ΚΑΙΣΑΡΕΙΑ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

Καισάρεια Καππαδοκίας!
Τώρα… Καϊσερί Τουρκίας…

Ευσέβεια και Μάζακα
τα αρχαία ονόματά της,
που άφησαν ιστορικά
τα αποτυπώματά της…

Την Καισαρεία, όταν μιλάς,
του Μέγα Βασιλείου
με ευσέβεια να αποκαλείς
γενέτειρα μεγαλείου.

Κι όταν πατάς τα χώματα
της Άγιας Καισαρείας,
θυμήσου όσα περάσαμε
λάθη της Ιστορίας…

Σε αλήθειες, μύθους, θρύλους μας
ζούμε το όνειρό μας,
με ελπίδα να σκεπάζουμε
τον κάθε στεναγμό μας…

Καισάρεια Καππαδοκίας!
Τώρα… Καϊσερί Τουρκίας…

ΚΟΙΜΙΣΜΕΝΗ ΟΜΟΡΦΙΑ

Πόλη μυριάκριβη αγαπημένη
κορώνα στου Βοσπόρου τα νερά,
η κάθε ώρα σου μαρμαρωμένη,
κοιμισμένη ομορφιά…

Η θλίψη από τα πάθη σου τα περασμένα
στοιχειώνει τείχη απάτητα, κρυφά.
Σαγήνη τύλιξε των Κωνσταντίνων την Πόλη
απόκοσμο, παλιό τραγούδι των Σειρήνων.

Από Σελήνη και Ήλιο νανουρισμένη,
στα μάτια αστέρια τρεμοφέγγουν άπειρα,
παραμυθιού Βασιλοπούλα μαγεμένη,
ονειρεύεσαι να χαρείς σαν Καλλιπάτειρα.

Φθάνω στου Κεράτιου την αλυσίδα,
φοράω καταπράσινα γιαλιά,
για να κρατήσω πάντα την ελπίδα,
μη μου ξεριζώσουν την καρδιά…

————————————————

ΕΠΕΣΤΡΕΨΑ

Και να που επέστρεψα,
στον τόπο του εγκλήματος,
εδώ που κάθε ανάμνησή σου,
κόβει,
πιο κοφτερή κι από τον έρωτα,
πιο απαιτητική απ΄το θάνατο,
ζητώντας μία Λύτρωση
που χάνεται,
μέσα στου Χρόνου
τους μαιάνδρους…

ΣΤΕΚΩ ΨΗΛΑ

Στέκω ψηλά
και σε παρατηρώ με απορία,
βήμα κοφτό,
δειλό, μικρό,
συμμαζεμένο,
φόβος
μήπως ταράξεις τον αέρα.
Κι η αγωνία
στα μαλλιά σου ξαπλωμένη,
μην κάτι πεις,
μη συσπασθεί το πρόσωπό σου,
μη σε προδώσει
η ανεπαίσθητη ρυτίδα,
μήπως τα μάτια
δείξουν περισσότερο σαγήνη,
και η φωνή σου,
να μην ξεφύγει
από τα τετριμμένα.
Τις ίδιες φράσεις,
ίδιες εκφράσεις
ίδια ανάσα.
Φόβος μονάχα…
Μη γίνει αντιληπτό
πως αναπνέεις.
Κλεφτά, κοφτά,
δειλά, συμμαζεμένα.
Κι εγώ, που αναδύθηκα
ως Αφροδίτη
από τη μήτρα της αβύσσου,
αναρωτιέμαι
πώς τάχα το δικό μου
ανάριο βήμα
θα συνταιριάξει
τελικά με το δικό σου …

ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ

 

Η μοναξιά δεν έχει όνομα. Τι όνομα να δώσεις στο κενό που χάσκει…
Ούτε και πρόσωπο έχει,
πλανιέται μόνη,
δίχως μάτια,
γιατί τα μάτια πάντα κάτι έχουνε να πουν.
Δίχως στόμα ,
στη θέση του ραμμένη μια σιωπή.
Δίχως ρουθούνια,
άραγε ποια η οσμή του άδειου,
ανάγκη ν΄ αναπνεύσει δε, καμία,
αφού δε μέλλεται ποτέ της να μιλήσει.
Η μοναξιά δεν έχει χέρια,
κλαδιά αποξηραμένα δίχως αφή,
μαράθηκαν από την έλλειψη του άλλου.
Μα ούτε και πόδια,
ριζώνει στις καρδιές τις πονεμένες
και θεριεύει…
Μονάχα αυτιά, αιώνια τεταμένα
μήπως και κλέψουν λίγους ήχους ευτυχίας
απ΄ τους θιάσους των ερωτευμένων
καθώς γυρνούν χαράματα στους δρόμους .