ΔΗΜΗΤΡΗ ΟΡΦΑΝΙΔΗ: Η ΠΡΩΤΗ ΔΙΑΛΕΞΗ ΓΙΑ ΤΟΝ Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗ. (ΜΙΚΡΟ ΑΜΦΙΘΕΑΤΡΟ ΠΟΛΕΜΙΚΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ 13/1/2023)

h video linkhttps://youtu.be/nZm225lUVgk

Στο Μικρό Αμφιθέατρο του Πολεμικού Μουσείου στις 13/1/2023 ο Πρόεδρος Εφετών και Γενικός Γραμματέας του ΚΥΚΛΟΥ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ ΔΙΚΑΣΤΩΝ, ποιητής και δοκιμιογράφος Δημήτρης Ορφανίδης έδωσε την πρώτη από τις τέσσερις διαλέξεις του για τον Κωνσταντίνο Καβάφη υπό τον γενικό τίτλο: “ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΜΙΚΡΕΣ ΔΙΑΛΕΞΕΙΣ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΜΕΓΑΛΟ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ – Η ΑΓΝΩΣΤΗ DISCIPLINE DE VIE TOY K. Π. ΚΑΒΑΦΗ”. Μετά την διάλεξη επακολούθησε συζήτηση.

ΘΟΔΩΡΗ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ: “ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ” ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ.

Περσεφόνη Περσεφόνη
ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ
ISBN: 978-960-9545-96-9
ΕΝΔΥΜΙΩΝ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ
endymionpublic@gmail.com
ΘΟΔΩΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
Περσεφόνη Περσεφόνη
ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ
ΕΝΔΥΜΙΩΝ
Ο ΜΑΧΑΙΡΗΣ ΚΙ Η ΤΟΥΡΤΙΤΣΑ

Ο Μαχαίρης αγαπάει
την Τουρτίτσα στο ψυγείο,
μόλις κάνουν να το ανοίξουν,
της γελάει, δεν του μιλάει.

Μαραζώνει ο Μαχαίρης,
η Τουρτίτσα το χαβά της
«μην τη σκέφτεσαι Μαχαίρη
βρες κανένα πιρουνάκι»

«Δεν μπορώ να την ξεχάσω,
σαντιγί στα όνειρά μου»
«Ξέχασέ τηνε, Μαχαίρη»
λέει το σοφό Κουτάλι.

Κι ένα βράδυ τον Μαχαίρη
πάνε στην τραπεζαρία,

στο τραπέζι η Τουρτίτσα
έτοιμη για τη θυσία.

«Από το Papagalino
ειδική παραγγελία,
μια φορά γιορτάζει ο Νίκος,
του αρέσει η σοκολάτα»
«Μα δεν κόβει το μαχαίρι…
Κάτσε, φέρνω ένα άλλο»
Δεν ξανάδε την Τουρτίτσα,
δεν ξανάκοψε ο Μαχαίρης…
Μαχαιράκι πια βουτύρου,
με το ζόρι και αυτό.


  • ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΑΛΦΑ

Ακούστε ! Απαγορεύονται
πάραυτα δια νόμου
τα παιδικά χαμόγελα
τα ερωτικά τραγούδια
ταινίες αμερικάνικες,
ο spiderman, το ροκ,
τα όμορφα τα ψέματα,
η αιώνια αγάπη,
όλα θα είναι λογική,
ήρωες δεν υπάρχουν.

Ακούστε ! Δεν τελειώσαμε
Τέλος οι εξαιρέσεις
κι αν κάποια σκέψη έχετε
θα πρέπει να τη λέτε
και φυσικά ξεχάστε τα
τα γέλια μες στη νύχτα

κακό κανείς δεν έπαθε
από την ησυχία.

Τελειώνοντας να ξέρετε
πως είναι για το καλό σας,
δίχως ανθρώπους δεν μπορεί
ο άνθρωπος να ζήσει,
η μοναξιά θα ελέγχεται
τα σκοτεινά αίτιά της
κι όποιος τη φύση αψηφά
κι εμάς, τους τιμητές της,
θα σβήνεται σαν περιττό
γράμμα από βιβλίο.

*


ΒΙΟΛΕΤΕΣ

Με ζηλεύανε οι βιολέτες,
δεν τους μίλαγα κι εγώ,
πιάσανε τον κηπουρό
και για ‘μενα λόγια του ‘βαλαν.

Μ’ έκοψε λοιπόν κι αυτός,
στην κυρία να με δώσει,
σ’ ένα βάζο μ’ έχουν χώσει
κι ούτε αλλάζουν το νερό.

Κι όταν φτάνει το βραδάκι,
τις βιολέτες σκέφτομαι,
μα δεν τις κατηγορώ,
ξέρω, τι τις περιμένει….

Μια βιολέτα είμαι κι εγώ
*

2 ΦΑΤΣΕΣ

Οι καημένες οι μανάδες…
Πόσες ταινίες είδανε
κι ας μην τους άρεσαν
Πόσα παιχνίδια ‘παιξαν
Κουρασμένες
Και πάντα με χαμόγελο,
να κάνουν πως προσέχουν….

Οι καημένες οι μανάδες…
Πόσες φορές δεν κόπηκαν
στα δυό,
δεν άλλαξαν το φύλο τους,
φάτσες, φωνές,
μα η ματιά τους πάντα ίδια
*


ΤΑ ΔΩΡΑ

Ένα σπίτι, μα τι σπίτι
έφτιαξα από διπυρίτη,
θα το δώσω στα παιδιά,
να περάσουνε μια μέρα.

Ένα αμάξι, μα τι αμάξι
από καθαρό μετάξι,
θα το δώσω στα πουλιά,
να ξεκουραστούν κι αυτά.

Μια ζωή, μα τι ζωή
από γκρίζα ζάχαρη,
κάθε βράδυ να τη βρίζω
και κάθε πρωί αρχίζω.

*


ΦΑΣΑΡΙΕΣ

Εμφανίζεται ο Χριστούλης
μες στη νύχτα, στο σκοτάδι,
τρόμαξε ένα κοπάδι,
ξύπνησε κάτι παιδάκια
κι ήταν και 3 μεθυσμένοι,
νόμιζαν, είδαν αστράκια.

Πώς λυπήθηκε ο Χριστούλης,
μάζεψε πάλι το κοπάδι,
κοίμισε και τα παιδάκια
και τους 3 τους μεθυσμένους
κέρασε 3 ποτηράκια.

*


Στις εισόδους σταθμευμένα
τα καημένα τα παπάκια,
σαν μηχανικά αλογάκια
κι οι ντελίβερι ιππότες
με σπαθιά τα καλαμάκια.

*


Μια γάτα μια ζωή
τρώει μοναχά χορτάρι,
τώρα αν ακούσει ψάρι,
φεύγει, φεύγει στη στιγμή.

*


Στα EVEREST πλάι στο ΜΕΤΡΟ
έγινε άγριο φονικό,
2 άψητα ψωμάκια
σκότωσαν ένα μπιφτέκι,
που μόλις είχε ψηθεί,
αχνιστό ήταν ακόμα,
μα τα ‘πιασαν τελικά,
απ’ τη μυρωδιά τα βρήκαν.

*


Το μικρούλι το στοιχειό
μες στην πόλη τριγυρνά
κι όλοι πόσο το φοβούνται,
μα αν στέκονταν λιγάκι,
θα ‘βλεπαν 2 μπλε ματάκια
και κατάξανθα μαλλάκια
που λυτά είναι πιο ωραία,
θα ‘βλεπαν μελαγχολία
κι όλα εκείνα που φορά
και τα φτιάχνει μοναχό του
κι όλα είναι χρωματιστά.

*


ΧΩΡΙΣ ΣΚΥΛΟΥΣ

Σε μια χώρα δίχως σκύλους,
τους τυφλούς ποιος οδηγεί ;
Προβατάκια εκπαιδεύσαν.

Ποιος τα πρόβατα φυλά ;
Μα οι λύκοι φυσικά.

Ποιος ψάχνει για εκρηκτικά ;
Πιο παλιά οι πιγκουίνοι,
τώρα οι μυρμηγκοφάγοι.

Και για φύλακες ποιους έχουν ;
Φέρανε απ’ την Ασία τίγρεις μεγαλοπρεπείς.

Κι όταν πάνε για κυνήγι,
τότε ποιος τους συνοδεύει ;
Έχουν πάρει αλεπούδες,

που προδώσαν τη φυλή τους
και ξέρουν τα κατατόπια.

Κι όταν πιάνει ο χειμώνας
και ανάβουνε φωτιά μέσα στα χρυσά τα τζάκια,
ποιον έχουν για συντροφιά ;
Μόνοι κάθονται πλέον όλη
και χαζεύουνε τις φλόγες.

*


Ο ΜΠΕΚΡΗΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ

Έχουμε καθηγητή
που όλοι τον λένε Μπεκρή,
πράματα όλο του πέφτουν
και στο μάθημα ξεχνιέται,
φεύγει, δεν ξαναγυρνά
και η διευθύντρια όλο τον παρατηρεί,
γλίστρησε από τις σκάλες,
κάταγμα, έλειψε 3 μήνες,
γύρισε, μια απ’ τα ίδια,
γονείς διαμαρτυρηθήκαν,
εξηγεί η διευθύντρια
«πρέπει σε κάθε σχολείο
να ‘χουμε έναν σαν κι αυτόν,
έναν προβληματικό,
τα παιδιά να τον λυπούνται
ή μαζί του να γελάνε,
να φαινόμαστε εμείς

πιο αξιοσέβαστοι »
και τους έκλεισε το μάτι
πονηρά το δεξιό,
ηρεμήσανε οι γονείς
κι από τότε ο πατέρας
του Λουκά του Βαμβακά
νταμιτζάνα με κρασί
κάθε μήνα στέλνει δώρο
στον μπεκρή καθηγητή.

*


ΠΕΙΝΑ ΚΑΙ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ

Δεν είχε φάει ούτε μπουκιά ολόκληρη ημέρα
κι όταν στο σπίτι επέστρεψε, άδεια η κατσαρόλα,
για σοκολάτες έψαξε, έστω σοκολατάκια,
πήγε στο φροντιστήριο, γουργούριζε η κοιλιά του, μακριά το σουβλατζίδικο, χρόνο πολύ δεν είχε,
γρήγορα σπίτι γύρισε, αλλά κανείς δεν ήταν,
πάλι αρρώστησε η γιαγιά, πήγαν νοσοκομείο
και δεν του άφησε ευρώ, κάτι να παραγγείλει,
και τη γιαγιά θυσίαζε για μια ωραία κρέπα,
πήγε για ύπνο νηστικός, μα ύπνος δεν τον πήρε.

*


ΒΑΡΙΑ Η ΚΑΛΟΓΕΡΙΚΗ

Ο Μηνάς και η Βιβή
βρήκανε ένα σκυλάκι,
τι γλυκό, χαριτωμένο,
μα συνέχεια γαβγίζει
και συνέχεια πεινά,
βόλτα 2 φορές τη μέρα,
και αυτά σαν ειν’ καλά,
γιατί άμα αρρωστήσει,
θέλει όλο να το φροντίζουν,
ο Μηνάς και η Βιβή
βαρεθήκαν το σκυλί,
μια μέρα βγήκαν βόλτα,
πήγανε πιο μακριά,
το αφήσαν το σκυλί,
πήρανε και το λουρί,
ανεβήκαν σε λεωφορείο,
από πίσω το σκυλί,

μα κουράστηκε στο τέλος,
δεν το είδανε ξανά.

*


ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΠΑΤΡΟΣ

Ο μπαμπάς μου βοηθά,
τα σκουπίδια αυτός πετά,
πάει και στο σούπερ-μάρκετ
και τα ψώνια κουβαλά,
και θυμάμαι, μια φορά
με πήγε και στα αγγλικά,
ήρθε και σ’ έναν αγώνα
κι ήταν πολύ φιλικός,
μια φορά παίξαμε μπάσκετ,
φυσικά νίκησε αυτός,
όχι, δεν είναι σαν τους άλλους,
ο μπαμπάς μου είναι καλός.

*


ΖΗΤΩ !!!

Δεν θα γίνει καρναβάλι
Δεν θ’ ανάψει πια φωτιά
Δεν θα φτιάξουν χιονάνθρωπο
Δεν πέφτει χιόνι ξανά
Δεν θα στολίσουν δέντρο
Δεν θα φάνε χαλβά
Δεν θα πετάξουν αετό
Δεν θα ψήσουνε αρνί
Δεν θα φάνε πια κουφέτα
ούτε μελομακάρονα
Δεν θα λένε «να τα πούμε ;»
Δεν θα λένε «άντε γεια»
Δεν θα παίζουνε μπουγέλο
Δεν θα παίρνουνε βαθμούς
Τέρμα οι απουσιολόγοι
Όργανα δεν θα μαθαίνουν
Δεν θα κάνουν αγγλικά

Δεν θα παίρνουν πλέον δώρα
Δεν θα τρώνε παγωτά
Δεν θα παίζουνε πια μπάλα
Δεν θα βγαίνουν πλέον μπάλες
Δεν θα τρώνε πατατάκια
Δεν θα λένε ψέματα
Δεν θα μπλέκουν σε καβγάδες
Δεν θα θέλουνε να γίνουν ποδοσφαιριστές/μοντέλα
Δεν θα βγάζουν ούτε κιχ
Όλα θα ‘ναι πιο απλά
Όλα θα ‘ναι ολόλευκα….

Μαμά, λιγάκι άσε με, κοιμήθηκα στις 5,
δύο αστέρια πέσανε χθες πάνω στο μπαλκόνι,
πονούσανε και κλαίγανε και ήταν φοβισμένα,
όλη τη νύχτα πάλευα να τα ξανασηκώσω.

*


ΟΛΑ ΚΙΤΡΙΝΑ

Καραβάκι κίτρινο σε θάλασσα κίτρινη,
κίτρινα και τα νησιά, κίτρινα και τα πουλιά,
κίτρινη βέβαια η άμμος και οι ναύτες κίτρινοι,
κίτρινη και μια καντίνα πλάι σε κίτρινο χωριό,
κίτρινο κι ένα παιδάκι τρώει κίτρινο παγωτό,
κίτρινο κι ένα σφυράκι σπάει κίτρινο γυαλί,
κίτρινο το βουτυράκι πάνω σε κίτρινο ψωμί,
κίτρινο και το σπυράκι σε μια μύτη κίτρινη,
κίτρινα όλα τα πιόνια σ’ ένα σκάκι κίτρινο,
σταματήσανε τις μάχες και αρχίσανε γιορτή.

*


ΑΠΟΡΙΕΣ

Ποιος θα μου δώσει προσοχή, το χέρι όταν σηκώνω ; Ποιος θα μου εξηγήσει εξίσωση αλγεβρική ;
Ποιος θα μου πει, γιατί μ’ αρέσει η Βιβή
που κοντούλα, παχουλή και διαρκώς χαζογελά ;
Ποιος θα μου δείξει, πώς ν’ αντέχω οικογενειακή γιορτή ; Ποιος θα μου βρει από τα 80s παιχνίδια ηλεκτρονικά ; Ποιος θα μου πει, τι μου αρέσει και τι να κάνω στη ζωή ; Ποιος θα μου πει, γιατί βαριέμαι το Σεφέρη κι όλους αυτούς ; Ποιος θα μου πει, γιατί πεινάω και όλο τρώω πιο πολύ ; Ποιος θα μου δώσει μια μπουνιά στο κεφάλι, στην κοιλιά ; Ποιος θα μου δώσει προσοχή, όταν υψώνω τη φωνή ;
*


ΠΑΡΕ ΠΑΡΕ

Πάρε πάρε πορτοκάλια
το ‘σκασαν χθες απ’ τον κήπο !

Πάρε πάρε πατατάρες
τέτοιες έτρωγε ο Ναπολέων
πριν από το Βατερλό !

Πάρε πάρε μαρουλάκι
μάλωσε με το σπανάκι !

Πάρε πάρε λεμονάκια
κάποια είναι σαν μπαλάκια (του πινγκ πονγκ)
άλλα είναι σαν μπαλάκια (του τένις)
Πάρε πάρε μηλαράκια
πριν τα πάρει ο χειμώνας !

Πάρε πάρε σταφυλάκια
μόνα, αλλά και σε τσαμπί !

Πάρε πάρε ωραία μάνγκο
-είχατε και στο χωριό σας-
Πάρε πάρε και γιαρμάδες

με κουκούτσι και χωρίς
πιο γλυκοί κι από σεράνο
φάε και θα με θυμηθείς !

*


ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ

Περσεφόνη, Περσεφόνη
μακριά από το ρόδι !

Και ας είναι πορφυρό
Και ας είναι ζουμερό
Και ας είσαι νηστική
τόσο μα τόσο καιρό…
*


Σαν αστεράκι που ‘λυσε της νύχτας τα μαλλάκια
Ήλιος γαλάζιος που περνά μόνο από μαύρες χώρες
Τρεξίματα χοντρών παιδιών επάνω σε κρεβάτια
Σοκολατένιος ουρανός με μυγδαλένια αστράκια.

*


ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΟΣΠΟΡΟΙ

Μαργαριταρόσπορους είπα να φυτέψω
στη μικρή μου την αυλή, να τα ‘κονομήσω.

Μα την πρώτη τη σοδειά μου τη ‘φαγαν τα πουλιά
και πεθάναν τα καημένα από βαρυστομαχιά.

Και τη δεύτερη σοδειά μου την ‘κλεψαν τα παιδιά
και πλουτίσαν τα καημένα, μα δεν βρήκανε χαρά.

Πάει κι η τρίτη η σοδειά, μου την πήρε ο στρατός, πόλεμος τρανός γινόταν, με το ζόρι χορηγός.

Μα την τέταρτη σοδειά θα τη σώσω, έχω σχέδιο,
μαργαρίτες θα φυτέψω και στη μέση μια ροδιά.

*


ΤΑ ΜΩΡΑ

Όλα είναι ωραία στα μωρά,
τα περιττά τους τα κιλά,
οι εμετοί, τα σάλια, τα κακά.

Τι ωραία που ‘ναι τα μωρά,
δεν σου παίρνουν το μυαλό
με λόγια περιττά
κι ό, τι τους δώσεις, αν είναι απ’ την καρδιά,
το παίρνουν με χεράκια γελαστά…
*


Πήρα δύο καραμέλες,
σοκολάτα ήταν γεμάτες,
πήρα 5 κόκα-κόλες
-η μια ήτανε ληγμένη-
πήρα κούκλα ξύλινη
πήρα ένα μικρό κοάλα
πήρα κι έναν πρίγκιπα
-δεν ήταν σε αιχμαλωσία-
μα δεν πήρα μακαρόνια
που μου ζήτησε η μαμά.

*


ΘΩΜΑΣ

Ο Θωμάς απ’ το Μενίδι
Μενιδιάτη έχει μπαμπά,
Μενιδιάτισσα μαμά,
Μπέκος το επώνυμό του,
λες και είναι Αλβανός…

Ο Θωμάς απ’ το Μενίδι
1η Γυμνασίου πάει,
μα είναι η τρίτη του φορά,
πέρσι κόπηκε στα αρχαία,
πρόπερσι στη Φυσική.

Ο Θωμάς απ’ το Μενίδι
πενηντάρι καβαλά,
20 δόσεις χρωστά
απ’ τις 24,
μα καλά να ‘ναι ο μπαμπάς…

Ο Θωμάς απ’ το Μενίδι
με το Νίκο και τον Τάσο,
τον Ντιμίτρι, τον Ιβάν
κατεβήκαν στην Αθήνα,
ν’ αγοράσουνε παπούτσια,
μα όλα ήταν πανάκριβα,
φάγανε λοιπόν στα goody’s,
στην πλατεία άραξαν
και μετά γυρίσαν πίσω…

Ο Θωμάς απ’ το Μενίδι
μένει πάνω στο βουνό
σ’ έναν κύβο από μπετό,
το δωμάτιο κυβάκι
και γεμάτο πράματα,
τι καλώδια μπαταρίας,
τι παλιά περιοδικά,
το δωμάτιο σαν κελί
και για θέα πάντοτε

ένα φαλακρό βουνό…
*


ΔΕΝ ΑΡΚΕΙ…

Φροντιστήριο κι αν πήγα,
πάλι τελευταίος βγήκα,
και ας διάβαζα όλη μέρα,
κι ας το ήθελα πολύ,
αυτό μόνο δεν αρκεί…

Γυμναστήριο κι αν πήγα,
πήρα 4 κιλά,
κι ας έκανα δίαιτα,
κι ας έτρεχα κάθε μέρα,
αυτό μόνο δεν αρκεί…

Όλη μέρα κι αν γυρνούσα,
κοπελίτσα όμως δεν βρήκα,
κι ας χαμογελούσα σ’ όλες,
κι ας τους έλεγα αστεία,
αυτό μόνο δεν αρκεί…

ΣΠΙΡΤΟ

Σπίρτο άναψα για πλάκα
σπίρτο έσβησε ευθύς

Έβγαλα κόκκινη κάρτα
μα δεν γέλασε κανείς

Έριξα πορδή τη νύχτα
κι ενοχλήθηκαν τ’ αστέρια

Πέταξα χειροβομβίδα
μα ήταν από σοκολάτα

Έστησα μια γκιλοτίνα,
να διχοτομώ πεπόνια

Σε παππού ευχήθηκα
να ζήσει χίλια χρόνια

Πήρα χτένα, να χτενίζω
τα κροσάκια στις μοκέτες

Συνδετήρα πέταξα
δίχως λόγο σε οξύ

Πήρα βαθιά αναπνοή
να κατέβω απ’ την κορφή


ΜΠΟΥΚΑΛΙ

Ανάποδο μπουκάλι
το υγρό μέχρι το λαιμό

Μπουκάλι με ελιές
Μπουκάλι που ‘χει μέλι
Μπουκάλι που ‘χει μέσα
μπουκάλια πιο μικρά
(μπουκαλομπάμπουσκα)

Μπουκάλι σε καφάσι
με άλλα δεκαοχτώ

Μπουκάλι τόσο δα
χωράει μια σταγόνα

Μπουκάλι με φελλό
Μπουκάλι με καπάκι

Μπουκάλι που ερωτεύτηκε
ποτηράκι του κρασιού

Μπουκάλι στο βυθό
Μπουκάλι στο κενό

Μπουκάλι χίλια κομμάτια
Μπουκάλι δίχως λαιμό
Μπουκάλι ανακυκλωμένο
Μπουκάλι με αρώματα
Μπουκάλι μες στα χρώματα

Μπουκάλι με πορτάκι
για έντομα σπιτάκι

Μπουκάλι που ‘χει γείρει
πλάι του μια λιμνούλα,
άμορφη, πορφυρή
*

Ονομάζομαι Θοδωρής Δημητρακόπουλος, 40 ΕΤΩΝ, ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ.

Ασχολούμαι με τη λογοτεχνία από την ηλικία των 20 ετών.

BIBΛΙΑ
Κουκούλα Αραχνοΰφαντη-Ποιήματα (Πλανόδιον 2011) Έμμετρες ιστορίες για παιδιά και εφήβους (2020) Hathaway, έμμετρο παραμύθι (Σιταρήθρα 2020)
Διάλογος Απαισιοδοξίας, μετάφραση (Σιταρήθρα 2021) Απολογίες-Κείμενα για εφήβους (2021)
Μπάτλερ Αδέσποτος, παραμύθι ενηλίκων (2021)
Ο Τελευταίος Μεσσίας, μετάφραση (Σιταρήθρα 2021) Η Ομάδα του 8ου, νουβέλα για εφήβους (2022)
Πρίγκηπας σε αιχμαλωσία, έμμετρο παραμύθι (2022)

ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΕ ΣΥΛΛΟΓΙΚΑ ΕΡΓΑ/ΠΕΡΙΟΔΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ ΕΤΩΝ 2020/2021
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΣ ΤΟΜΟΣ ΕΠΟΚ ΕΤΩΝ 2020/2021
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΣ ΤΟΜΟΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΚΟΥΚΙΔΑΚΙ- ΙΠΠΟΤΗΣ ΜΠΑΚ 2021
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΣ ΤΟΜΟΣ ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΜΙΑΝ ΑΛΛΗ ΓΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΗΓΗ-
ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΗ (2021)
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΣ ΤΟΜΟΣ ΚΟΚΤΕΙΛ ΦΡΑΟΥΛΑ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΛΟΓΟΤΥΠΟ- 1
διήγημα 2022

ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΣ ΤΟΜΟΣ ΠΗΡΑ ΜΙΑ ΤΡΟΜΑΡΑ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΛΟΓΟΤΥΠΟ- 1
διήγημα 2022

ΑΝΘΟΛΟΓΗΣΕΙΣ
ΞΕΝΩΝ ΑΙΜΑΤΩΝ ΤΡΥΓΟΣ (ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ 2013)
ΚΟΡΦΟΛΟΓΩΝΤΑΣ ΞΕΝΕΣ ΠΡΟΙΚΕΣ (ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ 2016)

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΜΟΥ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ tsintales.gr ΚΑΙ ΣΕ
ΛΟΙΠΕΣ
ΠΑΝΩ ΑΠΟ 1.625 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ (ΑΝΩ ΤΩΝ 903.000 ΛΕΞΕΩΝ) ΣΥΜΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΩΝ
ΚΑΙ
ΑΝΑΡΤΗΣΕΩΝ
ΣΕ
ΕΓΚΡΙΤΕΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΕΣ
ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ
(ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ-ΙΣΤΟΡΙΕΣ
ΜΠΟΝΖΑΙ,
ΒΙΒΛΙΟΝΕΤ, ΣΙΤΑΡΗΘΡΑ, ΚΕΛΔ ΚΑ). ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ, ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ
ΠΑΙΔΙΑ/ΕΦΗΒΟΥΣ, ΜΥΘΟΙ, ΘΡΥΛΟΙ (ΣΕ ΠΕΖΟ ΚΑΙ ΕΜΜΕΤΡΟ ΛΟΓΟ), ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΠΛΗΘΟΣ ΠΑΙΔΙΚΩΝ/ΕΦΗΒΙΚΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ
ΚΑΙ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ, ΣΑΤΙΡΙΚΑ/ ΧΙΟΥΜΟΡΙΣΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ, ΔΟΚΙΜΙΑ, ΑΡΘΡΑ, ΕΙΚΟΝΟΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ ΣΗΜΑΝΤΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ
ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΕΣ.

ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ (ΑΤΟΜΙΚΑ/ΣΥΛΛΟΓΙΚΑ) ΔΙΑΤΙΘΕΝΤΑΙ ΔΩΡΕΑΝ. ΟΠΟΙΟΣ
ΕΠΙΘΥΜΕΙ ΨΗΦΙΑΚΟ ΑΝΤΙΤΥΠΟ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΗΣΕΙ ΜΕ ΤΗΝ
ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Ο ΜΑΧΑΙΡΗΣ ΚΙ Η ΤΟΥΡΤΙΤΣΑ…………………………..7
ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΑΛΦΑ…………………………………………..9
ΒΙΟΛΕΤΕΣ………………………………………………………..11
2 ΦΑΤΣΕΣ………………………………………………………..12
ΤΑ ΔΩΡΑ………………………………..……………………….13
ΦΑΣΑΡΙΕΣ…………………..…………………………………..14
Στις εισόδους σταθμευμένα………….………………..15
Μια γάτα μια ζωή………………..…………………………16
Στα EVEREST πλάι στο ΜΕΤΡΟ…………………………17
Το μικρούλι το στοιχειό………………………….………18
ΧΩΡΙΣ ΣΚΥΛΟΥΣ……………………………………………….19
Ο ΜΠΕΚΡΗΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ………………………………..21
ΠΕΙΝΑ ΚΑΙ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ…………………………………23
ΒΑΡΙΑ Η ΚΑΛΟΓΕΡΙΚΗ……………………………………..24
ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΠΑΤΡΟΣ……………………..……………….26
ΖΗΤΩ!!!…………………………………………………….27
ΟΛA ΚΙΤΡΙΝΑ………………………………………………….29
ΑΠΟΡΙΕΣ………………………………………………….……..30
ΠΑΡΕ ΠΑΡΕ……………………………………………………..31
ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ……………………………………………..……33
Σαν αστεράκι που ‘λυσε…………………………………34
ΜΑΡΓΑΤΙΤΑΡΟΣΠΟΡΟΙ……………………………………35
ΤΑ ΜΩΡΑ………………………………………………..……..36
Πήρα δύο καραμέλες……………………….…………….37
ΘΩΜΑΣ……………………………………………….……….…38
ΔΕΝ ΑΡΚΕΙ……………………………………………….…..…40
ΣΠΙΡΤΟ……………………………………………………… …..41
ΜΠΟΥΚΑΛΙ……………………………………………..…..….44


ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ
ΘΟΔΩΡΗ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Περσεφόνη Περσεφόνη
ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ
ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑ
ΑΠΌ ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΗ ΛΑΛΙΩΤΗ
ΓΙΑ ΝΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕΙ
ΣΤΙΣ ΠΛΑΤΦΟΡΜΕΣ ΨΗΦΙΑΚΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ
ΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ
ΤΟΥ 2022

ΚΕΙΜΕΝΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ, “ΤΟ ΕΚΚΡΕΜΕΣ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ” ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΣΠΑΧΗ.


ΚΕΙΜΕΝΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ

 Κυκλοφόρησε το Νοέμβριο του 2022 από τις εκδόσεις «Δρόμων» η νέα ποιητική συλλογή του μέλους του Κύκλου Ελλήνων Λογοτεχνών Δικαστών Οδυσσέα Λ. Σπαχή που έχει τίτλο «Το Εκκρεμές της Σιωπής». Η ποιητική αυτή συλλογή είναι αφιερωμένη «σ’ όλους όσοι αφέθηκαν σιωπηλοί κι εγκαταλελειμμένοι μέσα σε στρατόπεδα, νοσοκομεία, γηροκομεία και καταυλισμούς προσφύγων.»
 Στο οπισθόφυλλο της μνημονευόμενης ποιητικής συλλογής αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Από την περίοδο της παρρησίας στα ομηρικά έπη έως τους χρόνους του θάρρους της γνώμης στην εκκλησία του Δήμου, ο Λόγος (ως άρνηση της σιωπής) ήταν το χαρακτηριστικό του ελεύθερου φρονήματος. Η σιωπή, όμως, αργότερα αξιολογήθηκε κι ως τ’ αντίθετο της ασύνετης κι άχρηστης φλυαρίας ή ως έκπληξη μπροστά σ’ αυτό που εκτυλίσσεται ως θαύμα και τιτλοφορείται Κόσμος. Η σιωπή μερικές φορές συνοδεύει την ταλάντωση ανάμεσα στην οδύνη και την ευφορία. Άλλοτε αντικαθιστά το Λόγο, του οποίου η εκφορά είναι αδύνατη. Και συχνά συντροφεύει την αμηχανία μπροστά στο δέος του κάλλους.»
 Σ’ αυτή τη συλλογή του ο Οδυσσέας Λ. Σπαχής ανακηρύσσει τη σιωπή ως το κεντρικό πυρήνα της ποιητικής αφήγησής του. Επιδιώκει ν’ αποδώσει στους αναγνώστες τη σημασία της σιωπής, η οποία μπορεί ν’  ακούγεται μέσα από την αμφισημία ή την πολυσημία της. Προσπαθεί, επίσης, με τα ποιήματά του ν’ αποκαλύψει τον τρόπο με τον οποίο μερικές φορές η σιωπή μετουσιώνεται σε υψηλής ποιότητας βίωμα πολιτισμού και συναισθήματος. Η σιωπή, άλλωστε, κατέχει διαχρονικά μια ιδιαίτερη βαρύτητα καθώς οι αλαλίες, οι αφωνίες, οι αποσιωπήσεις μερικές φορές επηρεάζουν τόσο καταλυτικά όσο και ο λόγος. Η σιωπή  χρωματίζει το βίο ανάλογα με το χρόνο και τον τρόπο εμφάνισής της και «εκφράζει» τα νοήματα της επιφύλαξης, της αγωνίας, του δέους, της άμυνας κ.λπ. Μέσα από την ποίηση παίρνουν σχήμα μνήμες, όνειρα, επιθυμίες, λύπες, αγωνίες, προσδοκίες για χαρά και δημιουργία που παραμένουν κρυμμένα στην επικράτεια της σιωπής και περιμένουν ν’ αναδυθούν με τον ποιητικό λόγο. Η ποίηση, εξάλλου, πάντοτε επιζητούσε με τον ήχο των φθόγγων να εκφράσει «το σιωπηλό κόσμο», ο οποίος συνδιαλέγεται μόνο μ’ εκείνον που έχει την διαισθητική ικανότητα να τον αφουγκραστεί. Υπό το φως αυτών των προβληματισμών  γίνεται κατανοητή και η συγκινητική αφιέρωσή του συγγραφέα στον  παππού του Κωνσταντίνο Σπαχή με τίτλο «Σιωπηλός Χαιρετισμός».

ΦΕΒΡΩΝΙΑΣ ΤΣΕΡΚΕΖΟΓΛΟΥ: “Ο ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ ΤΩΝ ΒΑΣΙΛΙΑΔΩΝ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ” (ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ)

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

Σπάρτη 3ος π.Χ. αιώνας.

Μέσα από τα µάτια ενός νέου άνδρα, απόγονου ειλώτων της Σπάρτης, ξετυλίγεται η µεγαλειώδης και άγνωστη ιστορία των σπουδαίων βασιλέων-ηγετών της Σπάρτης Άγη Δ’ και Κλεοµένη Γ’. Ο Αγάθων, από τύχη, είναι ο αγγελιαφόρος των βασιλέων και χάρη στην εχεµύθειά του, τη διαίσθηση και την ευφυία του γίνεται σύµβουλός τους και µάρτυρας σπουδαίων γεγονότων. Ο Αγάθων συµµετέχει µε όλη του την καρδιά και τη δύναµη στην πρώτη και µοναδική κοινωνική επανάσταση του αρχαίου ελληνικού κόσµου, µε εµπνευστές και πρωτεργάτες τους βασιλείς της πόλης του, αγωνιζόµενος µαζί τους για τη δηµιουργία µιας κοινωνίας ελεύθερων ανθρώπων. Στην προσπάθεια µεταλαµπάδευσης της νέας ιδεολογίας, της κατάργησης του δουλοκτητικού συστήµατος και της διαγραφής των χρεών του εξαθλιωµένου πληθυσµού, ο Αγάθων γνωρίζει τον έρωτα στο πρόσωπο της Δανάης και ακολουθώντας τον Κλεοµένη Γ’ θα συµµετάσχει σε όλες τις πολεµικές αναµετρήσεις της εποχής ενάντια στον Άρατο, ηγέτη της Αχαϊκής Συµπολιτείας και στην ισχυρότερη στρατιωτικά δύναµη της εποχής, τους Μακεδόνες, µε ηγέτη τον Αντίγονο Δώσωνα. Η τελική αναµέτρηση δεν θα αργήσει να έρθει στη Σελλασία. Το όραµα του Κλεοµένη Γ’ και του λαού του, που τον εµπιστεύεται και τον λατρεύει, θα νικήσει ή θα συντριβεί;

Ένα ιστορικό µυθιστόρηµα µε φόντο την αρχαία Σπάρτη της παρακµής και την τελευταία απέλπιδα προσπάθεια αναγέννησής της. Εσωτερικές συγκρούσεις, αντιτιθέµενα συµφέροντα, πολιτικό και διπλωµατικό παρασκήνιο, µάχες για την εξουσία, προδοσίες και χαµένοι έρωτες στη δίνη των πολέµων.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

Η Φεβρωνία Τσερκέζογλου-Δρίβα γεννήθηκε στην Αθήνα, είναι έγγαµη και µητέρα δύο παιδιών. Σπούδασε στη Νοµική Σχολή του Δηµοκρίτειου Πανεπιστηµίου Θράκης και αποφοίτησε το 1983. Στη συνέχεια εργάσθηκε ως δικηγόρος έως το 1991, οπότε και διορίστηκε Δικαστής πολιτικής και ποινικής Δικαιοσύνης. Σήµερα είναι Πρόεδρος Εφετών. Παράλληλα µε την εργασιακή της ενασχόληση, αγαπούσε πολύ τη λογοτεχνία, κυρίως την ιστορία και το ιστορικό µυθιστόρηµα.Έτσι, αποφάσισε να συγγράψει το πρώτο της ιστορικό µυθιστόρηµα, που έχει ως θέµα την αρχαία Σπάρτη της παρακµής του 3 ου π.Χ. αιώνα και τους σπουδαίους βασιλείς της Άγη Δ’ και Κλεοµένη Γ’. Στόχος της µε τη συγγραφή του µυθιστορήµατος αυτού είναι η ανάδειξη ιστορικών γεγονότων και σπουδαίων ιστορικών προσωπικοτήτων, που είναι άγνωστα στο ευρύ κοινό και αποτελούν κρυµµένα ιστορικά µυστικά.

e-mail: fevroniats@yahoo.gr.

Κατηγορία: Ιστορικό Μυθιστόρημα, Μυθιστορήματα, Νέες Κυκλοφορίες.

Συγγραφέας      Φεβρωνία Τσερκέζογλου

Σελίδες 578.   Διαστάσεις 14×21 cm.   Βάρος 0.5 kg

ΘΟΔΩΡΗ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ: “ΕΡΗΜΙΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ”. ΜΙΑ ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ RYOKAN TAIGU ΕΙΣΑΓΩΓΗ, ΕΠΙΛΟΓΗ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ

ΕΡΗΜΙΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΜΙΑ ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ RYOKAN TAIGU

ΕΙΣΑΓΩΓΗ, ΕΠΙΛΟΓΗ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ

ΘΟΔΩΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ

Βασανισμένη υπήρξε η ζωή του Ryōkan Taigu,όπως τόσων και τόσων γνήσιων δημιουργών και το περίεργο είναι, ότι ο ίδιος υπέβαλε στον εαυτό του στα περισσότερα βάσανα, ενώ θα μπορούσε να ζήσει μια άνετη και νοικοκυρεμένη ζωή. Γεννημένος το 1758 σ’ ένα χωριό της φεουδαρχικής Ιαπωνίας, γόνος εύπορης οικογένειας (ο πατέρας του ήταν πετυχημένος έμπορος και κρατικός αξιωματούχος) πέρασε μια ήρεμη και προστατευμένη παιδική ηλικία και όλα έδειχναν, ότι θα ακολουθούσε τα βήματα του πατέρα του. Η ζωή όμως είναι απρόβλεπτη και η συμπεριφορά του νεαρού άλλαξε σιγά-σιγά και ο πρώην γλεντζές φανέρωσε μια κλίση προς τον ασκητισμό και την απομάκρυνση από τον κόσμο. Στα 19 του χρόνια έγινε βουδιστής μοναχός και εισήλθε στον τοπικό ναό. Μετά από μερικά χρόνια συναντήθηκε ε τον δάσκαλο Kokusen, του οποίου υπήρξε μαθητής και τον ακολούθησε στο ναό του, όπου κι έγινε ο βασικός του μαθητής και το δεξί του χέρι. Όταν ο αγαπημένος του δάσκαλος πέθανε, ξεκίνησε να ταξιδέψει ως προσκυνητής, πρακτική συνήθης για τους βουδιστές αλλά και τους ποιητές της Άπω Ανατολής εκείνα τα χρόνια. Μετά από περιπλανήσεις ετών επέστρεψε στη γενέτειρά του, για την ακρίβεια βρήκε μια σκήτη σ’ ένα βουνό κοντά στο χωριό του κι έζησε εκεί για δεκαετίες. Με τα χρόνια όμως αναγκάστηκε να μείνει στο σπίτι ενός μαθητή του, όπου και τον βρήκε ο θάνατος το 1831.  

Αυτή υπήρξε η ζωή του ποιητή σε αδρές γραμμές. Βέβαια οι χρονολογίες και οι μετακομίσεις σπάνια βοηθάνε στην κατανόηση ενός δημιουργού. Άλλα στοιχεία μας ανοίγουν το σεντούκι της ψυχής του και κατ’ επέκταση του έργου του και αυτά είναι συνήθως πιο ασήμαντα και δευτερεύοντα. Όπως προαναφέραμε, ο ποιητής υπήρξε μοναχός, αλλά μην πηγαίνει ο νους σας σε κάποιον βλοσυρό και επιδεικτικά ασκητικό άνθρωπο. Ο ποιητής ήταν ασκητής με την ουσιαστική έννοια. Δεν κατείχε περιουσία, δεν κατείχε για την ακρίβεια σχεδόν τίποτα, πέραν από το μανδύα του και μια κούπα για το φαγητό του. Ζητιάνευε για τα προς το ζην, περνούσε ώρες χωρίς να μιλά ή να κινείται προσπαθώντας να ενωθεί με το άπειρο, αλλά από την άλλη λάτρευε τα παιδιά και περνούσε εξίσου πολλές ώρες παίζοντας μαζί τους. Επιπλέον του άρεσε το αλκοόλ και δεν έλεγε όχι σ’ ένα ποτηράκι με τους απλούς ανθρώπους του χωριού του. Πότε-πότε μεθούσε και τριγυρνούσε τραγουδώντας. Πάντα χαμογελαστός, πάντοτε ήρεμος, πάντα πρόθυμος να βοηθήσει, ίσως με τα σημερινά δεδομένα να μοιάζει κάπως γραφικός και αφελής, αλλά μην ξεχνάτε, ότι κάθε άνθρωπος είναι ένα μυστήριο, πολύ περισσότερο κάποιος μ’ έντονη ευαισθησία, ένας δημιουργός. Yπάρχουν ένα σωρό ανέκδοτα που κυκλοφορούν, αλλά δεν θα αναφερθούμε σ’ αυτά, μιας και περισσότερο συσκοτίζουν παρά φανερώνουν. Είναι σύνηθες η γνησιότητα να εκλαμβάνεται για αφέλεια και ιδιορρυθμία.

Ο ποιητής μελέτησε πλάι στον δάσκαλό του αρκετά και ανάμεσα στα διαβάσματά του ήταν φυσικά η κλασσική, κινεζική ποίηση, καθώς και η ποίηση της πατρίδας του. Όμως ένας χαρακτήρας τόσο έντονος και ανεξάρτητος ήταν αδύνατον να πειθαρχήσει στους αυστηρούς κανόνες της κλασσικής ποίησης. Είτε γράφει kanshi, τα τυπικά κινεζικά ποιήματα με τους 5 χαρακτήρες ανά στίχο, είτε haiku, με τη γνωστή δομή των 5-7-5 συλλαβών, ο δημιουργός κάνει στην άκρη τους κανόνες και συχνά βάζει παραπάνω χαρακτήρες και συλλαβές. Τα ποιήματά του σπάνια τιτλοφορούνται και δεν κυκλοφόρησαν σε βιβλίο μετά το θάνατό του. Ο δημιουργός αποφεύγει την εκζήτηση και την επιτηδευμένη τεχνική. Θέλει να είναι άμεσος και σαφής. Το λεξιλόγιό του οικείο και απλό. Τα θέματα των ποιημάτων του καθημερινά, συνηθισμένα, η ζωή στην ύπαιθρο, εικόνες από τη φύση, ζώα, πουλιά. Όμως πάντα, ακόμα και στα πιο εύθυμα πονήματά, του μια θλίψη και μια αίσθηση ματαιότητας μοιάζουν να καραδοκούν. Όχι βέβαια η πομπώδης και καλογραμμένη κλάψα άλλων δημιουργών, αλλά μια γνήσια μελαγχολία για το φθαρτό και εφήμερο του κόσμου. Ως βουδιστής δεν προσδοκούσε παραδείσους και ζωές μετά θάνατον. Έγραψε εκατοντάδες ποιήματα ανάλογα με το κέφι του και τα τραγουδούσε στα παιδιά και τους χωρικούς. Έχουμε να κάνουμε μ’ έναν ποιητή που δεν βάζει ψηλά τον πήχη, δεν επιδιώκει την καλλιτεχνική αθανασία και τη φήμη. Θέλει να κάνει όσο το δυνατόν λιγότερο κακό και αν είναι δυνατόν, να κάνει και λίγο καλό. Κι αυτό δεν είναι λίγο.

Επειδή δεν ομιλώ την ιαπωνική, διάβασα τα ποιήματα στα αγγλικά και πιο συγκεκριμένα τις μεταφράσεις του JOHN STEVENS, καθηγητή ανατολικής φιλοσοφίας και μεταφραστή πλείστων όσων λογοτεχνών από την Άπω Ανατολή. Το βιβλίο του One Robe, One Bowl: The Zen Poetry of Ryokan, αποτελεί μια πρώτης τάξεως εισαγωγή στη ζωή και το έργο του Ιάπωνα και το συστήνω ανεπιφύλακτα. Από αυτό το βιβλίο επέλεξα και μετέφρασα τα ποιήματα που ακολουθούν. Ελπίζω να τα βρείτε ενδιαφέροντα.

RYOKAN  TAIGU

ΠOIHMATA

Κάτω στο χωριό

ήχος από φλάουτα και τύμπανα,

εδώ, βαθιά στο βουνό

παντού ο ήχος των πεύκων.

*

Αφού ζητιάνεψα ολημερίς

φέτος στα σταυροδρόμια,

κατέρρευσα στο ναό του χωριού.

Παιδιά με τριγυρίζουν και ψιθυρίζουν

«ο τρελός μοναχός ήρθε πάλι, για να παίξει»

*

Τα φυτά και τα λουλούδια

που ‘βαλα γύρω από την καλύβα μου,

παραδίδω τώρα

στη θέληση του ανέμου.

*

Για ν’ ανάψω φωτιά,

ο άνεμος του φθινοπώρου μάζεψε

λίγα νεκρά φύλλα.

*

Όταν έρχεται η άνοιξη,

σε κάθε κορφή δέντρου

λουλούδια ανθίζουν.

Μα εκείνα τα παιδιά

που πέσανε με τα τελευταία φύλλα

δεν θα γυρίσουν ποτέ.

*

Οι τρεις χιλιάδες κόσμοι

που αποκαλύπτονται

με το ελαφρό χιόνι

και το ελαφρό χιόνι που πέφτει

σ’ αυτούς τους τρεις χιλιάδες κόσμους.

*

Πώς μπορώ να κοιμηθώ

αυτή τη φεγγαρόλουστη βραδιά ;

Ελάτε, φίλοι μου,

να χορέψουμε και να τραγουδήσουμε

όλη νύχτα.

*

Ποια θα ‘ναι η κληρονομιά μου ;

Λουλούδια την άνοιξη,

ο κούκος το καλοκαίρι

και τα πορφυρά σφενδάμια

του φθινοπώρου.

*

Χωρίς μυαλό τα λουλούδια

σαγηνεύουν την πεταλούδα.

Χωρίς μυαλό, η πεταλούδα

επισκέπτεται τα μπουμπούκια.

Όμως όταν ανθίζουν τα λουλούδια,

φτάνει κι πεταλούδα.

Όταν φτάνει η πεταλούδα,

τα λουλούδια ανθίζουν.

*

Βαθιά στην κοιλάδα κρύβεται μια ομορφιά,

ήρεμη,  απαράμιλλη, γλυκύτατη.

Στη σκιά της συστάδας του μπαμπού

μοιάζει να ψάχνει για εραστή.

*

Στον κόσμο των ονείρων

λαγοκοιμόμαστε

και  μιλάμε για όνειρα,

ονειρευτείτε, ονειρευτείτε

όσο πιο πολύ επιθυμείτε.

*

Μήπως με ξέχασες

ή έχασες το δρόμο ;

Σε περιμένω

όλη μέρα, κάθε μέρα

αλλά δεν έρχεσαι.

*

Ο κλέφτης ξέχασε

το φεγγάρι

στο παράθυρό μου.

*

Πρέπει να υψωθείς

πάνω από τα σύννεφα

που σκεπάζουν τη βουνοκορφή

ειδάλλως πώς θα δεις

κάποτε τη λιακάδα ;

*

Όταν όλες οι σκέψεις εξαφανίζονται,

γλιστράω μες στα δάση

και μαζεύω σωρό

από σακούλια βοσκών.

*

Ξαπλωμένος

μεθυσμένος

κάτω από τον αχανή ουρανό.

Υπέροχα όνειρα

κάτω από άνθη κερασιάς.

*

Κοίτα βαθύτερα !

Το μυστήριο φωνάζει,

ούτε φεγγάρι, ούτε δάχτυλο,

τίποτα απολύτως.

*

ΑΝΔΡΟΝΙΚΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗ: “ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ” (ΔΙΗΓΗΜΑ)

«Προστάτης του Μεγάλου Κάστρου». 

Διήγημα της Ανδρονίκης Αθανασιάδη

 Η υπόθεση του έργου τοποθετείται στα τέλη του 19ου αιώνα, σε μια ιδιαίτερα ταραχώδη περίοδο για την Κρήτη – και όχι μόνο: Το 1898 η “αντίστροφη μέτρηση” για την ένωση του νησιού με την Ελλάδα είχε ήδη ξεκινήσει, ωστόσο αυτή δεν έμελλε να πραγματωθεί χωρίς να χυθεί το αίμα πολλών αθώων ανθρώπων…

Στη σκιά της επιβλητικής μορφής του Αγίου Μηνά, με αφετηρία τις ζωές δύο νεαρών Καστρινών που συνδέονται με άδολα αισθήματα (του Παύλου και της Ζεχρά), με φόντο το Μεγάλο Κάστρο της εποχής εκείνης, κι εν μέσω μιας θυελλώδους περιόδου όπου οι θρησκευτικές έριδες επηρεάζουν – θέλοντας και μη – τις ζωές των κατοίκων της πόλης, η Ανδρονίκη Αθανασιάδη πετυχαίνει με αριστοτεχνικό τρόπο να βάλει τον αναγνώστη στο κλίμα της εποχής, ανεξαρτήτως εάν εκείνος είναι μεγαλωμένος στο Ηράκλειο.

Στο επίκεντρο της ιστορίας βρίσκεται η μεγάλη σφαγή της 25ης Αυγούστου, μετά το πέρας της οποίας επιταχύνθηκε η διαδικασία της απελευθέρωσης του Χάνδακα, αλλά και ολόκληρου του νησιού, από τον ζυγό τού ήδη φθίνοντος οθωμανικού καθεστώτος.

Στον “Προστάτη του Μεγάλου Κάστρου” καταφέρνουμε να “βαδίσουμε” πλάι-πλάι στη Ζεχρά και τον Παύλο, καθώς εικόνες, αρώματα και ήχοι μιας άλλης εποχής “ζωντανεύουν” στον νου του αναγνώστη αυτού του διηγήματος με το απρόσμενο τέλος.

Η συγγραφέας Ανδρονίκη Αθανασιάδη

Η Ανδρονίκη Αθανασιάδη γεννήθηκε στο Γκρατς της Αυστρίας το 1970. Τα πρώτα παιδικά της χρόνια τα πέρασε στην Κυψέλη, στην Αθήνα και αργότερα στην Αντίκυρα Βοιωτίας. Το 1985 μετακόμισε με την οικογένειά της στο Ηράκλειο, όπου ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευσή της.

Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και στην Εθνική Σχολή Δικαστών. Από το 2000 υπηρετεί στο Δικαστικό Σώμα. Μεταξύ άλλων, έχει υπηρετήσει ως πρόεδρος Πρωτοδικών στα Πρωτοδικεία Ηρακλείου και Χανίων.

Ζει μόνιμα στο Ηράκλειο μαζί με τον σύζυγό της και τα δυο τους παιδιά και υπηρετεί ως εφέτης στο Εφετείο Ανατολικής Κρήτης.

Το διήγημα

«Λίγο πριν φανεί μία σπίθα φως στις κορυφογραμμές των βουνών κι αρχίσει να βάφει απ’ άκρη σ’ άκρη το νησί με χρώματα, ακούστηκε το χλιμίντρισμα του αλόγου, υπόκωφο, μακρινό. Σαν να ’θελε κι αυτό να κρύψει το φευγιό και την επιστροφή. Γρήγορες, κοφτές οι ανάσες του, κι αθόρυβα τα πατήματά του. Μόνο τα ψαρά μαλλιά του αναβάτη διακρίνονται, που σκορπούν ασήμι, όπως κυματίζουν πίσω του και κάνουν την κόκκινη μακριά μπέρτα του να φεγγοβολάει. Μόλις άφησε πίσω του τη θάλασσα, που του ’στελνε, από ώρα, μια παγωμένη αύρα, που τον ακολουθούσε ξωπίσω για συντροφιά και κατευθύνθηκε στο στενοσόκακο που οδηγεί στην πόλη, φάνηκε ο τρούλος. Πιο ψηλός απ’ όλες τις στέγες των σπιτιών, στητός κι αγέρωχος, να ρίχνει το ακούραστο βλέμμα του στις ίδιες ψυχές, που τώρα σέρνουν τα βήματα στους σκονισμένους δρόμους, και χθες έτρεχαν ακούραστα κλοτσώντας πετραδάκια, και στα πράγματα που ’χουν φθαρεί απ’ τον χρόνο και μοιάζουν σα να ’χουν φυτρώσει τριγύρω του, κι ο κύκλος αυτός όλο και μεγαλώνει, καθώς περνούν τα χρόνια, και ο τρούλος πάντα στη μέση, σαν αγκαλιά, σαν προστασία.

Μόλις έφθασε στην αρχή του πλατύσκαλου, ξεπέζεψε. Έριξε μια γρήγορη ματιά τριγύρω, καθώς ανέβαινε αργά τα σκαλοπάτια, κι αφουγκράστηκε την απόλυτη σιωπή. Ένας γκιώνης, που αποχαιρετούσε τη νύχτα, κάπου πολύ μακριά, ακούστηκε, λίγα φύλλα απ’ τη μουριά, που στέκει αιώνες τώρα στο πλάι της εκκλησιάς, και της κρατάει συντροφιά, τα φύσηξε ένα απαλό αεράκι, και ήρθαν και ξάπλωσαν στο χώμα κι η μεγάλη ξύλινη πόρτα, σα ζωντανή, μόλις τους αντιλήφθηκε, άνοιξε μοναχή της, τρίζοντας πονεμένα, από το βάρος των χρόνων που κουβαλούσε. Ο καβαλάρης, κρατώντας τα γκέμια του αλόγου, χάθηκε πίσω της, κι εκείνη έκλεισε στο κατόπι τους. Τίποτα τώρα δεν προδίδει την παρουσία τους στην πόλη και την περασιά τους από την πλατεία που περιτριγυρίζει την εκκλησιά».

«Η πόλη ακόμα κοιμάται!»

«Η πόλη ακόμα κοιμάται! Μόνο απ’ τα φυλλώματα των δέντρων ακούγονται ψίθυροι κάθε που ο αέρας παίζει κρυφτό ανάμεσά τους και μια τσιριχτή φωνούλα απ’ τα πουλιά που ’χουν λουφάξει μέσα τους, όταν ο άνεμος τους στέλνει το απαλό του χάδι. Απ’ τα σπίτια, που ’ναι διάσπαρτα έξω απ’ τα τείχη, ακούγονται τα κοκόρια, που διαλαλούν τον ερχομό της μέρας, όμως ο ύπνος έχει γλυκάνει τόσο πολύ την κούραση των βασανισμένων αυτών ανθρώπων, που κρατά ακόμα τα μάτια τους κλειστά.

Οι αυλόπορτες, άλλες ξύλινες κι άλλες βαριές, σιδερένιες, έχουν μανταλωθεί αποβραδίς και η τσιμεντένια περίφραξη, που αγκαλιάζει γύρω-γύρω τα χαμηλά σπιτάκια, κρύβει απ’ τα περίεργα βλέμματα την πάστρα της αυλής και τα περιποιημένα λουλούδια που ’χουν χρωματίσει τους ξεφτισμένους τοίχους των σπιτιών. Μόνο τα φύλλα των δέντρων και οι καρποί τους ξεπροβάλλουν απ’ τις αυλές και πότε-πότε πέφτουν στους δρόμους.

Μια τέτοια πόρτα, σιδερένια, που ’χε κάποτε το χρώμα των φύλλων, πράσινο βαθύ, κι η βροχή κι ο ήλιος που τη χτυπούν τόσα χρόνια, αλύπητα, της το πήραν και την έβαψαν καφετιά σαν τους κορμούς των δέντρων, μόλις άνοιξε, σ’ ένα απ’ τα σπίτια που ’ναι στην κάτω μεριά της εκκλησιάς του Αγίου Μηνά, εκεί που ξεκινά η συνοικία της Αγίας Τριάδας.

Αυτή την ώρα, λίγο πριν ανατείλει δηλαδή ο ήλιος, αλλά και λίγο μετά που θα δύσει, άψυχα και έμψυχα συνομιλούν. Τα δέντρα γέρνουν τα κλαδιά τους και αποκαλύπτουν μυστικά, κρυμμένα στα βάθη των χρόνων, τα πουλιά περιγράφουν τα ταξίδια τους, και τα παρατημένα στον χρόνο κτήρια που ’χουν αλλάξει μορφή, γερασμένα κι ετοιμόρροπα, μιλούν για όσα έγιναν εντός τους, τις μεγάλες ένδοξες μέρες, που ’ταν στητά κι αγέρωχα. Για να τ’ ακούσει, όμως, κανείς όλα αυτά, δεν αρκεί να βρεθεί την κατάλληλη στιγμή στο κατάλληλο μέρος, μόνο πρέπει κι η ψυχή του να ’ναι ορθάνοιχτη για να μπουν.

Μια τέτοια ψυχή ανοιχτή είχε κι ο Παύλος, που ξεμαντάλωσε τη μεγάλη σιδερένια αυλόπορτα, την άφησε ορθάνοιχτη να χάσκει και κατευθύνθηκε ευθεία πάνω, προς την εκκλησιά. Φορούσε κοντά παντελόνια, ήταν δεν ήταν δεκαπέντε χρονών, ούτε παιδί, ούτε άνδρας. Ψηλός, λιγνός, με σκούρα καστανά μαλλιά και καθαρό βλέμμα που το σκίαζαν μαύρες, μακριές βλεφαρίδες. Συνήθιζε τέτοιες ώρες, κι άλλες που ’ταν το ίδιο μοναχικές, να πηγαίνει και να κάθεται κάτω απ’ το μεγάλο δέντρο έξω απ’ τον Άγιο Μηνά.

Ο πατέρας του τον έλεγε αλαφροΐσκιωτο. Τον προβλημάτιζε που ’ταν ο γιος του συνέχεια σκεπτικός κι αμίλητος. Που ’χε στραμμένη την προσοχή του πάντα αλλού, σαν κάτι να περιμένει. Κι ήταν αλήθεια πως κάτι περίμενε. Ένα κάλεσμα, κι ο ίδιος δεν ήξερε από πού, όμως το περίμενε, από στιγμή σε στιγμή, κι ήταν για τούτο έτοιμος από καιρό. Ήταν κι αυτός ο θυμός του. Αρκούσε μια μικρή σπίθα για να πάρει ολόκληρος φωτιά».

«Απ’ το τσαρσί του Μεϊντανιού, στα ντουκιάνια»

«Ο Παύλος μεγάλωνε, αλητεύοντας στους τούρκικους μαχαλάδες και στα ντουκιάνια* που ’ταν σπαρμένα σε κάθε γωνιά του Μεγάλου Κάστρου. Μικρός, ακολουθούσε τη μάνα του στα καθημερινά της ψώνια που ξεκινούσαν απ’ το τσαρσί* του Μεϊντανιού*, στα ντουκιάνια που οι μανάβηδες Τούρκοι και χριστιανοί διαλαλούσαν τα ζαρζαβατικά τους. Περπατούσε δίπλα της, και της κρατούσε σφιχτά το χέρι, κι όταν γέμιζαν τα ζεμπίλια*, με χίλια δυο καλούδια, την έπιανε απ’ τη φούστα, κι επιτάχυνε το βήμα του, λαφροπατώντας, πότε πάνω στα φιδωτά καλντερίμια των μαχαλάδων, και πότε στο χώμα που ’χε ξαπλώσει νωχελικά σ’ όλους τους δρόμους της καστρινής πολιτείας. Παρατηρούσε εκστατικά τους πραματευτάδες, που ’χαν απλώσει μέσα στα ξομπλιαστά* τους πανέρια την πραμάτεια τους και κρυβόταν πίσω απ’ τη μάνα του, όταν οι Τουρκάλες χανούμισσες, που πουλούσαν τα νόστιμά τους μουρούχια*, του ’κλειναν πονηρά το μάτι. Η μυρωδιά των μπαχαρικών και των κάθε λογής μυρωδικών, που ’ταν απλωμένα στα αχτάρικα*, του τρυπούσε τη μύτη, κάθε που περνούσαν από εκεί, κι όταν η μάνα του άφηνε ένα μεταλίκι* στο μαύρο χέρι του ψηλού Τούρκου ντοντουρματζή* και παράγγελλε για τον ίδιο παγωτό καϊμάκι, η ευτυχία γέμιζε τα σωθικά του.

Άλλες πάλι φορές τον έπαιρνε ο πατέρας του μαζί του, όταν είχε δικές του δουλειές στα ντουκιάνια του πλακόστρωτου δρόμου του Αγά Τσαρσί*. Αυτός ήταν ο πιο πολυσύχναστος και θορυβώδης δρόμος κι ήταν ο πρώτος που ξυπνούσε, αχάραγα, με τα χτυπήματα της καμπάνας του Αγίου Μηνά και τις μακρόσυρτες φωνές των μουεζίνηδων. Εκεί έβλεπε τους μαστόρους να κοπανάνε το καυτό σίδερο και καλφάδες να φτιάχνουν με σφυριά και βαριές χαλινάρια, σκαπέτια, κλειδαριές και ό,τι σιδερικό χρειαζόταν ένα σπίτι. Άκουγε τον φούρναρη που πουλούσε τις αχνιστές του φρατζόλες, και του ’σπαγε τη μύτη το μοσχομυριστό καβουρντισμένο σουσάμι από τα πρωινά κουλούρια. Κι όταν ο πατέρας του τελείωνε με τις δουλειές του, τον έπαιρνε και πηγαίνανε στον καφενέ της Μουρνιάς, που ’ταν του αδελφού του. Εκεί δούλευε κι ο ίδιος ολημερίς, καβουρντίζοντας και αλέθοντας καφέδες, και ξεχνούσε τον Παυλή σε μια καρέκλα. Ο μικρός, που καθόταν είτε μέσα, όταν η ψύχρα έκανε τους Καστρινούς να τυλίγονται στα ζεστά τους πανωφόρια, είτε έξω, όταν ο ήλιος που έκαιγε ολημερίς έκανε τα μπεντένια* ν’ αχνίζουν, άνοιγε διάπλατα τα μάτια και τ’ αφτιά του, όταν τα ποτήρια, που ’χαν πεδιαδίτικο μαρουβά*, σούμα και ρακή, άδειαζαν και γέμιζαν, ακατάπαυστα, μοιράζοντας θάρρητα και κάνοντας τα στόματα να σιγοψιθυρίζουν για μάχες, παλικάρια, κι επαναστάσεις. Τότε, έβλεπε τον Ιωάννη Δασκαλογιάννη να περνά έφιππος μπροστά του με τους άνδρες του και ν’ αστράφτει το γιαταγάνι του, καθώς έπεφτε ανελέητα πάνω στο τουρκικό ασκέρι, πολεμώντας για τη λευτεριά της Κρήτης. Κι ύστερα, έκλεινε τα μάτια του, που ’βρεχαν τα λουμπούνια*, τα βρεχτοκούκκια* και τις μαύρες ψιλολιές που ’χαν τα πιάτα, που του ’δινε ο πατέρας του ν’ αφήσει στα τραπέζια, γιατί δεν άντεχε να βλέπει τις σάρκες του ήρωα που πέφτανε στο χώμα, απ’ το ψηλό ικρίωμα που τον είχαν δέσει, λίγα μέτρα πιο κάτω, στην πλατεία Ατ Μεϊντάν*, κάθε που ο δήμιός του τού ’σκιζε το δέρμα με την τσακμακόπετρα. Κι οι δαίμονες, που ’βγαιναν απ’ τα βλέμματα του τουρκικού όχλου που ζητωκραύγαζε, τον κυνηγούσαν τα βράδια και τον κρατούσαν ξάγρυπνο. Αυτά τ’ απογεύματα, με τον πατέρα του στον καφενέ, τους μισούσε τους Τούρκους. Τα πρωινά πάλι, που με τη μάνα του σεργιάνιζε στην πλατεία του Μεγάλου Σαντριβανιού*, κι έβλεπε κάτω απ’ τα τρία μεγάλα πλατάνια που στέκανε αγέρωχα τούς μικροπωλητάδες να ανακατεύονται με τους ορθόδοξους, τους Τούρκους, τους Αρμένηδες και τους Εβραίους, όπως ξεχώριζαν απ’ τα καπέλα, τα σαρίκια και τους μπερέδες τους, ξεχνούσε το μίσος του κι ένιωθε πως τους αγαπούσε όλους. Τη λευτεριά ο Παύλος μόνον την άκουγε. Δεν έζησε λεύτερος ποτέ. Στη σκλαβιά γεννήθηκε. Μέσα του, όμως, σιγόκαιγε ο πόθος να δει την πατρίδα του λεύτερη και η λαχτάρα αυτή τού ’τρωγε τα σωθικά. Και δεν ήταν η μόνη…

Μεγαλώνοντας, κι η αγάπη του για τη μικρή γειτονοπούλα του, τη Ζεχρά, του ’τρωγε τα σωθικά. Λίγα μέτρα πέρα απ’ το δικό τους σπίτι, στη γειτονιά του Ντελημάρκου*, πριν την κρήνη Priuli*, έστεκε ένα παλιό κονάκι*, που ’χε στην κορφή του ψηλά καφασωτά κιόσκια. Μια μεγάλη δίφυλλη πόρτα, που ’χε πάνω της ένα σιδερένιο πελώριο μάνταλο, σφάλιζε το εσωτερικό του. Ο ψηλός, πετρόκτιστος αυλότοιχός του, όμως, που το προφύλασσε από τα μάτια των περαστικών, είχε αρχίσει, από καιρό, να ξεφτίζει και το αρχοντικό μινωικό του χρώμα, που για χρόνια το αγκάλιαζε, έμοιαζε πληγωμένο. Πάει καιρός που κανείς δε φρόντισε τις πληγές του κι όλα πάνω του πρόδιδαν πόνο κι εγκατάλειψη, και ας δέσποζε αγέρωχο σ’ όλη τη γειτονιά ατενίζοντας μέχρι κάτω τη θάλασσα. Ακόμη και το σιντριβάνι, που ’ταν στο μέσο της αυλής, ήταν στεγνό. Χαρές και γέλια, όμως, αντηχούν ακόμη στις σάλες του απ’ τις γιορτές που κρατούσαν μερόνυχτα, όταν ζούσε ο πατέρας της Ζεχρά, ο Σαρή-Μπέης, που ’φυγε για το μακρύ ταξίδι ξαφνικά, και δε γνώρισε ποτέ τη μονάκριβη θυγατέρα του. Όταν γέννησε η Λεϊλά τη Ζεχρά, μέσ’ στην αβάσταχτη θλίψη, έμεινε για μήνες στο κρεβάτι να μοιρολογάει, κι ύστερα έσφιξε τα δόντια της και συνέχισε τη ζωή της για χάρη της πεντάμορφης μικρής. Με τη βοήθεια της δικής της μάνας, που ’ταν χριστιανή και είχε κάψει καρδιές στα νιάτα της, μεγάλωνε τη Ζεχρά. Για χάρη της ομορφιάς της αυτής, λένε πως ο Τούρκος άντρας της, πατέρας της Λεϊλά, δεν της ζήτησε ποτέ να αλλαξοπιστήσει. Ούτε φαμέγιους* πια, ούτε και δούλες είχε το σπιτικό τους. Όλοι τούς εγκατέλειψαν μέσα σε μια νύχτα, όταν έπαψε ο πασάς του μεγάλου Κάστρου, λίγο καιρό μετά τον θάνατο του Σαρή-Μπέη, ν’ ασχολείται με τη ζωή τους. Έτσι κι αλλιώς, καθόλου δεν του άρεσε η απόφαση του μπέη τού να παντρευτεί μια που η μάνα της ήταν αλλόθρησκη. Κι από τότε μείνανε μόνες τους οι τρεις τους να βαδίζουν την ανηφόρα της ζωής. Τούτο το μικρό, με τα πανέξυπνα μαύρα μάτια, τα μακριά σγουρά εβένινα μαλλιά και την αλαβάστρινη επιδερμίδα, ήταν η μοναδική τους έγνοια. Κι όσο μεγάλωνε, τόσο μεγάλωνε κι η ομορφιά της. Μικρή ήταν σωστό αγρίμι. Σκαρφάλωνε μαζί με τα παιδιά της γειτονιάς στα δέντρα, έτρεχε και κρυβόταν, κι όταν γελούσε, φωτιζόταν το στενοσόκακο. Όταν, πάλι, κουραζόταν απ’ το παιγνίδι, πήγαινε και καθόταν δίπλα στον Παύλο, που δεν ακολουθούσε πάντα στις σκανταλιές τους άλλους. Της άρεσε που ήταν σοβαρός, κι ένιωθε πως την πρόσεχε με το βλέμμα του. Κι είναι αλήθεια πως ο Παύλος, πολλές φορές όταν ήταν μικρή ακόμη, τη γλίτωσε από φασαρίες, γιατί έπαιρνε πάνω του τις αργοπορίες της και τις ζημιές της, κι όταν μεγάλωνε την έσωζε από νταήδες, που την ενοχλούσαν. Ακόμη και στα χέρια πιανόταν για χάρη της.

Όταν η Ζεχρά πάτησε τα δεκατρία της χρόνια και ο Παύλος ήταν στα δεκαπέντε, αυτή η συμπάθεια, που έδειχνε ο ένας στον άλλον, άρχισε σιγά-σιγά να μετουσιώνεται σε κάτι που ήταν γι’ αυτούς πρωτόγνωρο. Ούτε μιλούσαν, ούτε φιλιά αντάλλασσαν, όμως βάδιζαν δίπλα-δίπλα με βήμα γοργό και χάνονταν απ’ τα γνώριμα σοκάκια του μαχαλά, πότε τραβώντας κάτω στην πόρτα του Κουμ Καπί* προς τη θάλασσα και πότε ανηφορίζοντας ίσαμε τη μικρή εκκλησιά του Αγίου Μηνά. Εκεί, καθισμένοι κάτω στο χώμα, ακουμπούσαν τις πλάτες τους στον ανατολικό τοίχο της εκκλησιάς, και κοιτούσαν ευθεία μπροστά, χωρίς να βλέπουν τίποτα. Δυο-τρεις Τουρκοκαστρινοί, με το κόκκινο φέσι στην κεφαλή τους, την τυλιγμένη στη μέση τους ζώνη και μαύρες λουσάτες μπότες που πρόδιδαν οικονομική ευρωστία, πέρασαν βιαστικά και κατευθύνθηκαν προς τον άλλοτε χριστιανικό ναό της Αγίας Αικατερίνης, που ’χει γίνει πια τέμενος κι ονομάζεται Ζουλφικάρ Αλή πασά Τζαμισί. Έτσι, όπως είναι περιτριγυρισμένο με νερά, πολύχρωμα λουλούδια κι ένα σιντριβάνι από λευκό μάρμαρο που δεσπόζει στην αυλή του, φαντάζει σαν ζωγραφιά. Παραδίπλα, νοτικά του παρεκκλησίου των Αγίων Δέκα, στέκει ένας ψηλός μιναρές και λίγο πιο πέρα μια μεγάλη λιθόκτιστη δεξαμενή με μολυβοσκέπαστο τρούλο, που τροφοδοτούσε την πόλη με νερό. Τίποτα απ’ αυτά δεν έβλεπαν ο Παύλος κι η Ζεχρά. Ούτε τον Κούλε* έβλεπαν, όταν βαδίζανε προς τη θάλασσα, κι ας δέσποζε ο πελώριος όγκος του, αληθινό θεριό, που φυλάει, αιώνες, τούτη την πολιτεία. Ήταν γι’ αυτούς αρκετό, που ’ταν πλάι ο ένας στον άλλον, κι ας ήταν ο καθένας απορροφημένος στις σκέψεις του».

Άγρυπνος φρουρός του Ηρακλείου – Ο επιβλητικός ναός του Αγίου Μηνά

Ο επιβλητικός ναός του Αγίου Μηνά, του πολιούχου, προστάτη και άγρυπνου φρουρού της πόλης του Ηρακλείου, θεμελιώθηκε και εγκαινιάστηκε όταν η Κρήτη ήταν ακόμη κάτω από τουρκική κατοχή. Στις 25 Μαρτίου 1862 άρχισαν οι εργασίες, και τα εγκαίνια έγιναν στις 16 Απριλίου 1895. Κι ήταν τόση η χαρά των χριστιανών του Κάστρου, που η πόλη ολόκληρη γιόρταζε για τρία μερόνυχτα.

Αρχιτέκτονας του ναού ήταν ο Ηπειρώτης Αθανάσιος Μούσης, που, αν και ήταν αυτοδίδακτος, διέθετε μεγάλη εμπειρία και γνώριζε την αρχιτεκτονική των ναών της Κωνσταντινούπολης. Ο ίδιος, άλλωστε, εκπόνησε το σχέδιο του νέου τεμένους Βεζίρ Τζαμί (της σημερινής εκκλησίας του Αγίου Τίτου), που είχε καταρρεύσει με τον μεγάλο σεισμό της 30ής Σεπτεμβρίου 1856, και του μεγάλου στρατώνα του Ηρακλείου, που στεγάζει σήμερα την Περιφέρεια Κρήτης και τα Δικαστήρια.

Παραδίπλα, στ’ αριστερά της αυλής, στέκει το πρωτόχτιστο μικρό εκκλησάκι που ’ταν κι αυτό αφιερωμένο στη χάρη του ήδη από το 1735 – για την ακρίβεια, το νότιο κλίτος του, γιατί το βόρειο ήταν αφιερωμένο στην Υπαπαντή.

«Όταν ο Παύλος έβλεπε το μικρό αυτό εκκλησάκι, ανατρίχιαζε ολόκληρος από δέος και φόβο. Άκουγε ξανά και ξανά τις δεκατρείς πιστολιές που ’πεσαν πάνω στο ιερό σώμα του Μητροπολίτη Γεράσιμου Παρδάλη κι έβλεπε το μαχαίρι να καρφώνεται και το κεφάλι του να αποκόπτεται απ’ το σώμα και να κυλάει πάνω στις κρύες πλάκες του ναού. Τις χατζάρες των άπιστων να πέφτουν και να σηκώνονται πάνω στους επισκόπους και τους πιστούς, χωρίς έλεος, και έντρομος κάρφωνε το βλέμμα του κάτω, για να μην πατήσει το αίμα τους που έρρεε κι είχε βάψει τον περίβολο. Ήταν μικρός όταν άκουσε από διηγήσεις των θαμώνων του καφενέ για τον Μεγάλο Αρπεντέ*, και δεν μπορεί να ξεχάσει τα μάτια όσων άκουγαν και μίλαγαν, που ’τρεχαν δάκρυα, κι ας ήταν στα δικά του μάτια άνδρες ατρόμητοι, γίγαντες ίσαμε εκεί πάνω.

Γι’ αυτό ήταν συνέχεια ο Παύλος σκεπτικός και προβληματισμένος. Γιατί πάλευαν μέσα του απ’ τη μια η αγάπη για τον τόπο του, τους ήρωές του, τη λευτεριά, κι απ’ την άλλη τα μάτια της Ζεχρά, που ’ταν τόσο αθώα, κι όταν τον κοιτούσαν, φώτιζαν τα σκοτάδια της ψυχής του. Κι αν ένα κομμάτι της ήταν σαν κι αυτόν, αφού η γιαγιά της, απ’ την πλευρά της μάνας της, ήταν χριστιανή, ένα άλλο, αυτό απ’ την πλευρά του πατέρα της, του φαινόταν σκοτεινό και τον τρόμαζε. Κι ενώ προσπαθούσε να βλέπει μόνο το φως που ’βγαινε από μέσα της, ήταν φορές που το σκοτάδι έπεφτε τόσο βαθύ, που κάλυπτε κάθε χαραμάδα και δεν άφηνε να βγει ούτε σπίθα. Τότε ήταν που ’παιρνε τον δρόμο για την εκκλησία του Αγίου Μηνά…».

«Ένα σημάδι μόνο ήθελε για να κάνει το σωστό»

«Έσπρωξε τη βαριά ξύλινη πόρτα και διστακτικά προχώρησε στο εσωτερικό του ναού. Και τότε, σα να ένιωσε μια ζεστή ανάσα στο πρόσωπό του. Κοίταξε τριγύρω, κι ήταν απόλυτη ερημιά. Μόνο η φλόγα από κάποια καντήλια τρεμόπαιζε κι έριχνε λιγοστό φως. Πλησίασε τη μεγάλη ξύλινη εικόνα που απεικονίζει τον άγιο πάνω στο άλογό του και, αφού έκανε το σημάδι του σταυρού, άγγιξε τα χείλη του με κατάνυξη στα πόδια του αγίου. Άξαφνα, τον κάψανε τα σπιρούνια του κι αποτραβήχτηκε απότομα. Χάιδεψε τη χαίτη του αλόγου κι ο ιδρώτας του τού ’βρεξε το χέρι. Ήταν σίγουρος πως ο άγιος τις νύχτες φύλαγε το Μεγάλο Κάστρο καβάλα στ’ άλογο. Όλοι οι Καστρινοί το γνώριζαν, κι ο ίδιος τον είχε δει κάποια ξημερώματα, που δεν είχε ύπνο, και γυρνούσε μόνος του γυρεύοντας απαντήσεις. Σίγουρα δεν ήταν άνθρωπος αυτός που έβλεπε. Ίσα που ξεχώριζε μεσ’ στο σκοτάδι το ασήμι στο κεφάλι του και την κόκκινη μπέρτα που κυμάτιζε καθώς το άλογο έτρεχε αθόρυβα στα πλακόστρωτα, χωρίς να πατάει στη γη. Τριγυρνούσε στους άδειους δρόμους και στο πέρασμά του αμπάρωναν οι ανοιχτές ξεχασμένες πόρτες των χριστιανών. Τρόμαζε τους άπιστους που παραμόνευαν για να επιτεθούν κρυφά σε ανυποψίαστους διαβάτες, και τους άλλαζε τα σχέδια, και κοντοστεκόταν έξω απ’ τα σπίτια των ανθρώπων που τους κατάτρωγε η αρρώστια, παρακαλώντας τον Θεό για τη γιατρειά τους. Και λίγο πριν ξυπνήσει η πόλη, όταν όλα ήταν πια ήρεμα και το φως αχνά άρχιζε να την αγκαλιάζει προστατεύοντάς την, γυρνούσε πίσω στην εκκλησιά του.

Το ’ξερε ο Παύλος πως ο άγιος είχε την απάντηση που γύρευε και τον παρακαλούσε γονατιστός να του δείξει τον δρόμο. Ένα σημάδι μόνο ήθελε για να κάνει το σωστό. Στις δύσκολες στιγμές των ανθρώπων του Μεγάλου Κάστρου, ο άγιος ήταν πάντα εκεί. Ποιος δε γνωρίζει πως τον Απρίλιο του 1826, τη νύχτα της Αναστάσεως, καβάλα στ’ άλογό του, με το σπαθί στο χέρι, έσωσε τους άοπλους χριστιανούς που ’χαν συγκεντρωθεί στον ναό και τον περίβολό του, όταν περικυκλώθηκε η εκκλησία από Βασιβουζούκους* Τούρκους και στρατιώτες; Ότι, ατρόμητος, όρμησε καταπάνω τους και κατατρόπωσε το τουρκικό ασκέρι, που, βλέποντάς τον, θεώρησε ότι ήταν ο δικός τους αρχηγός, Αγιάν-Αγάς, και οπισθοχώρησε; Ο Παύλος, που τα ’χε ακούσει όλα, περίμενε ένα θαύμα.

Κι έτσι, ελπίζοντας, και προσμένοντας, περνούσαν οι μέρες, οι μήνες και τα χρόνια, για τις είκοσι πέντε χιλιάδες ψυχές χριστιανών και Τούρκων της Καστροπολιτείας, που τραβούσαν τις ζωές τους πίσω απ’ τα τείχη, στα στενοσόκακα των καλντεριμιών του και στα πλακόστρωτα τσαρσιά* του, και μαζί μ’ αυτούς και για τον Παύλο που συνέχιζε τη δική του ζωή, σεργιανίζοντας στους γνώριμους δρόμους, αντικρίζοντας οικεία πρόσωπα που ο χρόνος άφηνε τα σημάδια του πάνω τους, και… μεγαλώνοντας. Κάθε βράδυ, με τη δύση του ήλιου, οι Τούρκοι σφαλούσαν τις πελώριες ξύλινες πόρτες, που ’ταν σπαρμένες στα μπεντένια της Καστροπολιτείας, και τις άνοιγαν κάθε ξημέρωμα. Τέσσερις ήταν οι πόρτες αυτές. Η πόρτα του Λαζαρέτου* στο ανατολικό μέρος, απέναντι απ’ τον προμαχώνα της Ακ Ντάπιας*, η πόρτα των Χανίων στο δυτικό μέρος, η πόρτα του λιμανιού στο βόρειο μέρος προς το λιμάνι και τη γειτονιά του Μπαλτά Τζαμί* και η Καινούργια Πόρτα στο νότιο μέρος. Ήταν μάλιστα φορές, όταν το σκοτάδι έπεφτε νωρίς, που η σιγαλιά έφερνε στ’ αφτιά του Παύλου έναν ήχο υπόκωφο, σαν από τρίξιμο βαριάς πόρτας που κλείνει κι αμέσως μετά από κλειδί που γυρίζει με κόπο σε κλειδαριά γερασμένη. Τότε οργιζόταν και κοκκίνιζε από θυμό, γιατί είχε ακούσει τον πατέρα του σιγανά και φοβισμένα να λέει στη μάνα του πως, έτσι όπως είναι κλεισμένοι, κάποιο βράδυ οι Τούρκοι θα τους κάψουν όλους ζωντανούς».

Η αρχή του τέλους των δεινών για τους Κρητικούς

«Τα νέα αργούσαν να φτάσουν στο Μεγάλο Κάστρο που ’ταν απομονωμένο από στεριά και θάλασσα. Στα χριστιανικά καφενεία, όμως, σιγοψιθύριζαν για τις επαναστάσεις, τα κινήματα στο νησί, που τις περισσότερες φορές καταπνίγονταν στο αίμα, και τις βιαιοπραγίες και τους φόνους των Τούρκων. Και είναι καιρός τώρα που ακούγεται παντού για τις Μεγάλες Δυνάμεις, την απόφαση για αυτονομία του νησιού και την άφιξη του αγγλικού στρατού που θα ελέγχει την πόλη. Κι αν τούτο δεν ήταν η πολυπόθητη ένωση που όλοι επιθυμούσαν, ήταν, όμως, η αρχή του τέλους των δεινών για τους Κρητικούς, που προσπαθούσαν αιώνες τώρα να αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό από πάνω τους.

Και ξημερώνει η 25η Αυγούστου 1898.

Ένα βρετανικό πλοίο είναι αγκυροβολημένο στο λιμάνι του Ηρακλείου και αγγλικό στρατιωτικό απόσπασμα προτίθεται να εγκαταστήσει χριστιανούς υπαλλήλους στο Τελωνείο και το Φορολογικό Γραφείο της πόλης. Περίπου δέκα χιλιάδες Οθωμανοί συγκεντρώνονται στην πλατεία των Τριών Καμαρών και διαδηλώνουν ενάντια σ’ αυτή την απόφαση. Οι χριστιανοί του Μεγάλου Κάστρου δεν αντιλαμβάνονται το μέγεθος της συμφοράς που θα ακολουθήσει. Έχουν ανοίξει αξημέρωτα τα ντουκιάνια τους, όπως κάνουν κάθε μέρα, ανυποψίαστοι, κι ας βλέπουν πως τα τούρκικα μαγαζιά, δίπλα στα δικά τους, είναι κλειστά. Ένας Τουρκοκρητικός χτυπάει με μαχαίρι έναν Άγγλο στρατιώτη κοντά στην Πύλη του Μόλου* κι οι Άγγλοι στρατιώτες ευθύς τον πυροβολούν και τον σκοτώνουν. Μετά από αυτό η κατάσταση ξεφεύγει από κάθε έλεγχο. Ο τουρκικός όχλος ορμάει λυσσασμένα και πυρπολεί σπίτια και μαγαζιά. Σαν το ποτάμι, ξεχύνεται σ’ ολόκληρη την πόλη και στο διάβα του σκορπάει θάνατο. Τα γιαταγάνια πέφτουν χωρίς έλεος στα σώματα των χριστιανών, που μάταια προσπαθούν να γλιτώσουν. Δε δείχνουν οίκτο σε κανέναν. Σφαγιάζονται άοπλοι άνδρες, γυναίκες και παιδιά, και τα άψυχα σώματά τους κείτονται δίπλα στις φλόγες που καίνε ακόμα. Διαμελισμένα μέλη παντού. Κραυγές, πόνος και θάνατος! Μια φρίκη σ’ ολόκληρη την πόλη. Περίπου οκτακόσιες ψυχές “έφυγαν” τούτη την αποφράδα ημέρα.

Ήταν μεσημέρι, κι ο Παύλος γυρνούσε απ’ το καφενείο της Μουρνιάς, όπως έκανε σχεδόν κάθε μέρα τον τελευταίο καιρό, που ο πατέρας του ένιωθε αδύναμος και χρειαζόταν τη βοήθειά του. Στη διαδρομή προς το σπίτι μύρισε έντονα τη μυρωδιά του καπνού και γυρνώντας το κεφάλι του είδε την πόλη, πίσω του, στις φλόγες και όχλο να τρέχει ξοπίσω του μ’ αλαλαγμούς και υψωμένα μαχαίρια. Δεν ήξερε τι γινόταν. Έβαλε “στα πόδια του φτερά” κι έτρεξε σπίτι του. Οι πόρτες ήταν ορθάνοιχτες και η μάνα του έλειπε. Άκουγε θρήνους και κραυγές, που ’βγαιναν από τις ανοιχτές πόρτες και από τους ανθρώπους που κείτονταν στους δρόμους, βαμμένους με το αίμα τους. Λίγο πιο κάτω είδε τη Ζεχρά να κλαίει και να οδύρεται πάνω απ’ το άψυχο σώμα της μάνας της. Ο φόβος τον είχε κυριεύσει. Ο θάνατος για όλους πλησίαζε. Γονάτισε, σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό και φώναξε με όλη του τη δύναμη: “Σε παρακαλώ. Βοήθησέ με!!!”. Τότε, ακούστηκαν ποδοβολητά αλόγου που όλο και πλησίαζαν. Ένα άλογο δίπλα του χλιμίντρισε, ένα χέρι τον άρπαξε και μεμιάς βρέθηκε στη ράχη του αλόγου. Σε δευτερόλεπτα, κι η Ζεχρά καθόταν πίσω του. Ο καβαλάρης χτύπησε τα γκέμια και το άλογο άρχισε να καλπάζει. Στο διάβα τους έπεφτε τ’ ασήμι απ’ τα μαλλιά του και τους έκρυβε απ’ τον όχλο που τους κυνηγούσε, μα δεν τους έφτανε. Περνούσαν, ή μάλλον πετούσαν, γιατί δεν ακουγόταν πια ο ήχος απ’ το ποδοβολητό, μέσα απ’ τον θάνατο που είχε σκορπίσει στην πόλη.

Τώρα, ο Παύλος ήξερε. Είχε πάρει την απάντησή του. Είχε γίνει γι’ αυτόν το θαύμα.

Το άλογο έφτασε στην Καινούργια Πόρτα, που για καλή τους τύχη ήταν ορθάνοιχτη. Την πέρασε, βγήκε από το Κάστρο και χάθηκε πέρα στα βουνά τα απάτητα. Ο Παύλος και η Ζεχρά σώθηκαν από τη μεγάλη σφαγή. Όμως, κανένας δεν έμαθε ποτέ γι’ αυτούς κι ούτε ποτέ κανείς τους ξαναείδε. Κάποιοι, λένε, όταν κόπασαν τα γεγονότα, βρήκαν ένα πλοίο και μπάρκαραν για τόπους μακρινούς.

Το άλογο, όμως, με τον αναβάτη του, γύρισε πάλι πίσω. Κι αν πάει κανένας προσκυνητής στην εκκλησία του Αγίου Μηνά, θα δει και τους δύο στη μεγάλη εικόνα που δεσπόζει στην είσοδο του ναού».

Γλωσσάριο

Ντουκιάνι: Καφενείο, μαγαζί, κατάστημα.

Τσαρσί: Παζάρι, αγορά.

Μεϊντάνι: Πλατεία.

Ζεμπίλι: Ανοιχτός σάκος από ψάθα, μεγάλο χαμηλό καλάθι με χερούλια.

Ξομπλιαστά: Στολισμένα.

Μουρούχια: Στραγάλια.

*Αχτάρικα: Καταστήματα ψιλικών, μπαχαρικών και αρωματοπωλεία.

Μεταλίκι: Νόμισμα μεταλλικό.

Ντοτουρματζής: Παγωτατζής.

Αγά Τσαρσί: Σημερινή οδός 1866.

Μπεντένια: Τείχη.

Μαρουβάς: Παλιό κόκκινο κρασί.

Λουμπούνια: Οι καρποί του φυτού λούπινος.

Βρεχτοκούκκια: Κουκκιά μουλιασμένα στο νερό.

Ατ Μεϊντάν: Η σημερινή πλατεία Δασκαλογιάννη.

Πλατεία Μεγάλου Σαντριβανιού: Η σημερινή πλατεία Λιονταριών.

Ντελημάρκου: Η σημερινή οδός Δελημάρκου.

Κρήνη Priuli: Η βρύση του Δελημάρκου.

Κονάκι: Μέγαρο.

Φαμέγιος: Αυτός που δουλεύει στην υπηρεσία κάποιου άλλου.

Κουμ Καπί: Πύλη της Άμμου.

Κούλε: Φρούριο που βρίσκεται στην είσοδο του ενετικού λιμανιού στο Ηράκλειο.

Μεγάλος Αρπεντές: Στάση, ανταρσία, μεγάλο κακό. Η πρώτη μεγάλη σφαγή των χριστιανών του Μεγάλου Κάστρου στις 24 Ιουνίου 1821.

Βασιβουζούκοι: Άτακτος στρατός των Τούρκων.

Πόρτα του Λαζαρέτου: Στην ανατολική πλευρά των τειχών του Ηρακλείου, που επικοινωνούσε με το λοιμοκαθαρτήριο (λαζαρέτο).

Ακ Ντάμπια: Η σημερινή συνοικία της Ανάληψης.

Μπαλτά Τζαμί: Στον χώρο που βρίσκεται το σημερινό Μποδοσάκειο.

Πύλη του Μόλου: Βρισκόταν στο τέρμα της σημερινής οδού 25ης Αυγούστου και δε σώζεται.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ κ. ΟΔΥΣΣΕΑ ΣΠΑΧΗ ΕΦΕΤΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

 ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Ο Οδυσσέας Σπαχής είναι απόφοιτος της  Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών   και  κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης στην κατεύθυνση Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης.  Παρακολούθησε, επίσης, πρόγραμμα κατάρτισης συμβούλων τοπικής ανάπτυξης.  Έχει διδάξει στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών και έχει  παρουσιάσει   σε  επιστημονικά συνέδρια εισηγήσεις για επίκαιρα νομικά ζητήματα.  Έχει, επίσης, συγγράψει νομικές   μελέτες  που αφορούν, κυρίως, στα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα και στη διοικητική δίκη.  Έχει, περαιτέρω, δημοσιεύσει σε έγκριτα λογοτεχνικά περιοδικά μελετήματα γύρω από την πολιτική φιλοσοφία, την ποίηση και  το λαϊκό πολιτισμό και έχει δώσει προσκεκλημένες ομιλίες για θέματα επιστημονικού και λογοτεχνικού ενδιαφέροντος σε συμπόσια και ημερίδες. Ποιήματα και  διηγήματά  του έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά. Στην εργογραφία του, περιλαμβάνονται: 1) Τα δοκίμια: α)«Το Ιερό και το Δίκαιο στο Μινωικό μύθο» (εκδόσεις Αναλόγιο ,Ηράκλειο Κρήτης, 2002) ,  β) «Η Μνήμη του Κόσμου και του Ποιητή» (εκδόσεις Ταξιδευτής,Αθήνα,2007),  γ) «Θεμελιώδη σύμβολα του ευρωπαϊκού πολιτισμού» (εκδόσεις Γραφομηχανή, Αθήνα, 2014) και δ) «Δίκαιο και Ισχύς στον ΄΄Ερωτόκριτο΄΄ του Βιτσέντζου Κορνάρου», Αθήνα 2021.2) Οι   ποιητικές  συλλογές :α) «Το Πορφυρό Προσωπείο» (εκδόσεις Ίδμων, Αθήνα, 2010), β) «Αμήχανο Κάλλος» (εκδόσεις Λεξίτυπον, Αθήνα,  2017) ΚΑΙ  γ) «Εύνοια Ελευθερίας» (εκδόσεις Λεξίτυπον, Αθήνα,  2019).  Στις 15 Ιουνίου 2015 του απονεμήθηκε από το Δήμαρχο Καλαμάτας το βραβείο  δοκιμίου ελεύθερου στοχασμού εις  μνήμην «Παναγιώτη Φωτέα» για το δοκίμιό του «Θεμελιώδη σύμβολα του ευρωπαϊκού πολιτισμού».

——————————————————–

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ κ. ΣΤΑΜΑΤΗ ΓΙΑΚΟΥΜΗ ΕΦΕΤΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΣΤΑΜΑΤΗ ΓΙΑΚΟΥΜΗ

1) Γεννήθηκε στις 29-8-1961 στην Αθήνα, αποφοίτησε το 1979 από την Πρότυπο Ευαγγελική Σχολή Νέας Σμύρνης, στις εισαγωγικές εξετάσεις της οποίας είχε εισαχθεί δεύτερος. Το 1983 έλαβε το πτυχίο του από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1985 άδεια ασκήσεως δικηγορικού επαγγέλματος. Είναι έγγαμος με τρία τέκνα ηλικίας 27, 25 και 22 ετών. Γνωρίζει αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά.  

2) Το 1989 έλαβε τον τίτλο του Magister Legum (μάστερ στα νομικά) από το Πανεπιστήμιο Μπίλεφελντ Γερμανίας για την εργασία του «Η σχέση μεταξύ αυτεπάγγελτης έρευνας και απαγόρευσης της  reformatio in peius» στο χώρο του αστικού δικαίου.

3) Το 1994 εισήχθη στο δικαστικό σώμα. Διετέλεσε Πρόεδρος Πρωτοδικών από 2011-2015 και Προϊστάμενος του Διοικητικού Δικαστηρίου Λάρισας από 2012-2015. Από 30-1-2015 υπηρετεί στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών. Ανήκει στην συντακτική ομάδα του περιοδικού «Θεωρία και Πράξη του Διοικ. Δικαίου».  

4) Το έτος 2000 αναγορεύθηκε διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών με την εργασία του «Τα ηθικά στάδια στην εγελιανή φιλοσοφία του δικαίου», όπου πραγματεύεται εννοιολογικά, ιστορικά και συγκριτικά οργάνωση και τύπους της δημοσίας διοικήσεως. 

5) Η ενασχόλησή του με τον μεγάλο φιλόσοφο Χέγκελ οδήγησε σε ένα μέγιστο εκδοτικό γεγονός. Σε δική του μετάφραση έχουν εκδοθεί από τη Νομική Βιβλιοθήκη τα πέντε μνημειώδη έργα του Χέγκελ, που είναι:  

1) «Αισθητική», 2009 εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη

2) «Φιλοσοφία της Φύσης» 2011, Ανοικτή Βιβλιοθήκη,

3) «Φιλοσοφία του Δικαίου», 2012, Νομική Βιβλιοθήκη.

4) «Επιστήμη της Λογικής», 2013, Ανοικτή Βιβλιοθήκη,

5) «Ιστορία της Φιλοσοφίας», 2013, Ανοικτή Βιβλιοθήκη,

τα οποία διατίθενται σε όλα τα μεγάλα βιβλιοπωλεία. Επίσης και η «Φιλοσοφία της Θρησκείας» στις εκδόσεις «Ηριδανός». Στα έργα του συγκαταλέγεται και μία συνοπτική «Διαλεκτική», εκδοθείσα το 2022, καθώς και «Ο Άγνωστος Κάρολος Μαρξ» (2021). .

6) Μία σημαντική θεωρητική προσφορά του ήταν η συμμετοχή του στη βαρυσήμαντη και άκρως επίκαιρη μεταφραστική έκδοση της Ακαδημίας Αθηνών «Τι οφείλει η Ευρώπη στους Έλληνες» του Thomas Alexander Szlezak», όπου μετέφρασε τα λήμματα «Η νέα απόχρωση του πρώιμου ελληνικού λυρισμού» και «Τα νέα ερωτήματα των προσωκρατικών φιλοσόφων» σ. 89-156.

7) Είναι μέλος του Κύκλου Ελλήνων Λογοτεχνών Δικαστών. Έχει δημοσιεύσει τη λογοτεχνική σειρά «Χέγκελ, Γραφείο Μεταφυσικών Υποθέσεων», βασισμένη στις θεωρίες του φιλοσόφου, όπου περιλαμβάνονται τα έργα:

α) Χέγκελ, Γραφείο Μεταφυσικών Υποθέσεων, Νο1 Η Φαρμακωμένη, 2017

β) «   «     «     «           «                 «,     Νο 2 Εναντίον Σοπενχάουερ, 2018

γ) «  «     «     «            «                 «,     Νο 3  Χαμένος Ορίζων, 2018

δ) «   «     «    «            «                 «.    Νο 4  Ατλαντίς, 2018

ε) «   «     «                «                   «,     Νο 5, Οι Πόροι του Χρυσού, 2019

στ) «    «    «                «                   «,     Νο  6, Τελευταία Νύχτα, 2019

ζ) «    «    «                «                   «,    Νο 7, Εργάτες της Μοίρας, 2019

η) «    «    «                «                «,    Νο 8, Διονύσιος Σολωμός 2019, όλα σε εκδόσεις Συμπαντικών Διαδρομών.             

   Μη δημοσιευθέντα ακόμη τεύχη της παραπάνω σειράς είναι τα εξής:

θ)  « « «                     «                  « Νο 9 Αναφορά από το Υπερπέραν

ι) «   «    «               «          «Νο 10, Λογικόδενδρον ή Σκακιστικός Γρίφος

ια) «  «     «               «                    « Νο 11 , Οι Αιρέσεις του Τρύπιου Θεού

ιβ) « « «                    «                    « Νο 12, Σχέδιο «Μαραθών».

ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ: Μια κριτική προσέγγιση στο δοκίμιο του ΟΔΥΣΣΕΑ Λ. ΣΠΑΧΗ με τίτλο «ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΙΣΧΥΣ ΣΤΟΝ ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟ ΤΟΥ ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΥ ΚΟΡΝΑΡΟΥ». Η ΚΡΗΤΙΚΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΑΠΟ ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΣΚΟΠΙΑ.

                                           

«ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΙΣΧΥΣ ΣΤΟΝ ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟ ΤΟΥ ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΥ ΚΟΡΝΑΡΟΥ»
Η ΚΡΗΤΙΚΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΑΠΟ ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΣΚΟΠΙΑ

              (Μια κριτική προσέγγιση στο δοκίμιο του Οδυσσέα Λ. Σπαχή με τίτλο «Δίκαιο και Ισχύς στον ΄΄Ερωτόκριτο΄΄ του Βιτσέντζου Κορνάρου», εκδόσεις Δρόμων, Αθήνα, 2021)

Ο κύριος Οδυσσέας Σπαχής, τον οποίο είχα την χαρά να γνωρίσω πριν από λίγο καιρό, είναι κατ’ αρχάς νομικός, εφέτης στον τομέα της Διοικητικής Δικαιοσύνης με βαθιές γνώσεις και τεράστια εμπειρία στα ζητήματα της επιστήμης του. Όμως δεν περιορίζει τις δραστηριότητές του μόνο στο πεδίο της Θέμιδας. Εδώ και χρόνια ασχολείται με την λογοτεχνία, τόσο με την ποίηση (ΠΟΡΦΥΡΟ ΠΡΟΣΩΠΕΙΟ,ΑΜΗΧΑΝΟ ΚΑΛΛΟΣ,ΕΥΝΟΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ), όσο και με το δοκίμιο (ΤΟ ΙΕΡΟ ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΣΤΟ ΜΙΝΩΙΚΟ ΜΥΘΟ, Η ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ, ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΣΥΜΒΟΛΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΙΣΧΥΣ ΣΤΟΝ ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟ ΤΟΥ ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΥ ΚΟΡΝΑΡΟΥ),ενώ παράλληλα τα ενδιαφέροντά του επεκτείνονται και στην ιστορία και τη φιλοσοφία, τις οποίες επίσης έχει μελετήσει ενδελεχώς. Ειλικρινά η πολυμάθειά του με εξέπληξε. Έχουμε να κάνουμε μ’ έναν άνθρωπο αναγεννησιακό, homo universalis, που απεχθάνεται τη νοοτροπία της εξειδίκευσης και του εφησυχασμού (πνευματικού και επαγγελματικού) που όλο και περισσότερο μοιάζει να κερδίζει έδαφος στην εποχή μας. Είναι λοιπόν αναμενόμενο, ένας άνθρωπος με τέτοια ιδιοσυγκρασία και τόσα ενδιαφέροντα να καταπιαστεί και μ’ ένα μνημειώδες κείμενο της ελληνικής γραμματείας, τον ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟ του Βιτσέντζου Κορνάρου, γέννημα της Κρητικής Αναγέννησης. Εξάλλου η καταγωγή του συγγραφέα, που είναι γέννημα θρέμμα των Ανωγείων, από μόνη της μοιάζει να του υπαγορεύει δίκην καθήκοντος την ενασχόληση μ’ ένα λογοτεχνικό έργο που έχει ταυτιστεί με το νησί του και τραγουδιέται μέχρι και σήμερα από γέροντες στα πιο απομακρυσμένα χωριά.
Ο συγγραφέας, όπως εξομολογείται και ο ίδιος, διάβασε πρώτη φορά το βιβλίο στα 18 του χρόνια. Αποτελεί εξάλλου για κάθε Κρητικό κάτι σαν υποχρέωση να διαβάσει το έργο. Η νεότητα όμως πολλές φορές δεν επιτρέπει στον αναγνώστη να αντιληφθεί και να κατανοήσει έργα τέχνης που έχουν ιδιαίτερο βάθος και ειδικό βάρος. Στα 50 του πλέον, ώριμος και κατασταλαγμένος, καταπιάστηκε και πάλι με το έργο, επειδή του γεννήθηκε η επιθυμία να έρθει ξανά σε επαφή με αυτό. Αυτή τη φορά όμως ο αναγνώστης δεν ήταν ο ορμητικός έφηβος, με την βιασύνη και την ενδεχόμενη έπαρση, που αντιμετωπίζει τα έργα του παρελθόντος με κάποια συγκατάβαση κι έχει το βλέμμα του στραμμένο προς το μέλλον. Ο αναγνώστης πλέον ήταν ο ώριμος στοχαστής, ο έμπειρος δικαστής που αντιλαμβάνεται, ότι το παρελθόν πολλές φορές έχει πράγματα, να μας πει, αρκεί να είμαστε πρόθυμοι να τα ακούσουμε. Έτσι λοιπόν ο κύριος Σπαχής, όταν ξαναδιάβασε τον Ερωτόκριτο, είδε να ανοίγονται μπροστά του νέοι ορίζοντες, ή μάλλον αντιλήφθηκε καλύτερα αυτό που ήδη βρισκόταν μπροστά του. Καρπός αυτής της νέας επαφής είναι το βιβλίο που έγραψε για τον Ερωτόκριτο, με το οποίο θα ασχοληθούμε στο παρόν.
Προτού καταπιαστούμε με το δοκίμιο, ας πούμε λίγα πράγματα για τον ίδιο τον Ερωτόκριτο. Ο Βιτσέντζος Κορνάρος, Κρητικός, βενετικής καταγωγής, γεννήθηκε το 1553 και πέθανε στο Ηράκλειο το 1613 ή 1614, λίγες δεκαετίες πριν από την ολοκληρωτική υποδούλωση της Κρήτης στους Οθωμανούς το 1669. Γόνος αρχοντικής, βενετσιάνικης οικογένειας, με τεράστια περιουσία και βαθιά παιδεία, ήταν το πρότυπο του αναγεννησιακού αριστοκράτη, που από τη μία αναλαμβάνει και φέρνει σε πέρας σύνθετες, πρακτικές αποστολές, ακόμα και πολέμους και από την άλλη κολυμπάει με άνεση στα βαθιά νερά της λογοτεχνίας και της τέχνης. Ανάμεσα λοιπόν στις ασχολίες του με τα οικογενειακά κτήματα, την γυναίκα του και τις κόρες του καθώς και τα δημόσια αξιώματα, που κατά καιρούς ανέλαβε, κατάφερε να συνθέσει το έπος του, αποτελούμενο από 10.012 ιαμβικούς, δεκαπεντα-σύλλαβους, ομοιοκατάληκτους στίχους. Πέραν αυτού, του αποδίδεται και η πατρότητα του θεατρικού «Η Θυσία του Αβραάμ», θρησκευτικού αφηγηματικού δράματος, από τα σημαντικότερα του ελληνικού θεάτρου. Ο συγγραφέας από το 1580 εγκαταστάθηκε στο Ηράκλειο και κατά την διάρκεια της πανούκλας (1591-1593) ανέλαβε καθήκοντα υγειονομικού επόπτη. Το έργο του δημιουργήθηκε κατά πάσα πιθανότητα στα τέλη του 16ου αιώνα, όταν ο συγγραφέας ήταν ώριμος άντρας πλέον.
Το έργο βασίζεται, κατά τη συνήθη πρακτική της εποχής, στο γαλλικό μεσαιωνικό μυθιστόρημα Paris et Vienne του Pierre de La Cépède, αλλά ο συγγραφέας ξεπερνά κατά πολύ το πρωτότυπο, ενώ από ένα σημείο και μετά το εγκαταλείπει και η πλοκή του έργου του αλλάζει πλήρως. Το βιβλίο του Γάλλου δημιουργού αποτελεί ουσιαστικά το έναυσμα για τη δημιουργία ενός καινούργιου λογοτεχνικού έργου. Η υπόθεση του έργου συνοπτικά.
Ο βασιλιάς της Αθήνας Ηράκλης και η σύζυγός του Αρτέμη αποκτούν μετά από πολλά χρόνια μια κόρη, την Αρετούσα. Τη βασιλοπούλα ερωτεύεται ο γιος του πιστού συμβούλου του βασιλιά (Πεζόστρατος), ο Ερωτόκριτος. Ο Ερωτόκριτος φανερώνει τον έρωτά του για την κόρη του βασιλιά στον φίλο του Πολύδωρο, ο οποίος όμως του προτείνει να μην διανοηθεί να φανερώσει τον Έρωτά του στον Βασιλιά, διότι θα βάλει σε κίνδυνο την ίδια του την ζωή. Ο Ερωτόκριτος συμφωνεί και επειδή δεν μπορεί να φανερώσει τον έρωτά του, πηγαίνει κάτω από το παράθυρό της τα βράδια και της τραγουδά ερωτικά τραγούδια. Η κοπέλα σταδιακά ερωτεύεται τον άγνωστο τραγουδιστή και επιζητά να μάθει ποιος είναι. Αλλά και όλο το παλάτι, ακόμη και ο ίδιος ο βασιλιάς Ηράκλης, αναρωτιούνται ποιος είναι ο άγνωστος τροβαδούρος που κάθε βράδυ γλυκαίνει τον ύπνο του παλατιού με τα ερωτικά τραγούδια του. Ο βασιλιάς, αποφασίζει να μάθει την ταυτότητα του νέου και διατάζει τους στρατιώτες του να στήσουν ένα βράδυ ενέδρα ώστε να τον συλλάβουν και να τον παρουσιάσουν μπροστά του. Η ενέδρα αποτυγχάνει και ξεφεύγουν. Ακούγοντας τον φίλο του Πολύδωρο, ο Ερωτόκριτος, καταλαβαίνοντας ότι ο έρωτάς του δεν μπορεί να έχει αίσια έκβαση, ταξιδεύει στη Χαλκίδα, για να ξεχάσει την Αρετούσα. Στο διάστημα της απουσίας του, ο πατέρας του αρρωσταίνει και όταν η Βασίλισσα μαζί με την πριγκίπισσα Αρετούσα τον επισκέπτονται, η μητέρα του, για να τιμήσει την επίσκεψη τους, ανοίγει όλα τα δωμάτια του σπιτιού τους. Η Αρετούσα μπαίνει στο δωμάτιο του Ερωτόκριτου και βρίσκει μια ζωγραφιά που την απεικονίζει και τους στίχους που της τραγουδούσε. Αμέσως καταλαβαίνει πως αυτός είναι ο άγνωστος τραγουδιστής. Όταν ο Ερωτόκριτος επιστρέφει, για να δει τον πατέρα του, ανακαλύπτει την απουσία της ζωγραφιάς και των τραγουδιών και μαθαίνει, πως μόνο η Αρετούσα είχε επισκεφτεί το δωμάτιό του. Επειδή καταλαβαίνει, ότι αποκαλύφθηκε η ταυτότητά του, μένει στο σπίτι προσποιούμενος ασθένεια και η Αρετούσα του στέλνει για περαστικά ένα καλάθι με μήλα, ως ένδειξη ότι ανταποκρίνεται στα συναισθήματά του. Ο Ερωτόκριτος αρχίζει να συχνάζει πάλι στο παλάτι και οι δύο ερωτευμένοι βεβαιώνονται με τα μάτια για την αμοιβαία αγάπη τους. Ο Βασιλιάς, για να διασκεδάσει την κόρη του, που τη βλέπει μελαγχολική, οργανώνει ένα κονταροκτύπημα. Παίρνουν μέρος αφέντες και αρχοντόπουλα από διάφορους ελληνικούς τόπους που είχαν φημισμένα κάστρα, αλλά μετέχουν επίσης και ξένοι: ο φοβερός Καραμανίτης (Τούρκος) Σπιθόλιοντας και ο Σκλαβούνος (Δαλματός Σλάβος). Τελευταίος έρχεται ο Κρητικός Χαρίδημος, αφέντης της Γορτύνης. Ο Βασιλιάς ανακοινώνει πως ο νικητής θα λάβει ως έπαθλο ένα χρυσό στεφάνι, το οποίο θα ετοιμάσει η Αρετούσα. Ο Ερωτόκριτος είναι ο νικητής. Το πάθος της Αρετούσας γίνεται τώρα σφοδρότερο και παρά τις συμβουλές της παραμάνας, αρχίζει να συναντάται με τον Ερωτόκριτο τη νύχτα, σ’ ένα καγκελόφραχτο παράθυρο του παλατιού. Η κοπέλα παρακινεί τον Ερωτόκριτο να τη ζητήσει από τον πατέρα της. Ο Ερωτόκριτος αποφασίζει να φανερώσει τον έρωτά του στον πατέρα του Πεζόστρατο, ζητώντας να ζητήσει εκ μέρους του το χέρι της Αρετούσας. Ο Πεζόστρατος κάνει τη χάρη του υιού του, γνωρίζοντας εκ των προτέρων πως ο βασιλιάς θα θυμώσει με αυτή την πρόταση. Όπως είναι φυσικό, ο βασιλιάς εξοργίζεται με το θράσος του νέου και αποφασίζει να τον εξορίσει. Ταυτόχρονα φτάνουν προξενιά για την Αρετούσα από το βασιλιά του Βυζαντίου και ο Βασιλιάς αποφασίζει να την παντρέψει. Η κοπέλα αρραβωνιάζεται κρυφά με τον Ερωτόκριτο, πριν αυτός εγκαταλείψει την πόλη και του χαρίζει ένα δακτυλίδι της, ως δακτυλίδι του αρραβώνα τους, ζητώντας τον να το φοράει για πάντα – ακόμη και στον θάνατο. Ο Ερωτόκριτος φεύγει για την εξορία του αποχαιρετώντας τους γονείς του. Ο Ηράκλης, υποψιαζόμενος ότι η κόρη του αγαπά τον Ερωτόκριτο, αποφασίζει να επισπεύσει το γάμο με το βασιλόπουλο του Βυζαντίου. Η Αρετούσα αρνιέται, ο βασιλιάς επιμένει, και τελικά η νέα φυλακίζεται μαζί με την παραμάνα της. Ύστερα από τρία χρόνια ένας βόρειος αντίπαλος, οι Βλάχοι (Ρουμάνοι) με το βασιλιά τους Βλαντίστρατο εισβάλλουν στη χώρα και πολιορκούν την Αθήνα. Ο Ερωτόκριτος αποφασίζει να επιστρέψει. Με την βοήθεια μιας μάγισσας, αποκτά ένα μαγικό υγρό που αλείφοντας το στο πρόσωπό του, γίνεται μαύρος στο πρόσωπο και αλλάζει τη φωνή του. Έτσι, επιστρέφει στην Αθήνα και παίρνει μέρος στις μάχες και αποδεικνύεται σπουδαίος πολεμιστής, ενώ γίνεται φόβος και τρόμος των εχθρών. Ο ίδιος ο βασιλιάς αναζητά τον άγνωστο πολεμιστή και του προσφέρει σπουδαία δώρα, τα οποία όμως ο Ερωτόκριτος αρνείται. Εξασφαλίζει ακόμη και την τελική νίκη σε μία μονομαχία που γίνεται, έπειτα από συμφωνία των αντιπάλων, ανάμεσα στον Ερωτόκριτο και τον ανιψιό του βασιλιά των Βλάχων Άριστο, που έχει φτάσει από τη Φραγκιά. Ο Άριστος σκοτώνεται και οι Βλάχοι με μια επιβλητική νεκρική πομπή παίρνουν μαζί τους το σώμα του και αποχωρούν. Νικητής αλλά και σοβαρά πληγωμένος ο Ερωτόκριτος μεταφέρεται, αγνώριστος πάντα, στο παλάτι. Γίνεται τέλος καλά, λέει στον βασιλιά ότι ονομάζεται Κριτίδης, και αρνούμενος κάθε άλλη ανταμοιβή ζητά να πάρει γυναίκα του την Αρετούσα. Ο βασιλιάς του εκμυστηρεύεται, πως η κόρη του δεν δέχεται κανένα προξενιό, αποκαλύπτοντας του τον λόγο της φυλάκισής της. Ο Ερωτοκριτος επιμένει να την δει και την επισκέπτεται στη φυλακή και διατυπώνει την πρόταση του, αλλά η κόρη αρνιέται με επιμονή. Ο ξένος θέλοντας να δοκιμάσει την πίστη της, της αφήνει τάχα ως δώρο το δακτυλίδι που είχε δώσει η ίδια στον Ερωτόκριτο για τον αρραβώνα τους και όταν αυτή έκπληκτη το αναγνωρίζει, τον διατάσσει επιτακτικά να της πει, πού το βρήκε. Ο Ερωτόκριτος, πλάθει μια ιστορία και της αποκαλύπτει, πως το δαχτυλίδι αυτό της έδωσε πριν καιρό ένας νεαρός που βρήκε να αργοπεθαίνει στο δάσος. Ο νεαρός του έδωσε το δακτυλίδι λέγοντας ξεψυχώντας ”σε έχασα Αρετούσα μου”. Η Αρετούσα αναγνωρίζοντας το δαχτυλίδι και θρηνεί τον αγαπημένο της. Τότε ο άγνωστος νέος, με το μαγικό υγρό, παίρνει πάλι την όψη του Ερωτόκριτου. Τελικά το ζευγάρι στεφανώνεται μέσα σε γενική χαρά, ο βασιλιάς συμφιλιώνεται με τον Ερωτόκριτο, που ανεβαίνει στο θρόνο της Αθήνας. (1)
Όπως αντιλαμβάνεστε, πρόκειται για ένα έργο με γοργή πλοκή, πλούσια γλώσσα και αξιομνημόνευτες φυσιογνωμίες. Κατά την κρατούσα άποψη, ο δημιουργός επιθυμεί να δώσει στο κοινό ένα ερωτικό έργο, την ασυμβίβαστη ιστορία αγάπης ανάμεσα σε 2 νέους διαφορετικών κοινωνικών τάξεων. Από τη μια η πριγκιποπούλα Αρετούσα, προορισμένη να παντρευτεί κάποιον βασιλιά, από την άλλη ο Ερωτόκριτος, τέκνο της αριστοκρατίας, αλλά φυσικά «ανάξιος» μιας πριγκίπισσας. Όμως ο έρωτας είναι πάνω απ’ όλα και ο νέος, αφού περνά χίλιες μύριες δυσκολίες, καταφέρνει να κερδίσει την αγαπημένη του και να γίνει βασιλιάς, έχει δηλαδή και μελοδραματικά στοιχεία. Σε αυτό το σημείο ο κύριος Σπαχής με ιδιαίτερο πνευματικό θάρρος διαφοροποιείται από την κρατούσα άποψη και υποστηρίζει, ότι ο ποιητής δεν θέλει να αφηγηθεί μόνο μια ερωτική ιστορία, αλλά και να κάνει ένα σχόλιο πολιτικού χαρακτήρα. Ο Κορνάρος, τέκνο της Κρήτης, αλλά και εξοικειωμένος με τα διδάγματα της Αναγέννησης, ήτοι της αρχαιοελληνικής παιδείας, θέλει να στηλιτεύσει τον δεσποτισμό του βασιλιά Ηράκλη, ο οποίος σαν απόλυτος μονάρχης συγκεντρώνει όλες τις εξουσίες, αυτός βγάζει τους νόμους, αυτός τους εφαρμόζει, αυτός δικάζει. Χωρίς να εξετάζει, αν ο Ερωτόκριτος είναι άξιος, αν έχει ικανότητες και τιμιότητα, τον εξορίζει, απλά και μόνο επειδή έρχεται σε σύγκρουση με τα σχέδιά του. Άνθρωπος στενόμυαλος, συμφεροντολόγος, με μπακαλίστικη νοοτροπία, κρίνει τους ανθρώπους με βάση τους τίτλους τους και όχι την αξία τους. Ο κύριος Σπαχής επισημαίνει αυτή την πρόθεση του ποιητή με στέρεα και αξιόλογα επιχειρήματα. Ο Ερωτόκριτος είναι και πολιτικό κείμενο, ο συγγραφέας επισημαίνει τους πλείστους όσους κινδύνους που κρύβει η «ενός ανδρός αρχή». Μπορεί κάποιος ηγεμόνας να είναι προικισμένος, ικανός, ακόμα και «φωτισμένος», αλλά είναι και άνθρωπος, όχι θεός, οπότε δεν γίνεται να ελέγχει τα πάντα, να γνωρίζει το καθετί. Κατά τον συγγραφέα, ο ποιητής πρεσβεύει, πως μια κοινωνία πρέπει να έχει ένα λιγότερο συγκεντρωτικό σύστημα διοίκησης, το οποίο θα προωθεί τους άξιους και όχι τους αριστοκράτες, τους γόνους. Ο κύριος Σπαχής δεν μένει όμως εκεί, επισημαίνει ακόμα ένα στοιχείο, για να υποστηρίξει την θεωρία του, κάτι που έχει περάσει απαρατήρητο από τους πιο πολλούς μελετητές, τον τόπο της δράσης του έπους. Ο χρόνος παραμένει νεφελώδης, μάλλον μεσαιωνικός, αλλά το ποίημα λαμβάνει χώρα στην Αθήνα και όχι στην πατρίδα του ποιητή, την Κρήτη. Κι αυτή η επιλογή, κατά τον δοκιμιογράφο, δεν είναι τυχαία. Εκείνη την εποχή η Αθήνα φυσικά δεν θύμιζε σε τίποτα την τιμημένη πόλη του παρελθόντος, η παρακμή αιώνων είχε αφήσει επάνω της βαθιά σημάδια. Όμως ακόμα και κατά την εποχή του ποιητή κάτι από το παλιό μεγαλείο. Επιβίωνε ακόμα ο Παρθενώνας, αν και τελικά τον περιποιήθηκε ο Βενετός στρατηγός Μοροζίνι στα τέλη του 17ου αιώνα. Ο ποιητής λοιπόν προβλέποντας ενδεχομένως και την κατάκτηση τελικά της πατρίδας του από τους Οθωμανούς στρέφει το βλέμμα του στην δοξασμένη Αθήνα, τη γενέτειρα του δυτικού πολιτισμού. Στην Αθήνα γεννήθηκαν η δημοκρατία, το θέατρο, τόσες και τόσες επιστήμες, στην Αθήνα ενηλικιώθηκε η φιλοσοφία. Στην Αθήνα ζήσανε και μεγαλούργησαν προσωπικότητες όπως οι Σοφοκλής, Πλάτωνας, Κίμων και Αριστοφάνης. Οι Έλληνες, όπου κι αν βρίσκονται, είτε στον ελλαδικό χώρο, είτε στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, είτε στην Μικρά Ασία, είτε σε οποιαδήποτε παροικία, οφείλουν να αναζητήσουν και να γνωρίσουνε το παρελθόν τους και εν συνεχεία να αγκαλιάσουν την κληρονομιά τους, κορωνίδα της οποίας αποτελεί ο πολιτισμός και η παιδεία των αρχαίων Ελλήνων. Ο Κορνάρος με εκπληκτική οξυδέρκεια, όπως επισημαίνει ο κύριος Σπαχής, αντιλαμβάνεται τη συγγένεια και τον ακατάλυτο δεσμό μεταξύ αρχαίων και σύγχρονών του Ελλήνων, η γλώσσα ήταν όμοια, αν και κάπως απλουστευμένη. Τα ήθη, τα έθιμα διατηρούνταν επί αιώνες. Ο ποιητής με το πρόσχημα της ιστορίας αγάπης μεταξύ των 2 νέων, υποδεικνύει στους συμπατριώτες του τον ορθό δρόμο, εκδημοκρατισμός των κοινωνικών διαδικασιών και ενασχόληση με την κλασσική παιδεία, της οποίας είναι συνεχιστές οι ίδιοι. Οι παρατηρήσεις του κυρίου Σπαχή είναι τολμηρές, αλλά τεκμηριωμένες, προσεγγίζει το κλασσικό έργο με μια μέθοδο, που κανείς μέχρι σήμερα δεν είχε σκεφτεί και καταφέρνει να κερδίσει το στοίχημα.
Όμως ο δοκιμιογράφος δεν μένει μόνο εκεί. Πάει ακόμα παραπέρα. Στρέφει την προσοχή του σ’ ένα ακόμα σημείο της αφήγησης, που επίσης έχει περάσει απαρατήρητο, τη μεταμόρφωση του Ερωτόκριτου από τη μάγισσα. Όταν ο ήρωας πηγαίνει και ζητά να του αλλάξει μορφή, η μάγισσα τον κάνει μαύρο, του αλλάζει φυλή δηλαδή. Και πάλι ο ποιητής , κατά τον μελετητή του, δεν επιλέγει τυχαία αυτή την ανατροπή. Ο «μαύρος» δεν είναι απλά ο εξωτικός πολεμιστής που παρεισφρέει στην πλοκή, για λόγους φολκλορισμού. Ο εκπρόσωπος της μαύρης φυλής είναι το σύμβολο του περιθωριακού, του αποσυνάγωγου, του πάντοτε αδικημένου. Ο κύριος Σπαχής εύστοχα παρατηρεί για ακόμα μια φορά, ότι σ’ ένα έργο τέτοιας λογοτεχνικής σημασίας τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται, πάντα υπάρχει και κάποιος συμβολισμός. Ο Ερωτόκριτος είναι ο άνθρωπος που υφίσταται την αδικία, αλλά δεν το βάζει κάτω. Στα χτυπήματα της άδικης εξουσίας δεν μένει αδρανής, δεν το ρίχνει στην κλάψα και την μεμψιμοιρία. Αποφασίζει για ακόμα μια φορά να αποδείξει την αξία του, μπορεί να πεθάνει στη μάχη ως απλός στρατιώτης, ανώνυμος μεταξύ ανωνύμων, δίχως τιμές και παράτες. Αυτά όμως δεν έχουν αξία για έναν Ερωτόκριτο, ένα σύμβολο του αδικημένου ανθρώπου, που πάνω απ’ όλα θέλει να νιώθει, ότι αυτός δεν πρόδωσε τον εαυτό του και τα ιδανικά του.
Συνοψίζοντας αυτό που θα μπορούσαμε να πούμε είναι, ότι ο κύριος Σπαχής κατέθεσε ένα αξιόλογο δοκίμιο, είδε ένα κλασσικό έργο με έναν αλλιώτικο τρόπο, είναι δε η γραφή του τόσο κατανοητή και φιλική προς τον αναγνώστη, που το βιβλίο δεν θυμίζει σε τίποτα διάφορα άλλα «σοβαρά» δοκίμια, που μετά από μερικές σελίδες καθίστανται μαρτύριο για τους δόλιους που τα διαβάζουν. Οφείλω να ομολογήσω, ότι δεν είχα διαβάσει τον Ερωτόκριτο, αλλά μετά την ανάγνωση του βιβλίου του κυρίου Σπαχή, μου γεννήθηκε η επιθυμία να τον διαβάσω, πράγμα το οποίο κι έκανα και προς μεγάλη μου έκπληξη χωρίς να δυσκολευτώ ιδιαίτερα. Το βιβλίο του κυρίου Σπαχή αποτελεί, πέραν των άλλων, και μια πρώτης τάξεως εισαγωγή, αφού περιέχει περίληψη και σχολιασμό του έπους. Αγαπητοί αναγνώστες, διαβάστε το βιβλίο του κυρίου Σπαχή και δεν θα χάσετε. Ελπίζω δε να σας κινήσει το ενδιαφέρον, για να στραφείτε στη συνέχεια και στο κλασσικό έργο του Κορνάρου. Ελπίζω να βρείτε αυτό το άρθρο χρήσιμο.

(1) Κ. Θ. ΔΗΜΑΡΑΣ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΘΟΔΩΡΗ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ: (HUBERT CRACKANTHORPE: Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΕΛΠΙΣΙΑΣ. PAU. ΣΤΟ ΑΝΑΧΩΜΑ ΤΟΥ ΤΣΕΛΣΙ. Η ΝΑΠΟΛΗ ΤΟ ΝΟΕΜΒΡΗ. ΦΕΓΓΑΡΟΦΩΤΟ. ΣΤΟΝ ΟΡΜΟ ΤΟΥ ΣΑΛΕΡΝΟ).

                                               ΘΟΔΩΡΗ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

HUBERT CRACKANTHORPE

Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΕΛΠΙΣΙΑΣ

Ο Hubert Montague Crackanthorpe γεννήθηκε το 1870 στην Αγγλία και πέθανε σε ηλικία μόλις 26 ετών στο Παρίσι. Κατά τη διάρκεια της σύντομης ζωής του πρόλαβε να βγάλει μερικά βιβλία, μεταξύ των οποίων και το βιβλίο με πεζογραφήματα με τον τίτλο Vignettes, από  το οποίο επιλέξαμε τα μεταφρασμένα αποσπάσματα που ακολουθούν. Σήμερα ο δημιουργός έχει ξεχαστεί πλήρως και τ’ όνομά του λέει κάτι μόνο σε μελετητές της βικτοριανής λογοτεχνίας. Όμως αν και οι κριτικοί θεωρούν, ότι εντάσσεται στους βικτοριανούς και ειδικότερα τους «ρεαλιστές» συγγραφείς της σχολής του Ζολά και του Μωπασσάν,  κατά την ταπεινή μας γνώμη, ο συγγραφέας βρίσκεται πιο κοντά στο σύμπαν του Χένρυ Τζέιμς και της Ήντιθ Γουόρτον, είναι ένας πρόδρομος των μοντερνιστών. Η πρόζα του λεπτομερής και με πλήθος αποχρώσεων, με επιτηδευμένο λεξιλόγιο και μια αριστοκρατική αποστασιοποίηση, δεν επιθυμεί να αφηγηθεί ιστορίες ή να περιγράψει πρόσωπα και καταστάσεις. Προσπαθεί να συλλάβει στιγμές και να τις αποτυπώσει όσο πιο κομψά γίνεται. Ο συγγραφέας προερχόταν από πλούσια οικογένεια και δεν αναγκάστηκε να δουλέψει για τα προς το ζην. Είχε την ευκαιρία να ταξιδέψει και ν’ αφοσιωθεί στην τέχνη του, όλα δηλαδή έμοιαζαν ιδανικά. Πλην όμως κάτι μέσα του δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Καβγάδες με την επίσης συγγραφέα σύζυγό του, διαρκείς μετακινήσεις, κατανάλωση αλκοόλ και ο μυστηριώδης πνιγμός του στον Σηκουάνα, που μάλλον ήταν αυτοκτονία. Ο Crackanthorpe ανήκε σε αυτή την κατηγορία των δύστυχων ανθρώπων, που δεν μπορούν να αποδεχτούν τα όρια της ύπαρξης και του κόσμου, αλλά επιθυμούν να ζουν την κάθε ημέρα, την κάθε ώρα στο έπακρο. Όταν όμως αργά ή γρήγορα (συνήθως γρήγορα) αντιλαμβάνονται την αυταπάτη τους, πολλοί από αυτούς θεωρούν, όπως το εξέφρασε υπέροχα ο Χέμπελ, ότι είναι οι μοναδικοί περιττοί σπουργίτες στον μεγάλο μας κόσμο και τον εγκαταλείπουν εκούσια. Ο Crackanthorpe δεν υπήρξε μεγάλος δημιουργός, δεν άλλαξε τον ρου της λογοτεχνίας, κατά βάση ήταν ένας δυστυχισμένος εστέτ. Όμως τα λίγα κείμενά του αξίζουν να διαβαστούν. Επελέγησαν μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα, όπως προαναφέραμε, αλλά μπορείτε να βρείτε εύκολα το βιβλίο στο πρωτότυπο στο διαδίκτυο. Ελπίζουμε να σας αρέσει η μετάφραση.

PAU

Ξαναπήγα σήμερα, αλλά δεν την είδα. Πέρασε ένας χρόνος… 14 Μαΐου, από τότε που την συνάντησα καθισμένη μπροστά από το καλάθι της, μόνη σε μια γωνιά της έρημης πλατείας. Το πρόσωπό της ήταν μαυρισμένο με βαθύ κοκκινόμαυρο  χρώμα και τόσο ρυτιδιασμένο, που αποκτούσε μια τραγική αδιαφορία, είχε φρύδια λευκά, σαν καθαρά ασπρόρουχα και χέρια γεμάτα φλέβες που έτρεμαν. Όταν της μίλησα πρώτη φορά, δεν ήξερα, ότι ήταν τυφλή. Έβγαλε από το καλάθι μερικά μαντήλια και μου τα προσέφερε με φωνή τρεμάμενη, σαν να ερχόταν από μακριά, εξηγώντας μου, ότι τα είχε στριφώσει η ίδια, μιας και είχε εκπαιδευτεί ως μοδίστρα. Τη ρώτησα, πόσο καιρό ήταν τυφλή «Εδώ και 48 χρόνια δεν βλέπω τίποτα, monsieur. Όταν ήμουν νέα, είχα μεγάλα προβλήματα. Για 18 μήνες έκλαιγα, κι όταν πήγα πίσω στη δουλειά, τα μάτια μου ήταν εξαντλημένα και δεν μπορούσα να δω πια. Εδώ και 48 χρόνια δεν βλέπω τίποτα, monsieur. ….. Heureusement, il ny en a plus pour longtemps . . . . ce sera blentot fini. . . .»  Μιλούσε απλά και με μια ήρεμη αξιοπρέπεια, αν και  μπορούσα να δω, ότι έκλαιγε λίγο, ενώ ψηλαφούσε τα μαντήλια της με τα γεμάτα φλέβες χέρια της που έτρεμαν.

ΣΤΟ ΑΝΑΧΩΜΑ ΤΟΥ ΤΣΕΛΣΙ

Έχω καθίσει εκεί κι έχω δει τις χειμωνιάτικες μέρες να τελειώνουν τις σύντομες ζωές τους και όλες τις λάμπες φωτισμού, βυσσινιές, σμαραγδένιες και στο χρώμα της ώχρας ν’ ανάβουνε η μια μετά την άλλη μέσα στην κοκκινόμαυρη ομίχλη που βγαίνει έρποντας από το ποτάμι. Μα προτιμώ το μέρος εκείνες τις ζεστές καλοκαιρινές νύχτες, όταν ο ουρανός στέκει βαρύς με πνιγηρά χρώματα και τ’ αστέρια λάμπουν μικρά και με δειλία, γιατί τότε ο σφυγμός της πόλης ανεβαίνει και τα νερά λαμπυρίζουν χρυσαφένια και λαδωμένα κάτω από το άγρυπνο σύνταγμα των λαμπών. Τότε η γέφυρα σφίγγει στενά τους ισχνούς της βραχίονες ανάμεσα στις όχθες και μόνο ο ήχος μιας μορφής που αποσύρεται ακούγεται δυνατά μέσα στην ησυχία. …

Τότε  αν περιμένεις αρκετά, μπορεί να ακούσεις το μακρόσυρτο κλάμα της σειρήνας, που μοιάζει να εκφράζει  όλη την αγωνία του Λονδίνου, προτού το πνίξει κάποιο βιαστικό τρένο, βρυχώμενο, ορμητικό, ακτινοβόλο και   με βροντές μέσα στη νύχτα, που  αφήνει τον λευκό του καπνό, περνά την γέφυρα και κατευθύνεται στην πέρα σκοτεινή χώρα….

Η ΝΑΠΟΛΗ ΤΟ ΝΟΕΜΒΡΗ

Αργά το απόγευμα στην Strada del Chiaja

Στον ρυπαρό, κακοστρωμένο δρόμο σέρνονται οι μεγάλες άμαξες, ένα ατελείωτο, κοπιαστικό ρεύμα που μεταφέρει στα σπίτια τους από τον περίπατο τις σκυθρωπές, ωχρές κυρίες της ναπολιτάνικης αριστοκρατίας χτυπώντας σε κάθε πλευρά τις ομάδες των αργόσχολων νεαρών που στέκουν στα φτωχικά πεζοδρόμια.

ΦΕΓΓΑΡΟΦΩΤΟ

Η μακριά σειρά από λάμπες ρίχνει αμέτρητους πυλώνες τρεμάμενου χρυσού του σούρουπου στην θάλασσα, νύχτα γεμάτη ασφυκτικό φως, μια ωχρή, τρεμάμενη διάχυση μυστηριώδους μπλε. Το Castello d’Oro επιπλέει, μαύρο σαν μελάνι, σαν μια άμορφη πλωτή φυλακή και στον άδειο ουρανό ένα μοναχικό σύννεφο, σαν στοιχειό, στέκει κοιμισμένο. Κάπου πέρα από τον όρμο το φεγγαρόφωτο χορεύει και τα λεία κύματακυλάνε νυσταλέα, τεμπέλικα πάνω και κάτω.

Ένα αγόρι κι ένα κορίτσι  αγκαλιά χαζεύουν τα κύματα, μερικά μαντολίνα ξεκινάνε ένα λιγόψυχο κλαψούρισμα, ο μακρινός κρότος μιας άμαξας και μετά ησυχία. Και η λάμψη πάνω από τον Βεζούβιο, παλλόμενη σκυθρωπά, παραβιάζει την αβρή ηρεμία της νύχτας.

ΣΤΟΝ ΟΡΜΟ ΤΟΥ ΣΑΛΕΡΝΟ

Να κοιτάζεις το μαύρο σάρωμα της θάλασσας έξω στο μυστήριο της νύχτας, να ακούς τ’ αεικίνητα κύματα να στενάζουνε αργά μέσα στην σκοτεινιά, καθώς σφυροκοπούν βράχια που βρίσκονται  300 και βάλε μέτρα πιο κάτω, ν’ αγαπάς έτσι λίγο με ήρεμο σφίξιμο των χεριών και να μελετάς αδιάφορα τα παράξενα νοήματα της ζωής, του έρωτα και του θανάτου. Κι έτσι μέσα στην ακίνητη ηρεμία της ονειρώδους θλίψης να ξεχνάς την τρελή ταραχή του πάθους, να γίνεσαι αδιάφορος προς κάθε επιθυμία και να περιμένεις, ενώ η καρδιά σου γεμίζει με βαριά ευγνωμοσύνη  προς έναν άγνωστο θεό. Και τότε γι’ ακόμη μια φορά να καταλαβαίνεις, πόσο λίγο αξίζει η ζωή, ότι η αγάπη δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια παθιασμένη ψευδαίσθηση και να ζηλεύεις τη θάλασσα, τον αναστεναγμό της στις μέρες που το τέλος θα έχει έρθει…