ΑΝΔΡΟΝΙΚΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗ: “ΤΙΜΗΣ ΕΝΕΚΕΝ” (Διήγημα)

Το διήγημα με τίτλο “Τιμής ένεκεν” της συγγραφέως και Εφέτη Ανδρονίκης Αθανασιάδη δημοσιεύτηκε την Τετάρτη 23 Αυγούστου 2023, το neakriti.gr. Λίγους μήνες μετά τη δημοσίευση του διηγήματος της κ. Αθανασιάδη – η οποία υπηρετεί ως Εφέτης στο Εφετείο Ανατολικής Κρήτης και ζει μόνιμα με την οικογένειά της στο Ηράκλειο – με τίτλο “Ο Προστάτης του Μεγάλου Κάστρου”, το neakriti.gr δημοσιεύσε το νέο διήγημά της ενόψει της επετείου της 25ης Αυγούστου του 1898, με τη μεγάλη σφαγή της οποίας σχετίζεται (και) το παρόν λογοτεχνικό της δημιούργημα.

“Τ Ι Μ Η Σ Ε Ν Ε Κ Ε Ν

«Μόλις σκοτείνιασε, κι άναψαν τα λιγοστά φώτα στους δρόμους, άρχισε ο ουρανός να στάζει. Οι διαβάτες, που πέρασαν απ’ τα στενά σοκάκια του Λάκκου*, χάθηκαν στα καλντερίμια του φτωχικού μαχαλά και σφάλισαν οι πόρτες πίσω τους, από ώρα. Τα χαμόσπιτα, που ’ναι διάσπαρτα, περιτριγυρισμένα από μικρές αυλές και σκαλοπάτια φαγωμένα απ’ τις περπατησιές, τη βροχή και τον ήλιο, ίσα που διακρίνονται, πίσω απ’ τις στάλες που πέφτουν, κουβαλώντας φως.

androniki athanasiadi

Στην εξώπορτα της εκκλησιάς του Αγίου Ματθαίου*, κάτω απ’ το υπόστεγο, στέκει μια καρέκλα και πάνω της, σαν ξεχασμένος μπόγος, μια μαύρη φιγούρα, κουλουριασμένη μέσα σ’ ένα φθαρμένο πανωφόρι. Τα χέρια, σκελετωμένα, χωμένα στα πελώρια μανίκια, μετρούν τους κόμπους απ’ το κομποσκοίνι που κρατάνε. Κάθε που σηκώνει τα μάτια ψηλά, προσπαθώντας να δει τη βροχή που πέφτει, ξεχωρίζει, ανταριασμένη η θάλασσα. Κι ας έχουν περάσει τα χρόνια, κι ας έχουν καλύψει με πέπλο τα μάτια, που βλέπουνε, πια, θολά. Η θύμηση δεν έχει ακόμα ξεθωριάσει… Το πρόσωπο, γεμάτο ρυτίδες, αποστεωμένο, και τα μαλλιά, ασήμι πλεγμένο πλεξούδες, ίσα που ξεπροβάλλουν, σαν φωτοστέφανο, κάτω απ’ το μαύρο τσεμπέρι. Τέτοιες ώρες πολύ της αρέσει να κάθεται στην ίδια αυτή θέση, κρυμμένη στο σκοτάδι, με τη φλόγα απ’ το καντήλι να τρεμοπαίζει, πίσω της, και το λιβάνι να πλημμυρίζει τα σωθικά της σε κάθε της ανάσα. Να κοιτά τις στάλες που πέφτουν και να τις ακολουθεί με το μάτι, όπως κυλάνε στα πλακάκια που ’ναι στρωμένα στην αυλή της εκκλησιάς, κι όπως χαϊδεύουν τις ψυχές που ’χουν αποκοιμηθεί στον κόρφο της, χρόνια τώρα. Κι αυτή, φύλακάς τους. Τέτοιον έταξε τον εαυτό της, από εκείνο το μαύρο μεσημέρι μιας Τρίτης Καλοκαιριού. 25η Αυγούστου 1898, έγραφε το ημερολόγιο.

Η ίδια δε θυμάται τίποτα από τα παιδικά της χρόνια. Πότε γεννήθηκε; Ποιος την κράτησε αγκαλιά; Ποιος την τάισε; Έπαιξε όταν ήταν παιδάκι; Μάνα και πατέρα δε γνώρισε. Την πρώτη της ανάσα την πήρε σε κάποιο απ’ τα κακόφημα σπίτια της γειτονιάς του Λάκκου, κι αμέσως σταμάτησε η ανάσα της δικής της μάνας. Έτσι, οι γυναίκες του σπιτιού ανέλαβαν το μεγάλωμά της, χωρίς, όμως, πολλά-πολλά. Απλώς, την άφησαν και μεγάλωνε σε κάποια γωνιά. Σαν το δέντρο που ’ταν στην αυλή, και μεγάλωνε μόνο του μέρα με τη μέρα, που αν και δεν το πότισαν ποτέ, η βροχή κι ο ήλιος το θέριεψαν. Ούτε ρώτησε, ούτε της μίλησαν ποτέ για τη μάνα της. Τι να ρωτήσει, άλλωστε, και τι να της πουν. Μεγαλώνοντας, καταλάβαινε πως στη συνοικία αυτή της πόλης ζούσαν οι απόκληροι. Πόλη μέσα στην πόλη. Όλη της τη ζωή τη σεργιάνισε στα καλντερίμια του Λάκκου. Γνώριμη η κάθε του σπιθαμή. Χαμόσπιτα, καφενέδες και τεκέδες, που με τα χρόνια ξέφτισαν. Ξύλινες πόρτες, με σιδεριές και τζάμι, κι από μέσα ένα κόκκινο ύφασμα, για να κρύβει τις πρόστυχες και πονεμένες ζωές τους. Αυλές, κρυμμένες πίσω από χαμηλά μπεντένια*, και κάθε λογής δέντρα φυτρωμένα να ξεπροβάλλουν, ρίχνοντας τους καρπούς και τα φύλλα τους στα καλντερίμια. Ολάκερη ζωή σ’ αυτούς τους γνώριμους δρόμους, που ξυπνάνε αξημέρωτα απ’ τους ήχους της καμπάνας της εκκλησιάς του Αγίου Ματθαίου, κι απ’ τις βωμολοχίες των μεθυσμένων, που αποκοιμήθηκαν στις σπασμένες καρέκλες κάποιου καφενέ.

Απ’ όταν άνοιξε τα μάτια της και για πολλά χρόνια, τούτη η πολιτεία, που ’ναι καλά κρυμμένη πίσω απ’ τα ψηλά βενετσιάνικα μπεντένια, κατοικείται από Τούρκους και Χριστιανούς. Στα στενοσόκακα και στα φιδωτά καλντερίμια των μαχαλάδων της, τα ψηλά καφασωτά κονάκια των μπέηδων και των αγάδων μπερδεύονται με τα αρχοντόσπιτα των Χριστιανών και τα χαμηλοτάβανα φτωχόσπιτα. Οι Καστρινοί, που ξυπνούσαν αχάραγα απ’ τα χτυπήματα της μικρής καμπάνας του Αγίου Μηνά και τις μακρόσυρτες φωνές του μουεζίνη, άνοιγαν τα ντουκιάνια* τους διαλαλώντας την πραμάτεια τους και περιμένοντας να φανούν οι πρώτοι περαστικοί, που κρατώντας τα ζεμπίλια* στα χέρια, τραβούσαν για τα ψώνια της ημέρας. Κι η ίδια, τότε που ’ταν νέα, ψηλή, λυγερή, με πλούσια κυματιστή κώμη στο χρώμα του μελιού, πόσες φορές δε σεργιάνισε αθόρυβα, σχεδόν γλιστρώντας, τα καλντερίμια της πόλης, χαζεύοντας τους ξύλινους πάγκους και τα γεμάτα κοφίνια, μέχρι να φτάσει στα μικρά και χαμηλοτάβανα ντουκιανάκια των αχτάρηδων*. Από ’κει προμηθευόταν, σαν τις Καστρινές χανούμισσες, κι αυτή, χένα, δαφνόλαδο και μόσκο που άλειφε τον κόρφο της. Τ’ άρωμά του, που αναδιδόταν στο διάβα της, έκανε τα βλέμματα να γυρνούν. Τα ανδρικά κολλούσαν πάνω της, από τη θέλξη που σκορπούσαν τα κάλλη της, και τα γυναικεία από ζήλια κι ας αποτραβιούνταν, αμέσως, δήθεν, με αποστροφή. Η ίδια συνέχιζε τον δρόμο της, χωρίς να ρίχνει ούτε βλέμμα στους θαυμαστές και επικριτές της, κρυφογελώντας γεμάτη υπερηφάνεια. Χωρίς καθόλου να το σκεφτεί, πήρε τη ζωή της, όπως ακριβώς της ήρθε. Λάθος! Κι άρχισε να πουλάει το κορμί της με την ίδια φυσικότητα που κάθε πρωί ξυπνούσε κι αντίκριζε τον ήλιο κι έπινε τον καϊμακλίδικο καφέ της, για χρόνους πολλούς.

Πόσα βράδια δεν τα πέρασε στην “Κιοσκάρα”*. Πάνω στο πάλκο, πίσω από σύννεφα καπνού, που βγαίναν απ’ τα σωθικά των σεκλετισμένων αρσενικών, Ρωμιών και Τούρκων, να τραγουδάει, με ’κείνη τη βραχνή, μελωδική της φωνή, που ’ριχνε σαϊτιές κατευθείαν στις καρδιές τους και ξυπνούσε τα κοιμισμένα πάθη. Η ίδια χαιρόταν αυτό που προκαλούσε. Έκλεινε τα μάτια της και γευόταν άγουρα χείλη κι ανάσες που μύριζαν κανέλα και μέντα. Και τα παλικαράκια που ξημεροβραδιάζονταν στο μαγαζί, έτσι μαγεμένα που ήταν απ’ τραγούδι της κι άβγαλτα, την ερωτεύονταν σφοδρά. Σαν τις σειρήνες κι αυτή, τους υπνώτιζε όλους, και ξεχνούσαν σπίτια, γυναίκες και παιδιά κι, όπως ήταν ξαναμμένοι απ’ το πιοτό και τον νταλκά που τους άναβε το τραγούδι, κάρφωναν τον σουγιά στα μεριά τους. Ατάραχη, όλο το βράδυ ν’ ανάβει τον πόθο και το γλυκοχάραμα ν’ ανοίγει την πόρτα, κι όπως έβγαινε μαζί της ο καπνός από τους ναργιλέδες που ’καίγαν ακόμα, να ανασαίνει τον παγωμένο αέρα και να χάνεται στα καλντερίμια του Λάκκου. Πότε μόνη της, σιγοπερπατώντας, να απολαμβάνει τη μοναξιά της και τη σιγαλιά που ’χει σκεπάσει το Μεγάλο Κάστρο και πότε στην αγκαλιά κάποιου ντελικανή*.

Και κάπως έτσι, τα χρόνια πέρασαν κι η ανεμελιά που τη συντρόφευε σ’ όλη της τη ζήση άρχισε σιγά-σιγά να την εγκαταλείπει. Ξύπνησε ένα πρωί κι ήταν σαν να βγήκε από μεγάλο λήθαργο. Δεν τη χωρούσε πια η ζωή της. Κι έτσι, κυνηγημένη, από τον ίδιο της τον εαυτό, ένα κρύο απόγευμα του Γενάρη χώθηκε στην ορθάνοιχτη πόρτα της μικρής εκκλησιάς του Αγίου Ματθαίου, που ’ναι κρυμμένη κάτω απ’ τον δρόμο. Ίσαμε τότε δεν είχε ποτέ της περάσει την πόρτα αυτή. Σήκωνε τα μάτια της στον ουρανό, έβλεπε το καμπαναριό να ξεπροβάλει, άκουγε τους χτύπους του, κι απλά προσπερνούσε. Κι όπως κάθισε σ’ ένα απόμερο στασίδι, εκεί που δεν έφτανε ούτε το φως απ’ τα λιγοστά αναμμένα καντήλια, με φόβο και συστολή, κοίταξε την εικόνα της Παναγιάς που ’ταν αντίκρυ της. Κρατούσε αγκαλιά τον γιο Της, και την κοιτούσε κατάματα μέσ’ την ψυχή. Κι όμως, δεν τη μάλωσε, όπως φοβόταν, αντίθετα τη χάιδεψε, όπως η μάνα χαϊδεύει το παιδί της και, από τότε, βρήκε παρηγοριά στον κόρφο Της και πλημμύριζαν τα μάτια της δάκρυα, κάθε φορά που ’σπρωχνε την ξύλινη πόρτα της εκκλησιάς και χανόταν πίσω της.

Κάθε μέρα, χρόνια ολόκληρα, την έκανε σπίτι της. Πριν ακόμη βγουν οι πρώτες αχτίδες του ήλιου, σέρνοντας πια τα βήματά της, αυτή ήταν εκεί. Ν’ ανάβει τα καντηλάκια, να καθαρίζει τις εικόνες και να σιγομιλά με τους Αγίους. Το μειλίχιο πρόσωπό τους, της μαλάκωνε την ψυχή και δεν ήθελε πια τίποτα άλλο. Αργά τη νύχτα έπαιρνε τον δρόμο για το κονάκι της. Ένα φτωχόσπιτο μέσα στα καλντερίμια του Λάκκου, αφημένο στον χρόνο, μέσα κι έξω, με τοίχους που ’χουν από καιρό ξεφτίσει και μαρτυρούν πως στις μεγάλες του δόξες το σπίτι είχε το χρώμα της άμμου. Μια λεμονιά στην αυλή φορτωμένη λεμόνια και όλες οι γλάστρες με χώμα ξεραμένο και δίχως λουλούδια. Μόνο ο βασιλικός της έχει φουντώσει και κάθε που ένα αεράκι τού κουνάει τα φύλλα, μοσχοβολάει ολάκερη η γειτονιά, και τα γλυκόλογα που του ’χει πει, καθώς τον ποτίζει, χαϊδεύουν σαν ψίθυροι τ’ αυτιά των περαστικών.

Μέσα σ’ αυτήν την εκκλησιά τη βρήκε το απομεσήμερο της 25ης Αυγούστου του 1898, να διαβάζει συλλαβιστά το βίο της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, όταν κραυγές πόνου κι απόγνωσης, ποδοβολητά κι ένα βουητό που ’βγαινε λες απ’ τα έγκατα της γης συντάραξαν συθέμελα την Καστροπολιτεία. Λούφαξε απ’ τον φόβο της κι ήρθε κι έγινε ένα με τον τοίχο και κάθισε εκεί χωρίς ούτε η ανάσα της ν’ ακούγεται. Ώρες; Μέρες; Κι η ίδια δεν ξέρει. Κοιμήθηκε; Ξύπνησε; Ξανακοιμήθηκε; Μόνο τα χείλη της πού και πού ανοιγόκλεινε κι έλεγε και ξανάλεγε τη μόνη προσευχή που κατάφερε να μάθει απ’ έξω. «Πάτερ ημών…». Και πάλι απ’ την αρχή.

Έξω, η μέρα είχε γίνει νύχτα. Μαύρη νύχτα κι άγρια, που ’ρθε και κατάπιε εκατοντάδες αθώες ψυχές. Όλα ξεκίνησαν όταν ένα αγγλικό στρατιωτικό απόσπασμα πήγε να εκτελέσει την απόφαση που ’χαν πάρει οι Μεγάλες Δυνάμεις για αυτονομία της Κρητικής Πολιτείας, και ζήτησε απ’ τους Οθωμανούς να παραδώσουν το Τελωνείο της πόλης στους Χριστιανούς. Μια απόφαση, που καθόλου δεν έβρισκε σύμφωνο τον τουρκικό όχλο, που αποβραδίς είχε συγκεντρωθεί στην πλατεία των Τριών Καμαρών και διαμαρτυρόταν. Δεν τα σπουδαιολόγησαν τα γεγονότα οι Χριστιανοί, και ήρθαν και τους βρήκαν απροετοίμαστους. Ένα μικροεπεισόδιο, ανάμεσα σ’ ένα θερμόαιμο Τουρκοκαστρινό που ’βγαλε μαχαίρι σ’ έναν Άγγλο στρατιώτη, κάπου κοντά στην Πύλη του Μόλου* κι η ανταπόδοση πυρών από τους Άγγλους, ήταν αρκετό για να σπείρουν οι Τούρκοι τον θάνατο. Μάνιασαν. Θεριά έγιναν δίχως ψυχή, και με τα γιαταγάνια τους έσκιζαν τον αέρα κι έπαιρναν κεφάλια και ζωές ανθρώπων αθώων. Ένα κόκκινο ποτάμι, που ξεκίνησε απ’ την Πύλη του Μόλου κι ανέβαινε την οδό Πλάνης*, γινόταν στο διάβα του χείμαρρος κι έπνιγε στο αίμα ολάκερη την πόλη. Νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά έγιναν, απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, άψυχα σώματα, που κείτονταν άταφα στους δρόμους, δίπλα στα συντρίμμια που άφησε πίσω της η φωτιά που κατέκαιγε, μερόνυχτα, σπίτια και μαγαζιά. Σκηνές αρχαίας τραγωδίας παίζονταν στην Καστροπολιτεία τούτη την ώρα κι οι απεγνωσμένες κραυγές τρόμου και πόνου αναμειγνύονταν με τις ιαχές του θανάτου. Κι ύστερα, σιωπή… Ούτε πουλί δεν πετούσε πάνω απ’ την πόλη. Μόνο πού και πού ο αέρας που φυσούσε απ’ τη θάλασσα σκορπούσε απ’ άκρη σ’ άκρη εκείνη τη σπαρακτική φωνή «τα παιδιά μου, τα παιδιά μου», που φέρνει στα μάτια λυγμούς, κι ύστερα, πάλι σιωπή.

Δεν ακούγεται πια τίποτα. Δειλά, κινήθηκε προς την πόρτα. Ο ήλιος έφεγγε κι αυτό της έδωσε θάρρος. Άνοιξε και βγήκε. Με κόπο ανέβηκε τα σκαλιά της εκκλησιάς. Σαν να κρυβόταν χρόνια. Πήρε τον δρόμο προς τον Άγιο Μηνά κι ύστερα κατηφόρισε την Πλαθιά Στράτα*. Έβαλε το χέρι της στο στόμα, για να μη φωνάξει. Τα δάκρυα, όμως, δεν μπόρεσε να τα συγκρατήσει. Μικρές εστίες καπνού, διάσπαρτες, μαρτυρούσαν πως η φωτιά είχε περάσει από ’κει. Παντού ανθρώπινα μέλη. Μπαρουτοκαπνισμένα τα σώματα, που ’χαν σκεπάσει τους δρόμους. Τι φταίξαν; Γιατί;

Κάτι έπρεπε να γίνει. Κάτι έπρεπε να κάνει. Αυτή, που ’ταν ακόμα ζωντανή, γι’ αυτούς, που ’χανε φύγει τόσο άδικα. Η σκέψη της συναντήθηκε με τη σκέψη ενός νεαρού που έσερνε μια ξύλινη χειράμαξα. Και τα δικά του τα μάτια έτρεχαν δάκρυα. Κι έτσι, ραίνοντας με τα δάκρυά τους τα σώματα που μάζευαν μαζί, άρχισαν να τα εναποθέτουν μέσα στο κάρο κι αφού το γέμιζαν, με κόπο, το έσερναν οι δυο τους, στην εκκλησιά του Αγίου Ματθαίου. Ευλαβικά, τ’ άδειαζαν σ’ ένα μεγάλο, βαθύ τάφο κι ύστερα πάλι πίσω. Ξανά και ξανά και ξανά η ίδια διαδρομή. Μέρες ολόκληρες, μέχρι που όλες οι ψυχές ήρθαν και ξάπλωσαν στον κόρφο της εκκλησιάς. Μόνον τότε, κι οι δυο τους κάθισαν να ξαποστάσουν. Τι κρίμα, όμως, η περασιά του νεαρού από τούτο τον κόσμο ήταν τόσο σύντομη. Μετά από λίγες μέρες, αρρώστησε βαριά, κι η ίδια κάθισε στο προσκεφάλι του μερόνυχτα, φροντίζοντάς τον, ώσπου ένα πρωί έφυγε για να συναντήσει τις ψυχές που περιμάζεψε. Βαλελαδάκη, έμαθε πως τον έλεγαν κι ήταν αγρότης. Τον έκλαψε, σαν να ’τανε δικό της παιδί, σαν να τον ήξερε χρόνια κι ας της τον έφερε η ζωή τόσο παράδοξα μπροστά της, μόνο, για μια στιγμή. Μόνο, για να μαζέψει μαζί της τα συντρίμμια που οι Τούρκοι σκόρπισαν, καθώς έφευγαν για πάντα από τούτο τον άμοιρο τόπο.

Η ίδια πρόλαβε να ζήσει ελεύθερη. Δεν ξέχασε, όμως, ποτέ. Κάθε βράδυ που κλείνει τα μάτια, έρχονται και τη βρίσκουν οι ματωμένες εκείνες ψυχές. Κι αυτή τους ορκίζεται πως την υπόλοιπη ζωή της θα είναι εκεί. Να τους ανάβει το καντηλάκι, να τους μιλά και να προσεύχεται. Μέχρι που το κορμί της σκέβρωσε, η διαδρομή της είναι κάθε μέρα η ίδια. Τα αργά βήματά της την οδηγούν στον Άγιο Ματθαίο.

Έτσι και τούτο το βράδυ, που στάζει ο ουρανός, στο ίδιο γνώριμο παγκάκι, έχει λουφάξει σαν τότε. Κουράστηκε να μετρά τις στάλες που πέφτουν, κλείνει τα μάτια της και προσεύχεται για όλους εκείνους που έφυγαν και για όσους έμειναν πίσω να θρηνούν.

Δεν άργησε να βγει ο ήλιος, που στέγνωσε μεμιάς τους δρόμους και ζέστανε τις ψυχές των ανθρώπων που κίνησαν για τις δουλειές τους. Ένας διαβάτης, που κατέβηκε ν’ ανάψει ένα κεράκι, είδε τη γιαγιά κουλουριασμένη στο παγκάκι. Την πέρασε για ζητιάνα κι άφησε ένα κέρμα δίπλα της. Όμως, αυτή, έμεινε ακίνητη. Είχε φύγει για τα ουράνια, το ξημέρωμα. Πήγε να βρει εκείνους, τη δική της οικογένεια, αφού άλλη δε γνώρισε. Κι ήταν το πρόσωπό της γαλήνιο, καθάριο και λαμπερό.

Κι εσύ διαβάτη, αν σε φέρει ο δρόμος σου στην εκκλησιά του Αγίου Ματθαίου, θυμήσου τη Φούνταινα, κι άναψε και γι’ αυτήν ένα κεράκι, που όλους τους φρόντισε και εκείνη δεν τη νοιάστηκε κανείς!

Σημείωση της συγγραφέως: Τα λιγοστά ιστορικά γεγονότα που έχουν διασωθεί σχετικά με το πρόσωπο της Φούνταινας περιορίζονται στην ιδιότητά της ως πόρνης και στον ρόλο που διαδραμάτισε κατά την αποκομιδή των άψυχων σωμάτων των Χριστιανών που έπεσαν θύματα της θηριωδίας των Τούρκων. Όλα τα υπόλοιπα που αναφέρονται στο παρόν διήγημα είναι προϊόν μυθοπλασίας, θα μπορούσε, όμως, να είναι και η πραγματικότητα».

Γλωσσάρι:

Λάκκος: Η γειτονιά που περικλείεται από τις οδούς Σπιναλόγκας, Γ. Ρωμανού, Κουνάλη και τη λεωφόρο Πλαστήρα, στην περιοχή του Πανάνειου.

Άγιος Ματθαίος: Πρόκειται για ιστορική εκκλησία του 15ου αιώνα. Κατά την τουρκοκρατία, παραχωρήθηκε στους Σιναΐτες καλόγερους σε αντάλλαγμα για τη μονή της Αγίας Αικατερίνης, που μετατράπηκε σε τζαμί. Ήταν ο μοναδικός ναός που λειτούργησε για τους Χριστιανούς τα πρώτα χρόνια της οθωμανικής κατάκτησης του Χάνδακα μέχρι την ανέγερση του παλαιού ναού του Αγίου Μηνά. Παραμένει έως και σήμερα ιδιοκτησία της Μονής Σινά.

Μπεντένια: Τείχη.

Ντουκιάνι: Καφενείο, μαγαζί, κατάστημα.

Ζεμπίλι: Ανοιχτός σάκος από ψάθα, μεγάλο χαμηλό καλάθι με χερούλια.

Αχτάρηδες: Ιδιοκτήτες καταστημάτων ψιλικών, μπαχαρικών και αρωματοπωλείων.

Κιοσκάρα: Κακόφημο νυχτερινό κέντρο σε κάποιο στενό της οδού Ν. Πλαστήρα, μεταξύ της Χανιώπορτας και του Προμαχώνα Βηθλεέμ.

Ντελικανής: Νέος, παλικάρι, λεβέντης.

Πύλη του Μόλου: Σημερινή πλατεία 18 Άγγλων.

Οδός Πλάνης: Σημερινή οδός 25η Αυγούστου.

Πλαθιά Στράτα: Σημερινή οδός Καλοκαιρινού.

Πηγές:

* “Απ’ όσα θυμούμαι το Παλιό Kάστρο”, Μιχάλης Δερμιτζάκης, εκδόσεις “Δοκιμάκης”, Ηράκλειο 2009.

* “Με το ποδήλατό μου στις γειτονιές του Μεγάλου Κάστρου”, Ελένης Μπετεινάκη, εκδόσεις “MYSTIS”, 2021.

ΑΝΔΡΟΝΙΚΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗ: “ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ” (ΔΙΗΓΗΜΑ)

«Προστάτης του Μεγάλου Κάστρου». 

Διήγημα της Ανδρονίκης Αθανασιάδη

 Η υπόθεση του έργου τοποθετείται στα τέλη του 19ου αιώνα, σε μια ιδιαίτερα ταραχώδη περίοδο για την Κρήτη – και όχι μόνο: Το 1898 η “αντίστροφη μέτρηση” για την ένωση του νησιού με την Ελλάδα είχε ήδη ξεκινήσει, ωστόσο αυτή δεν έμελλε να πραγματωθεί χωρίς να χυθεί το αίμα πολλών αθώων ανθρώπων…

Στη σκιά της επιβλητικής μορφής του Αγίου Μηνά, με αφετηρία τις ζωές δύο νεαρών Καστρινών που συνδέονται με άδολα αισθήματα (του Παύλου και της Ζεχρά), με φόντο το Μεγάλο Κάστρο της εποχής εκείνης, κι εν μέσω μιας θυελλώδους περιόδου όπου οι θρησκευτικές έριδες επηρεάζουν – θέλοντας και μη – τις ζωές των κατοίκων της πόλης, η Ανδρονίκη Αθανασιάδη πετυχαίνει με αριστοτεχνικό τρόπο να βάλει τον αναγνώστη στο κλίμα της εποχής, ανεξαρτήτως εάν εκείνος είναι μεγαλωμένος στο Ηράκλειο.

Στο επίκεντρο της ιστορίας βρίσκεται η μεγάλη σφαγή της 25ης Αυγούστου, μετά το πέρας της οποίας επιταχύνθηκε η διαδικασία της απελευθέρωσης του Χάνδακα, αλλά και ολόκληρου του νησιού, από τον ζυγό τού ήδη φθίνοντος οθωμανικού καθεστώτος.

Στον “Προστάτη του Μεγάλου Κάστρου” καταφέρνουμε να “βαδίσουμε” πλάι-πλάι στη Ζεχρά και τον Παύλο, καθώς εικόνες, αρώματα και ήχοι μιας άλλης εποχής “ζωντανεύουν” στον νου του αναγνώστη αυτού του διηγήματος με το απρόσμενο τέλος.

Η συγγραφέας Ανδρονίκη Αθανασιάδη

Η Ανδρονίκη Αθανασιάδη γεννήθηκε στο Γκρατς της Αυστρίας το 1970. Τα πρώτα παιδικά της χρόνια τα πέρασε στην Κυψέλη, στην Αθήνα και αργότερα στην Αντίκυρα Βοιωτίας. Το 1985 μετακόμισε με την οικογένειά της στο Ηράκλειο, όπου ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευσή της.

Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και στην Εθνική Σχολή Δικαστών. Από το 2000 υπηρετεί στο Δικαστικό Σώμα. Μεταξύ άλλων, έχει υπηρετήσει ως πρόεδρος Πρωτοδικών στα Πρωτοδικεία Ηρακλείου και Χανίων.

Ζει μόνιμα στο Ηράκλειο μαζί με τον σύζυγό της και τα δυο τους παιδιά και υπηρετεί ως εφέτης στο Εφετείο Ανατολικής Κρήτης.

Το διήγημα

«Λίγο πριν φανεί μία σπίθα φως στις κορυφογραμμές των βουνών κι αρχίσει να βάφει απ’ άκρη σ’ άκρη το νησί με χρώματα, ακούστηκε το χλιμίντρισμα του αλόγου, υπόκωφο, μακρινό. Σαν να ’θελε κι αυτό να κρύψει το φευγιό και την επιστροφή. Γρήγορες, κοφτές οι ανάσες του, κι αθόρυβα τα πατήματά του. Μόνο τα ψαρά μαλλιά του αναβάτη διακρίνονται, που σκορπούν ασήμι, όπως κυματίζουν πίσω του και κάνουν την κόκκινη μακριά μπέρτα του να φεγγοβολάει. Μόλις άφησε πίσω του τη θάλασσα, που του ’στελνε, από ώρα, μια παγωμένη αύρα, που τον ακολουθούσε ξωπίσω για συντροφιά και κατευθύνθηκε στο στενοσόκακο που οδηγεί στην πόλη, φάνηκε ο τρούλος. Πιο ψηλός απ’ όλες τις στέγες των σπιτιών, στητός κι αγέρωχος, να ρίχνει το ακούραστο βλέμμα του στις ίδιες ψυχές, που τώρα σέρνουν τα βήματα στους σκονισμένους δρόμους, και χθες έτρεχαν ακούραστα κλοτσώντας πετραδάκια, και στα πράγματα που ’χουν φθαρεί απ’ τον χρόνο και μοιάζουν σα να ’χουν φυτρώσει τριγύρω του, κι ο κύκλος αυτός όλο και μεγαλώνει, καθώς περνούν τα χρόνια, και ο τρούλος πάντα στη μέση, σαν αγκαλιά, σαν προστασία.

Μόλις έφθασε στην αρχή του πλατύσκαλου, ξεπέζεψε. Έριξε μια γρήγορη ματιά τριγύρω, καθώς ανέβαινε αργά τα σκαλοπάτια, κι αφουγκράστηκε την απόλυτη σιωπή. Ένας γκιώνης, που αποχαιρετούσε τη νύχτα, κάπου πολύ μακριά, ακούστηκε, λίγα φύλλα απ’ τη μουριά, που στέκει αιώνες τώρα στο πλάι της εκκλησιάς, και της κρατάει συντροφιά, τα φύσηξε ένα απαλό αεράκι, και ήρθαν και ξάπλωσαν στο χώμα κι η μεγάλη ξύλινη πόρτα, σα ζωντανή, μόλις τους αντιλήφθηκε, άνοιξε μοναχή της, τρίζοντας πονεμένα, από το βάρος των χρόνων που κουβαλούσε. Ο καβαλάρης, κρατώντας τα γκέμια του αλόγου, χάθηκε πίσω της, κι εκείνη έκλεισε στο κατόπι τους. Τίποτα τώρα δεν προδίδει την παρουσία τους στην πόλη και την περασιά τους από την πλατεία που περιτριγυρίζει την εκκλησιά».

«Η πόλη ακόμα κοιμάται!»

«Η πόλη ακόμα κοιμάται! Μόνο απ’ τα φυλλώματα των δέντρων ακούγονται ψίθυροι κάθε που ο αέρας παίζει κρυφτό ανάμεσά τους και μια τσιριχτή φωνούλα απ’ τα πουλιά που ’χουν λουφάξει μέσα τους, όταν ο άνεμος τους στέλνει το απαλό του χάδι. Απ’ τα σπίτια, που ’ναι διάσπαρτα έξω απ’ τα τείχη, ακούγονται τα κοκόρια, που διαλαλούν τον ερχομό της μέρας, όμως ο ύπνος έχει γλυκάνει τόσο πολύ την κούραση των βασανισμένων αυτών ανθρώπων, που κρατά ακόμα τα μάτια τους κλειστά.

Οι αυλόπορτες, άλλες ξύλινες κι άλλες βαριές, σιδερένιες, έχουν μανταλωθεί αποβραδίς και η τσιμεντένια περίφραξη, που αγκαλιάζει γύρω-γύρω τα χαμηλά σπιτάκια, κρύβει απ’ τα περίεργα βλέμματα την πάστρα της αυλής και τα περιποιημένα λουλούδια που ’χουν χρωματίσει τους ξεφτισμένους τοίχους των σπιτιών. Μόνο τα φύλλα των δέντρων και οι καρποί τους ξεπροβάλλουν απ’ τις αυλές και πότε-πότε πέφτουν στους δρόμους.

Μια τέτοια πόρτα, σιδερένια, που ’χε κάποτε το χρώμα των φύλλων, πράσινο βαθύ, κι η βροχή κι ο ήλιος που τη χτυπούν τόσα χρόνια, αλύπητα, της το πήραν και την έβαψαν καφετιά σαν τους κορμούς των δέντρων, μόλις άνοιξε, σ’ ένα απ’ τα σπίτια που ’ναι στην κάτω μεριά της εκκλησιάς του Αγίου Μηνά, εκεί που ξεκινά η συνοικία της Αγίας Τριάδας.

Αυτή την ώρα, λίγο πριν ανατείλει δηλαδή ο ήλιος, αλλά και λίγο μετά που θα δύσει, άψυχα και έμψυχα συνομιλούν. Τα δέντρα γέρνουν τα κλαδιά τους και αποκαλύπτουν μυστικά, κρυμμένα στα βάθη των χρόνων, τα πουλιά περιγράφουν τα ταξίδια τους, και τα παρατημένα στον χρόνο κτήρια που ’χουν αλλάξει μορφή, γερασμένα κι ετοιμόρροπα, μιλούν για όσα έγιναν εντός τους, τις μεγάλες ένδοξες μέρες, που ’ταν στητά κι αγέρωχα. Για να τ’ ακούσει, όμως, κανείς όλα αυτά, δεν αρκεί να βρεθεί την κατάλληλη στιγμή στο κατάλληλο μέρος, μόνο πρέπει κι η ψυχή του να ’ναι ορθάνοιχτη για να μπουν.

Μια τέτοια ψυχή ανοιχτή είχε κι ο Παύλος, που ξεμαντάλωσε τη μεγάλη σιδερένια αυλόπορτα, την άφησε ορθάνοιχτη να χάσκει και κατευθύνθηκε ευθεία πάνω, προς την εκκλησιά. Φορούσε κοντά παντελόνια, ήταν δεν ήταν δεκαπέντε χρονών, ούτε παιδί, ούτε άνδρας. Ψηλός, λιγνός, με σκούρα καστανά μαλλιά και καθαρό βλέμμα που το σκίαζαν μαύρες, μακριές βλεφαρίδες. Συνήθιζε τέτοιες ώρες, κι άλλες που ’ταν το ίδιο μοναχικές, να πηγαίνει και να κάθεται κάτω απ’ το μεγάλο δέντρο έξω απ’ τον Άγιο Μηνά.

Ο πατέρας του τον έλεγε αλαφροΐσκιωτο. Τον προβλημάτιζε που ’ταν ο γιος του συνέχεια σκεπτικός κι αμίλητος. Που ’χε στραμμένη την προσοχή του πάντα αλλού, σαν κάτι να περιμένει. Κι ήταν αλήθεια πως κάτι περίμενε. Ένα κάλεσμα, κι ο ίδιος δεν ήξερε από πού, όμως το περίμενε, από στιγμή σε στιγμή, κι ήταν για τούτο έτοιμος από καιρό. Ήταν κι αυτός ο θυμός του. Αρκούσε μια μικρή σπίθα για να πάρει ολόκληρος φωτιά».

«Απ’ το τσαρσί του Μεϊντανιού, στα ντουκιάνια»

«Ο Παύλος μεγάλωνε, αλητεύοντας στους τούρκικους μαχαλάδες και στα ντουκιάνια* που ’ταν σπαρμένα σε κάθε γωνιά του Μεγάλου Κάστρου. Μικρός, ακολουθούσε τη μάνα του στα καθημερινά της ψώνια που ξεκινούσαν απ’ το τσαρσί* του Μεϊντανιού*, στα ντουκιάνια που οι μανάβηδες Τούρκοι και χριστιανοί διαλαλούσαν τα ζαρζαβατικά τους. Περπατούσε δίπλα της, και της κρατούσε σφιχτά το χέρι, κι όταν γέμιζαν τα ζεμπίλια*, με χίλια δυο καλούδια, την έπιανε απ’ τη φούστα, κι επιτάχυνε το βήμα του, λαφροπατώντας, πότε πάνω στα φιδωτά καλντερίμια των μαχαλάδων, και πότε στο χώμα που ’χε ξαπλώσει νωχελικά σ’ όλους τους δρόμους της καστρινής πολιτείας. Παρατηρούσε εκστατικά τους πραματευτάδες, που ’χαν απλώσει μέσα στα ξομπλιαστά* τους πανέρια την πραμάτεια τους και κρυβόταν πίσω απ’ τη μάνα του, όταν οι Τουρκάλες χανούμισσες, που πουλούσαν τα νόστιμά τους μουρούχια*, του ’κλειναν πονηρά το μάτι. Η μυρωδιά των μπαχαρικών και των κάθε λογής μυρωδικών, που ’ταν απλωμένα στα αχτάρικα*, του τρυπούσε τη μύτη, κάθε που περνούσαν από εκεί, κι όταν η μάνα του άφηνε ένα μεταλίκι* στο μαύρο χέρι του ψηλού Τούρκου ντοντουρματζή* και παράγγελλε για τον ίδιο παγωτό καϊμάκι, η ευτυχία γέμιζε τα σωθικά του.

Άλλες πάλι φορές τον έπαιρνε ο πατέρας του μαζί του, όταν είχε δικές του δουλειές στα ντουκιάνια του πλακόστρωτου δρόμου του Αγά Τσαρσί*. Αυτός ήταν ο πιο πολυσύχναστος και θορυβώδης δρόμος κι ήταν ο πρώτος που ξυπνούσε, αχάραγα, με τα χτυπήματα της καμπάνας του Αγίου Μηνά και τις μακρόσυρτες φωνές των μουεζίνηδων. Εκεί έβλεπε τους μαστόρους να κοπανάνε το καυτό σίδερο και καλφάδες να φτιάχνουν με σφυριά και βαριές χαλινάρια, σκαπέτια, κλειδαριές και ό,τι σιδερικό χρειαζόταν ένα σπίτι. Άκουγε τον φούρναρη που πουλούσε τις αχνιστές του φρατζόλες, και του ’σπαγε τη μύτη το μοσχομυριστό καβουρντισμένο σουσάμι από τα πρωινά κουλούρια. Κι όταν ο πατέρας του τελείωνε με τις δουλειές του, τον έπαιρνε και πηγαίνανε στον καφενέ της Μουρνιάς, που ’ταν του αδελφού του. Εκεί δούλευε κι ο ίδιος ολημερίς, καβουρντίζοντας και αλέθοντας καφέδες, και ξεχνούσε τον Παυλή σε μια καρέκλα. Ο μικρός, που καθόταν είτε μέσα, όταν η ψύχρα έκανε τους Καστρινούς να τυλίγονται στα ζεστά τους πανωφόρια, είτε έξω, όταν ο ήλιος που έκαιγε ολημερίς έκανε τα μπεντένια* ν’ αχνίζουν, άνοιγε διάπλατα τα μάτια και τ’ αφτιά του, όταν τα ποτήρια, που ’χαν πεδιαδίτικο μαρουβά*, σούμα και ρακή, άδειαζαν και γέμιζαν, ακατάπαυστα, μοιράζοντας θάρρητα και κάνοντας τα στόματα να σιγοψιθυρίζουν για μάχες, παλικάρια, κι επαναστάσεις. Τότε, έβλεπε τον Ιωάννη Δασκαλογιάννη να περνά έφιππος μπροστά του με τους άνδρες του και ν’ αστράφτει το γιαταγάνι του, καθώς έπεφτε ανελέητα πάνω στο τουρκικό ασκέρι, πολεμώντας για τη λευτεριά της Κρήτης. Κι ύστερα, έκλεινε τα μάτια του, που ’βρεχαν τα λουμπούνια*, τα βρεχτοκούκκια* και τις μαύρες ψιλολιές που ’χαν τα πιάτα, που του ’δινε ο πατέρας του ν’ αφήσει στα τραπέζια, γιατί δεν άντεχε να βλέπει τις σάρκες του ήρωα που πέφτανε στο χώμα, απ’ το ψηλό ικρίωμα που τον είχαν δέσει, λίγα μέτρα πιο κάτω, στην πλατεία Ατ Μεϊντάν*, κάθε που ο δήμιός του τού ’σκιζε το δέρμα με την τσακμακόπετρα. Κι οι δαίμονες, που ’βγαιναν απ’ τα βλέμματα του τουρκικού όχλου που ζητωκραύγαζε, τον κυνηγούσαν τα βράδια και τον κρατούσαν ξάγρυπνο. Αυτά τ’ απογεύματα, με τον πατέρα του στον καφενέ, τους μισούσε τους Τούρκους. Τα πρωινά πάλι, που με τη μάνα του σεργιάνιζε στην πλατεία του Μεγάλου Σαντριβανιού*, κι έβλεπε κάτω απ’ τα τρία μεγάλα πλατάνια που στέκανε αγέρωχα τούς μικροπωλητάδες να ανακατεύονται με τους ορθόδοξους, τους Τούρκους, τους Αρμένηδες και τους Εβραίους, όπως ξεχώριζαν απ’ τα καπέλα, τα σαρίκια και τους μπερέδες τους, ξεχνούσε το μίσος του κι ένιωθε πως τους αγαπούσε όλους. Τη λευτεριά ο Παύλος μόνον την άκουγε. Δεν έζησε λεύτερος ποτέ. Στη σκλαβιά γεννήθηκε. Μέσα του, όμως, σιγόκαιγε ο πόθος να δει την πατρίδα του λεύτερη και η λαχτάρα αυτή τού ’τρωγε τα σωθικά. Και δεν ήταν η μόνη…

Μεγαλώνοντας, κι η αγάπη του για τη μικρή γειτονοπούλα του, τη Ζεχρά, του ’τρωγε τα σωθικά. Λίγα μέτρα πέρα απ’ το δικό τους σπίτι, στη γειτονιά του Ντελημάρκου*, πριν την κρήνη Priuli*, έστεκε ένα παλιό κονάκι*, που ’χε στην κορφή του ψηλά καφασωτά κιόσκια. Μια μεγάλη δίφυλλη πόρτα, που ’χε πάνω της ένα σιδερένιο πελώριο μάνταλο, σφάλιζε το εσωτερικό του. Ο ψηλός, πετρόκτιστος αυλότοιχός του, όμως, που το προφύλασσε από τα μάτια των περαστικών, είχε αρχίσει, από καιρό, να ξεφτίζει και το αρχοντικό μινωικό του χρώμα, που για χρόνια το αγκάλιαζε, έμοιαζε πληγωμένο. Πάει καιρός που κανείς δε φρόντισε τις πληγές του κι όλα πάνω του πρόδιδαν πόνο κι εγκατάλειψη, και ας δέσποζε αγέρωχο σ’ όλη τη γειτονιά ατενίζοντας μέχρι κάτω τη θάλασσα. Ακόμη και το σιντριβάνι, που ’ταν στο μέσο της αυλής, ήταν στεγνό. Χαρές και γέλια, όμως, αντηχούν ακόμη στις σάλες του απ’ τις γιορτές που κρατούσαν μερόνυχτα, όταν ζούσε ο πατέρας της Ζεχρά, ο Σαρή-Μπέης, που ’φυγε για το μακρύ ταξίδι ξαφνικά, και δε γνώρισε ποτέ τη μονάκριβη θυγατέρα του. Όταν γέννησε η Λεϊλά τη Ζεχρά, μέσ’ στην αβάσταχτη θλίψη, έμεινε για μήνες στο κρεβάτι να μοιρολογάει, κι ύστερα έσφιξε τα δόντια της και συνέχισε τη ζωή της για χάρη της πεντάμορφης μικρής. Με τη βοήθεια της δικής της μάνας, που ’ταν χριστιανή και είχε κάψει καρδιές στα νιάτα της, μεγάλωνε τη Ζεχρά. Για χάρη της ομορφιάς της αυτής, λένε πως ο Τούρκος άντρας της, πατέρας της Λεϊλά, δεν της ζήτησε ποτέ να αλλαξοπιστήσει. Ούτε φαμέγιους* πια, ούτε και δούλες είχε το σπιτικό τους. Όλοι τούς εγκατέλειψαν μέσα σε μια νύχτα, όταν έπαψε ο πασάς του μεγάλου Κάστρου, λίγο καιρό μετά τον θάνατο του Σαρή-Μπέη, ν’ ασχολείται με τη ζωή τους. Έτσι κι αλλιώς, καθόλου δεν του άρεσε η απόφαση του μπέη τού να παντρευτεί μια που η μάνα της ήταν αλλόθρησκη. Κι από τότε μείνανε μόνες τους οι τρεις τους να βαδίζουν την ανηφόρα της ζωής. Τούτο το μικρό, με τα πανέξυπνα μαύρα μάτια, τα μακριά σγουρά εβένινα μαλλιά και την αλαβάστρινη επιδερμίδα, ήταν η μοναδική τους έγνοια. Κι όσο μεγάλωνε, τόσο μεγάλωνε κι η ομορφιά της. Μικρή ήταν σωστό αγρίμι. Σκαρφάλωνε μαζί με τα παιδιά της γειτονιάς στα δέντρα, έτρεχε και κρυβόταν, κι όταν γελούσε, φωτιζόταν το στενοσόκακο. Όταν, πάλι, κουραζόταν απ’ το παιγνίδι, πήγαινε και καθόταν δίπλα στον Παύλο, που δεν ακολουθούσε πάντα στις σκανταλιές τους άλλους. Της άρεσε που ήταν σοβαρός, κι ένιωθε πως την πρόσεχε με το βλέμμα του. Κι είναι αλήθεια πως ο Παύλος, πολλές φορές όταν ήταν μικρή ακόμη, τη γλίτωσε από φασαρίες, γιατί έπαιρνε πάνω του τις αργοπορίες της και τις ζημιές της, κι όταν μεγάλωνε την έσωζε από νταήδες, που την ενοχλούσαν. Ακόμη και στα χέρια πιανόταν για χάρη της.

Όταν η Ζεχρά πάτησε τα δεκατρία της χρόνια και ο Παύλος ήταν στα δεκαπέντε, αυτή η συμπάθεια, που έδειχνε ο ένας στον άλλον, άρχισε σιγά-σιγά να μετουσιώνεται σε κάτι που ήταν γι’ αυτούς πρωτόγνωρο. Ούτε μιλούσαν, ούτε φιλιά αντάλλασσαν, όμως βάδιζαν δίπλα-δίπλα με βήμα γοργό και χάνονταν απ’ τα γνώριμα σοκάκια του μαχαλά, πότε τραβώντας κάτω στην πόρτα του Κουμ Καπί* προς τη θάλασσα και πότε ανηφορίζοντας ίσαμε τη μικρή εκκλησιά του Αγίου Μηνά. Εκεί, καθισμένοι κάτω στο χώμα, ακουμπούσαν τις πλάτες τους στον ανατολικό τοίχο της εκκλησιάς, και κοιτούσαν ευθεία μπροστά, χωρίς να βλέπουν τίποτα. Δυο-τρεις Τουρκοκαστρινοί, με το κόκκινο φέσι στην κεφαλή τους, την τυλιγμένη στη μέση τους ζώνη και μαύρες λουσάτες μπότες που πρόδιδαν οικονομική ευρωστία, πέρασαν βιαστικά και κατευθύνθηκαν προς τον άλλοτε χριστιανικό ναό της Αγίας Αικατερίνης, που ’χει γίνει πια τέμενος κι ονομάζεται Ζουλφικάρ Αλή πασά Τζαμισί. Έτσι, όπως είναι περιτριγυρισμένο με νερά, πολύχρωμα λουλούδια κι ένα σιντριβάνι από λευκό μάρμαρο που δεσπόζει στην αυλή του, φαντάζει σαν ζωγραφιά. Παραδίπλα, νοτικά του παρεκκλησίου των Αγίων Δέκα, στέκει ένας ψηλός μιναρές και λίγο πιο πέρα μια μεγάλη λιθόκτιστη δεξαμενή με μολυβοσκέπαστο τρούλο, που τροφοδοτούσε την πόλη με νερό. Τίποτα απ’ αυτά δεν έβλεπαν ο Παύλος κι η Ζεχρά. Ούτε τον Κούλε* έβλεπαν, όταν βαδίζανε προς τη θάλασσα, κι ας δέσποζε ο πελώριος όγκος του, αληθινό θεριό, που φυλάει, αιώνες, τούτη την πολιτεία. Ήταν γι’ αυτούς αρκετό, που ’ταν πλάι ο ένας στον άλλον, κι ας ήταν ο καθένας απορροφημένος στις σκέψεις του».

Άγρυπνος φρουρός του Ηρακλείου – Ο επιβλητικός ναός του Αγίου Μηνά

Ο επιβλητικός ναός του Αγίου Μηνά, του πολιούχου, προστάτη και άγρυπνου φρουρού της πόλης του Ηρακλείου, θεμελιώθηκε και εγκαινιάστηκε όταν η Κρήτη ήταν ακόμη κάτω από τουρκική κατοχή. Στις 25 Μαρτίου 1862 άρχισαν οι εργασίες, και τα εγκαίνια έγιναν στις 16 Απριλίου 1895. Κι ήταν τόση η χαρά των χριστιανών του Κάστρου, που η πόλη ολόκληρη γιόρταζε για τρία μερόνυχτα.

Αρχιτέκτονας του ναού ήταν ο Ηπειρώτης Αθανάσιος Μούσης, που, αν και ήταν αυτοδίδακτος, διέθετε μεγάλη εμπειρία και γνώριζε την αρχιτεκτονική των ναών της Κωνσταντινούπολης. Ο ίδιος, άλλωστε, εκπόνησε το σχέδιο του νέου τεμένους Βεζίρ Τζαμί (της σημερινής εκκλησίας του Αγίου Τίτου), που είχε καταρρεύσει με τον μεγάλο σεισμό της 30ής Σεπτεμβρίου 1856, και του μεγάλου στρατώνα του Ηρακλείου, που στεγάζει σήμερα την Περιφέρεια Κρήτης και τα Δικαστήρια.

Παραδίπλα, στ’ αριστερά της αυλής, στέκει το πρωτόχτιστο μικρό εκκλησάκι που ’ταν κι αυτό αφιερωμένο στη χάρη του ήδη από το 1735 – για την ακρίβεια, το νότιο κλίτος του, γιατί το βόρειο ήταν αφιερωμένο στην Υπαπαντή.

«Όταν ο Παύλος έβλεπε το μικρό αυτό εκκλησάκι, ανατρίχιαζε ολόκληρος από δέος και φόβο. Άκουγε ξανά και ξανά τις δεκατρείς πιστολιές που ’πεσαν πάνω στο ιερό σώμα του Μητροπολίτη Γεράσιμου Παρδάλη κι έβλεπε το μαχαίρι να καρφώνεται και το κεφάλι του να αποκόπτεται απ’ το σώμα και να κυλάει πάνω στις κρύες πλάκες του ναού. Τις χατζάρες των άπιστων να πέφτουν και να σηκώνονται πάνω στους επισκόπους και τους πιστούς, χωρίς έλεος, και έντρομος κάρφωνε το βλέμμα του κάτω, για να μην πατήσει το αίμα τους που έρρεε κι είχε βάψει τον περίβολο. Ήταν μικρός όταν άκουσε από διηγήσεις των θαμώνων του καφενέ για τον Μεγάλο Αρπεντέ*, και δεν μπορεί να ξεχάσει τα μάτια όσων άκουγαν και μίλαγαν, που ’τρεχαν δάκρυα, κι ας ήταν στα δικά του μάτια άνδρες ατρόμητοι, γίγαντες ίσαμε εκεί πάνω.

Γι’ αυτό ήταν συνέχεια ο Παύλος σκεπτικός και προβληματισμένος. Γιατί πάλευαν μέσα του απ’ τη μια η αγάπη για τον τόπο του, τους ήρωές του, τη λευτεριά, κι απ’ την άλλη τα μάτια της Ζεχρά, που ’ταν τόσο αθώα, κι όταν τον κοιτούσαν, φώτιζαν τα σκοτάδια της ψυχής του. Κι αν ένα κομμάτι της ήταν σαν κι αυτόν, αφού η γιαγιά της, απ’ την πλευρά της μάνας της, ήταν χριστιανή, ένα άλλο, αυτό απ’ την πλευρά του πατέρα της, του φαινόταν σκοτεινό και τον τρόμαζε. Κι ενώ προσπαθούσε να βλέπει μόνο το φως που ’βγαινε από μέσα της, ήταν φορές που το σκοτάδι έπεφτε τόσο βαθύ, που κάλυπτε κάθε χαραμάδα και δεν άφηνε να βγει ούτε σπίθα. Τότε ήταν που ’παιρνε τον δρόμο για την εκκλησία του Αγίου Μηνά…».

«Ένα σημάδι μόνο ήθελε για να κάνει το σωστό»

«Έσπρωξε τη βαριά ξύλινη πόρτα και διστακτικά προχώρησε στο εσωτερικό του ναού. Και τότε, σα να ένιωσε μια ζεστή ανάσα στο πρόσωπό του. Κοίταξε τριγύρω, κι ήταν απόλυτη ερημιά. Μόνο η φλόγα από κάποια καντήλια τρεμόπαιζε κι έριχνε λιγοστό φως. Πλησίασε τη μεγάλη ξύλινη εικόνα που απεικονίζει τον άγιο πάνω στο άλογό του και, αφού έκανε το σημάδι του σταυρού, άγγιξε τα χείλη του με κατάνυξη στα πόδια του αγίου. Άξαφνα, τον κάψανε τα σπιρούνια του κι αποτραβήχτηκε απότομα. Χάιδεψε τη χαίτη του αλόγου κι ο ιδρώτας του τού ’βρεξε το χέρι. Ήταν σίγουρος πως ο άγιος τις νύχτες φύλαγε το Μεγάλο Κάστρο καβάλα στ’ άλογο. Όλοι οι Καστρινοί το γνώριζαν, κι ο ίδιος τον είχε δει κάποια ξημερώματα, που δεν είχε ύπνο, και γυρνούσε μόνος του γυρεύοντας απαντήσεις. Σίγουρα δεν ήταν άνθρωπος αυτός που έβλεπε. Ίσα που ξεχώριζε μεσ’ στο σκοτάδι το ασήμι στο κεφάλι του και την κόκκινη μπέρτα που κυμάτιζε καθώς το άλογο έτρεχε αθόρυβα στα πλακόστρωτα, χωρίς να πατάει στη γη. Τριγυρνούσε στους άδειους δρόμους και στο πέρασμά του αμπάρωναν οι ανοιχτές ξεχασμένες πόρτες των χριστιανών. Τρόμαζε τους άπιστους που παραμόνευαν για να επιτεθούν κρυφά σε ανυποψίαστους διαβάτες, και τους άλλαζε τα σχέδια, και κοντοστεκόταν έξω απ’ τα σπίτια των ανθρώπων που τους κατάτρωγε η αρρώστια, παρακαλώντας τον Θεό για τη γιατρειά τους. Και λίγο πριν ξυπνήσει η πόλη, όταν όλα ήταν πια ήρεμα και το φως αχνά άρχιζε να την αγκαλιάζει προστατεύοντάς την, γυρνούσε πίσω στην εκκλησιά του.

Το ’ξερε ο Παύλος πως ο άγιος είχε την απάντηση που γύρευε και τον παρακαλούσε γονατιστός να του δείξει τον δρόμο. Ένα σημάδι μόνο ήθελε για να κάνει το σωστό. Στις δύσκολες στιγμές των ανθρώπων του Μεγάλου Κάστρου, ο άγιος ήταν πάντα εκεί. Ποιος δε γνωρίζει πως τον Απρίλιο του 1826, τη νύχτα της Αναστάσεως, καβάλα στ’ άλογό του, με το σπαθί στο χέρι, έσωσε τους άοπλους χριστιανούς που ’χαν συγκεντρωθεί στον ναό και τον περίβολό του, όταν περικυκλώθηκε η εκκλησία από Βασιβουζούκους* Τούρκους και στρατιώτες; Ότι, ατρόμητος, όρμησε καταπάνω τους και κατατρόπωσε το τουρκικό ασκέρι, που, βλέποντάς τον, θεώρησε ότι ήταν ο δικός τους αρχηγός, Αγιάν-Αγάς, και οπισθοχώρησε; Ο Παύλος, που τα ’χε ακούσει όλα, περίμενε ένα θαύμα.

Κι έτσι, ελπίζοντας, και προσμένοντας, περνούσαν οι μέρες, οι μήνες και τα χρόνια, για τις είκοσι πέντε χιλιάδες ψυχές χριστιανών και Τούρκων της Καστροπολιτείας, που τραβούσαν τις ζωές τους πίσω απ’ τα τείχη, στα στενοσόκακα των καλντεριμιών του και στα πλακόστρωτα τσαρσιά* του, και μαζί μ’ αυτούς και για τον Παύλο που συνέχιζε τη δική του ζωή, σεργιανίζοντας στους γνώριμους δρόμους, αντικρίζοντας οικεία πρόσωπα που ο χρόνος άφηνε τα σημάδια του πάνω τους, και… μεγαλώνοντας. Κάθε βράδυ, με τη δύση του ήλιου, οι Τούρκοι σφαλούσαν τις πελώριες ξύλινες πόρτες, που ’ταν σπαρμένες στα μπεντένια της Καστροπολιτείας, και τις άνοιγαν κάθε ξημέρωμα. Τέσσερις ήταν οι πόρτες αυτές. Η πόρτα του Λαζαρέτου* στο ανατολικό μέρος, απέναντι απ’ τον προμαχώνα της Ακ Ντάπιας*, η πόρτα των Χανίων στο δυτικό μέρος, η πόρτα του λιμανιού στο βόρειο μέρος προς το λιμάνι και τη γειτονιά του Μπαλτά Τζαμί* και η Καινούργια Πόρτα στο νότιο μέρος. Ήταν μάλιστα φορές, όταν το σκοτάδι έπεφτε νωρίς, που η σιγαλιά έφερνε στ’ αφτιά του Παύλου έναν ήχο υπόκωφο, σαν από τρίξιμο βαριάς πόρτας που κλείνει κι αμέσως μετά από κλειδί που γυρίζει με κόπο σε κλειδαριά γερασμένη. Τότε οργιζόταν και κοκκίνιζε από θυμό, γιατί είχε ακούσει τον πατέρα του σιγανά και φοβισμένα να λέει στη μάνα του πως, έτσι όπως είναι κλεισμένοι, κάποιο βράδυ οι Τούρκοι θα τους κάψουν όλους ζωντανούς».

Η αρχή του τέλους των δεινών για τους Κρητικούς

«Τα νέα αργούσαν να φτάσουν στο Μεγάλο Κάστρο που ’ταν απομονωμένο από στεριά και θάλασσα. Στα χριστιανικά καφενεία, όμως, σιγοψιθύριζαν για τις επαναστάσεις, τα κινήματα στο νησί, που τις περισσότερες φορές καταπνίγονταν στο αίμα, και τις βιαιοπραγίες και τους φόνους των Τούρκων. Και είναι καιρός τώρα που ακούγεται παντού για τις Μεγάλες Δυνάμεις, την απόφαση για αυτονομία του νησιού και την άφιξη του αγγλικού στρατού που θα ελέγχει την πόλη. Κι αν τούτο δεν ήταν η πολυπόθητη ένωση που όλοι επιθυμούσαν, ήταν, όμως, η αρχή του τέλους των δεινών για τους Κρητικούς, που προσπαθούσαν αιώνες τώρα να αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό από πάνω τους.

Και ξημερώνει η 25η Αυγούστου 1898.

Ένα βρετανικό πλοίο είναι αγκυροβολημένο στο λιμάνι του Ηρακλείου και αγγλικό στρατιωτικό απόσπασμα προτίθεται να εγκαταστήσει χριστιανούς υπαλλήλους στο Τελωνείο και το Φορολογικό Γραφείο της πόλης. Περίπου δέκα χιλιάδες Οθωμανοί συγκεντρώνονται στην πλατεία των Τριών Καμαρών και διαδηλώνουν ενάντια σ’ αυτή την απόφαση. Οι χριστιανοί του Μεγάλου Κάστρου δεν αντιλαμβάνονται το μέγεθος της συμφοράς που θα ακολουθήσει. Έχουν ανοίξει αξημέρωτα τα ντουκιάνια τους, όπως κάνουν κάθε μέρα, ανυποψίαστοι, κι ας βλέπουν πως τα τούρκικα μαγαζιά, δίπλα στα δικά τους, είναι κλειστά. Ένας Τουρκοκρητικός χτυπάει με μαχαίρι έναν Άγγλο στρατιώτη κοντά στην Πύλη του Μόλου* κι οι Άγγλοι στρατιώτες ευθύς τον πυροβολούν και τον σκοτώνουν. Μετά από αυτό η κατάσταση ξεφεύγει από κάθε έλεγχο. Ο τουρκικός όχλος ορμάει λυσσασμένα και πυρπολεί σπίτια και μαγαζιά. Σαν το ποτάμι, ξεχύνεται σ’ ολόκληρη την πόλη και στο διάβα του σκορπάει θάνατο. Τα γιαταγάνια πέφτουν χωρίς έλεος στα σώματα των χριστιανών, που μάταια προσπαθούν να γλιτώσουν. Δε δείχνουν οίκτο σε κανέναν. Σφαγιάζονται άοπλοι άνδρες, γυναίκες και παιδιά, και τα άψυχα σώματά τους κείτονται δίπλα στις φλόγες που καίνε ακόμα. Διαμελισμένα μέλη παντού. Κραυγές, πόνος και θάνατος! Μια φρίκη σ’ ολόκληρη την πόλη. Περίπου οκτακόσιες ψυχές “έφυγαν” τούτη την αποφράδα ημέρα.

Ήταν μεσημέρι, κι ο Παύλος γυρνούσε απ’ το καφενείο της Μουρνιάς, όπως έκανε σχεδόν κάθε μέρα τον τελευταίο καιρό, που ο πατέρας του ένιωθε αδύναμος και χρειαζόταν τη βοήθειά του. Στη διαδρομή προς το σπίτι μύρισε έντονα τη μυρωδιά του καπνού και γυρνώντας το κεφάλι του είδε την πόλη, πίσω του, στις φλόγες και όχλο να τρέχει ξοπίσω του μ’ αλαλαγμούς και υψωμένα μαχαίρια. Δεν ήξερε τι γινόταν. Έβαλε “στα πόδια του φτερά” κι έτρεξε σπίτι του. Οι πόρτες ήταν ορθάνοιχτες και η μάνα του έλειπε. Άκουγε θρήνους και κραυγές, που ’βγαιναν από τις ανοιχτές πόρτες και από τους ανθρώπους που κείτονταν στους δρόμους, βαμμένους με το αίμα τους. Λίγο πιο κάτω είδε τη Ζεχρά να κλαίει και να οδύρεται πάνω απ’ το άψυχο σώμα της μάνας της. Ο φόβος τον είχε κυριεύσει. Ο θάνατος για όλους πλησίαζε. Γονάτισε, σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό και φώναξε με όλη του τη δύναμη: “Σε παρακαλώ. Βοήθησέ με!!!”. Τότε, ακούστηκαν ποδοβολητά αλόγου που όλο και πλησίαζαν. Ένα άλογο δίπλα του χλιμίντρισε, ένα χέρι τον άρπαξε και μεμιάς βρέθηκε στη ράχη του αλόγου. Σε δευτερόλεπτα, κι η Ζεχρά καθόταν πίσω του. Ο καβαλάρης χτύπησε τα γκέμια και το άλογο άρχισε να καλπάζει. Στο διάβα τους έπεφτε τ’ ασήμι απ’ τα μαλλιά του και τους έκρυβε απ’ τον όχλο που τους κυνηγούσε, μα δεν τους έφτανε. Περνούσαν, ή μάλλον πετούσαν, γιατί δεν ακουγόταν πια ο ήχος απ’ το ποδοβολητό, μέσα απ’ τον θάνατο που είχε σκορπίσει στην πόλη.

Τώρα, ο Παύλος ήξερε. Είχε πάρει την απάντησή του. Είχε γίνει γι’ αυτόν το θαύμα.

Το άλογο έφτασε στην Καινούργια Πόρτα, που για καλή τους τύχη ήταν ορθάνοιχτη. Την πέρασε, βγήκε από το Κάστρο και χάθηκε πέρα στα βουνά τα απάτητα. Ο Παύλος και η Ζεχρά σώθηκαν από τη μεγάλη σφαγή. Όμως, κανένας δεν έμαθε ποτέ γι’ αυτούς κι ούτε ποτέ κανείς τους ξαναείδε. Κάποιοι, λένε, όταν κόπασαν τα γεγονότα, βρήκαν ένα πλοίο και μπάρκαραν για τόπους μακρινούς.

Το άλογο, όμως, με τον αναβάτη του, γύρισε πάλι πίσω. Κι αν πάει κανένας προσκυνητής στην εκκλησία του Αγίου Μηνά, θα δει και τους δύο στη μεγάλη εικόνα που δεσπόζει στην είσοδο του ναού».

Γλωσσάριο

Ντουκιάνι: Καφενείο, μαγαζί, κατάστημα.

Τσαρσί: Παζάρι, αγορά.

Μεϊντάνι: Πλατεία.

Ζεμπίλι: Ανοιχτός σάκος από ψάθα, μεγάλο χαμηλό καλάθι με χερούλια.

Ξομπλιαστά: Στολισμένα.

Μουρούχια: Στραγάλια.

*Αχτάρικα: Καταστήματα ψιλικών, μπαχαρικών και αρωματοπωλεία.

Μεταλίκι: Νόμισμα μεταλλικό.

Ντοτουρματζής: Παγωτατζής.

Αγά Τσαρσί: Σημερινή οδός 1866.

Μπεντένια: Τείχη.

Μαρουβάς: Παλιό κόκκινο κρασί.

Λουμπούνια: Οι καρποί του φυτού λούπινος.

Βρεχτοκούκκια: Κουκκιά μουλιασμένα στο νερό.

Ατ Μεϊντάν: Η σημερινή πλατεία Δασκαλογιάννη.

Πλατεία Μεγάλου Σαντριβανιού: Η σημερινή πλατεία Λιονταριών.

Ντελημάρκου: Η σημερινή οδός Δελημάρκου.

Κρήνη Priuli: Η βρύση του Δελημάρκου.

Κονάκι: Μέγαρο.

Φαμέγιος: Αυτός που δουλεύει στην υπηρεσία κάποιου άλλου.

Κουμ Καπί: Πύλη της Άμμου.

Κούλε: Φρούριο που βρίσκεται στην είσοδο του ενετικού λιμανιού στο Ηράκλειο.

Μεγάλος Αρπεντές: Στάση, ανταρσία, μεγάλο κακό. Η πρώτη μεγάλη σφαγή των χριστιανών του Μεγάλου Κάστρου στις 24 Ιουνίου 1821.

Βασιβουζούκοι: Άτακτος στρατός των Τούρκων.

Πόρτα του Λαζαρέτου: Στην ανατολική πλευρά των τειχών του Ηρακλείου, που επικοινωνούσε με το λοιμοκαθαρτήριο (λαζαρέτο).

Ακ Ντάμπια: Η σημερινή συνοικία της Ανάληψης.

Μπαλτά Τζαμί: Στον χώρο που βρίσκεται το σημερινό Μποδοσάκειο.

Πύλη του Μόλου: Βρισκόταν στο τέρμα της σημερινής οδού 25ης Αυγούστου και δε σώζεται.