21-6-2019 Ο δικηγόρος Πατρών Χρίστος Μούλιας παρουσίασε στο “Πολύεδρο” το δοκίμιο του Δημήτρη Ορφανίδη για τον Κωνσταντίνο Καβάφη.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΟΡΦΑΝΙΔΗΣ
Ἡ παρουσίαση τοῦ δοκιμίου μου ἀπὸ τὸν δικηγόρο Πατρῶν κ. Χρίστο Μούλια στὶς 21.6.2019 στὸ βιβλιοπωλεῖο τῆς πόλης “Πολύεδρο”. Τὸν εὐχαριστῶ πολὺ γιὰ τὸν κόπο του, καθὼς καὶ τὴν κ. Ὄλγα Νικολοπούλου ποὺ διέθεσε τὸν πανέμορφο κήπο τοῦ βιβλιοπωλείου καὶ γιὰ τὴν παρουσίαση τοῦ Ἀνθολογίου τοῦ ΚΕΛΔ
Δημήτρης Ορφανίδης
Ο 21ος αιώνας του Κ. Π. Καβάφη
Η πρώτη επαφή μου με τον κ. Ορφανίδη και το έργο του είναι μέσω του βιβλίου του που παρουσιάζουμε απόψε, από το οποίο μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση μία φράση και την κράτησα. «Ο μόνος εφικτός τρόπος μη υποταγής στο παρόν είναι η αξιοπρέπεια». Είναι ένα σχόλιο με ιδιαίτερη βαρύτητα, διότι προέρχεται από έναν εν ενεργεία δικαστικό, που δεν διστάζει να ομολογήσει ότι «Οι ουτιδανοί κυριαρχούν», ότι «Πίσω από αρχές και ιδεώδη κρύβονται ευτελείς σκοποί και πράξεις» και ότι «Η συμμετοχή στα κοινά απωθεί». Οι διαπιστώσεις αυτές ξεπηδάνε από τους στίχους του Καβάφη, για τον οποίο ο συγγραφέας συμπεραίνει ότι δεν είναι ποιητής της παρακμής και οι διαπιστώσεις του αυτές είναι σύμφωνες και με την εποχή πολλών γενεών, σε πολλές περιόδους της ιστορίας της ανθρωπότητας. Έτσι νοείται η διαχρονικότητα του καβαφικού έργου, με τον άχρονο και σύγχρονο λόγο, που απλώνεται και στον 21ο αιώνα, σύμφωνα με τον εύστοχο τίτλο του δοκιμίου του κ. Ορφανίδη.
Ο συγγραφέας διάλεξε να διατυπώσει τις σκέψεις του για τον Κωνσταντίνο Καβάφη και το έργο του με τη μορφή δοκιμίου, όπως ο ίδιος αναφέρει στον υπότιτλο του βιβλίου του. Αυτή η επιλογή είναι πολύ επιτυχημένη, διότι το δοκίμιο είναι ο πλέον αντιπροσωπευτικός τρόπος έκφρασης, λόγω της πυκνότητας του ύφους που προϋποθέτει και της ελευθερίας που παρέχει στη διαπραγμάτευση του θέματος. Επιτρέπει δε στο δοκιμιογράφο, να μπορεί να εμβαθύνει και να εξωτερικεύει, με ανάλογη, κατά περίπτωση, ένταση και πειστικότητα, το λογισμό του και τις αγωνίες του.
Εκείνο που αποκομίζει ο αναγνώστης διαβάζοντας το βιβλίο του κ. Ορφανίδη είναι ένας ανυπόκριτος θαυμασμός για τον Ποιητή, τον οποίο όμως έχει τη δύναμη και την ικανότητα να χειραγωγεί και δεν παρασείρεται σε υπερβολές ή αγιοποιήσεις. Υπερασπίζεται το έργο του και τα διανοήματά του με επιχειρήματα, μέσα από μία συγκριτική προσέγγιση των απόψεων που έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς, από μελετητάς του καβαφικού έργου και τολμάει κάποτε να διαφωνεί. Είναι πολύ ενδιαφέροντα όσα γράφει για τον Ιουλιανό τον παραβάτη και είναι σωστή η άποψή του, ότι ο Ποιητής είναι υπέρ του Ιουλιανού, αντίθετα απ’ όσα υποστηρίζουν πολλοί καβαφισταί. Συνειρμικά έρχεται στο νου ο τρίτος από τους «Πέντε Αθηναϊκούς Διαλόγους», του αναντικατάστατου για τη χάρη της συνομιλίας και την αίσθηση της ζωντάνιας βιβλίου του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, που κυκλοφόρησε το 1956, κατά τον οποίο, ο νεαρός Ιουλιανός, σπουδαστής στην Αθήνα και μελλοντικός Αυτοκράτορας αντιπαρατίθεται διαλεκτικά με το Μέγα Βασίλειο. Η αφορμή του διαλόγου τους είναι ο αγώνας μεταξύ του πνεύματος της Αποκαλύψεως και του πνεύματος του Ελληνισμού, που την κατηγορηματική του διατύπωση έκανε ο Παύλος, στην Α΄ Προς Κορινθίους Επιστολή του, κηρύσσοντας «Χριστόν Εσταυρωμένον, Ιουδαίοις μεν σκάνδαλον, Έλλησι δε μωρίαν».
Ο Καβάφης είναι ιστορικός, διδακτικός και ερωτικός ποιητής, θα προσέθετα και πολιτικός, παρότι αυτό μπορεί να περιέχεται στο ιστορικός και η αξία του έργου του έγκειται κυρίως σε κάποιες ιδιοτυπίες – αρετές του, που του προσδίδουν μοναδικότητα. Είναι η γλώσσα του, η ειρωνεία του, ο τρόπος που διαλέγεται με την Ιστορία, πολλές φορές φιλοπαίγμων και γενικά το ύφος του, που δεν μπορεί να ενταχθεί σε συγκεκριμένη ποιητική Σχολή. Αυτά όλα τα αναδεικνύει εύστοχα και επιτυχημένα ο κ. Ορφανίδης, παρότι δεν είναι σπουδασμένος φιλόλογος. Βέβαια η πράξη έχει δείξει ότι είμαστε περισσότερο επιδέξιοι και επιτυχημένοι σε ό,τι κάνουμε από μεράκι, παρά σε ότι κάνουμε από επαγγελματικό καθήκον, χωρίς αυτό το τελευταίο να ενέχει υπονοούμενο.
Η αξιοπρέπεια είναι χαρακτηριολογική αρετή του Καβάφη και διαπερνάει όλο το έργο του, ακόμα και τα ερωτικά του ποιήματα, από τα οποία απουσιάζει το χυδαίο, διότι είχε επίγνωση των όρων που επέβαλε το ανεκτικό κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο έζησε. Έχει γίνει πολύς λόγος και έχει καταναλωθεί πολύ μελάνι σε άσκοπες προσεγγίσεις της προσωπικής ζωής του και των ιδιαιτεροτήτων του, όχι για να ανιχνευθεί το νόημα της ποίησής του, αλλά για να ικανοποιηθούν μικροαστικές περιέργειες. Ο κ. Ορφανίδης, με λεπτότητα επισημαίνει ότι «η ουσία δεν βρίσκεται στο προφανές αλλά στο κρυμμένο» και η επισήμανσή του αυτή είναι μία πρόκληση για όσους κρίνουν πνευματικά δημιουργήματα, να αναζητούν το κρυμμένο, για να φτάσουν δι’ αυτού στην ουσία και όχι για να σκανδαλίσουν ή να προκαλέσουν.
Εκείνο που μου έκανε εντύπωση είναι ο τρόπος που τεκμηριώνει τις σκέψεις του και τις απόψεις του. Ο δικανικός συλλογισμός για να είναι αξιόπιστος πρέπει να είναι και τεκμηριωμένος. Την ίδια πρακτική ακολουθεί και στο βιβλίο του, στο οποίο τεκμηριώνει όσα υποστηρίζει, με άμεση αναφορά στο αντίστοιχο ποίημα ή πεζό του Ποιητή.
Το καβαφικό έργο είναι κατ’ εξοχήν ανθρωποκεντρικό και το στοιχείο αυτό προκαλεί το συγγραφέα να προβληματιστεί πάνω στο πολιτικό όραμα του Ποιητή, για καλυτέρευση της κοινωνίας, δια της αντίστασης στην παρακμή, χωρίς ένταξη σε συγκεκριμένο κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο.
Τα τελευταία χρόνια, αρκετοί δικαστικοί λειτουργοί εκφράζουν δημόσια τις απόψεις τους, τα συναισθήματά τους και τις ανησυχίες τους και η παρουσία τους αυτή έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, διότι προέρχεται από έναν επιστημονικό κλάδο που για λόγους αυτοπροστασίας εφέρετο απροσπέλαστος και κλειστός. Ο «Κύκλος Ελλήνων Λογοτεχνών Δικαστών» με πρόεδρο τον Εφέτη κ. Δημήτρη Ορφανίδη, που ίδρυσαν, διεκδικεί επάξια σημαντικό μερίδιο στη λογοτεχνική συγκομιδή της χώρας μας. Και άλλωστε, όπως ορθά επεσήμανε ένα ενεργό μέλος του «Κύκλου», ο συγγραφέας και ο δικαστής έχουν πολλά κοινά σημεία, αφ’ ενός διότι και οι δύο εκφράζονται διά του γραπτού λόγου και αφ’ ετέρου διότι και οι δύο, μόνο αφού νιώσουν ελεύθεροι, μπορούν να συλλάβουν την αλήθεια, με ειδοποιό διαφορά ότι ο ένας δημιουργεί την πραγματικότητα, μέσα από το λόγο και ο άλλος καθορίζει και συνθέτει την πραγματικότητα, με το λόγο.
Στο πρόσωπο του κ. Ορφανίδη συναντώνται και τα δύο, ο λογοτέχνης και ο Δικαστής και συναντώνται με επιτυχία, διότι όπως προκύπτει από το βιβλίο του, είναι ένας ευαίσθητος δέκτης, εξοικειωμένος από τη μακρά και γόνιμη αποστολή του να κρίνει ανθρώπινες πράξεις και παραλείψεις και η ευαισθησία του αυτή του επιτρέπει να μπορεί να αφουγκράζεται τους σπασμούς του ποιητικού λόγου, ακόμα κι αν πρόκειται για τον ανάδελφο λόγο του Κωνσταντίνου Καβάφη.
Για πρακτικούς λόγους έχει κατηγοριοποιήσει τα ποιήματα σύμφωνα με το βαθύτερο νόημά τους, κατά τα ερμηνευτικά κλειδιά που επέλεξε και αφού παραθέτει καθένα, στο ανάλογο κεφάλαιο-κατηγορία, στη συνέχεια προσπαθεί να το αναγνώσει εις βάθος.
Μερικοί χαρακτηριστικοί τίτλοι κεφαλαίων-κατηγοριών. Μιά φόρμα τελείως αρμόζουσα εις την ιδέαν. Μιά ιδέα τελείως αρμόζουσα εις την φόρμα. Ιδεολογία και πολιτική. Η ερωτική αξιοπρέπεια. Τα ποιήματα των Ελλήνων. Οι πηγές της ειρωνείας κ.α.
Ο συγγραφέας διερωτάται αν ο Ποιητής διέθετε αγγλικό φλέγμα και καταλήγει ότι η ειρωνεία του, όταν καταγγέλλει το ανάξιο, το κατώτερο των περιστάσεων, το ανερμάτιστο, το χυδαίο, το διεφθαρμένο, το σάπιο και το υποκριτικό, είναι η ελληνική εκδοχή του αγγλικού φλέγματος, το οποίο λειτουργεί σαγηνευτικά.
Η σύγκρουση της φύσης με τις συμβατικότητες της ζωής και το βιοπορισμό, είναι από τις αγωνίες του Ποιητή και ο συγγραφέας, σχολιάζοντας το ποίημα «Μέρες του 1909, ’10 και ’11» σημειώνει ότι, «Η ομορφιά συνθλίβεται στην εξαθλίωση». Για τους ποιητάς είναι αδιανόητη η λογική της ανάγκης και ο Καβάφης αντιμετωπίζει τη φτώχεια ως ένα διαρκές κοινωνικό πρόβλημα, που συνοδεύει τον άνθρωπο από τη γέννησή του μέχρι το θάνατό του και στερώντας του τις μικροχαρές, τον εξωθεί στο να μετατρέπει τον εαυτό του σε εμπόρευμα.
Όπως παραδέχεται και ο Γιώργος Σεφέρης, όσο ο Καβάφης μεγάλωνε, τόσο εφεύρισκε νέα αξιοπρόσεχτα πράγματα, που άνοιγαν καινούργια παράθυρα στον ποιητικό του λόγο, σε σημείο ώστε, όταν πέθανε, σε ηλικία εβδομήντα χρόνων, να αφήσει την πικρή περιέργεια που δοκιμάζουμε για έναν άνθρωπο που χάνεται πάνω στην ακμή του. Μας προτρέπει δε και έχει δίκιο, να διαβάζουμε το καβαφικό έργο και να το κρίνουμε, όχι σαν μιά σειρά από χωριστά ποιήματα, αλλά σαν ένα και μόνο ποίημα «εν προόδω», που τερματίζει ο θάνατος, διότι πρόκειται για δυσνόητο ποιητή, που τον καταλαβαίνουμε καλύτερα όταν τον διαβάζουμε με το συναίσθημα της παρουσίας του συνολικού του έργου.
Υπάρχουν ποιηταί που γράφουν με ακρίβεια και άλλοι που αδιαφορούν για την ακρίβεια. Εκείνοι που ανήκουν στη δεύτερη κατηγορία είναι πολύ πιό βολικοί και για τον κριτικό και για τον αναγνώστη, αλλά ο Καβάφης ανήκει στην πρώτη και η θέση του αυτή προσδίδει ιδιαίτερη αξία στην προσπάθεια του κ. Ορφανίδη να αναζητήσει και να προβάλει το νοηματικό υπόβαθρο των ποιημάτων του μέσα στο χρόνο και να αναδείξει την οικουμενικότητα και διαχρονικότητα του στοχασμού του.
Ο Καβάφης δεν θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί πολύγραφος ποιητής, αν αναλογισθεί κανείς ότι σύμφωνα με την έκδοση των ποιημάτων του από την Εκδοτική Εταιρεία Ίκαρος, που επιμελήθηκε ο Γιώργος Σαββίδης, όλα κι όλα φθάνουν τα 154, χωρίς να υπολογιστούν τα αποκηρυγμένα. Έχει ενδιαφέρον ο τρόπος που επέλεγε για την κυκλοφορία τους. Τύπωνε κάθε νέο ποίημά του σε χωριστό μονόφυλλο, που το καρφίτσωνε, σε αυστηρή χρονολογική σειρά δημοσίευσης, με τα αμέσως προηγούμενα. Τα παλαιότερα ποιήματά του τα βιβλιοδετούσε σε τεύχη, όπου η σειρά δεν ήταν πια χρονολογική, αλλά θεματική, για να φαίνεται καθαρότερα ο ειρμός της ποιητικής δημιουργίας του και τα τεύχη αυτά τα έστελνε σε όποιον του έγραφε και του ζητούσε ποιήματά του, γνωστό ή και άγνωστο.
Ο κ. Ορφανίδης διαλέγεται με πολλά ποιήματα του Καβάφη, αλλά είναι αδύνατον να επεκταθώ, λόγω χρόνου. Θα αρκεσθώ σε τρία, που είναι ιδιαίτερα γνωστά. Πρόκειται για τις «Θερμοπύλες» (1903), «Η Πόλις» (1910) και «Ιθάκη» (1911).
Χαρακτηρίζει το ποίημα «Θερμοπύλες», φόρο τιμής σε κάθε έναν και σε όσους αντιλαμβάνονται ποιές είναι οι υπέρτατες αξίες της ζωής και αποφασίζουν να τις υπερασπιστούν μέχρις εσχάτων. Οι θεματοφύλακες των αξιών αυτών δεν στέκονται από αίσθηση χρέους, που είναι προς έπαινο και έχει και κάποιο εξωτερικό καταναγκασμό, αλλά στέκονται συνειδητά, από καθαρά ελεύθερη βούληση. Με ψυχική νηφαλιότητα αποδέχονται το θάνατο, για να αποφύγουν την οδό της εξευτελιστικής υποχώρησης. Στον τελευταίο στίχο «κ’ οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε», ο συγγραφέας βλέπει μία ειρωνική διάθεση του Ποιητή για τους Μήδους, ενώ με τη διάβαση που τους επιφυλάσσει, αναδεικνύεται ένας υφέρπων παθητικός πεσιμισμός, που δεν είναι πρωτόγνωρος στο καβαφικό έργο. Αλλά και οι άλλοι στίχοι, «Δίκαιοι κ’ ίσιοι σ’ όλες των τες πράξεις, | … πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες, | πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους», δεν είναι ένα μήνυμα ανθρωπιάς, επιείκειας και συγκατάβασης προς όσους κρίνουν συνανθρώπους τους, είτε από θεσμικό καθήκον, είτε από κοινωνική συνήθεια;
Στο ποίημα «Η Πόλις» ο συγγραφέας αναγνωρίζει ένα στιχούργημα με κατεξοχήν φιλοσοφικό περιεχόμενο και άπειρες προεκτάσεις. Τη ζωή μας, τη μοίρα μας, μόνο στον τόπο μας μπορούμε να τη φτιάξουμε. Όπου και να πάμε τα προβλήματά μας θα τα βρίσκουμε μπροστά μας, θα τα έχουμε μέσα μας. «Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς | τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς».
Στην «Ιθάκη» ο Ποιητής διακηρύσσει ότι η ζωή μας δόθηκε για να την απολαύσουμε και όχι να τη σπαταλήσουμε. Η ζωή πρέπει να είναι μία πορεία αυτεπίγνωσης, μάθησης και πνευματικής καλλιέργειας, ένα élan vital, όπως θα έλεγε ο Berxon, μέσα από τη γνωριμία με νέους τόπους, χωρίς την επινόηση φόβων και ενοχών. Το μεγάλο μήνυμα είναι ότι οι Λεστριγόνες και οι Κύκλωπες, είναι τέρατα της φαντασίας μας και υπάρχουν στη ζωή μας, αν εμείς τους το επιτρέψουμε και τους δώσουμε χώρο. Ο συγγραφέας σε μία έξαρση θαυμασμού για το κορυφαίο αυτό ποίημα του Καβάφη επισημαίνει ότι, «Άν κάποτε η ανθρωπότητα αρχίσει να μελετά και όχι απλώς να διαβάζει, μέσα από αυτό το ποίημα θα συνειδητοποιήσει πως δεν χρειάζεται πια την ψυχανάλυση». Οι Ιθάκες είναι ο στόχος, αλλά περισσότερη σημασία έχει το ταξίδι. Να ζήσεις ελεύθερος, για να γνωρίσεις την αθανασία, γιατί δεν θα έχεις φοβηθεί το θάνατο, γράφει.
Ο υπότιτλος του βιβλίου του είναι «μιά discipline de vie» και την αφορμή για τον υπότιτλο την έδωσε ένα ιδιωτικό σημείωμα του Ποιητή, γραμμένο τον Απρίλιο 1911. «Δουλεύουμε, εναρέτως, δια τους κατοπινούς. Να προετοιμάσουμε μιά discipline de vie (πειθαρχία ζωής), μιά διοργάνωση αυτής ίσως, ακόμη ωφελιμότερα, διότι εκείνων η ζωή μπορεί να είναι μακρυτέρα». Είναι η αγωνιώδης φωνή του Ποιητή για την υστεροφημία του, που προσπαθεί να διασώσει.
Αφού ολοκληρώσει τις προσεγγίσεις του σε ποιήματα του Καβάφη ο συγγραφέας, επιχειρεί να σχεδιάσει τη διανοητική πορεία του, που οδήγησε στην οικοδόμηση της «discipline de vie». Ο άνθρωπος δεν μπορεί να υπερβεί την τραγικότητά του. Διαθέτει όμως διέξοδο, η οποία είναι η αποχή από την αναξιοπρέπεια και τη φυγή.
Ζώντας ο Ποιητής σε μία υπολογιστική, ψυχρή κοινωνία δόλιων συμφερόντων, όπως τη χαρακτηρίζει ο συγγραφέας και γνωρίζοντας ότι είναι ικανή να φθείρει και να διαφθείρει το άτομο «ανεπαισθήτως», κατά τον Καβάφη, εντοπίζει την αιτία της φθοράς και της διαφθοράς στην πληθώρα των ανούσιων συναναστροφών, τις οποίες κανένας δεν μπορεί να αποφύγει, αλλά μπορεί να οριοθετήσει, όπως μας προτείνει.
Εξ ίσου απασχόλησε τον Καβάφη και η καλυτέρευση της θέσης του Ελληνισμού και είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες οι σκέψεις του συγγραφέα, μέσα από στίχους του Ποιητή, για την πολιτική και υλική θέση που αξίζει στον Ελληνισμό, με γνώμονα τη γενναιότητά του και την ποταπότητά του, την περηφάνια του και τις αδυναμίες του. Καθοριστικό όμως στοιχείο για την τύχη του είναι η ηγεσία του, για την οποία ο Ποιητής είναι πολύ επιφυλακτικός, ιδιαίτερα στα ποιήματα που συνέθεσε μετά το 1920 και τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Ολοκληρώνοντας τη μελέτη του για τον Καβάφη του 21ου αιώνα ο κ. Ορφανίδης, προχωρεί σε κάποιες καίριες επισημάνσεις, που συμβάλλουν στην εξοικείωση, όσο μπορεί να γίνει λόγος για εξοικείωση, με τον καβαφικό λόγο. Είναι οικείος ο Καβάφης στο αγγλοσαξωνικό κοινό λόγω του ιστορικού πραγματισμού του, της δυσπιστίας του προς τις μεγάλες ιδέες, της αφ’ υψηλού ειρωνείας του και του κραυγαλέου ηδονισμού του. Στα ελληνικά γράμματα διεκδικεί μοναδικότητα. Παρότι οι προσλαμβάνουσες παραστάσεις του κοινού αλλάζουν διαρκώς, συνεχίζει να είναι αποδεκτός, διότι εκφράζει την εποχή που ζούμε. Από κάποιους έχει χαρακτηρισθεί ποιητής της παρακμής. Η αλήθεια είναι ότι εκπέμπει αισιοδοξία και ενοποιεί τον κόσμο, αφού η παρακμή είναι φαινόμενο που άπτεται της ζωής κάθε ανθρώπου, σε κάθε έθνος και ο Καβάφης την αντιμάχεται.
Στις σελίδες του βιβλίου που παρουσιάζουμε, ο προσεκτικός αναγνώστης θα βρει πολλές επίκαιρες διαπιστώσεις, με σημαίνουσα βαρύτητα και σ’ αυτό έγκειται η πνευματική ακτινοβολία που συνεχίζει να εκπέμπει ο Ποιητής. Γεννημένος τον 19ο αιώνα, έζησε περίπου μέχρι τα μέσα της τέταρτης δεκαετίας του 20ου και συνεχίζει να επιβιώνει και τον 21ο. Δηλαδή είναι απλωμένος σε τρείς αιώνες και ποιος ξέρει μέχρι πότε θα συνεχίσει να απλώνεται και να εμπνέει. Γι’ αυτό και πάντα θα είναι δεκτικός νεωτερικών αναγνώσεων.
Ευχαριστώ τον κ. Ορφανίδη για την ευκαιρία που μου χάρισε, να προσεγγίσω τον Αλεξανδρινό και από μία άλλη πλευρά και τον συγχαίρω για την κοπιώδη και πολύτιμη προσπάθειά του να διαβάσει τον Καβάφη μ’ ένα σύγχρονο ρηξικέλευθο τρόπο, αποδεσμευμένο από συναισθηματικές δονήσεις και υπερβολές και να δημοσιεύσει το αποτέλεσμα της ανάγνωσής του, με απλό και κατανοητό τρόπο, χωρίς ακατάληπτα γλωσσικά σχήματα, που μυρίζουν σπουδαιοφάνεια, επειδή ακριβώς είναι ακατάληπτα.
Χρήστος Αθαν. Μούλιας.
Δικηγόρος – Συγγραφέας.