣΕ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ»

ΟΔΥΣΣΕΑ ΣΠΑΧΗ[1]

 

«ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΕΡΤΣΕΤΗΣ: Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΗΣ  ΠΟΥ ΤΙΜΗΣΕ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ»[2]

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

1.ΣΥΝΤΟΜΑ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

  1. Η ΦΙΛΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΔΙΟΝΥΣΙΟ ΣΟΛΩΜΟ ΚΑΙ Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ ΤΟΥ
  2. Η ΘΡΥΛΙΚΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥ Θ. ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ ΚΑΙ Ο Γ. ΤΕΡΤΣΕΤΗΣ

4.ΤΟ ΑΠΟΤΥΠΩΜΑ ΤΟΥ Γ.ΤΕΡΤΣΕΤΗ ΣΤΟΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟ ΑΓΩΝΑ

  1. Η ΕΝ ΓΕΝΕΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑ ΤΟΥ Γ. ΤΕΡΤΣΕΤΗ
  2. ΓΙΑΤΙ Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΕΡΤΣΕΤΗΣ;

      7.ΕΠΙΜΕΤΡΟ

 

 

        1.ΣΥΝΤΟΜΑ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Ο Γεώργιος Τερτσέτης γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1800 όπου και έλαβε τη στοιχειώδη εκπαίδευση. Φοίτησε   στο ίδιο σχολείο με τους γιους του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη,Πάνο και Γενναίο. Κατόπιν,σπούδασε νομικά στην Μπολώνια,ενώ στην Πάντοβα παρακολούθησε μαθήματα ιταλικής και λατινικής φιλολογίας.Ετσι, ο Τερτσέτης συνδύασε νομικές και φιλολογικές σπουδές κι αυτός ο συνδυασμός καθόρισε αργότερα τις επιλογές του,  που σφράγισαν την πορεία του  βίου του.Οι νομικές σπουδές του τον εξόπλισαν με την κατάλληλη νομική παιδεία, που θα του επέτρεπε να ασκήσει το λειτούργημα του δικαστή. Οι φιλολογικές σπουδές του τον βοήθησαν ν’  ασχοληθεί  με τη συγγραφή και, ειδικότερα, με την ποίηση. Με την έναρξη της ελληνικής  επανάστασης του 1821 ο Τερτσέτης, ήδη μυημένος στους κύκλους της Φιλικής Εταιρείας, συμμετείχε στις επιχειρήσεις των επαναστατών  στην Πελοπόννησο.Ωστόσο, αρρώστησε από τις κακουχίες κι επέστρεψε στην Ζάκυνθο.Παρά τα προβλήματα  υγείας που του προξένησε  η αρχική του  εμπλοκή στον αγώνα, επανήλθε στην πρώτη γραμμή για την απελευθέρωση  της Ρούμελης. Παντρεύτηκε σε μεγάλη ηλικία  την Γαλλίδα λαογράφο Αδελαίδα Ζερμαίν και από το γάμο αυτό απέκτησε ένα γιο. Σ’ όλη του τη ζωή ο Γ. Τερτσέτης,  με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, συνδέθηκε με τον απελευθερωτικό αγώνα και υπηρέτησε τα ιδανικά και τους σκοπούς της  Ελληνικής Επανάστασης του 1821.Είτε με την ιδιότητα του δικαστή είτε με την ιδιότητα του πνευματικού δημιουργού. Με την δεύτερη ιδιότητα συναναστράφηκε  στη   Ζάκυνθο με τον Διονύσιο Σολωμό.

  1. Η ΦΙΛΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΔΙΟΝΥΣΙΟ ΣΟΛΩΜΟ ΚΑΙ Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ ΤΟΥ

Ο Γ.Τερτσέτης κατατάσσεται από τους λογοτεχνικούς κριτικούς στην επτανησιακή σχολή και  στους λυρικούς ποιητές.Η στενή φιλία που τον συνέδεε με τον Διονύσιο Σολωμό καθόρισε την πνευματική του συγκρότηση.Με τον Διονύσιο  Σολωμό τον  συνέδεε όχι μόνο η κοινή καταγωγή, αλλά και το  αληθινό ενδιαφέρον  προς τη δημοτική ποίηση, καθώς κι  η ανιδιοτελής  αγάπη  προς την πατρίδα κι ο θερμός ζήλος για την απελευθέρωσή της. Η πνευματική συντροφιά που δημιούργησαν είχε υιοθετήσει τη χρήση  της δημοτικής γλώσσας στα κείμενα τους (ποιητικά κυρίως).Σε μια επιστολή του Δ. Σολωμού προς τον Γ. Τερτσέτη το 1833[3] ο Σολωμός καθιστά σαφές προς τον φίλο του ότι η αναγέννηση (ηθική και πολιτική) της Ελλάδας περνά αναγκαστικά  μέσα από την αναζωογόνηση της γλώσσας του λαού και την ακλόνητη υιοθέτηση ιδανικών. Ο Σολωμός προφητικά μνημονεύει πως η διαφθορά καταλύει τους ανθρώπινους θεσμούς, που μπορούν να διασωθούν μόνο με την υιοθέτηση αρχών και αξιών. Αλλ’  εκτός απ’ αυτή  τη  γενική μνεία, ο εθνικός μας ποιητής προτρέπει το  φίλο του να γνωρίσει τις ρίζες του, δηλαδή τη δημοτική (κλέφτικη) ποίηση, που χαρακτηρίζει ως  «όμορφη και ενδιαφέρουσα». Επισημαίνει, όμως, ο Σολωμός προς τον Τερτσέτη   πως : «Το έθνος ζητά από μας το θησαυρό της δικής μας διάνοιας, της ατομικής, ντυμένον εθνικά».Αυτή η τελευταία παραίνεση του Σολωμού προς τον Τερτσέτη αποτελεί δείγμα της ιδιαίτερης έγνοιας που διακατείχε τους δύο φίλους  για τον αγώνα της απελευθέρωσης και το ατομικό χρέος απέναντι στην εθνική αυτή υπόθεση.Μ’  αυτούς τους υψηλής ποιότητας συμβουλευτικούς λόγους εμπλουτίσθηκε η πνευματική συγκρότηση του Τερτσέτη.Κι αυτή τον  κατέστησε  ικανό να υπηρετήσει τόσο τη  λογοτεχνία όσο και τη Δικαιοσύνη.

  1. Η ΘΡΥΛΙΚΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥ Θ. ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ ΚΑΙ Ο Γ. ΤΕΡΤΣΕΤΗΣ

Ο Γ.Τερτσέτης διορίσθηκε δικαστής μετά την εγκαθίδρυση της Βασιλείας πρώτα στην Τρίπολη και κατόπιν στο Ναύπλιο.Εκεί έλαβε χώρα και  το ιστορικό γεγονός που καθόρισε το βίο του.Η γνωστή συμμετοχή του στη σύνθεση του δικαστηρίου που δίκασε το 1834  τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη  με την κατηγορία της συνωμοσίας εναντίον του βασιλιά Όθωνα. Ο Κολοκοτρώνης ήταν τότε σημαίνουσα προσωπικότητα  του ρωσόφιλου κομματικού σχηματισμού. Κατηγορήθηκε, όμως,  για εσχάτη προδοσία και συνελήφθη στις 6 Σεπτεμβρίου 1833 μαζί με  άλλους στρατιωτικούς. Συγκεκριμένα, οι συλληφθέντες κατηγορήθηκαν  ότι συνωμοτούσαν  για την ανατροπή του ανήλικου βασιλιά  Όθωνα.Η συνεδρίαση του δικαστηρίου έγινε  στο παλιό τζαμί του Ναυπλίου, της πρώτης πρωτεύουσας του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Η δίκη άρχισε στις 16 Απριλίου 1834,διήρκησε αρκετές  ημέρες και περατώθηκε  στις 25 Μαΐου 1834.Όταν η ακροαματική διαδικασία ολοκληρώθηκε, ο Αναστάσιος Πολυζωίδης (με την ιδιότητα του προέδρου του δικαστηρίου) προσκάλεσε τη σύνθεση του δικαστηρίου  σε διάσκεψη. Κατά τη διάσκεψη των μελών του δικαστηρίου ο Γ. Τερτσέτης  εξέφρασε την γνώμη του και αναφέρθηκε στην αθωότητα του Θ. Κολοκοτρώνη.Δεν υιοθέτησαν όμως την άποψη αυτή και τα άλλα μέλη του δικαστηρίου, εκτός από τον πρόεδρο Α. Πολυζωίδη με τον οποίον συνέστησαν το μέτωπο της μειοψηφίας.Ως ποινή για τον Κολοκοτρώνη  τελικά  ορίσθηκε η  θανατική εκτέλεση στη λαιμητόμο, εντός 24 ωρών.Για την καταδίκη του Κολοκοτρώνη,που αποφασίσθηκε από την πλειοψηφία της σύνθεσης,  διαφώνησαν,κατά τα προαναφερόμενα, μειοψηφώντας, ο πρόεδρος του δικαστηρίου Α. Πολυζωίδης  και ο Γ. Τερτσέτης. Για τη στάση του αυτή ο Γ. Τερτσέτης απειλήθηκε, ενώ οι φύλακες τον κακοποίησαν κτυπώντας τον και τον έσυραν στα έδρανα, προκειμένου να δώσει τη συγκατάθεσή του για την καταδίκη του Θ. Κολοκοτρώνη. Παρά την ιταμή ,όμως, συμπεριφορά των ιθυνόντων, ο Τερτσέτης αρνήθηκε να συμμορφωθεί προς την ντροπιαστική γι’ αυτόν  εντολή να υπογράψει την καταδικαστική για τον Κολοκοτρώνη  απόφαση.

4.ΤΟ ΑΠΟΤΥΠΩΜΑ ΤΟΥ Γ.ΤΕΡΤΣΕΤΗ ΣΤΟΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟ ΑΓΩΝΑ

Ο Γ.Τερτσέτης άφησε  ένα ανεξίτηλο αποτύπωμα στον απελευθερωτικό αγώνα   με την τριπλή ιδιότητά του: ως μαχητής, ως πνευματικός  δημιουργός,ως υπόδειγμα ανεξάρτητου δικαστή.Ο Τερτσέτης,ειδικότερα,όπως προαναφέρθηκε, είχε συμμετάσχει στις πρώτες μάχες  στο μέτρο που του  το επέτρεπαν οι σωματικές του δυνάμεις.Δεν αρκέστηκε,δηλαδή, στο ρόλο του πνευματικού δημιουργού.Είναι, άλλωστε, εκείνος που επέλεξε  ο Θ.  Κολοκοτρώνης για να του υπαγορεύσει   τα απομνημονεύματά του, που κυκλοφόρησαν το 1851 με τον τίτλο «Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836».Και, βέβαια, μόνο τυχαία δεν ήταν  αυτή η επιλογή του Κολοκοτρώνη.Η θρυλική  προσωπικότητα της επανάστασης,πέραν της προσωπικής του εκτίμησης για τον Τερτσέτη,γνώριζε και για τη συμμετοχή του στην επανάσταση ως απλού αγωνιστή.Έχω,όμως τη γνώμη πως το βαθύτερο αποτύπωμα του Τερτσέτη στον απελευθερωτικό αγώνα ήταν  το ήθος που επέδειξε στην δίκη του Κολοκοτρώνη.Τότε δεν αποφάσισε μόνο να υπερασπισθεί τη δικαστική ανεξαρτησία και τη στοιχειώδη έννοια της δίκαιης δίκης.Εκείνες τις στιγμές προστάτευσε  σθεναρά και το ίδιο το ιδεώδες του αγώνα.Με την αποτροπή μιας άδικης καταδίκης για τον εκ των  ηγετών  της επανάστασης του 1821  ήθελε ν’  αποτρέψει και τον έσχατο ευτελισμό του ίδιου του αγώνα από το όνειδος του εμφύλιου σπαραγμού.Ο Τερτσέτης δεν μπορούσε να διανοηθεί    ότι το νεοσύστατο ελληνικό κράτος θα καταδίκαζε σε θάνατο δια του θεσμού της δικαιοσύνης εκείνον που ήταν πρωτεργάτης για την σύστασή του.Ήταν, επομένως, ζήτημα τιμής γι’  αυτόν να μη γίνει συνεργός, όχι μόνο  στην καταδίκη ενός αθώου, αλλά   και στην αμαύρωση του απελευθερωτικού αγώνα. Έχει δε έτι περαιτέρω αξία το ότι το δικαστικό ήθος του  επιδείχθηκε στις πιο δύσκολες συγκυρίες και υπό τις  πιο αντίξοες συνθήκες.Σ’ ένα νεοσύστατο κράτος, δηλαδή, που είχε ν’ αντιμετωπίσει, εκτός απ’  την οργή του Οθωμανού  δυνάστη και την αγριότητα των εμφύλιων συγκρούσεων.Οι αξίες,άλλωστε, του ανθρωπισμού με τις οποίες ήθελε να συνδέσει την προσωπικότητα του  έγιναν  εμφανείς στην απολογία του κατά την δίκη, στην οποία σύρθηκε το Σεπτέμβριο του 1834.Αντιμετώπισε,συγκεκριμένα,   κατηγορίες   για την στάση του ως δικαστή στην προγενέστερη δίκη του Κολοκοτρώνη.Η συγκυρία επέτρεψε ,τότε, στον Τερτσέτη να  εκφωνήσει  μια θρυλική απολογία, στην οποία, μεταξύ άλλων, ανέφερε τα εξής: «Δεν είμαι από την Σπάρτη, δεν είμαι Αθηναίος, πατρίδα μου έχω όλην την Ελλάδα. Τοιουτοτρόπως εκφράζεται ο γενναίος Πλούταρχος, είναι σχεδόν δύο χιλιάδες έτη, εις ένα των συγγραμμάτων του.Ημείς γεννημένοι εις πλέον ευτυχισμένην εποχήν, δηλαδὴ όταν η θρησκεία και η φιλοσοφία εφώτισαν, εκήρυξαν, εσφράγισαν το δόγμα της αγάπης και  της ισότητος, δυνάμεθα να ειπούμεν, ότι ημείς δεν είμεθα ούτε από την Ελλάδα, ούτε από την Ιταλία, ούτε από  την Γερμανία, ούτε από  την  Αγγλία, πατρίδα μας έχομεν το ανθρώπινο γένος.Όση γη περιαγκαλιάζει ο εύμορφος αιθέρας είναι αγαπητή μας πατρίδα.» Αλλά και ως πνευματικός δημιουργός ο Τερτσέτης  δεν θα λησμονήσει ποτέ το τραγούδι που άνθησε μέσα στον αγώνα.Μετά την απελευθέρωση ο ίδιος ηγείται  του αγώνα  υπέρ της λαϊκής γλώσσας και της   προβολής του δημοτικού τραγουδιού. Σ’ έναν λόγο του το 1853 πρότεινε «την τύπωσιν των κλέφτικων ασμάτων, των οποίων η χάρις, το ύψος της ιδέας, ισοδυναμούν με την ευγλωττίαν του Ομήρου».

  1. Η ΕΝ ΓΕΝΕΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑ ΤΟΥ Γ. ΤΕΡΤΣΕΤΗ

             Ο Γ. Τερτσέτης ασχολήθηκε με την  ποίηση και εκτός από τα απομνημονεύματα του Θ. Κολοκοτρώνη καλλιέργησε το δοκίμιο και τη φιλολογική μελέτη.Ήταν,κατά τα προαναφερόμενα,  δημοτικιστής και χρησιμοποιούσε τη δημοτική γλώσσα  τόσο στον ποιητικό λόγο όσο και στον πεζό. Άλλωστε, παρακινημένοι από τον επαναστατικό οίστρο της πρώτης περιόδου της ελληνικής επανάστασης ορισμένοι νεαροί ζακυνθινοί ποιητές είχαν διερευνήσει τη  δυνατότητα ν’ ανανεώσουν τα  εκφραστικά  τους μέσα  με τεχνικές   απ’  το δημοτικό τραγούδι.Ο Τερτσέτης διετέλεσε ηγετική φυσιογνωμία της ποιητικής αυτής παρέας από το 1822,έτος επιστροφής του  στη Ζάκυνθο από τις ευρωπαϊκές του περιπλανήσεις. Κατόπιν, όταν πια η μόνιμη κατοικία του ήταν   στην Αθήνα, ο Τερτσέτης,πάντοτε πιστός στις αρχές και στα ιδανικά του,υπερασπίσθηκε τις αρετές της δημοτικής με τους δημόσιους λόγους του. Μάλιστα,για να συνδυάσει τη θεωρία με την πράξη,προέβη  στα 1847, στη συγγραφή  μιας συλλογής ποιημάτων και διηγήσεων σε μικρό σχήμα, που τιτλοφόρησε  «Απλή  Γλώσσα».Μετά ακολούθησε (το 1851) η καταγραφή των απομνημονευμάτων του Θ.Κολοκοτρώνη.Αυτά δεν αποτελούν μόνο ένα βιβλίο καταγραφής ιστορικών γεγονότων.Συνιστούν ,ταυτόχρονα, και μια προσπάθεια απόδοσης αξίας στο λαϊκό λόγο και στο λαϊκό βίο.Οι κατ’ έτος πανηγυρικοί του για την επέτειο της επανάστασης του 1821 συνιστούν σημαντική συμβολή και στην ιστορία.Είχε,επίσης, ανάμειξη και στην πολιτική ζωή,αφού εκλέχθηκε βουλευτής Ζακύνθου το 1864.Συνεπώς,η πνευματική και πολιτική του δράση ήταν πολύπλευρη. Είναι δε ενδεικτικό το γεγονός ότι το 1860 μετέβη στην Ιταλία κατόπιν σχετικής κυβερνητικής  εντολής του  προς συνεννόηση  με τον Βίκτωρα Εμμανουήλ για από κοινού ενέργειες των δύο χωρών.Τούτο αποδεικνύει το μέγεθος της ακτινοβολίας της προσωπικότητάς του αλλά και το κύρος που απολάμβανε.

  1. ΓΙΑΤΙ Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΕΡΤΣΕΤΗΣ;

Ίσως τώρα να πρέπει ν’ απαντηθεί το ερώτημα γιατί επελέγη ο Γεώργιος Τερτσέτης για την πολύ σημαντική επέτειο των 200 ετών από την επανάσταση του 1821.Η πρώτη απάντηση είναι πως ο Γ.Τερτσέτης συγκεντρώνει πολλά χαρακτηριστικά και ιδιότητες που σχετίζονται με την επανάσταση του 1821.Αυτός ο ακέραιος χαρακτήρας  και ταπεινός άντρας από τη Ζάκυνθο συμβολίζει το ανάστημα της δικαστικής ανεξαρτησίας.Στις   δέλτους   της ιστορίας θα μνημονεύεται   ως ο    δικαστής που αντιτάχθηκε στην άδικη  καταδίκη ενός ήρωα της επανάστασης του 1821.Ήταν από τους πρωτοπόρους που υποστήριξαν τη δημοτική γλώσσα και αυτή η υποστήριξη δεν ήταν  άσχετη με το αίτημα της εθνικής ,κοινωνικής και πολιτιστικής απελευθέρωσης των υπόδουλων Ελλήνων.Ήταν ένας απ’ εκείνους που  διέσωσαν ποιήματα της δημοτικής μας παράδοσης.Δεν ξέχασε ποτέ την επιστολή[4] του   στενού  του φίλου  Δ.Σολωμού όπου του έγραφε πως: «Η κλέφτικη ποίηση είναι όμορφη και ενδιαφέρουσα καθώς μ’ αυτήν παράστησαν ανεπιτήδευτα οι Κλέφτες τη ζωή τους, τις ιδέες τους και τα αισθήματά τους…….»Τα παραπάνω φανερώνουν πως ο Τερτσέτης , αν και ξενόγλωσσος και με σπουδές στην αλλοδαπή, είχε αντιληφθεί ότι η δύναμη και η σοφία της λαϊκής δημιουργίας ήταν απαραίτητα εφόδια για το κράτος που γεννήθηκε από την Ελληνική επανάσταση του 1821.

7.ΕΠΙΜΕΤΡΟ

Ο Γ. Τερτσέτης, εν τέλει,  ήταν μια σημαντική  προσωπικότητα, που  ταύτισε τη δράση του και το βίο του με  τον απελευθερωτικό  αγώνα του 1821.Όση δε σεμνότητα είχε η συμπεριφορά του, τόσο πνευματικό  σθένος επιδείκνυε όταν χρειαζόταν να υπερασπισθεί ιδανικά κι αξίες.Για τους λόγους αυτούς θα μνημονεύεται ως αξιόλογος   λόγιος, καθώς συνδύασε με θαυμαστό και μοναδικό  τρόπο την αφοσίωση προς το δίκαιο με την αγάπη προς την ποίηση.

 

 

 

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ  ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

  1. Βαλέτας Γ.Μ. «Τερτσέτης Γεώργιος», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Αθήνα, Πυρσός, 1933.
  2. Βέης Νίκος,«Ο Τερτσέτης και τα απομνημονεύματα του Θ. Κολοκοτρώνη», Μηνιαίος Νέος Κόσμος Β΄, Μάιος 1934, σ.57-63, και Γ΄, Ιούνιος 1934, σ.51-64.
  3. Βλάχος Άγγελος,«Γεώργιος Τερτσέτης», Παρνασσός Γ΄, ετ. Α΄, σ.161-174.
  4. Κονόμος Ντίνος, «Ο Γ. Τερτσέτης και τα ευρισκόμενα έργα του». Αθήνα, έκδοση της Βιβλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων, 1984.
  5. Μπουμπουλίδης Φ., «Γεώργιος Τερτσέτης», Ελληνική Δημιουργία Ε΄, 1950, σ. 619-633.
  6. Μιχαλόπουλος Φ. «Γεώργιος Τερτσέτης», Αγγλοελληνική Επιθεώρηση,Σεπτ. 1946, σ.207-208 και 254-256.
  7. Σολωμού Αλίκη,«Τερτσέτης Γεώργιος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988.
  8. Στεφάνου Διον., «Γεώργιος Τερτσέτης»,Αθήνα, 1971 (στη σειρά Διαλέξεις και μελετήματα του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός, αρ.6).
  9. Bouchard J., Γ. Τερτσέτης·βιογραφική και φιλολογική μελέτη (1800-1843).Διδακτορική διατριβή.Αθήνα,1970.

 

 

 

[1] Ο Οδυσσέας   Σπαχής είναι Εφέτης Διοικητικών Δικαστηρίων και συγγραφέας.

[2] Το κείμενο αποδίδει την  ομιλία του Οδυσσέα Σπαχή στην Παλαιά Βουλή στις 7-11-2021 στα πλαίσια εκδήλωσης που διοργανώθηκε από τον ΚΕΛΔ για την επέτειο των 200 ετών από την Ελληνική επανάσταση του 1821.

[3] Βλ. Διονυσίου Σολωμού ,Άπαντα,τόμος τρίτος,Αλλληλογαρία.Επιμέλεια-Σημειώσεις Λίνου Πολίτη,εκδόσεις Ίκαρος,Αθήνα 1991.

[4] Βλ. Διονυσίου Σολωμού ,Άπαντα ,ο.π.

ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΔΑΒΒΕΤΑ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΕΦΕΤΩΝ: “ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΑ –ΚΑΙ- ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΥ ΚΟΡΑΗ.”

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΑ –ΚΑΙ- ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΥ ΚΟΡΑΗ.

( υπό Αθανασίου Δαββέτα, Προέδρου Εφετών.)

 

1) Η αντιπαράθεση μεταξύ των λογίων του γένους για την παιδεία και την γλώσσα.

Από τα μέσα του 18ου αιώνα μέχρι και τις αρχές του 19ου διαμορφώνονται μεταξύ των λογίων του γένους δύο αντίθετα πνευματικά ρεύματα, με αντικείμενο: (α) το περιεχόμενο της παιδείας των Ελληνόπουλων και (β) την γλώσσα που αυτή θα χρησιμοποιούσε. Στη μία πλευρά βρίσκεται το ρεύμα των συντηρητικών και στην άλλη εκείνο των θαυμαστών του τότε ακμάζοντος Δυτικού Διαφωτισμού, οι οποίοι συγκροτούν στα καθ’ ημάς το φαινόμενο του νεοελληνικού διαφωτισμού, όπως το ονόμασε πρώτος το 1946 ο κορυφαίος φιλόλογος και ιστορικός της λογοτεχνίας Κ. Θ. Δημαράς.

Στο πρώτο ρεύμα εντάσσεται το Πατριαρχείο της Κων/πολης και γενικά οι λόγιοι θεολόγοι και κληρικοί της ανώτερης ιεραρχίας. Κύριος εκπρόσωπος αυτών υπήρξε ο διαπρεπής λόγιος και ιεράρχης Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄, επικεφαλής του Πατριαρχείου στην προεπαναστατική περίοδο κατά τα κρίσιμα διαστήματα των ετών, 1797-1798, 1806-1808 και 1818-1821.

Η θέση τους ήταν : (1) η διατήρηση της δομής της εκπαίδευσης ως είχε, με ορισμένες υλικές βελτιώσεις, όπως η ίδρυση περισσότερων σχολείων, η λειτουργία ελληνικού τυπογραφείου, η έκδοση συγγραμμάτων κ.ά., (2) η γενικευμένη χρήση στην παιδεία της αρχαίας γλώσσας, (άλλως της αρχαΐζουσας ή της εκκλησιαστικής), και (3) η απόρριψη όλων των καινοτομιών που προσπαθούσαν να εισαγάγουν οι εκσυγχρονιστές Διαφωτιστές από τη Δύση.

Με τις βασικές θέσεις του Πατριαρχείου συντάσσεται και ένα αντίρροπο προς τον Διαφωτισμό κίνημα θρησκευτικού συντηρητισμού με ρίζες στο μοναχισμό. Πρόκειται για το κίνημα της λεγόμενης φιλοκαλλικής αναγέννησης, που εστιάζει: (1) στην ανακαίνιση της θρησκευτικής ζωής και της ορθοδοξίας με την επιστροφή στις αρχαίες πηγές και παραδόσεις της και (2) στην υπεράσπιση και εξάπλωση της ορθόδοξης χριστιανικής παιδείας και της ελληνικής γλώσσας, κυρίως στην εκκλησιαστική μορφή της, με σκοπό την ανάσχεση της εξάπλωσης των εκούσιων εξισλαμισμών και του εκλατινισμού. Κύρια μέριμνα εδώ είναι η διαφύλαξη της θρησκευτικής και εθνικής ταυτότητας των ελληνορθοδόξων. Οι εκπρόσωποί του αντιτίθενται σφοδρά στις εισαγόμενες από τους Διαφωτιστές ιδέες από τη λατινική και προτεσταντική Δύση. Οι αντίπαλοί τους λόγιοι του Διαφωτισμού τους αποκάλεσαν σκωπτικά Κολλυβάδες, καθόσον οι  απαρχές του κινήματος αυτού ανιχνεύονται στο Άγιο Όρος και στην διαφωνία που ανέκυψε στους κόλπους του για το ζήτημα της ημέρας τελέσεως των μνημοσύνων, και συγκεκριμένα για το αν θα πρέπει αυτή να είναι πάντα Σάββατο κατά την παράδοση ή και Κυριακή, που θεωρείτο νεωτεριστική πρακτική. Σημαντικοί εκπρόσωποι του κινήματος ήταν μεταξύ άλλων : ο Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης, ο άγιος Μακάριος Νοταράς, ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης και ο άγιος Αθανάσιος ο Πάριος. Σε αυτό το κλίμα ανήκει και ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, που εκτελείται χωρίς δίκη κοντά στο Μπεράτι της σημερινής Αλβανίας το 1779 για τη φερόμενη ως προσηλυτιστική δράση του υπέρ της Ορθοδοξίας και ως δήθεν υποκινητής εξέγερσης των ραγιάδων. Το κίνημα αυτό βρήκε σημαντική απήχηση στα λαϊκά στρώματα.

Στην άλλη πλευρά οι εκπρόσωποι του ελληνικού Διαφωτισμού, κληρικοί και αυτοί οι περισσότεροι, δίνουν έμφαση στο πνεύμα των αρχαίων συγγραφέων, αντί για την εμμονή στους τύπους της γραμματικής, υποστηρίζουν την επέκταση της διδασκαλίας των θετικών επιστημών στα σχολικά προγράμματα σε βάρος των θεολογικών μαθημάτων και εισηγούνται νέες διδακτικές μεθόδους. Γενικά, προάγουν την πίστη στον ορθό λόγο, στην επιστημονική έρευνα και στην ελευθερία της σκέψης – και του λόγου, ως προϋποθέσεων για την απόκτηση της γνώσης, ( =όποιος συλλογάται ελεύθερα συλλογάται καλά ). Μεταξύ τους συμφωνούν για την ανάγκη μετακένωσης, ( όπως έλεγε ο Κοραής ), της σύγχρονης γνώσης από την πολιτισμένη Δύση στην Ελληνόφωνη Ανατολή.  Ως προς την προτιμητέα γλώσσα, όμως, χωρίζονται σε τρεις απόψεις, ήτοι : (1) εκείνους που ευθυγραμμίζονταν με τους συντηρητικούς και υποστήριζαν την αρχαΐζουσα ή την εκκλησιαστική γλώσσα, ( λ.χ. Νεόφυτος Δούκας, Παναγιώτης Κοδρικάς, Αθανάσιος Σταγειρίτης, κ.ά. ), (2) εκείνους που υποστήριζαν τη χρήση της κοινής φυσικής γλώσσας του λαού αφτιασίδωτης στην μορφή της δημοτικής, ( Γιάννης Βηλαράς, Αθανάσιος Χριστόπουλος κ.ά.), και 3) τους ακόλουθους της τρίτης άποψης, της «μέσης οδού», κατά την έκφραση του Αδαμαντίου Κοραή, που υποστήριζαν την χρήση της λόγιας δημοτικής, η οποία θα ήταν μεν η σύγχρονη γλώσσα του λαού στη βάση της, αλλά αποκαθαρμένη από ξενισμούς και εμπλουτισμένη με νέο λεξιλόγιο υιοθετημένο από την αρχαία κληρονομιά. Η τάση αυτή, μάλλον πλειοψηφική μεταξύ των Διαφωτιστών, εκπροσωπείτο από τον ίδιο τον γενάρχη της Αδαμάντιο Κοραή, ενδεικτικά δε μεταξύ άλλων, και από τους : Νεόφυτο Βάμβα, Βενιαμίν Λέσβιο, Θεόφιλο Καΐρη, Άνθιμο Γαζή κ.ά. Οι Διαφωτιστές απευθύνονταν στο εγγράμματο και καλλιεργημένο τμήμα του λαού, ( μας λέει ο Φιλ. Ηλιού στην «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Νεοελληνικός Διαφωτισμός – Η νεωτερική πρόκληση» ). Αποσκοπούσαν δε, κυρίως, στην αναβάθμιση της παρεχόμενης στα σχολεία μόρφωσης, και, μέσω αυτής, στην οικονομική χειραφέτηση και κοινωνική πρόοδο ολόκληρου του έθνους, μέσα στο πλαίσιο που δημιουργούσε η ανάδυση της τότε πρώιμης αστικής τάξης.

[ Η κύρια αντιπαράθεση δεν έμεινε σε ακαδημαϊκό μόνο επίπεδο, αλλά χρησιμοποιήθηκαν από το Πατριαρχείο σε βάρος των διαφωτιστών ακόμη και κατασταλτικά μέσα, όπως οι αφορισμοί και η λογοκρισία[1].]-

2) Η πολιτική διάσταση του ελληνικού διαφωτισμού – από την μεταρρύθμιση στην ανατροπή :

Ο ελληνικός διαφωτισμός ήταν κατ’ αρχάς κίνημα μεταρρυθμιστικό, με αιτήματα βελτιώσεως της πνευματικής και υλικής θέσης των ελληνορθοδόξων απέναντι στην τότε θρησκευτική και πολιτική ηγεσία του γένους, καθώς και απέναντι στην τουρκική διοίκηση, όχι όμως και πολιτικά ανατρεπτικό.[2] – Λίγο μετά το 1790, όμως, από το διαφωτιστικό κίνημα ξεκορμίζει μια ριζοσπαστική τάση, που επιδιώκει πολιτική ανατροπή μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, με εκθρόνιση του σουλτάνου και εγκαθίδρυση δημοκρατικού καθεστώτος, ανάλογου με εκείνο που επαγγελόταν η σύγχρονη Γαλλική Επανάσταση, χωρίς να θίγεται η εδαφική ακεραιότητα της οθωμανικής επικράτειας. Η τάση αυτή επιδίωκε την συνύπαρξη με ισοτιμία όλων των λαών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Κύριος εκπρόσωπός της ήταν ο Ρήγας Φεραίος, ( ή Βελεστινλής ). Ο Ρήγας, επηρεασμένος από τους Γάλλους επαναστάτες, μεταφράζει, συγγράφει και εκδίδει βιβλία και φυλλάδια, με σκοπό το φωτισμό του γένους, που θεωρεί αναγκαία συνθήκη για την ευόδωση του επαναστατικού του οράματος, ( βλ. Νέος Ανάχαρσις, Φυσικής Απάνθισμα, Χάρτα της Ελλάδος, Νέα Πολιτική Διοίκησις, Θούριος κλπ. ). Παράλληλα προσπαθεί να οργανώσει επαναστατικό δίκτυο για την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού. Συλλαμβάνεται, μετά από προδοσία, από τις Αυστριακές αρχές και παραδίδεται στις Τουρκικές, για να εκτελεστεί τελικά, μαζί με επτά συντρόφους του, στο φρούριο του Βελιγραδίου την 24η Ιουνίου 1798. Για αυτόν είπε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης : «Εστάθη ο μεγαλύτερος ευεργέτης της φυλής μας. Το μελάνι του θα είναι πολύτιμο ενώπιον του Θεού, όσο το αίμα του άγιο».

(3) Η αντίδραση των συντηρητικών και η δικαιολόγησή της:

Η αποκάλυψη της συνωμοτικής δράσης του Ρήγα, σε συνδυασμό με την κατάληψη των Επτανήσων από τους Γάλλους το 1797, σήμανε συναγερμό στην συντηρητική πτέρυγα του κλήρου και των προεστών. Κατά την αντίληψή τους οι ιδέες των Γάλλων επαναστατών αποτελούσαν κίνδυνο για την ορθόδοξη  χριστιανική πίστη και οποιαδήποτε εξέγερση εναντίον των Τούρκων θα προκαλούσε εκ μέρους τους δυσβάστακτα αντίποινα. Η αντίδρασή τους εκφράστηκε εναργώς με μια δημόσια επιστολή προς το πλήρωμα της Εκκλησίας με την ονομασία «Διδασκαλία Πατρική», που κυκλοφόρησε λίγο πριν ή λίγο μετά το θάνατο του Ρήγα το 1798, και υπογράφεται από τον τότε υπέργηρο πατριάρχη Ιεροσολύμων Άνθιμο, στον οποίο και πράγματι αποδίδεται από ορισμένους ερευνητές το κείμενο αυτό. Κάποιοι άλλοι ιστορικοί, όμως, το αποδίδουν, είτε ως έμπνευση είτε ως ιδιόχειρη συγγραφή, στον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄, ή στον λόγιο Αθανάσιο Πάριο, σφοδρό πολέμιο του Διαφωτισμού.

Χαρακτηριστικά στο κείμενο της «Διδασκαλίας Πατρικής» αναφέρεται ότι : «Ο Κύριος, δια να φυλάξη και αύθις αλώβητον την αγίαν και ορθόδοξον πίστιν ημών των ευσεβών και να σώση τους πάντας, ήγειρεν εκ του μηδενός την ισχυράν αυτήν βασιλείαν των Οθωμανών, αντί της των Ρωμαίων ημών βασιλείας, η οποία είχεν αρχίσει τρόπον τινά να χωλαίνει εις τα της ορθοδόξου πίστεως φρονήματα και ύψωσεν την βασιλείαν αυτήν των Οθωμανών περισσότερον από κάθε άλλην, δια να αποδείξη αναμφιβόλως ότι θείω εγένετο βουλήματι κι όχι με δύναμιν των ανθρώπων…κλπ.».

——————

(4) Η είσοδος του Αδαμαντίου ΚΟΡΑΗ στην Ιστορία.

Εκείνη την εποχή (1798) ένας γιατρός ελληνικής καταγωγής, εγκατεστημένος ήδη από το 1788 στο Παρίσι, είχε αρχίσει να γίνεται γνωστός στους κύκλους των διανοουμένων Ελλήνων της διασποράς και των Γάλλων, για την γλωσσομάθειά του, τα φιλοσοφικά του ενδιαφέροντα και την εμβρίθειά του στην αρχαία ελληνική γραμματεία. Είναι ο Αδαμάντιος Κοραής.

Διαπνεόμενος από φλογερή φιλοπατρία και διατελώντας σε γνώση του πολιτικού μηνύματος του Ρήγα, συγκλονίζεται από την είδηση της θλιβερής τύχης αυτού και των συντρόφων του. Συγχρόνως λαμβάνει γνώση και του φυλλαδίου της «Πατρικής Διδασκαλίας» και εξοργίζεται. Λαμβάνει τότε την απόφαση να προβεί σε δημόσια καταγγελία του περιεχομένου της Πατρικής Διδασκαλίας, με ένα δικό του μαχητικό κείμενο, και να υποστηρίξει την ανάγκη ανατροπής του Οθωμανικού ζυγού.

Συγγράφει έτσι και διανέμει ένα φυλλάδιο με τον τίτλο «Αδελφική Διδασκαλία», στο οποίο προσπαθεί να αποδείξει, με αποσπάσματα από τα ιερά κείμενα, ότι καθήκον του σωστού χριστιανού δεν είναι η υπακοή σε άνομους άρχοντες, αλλά αντίθετα η ανυπακοή και η ανατροπή τους. Γράφει χαρακτηριστικά : «Διδάσκουσι ναι ο Χριστός και οι Απόστολοι την υποταγήν εις τους κυρίους, αλλ’ εις ποίους κυρίους; εις εκείνους όσοι το δίκαιον και την ισότητα τοις δούλοις παρέχουσι, ( Απ. Παύλος, προς Κολοσσαείς ). Εξηγεί δε ότι ενώ η πειθαρχία στους νόμους που έχουν τεθεί δημοκρατικά από τον λαό είναι πειθαρχία στην θέληση του ίδιου του Θεού, αντίθετα η υπακοή σε νόμους τυραννίας δεν επιδοκιμάζεται από τον Θεό! Υπερασπιζόμενος την θέση της Πατρικής Διδασκαλίας απάντησε στην Αδελφική Διδασκαλία του Κοραή με σφοδρότητα ο Αθανάσιος Πάριος στα έργα του Χριστιανική Απολογία (1798), Αντιφώνησις (1802) και «Νέος Ραψάκης» ( 1805 ). – ( Ο τίτλος του τελευταίου αφορά τον Κοραή που παρομοιάζεται με τον Ραψάκη στρατηγό των Ασσυρίων, ο οποίος κατά την πολιορκία της Ιερουσαλήμ θέλησε να παραπλανήσει τους Ιουδαίους να στασιάσουν κατά των ηγεμόνων τους ).

(5) Βιογραφικά στοιχεία του Αδαμάντιου ΚΟΡΑΗ:

Ο Αδαμάντιος Κοραής γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1748. Τις εγκύκλιες σπουδές του έκανε στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης. Το 1772 εγκαθίσταται στο Άμστερνταμ ως αντιπρόσωπος της εμπορικής εταιρίας του πατέρα του. Εκεί υιοθετεί τα ευρωπαϊκά ήθη και τον αντίστοιχο τρόπο ζωής και συνδέεται με αξιόλογους πνευματικούς ανθρώπους. Λαμβάνει μαθήματα λογικής και φιλοσοφίας. Λόγω εμπορικών ατυχημάτων επιστρέφει στη Σμύρνη το 1778. Πείθει τους γονείς του να τον στείλουν για ιατρικές σπουδές στη Γαλλία. Εκεί σπουδάζει στην τότε διάσημη ιατρική σχολή του Μονπελιέ κατά τα έτη 1782 – 1788, επιτυγχάνοντας λαμπρές διακρίσεις. Μολονότι εξέδωσε μεταξύ άλλων και ιατρικά συγγράμματα, («Σύνοψις Πυρετολογίας», «Medicus Ηιppocraticus»), δεν εξάσκησε ποτέ το επάγγελμα του ιατρού. [Όπως έγραψε ο ίδιος, το κίνητρό του για να σπουδάσει την ιατρική ήταν να μπορέσει να βιοπορισθεί αξιοπρεπώς, εάν τύχαινε να εξαναγκασθεί να ζήσει σε τουρκοκρατούμενη περιοχή, διότι οι Τούρκοι τους μόνους επιστήμονες που σέβονταν τότε ήταν οι γιατροί.]

Τον Μάιο του 1788 μετακόμισε στο Παρίσι, που τον ενθουσίασε, και έμεινε σε αυτό μέχρι το τέλος της ζωής του το 1833. Εκεί έγινε μάρτυρας των κοσμοϊστορικών γεγονότων της Γαλλικής Επαναστάσεως από κοντά και επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από τις ιδέες της, αν και αργότερα αποδοκίμασε τις εκτροπές της που έλαβαν χώρα κατά την περίοδο της Τρομοκρατίας. Μεγάλες ελπίδες για ένα δικαιότερο κόσμο, καθώς και για την απελευθέρωση της Ελλάδας, του γέννησε η άνοδος του Ναπολέοντα στην εξουσία, ( βλ. τα έργα του: «Άσμα πολεμιστήριον» και «Σάλπισμα πολεμιστήριον», κατά τα έτη 1800 και 1801, για τους Έλληνες που πολεμούσαν τότε με τον Ναπολέοντα στην εκστρατεία του στην Αίγυπτο. ). Όμως απογοητεύθηκε σύντομα και από αυτόν, αφού, όπως έγραψε : «αντί να ελευθερώσει τους καταπονημένους λαούς της Ευρώπης από τους δεσπότας των, επρόκρινε να γενεί αυτός δεσποτών δεσπότης…».

Το 1803 εκφωνεί στα γαλλικά το περίφημο «Υπόμνημα περί της παρούσης καταστάσεως του πολιτισμού εν Ελλάδι», σε συνεδρίαση της ολομέλειας της «Εταιρείας των Παρατηρητών του Ανθρώπου» στο Παρίσι, το οποίο προκάλεσε μεγάλη συγκίνηση στο γαλλικό κοινό και ενίσχυσε τα φιλελληνικά αισθήματα.

Στο Παρίσι ο Κοραής έζησε με μεγάλη οικονομική στενότητα. Μοναδικό σταθερό εισόδημά του ήταν μία μικρή ισόβια σύνταξη που του απένειμε ο Ναπολέων για την εξαίρετη έκδοση στα γαλλικά των Γεωγραφικών του Στράβωνα το 1805. Το εκδοτικό και συγγραφικό του έργο στηρίχθηκε κυρίως σε δωρεές εθνικών ευεργετών, όπως οι Ηπειρώτες Ζωσιμάδες και  διάφοροι εμπορευόμενοι από την πατρίδα του τη Χίο.

Οι ιδέες του τον έφεραν σε αντιπαράθεση με τον ανώτερο κλήρο και το Πατριαρχείο, με αποτέλεσμα να κληθεί σε απολογία το 1815 για κακόδοξες και αιρετικές απόψεις. Κατά δε το τέλος της ζωής του, ήρθε σε ρήξη και με τον Καποδίστρια, κατά του οποίου εξαπέλυσε έγγραφες επιθέσεις υπό μορφή διαλόγων, κατηγορώντας τον ότι επιθυμούσε να γίνει τύραννος της ελευθερωμένης Ελλάδος, όπως προηγουμένως ο Σουλτάνος, (πρώτος διάλογος το 1830 «Τι συμφέρει εις την ελευθερωμένην από Τούρκους Ελλάδα να πράξη εις τας παρούσας περιστάσεις δια να μη δουλωθεί εις χριστιανούς τουρκίζοντας» και το 1831 δεύτερος διάλογος με τον ίδιο τίτλο), Δεν έχει αποδειχθεί εάν η αλλαγή της στάσης του απέναντι στον Κυβερνήτη οφειλόταν μόνο σε διαβολές εναντίον εκείνου ή υπήρξε και κάτι άλλο. Πάντως η «ενός ανδρός αρχή» και οι φιλορωσικές διαθέσεις που αποδίδονταν στον Καποδίστρια τον εύρισκαν τελείως αντίθετο.

 (6) Ο σκοπός ζωής, οι ιδέες και το έργο του ΚΟΡΑΗ.

 (-Α΄) Ο σκοπός του : Η ελληνική παιδεία και η μετακένωση της σύγχρονης γνώσης των προηγμένων εθνών στην Ελλάδα.).

Ήδη από το 1798-99 ο Κοραής είχε συλλάβει την κεντρική ιδέα του έργου της ζωής του. Μολονότι το φιλολογικό του έργο είχε ευρωπαϊκή διάσταση, ο σκοπός, στον οποίο αυτόκλητα έθεσε τον εαυτό του στρατιώτη, με όπλο το πνεύμα και την πένα του, ήταν μια εκπαιδευτική διαδικασία. Δηλαδή το να καταστήσει τους ομοεθνείς του κοινωνούς της αρχαίας ελληνικής σοφίας με νέες σχολιασμένες εκδόσεις των σημαντικών έργων της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. – Μέσω δε αυτής της επανεκπαίδευσης των νέων Ελλήνων πίστευε ότι μπορούσε να επιτευχθεί η (ονομασθείσα από τον ίδιο έτσι) μετακένωση προς την Ελλάδα των σύγχρονων επιτευγμάτων του πνεύματος στη νεωτερική Δύση, αφού η πρόοδος των Δυτικών στηρίχθηκε ακριβώς στα διασωθέντα σπαράγματα του αρχαίου ελληνορωμαϊκού πολιτισμού.[3]

(- Β΄) Η θέση του για την πολιτική ανεξαρτησία του έθνους.)

Την πολιτική ανεξαρτησία του έθνους δεν την θεωρούσε άμεση επιδίωξη, αλλά τη συναρτούσε με την καλλιέργεια της σωστής παιδείας, καθόσον, (όπως πίστευε), για την επίτευξη και τη διατήρηση της ανεξαρτησίας ήταν αναγκαία εκείνη η εκπαιδευτική διαδικασία, που θα ανύψωνε τον ελληνικό λαό στο επίπεδο των πολιτισμένων εθνών και της αρχαίας δόξας του. – Παρά ταύτα σε επιστολή του προς τον φίλο του Νεόφυτο Βάμβα τον Σεπτέμβριο του 1821 αποδέχεται ως τετελεσμένο την επανάσταση και γράφει ότι : «η τουρκική αντίδραση μας έθεσεν εις την ανάγκην του ή να νικήσομεν ή να αποθάνομεν». Για να επανέλθει όμως αργότερα στον σκεπτικισμό του, όταν είχε πλέον ξεσπάσει η διχόνοια, γράφοντας τον Αύγουστο του 1825 προς τις πολιτικές και στρατιωτικές αρχές του Ναυπλίου τα εξής: «η αποστασία μας, αν και κατά πάντα δικαία, έγινεν όμως προ του πρέποντος καιρού», γιατί δεν έφτανε το κατά των Τούρκων μίσος αλλά χρειαζόταν λίγος χρόνος ακόμη για εκείνη την παιδεία που θα ενέπνεε και μίσος «κατά πάσης τουρκικής πράξεως», εννοώντας εκείνες τις διχαστικές πολιτικές πράξεις που εξομοίωναν τους Έλληνες με τους Τούρκους.

(-Γ΄) Η θέση του για τη γλώσσα.)

Για την επιζητούμενη εκπαιδευτική διαδικασία της μετακένωσης, έκρινε ότι ήταν αναγκαίο να υπάρξει μια κοινή νεοελληνική γλώσσα, με βάση μεν την σύγχρονη τότε καθομιλουμένη, αλλά επεξεργασμένη. Η τελευταία είχε, (κατά την γνώμη του), ανάγκη εκκαθαρίσεως από ξένες βαρβαρικές προσμίξεις και από εκλέπτυνση των εννοιών της με την δημιουργία νέων λέξεων, πλασμένων από τον πλούτο της αρχαίας, ώστε να αποδοθούν καλύτερα σε αυτήν και οι νέες κατακτήσεις των επιστημών στη Δύση. – Είμαστε, όπως έλεγε ο ίδιος, ακόμη στο «γνάσιμο» της γλώσσας και τα αποτελέσματα θα τα απολαύσουν οι μελλοντικές γενιές! Για την άποψή του αυτή έχει επικριθεί από σύγχρονους λογοτέχνες και  γλωσσολόγους ότι παρέβλεψε τη φυσική εξέλιξη της γλώσσας και θεώρησε άδικα τη σύγχρονη ελληνική του καιρού του ως εκφυλισμένη και παρηκμασμένη σε σχέση με τα αρχαία πρότυπα. Παράβαλε στο σημείο αυτό και την αντίθετη άποψη του Σεφέρη από την ομιλία του κατά την απονομή του νόμπελ : «Ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα δὲν ἔπαψε ποτέ της νὰ μιλιέται. Δέχτηκε τὶς ἀλλοιώσεις ποὺ δέχεται καθετὶ ζωντανό, ἀλλὰ δὲν παρουσιάζει κανένα χάσμα.».[4]

(-Δ΄) Οι ιδέες του για τη θρησκεία.)

Ο Κοραής πιστεύει στις βασικές ιδέες του Διαφωτισμού χωρίς να παύσει στιγμή να πιστεύει και στην πατρώα θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας, αν και συχνά είχε καταγγείλει εκτροπές των λειτουργών της, ( βλ. έτσι τον σπουδαίο θεολόγο Δημήτριο Μπαλάνο : «Ο Κοραής περί εκκλησίας και κλήρου» ). Προσπάθησε να μείνει μακριά, όπως έγραψε, από την «Σκύλλαν της απιστίας» και την «Χάρυβδιν της δεισιδαιμονίας», ( πάλι η μέση οδός όπως και με την γλώσσα ). Ένθερμος υποστηρικτής της ανεξιθρησκίας είχε εκφράσει τη γνώμη ότι δεν θα έπρεπε να υπάρχει συνταγματική αναφορά περί επικρατούσας θρησκείας και είχε ενθαρρύνει την αυτοκεφαλία της Ελλαδικής Εκκλησίας έναντι του Πατριαρχείου, απόψεις για τις οποίες επικρίθηκε από πολλούς μέχρι σήμερα.

(-Ε) Εργογραφία.)

Το συγγραφικό, μεταφραστικό και εκδοτικό έργο του είναι τεράστιο και η έκτασή του δεν επιτρέπει την πλήρη έκθεσή του στην παρούσα αναφορά.

Για την διάδοση της μελέτης των έργων των αρχαίων συγγραφέων, προέβη συστηματικά σε επιμελημένες εκδόσεις σημαντικών κειμένων της αρχαίας γραμματείας. Αυτές περιλαμβάνονται στη σειρά «Ελληνική Βιβλιοθήκη», (17 τόμοι) και στα «Πάρεργα της Ελληνικής Βιβλιοθήκης», (9 τόμοι), ενώ κάποιες αποτελούν ανεξάρτητες εκδόσεις εκτός σειράς. Οι εκδόσεις του συνοδεύονται πάντα από παρατηρήσεις και σχόλια στην κοινή νέα ελληνική γλώσσα, (κάποια υπό μορφή επιστολής), που απέδιδαν τις ηθικές, φιλοσοφικές, γλωσσικές  και πολιτικές του απόψεις. Αυτά είναι τα πολύτιμα «Προλεγόμενα» των εκδόσεών του. Υπάρχουν επίσης τα λεγόμενα Άτακτα, ήτοι συλλογή σε επτά (7) τόμους μικρών, φιλολογικών κυρίως, εργασιών του.

Στο έργο του περιλαμβάνεται και η εκτεταμένη επιστολογραφία του με σημαντικούς ανθρώπους της εποχής του, Έλληνες και ξένους, με την οποία αφήνει σημαντικές παρακαταθήκες. – Έτσι αλληλογραφεί : (ενδεικτικά) : με τον τρίτο πρόεδρο των ΗΠΑ Τόμας Τζέφερσον, ζητώντας του πληροφορίες για το πολίτευμα της χώρας του, με τον Γάλλο στρατηγό Λαφαγιέτ, που έλαβε μέρος στον πόλεμο της αμερικανικής ανεξαρτησίας, με τον Άγγλο νομομαθή, φιλόσοφο και κοινωνιολόγο Jeremy Bentham, με τον Ιωάννη Καποδίστρια, (πριν από τη ρήξη των σχέσεών τους), με τον Αλ/δρο Μαυροκορδάτο, προς τον οποίο δίνει συμβουλές για το «προσωρινό πολίτευμα της Ελλάδος», προτείνοντας την υιοθέτηση του βορειοαμερικανικού πολιτεύματος, ( βλ. την επιστολή αυτή ενσωματωμένη στα προλεγόμενά του των Ηθικών Νικομαχείων ), με τον Δημ. Υψηλάντη, τον Ανδρ. Μιαούλη, τον Κων. Κανάρη και τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, προς τους οποίους όλους δίνει συμβουλές για εθνική ομοψυχία.

Από τα νομικο – φιλοσοφικά έργα του αξίζει να αναφερθούν ιδιαίτερα : (1) Η ελληνική μετάφραση, το 1802, του έργου του Βεκκαρία «Περί αμαρτημάτων και ποινών», την οποία αφιερώνει στην τότε νεοσύστατη, πρώτη σύγχρονη ελληνική πολιτεία των Ιονίων Νήσων και (2) Η «Διατριβή Αυτοσχέδιος περί του περιβοήτου δόγματος των Σκεπτικών Φιλοσόφων και των Σοφιστών, Νόμω Καλόν, Νόμω Κακόν» (1819). Με το έργο του αυτό ο Κοραής πήρε θέση σε μία αρχαιότατη διαμάχη περί του αν υπάρχει ένα υπεράνω του θετικού δικαίου φυσικό δίκαιο, προερχόμενο από την ουσία – τη φύση του ανθρώπου ως έλλογου όντος, με βάση το οποίο κρίνεται η ορθότητα των νόμων που θεσμοθετούνται στις ανθρώπινες κοινωνίες, όπως είχαν υποστηρίξει κυρίως ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, οι Στωικοί και άλλοι, ή αν το δίκαιο ή το άδικο είναι μόνο αυτό που οι ανθρώπινοι νόμοι ορίζουν κάθε φορά σαν τέτοιο, όπως είχαν υποστηρίξει οι Σοφιστές. Στο εν λόγω έργο του σημειώνει ότι κριτήριο της αληθείας είναι όχι οι αισθήσεις αλλά ο ορθός, άλλως ο κοινός ή θείος λόγος και ότι ο λόγος αυτός «σημαίνει την λογικήν δύναμιν, την οποίαν έχοντες κοινήν οι άνθρωποι, κοινώς και ομοφώνως όλοι, ή καν το πλειότερον αυτών μέρος, διακρίνουσι την αλήθειαν από το ψεύδος, το καλόν από το κακόν, το δίκαιον από το άδικον, χωρίς να προσμένουν να το μάθωσι από τους νόμους, ή τας υπολήψεις και δόξας μερικού τινός έθνους, ή τινών ανθρώπων». – Κατά τον Κοραή το Δίκαιο δεν ταυτίζεται με το κρατικό δίκαιο, αλλά το τελευταίο αποτελεί μια συνεχή προσπάθεια ερμηνείας του αυθεντικού Δικαίου, το οποίο βρίσκεται ανάμεσα σε δύο πόλους βασικούς της ανθρώπινης ζωής – την εξουσία και την αγάπη.[5] Αντίστοιχα, στη σημερινή νομική γλώσσα, θα λέγαμε πως το αληθές δίκαιο βρίσκεται ανάμεσα στην πλήρη ικανοποίηση μιας νόμιμης αξίωσης και στην επιείκεια απέναντι στον υπόχρεο, κατά το λατινικό summum jus summa injuria”.

(7) Επίλογος :

Σε όλη την ζωή του ο Κοραής προβληματίσθηκε πάνω στις ιδέες – προτάγματα της Γαλλικής Επανάστασης «Ελευθερία – Ισότητα – Αδελφότητα». Συνέτασσε επιστολές ακόμα και προς τον ίδιο τον εαυτό του για να διασώσει τις σκέψεις του. Η ελευθερία μας λέει σημαίνει «υποταγή εις τους νόμους» δηλαδή η ελευθερία ορίζεται αποφατικά με βάση τους περιορισμούς της. Οι νόμοι όμως πρέπει να είναι δίκαιοι. Και για να είναι δίκαιοι πρέπει να στηρίζονται στην κατ’ αξίαν ισότητα, η οποία δεν καταργεί τις φυσικές ανισότητες αλλά τις περιορίζει : «του βάρους τόσον μόνο μέρος επιβάλλει εις καθένα, όσον δύναται να βαστάσει. Του κέρδους τόσον μόνον μέρος χαρίζει εις αυτόν, όσον ημπορεί να πραγματευθεί εις κοινήν όλων των πολιτών ωφέλειαν». Και εδώ έρχεται να συμπληρώσει την ιδεολογία του Κοραή η έννοια της «αδελφότητας», καθόσον δίκαιος είναι εκείνος ο οποίος ενεργεί «αδελφικώς», δηλαδή έχοντας κατά νου ότι «όλοι οι συμπολίται, όντες όμοιοι (κατά) την φύσιν άνθρωποι, την αυτήν κλίσιν και ακολούθως το αυτό δίκαιον, ( δηλαδή  δικαίωμα ), έχουν να απολαύσωσιν αναλόγως όλα τα αγαθά, όσα κάμνουν ευδαίμονα τον πολίτην».

– Καθώς περπατάμε πολλές φορές βιαστικά έξω από το παλιό κεντρικό κτήριο του Πανεπιστημίου, ας σταματήσουμε μια φορά κι ας προσέξουμε τους τέσσερις ανδριάντες που κοσμούν το προαύλιο και την πρόσοψή του. Είναι ο Κοραής και ο Καποδίστριας καθήμενοι, ο Ρήγας Φεραίος και ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄ όρθιοι. Είναι όλοι δικοί μας, αλλά αντιπροσωπεύουν τελείως διαφορετικά οράματα για την μοίρα του Ελληνισμού, έχοντας υπάρξει ιστορικά και μεγάλοι αντίπαλοι μεταξύ τους. Ο καθένας με τον τρόπο του συνέβαλαν για να διαμορφωθεί αυτό το οποίο είμαστε εμείς σήμερα. Αν αναρωτηθούμε τι πρέπει να κάνουμε για το μέλλον, ας αναλογισθούμε τον γέροντα των Παρισίων και την περίφημη «μέση οδό» του, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα υποστηρίξουμε με σθένος την προσωπική γνώμη μας, όπως κι εκείνος.-

Αθήνα 7 – 11 – 2021.

 

[1] ( βλ. λ.χ. την καταδίκη του Βενιαμίν Λέσβιου για την διδασκαλία του ηλιοκεντρικού συστήματος, όπως παλιότερα του Μεθόδιου Ανθρακίτη για τη διδασκαλία της άλγεβρας και της Ευκλείδειας Γεωμετρίας, και άλλων ).

 

[2] ( βλ. έτσι μεταξύ άλλων και Roderick Beaton, «Ελλάδα-η βιογραφία ενός σύγχρονου έθνους»).

[3] Γράφει χαρακτηριστικά : «Προθυμηθείτε να μετακενώσετε οι κοσμικοί εις τας πατρίδας, οι αρχιερείς εις τας επαρχίας την παιδείαν της φωτισμένης Ευρώπης.»  ( Προλεγόμενα στον 1ο τ. της Ελλ. Βιβλ., σ. 562 ) – «Των επιστημών όσαι φωτίζουν σήμερον την Ευρώπην, τα πρώτα σπέρματα και στοιχεία εγεννήθησαν εις την πατρίδαν των Ελλήνων και σώζονται εις τα βιβλία των Ελληνικών συγγραφέων.» – ( Προλεγ. στον 4ο τ. της Ελλ. Βιβλ., σ.39 ).

[4] βλ. και Μανώλη Τριανταφυλλίδη ότι τα νέα ελληνικά είναι η ίδια γλώσσα με την αρχαία αλλά εξελιγμένη, αν και γενικά επιδοκιμάζει τον Κοραή ).

 

[5] (βλ. έτσι τον ερευνητή Δημήτριο Χαραλαμπίδη από το βιβλίο του «Ο Αδαμάντιος Κοραής και η πολιτική» σελ. 61 έως 64).

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΣΤΑΣ: “ΜΗΛΟΣ ΙΟΥΛΙΟΣ 1985 ( ΜΙΑ ΑΛΗΘΙΝΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ)”

Μ Η Λ Ο Σ – Ι Ο Υ Λ Ι Ο Σ   1 9 8 5   ( ΜΙΑ ΑΛΗΘΙΝΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ)

Αναρωτιέμαι αν η απομυθοποίηση είναι ένα από τα ζητούμενα των καιρών μας ή ένας από τους στόχους του σύγχρονου πολιτισμού. Γιατί, ως γνωστόν, υπηρετεί την άσκηση του ελέγχου και οδηγεί στην καταπολέμηση της αλαζονείας και στην πρόληψη της κατάχρησης της εξουσίας, που και οι δύο είναι, και σκοποί και περιεχόμενο της Δημοκρατίας. Όμως, για να πετύχει τους στόχους της, θα πρέπει να εφαρμόζεται υπό τον όρο της καθολικότητας. Δηλαδή να απευθύνεται από τους πάντες προς τους πάντες και να ασκείται επί ίσοις όροις. Δεν ξέρω όμως, αν αυτό θα καταστεί ποτέ δυνατό, γιατί η πείρα των τελευταίων σαράντα ετών  διδάσκει τα αντίθετα… Σκεπτόμενος όμως αισιόδοξα, νομίζω πως αυτή η τάση κάτι καλύτερο θα γεννήσει, αν βέβαια εφαρμοστεί δίκαια και ασκηθεί από όλους προς όλους. Εύχομαι λοιπόν να δούμε καλύτερες μέρες. Κάποτε…

Η γεύση όμως και η εμπειρία της απομυθοποίησης δεν είναι καθόλου ευχάριστες, όταν ενσαρκώνεις τον απομυθοποιούμενο θεσμό. Γιατί όταν βρίσκεσαι στα σημεία τριβής και σύγκρουσης, τα πράγματα γίνονται τουλάχιστον ανησυχητικά, και μπορεί να γίνουν και επικίνδυνα. Και γιατί δοκιμάζονται πολύ και οι αντοχές σου. Αλλά, δεν πειράζει, θα έλεγα. Ας δοκιμαστούν… Να δοκιμαστούν όμως και οι αντοχές όλων, με βάση την αρχή της ισότητας! Με βάση την αρχή των ίσων ευκαιριών! Όχι μονομερώς και όχι καταχρηστικά! Και κυρίως όχι υποκριτικά!…

Θυμάμαι την πρώτη φορά, που θα ανέβαινα ως δόκιμος Ειρηνοδίκης στη έδρα του Δικαστηρίου, λίγες μέρες μετά την εμφάνισή μου στην Ερμούπολη και την ανάληψη των καθηκόντων μου στο Πρωτοδικείο Σύρου.  Είχαμε Τριμελές Πλημμελειοδικείο. Ξύπνησα το πρωί με πολύ τρακ και αγωνία, και ενώ από τις προηγούμενες μέρες είχα μελετήσει τις δικογραφίες, και ενώ θα ήμουν αριστερός στη σύνθεση του Δικαστηρίου με τον πολύπειρο Πρόεδρο Πρωτοδικών στη μέση και τον Νικήτα, έναν παλιό Πρωτοδίκη δεξιά, ήμουνα πολύ ανήσυχος για το τι θα συνέβαινε. Ήταν η πρώτη φορά που θα ανέβαινα στην έδρα!

Πήρα λοιπόν το δρόμο για το δικαστήριο, που στεγαζόταν σε εκείνο το φανταστικό κτήριο στην κεντρική πλατεία της Ερμούπολης, ενώ το μυαλό μου έτρεχε σε χίλια δυο πράγματα, νομικά και πραγματικά, που θα έπρεπε να θυμηθώ σε λίγο.  Έφτασα μπροστά στο κτήριο των δικαστηρίων και αντίκρισα τους νησιώτες, που είχαν έρθει από διάφορα νησιά με το νυκτερινό καράβι στη Σύρο και κάθονταν μισοκοιμισμένοι από το ξενύχτι και την κούραση στα σκαλιά του κτηρίου, για να έρθει η ώρα. Όταν αντίκρισα τα λιοκαμμένα πρόσωπά τους, με έπιασε ένα δέος και είπα μέσα μου: «Θεέ μου, είμαι άραγε άξιος, να δικάσω αυτούς τους ανθρώπους;». Προφανώς είχα μυθοποιήσει το ρόλο του δικαστή και τη σπουδαιότητα της δίκης, είχα εξιδανικεύσει την απονομή της δικαιοσύνης και τους λειτουργούς της. Γιατί, τι θα έκανα; Θα ήμουνα ο τελευταίος στη σύνθεση και θα έκανα ελάχιστα πράγματα, γιατί οι άλλοι ουσιαστικά θα δίκαζαν… Όμως πίστευα, ότι επρόκειτο να κάνω κάτι πολύ σπουδαίο! Και τώρα ακόμη, που το σκέφτομαι,  μετά από τριάντα πέντε χρόνια η γνώμη μου δεν είναι πολύ διαφορετική από τότε. Θα έκανα κάτι πολύ σπουδαίο και έπρεπε να είμαι αληθινός δικαστής. Με ήθος. Αυτό ήταν το ζητούμενο, και γιαυτό είχα το άγχος. Και το άγχος αυτό το θυμάμαι με νοσταλγία και συγκίνηση…

Ήρθαν όμως κάποια γεγονότα μετά από δύο χρόνια, που με δίδαξαν ότι οι άνθρωποι δεν είναι και τόσο αθώοι, ούτε τόσο καλοπροαίρετοι, όσο μου φάνηκαν τότε εκείνοι οι ταλαιπωρημένοι, οι απλοί νησιώτες, που περίμεναν μισοκοιμισμένοι στα σκαλιά του δικαστικού μεγάρου. Έπρεπε να έρθει η περιπέτεια του Ιουλίου του 1985 στη Μήλο για να με προσγειώσει στην  πραγματικότητα…

Ήταν μέσα Ιούλη 1985 και έλαβα μια παραγγελία στην Κύθνο, όπου υπηρετούσα, για κατ΄οίκον έρευνα στη Μήλο. Ευχαρίστως, όπως πάντα, τη δέχτηκα, για να ξεκουραστώ λίγο από το φόρτο της αφόρητης καλοκαιρινής δουλειάς μου στην Κύθνο, όπου ασκούσα και τα καθήκοντα του συμβολαιογράφου και του υποθηκοφύλακα. Από ένα τηλεφώνημα, που είχα από το φίλο μου το Βασίλη τον Ειρηνοδίκη Σερίφου, έμαθα πως τα πράγματα δεν θα ήταν και τόσο απλά στη Μήλο. Ο Βασίλης μου είπε ότι δεν θα ήθελε να είναι στη θέση μου!… Δεν έδωσα μεγάλη σημασία στα λεγόμενα του Βασίλη και, όπως από νοοτροπία ή από αφέλεια δεν φοβάμαι τις δυσκολίες, ξεκίνησα στις 16-7-1985 το απόγευμα για τη Μήλο με το πλοίο «Κίμωλος».

Έφτασα και αμέσως ήρθα σε επαφή με τον Αστυνόμο και τον Τελώνη της Μήλου, από τους οποίους έμαθα ότι ήταν έρευνα για ναρκωτικά σε ένα κέντρο διασκεδάσεως και σε ένα καΐκι στην άλλη άκρη του νησιού. Όμως οι πληροφορίες έλεγαν ότι οι ερευνόμενοι ήταν αναρχικοί και ότι τα πράγματα  θα ήταν δύσκολα. Οι αστυνομικοί είχαν προετοιμαστεί για σοβαρή επιχείρηση, ενώ εγώ ήμουν απλώς περίεργος να δω πού θα πηγαίναμε, γιατί στις τόσες φορές που είχα πάει στις Κυκλάδες για δικαστήρια, δεν είχα ποτέ συναντήσει αναρχικούς.  Αφού λοιπόν ξεκινήσαμε και συναντηθήκαμε στο δρόμο με την υπόλοιπη δύναμη, με την οποία έγινε συνεννόηση για αστυνομική επιχείρηση, όπως στις αμερικάνικες ταινίες, για το πού και πώς θα έμπαινε ο καθένας στο κέντρο, φτάσαμε, μετά από ταξίδι είκοσι λεπτών με τα αυτοκίνητα, στο χώρο της έρευνας και εκεί χωριστήκαμε σε δύο ομάδες, η μια με τον Αστυνόμο για το κέντρο «Αλδεβαράν» και η άλλη με τον Τελώνη για το καΐκι, που είχε το ίδιο όνομα και ήταν αγκυροβολημένο λίγο πιο πέρα.

Ένας αστυφύλακας, που από ώρες πριν παρακολουθούσε το χώρο, μας είπε, ότι μόλις προ ολίγου είχε μπει στο κέντρο μια παρέα και, κατά τα φαινόμενα θα παρέμενε εκεί αρκετή ώρα. Η ώρα ήταν 02.45 της 17-7-1985 και ο Αστυνόμος αποφάσισε να μπούμε με δύναμη δέκα περίπου ανδρών, από τους οποίους οι τρεις θα είχαν περίστροφα για λόγους ασφαλείας. Οι ερευνόμενοι ήταν μια παρέα δέκα περίπου Ελλήνων, και, όπως έλεγαν οι πληροφορίες, με αρκετό ποινικό παρελθόν. Όταν ακούστηκε από τον Αστυνόμο το «Πάμε!», μου πέρασαν από το μυαλό τα λόγια του Βασίλη, που μου είχε πει πριν κάποιες ώρες στο τηλέφωνο: «Ποτέ να μη μπαίνεις πρώτος για κατ΄ οίκον έρευνα, γιατί θα τις φας πρώτος!». Όμως η αξιοπρέπειά μου δεν μου επέτρεπε, να είμαι πίσω από τους νεαρούς αστυφύλακες και έτσι μπήκα δίπλα στον αστυφύλακα που ήταν πρώτος και είχε περίστροφο στο χέρι του.

-Ακίνητοι! Ψηλά τα χέρια!  Φώναξαν οι αστυνομικοί.

Ο χώρος ήταν ανοιχτός, υπαίθριος και προσιτός σε όλους κατά τη νύχτα, όπως λέει και ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας. Μέσα στο μαγαζί ήταν δύο παρέες, μια μεγάλη από δέκα περίπου Έλληνες, στην οποία και απευθυνόμαστε, και μια μικρή από τρεις ξένους, η οποία δεν μας ενδιέφερε. Παρά την καταδρομική προετοιμασία της επιχείρησης και τα όπλα που έφεραν οι αστυφύλακες, δεν είχα καθόλου τρακ. Είχα κάνει άλλωστε αρκετές κατ΄οίκον έρευνες στη μέχρι τότε μικρή θητεία μου. Οι θαμώνες εξεπλάγησαν και δεν έφεραν καθόλου αντίσταση, ενώ εγώ αναρωτιόμουν, γιατί τόση προετοιμασία και προφυλάξεις από την αστυνομική δύναμη. Δεν ήξερα όμως, τι θα ακολουθούσε… Αμέσως οι αστυνομικοί σήκωσαν τους Έλληνες από τις θέσεις τους και τους έβαλαν να βλέπουν τον τοίχο με τα χέρια τους ψηλά να ακουμπούν στο τοίχο, και άρχισαν τη σωματική τους έρευνα, για να βρουν ναρκωτικά επάνω τους.

Μόλις όμως πέρασε ο πρώτος αιφνιδιασμός τους, οι πεπειραμένοι περί τα τοιαύτα, όπως αποδείχτηκε, ερευνώμενοι συνήλθαν και πέρασαν στην αντεπίθεση!  Άρχισαν δηλαδή να διαμαρτύρονται πολύ έντονα με φωνές, κινήσεις, γέλια και ειρωνίες. Τους δήλωσα, για να τους καθησυχάσω, ότι είμαι εκπρόσωπος της δικαστικής αρχής και για ό,τι θέλουν σχετικά με τη νομιμότητα της έρευνας, μπορούν να απευθύνονται σε μένα.  Αυτοί όμως ήταν μαθημένοι ή μάλλον καλά εκπαιδευμένοι για τέτοιες περιπτώσεις και είχαν σκοπό να εκνευρίσουν τους αστυνομικούς, που τους ερευνούσαν και να δημιουργήσουν σύγχυση. Για το λόγο αυτό, την ώρα που τους έψαχναν, με ρωτούσαν ασταμάτητα φωνάζοντας:          ,

-Τώρα τι κάνω; Τι παράβαση κάνω; Πες μου τι συμβαίνει;

Τους είπα, επαναλαμβάνοντας τη διάταξη του νόμου, ότι γίνεται έρευνα για «αυτοφώρως διαπραττόμενο πλημμέλημα», αλλά αυτοί δεν είχαν σκοπό να επιχειρηματολογήσουν νομικά μαζί μου, και συνέχισαν με περισσότερη ένταση τις διαμαρτυρίες τους. Κάτι κοπέλες που ήταν στην παρέα τους, ερευνόμενες και αυτές, άρχισαν να γελάνε δυνατά και να ειρωνεύονται τους αστυφύλακες. Τότε ένας ψηλός και χοντρός νεαρός αστυφύλακας, για να τις επαναφέρει στην τάξη τους φώναξε: «Σκασμός!» και έτρεξε προς το μέρος τους σπρώχνοντας μια καρέκλα, που ήταν μπροστά του και του έκλεινε το δρόμο. Η καρέκλα αυτή έπεσε επάνω σε κάτι άλλες καρέκλες κάνοντας θόρυβο, αλλά χωρίς να σπάσει τίποτα, ούτε και να χτυπήσει κανέναν.  Αυτό όμως ήταν η αφορμή. Οι ερευνώμενοι είχαν πετύχει το σκοπό τους! Να προκαλέσουν τους αστυνομικούς και αυτοί να τους φερθούν «με σκληρότητα».  Δύο από τους ερευνώμενους, ένας μάλλον ψηλός μελαχροινός με μουστάκι και ένας ξανθοκόκκινος με κοντό μαλλί, μάλλον κοντός απευθύνθηκαν σε μένα:

-Ποιός είναι ο δικαστικός;

-Εγώ. Είπα.

-Τι τους αφήνεις τους μπάτσους και μας χτυπάνε και κάνεις τα στραβά μάτια; Ειρηνοδίκης είσαι ή σκατά; Αλλά, σας ξέρω εγώ εσάς, όταν μας βαράνε οι μπάτσοι, εσείς κάνετε τα στραβά μάτια!

Αμέσως το μυαλό μου πήγε στα παλιά τα χρόνια, που οι ωμότητες της Αστυνομίας ήταν συνηθισμένο φαινόμενο. Τώρα όμως, ό,τι και να γινόταν, δεν θα επέτρεπα να γίνει τίποτα άδικο εις βάρος των ερευνωμένων. Άλλωστε δεν είχε γίνει τίποτα. Τους είπα λοιπόν ψύχραιμα ότι δεν έγινε τίποτα σοβαρό. Τότε ο κοντός μου είπε:

-Εσύ ρε, δεν είσαι Ειρηνοδίκης, είσαι Καραγκιόζης!

Συγκρατήθηκα, αν και έτρεμα από τα νεύρα μου, γιατί σκέφτηκα, ότι όλα αυτά τα κάνουν οι ερευνώμενοι, για να αποπροσανατολίσουν την έρευνα από τα ναρκωτικά, και ενδεχομένως να τα φυγαδεύσουν…

Ένας από αυτούς πήρε ένα μπουκάλι ούζο, που ήταν επάνω σε ένα τραπέζι, και άρχισε να πίνει. Ο Αστυνόμος του το πήρε και του είπε ότι θα πιεί όταν τελειώσει η έρευνα και φύγουμε. Κάποιοι ερευνώμενοι, βλέποντας έναν αστυφύλακα, που ήταν ντυμένος με φόρμα στρατιωτική και κρατούσε σε όλη τη διάρκεια της έρευνας στο ένα χέρι φακό αναμμένο και στο άλλο χέρι περίστροφο,  άρχισαν πάλι τα σχόλια και τις ειρωνείες εις βάρος του και εις βάρος της αστυνομικής δύναμης. Τότε τους είπα:

-Τι σας ενοχλεί, που κρατάει πιστόλι;

Και τότε αυτοί μου είπαν προκλητικά:

-Σου έχουνε τραβήξει ποτέ πιστόλι μπροστά στα μούτρα σου εσένα;

-Ναι! Τους είπα. Επί Χούντας!

Τότε αρχίσανε να γελάνε εις βάρος μου και να με κοροϊδεύουν:

-Ρε Μήτσο, έλα να δεις εδώ ρε! Πέσαμε σε «αντιστασιακό»! Κοίτα ρε ένα μούτρο για αντιστασιακός! Χα, χα, χα. Κοίτα ρε ένα μούτρο!

Σκέφτηκα τότε: «Αχ, να σε είχα τότε επί Χούντας στα κρατητήρια της οδού  Μπουμπουλίνας ή στο στρατό και να έβλεπα, αν θα έκανες το μάγκα… Τώρα υπάρχει δημοκρατία και σε σέβονται, γιαυτό κάνεις το μάγκα. Τότε θα σε είχαν κάνει μαύρο στο ξύλο και δεν θα μίλαγες καθόλου…».

Ο χοντρός ο αστυφύλακας θυμωμένος πήγε να τους πει κάτι και τότε ο κοντός–ξανθοκόκκινος πήγε κοντά του, στάθηκε μπροστά του παλικαρίσια και, ακουμπώντας κωμικά το στήθος του στο δικό του, ενώ το κεφάλι του έφτανε μετά βίας στο λαιμό του αστυφύλακα, σήκωσε το χέρι του απειλητικά και, κοιτάζοντάς τον στα μάτια με θυμό, του είπε:

-Εγώ ρε θα σε βρίζω και θα σου λέω ό,τι θέλω, αλλά εσύ θα μου λες: «Μάλιστα κύριε! Ό,τι θέλετε κύριε!». Γιατί εγώ ρε, είμαι φορολογούμενος πολίτης και σε πληρώνω ρε, και από τα λεφτά μου τρως!    Ακούς ρε ρεμάλι;

Ο αστυφύλακας στεκόταν προσοχή ακίνητος και έτρεμε ολόκληρος από τα νεύρα του, ενώ το χέρι του, που κρατούσε το περίστροφο, πήγαινε πέρα δώθε απο τον εκνευρισμό του. Το όπλο τού ήταν άχρηστο, γιατί δεν μπορούσε με αυτό, όπως νόμιζε, να φοβίσει τον καλά εκπαιδευμένο αναρχικό, ο οποίος  είχε καταφέρει μόνο με τα λόγια, να τον αντιμετωπίσει, αποτελεσματικά και μάλιστα εξευτελίζοντάς τον. Έτσι στη συνέχεια, απευθυνόμενος και σε μένα που ήμουνα ακριβώς δίπλα, μου είπε θριαμβευτικά:

-Εδώ, δεν ξέρετε πού έχετε πέσει! Έχετε πέσει στο λάκο με τα κωλοδάχτυλα! Θα σας φτιάξουμε καλά εμείς! Μην ανησυχείτε. Θα δείτε…

Εγώ χαμογέλασα και σκέφτηκα: «Τι να σου κάνω που πρέπει να εφαρμόσουμε το νόμο. Αν δεν υπήρχε ο νόμος, που πρέπει να τον σεβαστούμε και να τον εφαρμόσουμε, θα τα λέγαμε…». Βλέποντάς με να χαμογελάω ο αστυφύλακας λυτρώθηκε και πλησιάζοντάς με μου ψιθύρισε στο αυτί:

-Κύριε Ειρηνοδίκη συγχαρητήρια για την ψυχραιμία σας…

-Σιγά τους μάγκες… Του ψιθύρισα και εγώ χαμογελώντας…

Εκείνη τη στιγμή ήρθε από τα κάτω δωμάτια του μαγαζιού, στα οποία έμεναν οι ερευνώμενοι, ένας ακόμη μελαχροινός κοντός με μούσι, και όταν κατάλαβε τι γινόταν, άρχισε και αυτός να ειρωνεύεται και να κοροϊδεύει την έρευνα και την αστυνομική δύναμη. Όταν μάλιστα οι αστυφύλακες τον έβαλαν στον τοίχο με ψηλά τα χέρια για σωματική έρευνα, ο άλλος ο κοντός και ξανθός του είπε:

-Πρόσεχε ρε Βλάση, μη σου φύγει καμιά πορδή και τους κλάσεις!

Και απευθυνόμενος σε μένα μου είπε:

-Είσαι Ειρηνοδίκης;

-Ναι. Είπα.

-Δώσε μου την ταυτότητά σου!

΄Εβγαλα την ταυτότητά μου και του την έδωσα. Την κοίταζε πολύ ώρα, και παρατηρούσε μια τη φωτογραφία μου και μια το πρόσωπό μου, για να διαπιστώσει δήθεν, αν είμαι εγώ ο ίδιος… Μετά από μερικά λεπτά, αφού την πήρα πίσω, κατάλαβα ότι όλη αυτή η ιστορία δεν έχει τέλος και ότι οι ερευνόμενοι δεν είχαν σκοπό να προασπίσουν τη νομιμότητα της έρευνας, αλλά ότι επιδίωκαν να μας εξευτελίσουν και να δημιουργήσουν οξύτητα, με σκοπό να την εκμεταλλευτούν. Έτσι μπήκα μέσα στα δωμάτια, που εκείνη τη στιγμή τα είχαν ανοίξει οι αστυνομικοί μαζί με τους διαμένοντες σ΄αυτά, και συνέχιζαν την έρευνα, ενώ οι διαμαρτυρίες και οι φωνές έξω στην αυλή συνεχίζονταν αμείωτες, με σκοπό να προκαλέσουν και να εκνευρίσουν τους αστυνομικούς. Η έρευνα όμως δεν απέδιδε τίποτα. Ένα ζευγάρι ερευνώμενοι, (ο άντρας ήταν ένας από τους επιχειρηματίες του κέντρου), μας ρώτησαν, τι ψάχνουμε. Όταν τους είπαμε ότι ψάχνουμε για ναρκωτικά, ο σύζυγος, απευθυνόμενος σε μένα, είπε με σιγανή φωνή:

-Βρε παιδιά, εδώ θα κρύβαμε τη μαριχουάνα; Τι ψάχνετε; Χαμένος κόπος… Άλλωστε τώρα επιτράπηκε η χρήση των ναρκωτικών!

Του είπα ότι γίνονται συζητήσεις για να επιτραπεί, αλλά νόμος δεν έχει ψηφιστεί ακόμη.  Μέσα σε μια βαλίτσα βρέθηκε ένα γράμμα, που απευθυνόταν στη σύζυγό του και αναφερόταν στην κόρη της, μέλος και αυτή της μεγάλης παρέας, που ήταν έξω στην αυλή. Το γράμμα έλεγε ότι η μικρή είχε πάρει τον κακό το δρόμο και έκανε χρήση ναρκωτικών.  Ο Αστυνόμος το ζήτησε για να  βγάλει φωτοαντίγραφο και υποσχέθηκε να το επιστρέψει στην κυρία, που του είπε ότι το θέλει. Μέσα σε μια άλλη βαλίτσα βρέθηκε μια προκήρυξη κάποιας αναρχικής οργάνωσης της Λειβαδιάς με περιεχόμενο αντιεξουσιαστικό και ύφος οξύ, η οποία κατασχέθηκε από την Αστυνομία.  Μέσα στην κουζίνα του κέντρου στα ψυγεία και στα ντουλάπια όπου έγινε έρευνα, δεν βρέθηκε τίποτα.

Η παρέα όμως είχε και μουσικά όργανα ρεμπέτικης κομπανίας (μπουζούκια τρίχορδα, κιθάρες, μπαγλαμά). Όταν οι αστυφύλακες πήγαν να ψάξουν μέσα στις θήκες και στα όργανα αυτά, δέχτηκαν άλλη μια επίθεση από τους κατόχους τους:

-Αυτά εκεί, μην τα πιάνετε, δεν είσαστε άξιοι!… Τι μπορεί να αισθάνεστε εσείς από αυτά τα όργανα, κωλόμπατσοι;

Οι αστυνομικοί τους είπαν να τα ανοίξουν εκείνοι και να τους τα δώσουν. Έτσι και έγινε.  Μόλις όμως ένας από τους ερευνόμενους έβγαλε ένα μπουζούκι από τη θήκη του, το ασπάστηκε με θεατρινίστικη ευλάβεια και ειρωνεία, σαν να έπαιζε σε παλιά ελληνική ταινία, και το έδωσε προσεκτικά σε έναν αστυνομικό. Όταν αυτός το πήρε στα χέρια του, του είπε ειρωνικά:

-Πρόσεχε ρε, μην το σπάσεις. Είναι πολύτιμο και πανάκριβο!

Κοίταξα τα όργανα. Είχα υπερδεκαπενταετή πείρα από τέτοια όργανα από τα νεανικά και τα φοιτητικά μου χρόνια.  Αυτά τα όργανα ήταν παλιά, φτηνά, βρόμικα και μικρής αξίας, αλλά όλη αυτή η παράσταση του αναρχικού ήταν μια καλή αφορμή να τα μυθοποιήσει και να τρομοκρατήσει λίγο τους ερευνώντες… Τότε σκέφτηκα: «Πού να ξέρατε ότι όταν ο Ειρηνοδίκης έπαιζε επαγγελματικά αυτά τα όργανα, εσείς φοράγατε κοντά παντελονάκια…».

Βγαίνοντας όμως έξω στην αυλή, ο ξανθός μου ζήτησε πάλι την ταυτότητά μου, για να τη δει, όπως είπε, γιατί, όπως προσποιήθηκε, δεν θυμόταν, αν την είχε δει προηγουμένως. Του έδωσα την ταυτότητα την υπηρεσιακή και μου ζήτησε την αστυνομική μου ταυτότητα. Ευτυχώς πρόσφατα είχα ανανεώσει την ταυτότητά μου με το νέο επάγγελμα, και τώρα έγραφε: «Ειρηνοδίκης». Όμως η ταυτότητα δεν ήταν ακόμη έτοιμη και μου είχαν δώσει μια βεβαίωση κατάθεσης με όλα τα στοιχεία της ταυτότητας και τη φωτογραφία μου, η οποία ως γνωστόν είχε ισχύ δελτίου ταυτότητας. Ο ξανθός όμως τάχα δεν ικανοποιήθηκε με όλα αυτά και μου είπε ειρωνικά:

-Τι είναι αυτό ρε; Αυτό δεν είναι αστυνομική ταυτότητα! Αυτό είναι βεβαίωση ότι… γεννήθηκες!

Τότε κατάλαβα, μετά από τόσα χρόνια, ότι δεν υπάρχει φασισμός μονάχα στην εξουσία, αλλά υπάρχει φασισμός και στη βάση, δηλαδή στο λαό!  Και αυτός είναι ο πιο επικίνδυνος φασισμός, γιατί δεν μπορείς να τον πολεμήσεις… Γιατί ασκείται εν ονόματι της Δημοκρατίας με την επίκληση των ατομικών δικαιωμάτων. Η έρευνα, μετά από όλα αυτά, δεν απέδωσε τίποτα και έπρεπε να φύγουμε. Οι ερευνώμενοι ζήτησαν ταυτότητες από όλους του άνδρες της Αστυνομίας, αλλά δεν είχε κανένας τους. Οι αστυνομικοί όμως, μέσα σε όλη αυτή τη φασαρία, τις φωνές και τον εκνευρισμό, δεν πήραν κανένα όνομα από τους ερευνώμενους, και κυρίως δεν προσήγαγαν κανέναν από αυτούς, που μας έβρισαν και μας πρόσβαλαν και τότε υπήρχε ακόμη το αδίκημα της «Περιύβρισης αρχής».

Ο ψηλός ο αστυφύλακας όμως, έγινε στόχος των ειρωνικών σχολίων των θαμώνων από πριν, που έτρεμε χωρίς να μπορεί να πει και να κάνει τίποτα. Μάλιστα επειδή ήταν χοντρός οι αναρχικοί τον βγάλανε «Μπούλη». Όταν μάλιστα ξεκινήσαμε να φύγουμε για να πάμε το καΐκι, όπου μας περίμενε ο Τελώνης, και να συνεχίσουμε την έρευνα, οι θαμώνες μας γιουχάϊσαν και μας κατευόδωσαν με ωραίες φράσεις όπως:

-Απόψε θα γαμήσουμε το «Μπούλη»!

Και πολλές άλλες παρόμοιες…

Φύγαμε και πήγαμε κοντά στο μέρος, όπου ήταν δεμένο το καΐκι, στο οποίο δεν υπήρχε κανένας μέσα. Γρήγορα όλοι μαζί έψαξαν μέσα στο καΐκι και εγώ επέβλεπα, αλλά και πάλι δεν βρέθηκαν ναρκωτικά. Βρέθηκαν όμως κάποια άλλα πράγματα, που ενδιέφεραν κυρίως τον Τελώνη, γιατί πιστοποιούσαν παραβάσεις του Τελωνιακού Κώδικα.  Μετά από αυτά δόθηκε η εντολή να φύγουν και οι δύο ομάδες και να γυρίσουμε στον Αδάμαντα. Εκεί κάναμε έναν πρόχειρο απολογισμό. Ο Τελώνης είπε ότι μέσα στο καΐκι είχαν βρεθεί διαβατήρια με σφραγίδες από ένα σωρό ευρωπαϊκές χώρες, ενώ τα επαγγέλματα των κατόχων των διαβατηρίων ήταν υδραυλικός, εργάτης κλπ., που δεν δικαιολογούσαν τόσο συχνά ταξίδια στην Ευρώπη.  Ήταν φανερό ότι κάνανε διακίνηση ναρκωτικών και είχανε διεθνή καριέρα και εμπειρίες. Γιαυτό ήταν τόσο διαβασμένοι και μας κάνανε τόσα καψώνια… Άλλωστε οι πληροφορίες από το Λιμεναρχείο έλεγαν ότι, παρά το ότι οι ερευνώμενοι είχαν ψαροκάικο, δεν είχαν βγει ούτε μια φορά για ψάρεμα. Ο Τελώνης όμως κατάσχεσε μερικά αντικείμενα, που ήταν ατελώνιστα, με σκοπό να καλέσει τους κατόχους τους την άλλη μέρα για διατυπώσεις και στοιχεία. Αυτός τουλάχιστον κάτι αποκόμισε από όλη αυτή την περιπέτεια…

Η ώρα ήταν 05.00 ξημερώματα της 17-7-1985 όταν τελειώσαμε. Μείναμε στο λιμάνι του Αδάμαντα μέχρι τις 06.00 και μετά πήγα για δύο ώρες ύπνο. Στις 09.00 ξεκίνησα με το ίδιο καράβι για την Κύθνο. Έφτασα και συνέχισα τη ζωή μου με τα συμβόλαια, τις μεταγραφές, τα αντίγραφα των συμβολαίων και τα πιστοποιητικά του Υποθηκοφυλακείου.

Πέρασαν καμιά δεκαριά μέρες και είχα αρχίσει να ξεχνάω την περιπέτεια στη Μήλο, όταν ή Βάντα, η συνάδελφος Ειρηνοδίκης της Νάξου και ο Βασίλης, ο Ειρηνοδίκης της Σίφνου με πληροφόρησαν ότι στην εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ» της 27-7-1985 υπήρχε άρθρο εναντίον μου, του Αστυνόμου Μήλου και 12 ενόπλων αστυνομικών της αστυνομικής δύναμης της Μήλου, ότι εισβάλαμε στο εστιατόριο με τα περίστροφα στο χέρι και με σπρωξιές και βρισιές υποχρεώσαμε πελάτες και προσωπικό (γύρω στα 20 άτομα), να σταθούν στον τοίχο με τα χέρια ψηλά. Ότι αφού τους κάναμε σωματική έρευνα, τους κρατήσαμε εκεί ακίνητους για δύο ώρες, ενώ ταυτόχρονα «ερευνούσαμε» το εστιατόριο, σπάζοντας κατά τη διάρκεια της έρευνας και μερικά τραπέζια και καρέκλες καθώς τα κλωτσούσαμε, ενώ την ίδια ώρα άλλοι αστυνομικοί «διενεργούσαν» έρευνα στο καΐκι, κατά τη διάρκεια της οποίας δεν παρέλειψαν να σπάσουν μερικά συρτάρια, δημιουργώντας μια εικόνα λεηλασίας και έφυγαν παίρνοντας μαζί τους 2 ζευγάρια κυάλια, 2 κασετόφωνα, 1 ασύρματο τηλέφωνο και τον εξάντα του καϊκιού.

Όταν μετά από λίγες μέρες πήγα στην Αθήνα, αγόρασα την εφημερίδα, διάβασα τα παραπάνω και έφριξα!  Οι ερευνώμενοι αναρχικοί μας το είχαν πει, ότι «θα μας φτιάξουν!». Είχαν προσβάσεις στον Τύπο, (η ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ ήταν γνωστή για τη συμπάθειά της στους αναρχικούς), και είχαν αρχίσει τη συκοφαντική εκστρατεία εναντίον μας, διαστρεβλώνοντας την αλήθεια!

Πήρα τηλέφωνο τον Πρόεδρο Πρωτοδικών Παναγιώτη Γρουμπό και τον Αντεισαγγελέα Εφετών Δημήτριο Σφυρή και τους ρώτησα, πώς μπορούσα να αμυνθώ σαν άτομο και σαν φορέας της υπηρεσίας και του δικαστικού σώματος. Ο Αντεισαγγελέας μου είπε:

-Βασίλη, πρέπει να ξέρεις, ότι όλα αυτά είναι μέσα στο πρόγραμμα, και ότι στην Αθήνα πολλές φορές κινδυνεύει η ζωή σου με τις έρευνες στους αναρχικούς.

Τα σκέφτηκα όλα αυτά, και του είπα:

-Μα κύριε Εισαγγελέα, κάπου και κάπως πρέπει να ακουστεί η αλήθεια, για να μην παραπληροφορείται ο κόσμος από τα ψέματα, που γράφουνε οι εφημερίδες εναντίον των δικαστών.

Τότε αυτός μου είπε:

-Αχ, Βασίλη, αλίμονο αν το κάθε ψέμα, που γράφουνε εναντίον μας οι εφημερίδες, βγαίνουμε και το διαψεύδουμε και μπαίνουμε στο χορό των δηλώσεων, των αλληλοδιαψεύσεων και της φθοράς… Ο συμφοιτητής μου ο Γ. Βότσης, ο διευθυντής της «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ», έχει, χρόνια τώρα, μεγάλη ευαισθησία για τους αναρχικούς, μην τυχόν και τους πειράξει κανένας… Όμως στείλε μου στην Εισαγγελία το δημοσίευμα να το δω, και θα δούμε τι θα γίνει.

Έστειλα λοιπόν το φύλλο της «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ» στην Εισαγγελία Εφετών Αιγαίου και μετά από λίγο καιρό ο Βασίλης με πήρε από τη Σίφνο, και μου είπε ότι, πήρε παραγγελία για προκαταρκτική εξέταση      στη Μήλο, και μάλιστα πήγε και πήρε καταθέσεις από το Αστυνόμο και από τον Τελώνη. Μετά από λίγες μέρες ήρθε κατόπιν παραγγελίας ο Μανώλης ο Ειρηνοδίκης Σερίφου και πήρε κατάθεση και από μένα. Διάβασα όμως, ότι στις καταθέσεις τους ο Αστυνόμος και ο Τελώνης δεν ανέφεραν τίποτα για τις βρισιές και τις απειλές που δεχτήκαμε από τους αναρχικούς στη Μήλο. Σκέφτηκα, μήπως φοβήθηκαν, ή μήπως για λόγους τακτικής της περαιτέρω έρευνας ή ακόμη και για λόγους γοήτρου της υπηρεσίας δεν τα ανέφεραν όλα αυτά. Αναφέρανε μόνο, ότι δεν παρανομίσαμε εις βάρος των ερευνωμένων. Σκέφτηκα τότε, μήπως έπρεπε να μην καταθέσω και εγώ τίποτα για όλα αυτά, αλλά κατόπιν θεώρησα ότι κάποιος, κάπου, κάπως πρέπει να πει την αλήθεια. Γιαυτό και τα κατέθεσα συνοπτικά, γιατί όφειλα, να αναφέρω κάποια από τα τόσο ωραία εκείνα τα λόγια, που μας είπανε…

Μετά από μερικές μέρες με πήρε ο Αστυνόμος της Μήλου για κάποια άλλη υπόθεση.

-Α, δεν σου είπα, μου είπε, ξέρεις πού ήταν κρυμμένα τα ναρκωτικά τελικά, όπως μάθαμε μετά από δυο-τρεις μέρες;

-Πού ήταν; Ρώτησα.

-Τα είχαν φουντάρει στη θάλασσα ακριβώς κάτω από το καΐκι και, με όλη αυτή τη φασαρία τον εκνευρισμό και τις φωνές, ξεχάσαμε να ελέγξουμε και το σημείο αυτό!

-Άρα ήταν καλά διαβασμένοι οι λεβέντες! Γιαυτό μας παίξανε όλη αυτή την ωραία παράσταση! Είπα. Και μάλιστα πέτυχαν το σκοπό τους…

Όταν πήγα στην Αθήνα, πέρασα μια βόλτα από το  Μοναστηράκι, όπου από χρόνια συνηθίζω, να πηγαίνω στο παζάρι και να αγοράζω παλιά νομικά βιβλία. Περπατώντας στην οδό Αθηνάς, συνάντησα τον ξανθοκόκκινο, εκείνο τον κοντό, που μας είπε και μας έκανε τα πιο πολλά καψώνια τότε στη Μήλο. Κοιταχτήκαμε. Πρέπει να με γνώρισε, αλλά με προσπέρασε αδιάφορα. Τον κοίταζα από μακριά, μέχρι που χάθηκε στο πλήθος… Ήταν ένα θλιβερό ανθρωπάκι, που δεν σου γέμιζε το μάτι… Ήταν, όπως λένε, «μιας καρπαζιάς άνθρωπος»! Όμως μας τα έκανε όλα αυτά επικαλούμενος τα ανθρώπινα δικαιώματα, που δήθεν του καταπατούσαμε!… Και αμέσως γινόταν τεράστιος! Και εμείς με τα όπλα στα χέρια (!) αυτομάτως γινόμασταν ταπεινοί υπηρέτες και τηρητές της νομιμότητας, δηλαδή αδύναμοι και ασήμαντοι μπροστά σε αυτόν, που μας κατηγορούσε! Αυτός φώναζε συνεχώς, ότι παρανομούμε, και εμείς  έπρεπε συνεχώς να αιτιολογούμε τη νομιμότητα της κάθε πράξης μας υπό τα ειρωνικά του σχόλια και τις ύβρεις του! Αυτό ήταν το πανέξυπνο παιχνίδι του! Το παιχνίδι όλων τους… Και το αποτέλεσμα ήταν η έρευνα να μην μπορεί να γίνει, και τελικά δεν έγινε, προσεκτικά και μεθοδικά, και έτσι τα ναρκωτικά δεν βρέθηκαν. Γιατί εμείς έπρεπε συνεχώς να  σεβόμαστε και να ανεχόμαστε τις προσβολές τους και όλον αυτό τον παραλογισμό… Και να δίνουμε συνεχώς εξηγήσεις. Γιατί έπρεπε με πολύ προσοχή και με ακόμη περισσότερο σεβασμό να εφαρμόσουμε το Σύνταγμα και τους νόμους, που οι αναρχικοί με τόσο καμάρι και τόση αλαζονεία καταπατούσαν προκλητικά, επικαλούμενοι ότι εμείς τα παραβιάζουμε!… Πλήρης σχιζοφρένεια δηλαδή! Ή μάλλον πανέξυπνο και σατανικό παιχνίδι άσκησης ελέγχου της νομιμότητας των πράξεων εξουσίας. Με πρόφαση δήθεν την πιστή εφαρμογή των νόμων!

Μετά από αυτά, περίμενα την εξέλιξη της προκαταρκτικής εξέτασης, προσπαθώντας να μην πολυσκέφτομαι, αν οι αναρχικοί με είχαν βάλει στη μαύρη λίστα, και αν θα με τιμωρούσαν μετά από καιρό. Και φοβόμουνα και λίγο…  Είχαν γίνει άλλωστε μέχρι τότε αρκετές επιθέσεις…

Όμως, τα σκεφτόμουνα όλα αυτά και μονολογούσα… Για φαντάσου, έλεγα!… Να φοβάσαι μήπως κινδυνεύεις, επειδή έκανες το χρέος σου! Και να αναρωτιέσαι, μήπως τάχα τώρα μπήκες μέσα στο σύστημα και, «καταχρώμενος την εξουσία σου», συγκρούστηκες με το «δημοκρατικό λαό»;  Ποιό λαό; Ο λαός ήταν αυτοί; Ο λαός, που αγωνίστηκε και έφερε τη Δημοκρατία και το σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα, ήταν αυτοί; Και η Δημοκρατία, και η άσκηση του ελέγχου της εξουσίας, για τις οποίες αγωνίστηκαν τόσοι, τόσα χρόνια, ήταν αυτή η αισχρή κωμωδία και οι προσβολές τους, που έζησες στη Μήλο; Και τώρα θα τιμωρηθείς από τους αναρχικούς; Θα τιμωρηθείς για αδικήματα, που καθορίζουν οι ίδιοι κατά το δοκούν; Οι αναρχικοί θα αποφανθούν δηλαδή, ότι εσύ είσαι η συντήρηση, η οπισθοδρόμηση, το κατεστημένο, η αντίδραση, που παρανομεί, και ότι οι ίδιοι είναι η πρόοδος και η Δημοκρατία! Αυτοί μόνοι τους θα κρίνουν ότι τότε εσύ παραβίασες το νόμο και ότι οι ίδιοι ενήργησαν νόμιμα και συνταγματικά;  Και θα σε καταδικάσουν; Για φαντάσου!…

Όμως, όσο και αν τα σκέφτομαι όλα αυτά μέχρι και σήμερα ακόμη, καταλήγω πάντα στο συμπέρασμα, ότι τότε έπραξα αυτό που έπρεπε, μέσα στα πλαίσια του Συντάγματος και του νόμου. Αλλά φαίνεται, πως από τότε έχει αρχίσει να ξημερώνει κάποια άλλη εποχή… Εύχομαι να είναι καλύτερη, δικαιότερη και σωστότερη από τη σημερινή.  Όμως αμφιβάλλω, γιατί από εκείνη την περιπέτεια στη Μήλο τον Ιούλιο του 1985 πέρασαν τριάντα δύο χρόνια, και δεν έγινε τίποτα προς το καλύτερο! Ή μάλλον έγινε, αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση! Οι αναρχικοί είναι σήμερα περισσότερο σεβαστοί από τότε!…

Και μια και μιλάμε για απομυθοποίηση, αυτή την απομυθοποίηση που μας κάνανε τότε, και με τόσο χυδαίο τρόπο οι αναρχικοί, αυτή, θα πρέπει οι κοινωνίες, αφού τη δέχονται, να τη δεχτούν και σε όλους τους άλλους τομείς, και σε όλους τους άλλους θεσμούς τους, και σε όλα τα άλλα μέλη τους… Ακόμη και στους αναρχικούς, που μέχρι και σήμερα εξυβρίζουν, απειλούν ή  με το πρόσχημα της διαμαρτυρίας καίνε ή καταστρέφουν δημόσια ή ιδιωτική περιουσία, και αυτό γίνεται σεβαστό ως… έκφραση της Δημοκρατίας!…

Αλήθεια όμως, αυτούς, ποιός, πότε, και πώς θα τους απομυθοποιήσει;

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΣΤΑΣ

ΟΔΥΣΣΕΑ ΣΠΑΧΗ: “ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ Η ΙΣΧΥΣ ΣΤΟΝ ‘ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟ’ ΤΟΥ ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΥ ΚΟΡΝΑΡΟΥ”

ΟΔΥΣΣΕΑ ΣΠΑΧΗ 1

«Δίκαιο και Ισχύς στον ΄΄Ερωτόκριτο΄΄ του Βιτσέντζου Κορνάρου»

Η πρώτη ανάγνωση του «Ερωτόκριτου» του Βιτσέντζου Κορνάρου μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι ο δημιουργός του επιχείρησε ν’ αφηγηθεί μια ακόμη ερωτική ιστορία. Έχω τη γνώμη, όμως, πως ο ποιητής μέσα από το ξεδίπλωμα της ερωτικής αφήγησης μάς παρέδωσε, εκτός από μια ιστορία δακρύβρεχτου πάθους, κι ένα μάθημα πολιτικής επιστήμης. Η αγάπη κι ο έρωτας στεριώνουν σε μια Πολιτεία. Αλλά τι θεμέλια έχει αυτή η Πολιτεία φαίνεται ν’ αναρωτιέται με τον «Ερωτόκριτό του» ο Κορνάρος. Θα είναι μια Πολιτεία όπου θα επικρατεί η ισχύς των δυνατών; Ή η ηθική και η θέληση των αδύνατων θα εξισορροπήσουν την κατάσταση, έτσι ώστε να επικρατήσει το μέτρο της ανθρώπινης λογικής, δηλαδή η αξιοπρέπεια και η αυτοδιάθεση;

Ο ποιητής σκοπίμως προσδίδει στο έργο του χαρακτηριστικά, ικανά να νουθετήσουν και να χειραφετήσουν (πνευματικά και ηθικά) το νέο ελληνισμό που βλέπει μελλοντικά να γεννιέται. Στο επίκεντρο της αφήγησης του είναι η Αθήνα, η οποία (κατά τον ποιητή) αποτελεί το συνδετικό κρίκο του νέου ελληνισμού με τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό. Ίσως, ο ποιητής να είχε υπόψη του τους νεοπλατωνικούς και, επομένως, τον ίδιο τον Αθηναίο φιλόσοφο Πλάτωνα και την θεωρία του για τον «φιλόσοφο-Βασιλιά» όταν αποκαλεί «θρονί της δικαιοσύνης» τον Ρήγα της Αθήνας, Ηράκλη.  Ο οποίος, είναι, κατά τον ποιητή, «ποπανωθιό σ’ τσι φρόνιμους, πρώτος εις τσι μεγάλους»2.  Επομένως, η (πολιτική) σοφία και σύνεση κατέχει υψηλή θέση στην κλίμακα αξιών του εν λόγω ηγεμόνα.  Ο Ηράκλης, λοιπόν, παρά την αδικία που διαπράττει αρχικά σε βάρος του Ρωτόκριτου και τον αυταρχισμό του, δεν παύει να είναι ο εκπρόσωπος της ευταξίας και της κοινωνικής ισορροπίας,η οποία επιτυγχάνεται μέσω των πατροπαράδοτων εθίμων.  Άλλωστε, δεν είναι λίγοι οι νεότεροι φιλόσοφοι (με κυριότερο εκπρόσωπό τους τον Karl Popper {Καρλ Πόππερ}) που θεωρούν τον φιλόσοφο-βασιλιά του Πλάτωνα το αρχέτυπο του εξουσιαστικού αυταρχισμού κι ολοκληρωτισμού3.  Ο Ηράκλης,λοιπόν,σε μικρότερο βαθμό,αλλά σε μεγαλύτερο βαθμό ο Ρωτόκριτος ( που δεν έχει την αυταρχικότητα του Ηράκλη) ταιριάζουν στο συντηρητικό πρότυπο του πλατωνικού ηγέτη, που φιλοτεχνήθηκε στην πλατωνική ακαδημία,στην Αθήνα.  Αυτή η πόλη, εξάλλου, κατά τον ποιητή, είναι «της μάθησης η βρώσις», «θρονί της αρετής» κι «ο ποταμός της γνώσης»4.   Η ποιητική έκφραση παραπέμπει στο σχετικό χωρίο του Επιτάφιου του Περικλή, όπως τον αποδίδει ο Θουκυδίδης: «Ξυνελών τε λέγω την τε πάσαν πόλιν της Ελλάδος παίδευσιν είναι5» (Συνοψίζοντας ισχυρίζομαι πως η πόλη {δηλαδή η Αθήνα} σε όλες τις εκδηλώσεις της είναι ο δάσκαλος των Ελλήνων).  Ο ποιητής, έτσι, υπαινίσσεται ότι γνωρίζει την αρχαιοελληνική γραμματεία και πως το νερό του ποιητικού του ποταμού προέρχεται από τις πηγές της Αθηναϊκής φιλοσοφίας και του πολιτικού στοχασμού των κλασσικών χρόνων της Αθήνας.

Συνεπώς, η αποτυχία του προξενιού της Αρετούσας με τον Βυζαντινό Πιστόφορο δεν είναι τυχαία.  Το μέλλον του νέου ελληνισμού, κατά τον ποιητή, δεν είναι μια απομίμηση της πολύγλωσσης επικράτειας του Βυζαντίου, δηλαδή μια αυτοκρατορία η οποία κατά τα χρόνια της συγγραφής του ποιητικού έργου είχε διαλυθεί και ήταν παρελθόν.  Ο έρωτας της Αρετούσας για τον Ρωτόκριτο ενδεχομένως απηχεί, κατά την γνώμη του ποιητή, την έλξη που πρέπει να επιδείξει ο νέος ελληνισμός προς την ρωμαλέα πηγή της γνώσης της κλασσικής Αθήνας.  Μαζί με την απόρριψη του παλιού και ξεπερασμένου ιδεώδους («προξενιό» του νέου ελληνισμού με το Βυζάντιο) γεννιέται η σύζευξη του νέου ελληνισμού με την στοχαστική φιλοσοφία της κλασσικής Αθήνας.  Αυτή η σύνδεση σχετίζεται με την ελεύθερη στάση της Αρετούσας, που αρνείται πεισματικά την καταβαράθρωση της αξιοπρέπειας της, στάση η οποία απηχεί την ξεκάθαρη επιλογή του ποιητή για την πορεία (που ο ίδιος επιθυμεί) για το νέο ελληνισμό.  Γιατί αυτόματα έρχεται στο νου η παρόμοια, θαρραλέα στάση της Αντιγόνης στην ομώνυμη (αρχαιοελληνική) τραγωδία του Αθηναίου Σοφοκλή, η οποία, επίσης, αρνείται να υποκύψει στην πολιτική βία του Βασιλιά και επιμένει στην διάσωση της αξιοπρέπειας της με την ταφή του αδερφού της.  Η Αρετούσα δεν έχει τίποτε το κοινό με την άβουλη κόρη της εποχής του ποιητή, δηλαδή της υποταγμένης, που δέχεται αδιαμαρτύρητα την ισχύ και τον πατρικό δεσποτισμό.  Κληρονομεί κάτι από τον ατίθασο χαρακτήρα της Αντιγόνης, της ομώνυμης αρχαιοελληνικής τραγωδίας.  Η Αρετούσα, ειδικότερα, συνεχίζοντας την παράδοση της Αντιγόνης αψηφά την ισχύ του πατέρα της, που συμπεριφέρεται άδικα.  Η ίδια,ωστόσο, με στωικότητα αποδέχεται τις συνέπειες της στάσης της.  Αφού η βασιλική δύναμη και στις δύο περιπτώσεις (Αντιγόνης και Αρετούσας) αντιστρατεύεται τη φυσική τάξη και το ηθικό δέον, τότε δεν απομένει παρά η αντίσταση απέναντι στην αδικία και η στοχαστική επιμονή στην ηθική συνέπεια.  Η νέα «Καρυάτιδα του ελληνισμού» αποποιείται την πεπατημένη ενός τυπικού, συμβατικού γάμου και συνεχίζει την παράδοση της Αντιγόνης.  Ο ποιητής,έτσι, φαίνεται να παραδίδει το μίτο αυτής της συνέχειας από την Αντιγόνη της αρχαιοελληνικής τραγωδίας στην Αρετούσα.

Η σύγκρουση, ωστόσο, των μνηστήρων, για την «ερωτική κατάκτηση» της Αρετούσας (΄΄γκιόστρα΄΄) δεν είναι παρά η σύγκρουση ισχύος που κατέχουν οι «δυνατοί» και «κυρίαρχοι».  Με αφορμή αυτήν, ο ποιητής εξιστορεί σ’ ένα ιπποτικό πλαίσιο, το οποίο ίσως παραπέμπει στον ανταγωνισμό των μνηστήρων της Οδύσσειας του Ομήρου.  Η ομορφιά της Αρετούσας που ελκύει τους άρχοντες – ιππότες της εποχής συμπορεύεται με την ελκυστικότητα της κοινωνικής κι οικονομικής δύναμης του πατέρα της.  Την τελευταία ορέγονται, κυρίως, οι μνηστήρες της Αρετούσας.  Η «γκιόστρα», επομένως, αποτελεί (ενδεχομένως) μια αλληγορία για την διαπάλη που σοβεί κατά τη διεκδίκηση ενός λάφυρου (στην προκείμενη περίπτωση ερωτικού).  Υπό την εκδοχή αυτή, ο εκπρόσωπος κάθε περιοχής στο αγώνισμα για την ερωτική κατάκτηση της Αρετής (δηλαδή του τρόπαιου της ισχύος) απηχεί και την ιδιαιτερότητα της καταγωγής (με ό,τι αυτή ιστορικά σημαίνει).  Για παράδειγμα ο Καραμανίτης Σπιδόλιοντας ,ο οποίος έχει ως έμβλημα το χάρο με δρεπάνι συμβολίζει την άκρως επικίνδυνη επιθετικότητα των Οθωμανών, που απειλούσαν την ισχύ των Βενετών και ολόκληρο τον ελληνισμό με υποδούλωση.  Ο Κρητικός Χαρίδημος (το alter ego του ποιητή) παρουσιάζεται ως καλοπροαίρετος ιππότης, που επιλέγει να συμπαρασταθεί προς τον Βασιλιά της Αθήνας.  Ο ποιητής ως γνήσιος αναγεννησιακός περιγράφει τις συγκρούσεις ισχύος, οι οποίες θυμίζουν τις διαμάχες των ελληνικών πόλεων της κλασσικής αρχαιότητας.

Από τη σύγκρουση της «γκιόστρας» νικητής είναι ο Ρωτόκριτος (η επιλογή του ποιητή), ο οποίος, βέβαια, είναι κοινωνικά κατώτερος. Έχει, ωστόσο, εκείνα που ονειρεύεται ο ποιητής για το νέο ελληνισμό: ρώμη, κάλλος, πίστη σε αξίες κι ιδανικά, σύνεση, σοφία.  Σ’ αντίθεση δε με τον Ρωτόκριτο, το πολιτικό προφίλ που σμιλεύει ο Κορνάρος για τον Ηράκλη δεν έχει αμιγώς χαρακτηριστικά πλατωνικού ηγέτη (δηλαδή ενός συνετού φιλόσοφου-βασιλιά που είναι προσηλωμένος αυστηρά στο συλλογικό συμφέρον κι όχι στο ατομικό).  Ο Βασιλιάς Ηράκλης είναι και (εκτός των άλλων) ένας ιδιοτελής άρχοντας, που δεν παύει να ενδιαφέρεται για τα συμφέροντα της κοινωνικής του τάξης.  Αυτή η προάσπιση των ταξικών συμφερόντων τόσο του Ηράκλη, όσο και της συζύγου του, τους στρέφει ακόμη κι εναντίον του παιδιού τους.  Η Αρετούσα φυλακίζεται γιατί η ερωτική και κοινωνική συνεύρεση με τον «υποδεέστερο» της Ρωτόκριτο αντιστρατεύεται αυτά τα συμφέροντα.  Η συμπεριφορά του βασιλικού ζεύγους αντικατοπτρίζει την αντίληψη για το ρόλο του ηγεμόνα ως προασπιστή των συμφερόντων του εκάστοτε εξουσιαστικού σχήματος (και σε αυτό διαφέρει από την άποψη του Πλάτωνα για τον σκοπό της ηγεσίας).   Η βία κι η ιδιοτέλεια ως έκφραση πολιτικής ισχύος σκιάζει ,ως εκ τούτου, την άσκηση εξουσίας του Ρήγα Ηράκλη.  Ο ποιητής αποδίδει (μεταξύ άλλων) τον Βασιλιά Ηράκλη ως ένα ηγέτη, που έχει μεν τις μακρινές καταβολές της παλιάς αίγλης, αλλά ταυτόχρονα διατηρεί και το πνεύμα του αδιάλλακτου κι αυταρχικού άρχοντα (κατά τα πρότυπα του ηγεμόνα του Μεσαίωνα).

Ο Κορνάρος παραδίδει με τον «Ερωτόκριτό» του,πέραν των άλλων, ένα μάθημα ελευθερίας και περιφρόνησης απέναντι στην ματαιοδοξία της εξουσίας.  Ο ποιητής θεωρεί πως η σπουδαιοφάνεια της εξουσίας και της ισχύος που την ακολουθεί έχουν προσωρινό και ρηχό χαρακτήρα.  Όποιος, κατά τον Κορνάρο, δεν αντιλαμβάνεται την ματαιότητα της εξουσιαστικής ισχύος πάσχει από μωρία κι άγνοια.  Άλλωστε, κατά τον ποιητή, η εκάστοτε ισχύς (απ’ όπου κι αν εκπορεύεται) συνοδεύεται από ένα μεγάλο φόβο για τυχόν απώλεια των προνομίων.  Αυτά φοβάται ότι θα χάσει ο Βασιλιάς Ηράκλης εάν επιτρέψει το γάμο της κόρης του μ’ ένα κοινωνικά κατώτερο,τον Ρωτόκριτο.  Η Αρετούσα,όμως, (όπως και η Αντιγόνη) είναι ένα ποιητικό δημιούργημα, το οποίο έχει εγγραφεί ως ο προάγγελος της απελευθερωμένης γυναίκας της Ευρώπης, που αντιπαρέρχεται την πολιτική ισχύ (κατά κυριολεξία την απορρίπτει).  Είναι εκείνη που ξεγυμνώνει τη βασιλική εξουσία του πατέρα της και την παραδίδει σε κοινή θέα, αποκαλύπτοντας την αληθινή της φύση χωρίς καλλωπισμούς, δηλαδή εκδικητικός δεσποτισμός και χωρίς μέτρο αυταρχισμός.  Είναι, εξάλλου, γνωστό πως ο εξουσιαστικός μηχανισμός δείχνει το πραγματικό του πρόσωπο, όταν νιώθει πως απειλείται.

Ο Ρωτόκριτος, που διαδέχεται τον αυταρχικό Ηράκλη, συμβολίζει τον ανατρεπτικό, αναγεννησιακό άνθρωπο και για το λόγο αυτό είναι η μεγάλη απειλή για τον αυταρχικό και αλαζόνα Ηράκλη.  Αφού όλοι σχεδόν οι μαχητές της ελευθερίας και οι φορείς των νέων (επαναστατικών) ιδεών διώκονται, έτσι κι ο Ρωτόκριτος εξορίζεται από την Αθήνα με υπαιτιότητα του αυταρχικού συστήματος, που απειλείται.  Η επάνοδος του Ρωτόκριτου στην Αθήνα μετά τον θρίαμβο στο πεδίο των μαχών (δηλαδή και κατ’ επέκταση στο πεδίο των ιδεών) δεν σηματοδοτεί μόνο την ευτυχή κατάληξη του ειδυλλίου του με την Αρετούσα.  Συμβολίζει και τον θρίαμβο του δικαίου, την αποκατάσταση της δικαιοσύνης.  Είναι εμφανές πως ο ποιητής επιθυμεί να σμιλέψει με την ποιητική αφήγησή του ένα λαμπρό σύμβολο: η Αρετούσα με την ελεύθερη στάση της είναι η νέα «Καρυάτιδα» του ελληνισμού που δεν φοβάται, αντιστέκεται, επιλέγει ,δημιουργεί το μέλλον της μαζί με τον Ρωτόκριτο, το δίκαιο και συνετό άρχοντα (κατά τα πρότυπα του Πλατωνικού ηγέτη).  Αυτό,εν τέλει, οραματίσθηκε ο Βιτσέντζος Κορνάρος με τον «Ερωτόκριτο» του: τη διοίκηση του νέου ελληνισμού από άρχοντες δίκαιους και σώφρονες, όπως τους Βασιλείς- Φιλοσόφους του Πλάτωνα.

ΟΔΥΣΣΕΑ ΣΠΑΧΗ: Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΣΤΗΝ «ΑΣΚΗΤΙΚΗ» ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ    ΣΤΗΝ «ΑΣΚΗΤΙΚΗ» ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ   ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

ΟΔΥΣΣΕΑ ΣΠΑΧΗ[1]                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                               Η «Ασκητική» του Ν. Καζαντζάκη είναι ένα υπαρξιακό κείμενο  όπου μαζί με την βαθύτατα μεταφυσική αναζήτησή του, εμφανίζονται οι ποικίλες θέσεις και αγωνίες του συγγραφέα. Αγωνίες που αναμένουν μία απάντηση στα ερωτηματικά που συνθέτουν την  ουσιαστική απορία του ζειν[2].  Όντας εραστής της αλήθειας, ο συγγραφέας  αναζητά απαντήσεις  πέραν των συμβατικών θέσεων κι αξιωμάτων και εισδύει στις σκοτεινές περιοχές του φιλοσοφικού στοχασμού. Κι όπως ακριβώς όλοι οι ανδρείοι του φιλοσοφείν, ο συγγραφέας αναθεματίζει τις ψεύτικες ελπίδες, τις απατηλές ανταποδόσεις, τις μεταφυσικές καρικατούρες και όσα αποκοιμίζουν τη γνήσια φλέβα της υπαρξιακής ανησυχίας.  Κεντρικό σημείο, όπως σχεδόν παντού στον λόγο του συγγραφέα, η σχέση του ανθρώπου με το Θείο.

Μας λέει: «Ο Θεός μου δεν είναι πανάγαθος. Είναι γιομάτος σκληρότητα, άγρια δικαιοσύνη, και ξεδιαλέγει, ανήλεα, τον καλύτερο. Δε σπλαχνίζεται, δε νοιάζεται για ανθρώπους και ζώα, μήτε γι’ αρετές και ιδέες.  Όλα ετούτα τ’ αγαπάει μια στιγμή, τα συντρίβει αιώνια και διαβαίνει.».[3]  Σημειώνω την «Άγρια Δικαιοσύνη», που είναι ένα εφεύρημα του συγγραφέα για να μας ανατρέψει το στερεότυπο της Δικαιοσύνης που συνήθως έχουμε κατά νου. Η Δικαιοσύνη, κατά τα στερεότυπα αυτά, συνδέεται με την ευσπλαχνία, την πραότητα, την ηρεμία και την νηφαλιότητα.  Όχι όμως και για την Θεότητα του Ν. Καζαντζάκη, εφόσον κατά τους ορισμούς του συγγραφέα,  είναι «μια δύναμη που χωράει τα πάντα, που γεννάει τα πάντα… Πιάνεται από τα ζεστά κορμιά, άλλο μετερίζι δεν έχει.  Φωνάζει βοήθεια.  Κηρύχνει σε όλο το Σύμπαντο επιστράτεψη…».[4]  Η τελευταία λέξη «επιστράτεψη» μας θυμίζει τους κανόνες του πολεμικού παιγνίου, ενός παιγνίου όπου η σκληρότητα, η δύναμη και η δια παντός μέσου επίτευξη του τελικού σκοπού πρυτανεύουν.  Ανεξάρτητα από το ότι σε  μία βαθύτερη εξέταση εμφανίζονται οι δύο ουσιαστικές επιρροές του συγγραφέα (η θεωρία της ζωικής ορμής του Henri Bergson   και η αντίστοιχη της θέλησης για δύναμη του Friedrich Wilhelm Nietzsche), η Δικαιοσύνη της Θεότητας του συγγραφέα δεν μπορεί να ενέχει έλεος εφόσον  «ο Θεός κιντυνεύει……δεν είναι πανάγαθος, να προσδοκούμε μ’ εμπιστοσύνη πως θα μας λυπηθεί και θα μας σώσει.».[5]

Πιο κάτω ο συγγραφέας μας εξηγεί για ποιον λόγο ο Θεός του δεν ενδιαφέρεται να σώσει τον άνθρωπο: «Δεν είναι αυτός αγαθός οικογενειάρχης, δε μοιράζει σε όλα τα παιδιά του ίσια το ψωμί και το μυαλό. Η Αδικία, η Σκληρότητα, η Λαχτάρα, η Πείνα, είναι οι τέσσερις φοράδες που οδηγούν το άρμα του απάνω  στην κακοτράχαλή μας τούτη γης.»[6]  Μέσα στο πολεμικό κλίμα της «άγριας δικαιοσύνης» ο συγγραφέας  υπογραμμίζει: «Η προσευκή μου είναι αναφορά στρατιώτη σε στρατηγό.  Αυτό έκαμα σήμερα, να πως πολέμησα να σώσω στον εδικό μου τομέα  ολάκερη τη μάχη, αυτά τα εμπόδια βρήκα, έτσι στοχάζομαι αύριο να πολεμήσω.».[7]

Εάν όμως η ίδια η Θεότητα πορεύεται με αυτά τα στοιχεία της άγριας δικαιοσύνης, του κινδύνου και της ανήλεης πολεμικής σύρραξης, ο άνθρωπος ενταγμένος ,χωρίς να το θέλει, σ’  αυτό το πλαίσιο  είναι υποχρεωμένος να επιδείξει μία βασική αρετή, την πειθαρχία.  Ο συγγραφέας μάς  προτρέπει: «Πειθαρχία, να η ανώτατη αρετή. Έτσι μονάχα σοζυγιάζεται η δύναμη με την επιθυμία και καρπίζει η προσπάθεια του ανθρώπου.  Να πως με σαφήνεια και με σκληρότητα να καθορίζεις την παντοδυναμία του νου μέσα στα φαινόμενα… Αλλιώς δεν μπορείς να λυτρωθείς.».[8]  Ένας πολεμιστής όμως που ζει και δεν επιβιώνει απλώς σε αυτό το περιβάλλον της σύγκρουσης, δεν ικανοποιείται μονάχα με την πειθαρχία. Γιατί μας λέει ο συγγραφέας «ο νους βολεύεται, έχει υπομονή, του αρέσει να παίζει.  Μα η καρδιά αγριεύει, δεν καταδέχεται αυτή να παίξει, πλαντάει και χιμάει να ξεσκίσει το δίχτυ της ανάγκης.»[9]

Ώστε, εάν οι νόμοι της ύπαρξης είναι τόσο αδήριτοι, αντιπροσωπεύοντας την «άγρια δικαιοσύνη» της θείας ουσίας, να ένας επαναστάτης που, επιθυμώντας  να ανατρέψει αυτό  το παίγνιο της ανάγκης και να το επαναφέρει στο ανθρώπινο μέτρο, αναφωνεί: «Είμαι ο χωριάτης και πηδώ απάνω στη σκηνή κι επεμβαίνω στην πορεία του κόσμου.»[10]  Πίσω από αυτήν την αποκοτιά κρύβεται το γιατί αυτής της εξέγερσης: «Θέλω να βρω μια δικαιολογία για να ζήσω και να βαστάξω το φοβερό καθημερινό θέαμα της αρρώστιας, της ασκήμιας, της αδικίας και του θανάτου.».  Μέσα σ’  αυτό  το σκηνικό εμφανίζεται το δίπολο:  Αφενός η «Άγρια Δικαιοσύνη» της Θείας ουσίας που δεν «σπλαχνίζεται, δε νοιάζεται για ανθρώπους και ζώα, μήτε γι’ αρετές και ιδέες», αφετέρου η καρδιά που επαναστατεί «γιομάτη ελπίδα… της φαίνεται πως έγιναν οι αλυσίδες ελπίδα.»  Μάταια πλάνη, κατά τον συγγραφέα, αυτή η «ελπίδα», για το λόγο δε  αυτό και προτρέπει: «Νίκησε τον στερνό, τον πιο μεγάλο πειρασμό, την ελπίδα.».[11]  Ο συγγραφέας θεωρεί, ως εκ τούτου, πιο έντιμο να εναρμονισθεί κανείς  σ’  αυτό το αδιέξοδο υπαρξιακό σκότος με την άγρια  κι ανήλεη, αλλά ,ωστόσο, δίκαιη  φύση του Θεού.  Ενός Θεού που «δεν είναι παντοδύναμος, δεν είναι πανάγαθος, δεν είναι σίγουρος πως θα νικήσει, πως θα νικηθεί….»[12]  Αυτό το νόημα έχει η προτροπή του: «Δεν είμαι καλός,  δεν είμαι αγνός, δεν είμαι ήσυχος.»[13]  Σ’  αυτόν τον χωρίς ελπίδα αγώνα έναντι του βασικού στοιχείου της «άγριας δικαιοσύνης» δεν μπορεί να υπάρχουν φιλίες και εύνοιες. Ο συγγραφέας βροντοφωνάζει:  «Ν’ αγαπάς τον καθένα ανάλογα με την συνεισφορά του στον αγώνα. Μη ζητάς φίλους. Να ζητάς συντρόφους.».[14]  «O πόλεμος είναι ο νόμιμος άρχοντας του καιρού τούτου»  μας υπενθυμίζει ο συγγραφέας και με  την Ηρακλείτεια Θέση  κραυγάζει προφητικά: στον ίδιον ρυθμό:  «Ετοιμαστείτε, πόλεμος ,πόλεμος»[15].  Κι αφού ο πόλεμος είναι ο νόμιμος άρχοντας «δεν πολεμούμε τα σκοτεινά μας πάθη με νηφάλια, αναιμικιά, ουδέτερη, πάνω από τα πάθη αρετή»[16], αλλά «αφήνουμε τη θύρα μας ανοιχτή στην αμαρτία».  Μέσα σε αυτόν τον πυρετό της ανάγκης που δημιουργεί η «άγρια δικαιοσύνη» της φύσης ή αν προτιμάτε του Θεού, εμείς «μισούμε, δε βολευόμαστε, είμαστε άδικοι, σκληροί, γιομάτοι πίστη, ζητούμε το αδύνατο…»[17]

Προφανώς, με τις θέσεις αυτές της «Ασκητικής» του ο Νίκος Καζαντζάκης ευρίσκεται αντιμέτωπος με τον Πλατωνικό Σωκράτη.  Το πολεμικό κλίμα της άγριας δικαιοσύνης και ο επαναστατικός και φιλάνθρωπος  οίστρος του συγγραφέα μας δίνει το περίγραμμα του αγωνιζόμενου και πονεμένου – αδικημένου ανθρώπου, αλλά, ωστόσο, δεν λυτρώνει.  Δεν οδηγεί στην ήσυχη εκείνη στάση του δαιμόνιου Σωκράτη, που πίνει το δηλητήριο για να αποδείξει ακριβώς το αντίθετο από εκείνο που πρεσβεύει ο συγγραφέας, ότι δηλαδή πρέπει να πολεμούμε τα σκοτεινά μας  πάθη με την αρετή.  Ο Πλατωνικός Σωκράτης δεν αγωνιά -όπως ο Ν.Κ.- να σώσει κανένα θεό γιατί δεν ξέρει πως θα τον σώσει και με την επίγνωση αυτής της έλλειψης αγωνίζεται για να μάθει και να γνωρίσει.  Δεν είναι βέβαιος για την αναγκαιότητα του πολέμου – όπως ο Ν.Κ. στην «Ασκητική» του – και γι’ αυτό  επιλέγει  εκείνο που τον συμβουλεύει το δαιμόνιο του, να προτιμήσει δηλαδή  να   αδικηθεί παρά να αδικήσει.  Ο Πλατωνικός Σωκράτης, σ’  αντίθεση, εν τέλει, με την «άγρια δικαιοσύνη» του Ν. Καζαντζάκη, επιλέγει  την δια παντός μέσου υπεράσπιση της δικαιοσύνης, ακόμη και με εγκατάλειψη του προσωπικού οφέλους, επιλέγοντας κατά τάξη λογικής επακολουθίας  και όχι κατ’ επίκληση  προορισμού, σκοπού ή  μεταφυσικής αιτιολογίας :  «Εγώ γάρ δη οίμαι και εμέ και σε και τους άλλους ανθρώπους το αδικείν του αδικείσθαι κάκιον ηγείσθαι» («διότι εγώ πράγματι πιστεύω, καθώς και συ και οι άλλοι άνθρωποι, ότι το να αδικείς  είναι χειρότερο του να αδικείσαι»).[18]

—————————————————————————————————————————                   [1] O Oδυσσέας Σπαχής είναι Εφέτης Διοικητικών Δικαστηρίων.

[2] Βλ.Νίκου Καζαντζάκη, «ΑΣΚΗΤΙΚΗ, SALVATORES DEI»,εκδόσεις Ελένη Καζαντζάκη, Αθήνα,1971.

[3] ΑΣΚΗΤΙΚΗ,ο.π., σελ. 66.

[4] ΑΣΚΗΤΙΚΗ,ο.π., σελ. 66 και 67.

[5] ΑΣΚΗΤΙΚΗ,ο.π., σελ. 68.

[6] ΑΣΚΗΤΙΚΗ,ο.π., σελ. 75.

[7] ΑΣΚΗΤΙΚΗ,ο.π., σελ. 70 και 71.

[8]ΑΣΚΗΤΙΚΗ, ο.π. ,σελ. 14 και 15.

[9] ΑΣΚΗΤΙΚΗ,ο.π. ,σελ. 18.

[10] ΑΣΚΗΤΙΚΗ,ο.π. ,σελ. 15.

[11] ΑΣΚΗΤΙΚΗ,ο.π. ,σελ. 21.

[12]ΑΣΚΗΤΙΚΗ,ο.π. ,σελ. 81.

[13] ΑΣΚΗΤΙΚΗ,ο.π. ,σελ. 29.

[14] ΑΣΚΗΤΙΚΗ,ο.π. ,σελ. 31.

[15] ΑΣΚΗΤΙΚΗ,ο.π. ,σελ. 78.

[16] ΑΣΚΗΤΙΚΗ,ο.π. ,σελ. 82.

[17] ΑΣΚΗΤΙΚΗ,ο.π. ,σελ. 77 και 78.

[18] Πλάτωνα, «Γοργίας» , 474e.

ΟΔΥΣΣΕΑ ΣΠΑΧΗ: “ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ (ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ) ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ”

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ (ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ)  ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ[1]

(Σκέψεις με αφορμή την επέτειο για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση)

ΟΔΥΣΣΕΑ ΣΠΑΧΗ[2]

Η  επέτειος  των  διακοσίων  (200) χρόνων  από την Ελληνική  Επανάσταση του 1821 παρέχει αφορμή για   τελετές μνήμης  σχετικά με    το κίνημα των Ελλήνων που επιδίωξε, κατά κύριο λόγο, την απελευθέρωση από τον Οθωμανικό ζυγό, δηλαδή  την κατάκτηση της ελευθερίας. Εμείς οι διοικητικοί δικαστές υπηρετούμε ένα θεσμό (τη Διοικητική Δικαιοσύνη),ο οποίος αν και (κατά τη συνταγματική διατύπωση)   αποσκοπεί  στην «απονομή της δικαιοσύνης» ,εντούτοις, έχει άμεση σχέση με την έννοια και την ίδια υπεράσπιση  της ελευθερίας. Όχι μόνο γιατί ο δικαστής ερμηνεύει και εφαρμόζει τις σχετικές περί ελευθερίας διατάξεις του Συντάγματος, αλλά και διότι  είναι εκείνος που θα κληθεί να δώσει λύσεις  σε περίπτωση κατάλυσης των ελευθεριών του πολίτη, έτσι όπως περιγράφονται  στο Σύνταγμα αλλά και στις διεθνείς συμβάσεις (όπως η ΕΣΔΑ) που η Ελλάδα έχει υπογράψει και έχουν αυξημένη  τυπική ισχύ  έναντι των κοινών νόμων[3].

Εκείνοι οι ρωμαλέοι, Έλληνες  επαναστάτες  του 1821  σε αντίθεση με όλες τις εναντίον τους συγκυρίες (ισχύος,διεθνών συμμαχιών και συμφερόντων) επιδίωξαν την ελευθερία (προσωπική και πολιτική) και τη συγκρότηση ενός αυτόνομου κι ελεύθερου κράτους. Συνεπώς, λογικό είναι να υποθέσουμε ότι οι πρωτοπόροι αυτού του αγώνα  θα είχαν όραμα την συγκρότηση  θεσμών, εγγυητών αυτής της (με αίμα ,δάκρυα και κόπο) κατακτημένης ελευθερίας. Θα ήθελαν, μεταξύ άλλων , και διοικητικούς δικαστές που θα ήταν έτοιμοι να επιστρατεύσουν το σθένος  και το ανάστημά τους  για την κατοχύρωση  των  δικαιωμάτων του  πολίτη (μεταξύ των οποίων την προσωπική και επαγγελματική ελευθερία) ακόμη και σ’ ένα καθεστώς, που εμφορείται   από  αυταρχισμό και  καταπίεση.

Σε μια τέτοια κατάσταση βρέθηκαν οι δικαστές της Ολομέλειας  του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ)  κατά την διάρκεια της δικτατορίας  (Απρίλιος 1967 έως Ιούλιο 1974).Τότε,  αντιμετώπισαν το ζήτημα της αναστολής  (επί τριήμερο) της ισοβιότητας των συναδέλφων τους  και την ακόλουθη απόλυση δεκάδων εξ αυτών.Η παραπάνω αναστολή εδραζόταν σε    συντακτική πράξη[4].Με την εν λόγω συντακτική πράξη, επήλθε η προαναφερόμενη αναστολή, προκειμένου να δοθεί η  δυνατότητα στο τότε  Υπουργικό Συμβούλιο, ν’  αποφασίσει την απόλυση  δικαστικών λειτουργών. Κάποιοι   λόγοι  απόλυσης   δεν σχετιζόταν με την υπηρεσιακή επάρκεια, την ευσυνειδησία και το ήθος που πρέπει να επιδεικνύει κάθε δικαστής, καθώς  είχαν  πρόδηλα   προσχηματικό  χαρακτήρα  (όπως η  πίστη και η  προσήλωση σε «μη υγιείς» κοινωνικές αρχές).Το κυριότερο, όμως, ζήτημα που δημιουργούσε η ως άνω    συντακτική πράξη   ήταν ο αποκλεισμός  της  αίτησης  ακύρωσης  κατά των διοικητικών πράξεων των απολύσεων, με αποτέλεσμα οι απολυμένοι δικαστές να στερηθούν το θεμελιώδες δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια.

Έτσι, οι δικαστές του Συμβουλίου της Επικρατείας βρέθηκαν ενώπιον της κατάλυσης της ίδιας της έννοιας «του κράτους δικαίου». Το πρώτο βήμα, άλλωστε, ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος (με οποιαδήποτε μορφή, πρόσχημα και ιδεολογικό μανδύα  αυτό εκδηλώνεται)  είναι ο ευνουχισμός της δικαστικής ανεξαρτησίας έως σημείου μετατροπής των δικαστών σε ανδρείκελα. Και περί αυτού, άλλωστε, επρόκειτο. Με την μνημονευόμενη   συντακτική πράξη και την στέρηση του δικαιώματος προσφυγής στο ΣτΕ, το δικτατορικό καθεστώς των στρατιωτικών (συνταγματαρχών)  επιδίωκε αυτό, που κατά τα προαναφερόμενα, επιθυμούν όλα  τα ολοκληρωτικά καθεστώτα :την εξουδετέρωση  του φραγμού της δικαστικής προστασίας απέναντι στην ισοπεδωτική βούληση τους για καταπίεση, δεσποτισμό κι ανελευθερία. Στην ελληνική εκδοχή, το δικτατορικό καθεστώς εφηύρε   το «θεσμικό τέχνασμα» της ανωτέρω συντακτικής πράξης, με την οποία η αυθαιρεσία  είχε ενδυθεί   τη  «νομιμότητα». Με τον τρόπο, όμως, αυτό το τότε καθεστώς  κατέλυσε  τις βασικές αρχές του κράτους δικαίου, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται οι αρχές της    διάκρισης των εξουσιών και της  δικαστικής ανεξαρτησίας.

Υπ’ αυτές τις περιστάσεις,  είκοσι  τρεις (23)  από τους απολυμένους δικαστές  προσέφυγαν  στο Συμβούλιο της Επικρατείας με σχετικές  αιτήσεις  ακύρωσης. Η  πρώτη  αίτηση ακύρωσης  (με την οποία, μεταξύ άλλων, είχε προβληθεί ως λόγος ακύρωσης η παραβίασης του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης του αιτούντος δικαστικού λειτουργού) απορρίφθηκε[5].Ωστόσο, πολύ γρήγορα η θέση αυτή άλλαξε και  η Ολομέλεια του Δικαστηρίου δέχθηκε  τις αιτήσεις ακύρωσης   είκοσι ενός (21)  εκ των  απολυμένων δικαστών και εισαγγελέων[6].Με τις  (ιδιαίτερα σημαντικές)  αποφάσεις  της, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας αποφάνθηκε   ότι οι πράξεις απόλυσης των   δικαστικών λειτουργών ήταν άκυρες λόγω μη τήρησης του ουσιώδους όρου της προηγουμένης ακρόασης.Με τις αποφάσεις αυτές, ειδικότερα, έγινε  δεκτό ότι : α) το δικαίωμα της   προηγουμένης ακρόασης δεν καταργήθηκε με την  επίμαχη  συντακτική πράξη και β) ότι η «βραχεία προθεσμία» της αναστολής ισοβιότητας των απολυμένων δικαστών  δεν αναιρούσε την παραπάνω παραδοχή, αφού  και εντός της εν λόγω προθεσμίας,  θα ήταν δυνατή η άσκηση του θεμελιώδους αυτού δικαιώματος.

Η σημασία των αποφάσεων που δημοσιεύθηκαν, τότε, έχει ιστορικό χαρακτήρα για τον εξής ,εμφανή, αλλά βαρύνοντα λόγο: Βεβαίως και μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα δημοσιεύθηκαν πολλές αποφάσεις από τα διοικητικά  δικαστήρια της Χώρας στις οποίες οι δικαστές με θάρρος κι ευσυνειδησία δικαίωσαν τους πολίτες, οι οποίοι υπέστησαν τις παρανομίες της διοικητικής δράσης. Ωστόσο,  μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, η δικαστική ανεξαρτησία που απολάμβαναν οι διοικητικοί  δικαστές ήταν  ασύγκριτη σε σχέση με εκείνη των δικαστών  του Συμβουλίου της Επικρατείας οι οποίοι συμμετείχαν στις συνθέσεις των ανωτέρω Ολομελειών.Οι τελευταίοι υπερασπίσθηκαν   βασικές έννοιες του κράτους δικαίου, έχοντας γνώση των κινδύνων που θα αντιμετώπιζαν. Συγκεκριμένα, μετά την δημοσίευση  των παραπάνω   ακυρωτικών  αποφάσεων  του Συμβουλίου της Επικρατείας :α) το δικτατορικό καθεστώς τις  χαρακτήρισε ως «πρωτοφανή εις τα παγκόσμια δικαστικά χρονικά εκτροπήν εκ των αρχών της νομιμότητας» και β) δημοσιεύθηκε διάταγμα αποδοχής της «παραίτησης»  του τότε προέδρου του ΣτΕ  Μιχαήλ Στασινόπουλου, την οποία όμως ουδέποτε υπέβαλε. Ακολούθησαν  εννέα ακόμη «παραιτήσεις» μελών του ίδιου Δικαστηρίου[7].Πέραν τούτων, εκδόθηκε νομοθετικό διάταγμα[8], το οποίο καθιστούσε ανεκτέλεστες  όσες δικαστικές αποφάσεις δικαίωναν απολυμένους δικαστικούς λειτουργούς με την ακόλουθη διατύπωση: «Αποφάσεις οιουδήποτε δικαστηρίου, εκδοθείσαι επί αντικειμένου εξαιρεθέντος της δικαιοδοσίας αυτού, είναι ανυπόστατοι και δεν εκτελούνται».

Σε κάθε περίπτωση, η σπουδαιότητα των δικαστικών αυτών αποφάσεων της Ολομέλειας του ΣτΕ εδράζεται στους παρακάτω λόγους : 1)Το Δικαστήριο  δεν δίστασε ν’  αλλάξει τη στάση του, θεωρώντας πως είναι προτιμότερο να υποστεί την κριτική για την αλλαγή αυτή, παρά να εμείνει  στην πρώτη παραδοχή  του.2) Στις  διασκέψεις του Δικαστηρίου διατυπώθηκαν  απόψεις και μειοψηφούσες γνώμες από τις οποίες προκύπτει ότι  εκείνοι που τις διατύπωσαν  διακατέχονταν  από την θέληση   να διασώσουν (υπό τις συγκεκριμένες ασφυκτικές, καταπιεστικές περιστάσεις) το κύρος του Δικαστηρίου  αντλώντας επιχειρήματα από  τις γενικές  αρχές του δικαίου και τις κρατούσες  θέσεις της  επιστήμης του δημοσίου δικαίου[9].3)Οι  αποφάσεις της Ολομέλειας του Δικαστηρίου περί αποδοχής των αιτήσεων ακύρωσης των απολυμένων δικαστών  δημοσιεύθηκαν  σε χρόνο κατά τον οποίο το δικτατορικό καθεστώς των στρατιωτικών έχει εκδηλώσει πλήρως τη βίαιη κι ανελεύθερη φύση του. Η τυχόν απόρριψη και των λοιπών αιτήσεων ακύρωσης θα αποτελούσε μια επικύρωση   της ολοκληρωτικής νοοτροπίας του δικτατορικού καθεστώτος.4)Με τις προαναφερόμενες  αποφάσεις αυτές της Ολομέλειας του ΣτΕ: α) δόθηκε  το έναυσμα για την κατοχύρωση του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης στο ισχύον Σύνταγμα (αρθρ.  20 παρ. 2 του Συντάγματος) και β) εδραιώθηκε η πεποίθηση  των πολιτών ότι   το ΣτΕ ήταν ένας θεσμός, που  λειτούργησε  στις συγκεκριμένες περιπτώσεις ως το τελευταίο ανάχωμα προστασίας απέναντι  στην αυθαιρεσία της κρατικής διοίκησης του δικτατορικού καθεστώτος. 5) Αυτή η τελευταία κατάκτηση δεν ήταν, όπως προαναφέρθηκε, χωρίς κόστος, τόσο για τον τότε Πρόεδρο (Μ. Στασινόπουλο),όσο και για  μέλη της τότε  Ολομέλειας του Δικαστηρίου.[10]

Για όλους τους παραπάνω λόγους (και για πολλούς άλλους που, ενδεχομένως, δεν καταχωρούνται παραπάνω) θεωρώ ότι οι προαναφερόμενες  αποφάσεις της  Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας   είναι πολύ κοντά στο πνεύμα περί ελευθερίας  εκείνων που πολέμησαν μετά την ελληνική  επανάσταση  του 1821,ελευθερία για την οποία ο ποιητής έγραψε ότι  « θέλει αρετήν και τόλμην»[11].

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. Θεοδώρα Ντάλλη, « Οι απολύσεις των δικαστικών λειτουργών από τη δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967 και οι δίκες στο Συμβούλιο της Επικρατείας το 1969: Οι δικαστικές αποφάσεις και οι μειοψηφίες»,μελέτη που παρουσιάσθηκε στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ.
  2. Γεώργιος  Αγγελίδης, «Η Ιστορία ενός εγκλήματος.Προσωπικά Θυμήματα»,Αθήνα 1978,στο Θ. Ντάλλη, ο.π..
  3. Δημήτριος Μαργέλλος, «Αι αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας επί των αιτήσεων ακυρώσεως των δυνάμει της ΚΔ΄Συντακτικής Πράξεως απολυθέντων δικαστών» ,Νέον Δίκαιον 25 (1969) σελ. 503, στο Θ. Ντάλλη, ο.π..

[1] Το παρόν άρθρο έχει δημοσιευθεί στο 71ο τεύχος του «Βήματος των Διοικητικών Δικαστών».

[2] Ο Οδυσσέας Σπαχής είναι Εφέτης Διοικητικών Δικαστηρίων.

[3] Βλ. μεταξύ άλλων,Χρ. Ράμμου «Προβληματισμοί γύρω από την ελευθερία έκφρασης…..» ,Εισήγηση στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών στις 24-2-2015.

[4] ΚΔ΄/28.5.1968 «Περί εξυγιάνσεως της Τακτικής Δικαιοσύνης» (ΕτΚ Α΄,118).

[5] Βλ. Σ.τ.Ε (Ολ.)  503/1969.

[6] Βλ. Σ.τ.Ε. (Ολ.) 1811-1831/1969.

[7] Βλ. Σ. Βλαχόπουλο ,«Όταν η Χούντα απέλυε δικαστικούς»,εφ. Καθημερινή της 26-2-2018.

[8] ν.δ. 228/1969 (ΦΕΚ Α΄,126).

[9] Βλ. τις διατυπωθείσες  απόψεις των μελών της τότε  Ολομέλειας του ΣτΕ στην μελέτη της Θ. Ντάλλη «Οι απολύσεις των δικαστικών λειτουργών από τη δικτατορία….»,που παρουσιάσθηκε στην Νομική Σχολή του   ΑΠΘ στις 11-5-2017.

[10] Βλ. Σχετικά Σ. Βλαχόπουλο ο.π, Θ. Ντάλλη,ο.π.

[11] Ανδρέα Κάλβου, «Ωδή Τετάρτη.Εις Σάμον»