ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Υπό ΣΤΑΜΑΤΗ ΓΙΑΚΟΥΜΗ, Δόκτορος Φιλοσοφίας, Νομομάγιστρου (Magister Legum).

ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

Υπό Σταμάτη Γιακουμή, Δόκτορος Φιλοσοφίας, Νομομάγιστρου (Magister Legum- βλ. Φάουστ)

Grecia capta ferrum victorem cepit et artes intulit agresti Latio

Horatius

Η Ελλάδα, καταληφθείσα, αιχμαλώτισε τον κατακτητή και εισήγαγε τις τέχνες στο αγροτικό Λάτιο

Οράτιος

  «ἔστι δ ‘ ἡ διαλεκτικὴ πειραστικὴ περὶ ὧν ἡ φιλοσοφία γνωριστική»

Αριστοτέλης

                                      ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ

Δεν διεκδικώ δάφνες επαγγελματία γλωσσολόγου, είμαι όμως ικανός γνώστης της ελληνικής γλώσσας και άλλων τεσσάρων αρκετά διαδεδομένων ευρωπαϊκών γλωσσών (αγγλικά, γερμανικά, γαλλικά, ιταλικά) και τολμώ να εκτεθώ μαζί με το παρόν λεξικό στο αναγνωστικό κοινό, έχοντας τις ερασιτεχνικές φιλοδοξίες ενός Γκαίτε και τηρώντας απαρέγκλιτα το ρητό του ότι όποιος δεν γνωρίζει ξένες γλώσσες, δεν ξέρει ούτε τη δική  του. Η γλωσσολογία της εποχής μας, όπως την αντιλαμβάνομαι, αντιφάσκει κάπως με τη γενικότερη επιστημονική – πολιτιστική αντίληψη ή νοοτροπία υπό την εξής έννοια: Αποδίδει πάμπολλες ευρωπαϊκές και ελληνικές λέξεις με αντίστροφη αναγωγή στην ινδοευρωπαϊκή γλώσσα, μη ικανοποιούμενη, σχεδόν μη καταδεχόμενη να αρκεστεί στην  ολοφάνερη και ιστορικά καταγεγραμμένη ελληνική επιρροή. Εν πολλοίς δηλαδή οι γλωσσολόγοι επινόησαν μέσω υποθέσεων, γενικεύσεων ή ευφάνταστων εικασιών ινδοευρωπαϊκές ρίζες εξαγόμενες συμπερασματικά από τις υπάρχουσες σύγχρονες ευρωπαϊκές γλώσσες, από τα ελληνικά και εν μέρει από την ινδική, και εντέλει κατασκεύασαν μία προγενέστερη γλώσσα, από την οποία υποτίθεται ότι προέρχονται τα ελληνικά και οι γλώσσες, των οποίων την καταγωγή ερευνούν! Έτσι, ψάχνοντας να βρουν μια απόλυτη αρχή, ένα αξίωμα για τη σύγχρονη χαοτική γλωσσική διαστρωμάτωση, στην ουσία έφτιαξαν αυτό που ζητούσαν (petitio principii) νομίζοντας ότι ξέφυγαν από την απροσμέτρητη τοπική και χρονική ποικιλία που τούς σκανδάλιζε! Αρκεί να δώσουμε στο μυστήριο ένα όνομα και θεωρούμε ότι το διελευκάναμε, όπως θα ’λεγε ο Γκέοργκ Ζίμμελ, ή αλλιώς, αν και κατείχαμε ήδη τη μέγιστη δυνατή παρακαταθήκη εφάμιλλη με την ιστορία του Χριστού, δηλαδή την ελληνική παράδοση, ξανοιχτήκαμε μονίμως ανικανοποίητοι με τις βαρκούλες μας στη Μεσόγειο για να βρούμε το άγιο δισκοπότηρο, όπως θα ΄λεγε ο Ουμπέρτο Έκο. 

Φυσικά τα ελληνικά, όπως και καθετί άλλο υπάρχον, προέρχονται από μία προϋπάρχουσα προγενέστερη βάση, η μεσολάβησή τους όμως υπήρξε τόσο καταλυτική στην ανθρώπινη Ιστορία, ώστε για κάθε πρόβλημα συνεννόησης ενόψει ενός εισέτι αζύμωτου, βαβελικού και δυσοίωνου μέλλοντος είναι προσφορότερο και χρησιμότερο να παραπέμπουμε στις δικές τους προτάσεις και λύσεις παρά σε αόριστες υποθέσεις ενός ανεξιχνίαστου παρελθόντος ή εξεζητημένους νεολογισμούς ενός συγκεχυμένου παρόντος. Με απορία βλέπουμε πολλούς που αν πρόκειται για πολιτική εξορκίζουν τον Ινδοευρωπαϊκό μύθο όπως ο διάολος το λιβάνι, συνδέοντάς τον ευλόγως με φασιστικά – ναζιστικά οράματα και φαντασιώσεις, να είναι οι ίδιοι που τον ανεβάζουν σε απόλυτο βάθρο όσο αφορά τη γλωσσολογία, για να υποβαθμίσουν την ελληνική επίδραση. Αυτό είναι βέβαια ανθρώπινο, γιατί είναι λογική η φιλοδοξία των επόμενων γενεών να αποδώσουν στον εαυτό τους τα νέα ευρήματα και τις τρέχουσες ανακαλύψεις ή εφευρέσεις, αποκλίνοντας από την πατροπαράδοτη γνώση, όπως κάθε παιδί θέλει να απομακρυνθεί και να ανεξαρτητοποιηθεί από τον γονέα του. Όμως ο καθένας όταν ωριμάσει, θέτει τελικά τους γονείς του στις σωστές τους διαστάσεις και κατανοεί την απέραντη συνεισφορά τους. Κατά τον ίδιο τρόπο και η σύγχρονη κοινότητα θα καταλήξει ότι είναι ίσως βαρύ να θεωρήσει την αρχαία Ελλάδα ως ακρογωνιαίο λίθο των γλωσσών και των νοημάτων της, θα αναγνωρίσει όμως αναγκαστικά ότι τα ελληνικά μέσω της επιστημονικής τους σύλληψης, του παραστατικού και εικαστικού  τους πλούτου και της εμβριθούς εμπεριστατωμένης ετυμολογίας τους προσφέρουν ανυπολόγιστη ωφέλεια στην αποσαφήνιση και την ανάπτυξη των εννοιών. Η ελληνική επίδραση λοιπόν δεν μπορεί να μειωθεί, πολλαπλασιάζει τις επιδράσεις και τις επιρροές της, γιατί είναι η πεμπτουσία της ευκινησίας και της ζωηρότητας του πνεύματος.

Επειδή όμως κανείς συχνά αναγκάζεται να διευκρινίζει τα αυτονόητα και μάλιστα με ρητά εκπεφρασμένο τρόπο, για να διατρυπά τα βουλωμένα κηροπαγή ώτα των προκατειλημμένων, ας τονίσουμε σθεναρά ότι η ενασχόληση με την ελληνική γλώσσα δεν έχει καμία σχέση με εθνικισμό. Δεν παρουσιάστηκε στη ρέμβη του ενυπνίου μου (κατ’ όναρ)  ή στην ονειροπόληση της εγρήγορσης (καθ’ ύπαρ) ο Έλλοψ ο θηρευτής για να μού υπαγορεύσει το παρόν λεξικό (αφού άλλωστε ήταν και μουγγός). Δεν ασχολούμαστε με εκπροσώπους από το Σείριο, τον αστέρα του Κυνός, δεν τυρβάζουμε ούτε για γονίδιο ούτε για DNA, ούτε για μία κατ’ ισχυρισμό ανωτερότητα που δεν ωφελεί κανέναν άλλον εκτός από αυτόν που την διατυμπανίζει, αλλά για την πιο ευγενή ενδιάθετη κατάσταση του ανθρώπου, για την ακαταμάχητη ορμή προς κοινωνία, για την νοηματική και επικοινωνιακή διάσταση, για το άνοιγμα προς τον άλλον, για την τάση εκείνη που επιδιώκει να μην είναι η γνώση κτήμα ενός ιερατείου, αλλά να διαδίδεται μέχρι να την μάθουν όλοι! Αναφερόμαστε στην επιστημονική «αρχή σοφίας ονομάτων επίσκεψις» του Αντισθένους, επικαλούμαστε την εκλαΐκευση της υψηλής τέχνης από ένα διαχρονικό Μίκη Θεοδωράκη, μιλάμε για μεσολάβηση και διάδοση από κάποιους αμετανόητους δημοκράτες και ανθρωπιστές μίας πανάρχαιας φιλοσοφίας, ειλημμένης ίσως από εκλιπόντα πολιτισμό που μεταλαμπαδεύεται, εκτείνεται, εξικνείται και αγγίζει την εποχή μας και μάλιστα έχει τα εφόδια και τους τρόπους ακόμη και να μάς σώσει! «Έλληνες αεί παίδες» έλεγαν οι ιερείς του Άμμωνα στον Σόλωνα, γιατί ακριβώς οι Έλληνες υπήρξαν πάντοτε φίλοι και συνομιλητές των νέων της οικουμένης, στους οποίους και αφιερώνεται το παρόν λεξικό! Πιστεύουμε λοιπόν ότι οι από γνωστική σκοπιά γονείς, όπως παρουσιάστηκαν στην προηγούμενη παράγραφο, θα διεκδικήσουν και με το παρόν πόνημα την πραγματική τους θέση στην ζωή μας ως παιγνιώδεις – εμπνέοντες σύντροφοι και «εν τοις δεινοίς ευέλπιδες» φίλοι.   

          Αυτό που θα διαβάσετε είναι ένα οδοιπορικό που συνοδεύει τις λέξεις από τις αρχικές τους ρίζες διαμέσου της προφοράς – εκφοράς τους από αμέτρητα ανθρώπινα στόματα, καθώς και της προοδευτικής- βαθμιαίας αλλαγής των σημασιών τους μέχρι την αποτύπωση και αποκρυστάλλωσή τους στο σήμερα. Είναι ένας ιδιαίτερος τρόπος επαγωγικής Ιστορίας και πάνω απ’ όλα ένα λογοτέχνημα που το έχει γράψει το συλλογικό ανθρώπινο πνεύμα. 

Μέσα από αυτό θα παρακολουθήσετε, αν ευαρεστηθείτε και διαπνέεστε από εποικοδομητικό κριτικό πνεύμα αντί για άγονο πνεύμα κριτικής, την εξέλιξη του ανθρώπινου πολιτισμού (όπως θα λέγαμε πριν μερικά χρόνια) ή τουλάχιστον αυτού που προσδιορίζεται από το τρίγωνο αρχαία Ελλάδα- Αναγέννηση- Διαφωτισμός και δεν εμποδίζει κανενός άλλου πολιτισμού την ανάπτυξη, ίσα- ίσα με κάθε τρόπο τη συνεπικουρεί και την ενισχύει.    

          ΥΓ. Η αραβική αρίθμηση αφορά τις αγγλικές λέξεις που κατά γενική παραδοχή προέρχονται από τα ελληνικά, όπου συγκαταλέγονται και αρκετές που ούτε καν θα υποψιαζόμασταν την ελληνική τους προέλευση π.χ. milk (αμέλγω), quinsy (κυνάγχη, αμυγδαλίτιδα), surgeon (χειρούργος), government (κυβερνώ). Αντίθετα, η ελληνική αρίθμηση αφορά τις λέξεις, όπου η σχέση με τα ελληνικά είναι πιο μακρινή ή και αμφίβολη, όπου αναδεικνύονται περισσότερο ολιστικές σχέσεις ή αναφορές παρά θετικιστικοί ορισμοί, ή οι οποίες αναπαριστούν εξειδικευμένους επιστημονικούς όρους ακροβολισμένους σε διάφορους κλάδους του ανθρώπινου επιστητού (arbor porfyriana) ενδεχομένως μειωμένου ενδιαφέροντος για τον κοινό αναγνώστη. Πέραν τούτου η αρίθμηση αυτή αφορά και υπερσύγχρονες λέξεις, φτιαγμένες από χαρισματικούς και βαθιά μορφωμένους ανθρώπους του καιρού μας, που προοιωνίζουν ένα λαμπρό μέλλον ενεργειακής αυτονομίας, συντήρησης και επαύξησης φυσικών πόρων και ενός «ωμολογουμένως τη φύσει ζην» για την ανθρωπότητα, αν σταματήσει επιτέλους τους πολέμους και κάνει καλή χρήση της επιστήμης, του μεγάλου αυτού και ανεκτίμητου δώρου της αρχαίας Ελλάδας. Οι αριθμούμενες ρίζες που τελικά ανιχνεύονται στην παρούσα εργασία, συναθροιζόμενες, είναι πάνω από επτά χιλιάδες, δηλαδή από γλωσσολογική σκοπιά μία ξεχωριστή ολόκληρη γλώσσα – η ελληνική γλώσσα που επιβίωσε σχεδόν στο σύνολό της -, καθόσον μάλιστα από σχεδόν κάθε μεμονωμένη ρίζα εκπορεύονται πολύ περισσότερες αγγλικές λέξεις σε διαφόρους γραμματικούς τύπους και παραλλαγές. Κοντολογίς, η έρευνα καταδεικνύει ότι τα ελληνικά είναι ο κορμός της σημερινής διεθνούς επικοινωνίας της ανθρωπότητας.     

ΥΓ 2. Πολλοί θα διερωτώνται πόσο χρόνο απαιτεί η σύνταξη ενός τέτοιου λεξικού και πόσο χρόνο ξόδεψε ο άνωθι υπογράφων για να το ολοκληρώσει. Με κάποιο τρόπο η απάντηση και στα δύο ερωτήματα είναι κοινή. Ζώντας σε μία χώρα, όπου η κουλτούρα συνεργασίας και συλλογικής έκδοσης έργων είναι μηδενική, ενήργησα ως μονάδα και αφιέρωσα όσο χρόνο μπορούσα κατά τις δυνάμεις μου να διαθέσω, όντας, όπως όλοι, πολλαπλώς επιβαρυμένος με ποικίλες υποχρεώσεις οικογενειακές, συναλλακτικές και επαγγελματικές. Σίγουρα δεν έσκαψα λαγούμι κα δεν έφτασα ως ασπάλαξ για κάθε λέξη μέχρι την αρχαία Αίγυπτο, γιατί τότε ολόκληρο το πόνημά μου θα αφορούσε μόνο τη λέξη αυτή. Αφιέρωσα όμως τόσο χρόνο, ώστε να αποφύγω παρετυμολογίες εθνικιστικής έξαρσης, όπως ότι η Βαλτική δεν προέρχεται από το βάλτο, αλλά από το σκανδιναυικό “balta” που σημαίνει «ζώνη», ότι η Σκωτία δεν βγαίνει από το «σκότος», ότι όταν κανείς ταξιδεύει προς Ισπανία δεν οδεύει «εις τον Πάνα», ότι οι Τεύτονες δεν παράγονται από το “deus” ούτε από τον Δία. Επίσης και το «μενού» των φαγητών δεν κρύβει πίσω του κάποιο εχέφρον «με νου», θα εκπλαγείτε όμως, όταν διαπιστώσετε ότι εντέλει έχει ελληνική προέλευση!

          Όσο για το πόσος χρόνος «απαιτείται» για ένα τέτοιο εγχείρημα, η απάντηση εναπόκειται στην καλή πίστη των αναγνωστών. Αν το ζήτημα «πολιτικοποιηθεί» ή μάλλον «κομματικοποιηθεί» κανείς δεν πρόκειται ποτέ να βγάλει καμία άκρη, όπως συνήθως συμβαίνει στην Ελλάδα. Γι’ αυτό άλλωστε μέχρι τώρα δεν έχει εκδοθεί αντίστοιχο έργο, ενώ όλοι μας αρεσκόμαστε να ανιχνεύουμε περιστασιακά ελληνικές ρίζες στα αγγλικά. Η απάντηση λοιπόν είναι ότι για την εκπόνηση του λεξικού χρειάζεται τόσος χρόνος, όσον χρειάζεται ένας καλόπιστος αναγνώστης για να το εμπεδώσει και να το αποδεχθεί.

          Και για τα δύο λοιπόν ερωτήματα που παρέθεσα ανωτέρω θα μπορούσα να παραπέμψω στην απάντηση του Αβραάμ Λίνκολν όταν τον ρώτησαν πόσο ψηλός πρέπει να είναι ένας άνθρωπος. Ο ίδιος παρότι ψηλέας και πωγωνάτος δεν ευλόγησε τα γένια του, αλλά είπε: «Θα έλεγα ότι πρέπει να είναι τόσο ψηλός, ώστε τα πόδια του να φτάνουν από το σώμα του στη γη».   

                  A

1.Abacus (Pythagorecus)- αβάκιο

2.Abdomen, Abdominoscopy (δόμος + σκοπώ)- επισκόπηση κοιλιάς

3.Abiogenesis, Abiogenetic, Abiogenist- αβιογενετικός

4.Absinth (-ion), Absinthian, Absinthiated, Absinthic, Absinthin- άψινθος

5.Abysm, Abysmal, Abyss, Abyssal- άβυσσος

6.Acacia- ακακία

7.Academic, Academical, Academically, Academician, Academism, Academist, Academy- Ακαδημία

8.Acanthoid, Acanthopterygii, Acanthous, Acanthus- ακανθοπτερύγια, άκανθος

9.  Acardiac- άνευ καρδιάς

10. Acarian, Acarid, Acaridan, Acarus-άκαρι

11.Acarina -α + κείρω, κουρεύω, είδος αραχνίδας

12. Acarpous- άκαρπος, στείρος

13. Acatalepsy- Acataleptic- ακατάληπτος

14.Acaulescent (a + caulos), Acaulin, Acaulose- χωρίς μίσχο, καυλό

15.Accelerate (keles), Accelerando, Accelerated, Acceleration, Accelerative, Accelerator, Accelerometer – κέλης, ταχύς  

16.Accidie (akedia)- ακηδία

α. Acclimatation, Acclimitize, Acclimatization – κλίμα, εγκλιματίζω, εγκλιματισμός  

17.Acclivitous, Acclivity (klinein)- κλίνω, κλίσις, επικλινής  

18.Accord, Accordance, Accordant, According, Accordingly, Accordion (chordi)- χορδή

19.Acentric- άνευ κέντρου

20.Acephalan, Acephalous- ακέφαλος

β. Acerbate, Acer, Acerb- άκρη, άκρις, άκρον   

21.Acetopathy – θεραπεία με οξύ (όχι πάθηση)

γ. Achate – αχάτης

22. Achilous – άχειλος

23. Achirite – αχειροποίητο μέταλλο, διοπτάσιος

24. Achor – (α + χρως) – καμμένο δέρμα

25. Achromatic, Achromatism, Achromatize, Achromatopsy – άχρωμος, αχρωματοψία

26. Aciculae, Acicular, Aciculate- ακίδα

27. Acid, Acidimeter – ακίς, οξύ, οξύμετρο

δ. Antacid – αντιοξειδωτικό  

28. Aciform – εν είδει ακίδας

29. Acinaceous, Acinaciform, Acini, Acinous, Aciniform- περσικός ακινάκης, αχινός, εχίνος  

30. Aclinic – μη κλίσις

31. Acme, Acne- ακμή

32. Acology- άκος, άκεσις (θεραπεία) + λόγος

33. Acolyte- ακόλουθος

34. Acondylous – ακόνδυλος

ε. Aconite, Aconitic, Aconitine – στερητικόν + κόνις, κουκούλα μοναχού, δηλητήριο 

35. Acosmism – άρνηση εξωτερικού κόσμου

36. Acotyledon, Acotyledonous- άνευ κοτυληδόνας

37. Acoumeter, Acoustic, Acoustician, Acoustics – ακοή

38. Acre, Acreage, Acrid, Acridity, Acrimonious, Acrimoniously, Acrinomoniousness – άκρη, ακραίος

39. Acroamatic- ακροαματικός

40. Acrobat- ακροβάτης

41. Acrogen- κρυπτογαμικό φυτό

42. Acrolith- άγαλμα με λίθους στα άκρα

43. Acromegaly – ακρομεγαλία

44. Acronycal – ακρόνυχος (σούρουπο στο Θεόκριτο)

45. Acropetal- ακροπεταλία, ανάπτυξη προς τα πάνω

46. Acropolis- Ακρόπολις, φρούριο εκάστης πόλεως  

47. Acrospire- άκρον +  σπείρα, βλάστηση σπόρου

48. Acrostic – ακροστιχίς, ακροστιχία

49. Acroter- ακρωτήριον, κορυφή, εξοχή, βάθρο αγάλματος

50. Actinia (ανεμώνες), Actinic, Actiniform, Actinism, Actinium (ραδιενεργό στοιχείο), Actinograph, Actinolite (σκοτεινή κεροστίλβη), Actinometer, Actinomyges (βακτήρια), Actinotherapy, Actinozoa – ακτίνα, ακτίς αελίου το κάλλιστον επταπύλω φανέν

στ. Act, Acting, Action, Actionable, Activate, Active, Actively, Activity- άγω

ζ. Actor, Actress – άγω, ηθοποιός

η. Actual, Actuality, Actualize, Actually – άγω, επικαιρότητα, επικαιροποιώ

θ. Actuate, Actuation – άγω, ενεργοποιώ

ι. Aculeate, Akuleus – α (προσθετικό) + καυλός, ο έχων προεξοχές, εκβολάδες ή κεντρί

ια. Acute – ακονάω, ακονίζω

51. Adamant, Adamantine- αδάμας

52. Adelphous- αδελφική δέσμη στημόνων

52. Adeniform, Adenitis, Adenoidal, Adenoids, Adenology, Adenose, Adenotomy – αδήν, αδενολογία, αδενοτομία

53. Adiabatic – αδιάβατος

54. Adiactinic – αδιαπέραστος σε ακτίνες

55. Adiantum – φτέρη «αδίαντος», στεγνή κατά Θεόκριτο

56. Adiaphorous, Adiaphorism- αδιαφορία κυρίως επί θεολογικών ζητημάτων

57. Adiathermic – αδιαπέραστος στη θερμότητα

58. Adipic, Adipoma (οίδημα), Adipose, Adipous, Adipocere – οιδίπους κηρός, σπερματσέτο

59. Adonic, Adonis -ευαίσθητος, βραχύβιος Άδωνις

ιβ. Adjunct – ad + ζυγός, ζευγνύω, προσάρτημα

60. Aegipodium podagraria (ποδάγρα)

61. Aegis – αιγίς

62. Aeolian, Aeolic- Αίολος

63. Aeolipile -πύλη Αίολου, ατμομηχανή Ήρωνα

64. Aeon -Αιών

65. Aepyornis – αιπή (ψηλή) όρνις

66. Aerate, Aeration, Aerator, Aerial, Aerification, Aeriform, Aerify, Aerobatics, Aerobia, Aerobomb, Aerodrom, Aerodromics, Aerodynamics, Aerofoil, Aerogram, Aerolite, Aerolith, Aerology, Aerophobia, Aeromancy, Aerometer, Aerometry, Aeronaut, Aeronautical, Aeronautics, Aerophyte, Aeroplane, Aerostat, Aerostatic, Aerostatics, Aerostation, Aery – αήρ, αερίζω

67. Aerie – αύρα, φωλιά σε ψηλό σημείο

68. Aesthete, Aesthetic, Aesthetically, Aestheticism, Aesthetics, Aestho- Physiology-  αίσθησις, αισθητική

69. Aether, Aetheric, Aethereal – αιθήρ

70. Aetiology – έρευνα αιτίων       

71. Africa, African – αφρός ως συνέχεια της αφρογενούς Κύπριδος Αφροδίτης, γιατί το αραβικό afar (σκόνη) να είναι πιθανότερο; Προτιμάμε τους Αφρικανούς σκονισμένους ή αφρογενείς; Το ότι αν προερχόταν από τα ελληνικά θα γραφόταν με “ph” και όχι με “f” δεν αποτελεί καταλυτικό επιχείρημα, διότι αυτό δεν ισχύει πάντα (βλ. scrofulous, scrophularia, sofism κ.λπ.). 

72. Aftermath -(ως προς το δεύτερο σκέλος), μετά το μαθηματικό αποτέλεσμα, επίπτωση  

73. Agalaxy – έλλειψη μητρικού γάλακτος

74. Agalite – αγαλλίς

75. Agalmatolite – αγαλματόλιθος

76. Agamic, Agamogenesis, Agamous – άγαμος

77. Agape – αγάπη

78. Agaric- άγαν ροή, αγάροος, αγάρικον μανιτάρι    

79. Agastrous- άνευ γαστέρος

80. Agate, Agatiferous, Agatized- αχάτης, αγατός, αγαστός χαλκεδόνιος κρύσταλλος

81. Agave – αγαυός, διαπρεπής στον Όμηρο (φυτό)

ιγ. Agency, Agent – άγω, δρω, επιδρώ, επιτυγχάνω αποτελέσματα, το πιο χαρακτηριστικό ρήμα της αρχαίας ελληνικής γλώσσας

82. Agenesis- ατελής γέννηση

83. Agglutinant, Agglutinate, Agglutination, Agglutinative, Agglutinin- γλοιός

84. Agnostic, Agnosticism – άγνωστος

85. Agonic – άνευ γωνίας

86. Agonistic, Agonistically – αγών

87. Agonize, Agonizing, Agony – αγωνία

88. Agora, Agoraphobia- αγορά, αγοραφοβία

89. Agrarian, Agrarianism, Agrarianize, Agrestic, Agricultural, Agriculturalist, Agriculture, Agriculturist, Agrimony, Agrimotor, Agronomic, Agronomics, Agronomist, Agronomy, Agrostology- αγρός

90. Agriology – άγριος, μελέτη πρωτογόνων

91. Agynary- χωρίς αιδοίο

92. Air, Air-base, Air-bed, air-bladder, air-bone, airborne, air-brake, air-brick, air-cells, air-chamber, air-chief-marshal, air-commodore, aircraft, air-cushion, air-drain, air-engine, airer, air-flue, air-furnace, air-gas, air-gun, air-hole, airily, airiness, airing, air- intake, air-jacket, airless, airline, airlock, air-log, airman, airmanship, air-marshal, air-mechanic, air-minded, airplane, air-pocket, air-poise, airponics (αεροπονική, καλλιέργεια με αέρα), airport, air-pump, air-raid, air-sacs, air-scoop, airscrew, airshaft, airship, air-sickness, air-thermometer, airtight, air-trap, air-vessel, air-vice-marshal, airway, airworthy, airworthiness, airy- αήρ

93. Alabaster, Alabastrine – αλάβαστος, αλάβαστρος

94. Alate, Alary – αλάομαι, περιπλανώμαι

95. Albuminuria-ούρηση λευκωμάτων

96. Alcaic – μέτρο Αλκαίου Μυτιλήνης

97. Alchemic, Alchemically, Alchemist, Alchemize, Alchemy- αλχημεία, αιγυπτιακό al kimia (τέχνη), ελληνική χημεία

98. Alembic – όχημα, λέμβος

99. Aleurometer, Aleurone – άλευρος

100. Alexander, Alexanders, Alexandrine, Alexandrite- Αλέξανδρος, αλέξω (προστατεύω) τους άνδρες

101. Algae, Alge, Algous, Algology – άλγη, εκ του άλγους, λόγω του ότι τα φύκια μεταδίδουν μία εντύπωση σήψης

102. Algometer – άλγος

103. Alisma – αλς, θαλασσινό βότανο, πεντάνευρο

104. Allantoid, Allantois- αλλάς

105. Allegorical, Allegorically, Allegorist, Allegorize, Allegory- αλληγορία

ιδ. Allergens, Allergic, Allergy – αλλεργία, αλλεργιογόνοι παράγοντες

106. Allochroite, Allochrous – αλλόχροος

107. Allogamy – σταυρωτή γονιμοποίηση

108. Allograph – κείμενο γραμμένο από άλλον πλην του ενδιαφερομένου

109. Allopathic, Allopathist, Allopathy- αντίθετο της ομοιοπαθητικής

110. Allοphane, Allasomorph – αλλοφανής, αλλασόμορφος

111. Allophylian – αλλόφυλος

112. Allotropic, Allotropism, Allotropy- αλλαγή χαρακτηριστικών, όχι ουσίας

113. Alluvial, Alluvion, Alluvium – λούω, λούομαι

114. Almandine – βιολετί χρώμα από Αλάβανδα ή Αντιόχεια Χρυσαόρων

115. Almond, Almond-cake, Almond- furnace, Almond -Oil, Almond- paste, Almond- willow (αμυγδαλίνα) -λατινικά amandula- ελληνικά «αμύγδαλον»

116. Aloe, Aloes, Aloetic, Aloin – αλόη

117. Alopecia – αλωπεκία, στίγμα αλεπούς

118. Alpha, Alphabet, Alphabetically, Alphabetize, Alpha rays – άλφα

119. Alter ego – άλλο Εγώ

ιε. Altern, Alternant, Alternate, Alternately, Alternation (εναλλαγή), Alternative (εναλλακτικός), Alternator – άλλος

120. Althaea- σπογγώδες πέμμα μολόχας, Αλθαία

121. Altimeter – μετρητής υψομέτρου

122. Altiscope – περισκόπιο

ιστ. Alum, Aluminous  (θειϊκή ένωση αλουμίνας και ποτασίου)

ιζ. Alumina (οξείδιο αλουμινίου- αργιλίου), Aluminate, Aluminiferous, Aluminite – περιέχων alum και αλουμίνα

ιη. Aluminium – αλύδοιμος (πικρός), απαλό αργυρόχρουν μέταλλο, που καλύπτεται από οξείδωση, όταν εκτίθεται στον αέρα, αργίλιο

123. Amacratic -άμα + κρατώ, σύγκλιση ακτίνων

124. Amalgam, Amalgamate, Amalgamation – μάλαγμα, μαλάσσω

125. Amanitin – μανιτάρι, Αμανός (βουνό)

126. Amaranth, Amaranthine  – αμάραντος

127. Αmaryllis- αμαρυλλίς (Θεόκριτος)

128. Amass – μάζα

129. Amaurosis, Amaurotic – αμαύρωσις

130. Amazon, Amazonian, Amazonite  – α + μαζίον (βυζί)

131. Ambidexter, Ambidexterity, Ambidextrous

132. Ambient, Ambiental – αμφί, περιβάλλον

133. Amboss – αμόνι, άκμων

134. Amblygonite -αμβλυγώνιος, μέταλλο

135. Amblyopia, Amblyopsis- αμβλυωπία

136. Amblystoma – αμβλύστομα, κάμπια

137. Ambon – άμβων, κορυφή λόφου

138. Ambrosia, Ambrosial, Ambrosian – αμβροσία

139. Ametabolic – αμετάβολος

140. Amethyst, Amethystine – αμέθυστος

141. Amianthiform, Amianthoid, Amianthus – αμίαντος, αμόλυντος

142. Ammeter- μετρητής αμπέρ

142. Ammodyte – άμμος + δύτης, χέλι της άμμου

143. Ammonia, Ammoniac, Ammoniacal, Ammoniated, Ammonite, Ammonium – ρητίνη από το ναό του Άμμονα, αμμωνία, αμμωνίτης

144. Amnesia -αμνησία

145. Amnesty – αμνηστία

146. Amnion, Amnios, Amniotic – αμνός, αμνιωτικός

147. Amoeba, Amoebean, Ameoboid – αμοιβάς, αλλαγή αμφίεσης

148. Amorphism, Amorphous, Amorphusness, Amorphozoa – α + μορφή

149. Amortization, Amortize- μορτή, μείρομαι

150. Amphi – αμφί, περιβάλλον

151. Amphibia, Amphibian, Amphibiological, Amphibiology, Amphibious – αμφίβιος

152. Amphibole, Amphibolite- αμφίβολος, μεταμορφική κεροστίλβη

153. Amphibological, Amphibology, Amphibolous -αμφίβολος, αμφιβολία

154. Amphibrach-  αμφιβραχύς (στίχος)

155. Amphictyonic, Amphictyons – αμφικτυονία

156. Amphigam, Amphigamous – αμφίγαμος, κρυπτόγαμος

157. Amphimacer – αμφίμακρος

158. Amphioxus – αμφί + οξύς, μαλάκιο

159. Amphipoda, Amphipodus -αμφίποδον, μαλακόστρακο

160. Amphiprostyle – αμφιπρόστυλος

161.  Amphisbaena – αμφί + εμβαίνω, σαύρα

162. Amphiscians – αμφίσκιος, κάτοικοι ξηρών θερμών περιοχών, των οποίων η σκιά πέφτει ανάλογα με την εποχή από τη μία ή την άλλη πλευρά (σ.σ. οι λέξεις προσφέρουν θαυμαστές γνώσεις)

163. Amphiteatre

164. Amphitryon- αμφιτρύων

165. Amphora, Amphoric  – αμφορεύς

166.  Amplexicaul – πλοκή + καυλός

167. Amurca, Amurcous – αμόργη, μούργα

168. Amuse, Amusement, Amusing, Amusingly – μούσα

169. Amygdalate, Amygdalic, Amygdalin, Amygdaloid – αμύγδαλον

170. Amyl, Amylaceous, Amylic, Amyloid – άμυλον, μη αλεσμένο

171. Anabaptism, Anabaptist – αναβαπτισμός, βάπτιση ενηλίκων υπό τον όρο προηγούμενου ενστερνισμού του χριστιανισμού

172. Anabas – αναβαίνω, υπερυψωμένη φωλιά

173. Anacathertic, Anacatharsis – ανακάθαρσις, χορήγηση καθαρτικού για πρόκληση εμετού

174. Anachronism, Anachronistic – αναχρονισμός

175.   Anaclastic – ανακλαστικός

176. Anacoluthon – ανακόλουθον, ασυνέπεια στη δομή προτάσεως

176. Anacreontic – Ανακρέων, κρασί και γυναίκες

177. Anacrusis – ανάκρουσις, οπισθοχώρηση, κρύψιμο μη εμφατικών συλλαβών μέσα στο ρυθμό του στίχου

178. Anadem – ανάδημα, διάδημα, κεφαλόδεσμος

179. Anadromous – ανάδρομος

180. Anaemic, Anaemia – αναιμία

181. Anaerobic – Anaerobia – αναερόβιος

182. Anaesthesia, Anaesthetic, Anaesthetization, Anaesthetize- Anaesthesine – αναισθησία

183. Anaglyph, Anaglyphic, Anaglyptic, Anaglyptography – ανάγλυφον

184. Anagoge, Anagogical, Anagogy  – αναγωγή

185.  Anagram, Anagrammatical, Anagrammatist, Anagrammatize -ανάγραμμα, αναγραμματισμός

186. Analect – ανάλεκτος

187. Analemma – ανάλημμα, προβολή σφαίρας στο μεσημβρινό, συναφές ξύλινο ή χάλκινο όργανο

188. Analepsy,  b) Analeptic – επιληψία, φάρμακο που διευκολύνει την ανάληψη του οργανισμού από παραζάλη

189. Anapeptic- δυναμωτικό για να αναλάβει κάποιος δυνάμεις

ιθ. Anapest, Anapestic- ανάπαιστος

κ. Anaphylactic, Anaphylaxia- αναφυλαξία 

190. Analgesia, Analgesic – αναλγησία

191. Analogical, Analogist, Analogize, Analogon, Analogous, Analogously, Analogue, Analogy- αναλογία

192. Analyze, Analyzer, Analysis, Analyst, Analytic, Analytical, Analytics – ανάλυσις

193. Anamnesis

194. Anamorphosis

195. Anandrous – άνευ στήμονος, άνευ ανδρός συζύγου

196. Anatherous – άνευ ανθήρων

197. Ananthous – άνευ άνθους

198. Anapaest, Anapaestic – ανάπαιστος

199. Anaphora- αναφορά, επανάληψη, ορθόδοξη ευχαριστία

200. Anaphrodisiac – μη αφροδισιακός

201. Anaplasty- ανάπλαστος, δυνάμενος να πλασθεί

202. Anaptotic – γλώσσα χωρίς κλίσεις

203. Anarchical, Anarchism, Anarchist, Anarchy- αναρχία

204. Anarthrous – άναρθρος, άνευ κλειδώσεων ή μελών

205. Anasarca – ανά + σαρξ, υδρωπικία

206. Anastatic- γλυπτός, προορισμένος να παραμείνει (σ.σ. σχεδόν το αντίθετο από τη νεοελληνική σημασία)

207. Anastomose, Anastomosis, Anastomotic – αναστόμωσις, σύνδεση

208. Anastrophe – αναστροφή

209. Anatase – ανάτασις, οξείδιο του τιτανίου

210. Anathema, Anathematical, Anathematization, Anathematize – ανάθεμα  

211. Anatomical, Anatomically, Anatomist, Anatomization, Anatomize, Anatomy – ανατομία

212. Anatropous – ανεστραμμένο ωάριο

213. Anchithere, Anchitherium – άγχι + θηρίον, άλογο με τρία δάκτυλα

214. Anchor, Anchorage, Anchoretical, Anchorhold, Anchor-ice- άγκυρα

215. Anchorite, Anchoress – μοναχός αγκορίτης, εξαρτώμενος από το μοναστήρι

216. Anchylose, Anchylosis, Anchylotic – αγκύλωσις

217. Ancon – αγκών  

218. Androgyne, Andrtogynous, Andropetalous, ανδρόγυνο φυτό

κα. Andropogon (ανήρ + πώγων, κιτρώδες φάρμακο για κουνούπια

219. Anecdotage, Anecdotal, Anecdote, Anecdotic, Anecdotical, Anecdotist – ανέκδοτον

220. Anelectric, Anelectrode  – α + ήλεκτρον, ανηλεκτρικός

221. Anemogram, Anemograph, Anemology, Anemometer, Anemophilous, Anemoscope – άνεμος

222. Anemone – ανεμώνη, άνθος ανέμου

223. Aneurism, Aneurismal -ανεύρυσμα

224. Angel, Angel-fish, Angelic, Angelica, Angelical, Angelology, Angelus, Angel- water – άγγελος

225. Angiocarpus, Angiology, Angiosperm – αγγείον, αγγειόκαρπος, αγγειόσπερμος

225 α. Angle, Angular, Angularity, Angulate – αγκύλη, άγκιστρον, γωνία, γωνιώδης  

226. Angler, Anglican, Angilcanism, Anglice, Anglicism, Anglicize, Angling, Anglo- American, Anglo-catholic, Anglo-catholicism, Anglo-Indian, Anglomania, Anglo-norman, Anglophobia, Anglo-Saxon -άγκιστρον

227. Angora – άγκυρα

228. Anger, Andry, Anguish- άγχω, άγχος

229. Anharmonic – μη αρμονικός

230. Anydrous, Anydrite – άνυδρος, άνυδρo θειϊκό ασβέστιο

231. Animal, Animalcula, Animalcular, Animalcule, Animal- flower, Animalism, Animality, Animalization, Animalize, Animate, Animated, Animating, Animation, Anime’, Animism, Animist, Animistic, Animosity, Animus – άνεμος, αναπνέω

232. Anion – ανιόν

233. Aniso-, Anisomeric, Anisometric- άνισον, ανισομερής

234. Ankylosis – αγκύλωσις

κβ. Announce, Announcement, Announcer – ad (δηλωτικό κατεύθυνσης, προς) + νέα, ανακοινώνω, ανακοίνωση

κγ. Annual, Annually -«ένος» με ψιλή (μελλοντικός, μεθαυριανός, ενώ αντιθέτως δασυνόμενο «έννος ή ένος» σημαίνει περσινός

κδ.  Anode- ανά + οδός, θετικό ηλεκτρόδιο

235. Anodyne – ανώδυνος

236. Anomalistic, Anomalous, Anomalously, Anomaly – ανώμαλος

237. Anonym, Anonymity, Anonymous- ανώνυμος

238. Anopheles – ανωφελής κώνωψ

239. Anorthic – ανορθώ, πυριτικό άλας με ανισόπεδους άξονες, τρικλινές  

240. Anorthite – πυρίτιο και αργίλιο σε διαφανείς κρυστάλλους

241. Antagonism, Antagonist, Antagonistic, Antagonistically, Antagonize – ανταγωνισμός

242. Antalgic – α + άλγος

243. Antaphrodisiac – αντί + αφροδισιακόν

244. Antarchic- α + άρκτος 

245. Antarthritic – αντί + αρθρώ

246. Anasthmatic – α + άσθμα

κε. Aneroid – α (στερητικόν) + νηρός (υγρός), τεχνική όπου ένα ελαστικό χείλος ενός αποσυμπιεσμένου από αέρα κουτιού παραμορφώνεται ανάλογα με την  πίεση του εξωτερικού αέρα (μέθοδος χρησιμοποιούμενη στα βαρόμετρα)  

247. Antelope, Antilopine- ανθολώψ, άγριο ζώο στις όχθες του Ευφράτη

248. Anthelion – ανθήλιον

249. Anthelmintic –απεντόμωση, αντί + έλμινθος (σκουλήκι)

250. Anthem -αντίφωνον

251. Anther, Antheral, Anther- dust, Antheridium, Antheroid, Anthocarpus, Anthoid, Anthology, Anthophyllite – άνθος, ανθηρός

252. Anthracite, Anthracitic, Anthracoid, Anthrax – άνθραξ

253. Anthropic, Anthropocentric, Anthropogeny, Anthropoglot, Anthropography, Anthropoid, Anthropolite, Anthropological, Anthropologist, Anthropology, Anthropometry, Anthropomorphic, Anthropomorphism, Anthropomorphite, Anthropomorphize, Anthropomorphosis, Anthropomorphous, Anthropopathy, Anthropophagi, Anthropophagite, Anhropophagous, Anthropophagy, Anthroposophy, Anthropotomy -άνθρωπος, άνω + θρώσκω

254. Anthypnotic – α + ύπνος

255. Anti- -αντί

256. Anti-aircraft- αντιαεροπορικό

257. Antibacchius – πους τριών συλλαβών, μακρόν, μακρόν, βραχύ

κστ. Antibacterial – αντί + βακτήριον  

258. Antibody -αντίσωμα

259. Anticachectic – αντί + καχεκτικός

260. Anticausotic – αντί + καυστικός

261. Antichrist, Antichristian – αντίχριστος

262. Anticlerical, Anticlericalism – αντί + κλήρος

263. Anticlimax – αντί + κλίμαξ

264. Anticlinal – αντί + κλίνη

265. Anticline – αντί + κλίσις

266. Anticyclone – αντικυκλών

267. Antidotal, Antidote- αντίδοτον

κζ. Antigen – αντί + γεννώ, αντιγόνο

κη. Antigrav, Antigravitational – αντί + gravitas, πλατφόρμα αντιβαρύτητας

268. Antihelix – ημικύκλια προεξοχή του αυτιού

269. Antihypnotic – αντί + ύπνος  

270. Antilegomena – αντιλεγόμενα

271. Antilithic – αντί + λίθος (κατά της πέτρας στα ούρα)

272. Antilog, Antilogarithm – αντί + λόγος, λογάριθμος

273. Antilogous, Antilogy- αντιλογία

274. Antimeter – οπτικό όργανο

κθ. Antimatter -αντί + matter (ύλη)

275. Antimonarchical, Antimonarchy- αντί + μοναρχία

276. Antinomian, Antinomianism, Antinomy – αντί + νόμος

277. Antipathetic, Antipathy – αντιπαθής

278. Antiphlogistic – αντί +  φλοξ

279. Antiphon, Antiphonal, Antiphonary- αντί + φωνή, ύμνος  

280. Antiphrasis, Antiphrastic – αντί + φράσις

281. Antipodal, Antipode, Antipodean, Antipodes – αντίποδες

282. Antipole – αντί + πόλος

λ. Antiproton- αντιπρωτόνιο

283. Antipsoric – αντί + ψώρα

284. Antipyretic – αντί + πυρετός

285. Antirrhinum- αντί +ρις (ρινός), φυτό σκυλάκι

286. Anticeptic – αντί + σήψις

287. Antispasmodic -αντί +σπασμός

287. Antispast – πους τεσσάρων συλλαβών, βραχύ, μακρόν, μακρόν, βραχύ

288. Antistrophe, Antistrophic – αντί + στροφή

289. Antithesis, Antithetical, Antithetically – αντίθεσις

290. Antitoxin – αντί + τοξίνη (δηλητήριο επί βέλους)

291. Antitragus- το τμήμα του αυτιού απέναντι στο γένι (τράγον)

292. Antitype, Antitypical, Antitipycally- αντίτυπον

293. Antizymic, Antizymotic- αντί + ζύμη

294. Antlia- αντλώ

295. Antonomasia – αντωνομασία

296.  Antonym – αντώνυμον

297. Antrum – άντρον

298. Anxiety, Anxious, Anxiously  -άγχω, άγχος

299. Aorist, Aoristic – αόριστος

300. Aorta, Aortic – αορτή

301.  Apagoge, Apagogical – απαγωγή (λογική)

302. Apanthropy – απανθρωπία  

301. Apathetic, Apathetical, Apathy – απάθεια

302. Apatite – απάτη, απατίτης, οστεόλιθος (φωσφορικό άλας)

303. Apepsia,  Apepsy – απεψία 

304. Apetalous – απέταλος

305. Apex, Apical, Apices – άπηξ

306. Aphaeresis – αφαίρεσις

307. Aphaniptera – αφανόπτερον

308. Aphanite – αφανές συστατικό κεροστίλβης

309. Aphasia – αφασία

310. Aphelion – αφήλιον

311. Apheliotropic – αποστρεφόμενος από τον ήλιο

312. Aphesis – άφεσις

313. Aphid, Aphides, Aphidian, Aphis – αφειδής, μελίγκρα με αφειδή πολλαπλασιασμό

314. Aphlogistic – α + φλοξ

315. Aphonia, aphony – αφωνία

316. Aphorism, Aphorist, Aphoristically – αφορισμός, από + ορισμός, σύντομη, κατηγορηματική και επιφανειακή δήλωση που αφήνει πολλά στοιχεία του ορισμού απέξω

317. Aphrisite, Aphrite- αφρός, γυαλιστερός τουρμαλίνης

318. Aprhodisiac, Aphrodisian, Aphrodite- Αφροδίτη

319. Aptha, Apthae – άφθα

320. Aphyllous- άφυλλος

321. Aplacental – α + πλακούς

322. Aplanatic – μη πλανώμενος (οπτική)

323. Aplastic  – α + πλάσσω

324. Apnoea- άπνοια

325. Apocalypse, Apocalyptical- αποκάλυψις

326. Apocarpus – διακεκριμένος καρπός

327. Apocopate, Apocope – αποκοπή

328. Apocryphal, Apocrypha- απόκρυφος

329. Apod, Apodal – άπους

330. Apodeictical – απόδειξις

331. Apodοsis – απόδοσις

332. Apogean, Apogee – απόγειον

333. Apolaustic – απολαυστικός

334. Apollyon – απολλύων- καταστροφικός άγγελος

335. Apologetic, Apologetical, Apologetically, Apologetics, Apologia, Apologist, Apologize, Apologue, Apology- απολογία

336. Apopthegm – απόφθεγμα

337. Apophyge – αποφυγή

338. Apophysis – απόφυσις

339. Apoplectic, Apoplectical, Apoplexy – αποπληξία

340. Aposiopesis – αποσιώπησις

341. Apositia – από + σίτος, αποστροφή στο φαγητό

342. Apostasis – απόστασις

343. Apostasy, Apostate, Apostatize – αποστασία

344. Apostil, Apostle, Apostleship, Apostolate, Apostolic, Apostolically- αποστέλλω

345. Apostrophe, Apostrophic, Apostrophize- απόστροφος

346. Apothecary – αποθηκάριος (φαρμακείο)

347. Apothegm, Apothegmatic – απόφθεγμα

348.  Apotheosis

λα. Appendectomy – Appendix + εκτομή

349. Apozem – από + ζέω

350. Apsis – αψίς

351. Apteral, Apterous, Apteryx – άπτερος

352. Aptote- Aprotic – άπτωτος

353. Apyretic, Apyrexy  – απύρετος

354. Apyrous – άπυρος

355. Arable – άρουρα, αρόω – αρώ

356. Arachnid, Arachnoid, Arachnologist, Arachnology – αράχνη

357. Araeostyle, Araeosystile – αραιές στήλες

358. Anareidan, Anareiform, Araneose – αράχνη + είδος

359. Arcadian – Αρκαδία, Ελλάδα των μύθων

360. Archean, Archeological, Archeologist, Archeology, Archaic, Archaism, Archaistic – αρχαίος

361. Archangel -άρχω, αρχι + άγγελος, αρχάγγελος

 λβ. Archdeacon, Archidiaconal, Archdeaconate, Archdeaconry, Archdeaconship, – άρχω, αρχι + διάκονος, αρχιδιάκονος, αρχιδιακονία

λγ. Archdiocese – άρχω, αρχι + διοίκησις ενορίας

λδ. Archdruid – αρχι, άρχω + δρυίδης (δρυς) παγανιστής ιερέας βόρειων λαών

λε. Archbishop, Archducal, Archduchess, Archduchy, Archduke, Archdukedom, Archfiend, Architrave, Archstone, Archway -αρχι + ….

 λστ. Arch-hypocrite – αρχι+ υποκρίνομαι, αρχιυποκριτής

λζ. Archiepiscopate – αρχι + επίσκοπος, επισκοπάτον, αρχιεπισκοπή

λη. Archimandrite – αρχι + μάνδρα, μάνδαλον, αρχιμανδρίτης

λθ. Archimedean – αρχιμήδειος εκ του Αρχιμήδης και αυτός εκ του αρχι + μήδεα (νους), πολύνοος

μ. Archipelagian, Archipelago – αρχι + πέλαγος, αρχιπέλαγος (κυρίως το Αιγαίο)

362. Architect, Architectonic, Architectonics, Architectural, Architecture – αρχιτεκτονώ   

363. Archetypical, Archetype – αρχί + τύπος, αρχέτυπον   

364. Archelogy – αρχή + λόγος, επιστήμη αρχών

365. Archives, Archivist – αρχείον

366. Archon – άρχων   

367. Arcograph – όργανο γραφής τόξου

368. Arctic, Arctomys (αρκτόμυς), Arcturus – άρκτος, αρκτούρος (ούρος= φύλακας)

μα. Arctonyx – άρκτος + όνυξ, είδος ασβού  

369. Areometer, Areometry – αραιόμετρον

370. Areopagite, Areopagus – Άρειος Πάγος

371. Argent, Argentic, Argentiferous, Argentine, Argentinian, Argentite- άργυρος

372. Argil, Argillaceous, Argilliferous, Argillite – άργιλλος

373. Argon – αέριο αργόν, αργός

374. Argonaut – αργοναύτης

375. Argos – Άργος, πλάσμα με πολλά μάτια

376. Arian – Άρειος, αρχηγός αίρεσης

377. Ariel – αήρ, αερικό

378. Aristarch, Aristarchean – αρίσταρχος, άριστος κυβερνήτης, αυστηρός κριτής  

379. Aristocracy, Aristocrat, Aristocratic, Aristocratical- αριστοκρατία

380. Aristophanic – αριστοφανικός

381. Aristotelian – αριστοτελικός

382. Arithmancy – αριθμός + μαντεία

383. Arithmetic, Arithmetical, Arithmetically, Arithmetician, Arithmocracy, Arinthmometer – αριθμός

384. Arm, Armada, Armament, Armature, Arminia, Armistice, Armoire, Armory, Army κ.λπ. – άρμα

μβ. Arm, Armpit (μασχάλη) – αρμός, βραχίονας  

385. Aroma, Aromatic, Aromatize – άρωμα

386. Arsenite, Arsenic, Arsenical, Arsenicate, Arsenious, Arsenide, Arsenite, Arseniuret- άρσην, άρσεν

387. Arsis- ύψωμα φωνής – άρσις

388. Artemis, Artemisia – Άρτεμις

389. Arterial, Arterialization, Arterialize, Arteriography, Arteriosclerosis, Arteriotomy, Artery- αρτηρία

390. Arhritic, Arthritis, Arthrology, Arhropathy, Arthropoda, Arthrosis – άρθρον, αρμός, άρθρωση

391. Article, Articular, Articulate, Articulately, Articulation, Articulator- άρθρον, αρμός, άρθρωση

μγ. Artocarpous – αρτόκαρπος

392. Aryan – άρειος

393. Asbestic, Asbestine, Asbestoid, Asbestos- άσβηστος, ανεξάλειπτος, άκαυστη ινώδης κεροστίλβη μετατρεπόμενη σε υφάσματα, χαρτί και φυτίλια, αμίαντος 

394. Asbolin – άσβολος, κόνις αντί σβώλων

395. Ascetic, Ascetical, Ascetism – ασκητής

μδ. Ascend, Ascendancy, Ascendant, Ascendency, Ascension, Ascensional, Ascensive, Ascent – σχέση με «σκάνδαλον» ή σκανδάλη, κάτι που εκπηδά ξαφνικά, ανέρχομαι με άλμα

396. Ascidian, Ascidians, Ascidium – ασκίδιον, ασκός, χιτωνόζωον, ουροχορδωτόν

397. Asclepiad- στίχος τεσσάρων ποδών, σπονδή, χορίαμβος και δύο δάκτυλοι

398. Asclepias – Ασκληπιός, φυτό επιθετικό, αποπνικτικό, αναρριχητικό, δηλητηριώδες  

399. Aseismic – α + σεισμός

400. Asepsis, Aseptic, Asepticize – α + σήπομαι

401. Asia, Asiatic- Ασία

402. Asomatous – ασώματος

403. Asparagine, Asparagus – ασφάραγος, σφαίρα, εκβλαστάνω, τρυφερό βλαστάρι

404. Aspermous- άσπερμος

405. Asphalt, Asphaltic – άσφαλτος

406. Asphodel – ασφόδελος

407. Asphyxia, Asphyxiant, Aspyxiate, Asphyxiated – ασφυξία

408. Aspidistra – ασπίς, φυτό

με. Asplenium – σπλην, φυτό που κάνει καλό στη σπλήνα  

409. Astatic – άνευ πολικότητας

410. Aster, Astral, Asterisk, Asterism, Asteroid, Astropolis, Asteroidal, Astrogation, Astrography, Astrolabe (αστρολάβος), Astrolatry, Astrologer, Astrological, Astrologically, Astrology, Astrometer, Astrometric, Astrometrics, Astronomical, Astronomer, Astronomical, Astronomically, Astronomize, Astronomy, Astrophotography, Astrophotometry, Astrophysical, Astrophysicist, Astrophysics, Astro-telemetry – αστήρ, αστεροειδής

414. Astigmatic, Astigmatism – α + στίγμα

415. Astomatus, Astomous – άστομος

μστ. Astriction, Astrictive – στραγγεύω, σφίγγω, τεντώνω βίαια με κίνδυνο θραύσης ή θλάσης

μζ. Astringency, Astringent – στραγγεύω, σφίγγω, τεντώνω βίαια με κίνδυνο θραύσης ή θλάσης

μη.  Astrotheory, Astrotheorist –αστροθεωρία  

416. Astragal, Astragaloid, Astragalus – αστράγαλος, εξόγκωμα στην άρθρωση ποδιού, κινέζικο θεραπευτικό χόρτο

417. Astylar – άστυλος

418. Asylum – άσυλον

419. Asymmetrical, Asymmetry – ασυμμετρία

420. Asymptote – ασύμπτωτος, αενάως τείνων χωρίς ποτέ να φθάνει στο πέρας της διαδρομής

421. Asynartete- ασυνάρτητος, στίχος με δύο διαφορετικούς ρυθμούς

422. Asynchronism- ασύγχρονος

423. Asyndetic, Asyndeton- ασύνδετος

424. Asyndactic – ασύντακτος

425. Ataxic, Ataxy – αταξία

425. Athalamous – α + θάλαμος, λειχήνα χωρίς θάλαμο υποδοχής σπόρων

426. Athanasian, Athanasy – αθάνατος

427. Atheism, Atheist, Atheistical- αθεϊσμός

427. Athens, Athenaeum, Athenian – Αθήναι

428. Atherine – αθερίνα

429. Athermancy, Athermanous- α + θερμός

430. Athlete, Athletic, Athleticism, Athletics – αθλητής

431. Atlantean, Atlantes, Atlantic, Atlas – Άτλας, Ατλαντίς

432. Atmology, Atmolysis, Atmometer, Atmosphere, Atmospheric, Atmospherically, Atmospherics- ατμός, ατμόσφαιρα

433. Atom, Atomic, Atomicity, Atomism, Atomization, Atomize, Atomizer, Atomology, Atomy – άτομον

434. Atonic, Atony – άτονος

435. Atrophied, Atrophy – α + τροφή

436. Atropine, Atropism – ατροπίνη, Άτροπος

μθ. Attain, Attainable, Attainder (στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων επί ατιμωτικής ποινής), Attainment, Attaint, Attainture – ad (προς) + τείνω, φθάνω, κατορθώνω  

ν. Attend, Attendance, Attendant, Attender, Attendingly – ad (προς) + τείνω, παρίσταμαι, φροντίζω, μεριμνώ

να. Attention, Attentive, Attentively, Attentiveness – ad (προς) + τείνω, επιμελούμαι, προσέχω, προσοχή

νβ. Attenuant, Attenuate, Attenuation – ad (προς) + τείνω, αραιώνω   

νγ. Attest, Attestation, Attestor – – ad (προς) + τέκτων, κέλυφος, όστρακον, παρίσταμαι, μαρτυρώ, επικαλούμαι, φανερώνω 

437. Attic, Atticism, Atticize – Αττική

νδ. Attract, Attractability, Attractingly, Attraction, Attractive, Attractively, Attractiveness, Attractor – ταύρος, ταυρίζω, τραβώ, ελκύω, γοητεύω

438. Attrite, Attrition- τρίβω, έτριψα

νε. Attune – τόνος, εναρμονίζω δύο ήχους

439. Atypous, Atypical – άτυπος

νστ. Audiometer, Audiophone – ως προς τα δεύτερα σκέλη

440. Augean – από την κόπρο του Αυγείου, δύσκολος, κουραστικός

νζ. Augment, Augmentati Augmentative, Augmeneted – ογμεύω, όγμος, προωθώ σε ευθεία γραμμή, επαυξάνω, αύξηση ιστορικού χρόνου (γραμμ.)

νη. Augite – αυγή, αυγίτης, πυρόλιθος, μαύρος ή πρασινωπός ηφαιστειακός βράχος

441. Aula, Aularian, Aulic – αυλή

442. Aura, Aural – αύρα

443. Autarch, Autarchy – αυταρχία, αυταρχισμός

444. Authentic, Authenticate, Authentication, Authenticity, Authoritative, Authoritatively, Authority, Authorization, Authorize, Author, Authorship – αυθέντης, αυθεντικός

445. Auto- αυτο-, πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων που αφορά τον εαυτό

446.  Autobiographical, Autibiography – αυτοβιογραφία

447. Αutocarpous – αυτόκαρπος

448. Autocephalous – αυτοκέφαλος

449. Autochthon, Autochthonous – αυτόχθων

450. Autocracy, Autocrat, Autocratic, Autocratically- αυτοκρατής

451. Autogamy – αυτογαμία

452. Autogenous – αυτογενής

453. Autograph, Autography – αυτόγραφον

454. Autogyro – αυτόγυρος, περιστρεφόμενος

νθ. Auto- intitiate, initiating – αυτο- έναρξις

455. Autolatry- αυτολατρεία

456. Autology – αυτολογία

457. Automata, Automatic, Automatical, Automatism, Automaton, Automatous – αυτόματον

458. Automorphic, Automorphism- αυτό + μορφή

459. Autonomic, Autonomist, Autonomous, Autonomy – αυτονομία

460. Autopsy, Autoptical – αυτοψία

461. Autoschediasm – αυτοσχεδίασμα

462. Autotheism – αυτοθεϊα

463. Autotomy – αυτο- + τομή

464. Autotoxy- Autotoxis – αυτο- τοξικόν (δηλητήριο πάνω στα βέλη)

465. Autotype, Autotypography – αυτο- + τύπος

466. Axe, Axestone – αξίνη

467. Axial, Axiferous, Axile, Axis, Axonic, Axotomous – άξων

ξ. Axil – άξων, γωνία μεταξύ κλαδιού και κορμού (δένδρα)

ξα. Axilla, Axillary –άξων, μασχάλη, γωνία μεταξύ βραχίονα και κορμού  

ξβ. Axle – άξων, άτρακτος του τροχού

468. Axiom, Axiomatic, Axiomatical – αξίωμα

469. Azalea – άζω, ξηραίνω

470. Azoic- αζωικός

471. Azonic- αζωνικός

472. Azote, Azotic, Azotize – άζωτον, α + ζωή

473. Azygous – άζυγος

474. Azyme, Azymatic, Azymous – άζυμος

                  Β

475. Bacchanal, Bacchanalia, Bacchanalian, Bacchant, Bacchante, Bacchantic, Bacchic, Bacchus – Βάκχος

476. Bacillary, Bacilliform, Bacillus – βάκλον, ράβδος

477. Bacteria, Bactericidal, Bacteriology, Bacteriolysis – βακτήριον, βακτηρία

478. Bagnio – βάλανος (του πέους), βαλανείον

479. Ballistraria, Ballista, Ballistics – βάλλω, βαλλιστική    

 480. Balm, Balsam, Balsamic, Balsamiferous, Balsamine, Balsamodendron  – βάλσαμον

481. Balneology, Balneum – βαλανείον, εκ της βαλάνου του πέους, αφορών ιαματικά κυρίως λουτρά

482. Baptism, Baptismal, Baptist, Baptistery, Baptize – βαπτίζω

483. Barbarian, Barbaric, Barbarism, Barbarity, Barbarize, Barbarous- βάρβαρος

484. Barbiton, Barbitone – βάρβιτος

485. Baric, Barometric, Baritone, Barograph, Barology, Barometer,    Barometrical, Barycentric, Baryta, Barytone – βάρος

486. Basalt, Basaltic, Basaltiform, Basaltine, Basanite – βασανίτης, βάσανος

487. Base, Baseball, Base-Born, Baseless, Base- Line, Basely, Basement, Basic, Basically, Basicity- βάσις

488. Basil, Basilica, Basilical, Basilicon, Basilisk – βασιλική, βασιλεύς, βασιλίσκος

489. Bathetic, Bathometer, Bathos, Bathybius, Bathymetry – βάθος, βαθύβιος

490. Batrachia, Batrachian, Batrachoid – βάτραχος

491. Bdellium – ρητίνη, βδέλλα, βδελυρός

ξγ. Bear – σχέση με το «φέρω», υποφέρω, γεννώ παιδιά

492. Beef, Beefeater, Beefsteak, Beefy – βους

493. Belemnite – κεφαλόποδο, βέλεμνον, βέλος

494. Belomancy – μαντεία δια ρίψεως βέλους

495. Bema – άσυλο, πλατφόρμα, βήμα

496. Benthos – βένθος, βάθος

ξδ. Beryl, Berylline, Beryllium – βήρυλλος

497. Beta, Beta-rays- βήτα

ξε. Betray, Betrayal – be (by – ολόγυρα) + δίδω, προδίδω, προδοσία 

498. Biaxial- διαξονικός

499. Bible, Biblical, Biblicist, Bibliographer, Bibliographical, Bibliography, Bibliolatry, Bibliology, Bibliomancy, Bibliomania, Bibliomaniac, Bibliophile, Bibliophilism, Bibliophilist, Bibliophobia, Bibliopole, Bibliopolical, Bibliopolist, Bibliopoly, Bibliotheca, Bibliothecal, Bibliothecary, Biblist – βιβλίον, βιβλιοπώλης, βιβλιόφιλος, βιβλιομανής, βιβλιόφοβος, βιβλιοθηκάριος κ.λπ.  

500. Bibliopegist, Bibliopegy – βιβλιοδεσία, μανία για βιβλιόδετα

501. Bicaudal – bis + καυλός

502. Bicephalous, Biceps, Bicipital – δικέφαλος μυς

503. Bichloride – χλωρός, χλώριον

504. Bicycle, Bicyclist – bis + κύκλος, ποδήλατο

505. Bigamist, Bigamous, Bigamy – δίγαμος

506.  Bigener, Bigenous, Bigentia- διγενής

507. Bimetallic, Bimetallism, Bimetallist – bis + μέταλλον

508. Binomial, Binominal- διώνυμον

509. Bioanalysis – βιοανάλυσις

ξστ. Bio-ablation- βιο- αφαίρεση, βιο- κατάλυση

ξζ. Biobed – ιατρικό διαγνωστικό κρεβάτι

ξη. Bioblast, Bioblastic – βίος + βλαστός

510. Biochemical, Biochemistry, Biochemistral – βιοχημεία

ξθ. Biodata – βιοδεδομένα

511. Biodynamics – βιοδυναμική

ο. Bioelectrical – βιοηλεκτρικός

οα. Bioengineering – παραγωγή γενετικά ενισχυμένων οργανισμών

οβ. Bio -dampener – βιοκαταστολέας

ογ. Bio-extraction – εξαγωγή ζωντανού δείγματος από ζωντανό φορέα

οδ. Biofilters – βιοφίλτρο

οε. Bioform – βιολογική μορφή

οστ. Biopods – κάψουλες διαφυγής από σκάφος ή  διαστημόπλοιο

οζ. Biohazard – βιολογικός κίνδυνος    

512. Biogenesis, Biogenic, Biogenetic – βιογενετική

513. Biograph, Biographer, Biographical, Biographically, Biography- βιογραφία

οη. Biokinetic – βιοκινητικός

514. Biological, Biologist, Biology- βιολογία

οθ. Biomedical – βιοϊατρικός

π. Biomimetic, Biomimetics – βίος + μίμησις, στολή ή περιβολή προσαρμογής σε ξένο περιβάλλον  

515. Biomagnetism – βιομαγνητισμός

πα. Biometeorology – βιομετεωρολογία, επίπτωση των καιρικών και κλιματικών φαινομένων στον οργανισμό

πβ. Bio-lab, Bio-laboratory – βιοεργαστήριον

πγ. Biomass, Biomatter – βιομάζα, βιοϋλη   

πδ. Biomatrix – βιομήτρα

516. Biometric, Biometrics, Biometry – βιομετρία, αναγνώριση ατόμων βάσει σωματικών και βιολογικών χαρακτηριστικών, μέτρηση αυτών 

πε. Bio- mimetic – βιομιμητικός

πστ. Biomolecular – βιομοριακός  

517. Bionomics – βίος + νόμος

πζ. Bionetic – βιοδιαδικτυακός

πη. Bioneural – βιονευρικός

πθ. Bioped – ιατρικό διαγνωστικό κρεβάτι

518. Bioplasm, Bioplasmic – βιόπλασμα

q (κόππα). Biopolymer – βιοπολυμερές

qα. Bioprobe, Bioscan, Bioscanning, Bioscanner – ανιχνευτικό, ανιχνευτής βιολογικού οργανισμού

qβ. Bioreadings – βιολογικά ευρήματα  

519. Bioscope – βίος + σκοπώ, κινηματογράφος

qγ. Biosensors – αισθητήρες βιολογικής ζωής

qδ. Bioship – πλοίο κατασκευασμένο με βιολογικούς δομικούς λίθους   

qε. Biosigns – βιολογικά ίχνη, σήματα

qστ. Biosphere – βιόσφαιρα

520. Biostatics, Biostatic – βίος + στατική

qζ. Biosynthetic- βιοσυνθετικός   

521. Biotaxy – ταξινόμηση

qη. Bio-threat – βιολογική απειλή

522. Biotic, Biotics – βιοτικός

523.  Biped – bis + πους

524. Bipetalous – bis + πέταλον

525. Biplane – bis + πέλανος, ημίρρευστη επίπεδη πίττα, λαγάνα

526. Bipolar – bis + πόλος

527. Bison – βύσων

qθ. Black – σχέση με «φλέγειν»

528. Blaspheme, Blasphemous, Blasphemously, Blasphemy – βλάσφημος

529. Blastide, Blastocarpous, Blastocolla, Blastderm, Blastogenesis, Blastula – βλαστός, βλάστη

530. Blennogenous, Blennorrhoea- βλέννα, βλεννόρροια

ρ. Brillante, Brilliance, Brilliancy, Brilliant, Brilliantine, Brilliantly- βήρυλλος

531. Boas – βόας σφιγκτήρ

532. Boetian – Βοιωτός, άξεστος

533. Bolide – βολίς

534. Bolometer – βολή, βόλος + μέτρον

535. Bolus- βώλος, χάπι

536. Bomb, Bombard, Bombardier, Bombardment, Bombardon, Bombilate, Bombshell – βόμβα, βόμβος

537. Bombast, Bombastic, Bombax, Bombic, Bombyx – βάμβαξ, βόμβυξ, κάτι που αυξάνεται και πληθύνεται  

538. Bora, Boreal, Boreas – βορέας

539. Botanic, Botanical, Botanize, Botanist, Botany – βότανον, βοτάνη, Βοτανική επιστήμη

540. Botryoidal, Botryolite – βότρυς

541. Boustrophedon – βουτροφηδόν γραφή  

542. Bovine, Bovril – βους

543. Brachial, Brachiate, Brachiopod, Brachiopodus – βραχίων

544. Brachycephalic, Brachydiagonal, Brachylogy, Brachyural (βραχύς + ουρά)- βραχύς

ρα. Bracket, Brackish (αλμυρό νερό προερχόμενο από λιμενοβραχίονα) – βραχίων, λιμενοβραχίων, γωνιώδες υποστήριγμα τοίχου, εντοιχισμένο ράφι, βεληνεκές ή ανύψωση όπλου

ρβ. Braid – βόστρυχος, πλεξίδα

545. Bradycardic – βραδυκαρδία

546. Branchiae, Branchial, Branchiate, Branchiopod, Branchiopodous – βράγχιον

547. Breastplate – αγγλικό βυζί + πλατύς   

548. Bromal, Bromate, Brome, Bromic, Bromide – βρώσις, βρώμη

549. Bromine, Bromize – βρώμος, βρώμα

550. Bronchiae, Bronchial, Bronchitis, Brochnocele (βρογχοκήλη), Bronchotomy – βρόγχος

551. Brontosaurus – βροντόσαυρος

552. Bryologist, Bryology, Bryophyta, Bryozoa (βρυόζωα) – βρύον

553. Bubo, Bubonic, Bubonocele- βουβών

554. Buccinal, Buccinator, Buccinum – βουκαίος, βούκινον

555. Bucentaur – βουκένταυρος

556. Bucolic – βουκολικός

557. Buffalo – βούβαλος

558. Bulb, Bulbaceous, Bulbiferous, Bulbiform, Bulbous, Bulbule- βολβός

559. Bulimy – βουλιμία

560. Buphaga – βουφάγος

561. Bureaucracy, Bureaucrat, Bureaucratic- bureau (γραφείο) + κράτος

562. Butter, Butterbean, Butter-bird, Butter-boat, Buttercup, Butterfingers, Btterfly, Butterine, Butterman, Buttermilk, Butternut, Butterscotch, Butter-stamp, Butter-tree, Butterwort, Buttery- βούτυρον

563. Butyraceous, Butyrate, Butyric, Butyrine – βούτυρον

564. By-election – παρα- εκλογή

565. By – name- παρωνύμιον

566. Byssine, Byssoid, Byssus – βύσσος, λινάρι

567. Byzant, Byzantian, Byzantine- Βύζας Μεγάρων

                  C

568. Cachectical, Cachexis, Cachexy – καχεξία

ργ. Cacodemon – κακοδαίμων, κακό όνειρο

569. Cacodoxy – κακοδοξία

570. Cacodyl -κακώδης, δύσοσμος

571. Cacoethes – κακοήθης

572. Cacogastric – κακός + γαστήρ, δυσπεπτικός

573. Cacography, Cacology, Cacophonous, Cacophony – κακογραφία, κακοφωνία

574. Cactaceous, Cactus – κάκτος

575. Caducean, Caduceus – κήρυξ, κηρύκειον

576. Cainizoic – καινοζωικός

577. Calamary, Calamus – κάλαμος

ρδ. Calcareous, Calcite, Calcium και πολλά παράγωγα – χάλιξ, ασβεστόλιθος

578. Calligraphic, Calligraphist, Calligraphy – καλλιγραφία

579. Calix – κάλυξ

580. Callisthenic, Callisthenics- προώθηση χάριτος και ομορφιάς, καλός + σθένος

581. Calomel – καλός +μέλας, χλωρίδιο υδραργύρου

582. Calorescence, Caloric, Caloricity, Calorie, Calorifacient, Calorific, Calorifier, Calorimeter- κλέος, θερμίς, θερμότης

583. Calotype – καλός + τύπος, φωτογραφική διαδικασία

584. Calycanthus, Calycinal, Calycine, Calycle – κάλυξ + άνθος

585. Calyptra, Calyptrate, Caliptriform – καλύπτρα

586. Calyx – κάλυξ

ρε. Call – καλώ, η παρατηρούμενη σε όλη την Ευρώπη ρίζα “kall“ δεν μπορεί παρά να έχει σχέση με το ελληνικό «καλώ»

587. Camel, Camel-backed, Camlet, Camelot – κάμηλος

588. Camelopard – καμηλοπάρδαλις

589. Cancer, Cancerate, Canceration, Cancerous, Cancriform, Cancrine, Cancrinite, Cancroid, Canker, Cankered, Canker-fly, Cankerous, Cankery- καρκίνος, κάβουρας

590. Cane, Cane- chair, Canephor (κανηφορέω), Cane-trash, Caning – κάνης, ψάφινο χαλί, καλάθι

591. Canicular, Canine – κύων, κυνός

592.   Canister- κάνιστρον

593. Canna, Cannabis, Cannabin – κάνης, κάννη βλ. 590.

594. Cannon, Cannonade, Cannon- ball, Cannon-shot, Cannula, Cannular – κάνης, όπ. π.

595. Canon, Canoness, Canonical, Canonically, Canonicalness, Canonicals, Canonicate, Canonicity, Canonist, Canonistic, Canonization, Canonize, Canonry – κανών, εκκλησιαστικός κανών, καθιέρωσις, αγιοποίηση, αγιοκατάταξη

596. Cantharides, Cantharidin -κανθαρίδες

597. Canthus – κανθός, γωνία του ματιού

598. Capnomancy – καπνομαντεία

599. Capric, Capricorn, Caproic, Capriform- κάπρος (στα πρωτοϊνδοευρωπαϊκά κάπρος σήμαινε και «αιξ» εκτός από «συς»)

ρστ. Captain, Captaincy, Captainship – κατεπάνω, διοικητής βυζαντινής περιφέρειας, καπιτανάτο

600. Carcinology, Carcinoma, Carcinomatous – καρκίνος

601. Card, Cardboard, Cardcase, Cardplayer, Cardsharper, Card-table, Carte, Carte-Blanche, Carte de (από) Visite- χάρτης

602. Cardamine, Cardamom, Cardamon – κάρδαμον

603. Cardiac, Cardiace, Cardialgia, Cardialgy, Cardiography, Cardiopulmonary (καρδιοπνευμονικός), Cardiology, Cardiostimulator, Cardiovascular (καρδιοαγγειακός), Carditis, Carduus -καρδία

604. Carnage, Carnal, Carnalist, Carnality, Caranally, Carneous, Carnification, Carnify, Carnival, Carnivora, Carnivore (σαρκοβόρον), Carmivorous, Carnose, Carmosity – σαρξ, κρέας, πρωτοινδοευρωπαϊκό sker (σχίζω), που όπως θα δούμε και αργότερα είναι η πιο γόνιμη ελληνική ρίζα

605. Carot, Carotic, Carotid – καρότον, καρωτίς

606. Carp, Carpal, Carpel, Carpellary, Carper, Carpet, Carping, Carpolite, Carpology, Carpophagous, Carpophore, Carpus – καρπός

607. Carphology – κάρφος + λέγειν

608. Cartographer, Cartography, Carton, Cartoon- χάρτης

609. Caryatic, Caryatides – καρυάτις

610. Caryophyllic, Caryophyllate  – κάρυον + φύλλον, καρυόφυλλον

611. Caryopsis – κάρυον + όψις

612. Cassiopeia – Κασσιόπεια

613. Cassiterite – κασσίτερος

614. Castalian – Κασταλία

615. Castor, Castoreum, Castor-oil – κάστωρ (τρωκτικό), Κάστωρ (ένας εκ των Διόσκουρων)

616. Catabolism- καταβολισμός

617. Catacaustic – κατά + καύσις, γωνία αντανάκλασης (οπτική)

618. Catachresis, Catachrestic – κατάχρησις

619. Cataclysm, Cataclysmal, Cataclysmic, Cataclysmist- κατακλυσμός

620. Catacomb – κατακόμβη

621. Catacoustics – κατά + ακούω

622.  Catadiorptic- κατά + διόπτρα

623. Catadromous- καταδρομικός, αυτός που κατεβαίνει το ποτάμι για να κάνει αβγά στη θάλασσα

624. Catalectic – καταληκτικός

625. Catalepsy – καταληψία

626. Catalogue – κατάλογος

627. Catalyser, Catalysis, Catalyst, Catalytic- καταλυτικός, επιφέρων αλλαγή δια απλής παρουσίας

628. Catamenia, Catamenial – καταμήνια, έμμηνος ρύσις

629. Catapetalous – πέταλα ενωμένα με στήμονες

630. Cataphonics – επιστήμη ανάκλασης ήχων

631. Cataphract, Cataphracted – κατάφρακτος

632. Cataphyllary – αναφερόμενος στο βασικό, υποτυπώδες φύλλωμα

633. Cataplasm – κατάπλασμα

634. Cataplexy- καταπληξία

635. Catapult- καταπέλτης

636. Cataract, Cataractous – καταρράκτης

637. Catarrh, Cararrhal, Catarrhine- καταρροή

638. Catastasis – αφήγηση ρήτορα

639. Catastrophe, Catastrophic, Catastrophism, Catastrophist – καταστροφή

640. Catechetic, Catechetically, Catechine, Catechism, Catechist, Catechistic, Catechization, Catechize- κατήχησις

ρζ. Catatonic, Catatony – κατατονία

641. Catechumen – προσήλυτος, κατεχούμενος

642. Categorical- κατηγορηματικός, κατηγόρημα

643. Categoric – κατηγορικός, κατηγορική προσταγή (Καντ)

644. Category- κατηγορία (και του Καντ), κλάση

645. Catelectrode – αρνητικό ηλεκτρόδιο

646. Catharist – πουριτανός, καθαρός

647.Catharsis – κάθαρσις (Αριστοτέλης)

648. Cathartic, Cathartine – καθαρτικός

649. Cathedra, Cathedral – καθέδρα      

650. Catheretic – καθαιρετικός, καυστικός

651. Catheter – καθετήρ

ρη. Cathexis – κάθεξις, αφιέρωση πνευματικής ενέργειας σε κάτι εκ του κατά +έξις

652. Cathode – κάθοδος, αρνητικό ηλεκτρόδιο

653. Catholic – καθολικός, γενικός, αλλά και αναφερόμενος στην καθολική εκκλησία

654. Catholicism, Catholicos – καθολικισμός, δόγμα

655. Catholicity, Catholicon – ολότης, πανάκεια

656. Catoptric, Catoptrics, Catoptromancy – κάτοπτρον

657. Caucasus, Caucasian- Καύκασος

658. Caulescent, Caulicule, Cauliferous, Cauliflower, Cauliform, Cauline – καυλός, βλαστός

659. Caustic, Causticity- καυστικός

660. Cauter, Cauterization, Cauterize, Cautery – καύσις, καυτηριάζω

661. Cedar, Cedarn, Cedrine – κέδρος

662. Celadon- κέλαδος, ήχος νερού, πορσελάνη που βάφεται σε υγρή κατάσταση

663. Celandine – χελιδών

664. Celery- σέλινον

667. Cemetery – κοιμητήριον

668. Cenacle – κενώ, κενώνω για δείπνο

669. Cenobite, Cenobitic, Cenobitical – κοινός + βίος

670. Cenotaph – κενοτάφιον

671. Centaur, Centaury, Centauri – κένταυρος

672. Center, Centering – κέντρον

673. Centigramme, Centimetre- centum + γραμμάριον, μέτρον

674. Central, Centralism, Centralist, Centrality, Centralization, Centralize, Centrally, Centre, Centric, Centrically, Centriocity, Centrifugal, Centring, Centrolineal – κέντρον

675. Cephalagic (κεφαλαλγής), Cephalic, Cephalitis, Cephaloid, Cephalochordate (κεφαλόχορδον) Cephalometry, Cephalopod (κεφαλόποδον), Cephalopodic, Cephalopodus, Cephaloptera, Cephalothorax, Cephalotomy (κεφαλοτομή) – κεφαλή

676. Ceraceous, Cerate, Cere, Cerement, Cereous, Ceriferous, Cerin, Cerine, Cerite, Cerium, Cerographical, Cerography, Ceromancy, Ceroplastic, Cerotic, Cerumen-  κηρίον

677. Ceramic, Ceramics – κέραμος   

678. Cerargyrgite – χλωρίδιο αργύρου (κέρας + άργυρος)

679. Cerastes – κεραστής

680.  Ceratite, Ceratoid – κέρας, κέρατο

681. Cerebellar, Cerebellum, Cerebral, Cerebralism, Cerebration, Cerebric, Cerebriform, Cerebrine, Cerebrospinal, Cerebrum – κέρας

682. Ceremonial, Ceremonialism, Ceremonially, Ceremonialness, Ceremonious, Ceremoniously, Ceremoniousness, Ceremony- κηρίον, τελετή, τελετουργικός

683.  Cestoid, Cestus – κεστός, κεντητός

684. Cestracion -κέστρα, καρχαρίας

685. Cetacea, Cetacean, Cetaceous, Cetic, Cetin, Cetology, Cetotolites, Cetyl – κήτος

686. Chalcedonic, Chalcedony, Chalcedonyx- χαλκηδών

687. Chalcography, Chaloclithic – χαλκογραφία, χαλκός + λίθος

688. Chalice – κάλυξ

689. Chalicosis – χάλιξ

690. Chameleon – χαμαιλέων

691. Chamomile – χαμαί + μήλον

692. Chaos, Chaotic, Chaotically – χάος

693. Character, Characteristic, Characteristically, Characterization, Characterize – χαρακτήρ

694. Chasm – χάσμα

695. Cheiroptera – χειρ + πτερόν, νυχτερίδες

696. Chelonia, Chelonian – χελώνη

697. Chemical, Chemically, Chemico- electric, Chemist, Chemistry, Chemitype, Chemotactic, Chemotaxis, Chemotherapeutics, Chemotherapy – χημεία

698. Chenopodium – χηνόποδον

699. Chevron – κάπρος

700. Chiasm – χιαστί

701. Chiliad, Chiliagon, Chiliahedron (χίλιαι + έδρα, Chliliarch, Chiliarchy, Chiliasm, Chliliast, Chliliastic – χίλιοι

702. Chimaera, Chimera, Chimerical, Chimerically – χίμαιρα

703. Chirarga – χειράγρα

704. Chirognomy – κρίση χαρακτήρα βάσει των χειρών

705. Chirograph, Chirographer, Chirographic, Chirographist, Chirography, Chirological, Chirologist, Chirology, Chiromancy, Chiromantic, Chironomy, Chiropodist, Chiropractic, Chiropractor- χειρ, χειροπράκτης

ρθ. Chitin (χιτίνη, εξωτερικό περίβλημα εντόμου), Chitinous, Chiton (είδος οστρακομαλακίων) – εκ του «χιτών»    

706. Chlamys -–χλαμύς

707. Chloral, Chloralism, Chlorate, Chloric, Chloridate, Chloride, Chlorinate, Chlorination, Chlorine, Chloriodic, Chlorite, Chloritic, Chloroform, Chlorometer, Chlorometry, Chloropal, Chlorophyll, Chlorosis, Chlorotic, Chlorous – χλωρός, χλωρίς

708. Choir, Choir-organ, Choir-screen – χορός

709. Cholagogue – χολή + άγω, φάρμακο

710. Choler, Cholera, Choleraic, Choleric, Cholerine, Cholesteric, Cholesterin (χολή + στερεός), Cholic, Cholography, Cholology  – χολή

ρι. Cholinergic – κύτταρα που έχουν ακετυλχολίνη ως νευροδιαβιβαστή  

711. Chondrine, Chondritis, Chondronite, Chondrography, Chondrotomy- χόνδρος

712. Chondrometer, Chondropterygian – χονδρός, κοκκοειδής, χονδροπτέρυγος

713. Choragic, Choragus – χοραγός, χορηγός

714. Choral, Chorale, Chorally, Choric, Chorister, Chorographer, Chorography, Chorus – χορός

715. Chord – χορδή, έντερο

716. Chorea – χορεία, ασθένεια με τρέμουλο

717. Choree- χορείος, τροχαίος (ποιητικό μέτρο)

718. Choreograph, Choreography, Chorespiscopal – χορός

719. Choriamb, Choriambic, Choriambus – χορίαμβος, πους τεσσάρων συλλαβών, μακρά, βραχεία, βραχεία, μακρά

720. Chorion – χόριον, μεμβράνη εμβρύου

721. Choroid – χοριοειδής

722. Chorology – χώρα, επιστήμη κατανομής φυτών, ζώων

723. Chrematistics – χρηματιστική (Αριστοτέλης)

724. Chrestomathy – χρηστομάθεια

725. Chrism, Chrismal, Chrismatory, Chrisom – χρίσμα

726. Christ, Chistadelphian (χρισταδελφός), Christen, Christendom, Christening, Christian, Christianism, Christianity, Christianize, Christless, Christmas, Christmas- Box, Christmas-tree (χριστουγεννιάτικο δένδρο), Christmastide, Christmastime, Christology, Christophany, Christ’s-thorn   – Χριστός

727. Chromate, Chromatic, Chromatically, Chromatics (κλάδος της Οπτικής) – χρώμα

ρια. Chromatin- χρωματίνη, συστατικό χρωμοπλάσματος κυττάρου

ριβ. Chromatism- χρωματική απόκλιση στην Οπτική, μη φυσιολογικός χρωματισμός στη Βοτανική

ριγ. Chromatogram, Chromograph, Chromatography – διαχείριση και εκτύπωση χρωμάτων

 ριδ. Chromatometer – μετρητής έντασης χρωμάτων

ριε. Chromatophore – χρώμα + φέρω, χρωματοφόρο κύτταρο

ριστ. Chromatosome – χρωματόσωμα

ριζ. Chromatrope – περιστρεφόμενη διαφάνεια φανού δια της οποίας προκαλείται καλειδοσκοπικό αποτέλεσμα

ριη. Chromodynamic, Chromoelectric – χρωμοδυναμικός,

χρωμοηλεκτρικός

ριθ. Chromolithograph, Chromolithography – εκτύπωση χρωμάτων δια διαδοχικής χρήσης λίθων

ρκ. Chromolinguistics – χρώμα + lingua (γλώσσα), χρωμογλωσσολογία, χρήση και μελέτη χρωμάτων στη γλωσσολογία

ρκα. Chromosphere- χρωμόσφαιρα, εξωτερικό αέριο περίβλημα του ήλιου το οποίο διαπερνά το φως της φωτόσφαιρας

ρκβ. Chromotype  Chromotypography -χρωμότυπος, εκτύπωση σε διαφορετικά χρώματα

ρκγ. Chromoviral – χρωμοϊός

728. Chromic, Chromite, Chromium – χρώμιον

729. Chronic – χρονικός

ρκδ.  Chronicle, Chronicler, Chronicles – χρονικά, χρονικογράφος

ρκε. Chronogram, Chronogrammatic- επιγραφή που δηλώνει χρονολογία γεγονότος

ρκστ. Chronograph, Chronographic, Chronography, Chronographer, Chronologer, Chronological, Chronologically, Chronologist, Chronology – χρονογράφος, ιστορικός που κατατάσσει τα γεγονότα χρονολογικά

ρκζ.  Chronometer, Chronometric, Chronometrical, Chronometry -χρονόμετρον, χρονομετρικός

ρκη.  Chronoscope – χρόνος + σκοπώ, όργανο μέτρησης χρονικών ταχυτήτων  

ρλ. Chroniton, Chronon, Chronoton – υποθετικό σωματίδιο σχετιζόμενο με το χρόνο, αν δεχθούμε ότι ο χρόνος είναι μεριστός

730. Chrysalid, Chrysalis – χρυσαλίς

731. Chrysaorean – χρυσάορος, έχων χρυσό ξίφος

732. Chrysanthemum – χρυσάνθεμον

733. Chryselephantine – χρυσελεφάντινος

734. Chrysoberyl- χρυσός + βήρυλλος

735. Chrysocolla – χρυσόκολλα, πυρίτιο του χαλκού

736. Chrysolite – χρυσός + λίθος

737. Chysophan, Chrysophanic – χρυσοφανής, πικρή ουσία από ροίον, ραβέντι

738. Chysoprase – χρυσοπράσινον

739. Chthonian, Chthonic – χθόνιος

740. Chylaceous, Chyle, Chyle-duct, Chyliferous, Chylific, Chylification, Chylify, Chylus, Chyluria (χυλουρία) – χυλός

741. Chyme, Chymic, Chymification, Chymify, Chymist, Chymous – χυμός

742. Cierge – κηρίον, κηρός

743. Cine- Camera, Cinema, Cinematic, Cinematograph, Cinematographer, Cinematography – κινηματογράφος

744. Cinenchyma – κινέγχυμα που παράγει καουτσούκ

745. Cingulum – κύκλος, ζώνη γύρω από χιτώνα ιερωμένου

746. Circassian – Καύκασος

747. Circe, Circean – Κίρκη  

748. Circle, Circled, Circlet, Circlewise, Circulable, Circular (κυκλοτερής), Circularity, Circularize, Circularly, Circulate, Circulating, Circulation (κυκλοφορία), Circulative, Circulator, Circulatory – κύκλος

749. Circum, Circinate (κινούμαι κυκλοτερώς), Circuit, Circuitry (κύκλωμα), Circuitously, Circuity, Circumcise, Circumciser, Circumcision (κίρκος + caed-κόπτω, περιτομή), Circumgyrate (γύρος), Cicumgyration, Cicumpolar, Circumscissible (σχίζω), Circumstance (ίστημι), Circumstantial, Circumstantiality, Circumstantiate, Circumvallate, Circumvallation (βάλλω), Circus- κίρκος (ιέραξ, δακτύλιος)

750. Cirrhosis, Cirrhotic – κιρρός, κίτρινος, πυρρός, πυρόξανθος

751. Cissoid – κισσός + είδος

752. Cist, Cistern – κίστη, κουτί

753. Cistos (φυτό) – κίσθος, καλάθι

754. Cithara, Cithern – κιθάρα

755. Citrate, Citric, Citrine, Citron, Citronella, Citrus – κίτρον, αντιδάνειο από τη λέξη «κέδρος»

ρλα. Clade – κλάδος έρευνας, γνωστικός τομέας εντός επιστήμης

ρλβ. Class, Classable, Classic, Classical, Classicalism, Classicality, Classically, Classicalism, Classicism, Classicist, Classicize, Classy – κλάσις, θραύση, διαίρεση τάξεων, εποχών ή ιδιοτήτων, ρηξικέλευθη πολιτιστική τομή, κλασικός, κλασικό, αφορών την αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη, ευγενές

ρλγ. Classifiable, Classification, Classificatory, Classifier, Classify – κλάσις, θραύση, διαίρεση τάξεων, εποχών ή ιδιοτήτων, ταξινόμηση

756. Clang, Clangorous, Clangour, Clank – κλαγγή

757. Clastic – κλάσις, θραύση

758. Claustral, Claustrophobia – κλειστός + φόβος

759. Cleistogamic (φυτό) – κλειστός + γάμος

760. Clematic – κλήμα, πλοκάμι

761. Clepsydra

762. Clergiable, Clergy, Clergyman, Cleric, Clerical, Clericalism, Clerk, Clerkly, Clerkship – κλήρος (εκκλησιαστική υπαλληλία)

763. Cleromancy – κλήρος (λαχνός) + μαντεία

764. Climacteric, Climacterical, Climactic, Climax – κλίμαξ

765. Climate, Climatic, Climatical, Climatize, Climatological, Climatology, Clime – κλίσις της γης, κλίμα

766. Clinathium (φυτό) – κλίνη + άνθος

767. Clinic, Clinical, Clinically – κλίνη

768. Clinometer, Clinometric, Clinometrical, Clinometry- κλίσις + μετρώ

769. Clio – Κλειώ, κλέος

770. Cloister (μοναστήρι), Cloisteral, Cloistered, Cloistral – κλεις, κλειστός

771. Clonic – κλόνος, κλονισμός, αναστάτωση

772. Clone, Clonism – κλώνος, κλαδί, αντίγραφο οργανισμού

773. Close, Closure και αμέτρητα παράγωγα – κλείω, κλειστός

774. Cloth, Clothe και αμέτρητα παράγωγα – κλώθω

775. Club κ.λπ. – σχέση με κλάω-κλω

776. Clypeaster (αχινός) – clypeus (ασπίδα) + αστήρ

777. Clyster – κλύσμα, κλυστήρ

778. Coaxial, Coaxingly – con + άξων

779. Cocciferous, Coccolites, Coccoliths, Cocculus, Coccus – κόκκος, κόκκινος

780. Coccygeal, Coccyx – κόκκυξ

781. Cochlea, Cochlean, Cochleariform, Cochleate – κοχλίας

782. Coelentera -κοιλέντερα (κοράλλια, ανεμώνες)

ρλδ. Cole – κολοκύνθη, λάχανο χωρίς κεφαλή  

ρλε. Coin, Coinage – εκ του “cuneus“, που σημαίνει «σφήνα» και δεν μπορεί παρά να έχει σχέση με το ελληνικό «κώνος», νόμισμα

ρλστ. Coleacanth – κοιλιάκανθος, προϊστορικό ψάρι  

783. Coeliac – κοιλιακός

784. Coenaesthesis – κοινή αίσθησις

785. Coenobite – κοινόβιο

786. Coenogamy – κοινός γάμος

ρλζ. Coenzyme- con + ένζυμον, συνένζυμον 

787. Coffer, Cofferdam, Coffered, Cofferer, Coffin, Coffin-ship – κόφινος, καλάθι

788. Cogitable, Cogitate, Cogitation, Cogitative, Cognition, Cognitive, Cognizable, Cognizably, Cognizance, Cognizant, Cognize, Cognoscente, Cognoscible, Cognovit – γιγνώσκω, γνώσις

789. Cognomen, Cognominal, Co- nominee – con + όνομα

790. Colchicine, Colchicum – Κολχίς, πατρίδα Μήδειας, κρόκος

791. Coleoptera, Coleopterist, Coleopterous – κολεόπτερα, κολεός (θήκη ξίφους) + πτερόν

792. Coleorhiza – κολεόριζα, ρίζα δικοτυλήδονου

793. Colic, Colicky – χολή

794. Coliseum, Colossal, Colosseum, Colossus – κολοσσός

795. Colitis, Colotomy (τομή), Colon – κόλον, τομή εντέρου

796. Collagen – κόλλα (κολλάω-ώ) + γεννώ, κολλαγόνο

797. Collatable, Collate, Collation, Collative, Collator- κολλάω-ώ

798. Collect, Collectable, Collection, Collective, Collectivism, Collector κ.λπ.  – con (με, μετά) + λέγω, συλλέγω

799. College, Colleger, Collegian, Collegial, Collegiate κ.λπ. – λέγω, συλλέγω

800. Collenchyma – κολλέγχυμα, κολλώδης ελαστικός κυτταρικός ιστός

801. Collodion, Collodionize, Colloid, Colloidal, Colloidality – κολλώ, κολλώδες

802. Collotype- κολλότυπος, ζελατίνη φωτογραφίας

803. Collusion, Collusive, Collusively, Collusiveness, Colluvies – con + λούω

804. Collyrium – κολλύρα

805. Colocynth, Colocynthin – κολοκύνθη

806. Colure – κόλουρος

807. Coma, Comatose – κώμα

808. Coma, Comate – κόμη, φύλλωμα

809. Comedian, Comedienne, Comedietta, Comedist, Comedy – κωμωδία

810. Comelily, Comeliness, Comely, Comity – κώμος, χάρις, ωδή, ευθυμία

811. Comet, Cometary, Comet-finder, Cometic, Cometography, Cometology – κομήτης, κόμη, μαλλιαρός

812. Comic, Comical, Comicality, Comically, Comicalness – κωμωδία, κωμικός

813. Comma, Commatic – κόμμα στην πρόταση, περιλαμβανόμενος εντός κομμάτων, εκφραζόμενος με μικρές προτάσεις

ρλη. Commemorable, Commemorate, Commemoration, Commemorative – con (με) + μέρμερος (ανήσυχος, μέριμνα, μνήμη)

ρλθ. Compacted, Compactedly, Compactedness, Compactly, Compactness – con (με)  + πήγνυμι, πάγος, συμπαγής

814. Compassion, Compassionate, Compassionateness – con (με)  +πάθος, συμπάθεια, συμπόνια

ρμ. Compel, Compellable, Compellably, Compellation (προσαγόρευση), Compellingly – con (με) + πέλω, χτυπώ, πλήττω, εξαναγκάζω, πειθαναγκάζω

ρμα. Compilation, Compilator, Compile, Compiler – συμπίλημα, συνεράνισμα εκ του «πίλος» (καπέλο), που προέρχεται από συμπιεσμένο μαλλί  

815. Complected, Complex, Complexedness, Complexion, Complexional, Complexioned, Complexity, Complexly, Complexness, Complexus, Complicacy, Complicate, Complicated, Complicateness, Complication, Complicity, Complot – con (με) + πλέκω

816. Complement, Complemental, Complementary, Complete, Completely, Completeness, Completion, Completive, Completory, Compliment, Complimentary, Complimenter –  con (με) + πληρόω – ώ

817. Compliable, Compliance, Compliant, Compliantly, Complier, Comply – con (με) + πληρόω- ώ (πρ. Ινδ. Ευρ. ρίζα “pele”), υποχωρώ, συμμορφώνομαι

ρμβ. Compress, Compressibility, Compressible, Compressibleness, Compression, Compressive, Compressor – con (με) + προίστημι, πιέζω δια προεξοχής, συμπιέζω

ρμγ. Comprisal, Comprise – con (με) + επαίρω, παίρνω, συμπεριλαμβάνω 

ρμε. Compulsatory, Compulsion, Compulsive, Compulsively, Compulsiveness, Compulsorily, Compulsory – con (με) + πέλω (κινούμαι, χτυπώ, συμβαίνω), παλμός, πελταστής, εξαναγκάζω, πειθαναγκάζω

818. Conarium – κωνάριον, επίφυση

819. Concentrate, Concentration, Concentrative, Concentrativeness, Concentrator, Concentre, Concentric, Concentrically, Concentricity – con (με) + κέντρον

820. Conch, Conchifer, Conchiferous (φέρω), Conchoid, Conchoidal, Conchological, Conchologist, Conchology – κόγχη, κέλυφος

821. Conclusion, Conclusive, Conclusively, Conclusiveness, Conclusory – con (με) + κλείω, συμπεραίνω, συμπέρασμα  

822. Concord, Concordance, Concordancy, Concordant, Concordantly, Concordat – con (με) + χορδή

823. Condyle, Condyloid – κόνδυλος

824. Cone, Coney, Conic, Conical, Conically, Conicalness, Conico-cylindrical, Conics, Conifer, Coniferae, Coniferous, Coniform, Conoid, Conoidal – κώνος

ρμστ. Concrete, Concretely, Concreteness, Concretion, Concretionary, Concretive – το θέμα “Crete” έχει την ίδια ρίζα με το «κρίνω», που αρχικά σήμαινε ξεχωρίζω, διαμοιράζω. Από αυτή τη σημασία προέρχεται και η λέξη «συγκεκριμένος», ενώ το αντίστοιχο ρήμα της μετοχής αυτής, δηλαδή το «συγκρίνω» έχει εντελώς άλλη σημασία

825. Confer, Conferee, Conference, Conferential, Conferrable, Conferrer – con (με) + φέρω, συνδιασκέπτομαι, συνεδριάζω  

826. Congener, Congeneric, Congenial, Congeniality, Congenially, Congenialness, Congenital – con (με) + γένος, συμπαθής, ομοϊδεάτης

827. Conine- κόνις, κώνειον

828. Conjugal, Conjugally, Conjugate, Conjugation, Conjugational- con + ζυγός, ζευγνύω

ρμζ. Consist, Consistence, Consistency, Consistent, Consistently, Consistorial, Consistorian, Consistory – con (με) + ίστημι, ίσταμαι  

829. Constancy, Constant, Constantia, Constantly – con (με) + ίστημι, ίσταμαι

830. Constituency, Constituent (πελάτης συνεταιρισμού, συνεταιριστής, σχέση μεταξύ εταιρειών και αμερικανικού συντάγματος), Constitute, Constitution, Constitutional (σημαίνει και τον περίπατο!), Constitutionalism, Constitutionalist, Constitutionality, Constitutionally, Constitutive, Constitutively– con (με) + ίστημι, ίσταμαι, συναπαρτίζω, συγκροτώ, συναποτελώ, σύνταγμα, συνταγματικός 

ρμη. Constrain, Constrainable, Constrained, Constrainedly, Constraint  – con (με) + στραγγεύω, σφίγγω, τεντώνω βίαια με κίνδυνο θραύσης ή θλάσης, πειθαναγκάζω, αναγκάζω, εξαναγκάζω

ρμθ. Constrict, Constriction, Constrict, Constriction, Constrictive, Constrictor (βόας συσφιγκτήρ) – con (με) + στραγγεύω, σφίγγω, τεντώνω βίαια με κίνδυνο θραύσης ή θλάσης, περιορίζω, δεσμεύω

ρν. Contact και πολλά παράγωγα – con (με) + τάασω, τάσσειν, επικοινωνώ  

ρνα. Contain, Container – con (με) + τείνω, συνέχω, περιέχω

ρνβ. Contend, Contender, Contention, Contentious, Contentiously, Contentiousness, Contest, Contestable, Contestable, Contestation – con (με) + τείνω, ανταγωνίζομαι

ρνγ.  Content, Contented, Contentedly, Contentedness, Contentment -con (με) + τείνω, ευχαριστούμαι, ευαρεστούμαι

ρνδ. Contents – con (με) + τείνω, περιεχόμενο

ρνε. Continence (αυτοσυγκράτηση), Continent (ήπειρος), Continental, Continue, Continuity και πολλά παράγωγα- con (με) + τείνω, συνέχω, συνεχίζω

ρνστ. Contract, Contracted, Contractibility, Contractible, Contracting, Contraction, Contractive, Contractual, Contractor – con (με) + ταύρος, ταυρίζω, τραβώ, σύρω σε συμφωνία, συμφωνώ, συνάπτω συμβόλαιο

831. Contrite, Contritely, Contrition, Contriturate- con (με) + τρίβω, μετανιώνω, φθείρομαι από τύψεις

ρνζ. Contrivable, Contrivance, Contrive-   con (με) + τρίβω, σχεδιάζω, εφευρίσκω

832. Conularia – κώνος, γαστρόποδο μαλάκιο

ρνη. Converse, Conversion, Convert, Converter – con (με) + βέλτερον, βέλτιον, βελτιώνω, παραλλάσσω (μετάπτωση του λάμδα σε ρο)   

ρνθ. Convert, Converter, Convertibility, Convertible κ.λπ. – con (με) + βέλτερον, βέλτιον, βελτιώνω, παραλλάσσω 

833. Coprolite – κόπρος + λίθος, λίπασμα από σαυροειδή

834. Coprophagan – κόπρος + έφαγον, φάγω, κοπροφάγο σκαθάρι

835. Coptic- Αιγύπτιος

836. Coracoid – κορακοειδής

837. Coral, Coralliform, Coralligenous, Ciralline, Corallite, Coralloid, Coral-rag, Coral- reef, Coral-snake, Coral- tree – κορράλιον

838. Cord, Cordage, Cordate, Cordately, Corded, Cordon, Cordite – χορδή, χόρδευμα

ρξ. Cordyceps – ασκομύκητας

839. Coliander – κορίαννον

840. Corinthian – Κόρινθος

841. Corm – κορμός

ρξα. Corn, Cornea (κερατοειδής χιτών), Cornice, Corniform, Corniferous, Cornucopia (κέρας Αμάλθειας) – κέρας

842. Corolla, Corollaceous, Corollary, Corollate, Corona, Coronal, Coronary, Coronation, Coroner (ιατροδικαστής του στέμματος), Coronet, Coroneted, Coroniform, Coronoid – κορώνα

ρξβ. Cortex, Cortikal – πρ. Ινδ. Ευρ. Sker, σχίζω, φλοιός, εγκεφαλικός φλοιός

843. Corybantic – Κορύβαντες, ιερείς Κυβέλης

844. Corymb, Corymbiferous, Corymbose, Corymbous- κόρυμβος, κορυφή, ανισοϋψής διάταξη με ισοσκελισμένη επίπεδη κορυφή

845. Coryphee, Coryphene, Corypheeus – κορυφαίος

846. Coryza – κόρυζα

847. Coseismal – con + σεισμός

848. Cosmetic – κοσμητικός

849. Cosmic, Cosmical, Cosmos – κόσμος

ρξγ. Cosmism – κόσμος, κοσμισμός (ρωσική ιδεολογία ως απάντηση στον δυτικό μετανθρωπισμό που στοχεύει στην ανάσταση των νεκρών)

ρξδ.  Cosmogonic, Cosmogonist, Cosmogony – κοσμογονία, δημιουργία κόσμων

ρξε. Cosmographer, Cosmographical, Cosmography- κοσμογραφία, περιγραφή και μελέτη του Σύμπαντος

ρξστ. Cosmological, Cosmologist, Cosmology – κοσμολογία, μελέτη του Σύμπαντος αλλά με το βάρος να ρίχνεται στη δομή και στην κίνηση των συναπαρτιζόντων αυτό συστατικών

ρξζ. Cosmoplastic – κόσμος + πλάττω, διαμορφωτικός παράγων του κόσμου

ρξη. Cosmopolitan, Cosmopolitanism. Cosmopolite, Cosmopolitism- κοσμοπολίτης, κοσμοπολιτισμός

ρξθ. Cosmorama, Cosmoramic – κοσμόραμα, θεαματική παρουσίαση πτυχών του κόσμου μας με έξαψη και διέγερση της όρασης καθώς και έμφαση στο αισθητικό αποτέλεσμα 

 ρο. Cosmosphere – συσκευή που δείχνει τη σχετική θέση της Γης και των αστέρων ανά πάσα στιγμή

ροα. Cosmotheism – κόσμος + θεός, πανθεϊσμός

850. Cost, Costless, Costliness, Costly – constare, con + ίστημι, ίσταμαι

851. Cothurnate – κόθορνος

852. Cotyle, Cotyledon (κοτυλήδονον), Cotyledonous, Cotyloid – κοτύλη

853. Cranial, Cranofacial, Craniological, Craniologist, Craniology, Craniometer, Craniometrical, Craniometry, Craniotomy, Cranium – κρανίον

854. Crasis- κράσις

855. Crater, Cratiform – κρατήρ

856. Creatine, Creophagus – κρέας, κρεοφάγος

ροβ. Crape, Crepe- εκ του σχίζω (ινδ. Ευρ. ρίζα “sker”), χρωματισμένη γάζα, κρέπα

ρογ. Crepitant, Crepid, Crepidation – ίδια ρίζα με «κόραξ», κοράκι, θραύσμα – σπάσιμο, ορθοπεδική αναδιάταξη 

857. Creta, Cretic – Κρήτη, κρητικός πους, μακρό, βραχύ, μακρό

858. Cricoid – κρίκος

859. Crinoid, Crinoidal, Crinoidea, Crinoline – κρίνος

860. Crisis, Criterion, Critic, Critical, Critically, Criticalness, Criticizable, Criticize, Criticizer, Criticism, Critique  – κρίνω, κρίσις, κριτικός

861. Crith – κριθή

862. Croceous, Crocus – κρόκος

863. Crocodile, Crocodilian – κροκόδειλος

864. Crotaline – κρόταλον

865. Crown, Crown – antler, Crowning, Crownless, Crownpost, Crown- scab, Crown-wheel – κορώνα

866. Crow, Crowbar, Crowquill, Crow’s- foot ή feet, Crow’s -nest, Crowsteps – κρέκω (εκβάλλω διαπεραστικό ήχο), κόραξ

ροδ. Crude – κρέας ωμό, sker, σχίζω

877. Crustaceology κ.λπ. – crusta + λόγος

878. Cryogen, Cryolite, Cryophorus- κρύος

ροε. Cryochamber, Cryogenics, Cryostatic, Cryostasis- συντήρηση σωμάτων μέσω κατάψυξης

ροστ. Cryosteel – λεπίδες με αυξημένη μοριακή συνοχή και σκληρότητα

879. Crypt, Cryptic, Cryptical, Cryptically, Cryptogram (κρυπτόγραμμα), Cryptograph, Cryptographer, Cryptographical, Cryptography (κρυπτογραφία), Cryptonym – κρύπτω, κρύπτη

ροζ. Cryptogam, Cryptogamia, Cryptogamic, Cryptogamist, Cryptogamous, Cryptogamy- κρυπτόγαμον, φυτό που πολλαπλασιάζεται απευθείας με γύρη χωρίς άνθη και σπόρους

880. Crystal, Crystalline, Crystallite, Crystallizable, Crystallization, Crystallize, Crystallogenic, Crystallographer, Crystallographic, Crystallography, Chrystalloid – κρύσταλλος

881. Ctenoid, Ctenophore – κτεις, κτενός

882. Cubage, Cubature, Cube, Cubic, Cubical, Cubically, Cubicle (κυβάριον- υπνωτήριον καθεύδοντος), Cubiform, Cubism, Cubist, Cuboid, Cuboidal – κύβος, κυβεύω, κυβιστής, κυβίστησις     

883. Cuckold (κερατάς!), Cuckoldry, Cuckoo, Cuckoo- clock, Cuckoo- flower, Cuckoo -spit, Cuckoo-spittle – κόκκυ, κόκκυξ, κούκος

884. Cupressus, Cypress – κυπάρισσος

ροη. Cypselidae – κυψελίδες, είδος πουλιού ομοιάζον με χελιδόνι 

885. Cyanate, Cyanic, Cyanide, Cyanine, Cyanogen, Cyanometer, Cyanosis, Cyanotype – κυανός

886. Cyathiform – κύαθος, κύπελλο

ροθ. Cybernetic, Cybernetics, Cyborg – κυβερνητική, κυβερνητικός οργανισμός

887. Cyclamen – κυκλάμινος, κύκλος

888. Cycle, Cycle-car, Cyclic, Cyclism, Cycling, Cyclist, Cyclograph, Cycloid, Cycloidal, Cyclometer, Cyclometry, Cyclone (κυκλών, θυελλώδης δίνη σχηματιζόμενη στον Ινδικό και στον Νότιο Ειρηνικό ωκεανό σε αντίθεση με τον τυφώνα που σχηματίζεται στον Ατλαντικό και το Βόρειο Ειρηνικό), Cyclonic, Cyclopedia, Cyclorama, Cyclosis, Cyclosporine (κυκλοσπορίνη), Cyclostomous (κυκλόστομος), Cyclostyle – κύκλος

889. Cyclopean, Cyclops – κύκλωψ

890. Cygnet, Cygnus – κύκνος

891. Cylinder, Cylindric, Cylindrical, Cylindrically, Cylindriform, Cylindroid, Cylindrus – κύλινδρος

892. Cymbal – κύμβαλον

893. Cymbiform – κύμβη, κύμβος, κύπελλο, βάρκα

894. Cyma, Cymar, Cymatism, Cyme, Cymoid, Cymophanous, Cymoscope, Cymose, Cymous – κύμα

895. Cynic, Cynical, Cynically, Cynicalness, Cynicism, Cynics, Cynocephalous (κυνοκέφαλος), Cynosure (κυνόσουρα)- κύων, κυνός

896. Cyprian, Cypriot, Cypris, Cypripedium – Κυπρίς, Κύπρος

897. Cyrenaic – Κυρήνη

898. Cyrillic – Κύριλλος

899. Cyst, Cystic, Cystiform, Cystine, Cystitis, Cystocele (κυστοκήλη), Cystoma, Cystoscope, Cystose, Cystitomy- κύστις

900. Cytherean – Κυθέρεια Αφροδίτη

901. Cytoblast (κυτοβλάστη), Cytogenics (κυτταρογένεση), Cytogenous, Cytoglobin (κυτοσφαιρίνη), Cytology, Cytoplasm, Cytoplasmic (κυτταροπλασματικός)  – κύτος, κύτταρον    

ρπ. Cytokinetic – κύτος + κίνησις, ενεργοποιώ κυτοβλάστη

ρπα. Cytotoxin – κυτοτοξίνη, κυτταροτοξίνη

                  D

902. Dactyl, Dactylar, Dactylic, Dactylioglyph, Dactylioglyphy (χάραξη δακτυλιδιών, δακτύλιος + γλύφω), Dactylist, Dactylology – δάκτυλος, επικοινωνία με δάκτυλα)

903. Daedal, Daedalian – δαίδαλος

904. Daffodil – ασφόδελος

905. Daguerreotype, Daguerreotypic – Daguer + τύπος

906. Damascene, Damask, Damask-rose, Damask-steel – δαμάσκηνον

907. Damoclean – δαμόκλειος σπάθη

ρπβ. Dandelion – οδούς λέοντος, μαργαρίτα

908. Daphnal, Daphne, Daphnin- δάφνη

909. Daric – δαρεικός (νόμισμα)

910. Dasyures – δασύς + ουρά, αυστραλιανό μαρσιπποφόρο

911. Dauphin, Dauphines – δελφίν, δελφίνος

912. Deacon, Deaconess, Deaconship, Decanal – διάκονος

ρπγ. Deactivate, Deactivation  – de (από) + άγω, απενεργοποιώ

ρπδ. Debase, Debasement, Debaser, Debasing, Debasingly – de (από) + βάσις, εξευτελίζω, υποτιμώ, τραβώ το υποπόδιο κάποιου 

913. Decadal, Decade, Decagon, Decagramme, Decahedral, Decahedron (δεκάεδρον), Decalogue, Decameron (δεκαήμερον), Decametre- δέκα

914.  Decandria, Decandrous – δέκα + ανήρ, με δέκα στήμονες

915. Decangular – με δέκα γωνίες

916. Decapod, Decapodal, Decapodous

917. Decastyle – δεκάστυλος

918. Decasyllabic, Decasyllable – δεκασύλλαβος

919. Decelerate – de (από) + κέλης, επιβραδύνω

920. Decempedal – δεκάπους

921. Decentralization, Decentralize – de (από) + κέντρον

922. Dechristianize – de (από) + χρίω, χριστός

ρπε. Decidable, Decide, Decided, Decider, Deciduous (φυλλοβόλος), Deciduousness – de (από) + πρ. ινδ. Ευρ. Caed, κόπτω, αποφασίζω αποκόπτοντας άλλες πιθανότητες

923. Decigram – ένα δέκατο του γραμμαρίου

924. Decilitre, Decillion, Decimal, Decimalization, Decimalize, Decimally, Decimate, Decimation, Decimetre – δέκα

925. Declinatory, Declinature, Decline (αρνούμαι), Decliner, Declinometer, Declinous, Declivitous, Declivity, Declivous – de (από) + κλίσις, κλίνω

ρπστ. Decompress, Decompression –  de (από) + com + προίστημι, πιέζω δια προεξοχής, αποσυμπιέζω, αποσυμπίεσις

ρπζ. Decorate, Decorous, Decorum και πολλά παράγωγα – decus, κύδος, φήμη (Όμηρος)  

ρπθ. Decrypt, Decryption –  de (από) + κρύπτω, αποκρυπτογραφώ

926. Decuman, Decumanus – δέκατο κύμα, οδός άγουσα από ανατολή σε δύση στις ρωμαϊκές πόλεις

927. Defamation, Defamatory, Defame, Defamer – de (από) + φήμη

928. Deferent, Deferential, Deferentially – διαφέρω, διαφορά

929. Degeneracy, Degenerate, Degenerately, Degenarateness, Degeneration, Degenerative – de (από) + γένος, εκφυλισμός, παρακμή

930. Dehydrate, Dehydration, Dehydrogenize – de (από) + ύδωρ, υδρογόνον

931. Dehypnotize – de (από) + ύπνος

932. Deictic – δεικνύω, δεικτικός

933. Deipnosophist – δειπνοσοφιστής

ρq. Depressurize, Depressurization –  de (από) + προίστημι, πιέζω δια προεξοχής, αποσυμπιέζω, αποσυμπίεσις

934. Delectus – ανάλεκτα, de (από) + λέγω, συλλέγω  

935. Delete, Deleterious, Deletion, Deletory – δηλητήρ, δηλητήριος

936. Delphian, Delphic – Δελφοί

937. Delphin, Delphinine, Delphinium- δελφίν

938. Delta, Deltaic, Deltoid – δέλτα

939. Deluge -de + λούω

940. Demagnetize- de (από) + μαγνήτης

941. Demagogic, Demagocical, Demagogism, Demagogue, Demagogy – δημαγωγός

942. Deme – δήμος

943. Demitone – ημίτονον

944. Demiurg, Demiurgic – δημιουργός

945. Democracy, Democrat, Democratic, Democratical, Democratically, Democratize- δημοκρατία

946. Demogorgon – Δημογόργων (δαίμων + Γοργώ)

947. Demograher, Demographic, Demography- δήμος + γράφω, δημογραφικός

948. Demon, Demoniac, Demoniacal, Demoniacally, Demonic, Demonism, Demonist, Demonize, Demonolatry, Demonological, Demonologist, Demonology, Demonomania- δαίμων, δαιμονικός, δαιμονολογία, δαιμονολατρεία, δαιμονομανία  

949. Demos, Demotic – δήμος, δημοτικός

950. Demosthenic, Demosthenes- Δημοσθένης

951. Dendriform, Dendritic, Dendroid, Dendrolatry (δενδρολατρεία), Dendrolite, Dendrology, Dendrophile (δενδρόφιλος) – δένδρον

ρqα. Dendrolagus – δενδρολαγός

952. Denominate, Denomination, Denominational, Denominationally, Denominative, Denominatively, Denominator – όνομα, ονομάζω, παρονομαστής

ρqβ. Dent, Dental, Dentist και πολλά παράγωγα – μέσω του λατινικού “dens” – οδούς

ρqγ. Dentate, Dentation, Denticulation και πολλά παράγωγα – οδόντωσις

953. Deontology – δέον + λόγος

954. Deplenish, Deplete, Depletion, Depletive, Depletory – de (από) + πλήρης

955. Depolarization, Depolarize – de (από) + πόλος

956. Derm, Dermal, Dermaplastic (δερματοπλαστικός), Dermatic, Dermatoid, Dermatologist, Dermatology, Dermatophyte (δερματόφυτον), Dermic, Dermoid – δέρμα

ρqδ. Dermaline, Dermalize – δερματική αλοιφή, θεραπεία

ρqε. Descend, Descendant, Descendent, Descendible, Descension, Descensive, Descent – σχέση με «σκάνδαλον» ή σκανδάλη, κάτι που εκπηδά ξαφνικά, κατέρχομαι με άλμα  

957. Desmid, Desmine, Desmography, Desmoid, Desmology- δεσμός

ρqστ. Desaster, Desasterοus, Desasterοusly – δύσις + αστήρ

958. Despot, Despotic, Despotical, Despotically, Despotism – δεσπότης

959. Desynonimize – de (από) + συνώνυμον

ρqζ. Detail, Detailer – de + τάλις (η), κόρη σε ηλικία γάμου, εμπόρευμα, λιανεμπόριο, λεπτομέρεια

ρqη. Detain, Detainer, Detainable, Detaining – de (από, δηλωτικό συλλογής) + τείνω, έχω στην κατοχή μου, συλλαμβάνω, έχω υπό κράτηση

ρqθ. Determinability, Determinable, Determinant, Determinate, Determinately, Determination, Determinative, Determinator, Determine, Determined, Determinedly, Determinism (ότι όλα έχουν μηχανική αιτία και δεν υπάρχει ελευθερία βουλήσεως), Determinist, Deterministic – de (από) + τέρμα, δεν περιμένω κάτι να φτάσει στο τέρμα του ή στην τελική του φάση, αποφασίζω  

960. Dethrone, Dethronement – de (από) + θρόνος

σ. Detonate, Detonating, Detonation, Detonator – de (από) + τόνος, εκτονώνω

961.  Detriment, Detrimental, Detrital, Detrited, Detrition, Detritus – de (από) + τρίβω

962. Deuteragonist – δευτεραγωνιστής

σα. Deuterium- δευτέριον, ισότοπο του υδρογόνου   

963. Deuterocanonical – δεύτερος + κανών, περιλαμβανόμενα στον κανόνα μετά από αρχική απόρριψη

964. Deuterogamist – προβαίνων σε δεύτερο γάμο

965. Deuteronomy- Δευτερονόμιον

966. Deutoplasm, Deutoplastic- δεύτε (δεύρο) + πλάσμα, θρέψη του εμβρύου από το δικό του κρόκο

967. Devil, Devilish, Devilment, Devilry- διάβολος

σβ. Devolute, Devolution, Devolve – de (από) + βέλτιον, βέλτερον, βέρτερον, βελτιώνω, παραλλάσσω, περιστρέφομαι, παραχωρώ, μεταφέρω, μετακυλίω εξουσία ή απεκδύομαι αυτής 

968. Dexter, Dexterity, Dexterous, Dexterously, Dextrality, Dextrin, Dextro-, Dextrogyrate (γυρνώ προς τα δεξιά), Dextrorse, Dextrose – δεξιός, επιδέξιος

969. Diabase, Dabasic – διάβασις

970. Diabetes, Diabetic – διαβήτης

971. Diabolic, Diablerie, Diabolical, Diabolically, Diabolism, Diabolization, Diabolo – διάβολος

972. Diacaustic – διακαυστικός

σγ. Dichromates – δίχρωμα

973. Diachylon, Diachylum – δια + χυλός, κολλώδης πολτός βράζοντος λιθαργύρου με λάδι και νερό

974. Diachyma, Diachysis – δια + χύμα, ιστός φύλλων, επέκταση ιριδισμού  

975. Diacodium – σιρόπι παπαρούνας

976. Diaconal, Diaconate – διάκονος

977. Diacoustic, Diacoustics – δια + ακούω

978. Diacritic, Diacritical – διάκρισις

979. Diactinic – διακτίνιση

980. Diadelphia, Diadelphous – δια + αδελφός (δελφύς), έχων δύο συστάδες στημόνων

981. Diadem, Diademed – διάδημα

982. Diaeresis – διαίρεσις

983. Diaglyph, Diaglyphic – δια + γλύφω

984. Diagnose, Diagnosis, Diagnostic, Diagnostically, Diagnostician – διάγνωσις

985. Diagometer – μετρητής αγώγιμης δύναμης

986. Diagonal, Diagonally- διαγώνιος

987. Diagram, Diagrammatic, Diagrammaticaly, Diagrammatize- διάγραμμα

988. Diagraph, Diagraphical – διαγράφω – σχεδιάζω με προοπτική

989. Diaheliotropic, Diaheliotropism – δια + ηλιοτρόπιον, στρεφόμενος προς το φως

990. Dialect, Dilectal, Dialectally – διάλεκτος

991. Dialectic, Dialectical, Dialectically, Dialectician, Dialectology – διαλεκτική, διαλέγεσθαι

992. Diallage – διαλλαγή, ανταλλαγή επιχειρημάτων, πράσινο ή χαλκόχρουν στρωματόμορφο ορυκτό

993. Dialogic, Dialogist, Dialogistical, Dialogistically, Dialogue – διάλογος

994. Dialysis, Dialytic, Dialyze, Dialyzer – διάλυσις, αιμοκάθαρση

995. Diamagnetic, Diamagnetical, Duamagnetism – δια +μαγνήτης

996. Diamantiferous, Diamond – αδάμας, διαμάντι

997. Diameter, Diametral, Diametrical, Diametrically- διάμετρος

998. Diandra, Diandrous – δια + ανήρ, ο έχων δύο στήμονες

999. Diapason – διαπασών

1000. Diaper, Diapering – δια + άσπρος (μεσαιωνικό)

1001. Diaphaneity, Diaphanic, Diaphanie, Diaphanometer, Diaphanous – διαφανής

1002. Diaphotetic – διαφορετικός, αυξάνων την εφίδρωση

1003. Diaphragm, Diaphragmatic- διάφραγμα

1004. Diaphysis – διάφυσις, σημείο αρχής οστέωσης

1005. Diarchy – διαρχία

1006. Diarrhoea, Diarrhoetic – διάρροια

1007. Diarthrosis – διάρθρωσις

1008. Diastase, Diastatic – διάστασις, ένζυμο μετατροπής αμύλου σε ζάχαρη

1009. Diastema – διάστημα

1010. Diastole, Diastolic – διαστολή

1011. Diastyle – διάστυλος

1012. Diatessaron – τα τέσσερα ευαγγέλια

1013. Diathermancy, Diathermanous, Diathermic – διαθερμικός

1014. Diathesis – διάθεσις, προδιάθεση σώματος

1015. Diatomaceous, Diatomic, Diatomous, Diatoms- διατομικός, διάτομον, άλγη, φύκι, φυκώδης

1016. Diatonic, Diatonically – διατονικός

1017. Diatribe – διατριβή, καταγγελία, λίβελλος

1018. Dibasic – διβασικός

1019. Dibranchiata – κεφαλόποδα με δύο βράγχια

1020. Dicast – δικαστής

1021. Dicephalus – δικέφαλος

1022. Dichlamydeous- δύο + χλαμύς

1024. Dichogamous – δίχα + γαμώ, στήμονες και ύπεροι, που ωριμάζουν σε διαφορετικούς χρόνους

1025. Dichotomic, Dichotomize, Dichotomous, Dichotomously, Dichotomy – διχοτομώ, διχοτόμος

1026. Dichroic, Dichroism, Dichromatic, Dichromic – δίχρωμος

1027. Diclinic, Diclinous – δίκλινον

1028. Dicotyledon, Dicotyledonous – δικοτυλήδονον

1029. Dicrotic – δίκροτος, προκαλών διπλό κρότο

1030. Dictaphon – dictum + φωνή

σγ. Dicyclic – δικυκλικός

1031. Dictyogens – φυτό με δικτυωμένο φύλλωμα

1032. Didactic, Didactical, Didactically, Didactics – διδάσκω

1033. Didactyl, Didactylous – διδάκτυλος

1034. Didelphia, Didelphoid – δύο + δελφύς, μαρσιποφόρο

1035. Didymium – μέταλλο σπάνιο όσο και το λανθάνιο (δίδυμος αυτού που λανθάνει)

1036. Didymous – δίδυμος

1037. Didynamia, Didynamian, Didiynamous – διδύναμος, με τέσσερις στήμονες

1038. Dielectric- διαηλεκτρικός

1039. Diesis – δίεσις

1040. Diet, Dietarian, Dietary, Dietetic, Dietetical, Dietetics, Dietine, Dietist, Dietitian- δίαιτα

1041. Differ, Difference, Different, Differentia, Differential, Differentiate, Differentiation, Differently – διαφορά

1042. Digamous, Digamy – δίγαμος

1043. Digamma – δίγαμμα

1044. Digastric – δύο + γαστήρ, δικοίλιος

σδ. Digenetic – πολλαπλασιαζόμενος με δύο τρόπους όπως π.χ. τα σποροκυστικά μαλάκια

σε. Digit, Digital, Digitalin, Digitalis, Digitate, Digitated, Digitation, Dititiform, Digitigrade (βαδίζων επί των δακτύλων) – δεικνύω, δάκτυλος, ψηφιακός  

1045. Diglyph – δίγλυφος

1046. Digraph, Digraphic – δίγραφον, δίφθογγος

1047. Digynia, Digynous – έχων δύο ύπερους

1048. Dihedral, Dihedron- δίεδρος

1049. Dike – δίκη

1050. Dilemma, Dilemmatic – δίλημμα

σστ. Dilithium- διλίθιον, υποθετικό στοιχείο εδρεύον εν μέρει στη δική μας κλίμακα και εν μέρει στον μικρόκοσμο, μέσω των κρυστάλλων του οποίου διενεργείται η αντίδραση ύλης- αντιύλης στην πρωτοποριακή σειρά Star Trek  

σζ. Diluent, Dilute, Dilute, Dilution – δια + λύω, διαλύω, αραιώνω υγρό

1051. Diluvial, Diluvialist, Diluvian, Diluvium – δια + λούω

1052. Dimerous – διμερής

1053. Dimetallic – διμεταλλικός

1054. Dimeter, Dimetric – δίμετρος

1055. Dimity – δίμιτος, διπλός μίτος

1056. Dimorphic, Dimorphism, Dimorphous – δίμορφος

1057. Dimyarian – δύο + μυς, μαλάκιο

1058. Dinornis – δεινή + όρνις, γιγαντιαία όρνις

1059. Dinosauria – δεινός + σαύρα

1060. Diocesan, Diocese – επισκοπική διοίκησις

1061. Diode – δίοδος, σωλήνας διοχέτευσης υγρών

1062. Diodon – δύο + οδούς, ψάρι με οστεώδη σαγόνια αντί για δόντια

1063. Dioecia, Dioecious – διοικίζω, χωρισμός στημόνων και υπέρων

1064. Dioptase – πυριτικό άλας, διαφανές κρύσταλλο  

1065. Diopter, Dioptrical, Dioptrics – διόπτρα

1066. Diorama, Dioramic – διόραμα, εικαστική παρουσίαση με κατάλληλο φωτισμό

1067. Diorite, Diotitic – διοράω – ώ, κρυστάλλινος διαφανής γρανίτης

1068. Diosmosis – δια + ώσμωσις, ωσμός, ωθείν, πέρασμα υγρού δια μεμβράνης

1069. Dioxide – διοξείδιον

1070. Dipetalous – διπέταλος

1071. Diphtheria, Diphtherical, Diphtheritic – διφθέρα, διφθερίτις

1072. Diphthong, Diphthongal, Diphthongally, Diphthongize – δίφθογγος

1073. Diphyodont – διφυής + οδούς, ζώο με δύο σειρές δοντιών

1074. Dipleidoscope – περισκόπιο παρατήρησης τηε διάβασης του ηλίου από τον μεσημβρινό

1075. Diploe – δίπλοος, ιστός μεταξύ πλακών του κρανίου

1076. Diplogenic – διπλογενής

1077. Diploma, Diplomacy, Diplomat, Diplomatic, Diplomatically, Diplomatics, Diplomatist – δίπλωμα

1078. Dipnoi – δίπνοος, ψάρι με δύο πνεύμονες βραγχίων

1079. Diprotodon – δι + πρώτος + οδούς, μέγα μαρσιποφόρο

1080. Dipsas – φίδι του οποίου το δάγκωμα προκαλεί θανατηφόρα δίψα

1081. Dipsomania, Dipsomaniac -μανία + δίψα, αλκοολισμός

1082. Diptera, Dipteral, Dipterous – δίπτερος

1083. Diptych – δίπτυχον

1084. Disaccord – δυσ + χορδή

1085. Disanchor – δυσ + άγκυρα

1086. Disarm – δυσ + άρμα

1087. Disarticulate -δυσ + άρθρωσις

1088. Disc, Discal, Discus, Disk – δίσκος

1089. Discard -δυσ + χάρτη, χάρτης

1090. Disclose, Discloser, Disclosure – δυσ + κλείvω, μαρτυρώ, αποκαλύπτω, επιτρέπω στον αντίδικο να δει τα αποδεικτικά μου στοιχεία

1091. Discobolus (δισκοβόλος), Discoid, Discoidal – δίσκος

1092. Discord, Discordance, Discordancy, Discordant, Discordantly – δυσ + χορδή

1093. Discrown – δυσ + κορώνα

1094. Disentitle – δυσ + τίτλος

1095. Disentomb – δυσ + τύμβος

1096. Disharmonious, Disharmoniously, Disharmony – δυσαρμονία

1097. Disinclination, Disincline -δυσ + κλίσις

1098. Disingenuous, Disingenuously, Disingenuousness- δυσ + γένος, το αντίθετο της ευγένειας     

1099. Dishume – δυσ + χώμα

1100. Dislimn – δυσ + λίμνη, οδηγώ σε λήθη

1101. Disomatous – δισώματος

1102. Disorganization, Disorganize, Disorganizer – δυσ + όργανον, οργάνωσις

1103. Dispassion, Dispassionate, Dispassionately, Dispassioned- δυσ + πάθος

1104. Dispermous – δίσπερμος

ση. Dispersal, Disperse, Dispersedly, Disperser, Dispersion, Dispersive, Dispersively – di (δια) + σπείρω, διασπείρω, διασκορπίζω   

σθ. Display, Displayed, Displayer – δυσ + βλύω, βλύζω, κινούμαι, δεν αφήνω κάτι να κυλήσει ή να χαθεί, παρουσιάζω 

1105. Displenish – δυσ + πληρόω- ώ

1106. Dissyllabic, Dissyllabification, Dissyllabify, Dissyllabism Dissyllabize, Dissyllable- δισύλλαβος

1107. Dissymmetry – δυσ + συμμετρία

1108. Distance, Distant, Distantly – διίστημι

1109. Distend, Distensibility, Distensible, Distention- τείνω, τανύω

1110. Distich, Distichous- δίστιχον

1111. Distinct, Distinction, Distinctive, Distinctively, Distinctness – δια + στίζω, στίξις, στίγμα

1112. Distomous – δίστομος

1113. Disturb, Disturbance, Disturbed, Disturber, Disturbing- δυσ + τύρβη, ενοχλώ

1114. Distyle – δίστυλος

1115. Dithecal, Dithecous – έχων δύο θέσεις

1116. Ditheism, Ditheist, Ditheistic – διθεϊσμός, μανιχαϊσμός

1117. Dithyramb, Dithy rambic – διθύραμβος

1118. Ditone – δίτονος

1119. Ditriglyph – δύο + τρίγλυφον

1120. Ditrochee- διτροχαίος, ποιητικό μέτρο

1121. Dittany – δίκταμον

1122. Ditto- διττός, συμφωνώ με τον προλαλήσαντα

1123. Dittography, Ditty-διπλογραφία, τυχαία επανάληψη λέξης ή γράμματος

1124. Diuresis, Diuretic – διούρησις

σι. Divers, Diverse, Diversely, Diversification, Diversiform, Diversify, Diversion, Diversity, Divert, Diverting, Divertingly, Divertissement – di (δια) + βέλτερον, βέλτιον, βελτιώνω (μετάπτωση του λάμδα σε ρο), διαφοροποιούμαι, διαφοροποίηση

1125. Docetae, Docetic, Docetisism- δοκείν, αίρεση περί φαινομενικής ενανθρώπισης του Ιησού

1126. Dochmiac – δόχμη (παλάμη), πεντασύλλαβος μετρικός πους, βραχύ, δύο μακρά, βραχύ, μακρό

σια. Docile, Docility- δουλεία, δουλικός 

1127. Docimacy – δοκιμασία μετάλλων

1128. Doctor, Doctoral, Doctorship, Doctrinal, Doctrine κ.λπ. – διδάσκω, διδαχή

1129. Dodecagon – δωδεκάγωνον

1130. Dodecagynia, Dodecagynian – δώδεκα + γυνή, φυτό με δώδεκα ύπερους

1131. Dodecahedral, Dodecahedron – δωδεκάεδρον

1132. Dodecandria, Dodecandrian – δώδεκα + ανήρ, φυτό με δώδεκα στήμονες

1133. Dodecapetalous – δωδεκαπέταλος

1134. Dodecasyllable – δωδεκασύλλαβος

1135. Dogma, Dogmatic, Dogmatical, Dogmatically, Dogmatics, Dogmatism, Dogmatist, Dogmatize, Dogmatizer- δόγμα

1136. Dole, Doleful, Dolefully, Dolefullness – δόλος, στενοχώρια λόγω εξαπάτησης

1137. Dolerite – δολερός, βράχος που συνδέει πετρώματα λάβας με βασάλτη

1138. Dolichocephalic, Dolichocephalous – δολιχοκέφαλος

1139. Dolichurus – δόλιχος (δρόμος) + ουρά, μετρικός πους με μία συλλαβή παραπάνω

1140. Dollar – τάλαντον, τάληρον

1141. Dolorous, Dolorously, Dolose – δόλος, λύπη

1142. Dolphin – δελφίν

1143. Dom, Dome, Domed, Domestic, Domestically, Domesticate, Domestication, Domesticity, Domicile, Domiciled, Domiciliary, Domiciliation – δόμος, οικία

1144. Domical- δομικός, δομή

1145. Dominance, Dominancy, Dominant (δεσπόζουσα – μουσική), Dominate, Domination, Dominative, Dominator, Domineer, Dominical, Dominicans, Dominie, Dominion, Dominus – δόμος, κύριος, κυριαρχία

1146. Donate, Donation, Donative, Donator, Donee, Donor – δίδω, δόσις

1147. Door, Doormat, Doorway + πάμπολλα παράγωγα – θύρα

1148. Dorcas – δορκάς, φιλόπτωχος σύλλογος γυναικών

1149. Dorian, Dorian, Doricism, Doric- δωρικός

1150. Dosage, Dose, Disimeter – δόσις

1151. Doxological, Doxologize, Doxology – δοξολογία

1152. Drachm, Drachma – δράγμα, δραχμή

1153. Draconian, Draconic – Δράκων (νομοθέτης)

1554. Dragon, Dragonet, Dragonfish, Dragonfly, Dragonish- δράκων, δράκος    

1555. Drama, Dramatic, Dramatically, Dramatist, Dramatizable, Dramatization, Dramatize, Dramaturgic, Dramaturgist, Dramaturgy – δράμα, δραματουργία

1556. Drastic, Drastically – δράω -ώ

1557. Drome, Dromedarian, Dromedary – δρόμος

σιβ. Drone – εκ του «θρόνου» της βασίλισσας μελισσών, γύρω από τον οποίο συγκεντρώνονται οι κηφήνες  

1558. Dropsical, Drospically, Dropsied, Dropsy – ύδρωψ, ύδωρ

1559. Drosera – δροσερός, σαρκοφάγο φυτό

1560. Drosometer – δρόσος + μετρητής

1561. Druid, Druidical, Druidism- δρυς, δρυίδης

1562. Drupaceous, Drupe, Drupel – δρέπω, δρύππα (υπερώριμος καρπός ελιάς), είδος δαμάσκηνου  

1563. Dryas, Dryasdust- δρυάς νύμφη, ανιαρό γράψιμο

1564. Dual, Dualism, Dualist, Dualistic, Duality, Duodecimal, Duodenary κ.λπ. – δύο, δυισμός

1565. Dulia – δουλεία, λατρεία αγγέλων και αγίων

1566. Dune – θις, θινός

1567. Duologue – δύο + λόγος

σιγ. Duotronics – δύο + θρόνος, tron, tronic έδρα, πλατφόρμα στήριξης, τεχνολογία μεταξύ ηλεκτρονικού και κβαντικού επιπέδου (Star Trek) 

1568. Duplex, Duplicate, Duplication, Duplicative, Duplicator, Duplicity – δύο + πλέκω

1569. Durability, Durable, Durableness, Durably, Duralumin, Duranium, Duraluminium, Duramen, Durance, Duration, Dure, Duress, Duremast – δούρειος, δρυς, δρυμός, δένδρο, γερός, διαρκής

1570. Duumvir, Duumviral, Duumvirate – δύο + vir, διανδρία

1571. Dyad, Dyadic, Dyarchy- δύο, διαρχία

1572. Dynam, Dynameter, Dynametric, Dynametrism, Dynamic, Dynamical, Dynamically, Dynamics, Dynamism, Dynamitard, Dynamite (δυναμίτης), Dynamiter, Dynamo (δυναμό), Dynamograph, Dynamometer, Dyne- δύναμις, δυναμικός  

σιδ. Dyno- πρόσφυμα ενδεικτικό κινητήρα χρησιμοποιούμενο σε πολλές λέξεις επιστημονικής φαντασίας όπως “dynodrive“, (κινητήρας δίνης, δηλαδή ταχύτητας πάνω από το φως), “dynoscanner” (ανιχνευτής δίνης), “dynospanner” (κατσαβίδι για κινητήρα δίνης) κ.λπ.  

1573. Dynast, Dynastic, Dynasty- δυνάστης, δυναστεία

1574. Dys- – δυσ- ως πρόθεμα πολυάριθμων λέξεων

1575. Dysaesthesia – δυσ + αισθάνομαι, αναισθησία

1576. Dyschroia – δύσχροια, αχρωμία δέρματος

1577. Dyscrasia- δυσκρασία

1578. Dysenteric, Dysentery – δυσεντερία

1579. Dyslogistic – δυσ + λέγω, δυσφημιστικός

1580. Dysmenorrhea – δυσ + εμμηνόρροια

1581. Dysodile – δυσώδες υγρό

1582. Dyspepsia, Dyspeptic – δυσπεψία

1583. Dysphagia – δυσφαγία

1584. Dysphonia – δυσφωνία

σιε. Dysphoria – δυσφορία

σιστ. Dysplasia – δυσπλασία

1585. Dyspnoea, Dyspnoic – δύσπνοια

1586. Dysprosia, Dysprosium- δυσπρόσιτος, μέταλλο

1587. Dysthetic- δυσ + τίθημι, λάθος θέση αγγείων

1588. Dysthymic – δύσθυμος

1589. Dystomous – δυσ + τέμνω, κακοκομμένος

1590. Dysury – δυσουρία

1591. Dytiscus- δυτικός, καταδυόμενο σκαθάρι

                  Ε

1592. Ebon, Ebonite, Ebonize, Ebony – έβενος

1593. Ecbasis, Ecbatic – έκβασις

1594. Ecbolic – εκβολικός, διευκολύνων τη γέννηση

1595. Eccentric, Eccentrically, Eccentricity, Eccentric- rod, Eccentric -strap, Eccentric -wheel – έκκεντρος, εκκεντρικός

1596. Ecchymosis – εκχύμωσις

1597. Ecclesia, Ecclesiastic, Ecclesiastical, Ecclesiastically, Ecclesiolatry, Ecclesiological, Ecclesiologist, Ecclesiology- εκκλησία, συνέλευση

1598. Ecdemic – έκδημος, εκτός δήμου

1599. Ecdysis – έκδυσις

1600. Echidna – έχιδνα

1601. Echinate, Echinidan, Echinite, Echinocactus, Echinococcus, Echinoderm, Echinus – εχίνος, αχινός, σκαντζόχοιρος

1602. Echo, Echoism, Echoless – ηχώ

1603. Eclampsia – εκλαμψία, ξαφνικοί σπασμοί

1604. Eclectic, Eclectically, Eclecticism – εκλέγω, εκλεκτικός

1605. Eclipse, Ecliptic – έκλειψις

1606. Eclogue – εκλογή, βουκολικό ποίημα

1607. Ecology, Ecological, Ecologically, Ecologist, Ecosystem – οίκος + λόγος, οικολογία

1608. Economic, Economical, Economically, Economics, Economist, Economize, Economy – οίκος + νέμω, οικονομία

1609. Ecstasy, Ecstatic, Ecstatically – έκστασις

1610. Ecthyma – εκθυμιάω -ώ, απόστημα

1611. Ectoblast – εκτός + βλαστός, εξωτερικό μέρος κυττάρου

1612. Ectoderm – εκτός + δέρμα, εξωτερική στοιβάδα εμβρύου, κοράλλι

1613. Ectopia – εκτόπιση σωματικού οργάνου

1614. Ectoplasm – εκτόπλασμα

1615. Ectozoa – εκτόζωον, παράσιτο

1616. Ectropion – εκτρόπιον, μη κάλυψη ματιού από βλέφαρο  

1617. Ectypal, Ectype, Ectypography – έκτυπον, χαρακτική

1618. Ecumene, Ecumenical – οικουμένη

1619. Eczema, Eczematous – έκζεμα

1620. Edacious, Edacity, Edible, Edibleness- εδωδή, φαγητό

1621. Edema, Edematous – οίδημα

1622. Edifice, Edify, Edifying, Edile (πολεοδόμος) – αίθουσα, αίθος, δωμάτιο με φωτιά, τζάκι

1623. Edit, Edition, Editor, Editorial, Editorial, Editorially, Editorship, Editress – ex + dare (εκδίδω, έκδοσις)

1624. Ego, Egocentric, Egoism, Egoist, Egoistic, Egoistical, Egoistically, Egotism, Egotist, Egotistic, Egotistical, Egotistically, Egotize- εγώ, εγωισμός

1625. Egypt, Egyptian, Egyptological, Egyptologist, Egyptology – Αίγυπτος, Νείλος, ύπτιος + Αιγαίον

1626. Eidetic – ειδητική, φωτογραφική μνήμη

1627. Eidograph – είδος + γράφω, όργανο αντιγραφής

1628. Eidolon – είδωλον, αντανάκλαση, εικόνα

1629. Eirenicon – ειρηνικός τόπος

1630. Elaeometer -μετρητής αγνότητας ελαίου

1631. Elanet – έλανος, είδος γερακιού

1632. Elaphine – έλαφος

1633. Elasmobranchs – έλασμα + βράγχια, καρχαρίες και σαλάχια

1634. Elastic, Elastically, Elasticity, Elastin – ελαστός, ελατός, ελαύνειν

1635. Elater, Elaterin, Elaterite, Elaterium – ελατήριος (καταδιώκων), ελατήριον

1636. Eleatic – ανήκων στην ελεατική σχολή

1637. Elect, Election, Elective, Elector, Electoral, Electorate, Eligible, Eligibility, Eligibleness, Eligibly κ.λπ. – εκλέγω

1638. Electric, Electrical, Electrically, Electrician, Electricity- ηλεκτρικός, ηλεκτρισμός

σιζ. Electrepeter (ήλεκτρον + τρέπω) – συσκευή για αλλαγή κατεύθυνσης ρεύματος

σιη. Electrifiable, Electrification, Electrify – ηλεκτρίζω

σιθ. Electrobiologist, Electrobiology – ηλεκτροβιολογία

σκ.  Electrochemical, Electrochemistry- ηλεκτροχημεία

σκα. Electrocute, Electrocution- προκαλώ ηλεκτροπληξία

σκβ. Electrode – ηλεκτρόδιον

σκγ. Electrodynamic, Electrodynamics- ηλεκτροδυναμικός, ηλεκτροδυναμική, σχέση ηλεκτρισμού και παντοειδών ρευμάτων

σκδ. Electrograph – όργανο μέτρησης ηλεκτρικών καταστάσεων, καταγραφή αποτελεσμάτων ηλεκτρόμετρου

σκε. Electrolysis, Electrolyte, Electrolytic, Electrolyze,- ηλεκτρόλυσις

σκστ. Electromagnet, Electromagnetic, Electromagnetism – ηλεκτρομαγνήτης

σκζ. Electrometallurgy – ηλεκτρομεταλλουργία

σκη. Electrometer- ηλεκτρόμετρον

σκθ. Electromotive – ήλεκτρον + motion (κίνηση), ηλεκτροκινητικός

σλ. Electron, Electrum – ήλεκτρον, κεχριμπάρι

σλα. Electro-optic- ηλεκτρο- οπτική

σλβ. Electropathy – σχέση ηλεκτρισμού και ασθενειών

σλγ. Electrophone- ηλεκτρόφωνον, παραγωγή ήχων δια ηλεκτρισμού

1639. Electrophorus- συσκευή στατικού ηλεκτρισμού

1640.  Electrophysiology- ηλεκτροφυσιολογία

1641. Electroplate – ηλεκτρική πλάκα

1642. Electroplasma – ηλεκτρικό πλάσμα

1643.  Electropolar – διάταξη δύο πόλων αρνητικά και θετικά φορτισμένων

1644. Electroscope – ήλεκτρον + σκοπώ, όργανο για παρακολούθηση ηλεκτρικών φαινομένων

1645. Electrostatic, Electrostatics – στατικός ηλεκτρισμός και φαινόμενα αυτού

1646. Electrotherapeutics, Electrotherapy -ήλεκτρον + θεραπεία, θεραπεία ασθενειών με βοήθεια ηλεκτρισμού

1647.  Electrothermic- ηλεκτροθερμικός, συνδυάζων θερμότητα και ηλεκτρισμό

1648. Electrotype – διαδικασία ηλεκτρολυτικής αποτύπωσης χαλκού σε καλούπι  

1649. Electuary – εκλείχω, φάρμακο που λιώνει στο στόμα

1650. Eleemosynary – ελεών, ελεημοσύνη

1651. Elegiac, Elegist, Elegize, Elegy – ελεγεία

1652. Elenchus – έλεγχος σοφισμάτων

1653. Elephant, Elephantiasis, Elephantine- ελέφας

1654. Eleusis, Eleusinian – Ελευσίς

1655. Eleutheromania – ελευθερομανία

1656. Elixir – ξήριον, ξηραλοιφή

1657. Ellipse, Ellipsis, Ellipsograph, Ellipsoid, Ellipsoidal, Elliptic, Elliptical, Elliptically, Ellipticity – έλλειψις, κωνική τομή

1658. Eloge – ελεγεία

1659. Elysian, Elysium – Ηλύσια Πεδία

1660. Elytral, Elytriform, Elytron – έλυτρον, περίβλημα ή μεμβράνη εντόμου  

1661. Embalm, Embalmer, Embalming, Embalment – βάλσαμον

1662.  Emblem, Emblematic, Emblematical, Emblematically, Emblemize – έμβλημα

1663. Embolism, Embolismic, Embolite (ορυκτό), Embolus – εμβάλλω, έμβολον

1664. Embrocate, Embrocation – εμβρέχω

1665. Embryo, Embryoctony (εμβρυοκτονία), Embryogeny, Embryology, Embyonic, Embryotomy- έμβρυον

1666. Emerald, Emerald-copper, Emerald- green- σμάραγδος

1667. Emeritus – ήμερος συνταξιούχος

1668. Emerods – αιμορροίδε

1669. Emetic, Emetically, Emetin – έμετος

1670. Emiction, Emictory- εκ + μίγμα, μίξις, εκβολή ουρικής τοξίνης

σλδ. Eminence, Eminency, Eminent, Eminently – μένω, προβάλλομαι σε μόνιμη βάση, εξέχω, προεξέχω, προεξάρχω   

1671. Emmenagogue – έμμηνα + άγω, φάρμακο ενίσχυσης εμμηνόρροιας

1672. Empanoply – πλήρης πανοπλία

1673. Emphasis, Emphasize, Emphatic, Emphatical, Emphatically, Emphaticalness – έμφασις

1674. Emphractic – εμφρακτικός

1675. Empysema, Emphysematous – εμφύσημα

σλε. Empathic, Empathy – εν + πάθος, ενσυναίσθηση, συναισθηματική ή τηλεπαθητική συμπάθεια, συμπάσχειν

1676. Empiric, Empirical, Empirically, Empiricism, Empiricist- πείρα, εμπειρία

1677. Emporium – εμπόριον

1678. Empurple – πορφύρα, πορφυρώνω

1679. Empyema – εμπύημα

1680. Empyrion, Empyrean, Empyreuma, Empyreumatic – εμπύρευμα, Εμπύριον= χώρα φωτιάς

1681. Enallage – εναλλαγή (λέξεων)

1682. Enantiosis – εναντίωσις

1683. Enarthroidal, Enarthrosis – ενάρθρωσις

1684. Encaenia, Encenia – εγκαίνια

1685. Encaustic – έγκαυστον, θερμαινόμενο κερί

1686. Encephalic, Encephalitis, Encephaloid, Encephalon, Encephalopathy (εγκεφαλοπάθεια), Encephalotomy, Encephalous, Encephalogram – εγκέφαλος

1687. Enchiridion – εγχειρίδιον (βιβλίο χρήσης)

1688. Enchorial – εγχώριος

1689. Encircle, Encirclement – εγκυκλώ

1690. Enclitic, Enclitical – έγκλισις

1691. Enclose, Encloser, Enclosure – εγκλείω

1692. Enclothe – εγκλώθω

1693. Encomiast, Encomiastical, Encomium – εγκώμιον

1694. Encrinite – εν + κρίνον, απολίθωμα κρίνου

σλστ. Encryption – διαδικασία επεξεργασίας κωδικοποιημένης πληροφορίας

1695. Encyclical – εγκύκλιος

1696. Encyclopedia, Encyclopedic, Encyclopedism, Encyclopedist – εγκυκλοπαίδεια

1697. Encystic – ενδοκυστικός

1698. Endeictic – ενδεικτικός

1699. Endemic, Endemically, Endemicity, Endemiology  – ενδημία, ενδημικός

1700. Endermic – ενδοδερμικός

1701. Enderon – έντερον, το αληθές δέρμα, η εσωτερική στοιβάδα του εκτόδερμου (κοραλλιού)

1702. Endo – ένδο-

1703. Endocardiac, Endocarditis, Endocardium – ενδοκάρδιον

1704. Endocarp – ένδον + καρπός, ενδοκάρπιον

1705. Endochrome – ενδόχρωμα

1706. Endocrane – ενδοκρανιακός

1707. Endocrine – εσωτερική έκκρισις

1708. Endocyst- εσωτερική κύστη

1709. Endoderm, Endodermic – ενδοδερμικός

1710. Endogamous, Endogamy – ενδογαμία

1711. Endogen, Endogenous – ενδογενής

1712. Endolymph – ένδον + λέμφος, υγρό του λαβυρίνθου του αυτιού

1713. Endomorph – ενδομορφικός

1714. Endoparasite – ενδοπαράσιτον

1715. Endophagy – ενδοφαγία, κανιβαλισμός

1716. Endophyllous – ενδοφυλλικός

1717. Endoplasm, Endoplasmic, Endoplast – εσωτερική στοιβάδα πρωτοπλάσματος, ενδόπλασμα  

1718. Endopleura – ενδόπλευρον, μεμβράνη σπόρου  

σλζ. Endorphin – ένδον + μορφίνη, ενδορφίνη

1719. Endorhiza – ένδον + ρίζα, ενδόριζα

1720. Endosarc – ένδον + σαρξ, ενδόπλασμα

1721. Endosceleton – ενδοσκελετός

1722. Endosmosis, Endosmotic – ένδον + ώσμωσις, ωσμός, ωθείν

1723. Endosperm, Endospermic – ένδον + σπέρμα, πρωτείνη σπόρων

1724. Endospore – εσωτερικό τοίχωμα του σπόρου

1725. Endostome – ένδον + στόμα, πέρασμα από το τρήμα του σπόρου

1726. Endothelium – ενδοθήλιον

σλη. Endotherm, Endothermic – ενδοθερμικός

1727. Endurable, Endurableness, Endurably, Endure, Endurer, Enduring, Enduringly – εν + δρυς, ανθεκτικός, διαρκής, υποφερτός

1728. Enema – ένεμα, ένεσις

1729. Energetic, Energetically, Energetics, Energic, Energize, Energumen (ενεργούμενο), Energy- ενέργεια

1730. Enervate, Enervation – νεύρον, εκνευρίζω, εξουθενώνω  

1731. Engender, Engenderer – εν + γένος

1732. Engine, Engineering, Enginery- ingenium, εν + γένος, εγγενής ποιότης

σλθ. Engram, Engrammatic- έγγραμμα, εγγραφή, εγχάραξη μνήμης 

1733. English, Englishman, Englishry – Anglo-, άγκιστρον

1734. Encharmonic, Encharmonically – εναρμόνισις

1735. Enhydrite, Enhydrous

1736. Enigma, Enigmatic, Enigmatically, Enigmatism, Enigmatize- αίνιγμα

1737. Ennea, Ennead, Enneagon, Enneagonal, Enneagynous (εννέα ύπεροι), Enneahedral, Enneandrous (εννέα στήμονες), Enneapetalous- εννέα

1738. Enomotarch, Enomoty – ενωμοτία, η μικρότερη μονάδα του σπαρτιατικού στρατού, δεσμευμένη με όρκο

1739. Enoptromancy- ένοπτρον + μαντεία, μαντεία βάσει καθρεφτών

1740. Enounce, Enouncement – εν + νέα (στον πληθυντικό, που τα κραυγάζει ο τελάλης)

1741. Ensphere – εν + σφαίρα, εισάγω σε ή μετατρέπω σε σφαίρα

1742. Enstatite – εν + ίστημι, ίσταμαι, πυριτικό άλας μαγνησίου, ενστάτης (αντίπαλος)

σμ. Entail – εν + τάλις, κόρη σε ηλικία γάμου, εμπόρευμα, καταπιστεύω, περιέχω, περιλαμβάνω

σμα. Entangle, Entanglement, Entangler – εν + τάσσω, τάξις, συνδέω, συζευγνύω (συναφής η σύζευξη ή ο εναγκαλισμός των κβάντων που έχει απογειώσει τη σύγχρονη φιλοσοφία)   

1743. Entasis – έντασις

1744. Entelechy – εντελέχεια

1745. Entellous – εν + τέλλω (ανυψώνομαι), Τρως ήρως, ινδικός σεμνοπίθηκος

1746. Enteric, Enteritis, Enterocele (εντεροκήλη), Enterogastrocele, Enterolite, Enterology, Enterotomy

1747. Enterprise, Enterpriser, Enterprisingly – inter + επαίρω, παίρνω

1748. Enthelmintha- εντός + έλμινς, εντερικά μικρόβια

1749. Enthrone, Enthronement, Enthronization, Enthronize – ενθρονίζω

1750. Enthuse, Enthusiasm, Enthusiast, Enthusiastic, Enthusiastically – ενθουσιασμός

1751. Enthymematical, Enthymeme – συλλογισμός, όπου εμφιλοχωρεί και η αναλογία

1752. Entitle – εν + τίτλος

1753. Entity – ens, ον, όντος

1754. Entoblast – εντός + βλαστός, πυρήνας κυττάρου

1755. Entomb, Entombment- εν + τύμβος, ενταφιάζω

1756. Entomic, Entomoid – έντομον

σμβ.  Entomolite – έντομον + λίθος, απολίθωμα εντόμου

σμγ. Entomological, Entomologically, Entomologist, Entomologize, Entomology – εντομολογία, εντομολόγος,

σμδ. Entomopathogenetic (fungus)- μύκης που σκοτώνει ή βλάπτει έντομα

σμε. Entomophagous, Entomophilous – εντομοφάγος, εντομόφιλος

σμστ. Entomostracan -έντομον + όστρακον, εντομόστρακον, μικροσκοπικό μαλακόστρακο που μοιάζει με έντομο

σμζ. Εtomotomy – τομή εντόμου

1757. Entonic – έντονη αρρωστημένη ένταση

1758. Entophyte, Entophytic – ενδοφυτικός

1759. Entotic – εν + ους, ωτός, ενδοωτικός

1760. Entozoa, Entozoic, Entozoologist, Entozoology, Entozoon – εντός + ζώον, εσωτερικό παράσιτο

1761. Entropium – στροφή του τσίνουρου προς τον οφθαλμό

1762. Entropic, Entropy – εντροπία, αργός θερμικός θάνατος

1763. Enunciable, Enunciate, Enunciation, Enunciative, Enunciator – εν + νέα

1764. Enzootic- εν + ζώον, τοπική ασθένεια

1765. Enzymatic, Enzyme – ένζυμον

1766. Eoan, Eoanthropus (ηωάνθρωπος), Eolith, Eolithic (ηωλιθικός), Eosin, Eozoic, Eozoon – ηώς, αυγή

1767. Eocene – ηώκαινος

1768. Eolian, Eolic, Eolienne, Eolipile – Αίολος

1769. Eon – αιών

1770. Epagoge – επαγωγή (έτος γέννησης Χέγκελ)

1771. Epanadiplosis – επαναδίπλωσις, πρόταση που τελειώνει στην ίδια λέξη, απ’ όπου άρχισε (ρητορικό σχήμα)

1772. Epanalepsis – επανάληψις, επιστροφή στο βασικό ειρμό του λόγου μετά από μεγάλη παρένθεση

1773. Epanorthosis- επανόρθωσις, επανάληψη λόγου χάριν έμφασης  

1774. Eparch, Eparchy – έπαρχος

1775. Epencephalic, Epencephalon – το εσώτατο τμήμα του εγκεφάλου

1776. Epenthesis – επένθεσις, εισαγωγή γράμματος ή συλλαβής σε λέξη

1777. Epexegesis, Epexegetical – επεξήγησις

1778. Ephemera, Ephemeral – εφήμερον (έντομον), εφήμερος

1779. Ephemeris – εφημερίς

1780. Ephesian – Εφέσιος

1781. Ephor, Ephori – έφοροι

1782. Epiblast – επί +βλαστός, εξωτερική στοιβάδα εμβρύου

1783. Epic – επικός

1784. Epicarp – επικάρπιον, φλούδα καρπών

1785. Epicede, Epicedian, Epicedium- επικήδειος

1786. Epicene- επίκοινος, κοινός και για τα δύο φύλα

1787. Epicentre, Epicenter – επίκεντρον σεισμού

1788. Epicheirema – επιχείρημα, ενίσχυση ή συμπληρωματική απόδειξη συλλογισμού

1790. Epicolic – επί + κόλον, επί του κόλου

σμη. Epicondylitis – επικονδυλίτις 

1791. Epicranial , Epicranium– επί  + κρανίον, επί του κρανίου, βρεγματικός- κροταφικός μυς, μαλακό δέρμα κρανίου (σκαλπ, αυτό που έγδερναν οι Ινδιάνοι)

1792. Epicure, Epicurean, Epicureanism – Επίκουρος

1793. Epicycle, Epicyclic, Epicycloid, Epicycloidal – επί + κύκλος, επικύκλιον  

1794. Epideictic – επιδεικτικός

1795. Epidemic, Epidemically, Epidemiology- επιδημία

1796. Epidermal, Epidermic, Epidermis, Epidermoid – επιδερμίς

1797.  Epidote, Epidosis – επίδοσις, πυριτικό άλας

1798. Epigastric, Epigastrium – επί + γαστήρ, επιγάστριον

1799. Epigene, Epigenesis, Epigenous – επιγενόμενος

1800. Epiglottic, Epiglottis – επιγλωττίς

1801. Epigone – επίγονος

1802. Epigram, Epigrammatic, Epigrammatical, Epigrammatically, Epigrammatist, Epigrammatize – επίγραμμα

1803. Epigraph, Epigraphic, Epigraphics, Epigraphist, Epigraphy- επιγραφή

1804. Epigynous- επί + γυνή, επί του ωαρίου

1805. Epilepsy, Epileptic – επιληψία

1806. Epilogistic, Epilogue – επίλογος

1807. Epinasty – επί + ναστός, συμπαγής καμπή

σμθ. Epinephrine – επί + νεφρός, επινεφρίνη

1808. Epiornis – αιπή (ψηλή) όρνις

1809. Epipetalous – επί του πετάλου

1810. Epiphany – επιφάνεια, επιφοίτηση

1811. Epiphonema – επιφώνημα

1812. Epiphragma – επί + φράγμα, κάλυμμα

1813. Epiphyllous – επί των φύλλων

1814. Epiphysis – επίφυσις

1815. Epiphytal, Epiphyte, Epiphytic – επί του φυτού

1816. Epiploon – επίπλοον, περιτόναιον

1817. Epipolism, Epipolize – επιπολή, ιριδισμός

1818. Episcopacy, Episcopal, Episcopalian, Episcopalianism, Episcopally, Episcopate- επίσκοπος

1819. Episode, Episodic – επεισόδιον

1820. Epispastic – επισπάω -ώ, ελκυστικός

1821. Episperm, Epispermic  – επί του σπέρματος, σπερματικός λόγος, Ελληνική Επανάσταση, Χέγκελ «Φιλοσοφόα του Δικαίου»

1822. Epistemological, Epistemoplogy – επιστημολογία

1823. Episternum – άνω μέρος του στέρνου

1824. Epistle, Epistler, Epistolary – επιστολή

1825. Epistrophe – επιστροφή, ομοιοκαταληξία

1826. Epistyle – επιστύλιον

1827. Epitaph, Epitaphic, Epitaphist – επιτάφιος

1828. Epitasis- επίτασις δράματος, καθώς οδηγείται στον τελικό όλεθρο

1829. Epithalamial, Epithalamic, Epithalamium – επιθαλάμιον, υμέναιος πριν από τη νυφική παστάδα

1830. Epithelial, Epithelium – επιθήλιον

1831. Epithem, Epithet, Epithetic – επίθεμα, επίθετον, χαρακτηρισμός, έτος θανάτου Χέγκελ

1832. Epitome, Epitomist, Epitomize, Epitomizer – επιτομή

1833. Epitonic – επί + τείνω, τεντωμένος, καταπονημένος

1834. Epitrite- επίτριτος, πους με τρεις μακρές συλλαβές και μία βραχεία

1835. Epizeuxis – επίζευξις, εμφατική επανάληψη λέξης, π.χ. Συ, συ, Αντώνιε

1836. Epizoa, Epizoon – επίζωον, οστρακόδερμο παράσιτο

1837. Epizootic– επιζωοτία, επιδημία στα ζώα

1838. Epoch, Epochal – εποχή

1839. Epode, Epodic – επωδή

1840. Eponym, Eponymic, Eponymous – επώνυμος

1841. Epopee, Epos – εποποιία, έπος

1842. Epulotic – επουλωτικός

σν. Equinoctial, Equinoctially, Equinox – equi- (ίσος) + νυξ, ισημερία, ισονυκτία

1843. Erebus – έρεβος

1844. Eremite, Eremitic, Eremitical – ερημίτης

1845. Erethism, Erethistic – ερεθισμός

1846. Erg, Ergometer – έργον, έργιον (μονάδα ενεργείας)

σνα. Eiresione – ειρεσιώνη, δένδρο της γιορτής των Πυανοψίων προς τιμή του Απόλλωνα στολισμένο με μαλλί, φρούτα, βάζα μελιού και ασκούς λαδιού, το χριστουγεννιάτικο δένδρο της αρχαιότητας   

σνβ. Ergonomic – εργονομικός, λειτουργικός

1847. Erica, Ericaceous – ερείκη

1848. Erigeron – έρι –(πολύ, αρκετά) + γέρων, φυτά με φθαρμένη όψη

σνγ. Erinnyes-  Ερινύες, χθόνιες θεότητες που καταδίωκαν όσους διέπραξαν εγκλήματα κατά της φυσικής τάξης των πραγμάτων 

σνδ. Eriocaulon – εριόκαυλον, είδος βότανου

1849. Eriometer – έριον + μέτρον, όργανο μέτρησης διαμέτρου κλωστών και ινών

1850. Eristics, Eristical – εριστικός, εριστική

1851. Erotic, Erotical, Erotomania – έρως, έρωτας

1852. Eryngo -ηρύγγιον, θαλάσσιο πουρνάρι

1853. Erysipelas, Erysipelatous – ερυσίπελας

1854. Erythema, Erythematous- ερύθημα

1855. Erythrine, Erythrite  – ερυθρός

σνε. Erythrocytes, Erythrocythemia, Erythrosine (ερυθροσίνη) – ερυθρόν + κύτος, ερυθρά αιμοσφαίρια, πολυκυτταραιμία

1856. Eryops – ερύωψ, ερύω (σέρνω) + ωψ (όψη), αμφίβιος τεμνοσπόνδυλος, είδος σαύρας

1857. Eschar, Escharotic – εσχάρα, κακάδι, κρούστα

1858. Eschatological, Eschatology – έσχατος, εσχατολογία

1859. Esculapian- Ασκληπιός

1860. Esemplastic – εις + ένα + πλάσσω, κάτι που παρουσιάζεται ως ενότητα  

1861. Esoenteritis – εσωεντερίτις, φλεγμονή εντέρου

1862. Esogastritis – εσωγαστρίτις, φλεγμονή στομάχου

1863. Esophagus – οισοφάγος

1864. Esopian – Αίσωπος

1865. Esoteric – εσωτερικός

1866. Esox – ίσωξ, λούτσος

1867. Espadon – σπάθη

1868. Esparto – σπείρω, σπόρος, σπαρτός  

σνστ. Essence, Essential και πολλά παράγωγα – πρ. Ινδ. Ευρ. Es, εστί, ουσία

1869. Estate – ίστημι, ίσταμαι

1870. Ester – αιθήρ, εστέρας

1871. Esthetic – αισθητικός

σνζ. Estimable, Estimableness, Estimably, Estimate, Estimation, Estimative, Estimator – πολλοί λέγουν ότι προέρχεται από το Αις (Άδης ή και χαλκός) και το «τέμνω», όμως είναι τόσο καθαρή η μεταφορά από το ελληνικό «εκτιμώ» που προτείνω τελικά την προέλευση από αυτό

1872. Etesian – ετήσιος άνεμος

1873. Ethane, Ether, Ethereal, Ethereality, Etherealize, Etherally, Etherification, Etheriform, Etherism, Etherization, Etherize, Etheromania, Ethyl – αιθήρ, αιθέριος

1874. Ethic, Ethical, Ethically, Ethics – ηθική

1875. Ethiop, Ethiopian, Ethiopic – αίθω + ώψ, Αιθίοψ

1876. Ethmoid, Ethmoidal – ηθμός, διάτρητο κόκκαλο

1877. Ethnic, Ethnical, Ethnocentric (εθνοκεντρικός), Ethnocentricity, Ethnocentricism (εθνοκεντρισμός), Ethnographer, Ethnographic, Ethnographical, Ethnography, Ethnological, Ethnologist, Ethnology – έθνος, εθνικός

1878. Ethos- έθος, θεσμικότητα

1879. Etiology – αιτιολογία

1880. Etymological, Etymologically, Etymologist, Etymologize, Etymology, Etymon – έτυμον (αληθές), ετυμολογία

1881. Eucalyptus- ευ + καλύπτω, ευκάλυπτος

σνη. Eucariotic _ ευκαριωτικός

1882. Eucharis, Eucharist, Eucharistic – ευχαριστώ, ευχαριστία

1883. Euchlorine – ευ + χλωρός, εύφλεκτο αέριο χλωρίνης

1884. Euchology – ευχή + λέγω, ευχολόγιο, λειτουργία

1885. Euclase- ευ + κλάω -ώ, εύθραυστο, πυριτικό άλας βηρυλλίου

1886. Euclidean – Ευκλείδειος γεωμετρία

1887. Eudemonism – ευ + δαίμων, ευδαιμονισμός

1888. Eudiometer, Eudiometrical, Eudiometry – ευδία + μετρώ, μέτρηση ποσοστού οξυγόνου στον αέρα

1889. Eugenic, Eugenics, Eugenin, Eugenist- ευγενής, ευγονική – παραγωγή γενετικά τροποποιημένων, ενισχυμένων οργανισμών   

 1890. Euhemerism, Euchemerist, Euchemerize- Ευήμερος, σκεπτικός φιλόσοφος (311- 298 π.Χ.), που διατύπωσε την άποψη ότι κάθε μύθος έχει πυρήνα αληθείας και ότι οι θεοί της αρχαιότητας ήσαν θεοποιημένοι άνθρωποι.

1891. Eulalia – ευ + λαλώ, ευλαλία, διακοσμητικό γρασίδι

1892. Eulogist, Eulogistic, Eulogistically, Eulogium, Eulogize, Eulogy- ευ + λέγω, επαινετικός λόγος, επικήδειος

1893. Eumenides – Ευμενίδες, Ερινύες που εξευμενίζονται    

1894. Eunomy – ευνομία

1895. Eunuch, Eunuchism, Eunuchize – ευνούχος

1896. Euonymin, Euonymus- ευώνυμο (φυτό)

1897. Eupatorium – ευπάτωρ, φυτό ‘

1898. Eupepsia, Eupeptic – εύπεπτος

1899. Euphemism, Euphemistic, Euphemize- ευφημισμός

1900. Euphonic, Euphonious, Euphoniously, Euphonism, Euphonium, Euphonize, Euphony – εύφωνος, ευφωνία

1901. Euphorbia, Euphorbium – ευ + φέρβω (τρέφω), φυτό

1902. Euphrasia – ευ + φράσις, φυτό

1903. Euphuism, Euphuist, Euphuistic, Euphise- ευ+ φύω, εκφράζομαι επιτηδευμένα, εξεζητημένα, πομπωδώς

1904. Eurafrican – Ευρώπη + Αφρική

1905. Eurasian – Ευρώπη + Ασία

1906. Eureka – Εύρηκα, περίφημη έκφραση του Αρχιμήδη

1907. Eurythmic, Eurythmics, Eurythmy  – εύρυθμος, ευρυθμία

1908. Euroclydon – Εύρος (ανατολικός άνεμος) + κλύδων (κύμα), άνεμος καταιγίδας

1909. Europa, European, Europeanize – ευρεία ωψ, Ευρώπη

1910. Euporium – ευ + πόρος, μεταλλικό στοιχείο

1911. Eurus – Εύρος, ανατολικός άνεμος

1912. Eusebian – αίρεση Ευσεβίου

1913. Eustachian, Eustachious – ευ + ίστημι, ίσταμαι, Ευστάχιος (Ιταλός ανατόμος), ευσταχιανή σάλπιγγα

1914. Eutectic- εύτηκτος

1915. Euthanasia – ευθανασία

1916. Eutychian- αίρεση Ευτυχίου

1917. Evangel, Evangelical, Evangelicasm, Evangelically, Evangelicism, Evangelism, Evangelist, Evangelistic – ευαγγέλιον 

1918. Exacerbate, Exacerbation – άκρη, άκρις, άκρον

1919. Exalt, Exaltation, Exalted- άλμα, αλτικός, εξύψωση

1920. Exanimate- anima, άνεμος

1921. Exanthema – εξάνθημα

1922. Exarch, Exarchate – εξ + αρχή, έξαρχος

1923. Excarnate, Excarnation – εκ + κρέας, απόκρεω, αποκρεάτωσις

1924. Excavate, Excavation, Excavator – σκάπτω

1925. Excisable, Excise, Exciseman, Excision – εκ + σχίζω, χαράσσω

1926. Exclude, Exclusion, Exclusionary, Exclusionism, Exclusionist, Exclusive, Exclusively, Exclusiveness, Exclusivism, Exclusory – εκ + κλείω, αποκλείω

1927. Excogitate, Excogitation- γιγνώσκω, γνώσις

1928. Excoriate, Exoriation – εκ + χόριον (μεμβράνη εμβρύου), γδέρνω

1929. Excreta, Excrete, Excretion, Excretive, Excretory – εκ +κρίνω με την αρχική σημασία του «διαχωρίζω»

1930. Exeat – έξοδος, άδεια εξόδου μαθητή

1931. Exedra – εξέδρα

1932. Exegesis, Exegete, Exegetic, Exegetical, Exegetics, Exegetist – εξήγησις, ερμηνεία

1933. Exhilarant, Exhilarate, Exhilarating, Exhilaratingly, Exhilaration, Exhilarative – ιλαρός

1934. Exhumation, Exhume –εκ + χυμός, αποχυμώ (-νω)

1935. Exile, Exilement, Exilic, Exility – εκ + αλάομαι -ώμαι (περιπλανώμαι), εξορία

1936. Exist, Existence, Existent, Existential, Existible – εκ + ίστημι, ίσταμαι, ύπαρξη

1937. Exo –έξω, με άπειρες λεκτικές συνδέσεις

σνη. Exobiologist, Exobiology, Exochemist, Exochemistry, Exogenetics, Exosociology – επιστήμες του μέλλοντος σχετική με τη βιολογία, τη χημεία, κοινωνιολογία κ.λπ. εξωγήινων οργανισμών

σνθ. Exo-plating – εξω + πλάκα, εξωτερική επένδυση 

1938. Exit, Exode, Exodus – έξοδος

1939. Exogamous, Exogamy – γάμος εκτός φυλής

1940. Exogastritis – φλεγμονή εξωτερικής μεμβράνης στομάχου

1941. Exogen, Exogenous – έξω + γεννώ, κορμός που αυξάνεται με εξωτερικές εκκρίσεις

1942. Exomphalos – έξω + ομφαλός, ομφαλοκήλη

1943. Exonerate, Exoneration, Exonerative – εκ + όνος (συνεκδοχή με φορτίο γενικότερα), απαλλάσσω από βάρος

1944. Exophagy – κανίβαλος που τρώει μόνο όσους δεν ανήκουν στη φυλή του

1945. Exophthalmia-  εξωφθαλμία

1946. Exophyllous – εκτός φύλλου, μη ενθυλακωμένος σε φύλλο

1947. Exorcism, Exorcist, Exorcise, Exorcised, Exorciser – εξορκίζω, εξορκιστής

1948. Exosceleton – εξωσκελετός, προσθετικά μέλη προς ενίσχυση σκελετού

1949. Exosmose, Exosmotic – εκ + ώσμωσις, ωσμός, ωθείν, πέρασμα υγρού δια μεμβράνης

1950. Exostome – έξω + στόμα, είσοδος ωαρίου φυτού

1951. Exostosis- εξόστωσις (παθογενής)

1952. Exoteric, Exotericism – εξωτερικός

1953. Exotherm, Exothermic – υλικό που απελευθερώνει θερμότητα όταν σχηματίζεται και απορροφά θερμότητα όταν αποσυντίθεται 

1954. Exotic, Exoticism – εξωτικός

1955. Expand, Expanse, Expansibility, Expansible, Expansibleness, Expansibly, Expansile, Expansion, Expansionist, Expansive, Expansively, Expansiveness – εκ + πετάννυμι, εκτείνομαι

1956. Expatriate, Expatriation – εκπατρίζω

1957. Expedience, Expediency, Expedient, Expedential, Expediently, Expedite, Expeditely, Expedition, Expeditionary, Expeditious, Expeditiously, Expeditiousness – εκ + πεδάω -ώ, αφαιρώ τις αλυσίδες, καθιστώ κάτι πρόσφορο και κατάλληλο ως προς ένα σκοπό

σξ. Expel, Expellable, Expulsion, Expulsive – ex (εκ) + πέλω (κινούμαι, χτυπώ, συμβαίνω), παλμός, πελταστής

1958. Experience, Experienced, Experiential, Experientalism- εκ πείρας, εμπειρία

1959. Experiment, Experimental, Experimentalist, Experimentalize, Experimentally, Experimentation, Experimentative, Experimenter – εκ + πείρα, πείραμα

1960. Expert, Expertize, Expertly, Expertness – εκ πείρας, πεπειραμένος ειδικός

1961. Explain, Explainable, Explanation, Explanatory – εκ +  πέλανος (επιφάνεια), εξηγώ, απλώνω σε έκταση

1962. Expletive, Expletory – εκ + πληρώ, εκπληρώ

1963. Explicable, Explicableness, Explicate, Explication, Explicative, Explicatory, Explicit, Explicitly, Explicitness- εκ + πλέκω, απεμπλέκω

σξα. Express, Expressible, Expression, Expressional, Expressionism (τέχνη υπερβολής του ουσιώδους και αγνόησης του επουσιώδους), Expressionist, Expressionistic, Expressionless (μη εκφραστικός), Expressive, Expressively, Expressiveness, Expressly – εκ + προίστημι, πιέζω δια προεξοχής, εκφράζω, εκφράζομαι

σξβ. Expugnable, Expunction, Expunge – ex (εκ) + πυγμή, εκπορθώ, αφανίζω

1964. Extant – εξίσταμαι, προεξέχω

1965. Extasy – έκστασις

1966. Extend, Extendedly, Extender, Extensibility, Extensible, Extensile, Extension, Extensive, Extensively, Extensiveness, Extensor, Extent – εκτείνω

1967. Extenuate, Extenuating, Extenuation, Extenuator, Extenuatory – εκ + τείνω, αλλά με την έννοια, όχι ότι απλώνω, αλλά ότι μειώνω την έκταση ενός φαινομένου. Στις άλλες λατινογενείς γλώσσες έχει την έννοια του «εξαντλώ»

1968. Exterior, Exteriority, Exteriorly, Extern, External, Externality, Externalization, Externally, Externals – εξωτερικός

1969. Exterminate, Extermination, Exterminator – εκ + τέρμα, τερματίζω

σξβ. Extract, Extractible, Extraction, Extractive, Extractor- εκ + ταύρος, ταυρίζω, τραβώ σε μία έκταση, αποσπώ, απομυζώ, αποστάζω, εκθλίβω καρπό

1970. Extraparochial -extra (εκτός) παροικίας

1971. Extraphysical – extra (εκτός) Φυσικής

σξγ. Extrapolate – extra, εκτός, συνάγω αυτό που βρίσκεται εκτός δύο παράλληλων πόλων, συμπεραίνω κάτι εκτός από τα προδεδομένα όρια  

1972. Extratropical – πέρα από τους τροπικούς

                      F

1973. Fabaceous – φάβα, φακή, φακός

1974. Fable, Fabled – φημί, λέγω  

1975. Fame, Famed – φήμη

1976. Fanatic, Fanatical, Fanatically, Fanaticism, Fanaticise, Fane, Fanon -fanum (ναός), φανός

1977. Fantasia, Fantast, Fantastic, Fantastical, Fantastically, Fantasticalness, Fantasize, Fantasy – φαντασία

1978. Fantoccini (φιγούρες)- φάντασμα 

σξδ. Farcy -φορβή, αρρώστια αλόγων

1979. Faun, Fauna – φαύνος

1980. Favus – φακή, φακός, ασθένεια κρανίου

σξε. Filter, Filtrate, Filtration – φίλτρον, φίλητρον (μαγικό μέσον)

1981. Fire με αμέτρητα παράγωγα – σχέση με «πυρ»

σξστ. Fist – εκ του πιάζω, πιέζω βλ. και ρωσικό “piasti“

1982. Flame, Flare, Flash με αμέτρητα παράγωγα – σχέση με «φλοξ»

1983. Flat, Flatten μέτρητα παράγωγα – πλάτος, πλατύς, πλατεία

1984. Float, Floatable, Floatage, Floatation, Floater, Floating, Flotation, Flotilla, Flotsam κ.λπ.– πλέω

1985. Flora, Floral, Flower και αμέτρητα παράγωγα – φύλλον   

1986. Fluctuate, Fluctuation, Flux, Fluxion, Fluxional, Fluxionary – φλοξ, τήκω δια φλογός

1987. Focal, Focalize, Focus -φακός

1988. Foliaceous, Foliage, Foliar, Foliate, Foliation, Folio, Foliole, Foliose, Folious, Follicle, Follicular, Folliculated, Folliculous – φύλλωμα

1989. Foot με αμέτρητα παράγωγα – σχέση με «πους»

1990. Frenetic, Frenitis, Frenzy– φρενίτις, φρην

1991. Fucivorous, Fucoid, Fucus – φύκος

1992. Fugacious, Fugal, Fuggy, Fugitive, Fugitiveness, Fugue, Fuguist – φεύγω, φυγή

1993. Fungoid, Fungology – Fungus (σπόγγος, μύκης) + είδος ή λόγος

                  G

1994. Gadoid – γάδος + είδος, βακαλάος

1995. Galactia – υπερεπάρκεια ή διαρροή γάλακτος

1996. Galactic, Galaxy- γαλαξίας

1997. Galactin – γαλακτίνη

1998. Galactocele – γαλακτοκήλη

1999. Galactogogue – γαλακταγωγός

2000. Galactometer, Galactorrhoea – γαλακτόμετρο, γαλακτορροή

2001.  Galalite- γάλα + λίθος, βάση καζεϊνης

2002. Galatea – λευκόχρουν βαμβάκι

2003. Galium – γάλιον, 200 είδη φυτών

2004. Galliambic – γαλλίαμβος, μέτρο αποτελούμενο από δύο ανακρεοντικά κώλα, εκ των οποίων το δεύτερο καταληκτικό, δηλαδή στερούμενο της καταληκτικής συλλαβής

2005. Gallomania – γαλλομανία

2006. Galvanology, Galvanometer – Galvani + λόγος, μετρώ

2007. Gamete – γαμετή, γυναίκα σύζυγος στον Όμηρο

2008. Gametogenesis – γαμετή + γένεσις

σξζ. Gametophyta – γαμετόφυτα, ηπατόφυτα

2009. Gamic – γαμικός, γάμος

2010. Gammadion – γαμμάδιον, σβάστικα

2011. Gamma -rays – ακτίνες Γάμμα

2012. Gamogenesis, Gamopetalous, Gamosepalous – γάμος + γένεσις, πέταλον, σέπαλον

2013. Gamut – γάμμα + νότες ut (do), re, mi, fa, sol, la, πεντάγραμμο, κλίμακα πενταγράμμου

2014. Gangliform, Ganglion (πληθ. Ganglia), Ganglionary, Ganglionic – γάγγλιον

2015. Gangrene, Gangrenescent, Gangrene – γάγγραινα, φάγαινα

2016. Ganoid– γάνος (λαμπρότητα) +είδος

2017. Ganymede – Γανυμήδης

2018. Gasogene, Gasometer, Gasometric, Gasometry, Gasoscope – Gas + -γενής, μετρώ, σκοπώ

2019. Gateropoda, Gasteropodous – γαστερόποδα

2020. Gastric, Gastritis, Gastrocnemius (γαστροκνήμιον), Gastroenteritis (γαστροεντερίτις), Gastrointestinal, Gastrology, Gastromancy, Gastronome, Gastronomic, Gastronomist, Gastronomy, Gastroscopy, Gastrostomy, Gastrotomy – γαστήρ + νόμος, μαντεία, τομή, στόμα κ.λπ.

2021. Gehenna -γέεννα (του πυρός)

2022. Gelatigenous, Gelatinate, Gelatination, Gelatine, Gelatinous – γλοιός, γλοιώδης

2023. Gender, Genera, Genus, Generic, Generically, Genre, Gens, Genome (γονιδίωμα) – γένος

σξη. Genteel, Genteely, Genteelness, Gentile, Gentilitial, Gentility, Gentle, Gentleman, Gentlewoman, Gentleness, Gently, Gentry – γένος, ευγένεια, αριστοκρατία  

2024.  Genealogical, Genealogist, Genealogize, Genealogy, Generation – γενεά, γενεαλογία  

2025.  General, Generalissimo, Generalship – γενικός, στρατηγός

2026. General, Generality, Generalization, Generalize, Generally- γενικός, γενικεύω

 2027. Generable, Generant, Generate, Generative, Generator, Generatrix – γεννώ

2028. Generosity, Generous, Generously, Generousness- γενναίος, γενναιόδωρος

2029. Genesis, Genetic, Genetically, Genetics – γένεσις

2030. Genial – γένειον, σαγωνιαίος, πωγωνιαίος

2031. Genial, Geniality, Genially, Genie, Genius- γένος, ιδιοφυία

2032. Geniculate, Geniculation, Genual, Genuflect, Genuflection – γόνυ

2033. Genital, Genitals – γενετήσιος

2034. Genitival, Genitive – γενική (πτώσις)

2035. Genuine, Genuous, Genuinely, Genuiness- γένος, γνήσιος, γνησιότης, τοποθέτηση τέκνου επί του γόνατος προς αναγνώριση αυτού

σξθ. Geobiology – γεωβιολογία  

2036. Geocentric, Geocentrically – γεωκεντρικός

2037. Geocyclic – γεωκυκλικός

2038. Geode, Geodic – γαιώδης (κοιλότητα)

2039. Geodesic, Geodesy, Geodetic – γεωδαισία, γη + δαίω, δαίς

2040. Geodynamics – γεωδυναμική

2041. Geognostic, Geognosy – γεωγνωσία

2042. Geographer, Geographic, Geographically, Geography – γεωγραφία

2043. Geological, Geologist, Geologize, Geology, Geomancy, Geomantic – γεωλογία, γεωμαντεία

2044. Geometer, Geometric, Geometrically, Geometrician, Geometry- γεωμετρία

2045. Geomorphology, Geomorphologic, Geophysic, Geophysics – γεωμορφολογία, γεωφυσική  

σο. Geonetics – γη + νέον, ευρηματική προσέγγιση σε ένα θέμα

2046. Geophagism – γεωφαγία, καταβρόχθιση πηλού (Ινδία)

2047. Geoponics – γη + πόνος, καλλιέργεια γης

σοα. Geostability – γεωσταθερότης

σοβ. Geostrata –   γεωλογικό στρώμα πετρωμάτων

2048. Georgia (δύο περιοχές του κόσμου), George, Georgette, Georgian, Georgic- γεωργός, γεωργία

2049. Geostatic – γεωστατικός, αντοχή σε βάρος

2049. Geotectonic – γη + τίκτω, τέκτων, δομή γήινου φλοιού

2050. Geothermic, Geothermometer- γεωθερμικός

2051. Geotropism – γεωτροπισμός, κατεύθυνση της ρίζας προς τα κάτω

2052. Geranium – γέρανος (φυτό)

2053. Germ, Germicide, Germinal, Germinant, Germination, Germinative, Germule – γένος (μικρόβιο)

2054. Gerontocracy – γεροντοκρατία

2055. Giant, Giantess, Gigantean, Gigantesque, Gigantic – γίγας

2056. Gimbals – κύμβαλον

σογ. Ginger, Gingerale – ζιγγίβερις

2057. Gipsy, Gipsy -cart, Gipsyism – Αιγύπτιος

2058. Glaucescent, Glaucoma, Glaucous – γλαυκός

2059. Gloss, Glossarial, Glossarist, Glossary, Glossily, Glossography, Glossology, Glossy, Glottal, Glottis, Glottology- γλώσσα, γλώττα

2060. Glucic, Glucina, Glucinum, Glucose, Glucoside – γλυκύς

2061. Glue, Gluey – γλοιός

2062. Glut, Glutaeus, Gluteal, Gluten, Glutinative, Glutinosity, Glutinous- γλουτός

2063. Glyceride, Glycerine, Glycerol, Glycogen, Glycogenesis, Glycol, Glyconic, Glycoproteins – γλυκύς

2064. Glyphic, Glyphograph, Glycography, Glyptic, Glyptics, Glyptodon (αρμαντίλλο), Glyptography – γλύφω, γλυπτός

2065. Gnome (νάνος δασών), Gnomic, Gnomology – γνώμη

2066. Gnomonic, Gnomonics, Gnomology – γνώμων

2067. Gnosis, Gnostic, Gnosticism – γνώσις

2068. Gomphiasis – γόμφος, ασθένεια δοντιού

2069. Goniometer – γωνιόμετρον

2070. Gonorrhoea – γονόρροια

2071. Gordian (knot) – γόρδιος δεσμός

2072. Gorgon, Gorgonia, Gorgonian, Gorgonize – γοργόνα

2073. Govern, Governable, Governess, Government, Governmental, Governor, Governorship – κυβερνάν, κυβερνώ

2074. Graffiti – γραφή

2075. Grammalogue, Grammar, Grammarian, Grammatical, Grammatically, Grammaticise – γραμματική

2076. Gramme – γραμμάριον

2077. Grammophone – γραμμόφωνον

2078. Graph, Graphic, Graphically, Graphite (γραφίτης), Graphology, Graphotype- γράφω

2079. Graecism, Graecise, Grecian, Greece, Greek – Γραικός (Αριστοτέλης- Μετεωρολογικά), κάτοικοι πόλης Γραίας (Βοιωτία) που ίδρυσαν την Κύμη Ιταλίας μαζί με τους Ευβοείς, Ελλάδα, Έλληνας. Πάντως κατά τον Αριστοτέλη και τον Απολλόδωρο, οι Έλληνες πριν λάβουν την ονομασία τους λέγονταν Γραικοί «πρώτον μεν Γραικοί, νυν δε Έλληνες»

σοδ. Gravimeter – gravitas + μέτρον   

 2080. Gray, Grey + πολλά παράγωγα – γραία, γραιός, μαραμένος

σοε. Grease, Greasy και πολλά παράγωγα – κράσις, παχύνω, καθιστώ κάτι ισχυρομελές  

 2081. Gymnasium, Gymnast, Gymnastic, Gymnastics-γυμνός, γυμναστήριον

2082. Gymnocarpous (γυμνός + καρπός),

2083. Gymnosophist, Gymnosophy- γυμνός + σοφός

2084. Gymnosperm. Gymnospermous, Gymnospore – γυμνός + σπέρμα, σπόρος

2085. Gynaeceum (οικία γυναικών), Gynaeocracy, Gynaecology, Gynarchy – γυνή, γυναικολογία, γυναικοκρατία, γυναρχία

2086. Gynadria, Gynandrous, Gynophore – ύπεροι και στήμονες αντάμα, πέδιλο φέρον ύπερους

σοστ. Gypaetus – γυπαετός  

2087. Gypsum – γύψος

2088. Gyral, Gyrate, Gyration, Gyratory, Gyre, Gyron, Gyrodyne (ελικόπτερο), Gyroplane (γυροπλάνο), Gyroscope (γυροσκόπιο), Gyroscopic, Gyroscopically, Gyrose, Gyrostat, Gyrus (έλιξ εγκεφάλου), Gyroswing (περιστροφή)– γυρός, γύρος

                                        Η

2089. Hades – Άδης

σοζ. Hadrosaur – αδρή σαύρα, αδρόσαυρος  

2090. Haemacyte – αίμα + κύτος, σωματίδιο αίματος

2091. Haemal, Haematic, Haematin (αιματίνη), Haematite (αιματίτης), Haematoid, Haematology, Haematoma (αιμάτωμα), Haematoxylon (αιματόξυλον), Haematosis – αίμα

2092. Haematozoa- ενδόζωα εντός του αίματος

2093. Haematuria – αιματουρία

2094. Haemoglobin – αιμοσφαιρίνη, πρωτείνη αίματος

2095. Haemophilia – αιμοφιλία

2096. Haemoptysis – αιμόπτυσις

2097. Haemorrhage, Haemorrhoids (αιμορροϊδες)- αιμορραγία

2098. Haemocythemia – αίμα + κύτος + ευφωνικό θήτα, πολυκυτταραιμία  

2099. Haemolytic – αιμολυτικός

2100. Haemostasis – αιμόστασις

2101. Haemo-uterines – όγκοι στον κόλπο που αιμορραγούν

2102. Hagiography, Hagiolatry, Hagiology– αγιογραφία, αγιολατρεία   

 2103. Hagioscope – αγιοσκόπιον, διακριτικό άνοιγμα προς επισκόπηση του ιερού

2104. Halation – άλως γύρω από σκοτεινό αντικείμενο φωτογραφίας

2105. Halitosis – αλαλή + όζω, κακή αναπνοή

2106. Halidom – αλάομαι- αλώμαι + δίδω, φυλακτό για περιπλάνηση

2107. Halieutic – αλιευτικός

2108. Hallucination, Hallucinatory – αλάομαι, αλύω, φαντασιώνομαι κατά την περιπλάνηση

2109. Halo – άλως – φωτοστέφανο

2110. Halogen – αλς + γεννώ, άλας ή χλωρίνη μετάλλου

2111. Halophyte – φυτό αλμυρό εδάφους, αρμυρίκι

2112. Harlot, Harlotry – αλάομαι, αλύω, πόρνη

2113. Harmonic, Harmonica, Harmonical, Harmonically, Harmonicon, Harmonics, Harmonious, Harmoniously, Harmonist, Harmonistic, Harmonium, Harmonize, Harmonizer, Harmony – αρμονία

σοη. Harmotome –  αρμονικός + τομή, πυριτικό άλας με πλευρές βιτρό

σοθ. Harp, Harpsicord -άρπα, αρπόχορδον 

2114. Harpy – Άρπυια

2115. Headphone – Haefod (αγγλ. σαξ.) + φωνή

2116. Hebdomadal – εβδομαδιαίος

2117. Hebe – ήβη, νεότης

2118. Hebetate – ηβάω, ηβητήριον, είμαι ράθυμος όπως οι νεανίες

2119. Hebraic, Hebraism, Hebraize, Hebrew κ.λπ. – Εβραίος, Εβραϊκός

2120. Hecatomb – εκατόμβη

2121. Hectare – εκατόν, εκτάριον

2122. Hectic – εκτικός, έξις, πυρετικός

2123.  Hectogram, Hectolitre – εκατόν + γραμμάριο ή λίτρο

2124. Hector – Έκτωρ

2125. Hectostere – εκατόν, 100 κυβικά

2126. Hedonic, Hedonism, Hedonist – ηδονή

2127. Hegemon, Hegemonic, Hegemony – ηγεμών

2128. Heliacal – ηλιακός

2129. Helianthus- ήλιος + ανθός, ηλιανθός

2130. Helical, Helicoid – έλιξ

2131. Heliconian – Ελικών, βουνό των Μουσών

2132. Helicopter – έλιξ + πτερόν

2133. Heliocentric, Heliochromy, Heliogram, Heliograph, Heliographic, Heliohraphy (ηλιογράφος, τηλεγραφικό σύστημα που λειτουργεί με εκπομπή λάμψεων), Heliometer, Helioscope, Heliotherapy, Heliotrope, Heliotropism – ήλιος, προσανατολισμός προς τον ήλιο

2134. Helium – ήλιον, αδρανές αέριο

2135. Helix – έλιξ (και του εγκεφάλου)

2136. Hellene, Hellenic, Hellenism, Hellenist, Hellenistic- Έλλην, ελληνιστικός

2137. Helminthic, Helminthoid, Helminthology – έλμινς (εντερικό μικρόβιο) + είδος, λόγος, σκωληκολογία, ελμινθολογία   

2138. Helot, Helotism, Helotry – είλως, Μεσσήνιος σκλάβος

2139. Hematine, Hematite (αιματίτης), Hemorrhage, Hemorrhoids, Hemolytic, Hematocythemic, Hematoma – αίμα, βλέπε οπωσδήποτε και ρίζα Haemo-

2140. Hemicycle –ημικύκλιον

2141. Hemigale – ημί + γαλή, Μαλαισιανή μοσχογαλή

2142. Hemohedral- ημίεδρος, ολιγόεδρος κρύσταλλος

2143. Hemiplegia – ημιπληγία

2144. Hemiptera – ημίπτερα έντομα

2145. Hemisphere, Hemispherical – ημισφαίριον

2146. Hemistich- ημίστιχον

2147. Hendegagon – ενδεκάγωνον

2148. Hendecasyllable – ενδεκασύλλαβος

2149. Hendiadys – εν δια δυοίν, ιδέα εκ δύο ουσιαστικών

2150. Hepatic, Hepaticae, Hepatoscopy – ήπαρ, ηπατοσκοπία

σπ. Hypatophyta – ηπατόφυτα, γαμετόφυτα   

2151. Heptachord – επτάχορδον

2152. Heptaglot – επτάγλωσσος

2153. Heptagon, Heptagonal, Heptangular – επτάγωνον

2154. Heptahedron – επτάεδρον

2155. Heptandria – επτανδρία

2156. Heptarchy – επταρχία

2157. Heptateuch – επτάτευχος

2158. Herculean – Ηρακλής

σπα. Herd, Herdsman – κόρθυς (δεμάτι), σωρεύω, βόσκω

2159. Heresiarch (αιρεσίαρχος), Heresiography, Heresy, Heretic, Heretical – αίρεσις

2160. Hermaphrodite, Hermaphroditic, Hermaphroditism – Ερμαφρόδιτος, υιός Νρκίσσου και Σαλμακίδας

2161. Hermeneutic, Hermeneutics – ερμηνευτική, μέθοδος επεξεργασίας κειμένων

2162. Hermes, Hermetic και άλλα παράγωγα- Ερμής

2163. Hermit, Hermitage, Hermit-crab- ερημίτης

2164. Herniotomy – Hernia (κήλη) + τομή, εγχείρηση κήλης

2165. Hero, Heroic, Heroically, Heroins, Heroism, Heroize- ήρως

2166. Heroin – ηρωίνη, ήρως και ευφορία του ήρωος

2167. Herpes, Herpestes (μαγκούστα, ινδικός ερπηστής), Herpetic, Herpetologist, Herpetology- έρπης, έρπω, ερπετόν

2168. Hesper, Hesperian – Έσπερος

2169. Hesperornis – Όρνις με δόντια ερπετού

2170. Hetaera, Hetaerism – εταίρα (Ασπασία)

2171. Heterochromus – ετερόχρωμος

2172. Heteroclite, Heteroclitic – επικλινής, ανώμαλος

2173. Heterodontus Philippinus – ετερόδοντος καρχαρίας

2174. Heterodox, Heterodoxy – ετεροδοξία, αίρεση

2175. Heterodyne – έτερος + δύναμις, αλλαγή μήκους κύματος

2176. Heterogamous – έτερος + γάμος, έχων διαφορετικούς υποδοχείς γονιμοποίησης

2177. Heterogeneity, Heterogeneous, Heteriogenesis, Heterogeny- ετερογενής, ιδιογενής, sui generis 

2178. Heteromorphism – έτερος + μορφή, ετερομορφία

2179. Heteromomy – ετερονομία (υπαγωγή σε άλλο νόμο πλην του ορθού λόγου)

2180. Heteroousian- ετέρα ουσία, ετεροούσιος

2181. Heterophyllous – ετερόφυλλος

2182. Heureka, Heuristic – εκ του «ευρίσκω, εύρηκα», οδηγών σε ανακάλυψη

2183. Hexagram, Hexahedral, Hexahedron, Hexameter, Hexangular, Hexapla (έκδοση του Ωριγένη σε έξι εκδοχές), Hexaplar, Hexiprismatic, Hexapod (εξάποδον), Hexastich – έξι    

2184. Hiatus – χασμώμαι

2185. Hibernate, Hibernation, Hibernian, Hiberno-celtic – χειμών, χειμαδιά 

2186. Hibiscus – ιβίσκος

2187. Hierarch, Hierarchic, Hierarchy – ιεραρχία

2188. Hieratic – ιερατικός

2189. Hieroglyph, Hieroglyphics, Hieroglyphist – ιερογλυφικά

2190. Hierography – ιερογραφία

2191. Hierolatry, Hierologist, Hierlogy – ιερολατρεία, ιερολογία

2192. Hierophant – ιεροφάντης

2193. Hilarious, Hilarity – ιλαρός

σπβ. Hippocratic (oath) – ιπποκρατικός, όρκος του Ιπποκράτη

2194. Hipparion (ιππάριον), Hippodrome (ιπποδρόμιον) Hippophagy (ιπποφαγία) – ίππος

σπγ. Hippoglossus – ιππογλώσσιος, halibut   

2195. Hippocampus – ιππόκαμπος

2196. Hippocras – κράμα Ιπποκράτη, κρασί με μπαχαρικά

2197. Hippogriff – συνδυασμός ίππου και γρύπα

2198. Hippopotamus – ιπποπόταμος

2199. Histogeny, Histography, Histology – ιστός

2200. Historian, Historic, Historical, Historicity, Historiographer, Historiography, History- ιστορία

2201. Hodometer – οδός + μέτρησις

2202. Holism – όλον, ολισμός

2203. Holocaust – ολοκαύτωμα

σπδ. Holophotography (ολοφωτογραφία, tableu vivant)

2204. Holograph, Holographic, Holography, Hologramm- ολόγραμμα, ολογράφημα, ολογραφικός

2205. Holohedral – όλος + έδρα

σπε. Holoimage – ολογραφική εικόνα

σπστ. Homomatrix – ολογραφική μήτρα

2206. Holophotal – όλος + φως

2207. Holothurian – όλος + θύρα, θαλάσσια αγγούρια, θαλάσσιοι γυμνοσάλιαγκες  

σπζ. Holotrichous – ολότριχος (ζωολογία- φυτολογία), ιδίως επί πρωτόζωων

2208. Homer, Homeric – Όμηρος

2209. Homiletic, Homiletics, Homily – ομιλία, ομιλητικός

2210. Homocentric – ομόκεντρος

2211. Homochromous – ομόχρωμος

2212. Homoeopathic, Homoeopathist, Homoeopathy – ομοιοπαθητική

2213. Homogamous – ομόγαμος, έχων τα ίδια ουσιώδη όργανα γονιμοποίησης

2214. Homogeneal, Homogeneity, Homogeneous, Homogeneously, Homogenesis – ομοιογένεια

2215. Homoiousian, Homoousian – ομοούσιος

2216. Homologate, Homologize, Homology – ομολογώ

2217. Homologous, Homologue – ομόλογος

2218. Homonym, Homonymous, Homonymy- ομώνυμος

2219. Homophone, Homophony – ομόφωνος

2220. Homoptera – ομού + πτερόν, έντομα με όμοια πρόσθια και οπίσθια φτερά

2221. Homosexual, Homosexuality – ομοφυλόφιλος

2222. Homotaxis – ομοταξία

2223. Horary – ωράριον

2224. Horizon, Horizontal, Horizontally, Horizontality – ορίζων

2225. Hormone – ορμάν, ορμή

2226. Horologe, Horological, Horologist, Horology- ώρα, ωρολόγιον

2227. Horoscope, Horoscopy – ωροσκόπιον

2228. Hortative, Hortatory – χρώμαι, χρήσθαι, παραινώ, ενθαρρύνω

2229. Horticultural, Horticulture, Horticulturist- χόρτος, χόρτον

2230. Hour, Hourly, Hour- circle, Hourglass, Hour-hand – ώρα

2231. Hubristic – υβριστικός

σπη. Humerus – ώμος  

2232. Humoral, Humoresque, Humorist, Humoristic, Humorous, Humorously, Humorousness, Humorsome, Humor, Humous – χυμός

2233. Hyacinth, Hyacinthine – υάκινθος, Ζάκυνθος

2234. Hyades – Υάδες

2235. Hyaena- ύαινα

2236. Hyalescence, Hyaline, Hyalite, Hyaloid- ύαλος

2237. Hybrid, Hybridism, Hybridize – υβρίδιον

2238. Hydatid – υδάτινος

2239. Hydra, Hydra- headed – Ύδρα

2240. Hydrangea – ύρδωρ + αγγείον, αναρριχητικός θάμνος

2241. Hydrant, Hydrate – πυροσβεστικός κρουνός

2242. Hydraulic, Hydraulics – υδραυλικός

2243. Hydro – υδρο- με αμέτρητα παράγωγα

2244. Hydric, Hydrite, Hydrogen, Hydrogenate, Hydrogenize, Hydrogenous – υδρογόνο, περιέχων υδρογόνο

2245. Hydrocarbon – υδρο + carbon (άνθραξ), υδρογονάνθραξ

σπθ. Hydrocephalous -υδροκέφαλος

σq. Hydrochlorate, Hydrochloric- υδροχλώριον, υδροχλωρικός

σqα. Hydrochoerous -υδρόχοιρος

σqβ.  Hydrocyanic – υδρο + κυάνιον, υδροκυάνιο

σqγ.  Hydrodynamics, Hydroelectric, Hydroelectrical- υδροηλεκτρικός -όν (π.χ. φράγμα)

σqδ. Hydrofluoric – υδρο + fluorine (φθόριον), υδροφθορικός

σqε. Hydrographer, Hydrography- υδρο + γράφω, μέτρηση και χαρτογράφηση λιμνών, ποταμών κ.λπ.

σqστ. Hydroid, Hydroline (υδρολίνη), Hydrology – επιστήμη και μελέτη της κίνησης των υδάτων

σqζ. Hydrolysis -υδρόλυσις

σqη. Hydromechanics – υδρομηχανική

σqθ. Hydromel- υδρόμελον

τ. Hydrometer, Hydrometric, Hydrometry- μέτρηση ειδικού βάρους υγρών

τα. Hydropathic, Hydropathist, Hydropathy- υδροπαθής, υδροπάθεια

τβ. Hydrophage -υδροφάγος

τγ. Hydrophane- ύδωρ + φαίνω, υδροφανής, σχηματισμοί χρωμάτων κάτω από νερό  

 τδ. Hydropic -υδρωπικία

τε. Hydrophobia, Hydrophobic – υδροφοβία

τστ. Hydrophone- υδρόφωνον, όργανο για εντοπισμό αντικειμένων κάτω από τα ύδατα, σόναρ

τζ. Hydrophyte – υδρόφυτον

τη. Hydroplane -υδροπλάνο

τθ. Hydroscope – υδροσκόπιον, κλεψύδρα

τι. Hydrosphere – υδρόσφαιρα, ατμοσφαιρική υγρασία

τια.  Hydrostat, Hydrostatic, Hydrostatics -υδροστάτης

τιβ. Hydrotherapy – υδροθεραπεία

τιγ. Hyd(υδροστάτης),rothermal – υδρο + θερμός, αναφερόμενος σε θερμές πηγές

τιδ. Hydrotropism – προσανατολισμός είτε προς είτε αντιθέτως προς το νερό

τιε. Hydrovolume -υγρός όγκος

τιστ. Hydrous- περιέχων ύδωρ

τιζ. Hydroxide – υδροξείδιον

2246. Hyena – ύαινα

2247. Hyetal, Hyetography – υετός 

2248. Hygeian, Hygiene, Hygienic, Hygienist – υγεία, υγιεινή

2249. Hygro – υγρός με πολλά παράγωγα

2250. Hygrometer, Hygrometric, Hygrometry, Hygroscope, Hygroscopic – υγρομετρία, υγροσκόπιον

2251. Hylic, Hylobate (υλοβάτης, περιπατών σε ξύλα), Hylopathism (λόξα με υλισμό), Hylotheism, Hylozoism (υλοζωισμός)- ύλη

2252. Hymen, Hymeneous, Hymenoptera, Hymenopteral (υμενόπτερον)– υμήν, υμέναιος

 2253. Hymn, Hymnal, Hymnary, Hymnist, Hymnodist (υμνωδός), Hymnody, Hymnographer, Hymnography, Hymnology – ύμνος

2254. Hyoid – υοειδές

2255. Hyoscine, Hyoscyamine, Hyoscyamus- υοσκύαμος ο μέγας, αλκάλιο, δαιμοναριά, δηλητηριώδες φυτό

2256. Hypaethral – ύπαιθρος

2257. Hypallage – υπαλλαγή, εναλλαγή ισοδύναμων λέξεων

2258. Hyper-  υπέρ, πρόθεση με αμέτρητα παράγωγα

2259. Hyperaesthesia – υπεραισθησία

2260. Hyperagogic – υπεραγωγικός

2261. Hyperbola, Hyperbolic, Hyperbolically – υπερβολή, κωνική τομή

2262. Hyperbole, Hyperbolic, Hyperbolically, Hyperbolism – υπερβολή, υπερέκταση πέραν της αλήθειας

2263. Hyperborean – υπερβόρειος

2264. Hypercritical – υπερκριτικός 

2265. Hypercynical – υπερκυνικός

τιη. Hyperdimenional – υπερδιαστατικός  

2266. Hyperdulia – υψηλή δουλεία προς την παρθένο Μαρία

2267. Hyperhydrosis – υπερίδρωσις 

2268. Hypermetrical – υπερμετρικός

2269. Hypermetropia – υπερμετρωπία

2270. Hyperphysical – υπερφυσικός

2271. Hypersensitive – υπερευαίσθητος

2272. Hyperspanner- υπερτασικό εργαλείο, που επισκευάζει, παρακάμπτει και αποκρυπτογραφεί κυκλώματα και συστήματα επικοινωνίας

2273. Hypertension, Hypertensive – υπέρτασις, υπερτασικός

2274. Hypersthene – υπέρ + σθένος, κεροστίλβη

2275. Hypertrophied, Hypertrophy- υπερτροφία

2276 Hyperthermal – υπερ + θερμός

2277. Hyperventilate- υπεραερίζομαι

2277.  Hyphen, Hyphenated – υπό + εν, χωρισμός και σύνδεση λέξεων

2278. Hypnagogic (αγωγός οδηγών σε ύπνο), Hypnology, Hypnosis, Hypnotic, Hypnotism, Hypnothalamus (υπνοθάλαμος) – Hypothalamus (υποθάλαμος), ύπνος

2279. Hypo – υπό

2280. Hypocaust – υπόκαυστον

2281. Hypochondria, Hypochondriac, Hypochondiacal- υποχόνδριος, κείμενος κάτω από τις θωρακικές πλευρές  

2282. Hypocricy, Hypocrite, Hypocritical, Hypocritically – υποκρισία, υποκριτής

2283. Hypodermic – υποδόριος, υποδερμικός

2284. Hypogastric – υπό + γαστήρ, υπογάστριον

2285. Hypognathous- υπογνάθιος

2286. Hypogynous- υπό +γυνή, υπό την ωοθήκη

τιθ. Hypospray- υποψεκασμός, εμβληματική υποδόρια έγχυση φαρμάκου στο Star Trek, που αντικαθιστά την κλασική βελόνα της ένεσης 

2287. Hypostasis, Hypostatic, Hypostasize – υπόστασις, ουσία

2288. Hypostyle – υπόστυλος

2289. Hypotenuse – υποτείνουσα

2290. Hypothec, Hypothecary, Hypothecate, Hypothecation, Hypothacator- υποθήκη tka

τκ. Hypothermia, Hypothermic – υποθερμία

2291. Hypothesis, Hypothesize, Hypothetical, Hypothetically – υπόθεσις

2292. Hypsometer, Hypsometry – υψόμετρον, υψομέτρησις  

2293. Hyrax- ύραξ, νανομυγαλή

2294. Hyssop -ύσσωπος, κάπαρη

τκα. Hysterectomy – υστερεκτομή

2295. Hysteria, Hysteric, Hysterical, Hysterically, Hysterics – υστερία, υστερικός

2296. Hysteron – ύστερον

2297. Hysteron – Proteron- πρωθύστερον

2298. Hysterotomy – υστερεκτομή

                I

2299. Iambic, Iambics, Iambus- ίαμβος

2300. Ιatrical – ιατρικός

2301. Ichneumon – ιχνεύμων, μαγκούστα, ινδικός ερπηστής 

2302. Ichnography – ιχνογραφία

2303. Ichnolite – ίχνος + λίθος, ίχνος απολίθωμα

2304. Ichor, Ichorous – ιχώρ, αίμα των θεών

2305. Ichthyocol (ιχθυόκολλα), Ichthyography, Ichthyoid, Ichthyolite (απολίθωμα ψαριού), Ichthyologist, Ichthyology, Ichthyophagy (ιχθυοφαγία), Ichthyornis (ιχθυόρνις), Ichthyosaurus – ιχθύς

2306. Icon, Iconoclasm, Iconoclast, Iconoclastic (εικονοκλάστης), Iconography, Iconolatry (εικονολατρία), Iconology, Iconometric (εικονομετρία) – εικών

2307. Icosahedron, Ikosahedron – εικοσάεδρον

2308. Icteric, Icterus – ίκτερος

τκβ. Ictus (κτύπημα), Ictonyx – ικτίνος, ικτώνυξ, περδικογέρακο

2309. Idea, Ideal, Idealess, Idealism, Idealist, Idealistic, Ideality, Idealization, Idealize, Ideally, Ideate – ιδέα

2310. Ideogram, Ideograph – ιδέα + γράφω – ιδεόγραμμα

2311. Ideologist, Ideology – ιδεολογία

2312. Idiocy, Idiot, Idiotic, Idiotically – ιδιωτεία, ιδιώτης

2313. Idiom, Idiomatic, Idiomatically- ιδίωμα

2314. Idiopathic, Idiopathy – ιδιοπάθεια, ιδιοπαθής

2315. Idiosyncrasy, Idiosyncratic – ιδιοσυγκρασία

2316. Idol, Idolater, Idolatrous, Idolatry (ειδωλολατρία), Idolization, Idolize, Idolizer, Idolum – είδωλον (Δημόκριτος)

2317. Idyll, Idyllic- ειδύλλιον, φυσιολατρικό είδος ποιήματος

2318. Ignobility, Ignoble, Ignobly, Ignominious, Ignominiously, Ignominiousness, Ignominy (μη αναγνώρισις), Ignoramus, Ignorance (άγνοια), Ignorant, Ignorantly, Ignore – γιγνώσκω, γνώσις

2319. Iguanodon – ιγκουάνα + οδούς

2320. Ileum – ειλεός

2321. Iliac, Iliad, Ilium – Ίλιον

2324. Illogical, Illogically – στερητικόν + λογική

τκγ. Illume, Illuminant, Illuminate, Illuminati (πεφωτισμένοι, συνήθως όπως οι ίδιοι νομίζουν), Illumination, Illuminative, Illuminator, Illumine, Illuminism – in (εντός) + λατινικό lux εκ του λύκη, λύχνος, φωτεινός

2325. Imitate, Imitation, Imitator με πολλά παράγωγα – μιμούμαι, μίμησις

2326. Immanence, Immanency, Immanent – μένω, εμμένω

2327. Imiscibility, Immiscible – στερητικόν + μιγνύω

2328. immitigable, Immitigably- στερητικόν + mitis (μαλακός, επιεικής, σχέση με μέσον και μέτρον) + άγω, αμετρίαστος

 2329. Impale, Impalement –  εν (in) + πήγνυμι, πάσσαλος

2330. Imparadise – εν + παράδεισος

2331. Imparisyllabic – impar (άνισος) + συλλαβή, ανισοσύλλαβος

2332. Impassable, Impassableness, Impassably, Impasse, Impassibility, Impassible – στερητικόν + πετάννυμι, εξαπλώνομαι

2333. Impassion, Impassionable, Impassioned – εν (in) + πάθος, εμπαθής, παθιασμένος

τκδ. Impassive, Impassively, Impassiveness, Impassivity – στερητικόν + πάθος, μη υποκείμενος σε πάθος

2334. Impedance, Impede, Impediment, Impedimenta, Impedimental, Impeditive –  in (εν) + πους, θέτω εμποδών, εμποδίζω

2335. Impeller – in (εν) +  πέλω (κινούμαι, χτυπώ, συμβαίνω), παλμός, πελταστής

2336. Impersonal, Impersonality και πολλά παράγωγα – “persona” = μάσκα, σχέση με πρόσωπον, προσωπείον

2337. Impinge, Impingement – εμπήγνυμι, εμπηγνύω

2338. Implement, Implemental, Impletion- εν (in) + πληρώ

2339. Implicate, Implication, Implicative, Implicit, Implicitly, Implicitness, – εν (in) + πλέκω, εμπλέκω, αναμιγνύω

τκε. Imply, Implied, Impliedly  – εν (in) + διπλόω -ω, υπαινίσσομαι

2340. Impolite, Impolitely, Impoliteness, Impolitic, Impoliticly – στερητικόν + πολίτης, πολιτικός, εκπολιτισμένος

2341. Impracticability, Impractible, Impracticableness, Impracticably- στερητικόν + πράξις, πρακτικός

2342. Impress, Impression και πολλά παράγωγα – εν (in) + προίστημι, πιέζω δια προεξοχής

τκστ. Impressionism, Impressionist – βλ. παραπάνω, τέχνη μετάδοσης γενικής εντύπωσης χωρίς σημασία στις λεπτομέρειες με προεξάρχουσα μορφή τον Κλωντ Μονέ

2343. Imprint κ.λπ. – εκ του press, βλ. αμέσως ανωτέρω

2344. Imprison, Imprisonment – εν (in) + επαίρω, φυλακίζω

τκζ. Impugn, Impugner, Impugnable – εν (in) + πυγμή, επιτίθεμαι λεκτικά, ζητώ το λόγο

τκη. Impunity – εν (in) + ποινή, εξαίρεση από ποινή, ασυλία

2345. Impulse, Impulsion, Impulsive, Impulsively, Impulsiveness- εν (in) + πέλω (κινούμαι, χτυπώ, συμβαίνω), παλμός, πελταστής  

2346. Inanimate, Inanimation – εν (in) + anima, άνεμος

2347. Incarnate, Incarnation – εν (in) + κρέας, σαρξ, πρ. ινδ. Ευρ. Sker, σχίζω

2348. Incendiarism, Incendiary – πρ. ινδ. Ευρ. kand, κανδήλη, καίω

2349. Incense, Incension – εν (in) + κόνις, καύσις θυμιατού    

2350. Inchoate, Inchoately, Inchoation, Inchoative – εν (in) + χοή, αρχίζω

2351. Incinerate, Incineration, Incinerator – εν (in) + κόνις

2352. Incise, Incised, Incision, Incisive, Incisor – εν (in) + πρ. ινδ. Ευρ. Caed, κόπτω

τκθ. Incite, Incitant, Incitation, Incitement – εν (in) + πρ. ινδ. Ευρ. ”keie”, κινώ

2353. Inclinable, Inclinableness, Inclination, Incline, Inclined, Inclinometer (μετρητής κλίσης σε πλοίο) – εν + κλίνω, τείνω

2354. Inclosure, Include, Included, Inclusion, Inclusive, Inclusively – εγ + κλείω, εγκλείω

2355. Incog, Incogitable, Incognita, Incognito, Incognizible, Incognoscible – στερητικόν + γνώσις, άγνωστος

2356. Inconclusive, Inconclusively, Inconclusiveness- στερητικόν + con + κλείω, ατελέσφορος, μη καταληκτικός, μη συμπερασματικός

2357. Inconsistence, Inconsistency, Inconsistent, Inconsinstently – στερητικόν + con + ίστημι, ίσταμαι, ασυνεπής

2358. Inconstance, Inconstancy, Inconstant, Inconstantly- στερητικόν + con + ίστημι, ίσταμαι, ασταθής

2359. Incontinence, Incontinency, Incontinent, Inocontinently – στερητικόν + con + τείνω, μη αυτοσυγκράτηση

2360. Incrassate, Incrassation – εν + κράσις, παχύνω, καθιστώ κάτι ισχυρομελές

2361. Indeciduous (μη φυλλοβόλος), Indecision, Indecisive, Indecisively, Indecisiveness- στερητικόν + de (από) + πρ. ινδ. Ευρ. Caed, κόπτω, αναποφασιστικότητα

2362. Indeclinable, Indeclinably – στερητικόν + κλίνω, άκλιτος

2363. Indo-, Indo-european, Indonesian, Indian, Indium, Indicum με πολλά παράγωγα – Ινδός, Ινδικός (Ηρόδοτος)

2364. Indifference, Indifferent, Indifferentism, Indifferentist, Indifferently- στερητικόν + διαφορά, αδιαφορία

2365. Indistinct, Indistinctly, Indistinctness, Indistinguishable – στερητικόν + δια + στίξις, αδιακρίτως

2366. Indocile, Indocility – στερητικόν + δουλεία, δουλικός

2367. Indoctrination – εν (in) + διδάσκω, διδαχή

2368. Indolence, Indolent, Indolently – στερητικόν + δόλος, αλυπία, αμεριμνησία

2369. Indomitable – στερητικόν + δόμος, αδάμαστος

2370. Indoor – εν (in) + θύρα

2371. Indurate, Induration – εν (in) + δούρειος, δρυς, σκληραίνω

2372. Inelastic – ανελαστικός

2373. Inelegibility, Ineligible, Ineligibly – στερητικόν + εκλέγω

2374. Infamous, Infamously, Infamy – στερητικόν + φήμη, κακόφημος

2375. Infer, Inferable, Inference, Inferential, Inferentially- εν (in) + φέρω, συμπεραίνω 

2376. Inflame, Inflammability, Imflammable, Inflammation, Inflammatory – εν (in) + φλοξ, βάζω φωτιά, εύφλεκτος

2377. Ingenious, Ingeniously, Ingeniousness, Ingenue, Ingenuity, Ingenuous, Ingenuously, Ingenuousness- εν (in) + γένος, εγγενής ποιότης

2378. Inharmonic, Inharmonious, Inharmoniously – στερητικόν + αρμονία

2379. Inhume – εν (in) + χυμός, θάπτω

2380. Ink, Inkbag, Insac, Inkwell, Inky – enque (γαλ.), έγκαυστον

2381. Innervate, Innervation – εν (in) + νεύρον, ερεθίζω

2382. Innominate – στερητικόν + όνομα, ανώνυμος

2383. Inorganic – στερητικόν + όργανον, ανόργανος

2384. Insectivore, Insectovorus- insectum (έντομον) + βορά 

2385. Insectology – insectum + λόγος

2386. Insist, Insistence, Insistent – εν (in) + ίστημι, ίσταμαι, επιμένω 2387. Inspissate, Inspissation – εν (in) + σπίδιος, σπιδής (ευρύς), πήζω

2388. Instability – εν (in) + ίστημι, ίσταμαι

2389. Instance, Instancy, Instant, Instantaneous, Instantaneously, Instanter, Instantly – στάσις, ένστασις, περίστασις, στιγμή

2390. Instate – εν + ίστημι, ίσταμαι, εγκαθιστώ

2391. Instead – στερητικόν + ίστημι, ίσταμαι, αντ’ αυτού, στη θέση κάποιου

2392. Instigate, Instigation, Instigator – εν (in) + στίζω, στίγμα, παρακινώ

2393. Instil, Instillation, Instillment – εν (in) + στίλη, σταγών, ενσταλάζω, απόσταξις

2394. Instinct, Instinctive, Instinctively- ένστικτον, εν + στίλη

2395. Institute, Institution, Institutional- εν (in) + ίστημι, ίσταμαι, ίδρυμα

2396. Insupressible, Insuppressibly – στερητικόν + sub + προίστημι, πιέζω δια προεξοχής, ακαταπίεστος

2397. Intangibility, Intangible, Intangibly- στερητικόν + τάσσω, τάσσειν, ανάγγιχτος

2398. Integer, Integral, Integrally, Integrant, Integrate, Integration, Integrity- στερητικόν + τάσσω, τάσσειν, ανέγγιχτος, ακέραιος

2399. Integument, Integumentary- εν (in) + tegere, στέγειν, στέγω με απαλοιφή του «σ», κάλυμμα, εριούχον, ρούχο

2400. Intellect, Intelligence και αμέτρητα παράγωγα – intus (λατινική εκδοχή του «εντός» + λέγω, συλλέγω εσώτερα νοήματα, διάνοια

2401. Intend, Intendancy, Intendant, Intended, Intendedly, Intendment- εν (in) + εντείνω, πρόθεσις

2402. Intense, Intension, Intensive, Intent και πολλά παράγωγα- εν (in) + εντείνω, πρόθεσις

2403. Interatomic, Interatomical – inter + άτομον, διατομικός 

2404. Interdenominational – inter + de (από) + όνομα, διαθρησκευτικός

2405. Interest, Interested, Interesting, Interestingly – inter + είναι, ειμί, συμφέρον, τόκος, ενδιαφέρον

2406. Interfere, Interference, Interferer, Interfering, Interferometric – inter + φέρω, παρεμβάλλω

2407. Interfoliate – inter + φύλλον, εισάγω πρόσθετο φύλλο

τλ. Intergalactic – διαγαλαξιακός

2408. Intermediary, Intermediate, Intermedium και πολλά παράγωγα – πρ. ινδ. Ευρ. medyo- μέσον, μεσότης

2409. Interminable, Interminableness, Interminably – στερητικόν + τέρμα, χωρίς τέλος

2410. Intermingle, Intermix – inter + μιγνύω

2411. Interoceanic -inter + ωκεανός

2412. interpellate, Interpellation – inter + πέλω (κινούμαι, χτυπώ, συμβαίνω), διακόπτω

τλα. Interphasic- ευρισκόμενος μεταξύ φάσεων 

2413. Interplanetary – inter + πλανήτης

τλβ. Interplex – inter + πλέκω  

2414. Interpolar, Interpolate, Interpolation, Interpolator – inter + πόλος, εκ δύο εξωτερικών πόλων συνάγω αυτό που βρίσκεται ανάμεσα

τλγ. Interspatial – δια + διάστημα, διαπερνών πολλούς χώρους

2415. Intersperse, Interspersion – inter + σπείρω, διασπείρω 

2416. Interstice, Intersticial – inter + στίζω, στίγμα, θέτω κενόν μεταξύ πραγμάτων

2417. Interstratified – inter + στρώννυμι, στρώμα, στρατία, στρατός

2418. Intertangle – inter + τάσσω, τάσσειν

2419. Intitulate – εν (in) + τίτλος  

2420. Intonate, Intonation, Intone – εν (in) + τόνος, ηχώ, αντηχώ

2421. Intoxicant, Intoxicate, Intoxicating, Intoxication – εν (in) +τοξίνη (δηλητήριο επί βέλους)  

τλδ. Intractability, Intractable, Intractableness, Intractably – in (στερητικό) + ταύρος, ταυρίζω, τραβώ, ακολουθώ πορεία ή σημάδια, ο μη δυνάμενος να γίνει αντικείμενο χειρισμού

τλε. Intransitive, Intransitively – in (στερητικό) + trans (διαπερνώ διαμέσου) + είμι, ιέναι, αμετάβατος, μη δυνάμενος να μεταβιβασθεί ή διαβιβασθεί

τλστ. Intrepid, Intrepidity – in (στερητικό) + τρέμω, τρόμος, άφοβος, ατρόμητος

τλζ. Inverse, Inversion – εν (in) + βέλτερον, βέλτιον, βελτιώνω (μετάπτωση του λάμδα σε ρο)

τλη. Invert, Invertedly, Invertible – εν (in) + βέλτερον, βέλτιον, βελτιώνω

τλθ. Invest, Investment, Investor – εν (in) + εστία, εστιακό χιτώνιο, ενδύω, επενδύω

2422.  Iodal, Iodate, Inodine, Iodism, Iodize, Iodoform- ιώδιον, ίον (μενεξές) + είδος

 2423. Iolite – ίον + λίθος, διαφανές μαγνήσιο, αλουμίνιο

2424. Ion, Ionic, Ionium, Ionizetion, Ionize – ιόν

2425. Ionic, Ionium- ιωνικός, Ιόνιον

2426. Irene, Irenikon – ειρήνη

2427. Iridacious, Iridescence, Iridescent, Iridium (ιρίδιον), Iris – Ίρις, ουράνιο τόξο

2428. Ironic, Ironical, Ironically, Irony – ειρωνία

2429. Irradiance, Irradiant, Irradiate, Irradiation – ρίζωμα, ραδινός (λεπτός, λυγερός, εκτεινόμενος), λάμπω

2430. Irrecognizible – στερητικόν + re + γιγνώσκω, γνώσις, μη διαπιστώσιμος

2431. Irremediable, Irremediableness – στερητικόν + re + πρ. ινδ. Ευρ. medyo, μέσον, μεσότης, αθεράπευτος

2432. Irrepressible, Irrepressibly –  στερητικόν + re + προίστημι, πιέζω δια προεξοχής, ακαταπίεστος

2433. Irresistibility, Irresistible, Irresistibleness, Irresistibly – στερητικόν+ re + ίστημι, ίσταμαι, ακαταμάχητος

2434. Irretentive – στερητικόν + τείνω, μη συγκρατούμενος

2435. Isagoge, Isagogic, Isagogics – εισάγω, εισαγωγή

2436. Isandrous – με ισάριθμους στήμονες

2437. Isanthous – με ισάριθμα άνθη

2438. Ischial, Ischiatic – ισχίον

τμ. Island – άλας, νήσος

2439. Isobar, Isobarometric -ισοβαρομετρικός

2440. Isochimenal – ίσος + χειμών, ίση θερμοκρασία χειμώνος

2441. Isochromatic, Isochromate – ισοχρωματικός

2442. Isochronism, Isochronic – ισόχρονος

2443. Isocinetic – ισοκινητικός

2444. Isoclinal – ισοκλινής

2444. Isoconvective – ισο-επαγωγικός

2445. Isodont – ομοιόδοντος

2446. Isodynamic-  ισοδύναμος

τμα. Isodyne – είδος μπαταρίας

2447. Isogeny- ίσος + γένος, κοινή καταγωγή

2448. Isogeothermal – ίσος + γεωθερμική ενέργεια

2449. Isognathous – ομοιόγναθος

2450. Isogon- ομοιόγωνον

τμβ. Isogrid – ίσο πλέγμα

τμγ. Isogram – ισογραμματικός

2451. Isolinear – ισογραμμικός

τμδ. Isolitic, Isolytic- όπλο, που επιφέρει διαταραχή του υποδιαστήματος (κβαντικού υποσυρώματος) (Star Trek)

2452. Isomagnetic – ισομαγνητικός

2453. Isomatrix – ίση, ισορροπημένη μήτρα

2452. Isomer, Isomeric, Isomerism – ισομερής

2453. Isometric – ισομετρικός

τμε. Isomodulator – μετατροπέας εκτεινόμενος σε όλη την επιφάνεια

τμστ. Isomolecular – ισομοριακός

2454. Isomorphic, Isomorphous -ισόμορφος, εξελιγμένο ολογράφημα (Star Trek)

2455. Isonomy – ισονομία

2456. Isopathy – ομοιοπαθητική

2456. Isopiestic – ισοπιεστικός, ασκών ή δεχόμενος ομοιόμορφα κατανεμημένη πίεση

2457. Isopod, Isopodous – ισόποδος

2458. Isopulses – ίσος + πέλω, παλμός, ισοπαλμικός

τμζ. Isopyre – ακάθαρτο οπάλιο που περιέχει αλουμίνα, ασβέστη και σίδηρο

τμη. Isorems – μονάδες μέτρησης ακτινοβολίας

2459. Isosceles- ισοσκελής

2460. Isoseismal – ισοσεισμικός, συνδέων σημεία ίσης σεισμικής δραστηριότητας 

τμθ. Isosynaptic – αφορών όλες τις συνάψεις του εγκεφάλου (Star Trek)

2461. Isotheral – έχων ίση θερμοκρασία θέρους

2462. Isotherm, Isothermal – ισόθερμος

2463. Isoton, Isotonic – ισότονος, ισχυρό εκρηκτικό (Star Trek)  

2464. Isotope – ισότοπον

2465. Isotropic – ισότροπος

2466. Isthmus, Isthmian – ισθμός

2467. Ixolite – ιξόλιθος  

                  J

2468. Jacinth – υάκινθος, οξείδιο του ζιρκονίου

2469. Janus, Janus -faced – ιέναι, Ιανός, διπρόσωπος

2470. Jasper, Jaspery, Jaspidean, Jaspideous- ίασπις (Πλάτων)

2471. Jealous, Jealously, Jealousy – ζήλος, απόπειρα μίμησης, ζήλεια

2472. Join, Joinder, Joint, Jointed και πολλά παράγωγα – Ζευς, ζευγνύω, ζυγός

2473. Jot, Jotting – ιώτα, μνημόνιο

2474. Junction, Juncture – Ζευς, ζευγνύω, ζυγός

                  Κ

2475. Kainite- καινός, θειϊκή ένωση, λίπασμα

2476. Kakistocracy – κακιστοκρατία, μία λέξη που πρέπει να επαναφέρουμε στο λεξιλόγιό μας

2477. Kaleidoscope – καλόν είδος + σκοπώ, καλειδοσκόπιον

2478. Kamptulikon – καμπτόν υλικόν, ύφασμα

2479. Kapnography- καπνογραφία

τν. Karyokinesis – κάρυον + κίνησης, μίτωση, διαίρεση κυττάρων

τνα. Kemocite – κύμα, κυματικός, πολυφασικό ισότοπο ραδιολυτικού υλικού (Star Trek)

2480. Katabolism – καταβολισμός   

2481. Kenosis – κένωσις

2482. Keramic – κέραμος

2483. Kerasine – κερατοειδής, κέρας (ορυκτό)

2484. Keratin- κερατίνη μαλλιών 

2485. Keratitis- φλεγμονή του κερατοειδούς  

2486. Keratose – κέρας, κέρατο, σκληρή ουσία στα σφουγγάρια

2487. Kerosene – κηρός, κηροζίνη

2488. Kilocycle- χιλιόκυκλος

2489. Kilodyne – δύνη, κιλοδύνη, δύναμη κίνησης επί γραμμαρίου

2490. Kilogram, Kilogrammetre – χιλιόγραμμον

2491. Kilolitre, Kilowatt, Kiloton– χίλιοι

2492. Kilometre- χιλιόμετρον

2493. Kindle, Kindler, Kindling –  πρ. ινδ. Ευρ. kand, κανδήλη, καυσόξυλα

2494. Kinema, Kinematical, Kinematics, Kinematograph (κινηματογράφος), Kinematography, Kinetic – κινώ, κίνησις

τνβ. Kinesthetic – κιναισθητικός 

τνγ. Kinoplasmic, Kinoplastic – ραδιενεργή ακτινοβολία που επηρεάζει τους κομπιούτερς (Star Trek)

2495. Kirk –  κίρκος (ιέραξ, δακτύλιος), περίβολος εκκλησίας

2496. Klepht, Kleptomania – κλέπτω, κλοπή

2497. Know, Knowable, Knowledge και αμέτρητα παράγωγα – το θέμα “kn” σχετίζεται σίγουρα με το θέμα “gn” του γιγνώσκω, γνώσις

2498. Koniscope – κόνις + σκοπώ, μέτρηση σκόνης στην ατμόσφαιρα

 2499. Kryometer – μέτρηση κρύου, βλ. και λήμμα “cryo-„

2500. Krypton – κρυπτός, βλ. και λήμμα “crypto-”

2501. Kudos – κύδος, φήμη  

2502. Kyanite, Kyanize – κυανός, πυριτικό άλας αλουμινίου   

2503. Κymograph- κύμα + γράφω, κυματογράφος

2504. Kyrie (ελέησον), Kyriologic, Kyriological – κύριος  

                  L

2505. Labyrinth, Labyrinthian, Labyrinthic, Labyrinthiform, Labyrinthine- λαβύρινθος

2506. Labyrinthodonts- λαβύρινθος + οδούς, γιγαντιαία αμφίβια

2507. Lachesis – Λάχεσις, μοίρα

2508. Laconic, Laconical, Laconically, Laconicism Laconism- Λάκων, λακωνίζειν

2509. Lactate, Lactation, Lacteal, Lacteous, Lactescence, Lactescent, Lactic, Lactiferous, Lactometer, Lactoscope, Lactose – γάλα, γαλαξίας, μετ’ αφαίρεση του «γα»

2510. Lagomys – λαγόμυς

2511. Lagophtalmy – λαγοφθαλμία

2512. Lagostoma – λαγόστομα

2513. Laic, Laical, Laicize, Laity – λαϊκός

2514. Lamia – Λάμια, Λάμνισσα

2515. Lamp, Lampion, Lampless, Lamplight, Lamplighter – λαμπάς, λάμπη, λαμπρός

2516. Lampadrome – λαμπαδηδρόμος

2516. Laniferous – lana (μαλλί) + φέρω

2517. Lantern – λαμπάς, λάμπη, λαμπρός

2519. Lanthanite – λανθάνω, κρύπτομαι

τνδ. Lanthanum, Lanthanide – στοιχείο με ατομικό αριθμό λανθάνιου 

2520. Laodicean – Λαοδικεία, χλιαρός Χριστιανός

2521. Lapidaran, Lapidary, Lapidation, Lapidify, Lapis – Lazuli – λάας, λας, πέτρα

τνε. Lapsable, Lapse, Lapsed – λάπτω, γέρνω ή γλιστρώ για να πιω νερό

2522. Laryngeal, Laryngean, Laryngitis, Laryngology, Laryngophony, Laryngoscope, Laryngotomy, Larynx- λάρυγξ

2523. Latency, Latent, Latently – λήθη, λάθρα

2524. Latex, Laticiferous – (γα) -λάκτωμα + φέρω

2525.  Latria – λατρεία

2526. Laura – λαύρα, μικρός δρόμος

2526. Lavation, Lavatory, Lave, Laver – λούω

2527. Lay, Lay-clerk, Lay-communion, Layman κ.λπ. – λαϊκός

2528. Lazar, Lazaret, Lazarus – Λάζαρος, ελληνική απόδοση του Ελάζαρ

2529. Lecithin – λέκιθος, κρόκος αβγού ή λίπος, συχνά ανακατεμένος με όσπρια

2530. Lectern, Lectionary, Lector, Lecture, Lecturer, Lectureship – λέγω

τνστ. Lectrazine -συστατικό για σταθεροποίηση καρδιάς – νεφρών (Star Trek)

2531. Legion, Legionary- λεγεών, λέγω, συλλέγω

τνζ. Legume, Leguminous – λέγω, συλλέγω, όσπριον

2532. Lemma – λήμμα

2533. Lemnian – Λήμνος

2524. Leo, Leonid, Leonin – λέων

2526. Leopard – λέων + πάρδαλις, πάνθηρ 

2527. Leper, Lepra, Leprosy, Leprous – λεπιδωτός, λεπίς, τσόφλι

2528. Lepidoid – λεπιδωτός, λεπίς, τσόφλι  

2529. Lepidoptera, Lepidopterous – λεπιδόπτερον

2530. Lepidolite – λεπιδόλιθος, μαρμαρυγίας

2531. Leptodactyl – λεπτοδάκτυλος

2532. Lepton – λεπτόν, υποδιαίρεση δραχμής

2533. Lesbian – Λεσβία

2534. Lethal, Lethe, Lethean, Lethiferous – λήθη, θανατηφόρος, επιφέρων λήθη

2535. Lethargic, Lethargical, Lethargically, Lethargize, Lethargy- λήθαργος

2536. Letheon – θειϊκός αιθήρ

τνη. Leucanthemum – λευκάνθεμον

2537. Leucine, Leucite (πυριτικό άλας), Leucitic – λευκός

2538. Leucocyte – λευκοκύτταρος

2539. Leucocythemia- λευχαιμία, λευκός + κύτος + ευφωνικό θήτα

2540. Leucopathy, Leucosis, Leucous – λευκοπάθεια, κατάσταση αλμπίνο

2541. Leucorrhoea – λευκόρροια, μυξώδης ροή εκ του κόλπου

2542. Lexical, Lexikographer, Lexicographic, Lexicographical, Lexicography, Lexicologist, Lexicology, Lexicon, Lexigraphic, Lexigraphy- λέξις, λεξικόν

2543. Lichen, Lichenic, Lichenin, Lichenoid, Lichenography, Lichenology, Lichenous – λειχήν

τνθ. Light και αμέτρητα παράγωγα – λύκη, λυκαυγές, λυκόφως, αμφιλύκη, λύχνος, λυχνίον (λυχνάρι)  

2544. Limnology – λιμνολογία, μελέτη λιμνών

2545. Limpet- λεπάς, πεταλίδα

2546. Limpid, Limpidity, Limpidness – λύμφη, λέμφος, νύμφη, διαυγής

2547. Linen, Linendraper, Linoleum, Linotype, Linseed (λινόσπορος), Linsey – λίνεος, λινός

2548. Lion, Lioncel, Lionel (Μέσι), Lioness, Lionheart, Lionhearted, Lionism, Lionize -λέων

2549. Lipogram – γραπτό σημείωμα, όπου ελλείπει ένα συγκεκριμένο γράμμα

2550. Lipoma – λίπωμα

2551. Litany – λιτανεύω, λιτανός (παρακλητικός)

2552. Lithanode – μπαταρία λιθίου

2553. Lithanthrax – λιθάνθραξ

2554. Litharge (λιθάργυρος), LIthate (λιθικό οξύ), Lithia, Lithiasis (λιθίασις), Lithic, Lithoid, Lithoidal (λιθοειδής), Lithium (λίθιον) – λίθος  

2555. Lithocarp -απολιθωμένος καρπός

2556. Lithochromatics – λίθος + χρώμα, χρώματα στην πέτρα

2557. Lithodome – δόμος από λίθο

2558. Lithogenous – λιθογενής

2559. Lithoglyph – ανάγλυφος σε πολύτιμο λίθο

2560. Lithograph, Lithographer, Lithographic, Lithography – λιθογράφος

2561. Litholabe – λιθολάβος, όργανο μέτρησης λίθων κατά τη λιθοτομία

2562. Lithologic, Lithology, Lithomancy- λίθος, λιθομαντεία

2563. Lithomargic, LIthonitic – πηλός μεταξύ λίθων

2564. Lithophagous – λιθοφάγος

2565. Lithophane – λιθοφανής, διακοσμητική πορσελάνη

2566. Lithophotography – λίθος + φωτογραφία

2567. Litrhophyl – απολιθωμένο φύλλο

2568. Lithophyte – λιθόφυτον, κοράλλι

2569. Lithosis – λίθωσις, πέτρα στους πνεύμονες

2570. Lithosphere – λιθόσφαιρα

2571. Lithotint – ζωγραφική σε λίθο

2572. Lithotome, Lithotomic, Lithotomy – λιθοτομία

2573. Lithotripsy, Lithotritic, Lithotrity – λιθοτριψία

2574. Lithotype, Lithotypy – λιθοτυπία

2575. Litotes – λιτότης, ρητορικό σχήμα, όπου αντί να πούμε «κοντά» λέμε «όχι μακριά»

2576. Liturgic, Liturgical, Liturgist, Liturgy- λειτουργία (θρησκ.)

2577. Lobar, Lobe, Lobed, Lobular, Lobule – λοβός

2578. Log – λόγος, το ημερολόγιο κυβερνήτη στο Star Trek (και όχι προς Θεού «κούτσουρο», όπως γράφουν οι υπότιτλοι της Τεχνητής Νοημοσύνης- υπάρχει βέβαια και αυτή η σημασία αλλά δεν έχει ελληνική καταγωγή)

2579. Logarithm, Logarithmetic, Logarithmic – λόγος + αριθμός, λογάριθμος

2580. Logic, Logical, Logically, Logician, Logist- λόγος, λογική

2581. Logistics – λόγος, λογισμός, υπολογισμός

2582. Logogram, Logography, Logogriph (λόγος + γρίφος), Logomachy (λογομαχία), Logos, Lοgotype – λόγος

2583. Lotus – λωτός

2584. Loxodromic, Loxodromics – λοξός δρόμος, λοξοδρομία

2585. Lucid, Lucidity, Lucidly, Lucidness, Lucimeter, Lucubrate, Lucubration- λατινικό lux εκ του λύκη, λύχνος, φωτεινός

2586. Lucifer, Luciferian, Luciferous – lux (λύκη, λύχνος) + φέρω, Εωσφόρος

2587. Ludicrous, Ludo – λίνδεσθαι (αμιλλάσθαι), παιγνιώδης

2588. Lugubrious, Lugubriously – λυγρός, πένθιμος

2589. Luminant, Luminary, Luminescence, Luminescent, Luminiferous (φωτοφόρος), Luminosity, Luminous, Luminousness – λατινικό lux εκ του λύκη, λύχνος, φωτεινός

2590. Lunacy, Lunar, Lunarian, Lunary, Lunate, Lunatic, Lunation, Lune, Luniform, Lunisolar – (σε)-  λήνη

2591. Lycanthrope, Lycanthropy – λυκάνθρωπος

2592. Lyceum – λύκειον (Αριστοτέλης)

2593. Lychnis – λυχνίς, φυτό με λαμπρό κόκκινο άνθος

2594. Lycopodium- λύκος + πους, κίτρινη σκόνη σπόρων

2595. Lymph, Lymphatic  – λύμφη, λέμφος , νύμφη, διαυγής

2596. Lyncean, Lynx – λυγξ, λύγκας (σαρκοβόρο)

2598. Lyra, Lyrate, Lyre, Lyric, Lyric, Lyrical, Lyricism, Lyrist – λύρα, λυρικός

2599. Lysis – λύσις, αποδρομή

2600. Lysol – λυσέλαιον, απολυμαντικό    

                                   M

2601. Ma – mother, μάτηρ (δωρικός τύπος), μήτηρ

2602. Macedoine – μακεδνός (μακρύς), μακεδονική σαλάτα ή ζελές φρούτων

2603. Macerate, Maceration, Machete – μακέλλα, μαλακώνω, λιανίζω

2604. Machinal, Machinate, Machination, Machine, Machiner, Machinist – μηχανή

2605. Macrobiotic (μακροβίωτος), Macrocephalic, Macrocephalous  (μακροκέφαλος), Macrocosm (μακρόκοσμος), Macrognathic (μακρογναθικός), Macropous (μακρόπους), Macroskopic (μακροσκοπικός) – μακρύς

2606. Macrology, Macrometer, Macron – μάκρος

τξ. Macrurous- μακρύς + ουρά, μακρύουρος

2607. Madarosis – μαδαρός, μαδώ, καραφλός

2608. Madrepore, Madreporite- μάτηρ, μήτηρ + πόρος, κοράλι, ασβεστόλιθος, βράχος από κιμωλία

2609. Madrigal- μάνδρα, βουκολικό άσμα

2610. Maenad – μαινάς, μαίνομαι

2611. Mage, Magi (τρεις μάγοι), Magian, Magic, Magical, Magically, Magician – μάγος

2612. Magma – μάγμα

2613. Magnanimity, Magnanimous- magnus, μέγας + anima, άνεμος, μεγαλόψυχος

2614. Magnesia, Magnesian, Magnesite (καθαρτικό με βάση μαγνήσιο), Magnesium – μαγνήσιον

2615. Magnet, Magnetic, Magnetical, Magnetiferous (μαγνητοφόρος), Magnetism, Magnetist, Magnetite, Magnetization, Magnetize, Magneto- μαγνήτης, μαγνητισμός

τξα. Magneto -dynamics, Magneto-electric Magneto-electric, Magneto- electricity – μαγνητοδυναμικός, μαγνητοηλεκτρικός

τξβ. Magnetogram, Magnetograph- μαγνητογράφος, καταγραφέας μαγνητικών καταστάσεων

τξγ. Magnetometer, Magnetomotor, Magneton, Magnetophone, Magnet-optics (επίδραση μαγνητικών πεδίων στην οπτική), Magnetotherapy (μαγνητοθεραπεία) – μαγνήτης

2616. Magnificent, Magnify, Magnitude και πολλά παράγωγα – σχέση με «μέγας, μέγεθος»

2617. Maieutic- μαιευτικός

2618. Majestic, Majesty, Major, Majorat (κτήμα γαιοκτήμονα), Majority (πλειοφηφία) – μείζων

2619. Malachite – μαλαχίτης

2620. Malacolite – μαλακός λίθος, αυγίτης

2621. Malacology- μελέτη μαλακίων

2622. Malacostomous – μαλακόστομος, νωδός

2623.  Mamma, Mammal, Mammalia, Mammalian, Mammary, Mammifer, Mammiferous, Mammilary, Mammy- μάτηρ, μήτηρ

2624. Manganate, Manganese, Manganesian – Μαγνησία, ορυκτό

2625. Mangle- μέγγενη, μάγγανον, μέσον για επεξεργασία δοκαριών   

2626. Mania, Maniac, Maniacal- μανία, μανιακός

2627. Manometer – μανός (χαλαρός, αραιός) + μέτρον, αραιόμετρον

2628. Mantic, Mantis, Mantissa- μάντης

2629. Marasmus – μαρασμός, μαραίνω

2630. Marathon – Μαραθών, μαραθώνιος

2631. Margaric, Margarine, Margarite – μαργαρίτης, μαργαριταρι

2631. Marigenic – mare (θάλασσα) + γένος, θαλασσογενής  

2632. Mariolatry – λατρεία παρθένου Μαρίας

2633. Marmolite, Marmoraceous, Marmoreal- μάρμαρον

2634. Marsupian, Marsupite – μάρσιπος

2635. Martyr, Martyrdom, Martyrology- μάρτυς

2636. Mass, Massive, Massiveness – μάζα

2637. Massacre, Masseter (μασητήρ) – μασάομαι, μασώ

2638. Masticable, Masticate, Mastication, Masticatory-  μασάομαι, μασώ, μαστιχάω- ώ, τρίζω τα δόντια μου

2639. Mastitis, Mastoid – μαστός

2640. Mastodon – μαστός + οδούς, μαστόδοντον

2641. Mater, Materfamilias (αντίστοιχο του “Paterfamilias“) – μήτηρ, μητριαρχίνα

2642. Maternal, Maternally, Maternity- μήτηρ, μητρικός

2643. Mathematic, Mathematical, Mathematically, Mathematician, Mathematics – μαθηματικά

2644. Mathesis – μάθησις

2645. Matriarch, Matriarchal, Matriarchy- μήτηρ + αρχή, μητριαρχία

2646. Matrice, Matrix – μήτρα

2647. Matricidal, Matricide, Matrilinear, Matrimonial, Matrimonially, Matrimony – μάτηρ, μήτηρ ως πρώτο συνθετικό + μένω

2648. Matron, Matronage, Matronal, Matronize, Matron-like, Matronly, Matronymic (μητρώνυμος) – αρχόντισσα, μητριαρχίνα, ματρόνα

2649. Mausoleum – μαυσωλείον, μνημείο προς τιμή του Μαύσωλου, εκ των επτά θαυμάτων της αρχαιότητας

2650. Maxim, Maximalist, Maximize – πρ. ινδ. Ευρ. Meg, μέγας, μέγιστος

2651. Meager, Meagre, Meagerly, Meagreness – μακρός, λιγνός

2652. Meander, Meandering – μαίανδρος, ποταμός της Φρυγίας

2653. Measurable, Maesurably, Measure, Maesured, Maesureless, Measurement, Measurer, Maesuring- πρ. ινδ. Ευρ. mete, μετρώ , μέτρον

2654. Mechanic, Mechanical, Mechanically, Mechanician, Mechanics, Mechanism, Mechanist, Mechanize, Mechanography – μηχανή

2655. Meconic, Meconine – μήκων (παπαρούνα)

2656. Medal, Medallic, Medallion, Medallist- μέταλλον

2657. Media, Mediacy, Medial, Mediant, Mediate, Mediately, Mediation, Mediatization, Mediatize, Mediator, Mediatorial, Mediatorship, Mediatory, Mediatress, Mediatrix – πρ. ινδ. Ευρ. medyo- μέσον, μεσότης

τξδ. Medical, Medicament, Medication, Medicine και αμέτρητα παράγωγα – πρ. ινδ. Ευρ. medyo- μέσον, μεσότης, ιατρικός, ιατρική

2658. Medieval, Medievalism, Medievalist, Medievalize, Medievally, Mediterranean- πρ. ινδ. Ευρ. medyo- μέσον, μεσότης + λατ. Aevus (αιών)

2659. Mediocre, Mediocrity –  πρ. ινδ. Ευρ. medyo- μέσον, μεσότης

2660. Meditate, Meditation, Meditative, Meditatively – μήτις, μητίετα (Ζευς), μήδεα, μέδω

2661. Medium, Mediumistic – πρ. ινδ. Ευρ. medyo- μέσον, μεσότης

2662. Medulla, Medullary- μήτις, μητίετα (Ζευς)

2663. Medusa – μέδουσα

2664. Megacephalous – μεγακέφαλος

2665. Megalithys, Megalith, Megalithic – μεγάλιθος, απολίθωμα

2666. Megalodon – μέγας οδούς, τεράστιος καρχαρίας που έχει εκλείψει

2667. Megalomania, Megalomaniac – μεγαλομανής

2668. Megalosaurus -μεγαλόσαυρος, γιγάντιο ερπετό κρητιδικής περιόδου

2669. Megaphone -μεγάφωνον

2670. Megapode – μεγάποδον, πτηνό που τοποθετεί τα αβγά του σε ανάχωμα

2671. Megascope – μέγας + σκοπώ, μεγεθυντικό περισκόπιο

2672. Megastoma – μέγα + στόμα

2673. Megatherium – μεγαθήριον

2674. Megrim – migraine (ημικρανία)

2675. Meiosis – μείωσις ως ρητορικό σχήμα, αλλά και ως αποδρομή συμπτωμάτων αρρώστιας

2676. Melaconite –  μέλας + στερητικόν + κόνις, μαύρο οξείδιο του χαλκού, χάλκανθος

2677. Melaena  – μέλαινα (μελανά αιματώδη κόπρανα)

2678. Melaenemia -αίμα με μελανά σημεία

2679. Melancholia, Melancholic, Melancholily, Melancholy – μέλαινα χολή, μελαγχολία

2680. Melange, Melee- μιγνύω, μίγμα

2681. Melanin, Melanism, Melanite, Melanosis, Melanotic, Melanotype (μελανοτυπία, φωτογραφική διαδικασία σε μαύρο φόντο), Melaphyre (μέλαινα πορφύρα) – μέλας

2682. Melic, Meliceris (μελίκηρον, κηρήθρα έμπλεα μέλιτος), Melilot (μελίλωτον, τριφύλλι πλούσιο σε μέλι) – μέλι

2683. Meliorate, Melioration, Meliorism- μάλα, βελτιώνω

2684. Meliphagus (μελιφάγος)

2685. Melliferous, Mellification, Mellifluence, Mellifluent, Mellifluous (μελίρρυτος), Mellite (μέλι + λίθος) – μέλι

2686. Mellow, Mellowly, Mellowness, Mellowy – μέλι, γλυκός, απαλός 

2687. Melodeon, Melodic, Melodious, Melodiously, Melodiousness, Melodist, Melodize, Melody- μελωδία, μελωδικός

2688. Melodrama, Melodramatic, Melodramatist – μέλος + δράμα, μελόδραμα

2689. Melon, Melon -thistle – μήλον, πεπόνι

τξε. Melongena – μήλον (μικρό ζώο) + γένος, είδος γαστρόποδου μαλάκιου

2690. Meloplasty – μήλον + πλάσσω, μεταμόσχευση μάγουλου

τξστ. Melt, Melting, Meltingly – μαλακός, μαλάσσω

2691. Membranaceous, Membrane, Membraneous, Membraniform, Membranous – μεμβράνη

2692. Memento, Memo, Memoir, Memoirist, Memorabilia, Memorable, Memorably, Memorandum, Memorial, Memorialist, Memorialize, Memoria- Technica, Memorize, Memory – μέρμερος (ανήσυχος), μέριμνα, μνήμη

2693. Menagogue – μην + άγω, προωθώ την έμμηνο ρύση

2694. Meningeal, Meninges, Meningitis- μήνιγξ

2695. Meniscal, Meniscus – μηνίσκος

2696.  Menispermic – σπέρμα, σπόρος θαμνώδους κληματσίδας

2697. Menology, Menopause (εμμηνόπαυση), Menorrhagia (εμμηνοραγία) – μην + ρέω

2698. Mensal, Menses, Menstrual, Menstruate, Menstruation, Menstruous, Menstruum – μην, έμμηνα

2699. Mensurability, Mensurable, Mensural, Mensuration – πρ. ινδ. Ευρ. mete, μετρώ, μέτρον

2700. Mental, Mentality, Mentally, Mentation, Menticultural, Mentor, Mentorial – μητιάω, μήτις, μητίετα (Ζευς)

2701. Mention, Mentionable – μητιάω, μήτις, μητίετα (Ζευς)

2702. Menu – μείον, περιοριστικός κατάλογος (σ.σ. υπάρχει ελληνική ρίζα στο “menu”, όχι όμως εκείνη που μού είχε πει ένας θαμώνας πατσατσίδικου στην Κεντρική Κρεαταγορά των Αθηνών, ότι δηλαδή προέρχεται από το «με νου»!

2703. Meretricious, Meretriciously, Meretriciousness – μέρος, μοίρα, ελκυστικός

2704. Mericarp – μερικάρπιον, μέρος ξηρού φρούτου, καρπόφυλλον

2705. Merismatic – μέρισμα

2706. Meroblast – μέρος βλαστού

2707. Mesaraic – μεσάραιον, μεσεντερικός

2708. Mesembryanthemum – μέσον + έμβρυον + άνθος, γένος φυτών

2709. Mesenteric, Mesentery – μεσεντερική μεμβράνη

2710. Mesial – μέσον, μεσαίος

2711. Mesoblast – μέσον του βλαστού ή εμβρύου

2712. Mesocephalic – μεσοκεφαλικός

2713. Mesocolon – μέσον κόλον (ακολουθεί το μέσον έντερον)

2714. Mesoderm – συνώνυμο της μεσοβλάστης

2715. Mesogastric – μεσογαστρικός

τξζ. Mesomorph – μεσόμορφον

2716. Mesophloeum – μέσος φλοιός

2717. Mesophyll – μέσον φύλλον

2718. Mesophyte – φυτό που χρειάζεται λίγο νερό

2719. Mesothorax – μεσοθώραξ

2720. Mesozoic – μεσοζωικός

2721.  Meta – πρόθεση με αμέτρητα παράγωγα

2722. Metabasis – μετάβασις

2723. Metabolian – έντομο που μεταμορφώνεται

2724. Metabolic, Metabolism, Metabolize – μεταβολίζω, μεταβολισμός

2725. Metacarpal, Metacarpus- μετακάρπιον

2726. Metacentre – μετά + κέντρον, ισορροπία πλεούμενου

2727. Metachrosis – μετά + χρώσις, αλλαγή χρώματος ζώων

2728. Metagenesis- μετά + γένεσις, μεταβολή εντός των γενεών

2729. Metalepsis, Metaleptic – μετάληψις, ρητορικό σχήμα, όπου μία έννοια ή λέξη χρησιμοποιείται με άλλη σημασία, π.χ σφηκοφωλιά ως άντρο παρανόμων

2730. Metal, Metallic, Metalliferous, Metalline, Metalling, Metallization, Metallize, Metallography, Metalloid – μέταλλον

2731. Metallurgic, Metallurgize, Metallurgy – μεταλλουργία

2732. Metameric – μετά +μέρος, χημικά στοιχεία με ίδιες αναλογίες και ατομικό βάρος, αλλά διαφορετικές ιδιότητες

2733. Metamorphic, Metamorphism, Metamorphose, Metamorphosis – μεταμόρφωσις

τξη. Metamorph – πολυμορφικός (Star Trek)

τξθ. Metaphasic, Metaphasis – μετάφασις, μεταφασικός  

2734. Metaphor, Metaphoric, Metaphorical, Metaphorist – μεταφορά ως σχήμα λόγου

2735. Metaphrase, Metaphrast, Metaphrastic – μετάφρασις

2736. Metaphysic, Metaphysical, Metaphysically, Metaphysician, Metaphysics- μεταφυσική

2737. Metaplasm – μετά + πλάσμα, πρωτόπλασμα, αλλαγή συλλαβής ή φθόγγου λέξης

2738. Metapophysis – μετά + απόφυσις σπονδυλικής στήλης

2739. Metasomatism – μετά + σώμα, χημική μεταβολή σε βράχους

2740. Metastasis – μετάστασις

2741. Metatarsal, Metatarsus – μετατάρσιον

2742. Metathesis, Metathetical – μετάθεσις γραμμάτων ή συλλαβών σε μία λέξη

2743. Metathorax – μεταθώραξ (έντομα)

2744. Metatome – μετατομή, απόσταση μεταξύ οδοντωμάτων κορνίζας

2745. Metazoa – μετάζωα, πολυκύτταρα ζώα

2746. Mete- μέτρον, μετρώ

2747. Metempiric, Metempiricism – μετά + εμπειρία, υπερβατικός

2748. Metempsychosis – μετεμψύχωσις (μετάβαση ψυχής σε ζώο) 2749. Metemptosis – μετέμπτωσις, φυσικό φαινόμενο που εξασφαλίζει την έγκαιρη και κανονική εμφάνιση του νέου φεγγαριού

2750. Metensarcosis, Metensomatosis – μετενσάρκωσις, μετενσωμάτωσις (μετάβαση ψυχής σε άνθρωπο)

2751. Meteor, Meteoric, Meteorite, Meteorography, Meteoroid, Meteorolite – μετέωρον, μετεωρίτης

2752. Meteorological, Meteorologist, Meteorology- μετεωρολόγος, μετεωρολογία

2753. Meter – μέτρον, μετρώ

2754. Methane, Methanogenic – μέθη + ύλη, μεθάνιον

2755. Method, Methodic, Methodical, Methodically, Methodism, Methodist, Methodistical, Methodistically, Methodize, Methodology – μέθοδος, μεθοδολογία, Μεθοδιστές

2756. Methyl, Methylate, Methylated, Methylene, Methylic – μέθη + ύλη, μεθυλένιον κ.λπ.

2757. Metonymic, Metonymy – μετωνυμία, θέση αιτιατού αντί αιτίου ή έργου αντί συγγραφέα

2758. Metope- μετόπη, διακόσμηση δωρικού κίονα μαζί με τρίγλυφα

2759. Metoposcopist, Metoposcopy – μέτωπον + σκοπώ, φυσιογνωμική μετώπου

2760. Metre, Metric, Metrical, Metrically, Metrics, Metrify- μέτρον, μετρώ

2761. Metrograph, Metrological, Metrologist, Metrology- μετρολογία, επιστήμη μέτρων και σταθμών

2762. Metronome, Metronomic, Metronomy- μετρονόμος, όργανο μέτρησης μουσικού ρυθμού

2763. Metronymic – μητρώνυμον

2764. Metropolis (του Φριτς Λανγκ), Metropolitan, Metropolitanate, Metropolitical – μητρόπολις

2765. Miasma, Miasmal, Miasmatic – μίασμα

το. Micro- calliper (μικροβαθμονομητής), Microfractures, Microfusion, Micrometeorites, Microohm, Microprobe (μικροανιχνευτικό), Microscanner (μικροανιχνευτής), Microtubule (μικροσωληνάριον), microtunneling (μικροσήραγγα) -χρήση του micro- σε τεχνολογία Star Trek 

τοα. Microbiologic, Microbiologist, Microbiology – μικροβιολογία  

2766. Microbe, Microbial – μικρόβιον

2767. Microcephalic, Microcephalous- μικροκέφαλος

τοβ. Microcircuitry – μικρός + κύκλωμα, μικροκύκλωμα

2768. Micrococcus – μικρόκοκκος

2769. Microcosm, Microcosmic, Microcosmical – μικρόκοσμος

2770. Microcoustic – όργανο βαρηκοϊας

2771. Micrographic, Micrographophone (όργανο καταγραφής ανεπαίσθητων ήχων), Micrography, Micrology – μικρογραφία

2772. Micrometer, Micrometrical – μικρόμετρον, όργανο για μέτρηση μικρών αντικειμένων

2773. Micron – μικρόν, εκατομμυριοστό του μέτρου

2774. Micronesia, Micronesian – Μικρονησία, νότιος Ειρηνικός

2775. Microphone, Microphonics – μικρόφωνον

2776. Microphotography – μικροφωτογραφία

2777. Microphyte – μικρόφυτον (παράσιτο)

2778. Microscope, Microscopic, Microscopical, Microscopist, Microscopy – μικροσκόπιον

2778. Microtome – μικρή τομή, όργανο κοπής λεπτών ζωνών για χρήση του μικροσκόπιου

2779. Microzoa – μικρόζωα

2780. Microzyme – μικρός + ζύμη, μικρόβιο επιδημίας, επιζωοτίας

2781. Micturate, Micturition – μικτός + ουρέω, μικτουρώ, συχνουρώ

2782. Middle με πολλά παράγωγα – πρ. ινδ. Ευρ. medyo- μέσον, μεσότης

τογ. Midge, Mirget (νάνος)- μύγα

 2783. Midland, Midnight, Midship, Midshipman, Midsummer, Midway κ.λπ. – το πρόσφυμα mid- έχει σχέση με το «μέσον»

2784. Migraine – ημικρανία

2785. Milk, Milkiness, Milkman, Milky και αμέτρητα παράγωγα – αμέλγω

2786. Mill, Miller με πολλά παράγωγα (Millstone κ.λπ.) – μύλη, μύλος

 2787. Mille λατινική ρίζα που σημαίνει «χίλια» και απαντάται σε πολλά παράγωγα με ελληνικό δεύτερο συνθετικό π.χ. Millenium (ενιαυτός), Millepede (πους), Milligramme (γραμμάριον), Millimetre (μέτρον)

2788. Mime, Mimesis, Mimetic, Mimetical, Mimic, Mimicker, Mimikry, Mimosa – μίμος, μίμησις, μιμούμαι

2789. Mina – μνα, 100 δραχμαί

2790. Mind και αμέτρητα παράγωγα – σχέση με μήτις (φρην), μήδεα (φρόνησις, συμβουλή), μέδω (προστατεύω)

2791. Mingle – μιγνύω

2792. Minoan – μινωικός

2793. Minor, MInorite, Minority – μείον

2794. Minotaur – Μινόταυρος

2794. Minute και αμέτρητα παράγωγα – ωσαύτως σχέση με «μείον»

2795. Miocene – μειόκαινος περίοδος

2796. Misanthrope, Misanthropic, Misanthropist, Misanthropy – μισάνθρωπος

2797. Miscibility, Miscible – μιγνύω

2798. Misgovern, Misgoverned, Misgovernment – mis + κυβερνάν, κυβερνώ

2799. Misintelligence – mis + intus (εντός) + λέγω, συλλέγω βλ. και “intelligence“

2800. Misjoin, Misjoinder – mis + ζευγνύω, Ζευς

2801. Mismeasure- mis + πρ. ινδ. Ευρ. mete, μετρώ, μέτρον

2802. Misname, Misnomer – mis + όνομα, λάθος όνομα

2803. Misogamist, Misogamy – εχθρός του γάμου

2804. Misogynist, Misogyny – μισογύνης

2805. Misologist – εχθρός της λογικής

2806. Misprint – mis + print εκ του press και αυτό εκ του προίστημι, πιέζω δια προεξοχής, συμπιέζω

2807. Miszealous – mis + ζήλος

2808. Mitigable, Mitigate, Mitigation, Mitigative, Mitigator- mitis (μαλακός, επιεικής, σχέση με μέσον και μέτρον)

2809. Mitochondrial (μιτοχονδριακός), Mitosis, Mitotic – μίτος, διαίρεση κυττάρων

2810. Mix, Mixable, Mixed, Mixedly, Mixer, Mixture – μιγνύω, μίξις

2811. Mnemonic, Mnemonics, Mnemotechny – μνήμη

2811. Molar – μύλος, γομφίος, δόντι που λιανίζει

τοδ. Moil – μέλι, μαλακός, ιλυσπώμαι, κυλιέμαι εργαζόμενος μέσα στη λάσπη

2812. Molasse, Molasses – μέλι

2813. Mollifiable, Mollifocation, Mollifier, Mollify, Molly – μαλακός

2814. Mollusc, Mollusca, Molluscan, Molluscoid, Molluscous – μαλάκιον

2815. Molten – μαλακός, μαλάσσω

2816. Molybdate, Molybdenite, Molybdenum, Molybdic – μόλυβδος

2817. Monachal, Monachism – μοναχός

2818. Monad, Monadic, Monadical – μονάς (Πυθαγόρας, Λάιμπνιτς)

2819. Monadelphian – ο έχων στήμονες συγκεντρωμένους σε σώμα

2820. Monandrous – έχων ένα στήμονα

2821. Monandry – υπανδρεία με ένα μόνο σύζυγο

2822. Monanthous – παράγων μόνο ένα άνθος

2823. Monarch, Monarchal, Monarchianism, Monarchic, Monarchical, Monarchism, Monarchist, Monarchize, Monarchy – μονάρχης, μοναρχία

2824. Monasterial, Monastery, Monastic, Monastical, Monastically, Monasticism, Monasticize, Mοnasticon, Monk – μοναχός, μοναστήριον

2825. Monism, Monistic – μονισμός

2826. Monkey, Monkeyism και πολλά άλλα παράγωγα– εκ του «μίμος, μιμούμαι»

τοε. Mono- πρόσφυμα σε αμέτρητες λέξεις π.χ. monocle, monorail κ.λπ.

2827. Monobasic – μονοβασικός

2828. Monocardian – μονόκαρδος

2829. Monocarp, Monocarpous – μονόκαρπος

2830. Monocephalous – μονοκέφαλος

2831. Monoceros – μονόκερως

2832. Monochlamydeous – μόνος + χλαμύς (φυτολογία)

2833. Monochord – μονόχορδος

2834. Monochromatic, Monochrome – μονόχρωμος

2835. Monoclinal, Monoclinate, Monoclinic, Monoclinous – κλίνων προς μία κατεύθυνση (χημεία, φυτολογία)

τοστ. Monocoque – μόνος + κογχύλη, τύπος σωματοδομής όπου η κύρια δύναμη εντοπίζεται στο δέρμα

2836. Monocotyledon, Monocotyledonous – μονοκοτυλήδονον

2837. Monocracy, Monocrat – μονοκρατία

τοζ. Monocrystal – μονοκρυσταλλικός

2838. Monodactylous – μονοδάκτυλος

τοη. Monodimensional – μονοδιαστατικός  

2839. Monodist, Monody – μονωδία

τοθ. Monodont – μονόδοντος

τπ. Monodon -Monoceros – φάλαινα με κέρατο, ναρβάλ  

2840. Monodrama, Monodramatic – δράμα με ένα πρωταγωνιστή

2841. Monoecious – μόνος + οίκος, έχων ύπερους και στήμονες σε διαφορετικά άνθη

τπα. Monofilament – μονή ίνα

2842. Monogamist, Monogamous, Monogamy – μονογαμία

2843. Monogenesis – μονογένεσις, προέλευση εξ ενός κυττάρου

2844. Monogony – μη γονεϊκή γέννηση δια διάσπασης

2845. Monogram – μονόγραμμα αποτελούμενο από πολλούς συνδυαζόμενους χαρακτήρες

2846. Monograph, Monographer – μονογραφία

2847. Monogynian, Monogyny – μονογυνία, νύμφευση με μία μόνο σύζυγο   

2848. Monolith, Monolithic – μονόλιθος (Οδύσσεια του Διαστήματος)

2849. Monologist, Monologue – μονόλογος

2850. Monomania, Monomaniac – μονομανία, μονομανής

2851. Monomerous- μονομερής

2852. Monometallic, Monometallism, Monometallist – μονομεταλλικός, χρήση ενός μόνο μετάλλου για νόμισμα

2853. Monometer, Monometric – μονός + μέτρον, ρυθμική σειρά και παραλλαγές σε ένα μόνο μέτρο

2854. Monomial – ποσότητα εκφραζόμενη μ’ ένα μόνο όρο

2855. Monomorph, Monomorphic – μονομορφικός

2856. Monopetalous – μονοπέταλος

2857. Monophylous – μονόφυλλος

2858. Monophysites – μονοφυσίτης (αίρεση)

2859. Monoplane – μονός + πέλανος (επίπεδη πίττα, πλατφόρμα)

2860. Monoplast – μονός + πλάσσω, μονοκύτταρος οργανισμός

2861. Monopodial – μονός + πους, φυτό όπου ο βλαστός γεννά κλάδους, που ποτέ δεν ξεπερνούν την κορυφή του

2862. Monopolist, Monopolization, Monopolize, Monopolizer, Monopoly – μονοπώλιον

2863. Monorganic – αφορών μόνο ένα όργανο

2864. Monorhyme – σύνθεση, όπου όλες οι γραμμές τελειώνουν με τον ίδιο ρυθμό

2865. Monosepalous – μονοσέπαλος

2866. Monospermous – μονόσπερμος

2867. Monospherical- μονοσφαιρικός

2868. Monostich – μονόστιχον

2869. Monostrophic – έχων μόνο μία στροφή

2870. Monostyle – μονός + στυλ (εκ του στύλος, βάση συμπεριφοράς)

2871. Monosyllabic, Monosyllabous – μονοσύλλαβος

τπβ. Monotanium – μονός + ταινία, μεταλλικό κράμα που περιβάλλει διαστημόπλοια (Star Trek)

2872. Monothalamous – διαθέτων μόνο ένα θάλαμο

2873. Monotheism, Monotheist, Monotheistic – μονοθεϊκός, μονοθεϊστής

2874. Monotomous – έχων τομή προς μία κατεύθυνση

2875. Monotone, Monotonic, Monotonous, Monotonously, Monotony – έχων ίδιο τόνο, μονότονος, μονοτονία

2876. Monotrematous – μόνος + τρήμα, έχων μόνο μία οπή

2877. Monotreme – μονοτρηματικά ζώα, όπως οι όρνιθες και οι έχιδνες, που έχουν μία οπή (αμάρα) τόσο για τη γενετήσια πράξη όσο και για την αφόδευση

2878. Monotriglyph – ένα μονό τρίγλυφο ανάμεσα σε μετόπες

2879. Monotype – μονός + τύπος, στοιχειοθεσία πυρακτωμένου μετάλλου, όπου τα γράμματα της κάθε λέξης τίθενται χωριστά, ώστε τα λάθη να μπορούν εύκολα να διορθωθούν

2880. Monoxide – μονοξείδιον

2881. Month, Monthly – μήνη (σελήνη), μην

2882. Monument, Monumental, Monumentally – μνημείον

2883. Moon και αμέτρητα παράγωγα –  μήνη (σελήνη), μην

2884. Moron – μωρός

2885. Morpheus- Μορφέας, θεός του ύπνου

2886. Morphia, Morphine, Morphinism, Morphinomaniac- μορφίνη, ναρκωτική ουσία εκ του «μορφή»

τπγ. Morphogenetic- μορφογεννητικός (πεδίο ή ανάλυσις)

2887. Morphological, Morphologist, Morphology – μορφολογία

2888. Morphosis – μορφολογική εξέλιξη   

2889. Mosaic – μωσαϊκόν εκ του «μούσα»

2890. Mosasaurus – σαύρα που ανευρίσκεται σε απολιθώματα κιμωλίας

2891. Mother και άπειρα παράγωγα – μάτηρ, μήτηρ

2892. Moulin, Moulage, Moulinet – μύλη, μύλος

2893. Mouse και πολλά παράγωγα – μυς

2894. Mucate, Mucic, Mucid, Mucidness, Mucific, Mucilage, Mucilaginous, Muciparous (βλεννογόνος), Mucous, Mucousness, Mucus –  μύξα

2895. Muck, Mucky και πολλά παράγωγα – μύκης (μανιτάρι)

 2896. Multicycle, Multigenerous, Multigraph, Multiphase, Multigyrate, Multijugous, Multinomial, Multiphasic, Multiplane, Multiplex, Multispheric (πολυσφαιρικός), Multisyllable κ.λπ. – ελληνικά δεύτερα συνθετικά συνδεόμενα με το λατινικο “multi”, που επέχει τη θέση του ελληνικού «πολύ-»

τπγ. Multicinetic – πολυκινητικός

τπε. Multiplicate – λατινικό “multi” + πλέκω, πολλαπλασιάζω

2897. Mummied, Mummification, Mummify – μούμια

2898. Muraena – σμύραινα, σμέρνα

2899. Murine – αναφερόμενος σε μύες, ποντίκια

2900. Muscadine – κρασί μοσχάτο

2901. Muscle, Muscled, Muscology, Muscular, Muscularity, Muscularly, Musculation, Musculature – μυς, ιστός

2902. Muse, Muse (ρήμα), Musing, Musingly, Muser, Musette – μούσα

2903.  Museum – μουσείον

2904. Music, Musical, Musical- box, Musicale, Musicality, Musically, Musicalness, Musik -book, Music-hall, Musician, Music-master, Music-stand, Music-stool – μουσική

2905. Musk, Musk- beaver, Musk-deer, Musk-duck, Musk-orchis κ.λπ., Musky – μόσχος

2906. Musket, Musketeer, Musket-roof, Musket-rest, Musketry – μύγα

2907. Mussel – μύδος (υγρασία, γλίτσα), μύδι

2908. Myalgia – μυαλγία

2909. Mycelium- μύκης, φυτική μάζα μανιταριού

τπστ. Mycelium, Mycelial, Mycelian -network- δίκτυο νημάτων, που εκτείνεται στο υποδιάστημα, διαπερνώντας και συνδέοντας ουσιαστικά όλο το Σύμπαν (Star Trek) 

2911. Mycetes – μύκητες, συνώνυμο για μικρόβια

2912. Mycetoma – μύκης, παρασιτική ασθένεια των ποδιών

2913. Mycetozoa – μυκετόζωα

2914. Mycoderm – λεπτή κρούστα μύκητα κατά τη ζύμωση ποτών

2915. Mycologic, Mycology, Mycologist, Mycophagist, Mycosis – μύκης, μυκητολογία, μυκητίασις

2916. Mydriasis – μύδρος, μυδρίασις

2917. Myelitis, Myeloid, Myelin – μυς, μυελίτις

2918. Mygale – μυγαλή, είδος αράχνης

2919. Myiasis – αρρώστια των μυών από κάμπιες

2920. Mylodon – μύλος + οδούς, γιγαντιαίος βραδύπους

2921. Myocardic, Myocarditis – μυοκαρδία

2922. Myodynamics – μυοδυναμική

2923. Myography – μυογραφία

2924. Myological, Myologist, Myology, Myomancy – μυολογία, μυομαντεία

2925. Myope, Myopia, Myopic, Myopy – μυωπία

2926. Myosis – ασθένεια των οφθαλμών

2927. Myositis – φλεγμονή των μυών, που οδηγεί σε παράλυση

2928. Myosote, Myosotis- μυοσωτίς, μη με λησμόνει

2929. Myotomy – μυοτομία

2930. Myriad, Myriametre, Myriapod (μυριόποδον), Myriapoda, Myriophyllous (μυριόφυλλον), Myriorama (ποικιλία σκηνών) – μυριάς, μύριοι (μέχρι 10.000 μετρούσαν εν τη σοφία τους οι αρχαίοι Έλληνες και καλά έκαναν. Οποιοδήποτε ποσόν υπερβαίνει τη μυριάδα α) δεν αφορά τον άνθρωπο, β) άλλως και επικουρικώς στρεβλώνει – ιδίως οικονομικά ή περιουσιακά- την ανθρώπινη φύση

2931. Myrica – μυρίκη, αρμυρίκι

2932. Myrmidon, Myrmidonian – Μυρμηδών, με ποικίλες σημασίες α) στρατιώτης ή υπήκοος του Αχιλλέα, β) κακούργος, κάθαρμα, γ) απελπισμένος τυχοδιώκτης, δ) αμείλικτος τιμωρός με την έννοια του επαγρυπνούντος εκδικητή (“vigilante”)  

2933. Myrobalan – μύρον + βάλανος, φρούτο – μυροβλήτης

2933 a. Myroxylon – μύρον + ξύλον, αρωματικό ξύλο

2934. Myrrh, Myrrhic, Myrrhine – μύρρα, αιολικός τύπος του «σμύρνα»

2935. Myrtle, Myrtle- berry, Myrtle-wax – μύρτον, μύρτος

2936. Mystagogic, Mystagogue, Mystagogy- μύστης, μυσταγωγία

2937. Mysteriarch- μυστήριον + άρχω, προϊστάμενος μυστηρίου

2938. Mysterial, Mysterious, Mysteriously, Mysteriousness, Mystery, Mystery- ship – μυστήριον

2939. Mystic, Mystical, Mystically, Mysticism, Mystics, Mystification, Mystify- μύστης, μυστικός 

2940. Mytacism – μιτακισμός, επανειλημμένη εκφορά του «μι»

2941. Myth, Mythic, Mythical, Mythically, Mythicize, Mythographer (μυθογράφος), Mythus – μύθος

2942. Mythological, Mythologically, Mythologist, Mythologize, Mythology- μυθολογία

2943. Mythopoeic, Mythopoetic – μυθοποιός  

2944. Mytilite, Mytiloid, Mytilus – μύδος (σήψη), μύδι

2945. Myxoedema – μυξοίδημα, ατροφία θυρεοειδούς αδένα

2946. Myxomycetes -μιξομύκητες, θαλλόφυτα

2947. Myzontes – μύζω, απομυζητής μέσω βράγχιων     

                                   N

τπη. Nacelle – ναυς, γόνδολα, άτρακτος διαστημοπλοίου, οι δύο παράλληλοι κινητήρες του διαστημόπλοιου Εντερπράιζ

2948. Naiad- Ναιάς, νύμφη δασών

2949. Name, Nameable, Nameless, Nameplate, Namer, Namesake – όνομα

2950. Nanism- νάνος

τπθ. Nanofiber – πολύ λεπτή ίνα

τq. Nanoprobe – μικροσκοπική ανιχνευτική συσκευή

2951. Naos – ναός

2952. Naphtha, Napthalene, Naphthalic, Napthalize – νάφθα

2953. Narceine, Narcotine – νάρκη, υπνηλία, αλκάλιο οποίου

2954. Narcissism, Narcissus – Νάρκισσος 

2955. Narcosis, Narcotic, Narcotism – νάρκη, ναρκώ (-ώνω)

2956. Narthex – νάρθηξ

2957. Natron, Natrolite  – νίτρον, λίθος νάτρου

2959. Naumachia – ναυμαχία

2960. Nauplius – ναύπλιος, προνύμφη μαλακόστρακου

2961. Nausea, Nauseant, Nauseate, Nauseation, Nauseous, Nauseousness- ναυτία

2962. Nautic, Nautical, Nautically – ναυτικός

2963. Nautilite (απολίθωμα ναυτίλου), Nautiloid, Nautilus – ναυτίλος, σουπιά αργοναύτης, το περίφημο υποβρύχιο του κάπτεν Νέμο

2964. Naval, Navalist, Navicular – ναυς- νηός

2965. Navigability, Navigable, Navigableness, Navigate, Navigation, Navigator, Navy – ναυς- νηός, πλοηγώ, ποντοπορώ

 2966. Neapolitan- Νεάπολη, αναφερόμενος στη Νάπολη της Ιταλίας

2967. Nearctic – νέος + άρκτος (βορράς), νέο- αρκτικός

2968. Nebula, Nebular, Nebulosity, Nebulous, Nebuly – νέφος

τqα. Necrobiosis – φυσιολογικός θάνατος κυττάρου

2969. Necrolatry, Necrological, Necrologist, Necrology – νεκρολατρεία, νεκρολογία

τqβ. Necrotize, Necrotized – νεκρώνω, απονεκρώνω

2970. Necromancer, Necromancy, Necromantic – νεκρομάντις

2971. Necrophagous – νεκροφάγος

2972. Necrophilism – νεκροφιλία

2973. Necrophobia – νεκροφοβία

2974. Necropolis – νεκρόπολις

2975. Necroscopic- νεκρός + σκοπώ

2976. Necrosed, Necrosis, Necrotic – νέκρωσις

2977. Nectar, Nectarean, Nectared, Nectarial, Nectariferous, Nectarine, Nectarium, nectarize, nectarous, nectary – νέκταρ

2978. Nekton – νηκτός, οργανική ζωή θαλάσσης

2979. Nematoses, Nematoid -νηματώδης, νήμα

2980. Nemertea, Nemetres, Nemetrids – νημέρτεια (αλήθεια), νημερτής (σίγουρος για τον εαυτό του λόγω του μήκους του)

2981.   Nemesis – νέμεσις

τqγ. Neocortex – νεοφλοιός, εμπρόσθιος, εξελικτικά νεοπαγής φλοιός του εγκεφάλου 

2982. Neocosmic – αφορών την τρέχουσα κατάσταση του Σύμπαντος

2983. Neocracy – νεοκρατία, κυβέρνηση νεαρών ατόμων

2984. Neodymium – νεοδύμιον, χημικό στοιχείο

τqδ. Neodyne – νέος + δύναμις, απαστράπτον στοιχείο λανθανιδών  

2985. Neogamist – νέος + γάμος, άρτι νυμφευθείς

2986. Neogaean – νέος + γη, αφορών τον Νέο Κόσμο (Αμερική)

2987. Neolite (πυριτικό άλας αλουμινίου), Neolithic – νέος λίθος, γυαλιστερή πέτρα  

2988. Neologian, Neological, Neoilogically, Neologism, Neologist, Neologize, Neology – νεολογώ, νεολογισμός

2989. Neon – νέον, αέριο

2990. Neonomian, Neonomianism – νέος + νόμος, περί του Χριστιανισμού ως νέου νόμου

2991. Neontology – νεο- οντολογία, έρευνα νέων ειδών

2992. Neophobia – νεοφοβία

2993. Neophyte- νεόφυτος

2994. Neoplasm, Neoplastic, Neoplasty – νεοπλασία

2995. Neoplatonic, Neoplatonism, Neoplatonist – νεοπλατωνικός

2996. Neoteric – νεωτερικός

2997. Neotropical – αφορών τους τροπικούς της Αμερικής

2998. Neozoic – νεοζωικός

2999. Nepenthe – νηπενθές, ναρκωτικό αναλγητικό

3000. Nephalism – νηφάλιος

3001. Nephaline, Nephelite, Nepheloid – νεφέλη

3002. Nephoscope – νέφος + σκοπώ

3003. Nephralgia – νεφραλγία

3004. Nephrite – νεφρίτης, νεφριτικός λίθος

3005. Nephritic, Nephritis, Nephroid (νεφροειδής), Nephrology – νεφρός, νεφροί

3006. Nephrocele – νεφροκήλη

3007. Nephrography – νεφρογραφία

3008. Nephrotomy – νεφροτομία

3009.  Nereid – Νηρηίς, θαλάσσια νύμφη

3010. Nervate, Nervation, Nerve, Nerved, Nerveless (άνευρος), Nervine, Nervous, Nervously, Nervousness, Nervure (ράβδωσις νεύρων), Nervy- νεύρον

 3011. Nestor- βασιλιάς της Πύλου, συμβουλάτορας

3012. Nestorian – οπαδός του Νεστόριου, πατριάρχη Κωσνταντινούπολης το 428 μ.Χ.

3013. Neural – αφορών τα νεύρα

3014. Νeuralgia, Neuralgic – νευραλγικός

3015. Neurasthenia, Neurasthenic – νευρασθένεια, νευρασθενής

3016. Neuration – ράβδωσις φυτών

3017. Neurectomy – νευρεκτομή

3018. Neurilemma – νευρείλημμα, περίβλημα νεύρου

3019. Neurine- νευρίνη

3020. Neuritis – νευρίτις

3021. Neurography – νευρογραφία 

3021. Neurological, Neurologist, Neurology – νεύρον + λόγος, νευρολογία

τqε. Neurobiology- νευροβιολογία 

τqστ. Neurochemical- νευροχημικός

τqζ. Neurocortex- νευροφλοιός 

τqη. Neurode- νευρόδιον κατ’ απομίμηση του ηλεκτρόδιου, ενισχυτικό αντίληψης και νοητικών λειτουργιών

τqθ. Neuroelectric – νευροηλεκτρικός

υ. Neurogenetic, Neurogenic  – νευρογενής, νευρογενετικός

υα. Neuroleptic – νευροληπτικό, αντιψυχωτικό φάρμακο

υβ. Neurolytic – νευρολυτικός

υγ. Neuropeptides – νεύρον + πέψις, νευροπεπτίδια, υποδοχείς νευρικών σημάτων 

υδ. Neuroreceptors- βλ. αμέσως παραπάνω

υε. Neurostatic- νευροστατικός   

υστ. Neurosurgery- νευροχειρουργός, νευρο -εγχείρηση   

υζ. Neurosynaptic- αφορών συνάψεις των νεύρων

υη. Neurotransmitter- νευροπομπός  

υθ. Neurolitic, Neurolytic – νευρολυτικός 

3022. Neuroma – νεύρωμα, όγκος ή κύστις νεύρου

3023. Neuron – νευρών εγκεφάλου

3024. Neuropath, Neuropathic, Neuropathy – νευροπαθής, νευροπάθεια

3025. Neuropsychiatry, Neuropsychology – νευροψυχιατρική, νευροψυχολογία

3026. Neuroptera – έντομα με μεμβρανώδη πτερά

3027. Neurotic, Neurosis- νεύρωσις, νευρωτικός

υι. Neurostatic- νευροστατικός

3028. Neurotomical, Neurotomy – νεύρον + τομή, νευρεκτομή

3029. Neutrodyne – neuter + δύναμις, συσκευή συγχρονισμού πλακέτας και πλέγματος εντός βαλβίδας

υια. New και αμέτρητα παράγωγα – υποτίθεται ότι έχει αγγλοσαξονική ρίζα, αλλά δεν μπορεί παρά να συνδέεται με το επίθετο «νέος, νέον κ.λπ.»

3030. Nictitate, Nictitation – νηκτός, νήχω, νεύω

3031. Night με αμέτρητα παράγωγα – νυξ

3032. Nihilophobia – nihil + φόβος, φόβος του μηδενός

3033. Nilometer – Νειλόμετρον, βολιδοσκόπηση Νείλου κατά τη διάρκεια πλημμύρας

3034. Niobium – Νιόβη (μάνα που μεταμορφώθηκε σε πέτρα κλαίγοντας για τα παιδιά της), μεταλλικό στοιχείο

3035. Nitrate, Nitre, Nitric, Nitrite, Nitro-, Nitrous με αμέτρητα παράγωγα- νίτρον, νιτρικόν άλας

3036. Noctograph – νυξ + γράφω, πλαίσιο γραφής για τυφλούς

3037. Nocturn, Nocturnal, Nocturnally, Nocturne – νυξ, νυκτικός

3038. Noetic, Noetical – νοητικός

3039. Nomad, Nomadic, Nomadically, Nomadism, Nomadize- νομάς, νομαδικός     

3040. Nomarch, Nomarchy – νομάρχης

3041. Nome – νομός

3042. Nomenclator, Nomenclatural, Nomenclature – όνομα + καλώ, ονοματοδοσία

3043. Nomic – νομικός

3044. Nominal, Nominalism, Nominalist, Nominally, Nominate, Nomination, Nominative, Nominatively, Nominator, Nominee- όνομα, ονομάζω

3045. Nomography – νομογραφία

3046. Nomology- νομολογία

3047. Nomothetic – νομοθετικός

3048. Nonagon – εννεάγωνον

υιβ. Norepineohrine – normal + επινεφρίνη, φυσιολογικά επίπεδα επινεφρίνης

3049. Nosocomial – νοσοκομειακός

3050. Nosography – νοσογραφία

3051. Nosological, Nosology – νοσολογία

3052. Nosophobia – νοσοφοβία

3053. Nostalgia, Nostalgic- νοσταλγία

3054. Notalgia – νώτα + άλγος

3055. Notobranchiate – νώτα + βράγχια, με οπίσθια βράγχια

3056. Notochord – οπίσθιες χορδές σπονδυλικής στήλης

3057. Notonectal – νώτα + νήχω, κολύμβι προς τα πίσω

3058. Notornis – όρνιθα του νότου

3059. Noumenal, Noumenon – νοούμενον

υιγ. Noun, Nounal – όνομα (ουσιαστικόν)

3060. Nous – νους

3061. Novennial – εννέα + ενιαυτός, εννιάχρονος

3062. Nubecula, Nubiferous, Nubile – νέφος, νεφώδης

3063. Nucleogenic – nucleus (πυρήν) + γένος

3064. Numismatic, Numismatics, Numismatist, Numismatology – νόμισμα  

3065. Nummary, Nummular, Nummulary, Nummulite (νόμισμα + λίθος), Nummulitic- νόμισμα

3066. Nyctalopia, Nyctalopic, Nyctalops, Nyctalopy – νυκταλωπία, νυκτερινή όραση ως πάθηση

3067. Nyctitropic – στρεφόμενος προς μία κατεύθυνση κατά τη νύκτα

3068. Nymph, Nympha (χρυσαλλίς), Nymphaea (νούφαρο), Nymphean, Nymphic, Nymphiparous (παράγων νύμφες) – νύμφη

3069. Nympholepsy, Nympholeptic, Nympholept, Nymphomania, Nymphomanic – νυμφοληψία, νυμφοληπτικός, νυμφομανία, νυμφομανής

3070.    Nystagmus  – νυσταγμός

                        Ο

υιδ. Oar, Oarage, Oared, Oarsman, Oarsmanship – ερέσσω, ερέτης, κωπηλατώ, κωπηλάτης

3071. Obconic – κωνικός, ανεστραμμένος κώνος

3072. Obcordate – καρδιόμορφος, το λατινικό “cor” σχετίζεται με τη λέξη «καρδιά»

3073. Obdiplostemonous – φυτό που έχει τους στήμονες συγκεντρωμένους σε δύο σπείρες

3074. Obduracy, Obdurate, Obdurately, Obdurateness – δούρειος, δούριος, ισχυρογνωμοσύνη 

3075. Obeliscal, Obelisk, Obelize, Obelus – οβελός, σούβλα

3076. Obolus – οβολός, μικρό νόμισμα, ένα έκτο της δραχμής

3077. Obstacle – ωσαύτως εκ του ίστημι- ίσταμαι

3078. Obstetric, Obstetrical, Obstetrician, Obstetrics – αυτή που ίσταται έναντι, η μαία

3079. Obstinacy, Obstinate, Obstinateness – εκ του ίστημι, ίσταμαι, επιμονή

3080. Obstipation – στείβω, συνωθούμαι, καταπατώ, συμφόρηση

3081. Obstruct, Obstructer, Obstruction, Obstructionist, Obstructive, Obstruent – στορέννυμι, σωρεύω, σωριάζω, στρώνω, απλώνω

3082. Obus – οβίς

3083. Occlude, Occlusion – κλείω, εγκλείω

3084. Ocean, Oceania, Oceanic, Oceanid, Oceanographist, Oceanography, Oceanus – ωκεανός

3085. Ochlesis – όχλησις, αρρώστια λόγω συνωστισμού

3086. Ochlocracy – οχλοκρατία

3087. Ochraceous, Ochre, Ochreous, Ochry – ωχριώ, ώχρα

3088. Octad, Octagon (οκτάγωνον), Octagonal, Octangular, Octant, Octile (το όγδοον μέρος του κύκλου) – οκτώ

3089. Octahedral, Octahedrite, Octahedron – οκτάεδρον

3090. Octarchy – οκταρχία

3091. Octastyle, Octostyle – οκτάστυλος

3092. Octateuch – οκτάτευχος

3093. Octave- οκτάβα

3094. Octavo – βιβλίο, όπου κάθε φύλλο είναι διπλωμένο σε δεκαέξι σελίδες

3095. Octennial, Octenially- οκταετής

3096. Octet – συγκρότημα των οκτώ, σύνθεση για οκτώ άτομα

3097. Octillion – ένα εκατομμύριο στην όγδοη δύναμη (48 ψηφία)

3098. Octigentenary – οκτακοσιοστή επέτειος κάποιου γεγονότος

3099. October – Οκτώβριος

3100. Octodecimo – βιβλίο, όπου κάθε φύλλο είναι διπλωμένο σε δεκαοκτώ σελίδες

3101. Octodentate – έχων οκτώ δόντια

3102. Octogenarian, Octogenary – έχων ηλικία μεταξύ ογδόντα και ενενήντα

3103. Octonary – ανήκων στον αριθμό «οκτώ»

3104. Octopartite – διαιρούμενος σε οκτώ διαμερίσματα

3105. Octopetalous – οκτωπέταλος

3106. Octopod, Octopus – οκτάπους, χταπόδι

3107. Octoradiated – έχων οκτώ ακτίνες

3108. Octoroon – πρόσωπο με ένα όγδοο νέγρικο αίμα

3109. Octospermous – οκτώσπερμος

3110. Octosyllabic, Octosyllable – οκτασύλλαβος 

3111. Ode – ωδή

3112. Odometer- οδόμετρον

3113. Odontalgia, Odontalgic – οδούς + άλγος, οδονταλγία

3114. Odontiasis- οδοντίασις

3115.   Odontogeny – οδοντογενετική

3116. Odontoglossum – οδούς + γλώσσα, είδος ορχιδέας

3117. Odontograph, Odontography – οδοντογραφία

3118. Odontoid, Odontology – οδοντοειδής, οδοντολογία

3119. Odontophore – ζώνη οδόντων επί μαλακίων

3120. Odyssey – Οδύσσεια

3121. Oecology – οικολογία

3122. Oecumenical, Oecumenicity – οικουμένη, οικουμενισμός

3123. Oedema, Oedematous, Oedemia, Oedipus – οίδημα, Οίδίπους (τύραννος)

3124. Oenanthe, Oenanthic – οίνος + άνθος, δηλητηριώδες φυτό με σκιάδιον

3125. Oenomel – οίνος + μέλι (ανάμιξη)

3126. Oenothera – οινοθήρα, νυχτολούλουδο

3127. Oesophageal, Oesophagus – οισοφάγος

3128. Oestrum, Oestrus – οίστρος

3129. Ogygian- Ωγύγης

3130. Oil + αμέτρητα παράγωγα – έλαιον 

υιε. Old και αμέτρητα παράγωγα – άλευρον, αλείατα, αλείφω, θρεμμένος, ταισμένος, όπως και σε εμάς ο γέρος προέρχεται από το «γερός»

3131. Oleaginous, Oleaginousness, Olefiant, Oleiferous, Oleic – έλαιον + φέρω

3132. Oleite – ολεϊκόν οξύ

3133. Olefine, Olein – ελαιοϋδρογονάνθρακες

3134. Oleograph, Oleography- ελαιογραφία

3135. Oleomargarine – ελαιομαργαρίνη (εκ του μαργαρίτης, μαργαριτάρι  

3136. Oleometer – ελαιόμετρον

3137. Oleon – μίγμα ολεϊκού οξέος

3138. Oleophosphoric- ελαιοφωσφορικός, ελαιώδες οξύ του εγκεφάλου

3139. Oleoresin – έλαιον + ρητίνη

3140. Oleosaccharum – ελαιοσάκχαρον

3141. Olibanum – έλαιον + λίβανος, άρωμα, χυμός

3142. Olifant- άλλος τύπος για «ελέφας»

3143. Oligarch, Oligarchal, Oligarchy – ολιγαρχία

3144. Oligist – ολίγιστος

3145. Oligocene – ολιγόκαινος

3146. Oligoclasse – τρικλινές πυριτικό άλας, άστριος

3147. Olive, Olio, Olitory, Olivaceous, Olivary κ.λπ. – ουσιαστικά και επίθετα με βάση την «ελαία»

3148. Olivil – κόμμι του ελαιόδενδρου

3149. Olivine-άνυδρο πυριτικό άλας μαγνησίου

3150. Olympiad, Olympian, Olympic – Ολυμπία, Ολυμπιακός

3151. Ombrology, Ombrometer (ομβρόμέτρον), Ombrophile (ομβρόφιλος), Ombrophobe (ομβροφοβία)- όμβρος (βροχή)

3152. Omega – ωμέγα

3153. Omicron – όμικρον

υιστ. Omnicordial – έχων χορδές σε πολλές κατευθύνσεις

3154. Omnivorous – omnis (όλος) + βορά

3155. Omophagous – ωμοφάγος

3156. Omoplate – ωμοπλάτη

3157. Omphalic, Omphalocele (ομφαλοκήλη), Omphalotomy

(ομφαλεκτομή) – ομφαλός

3158. Onager – όναγρος

3159. Oncology, Oncometer (ογκόμετρον), Oncotomy (ογκοτομή) – όγκος

υιζ. Oncorhynchus – ογκόρρυγχος, είδος σαλαχοειδούς ψαριού που μοιάζει με σολωμό  

3160. Oneirocritic, Oneirocritical, Oneirocritics- ερμηνεία ονείρων, ονειροκριτική

3161. Oneirodynia – όνειρον + οδύνη, εφιάλτες, υπνοβασία κ.λπ.

3162. Oneirology – όνειρον + λόγος, θεωρία και επιστήμη ονείρων

3163. Oneiromancy – ονειρομαντεία

3164. Onerary, Onerous – όνος, βάρος, φορτίον

3165. Onocentaur – ονοκένταυρος

3166. Onomancy – όνομα + μαντεία

3167. Onomastic, Onomasticon, Ononatology – όνομα, ονοματολογία

3168. Onomatope, Onomatopoeia, Onomatopoetic – ονοματοποιία

υιη. Onopordum – όνος + πέρδομαι, το γαιδουράγκαθο, επειδή όμως το δεύτερο συνθετικό είναι η πορδή και όχι το αγκάθι, συνήθως λέγουν “onopordum acanthium”, το οποίο είναι και το έμβλημα της Σκωτίας 

3169. Ontogenesis, Ontogenetic, Ontogeny- οντογένεσις

3170. Ontological, Ontology – οντολογία

3171. Onus – όνος, φορτίον

3172. Onychia – απόστημα όνυχος

3173. Onychitis – φλεγμονή όνυχος

3174. Onychomancy – ονυχομαντεία

3175. Onychomycosis – μυκητίασις όνυχος

3176. Onychophagist – ονυχοφάγος

3177. Onymous- επώνυμος, διαθέτων όνομα

3178. Onyx – όνυξ, χαλκηδών

3179. Oogamous, Oogenesis- ωογαμία, ωογένεσις

3180. Ooidal – ωοειδής

3181. Oolite, Oolitic – ωόλιθος, ωολιθικός, πέτρωμα αποτελούμενο από σφαιρίδια ασβέστη

3182. Oologist, Oology – ωολόγος, ωολογία

3183. Oosphere – ωοσφαίρα

3184. Ootheca – ωοθήκη

υιθ. Opal – οπάλλιον, μαύρο ιριδίζον μέταλλο

3185. Ophicleide – όφις + κλεις, σάλπιγγα  

3186. Ophidia, Ophidian – γένος ερπετών, όπου περιλαμβάνονται τα φίδια

3187. Ophidion – ψάρι σαν χέλι

υκ. Ophiocordyceps – οφιο- ασκομύκητας  

3188. Ophiolatry – οφιολατρεία

3189. Ophiological, Ophiologist, Ophiology, Ophiomancy- οφιολογία, οφιομαντεία

3190. Ophiomorphus – οφιόμορφος

3191. Ophiophagous- όφις + τρώγω, έφαγον

3192. Ophiosaurus – οφιόσαυρος

3193. Ophite – αίρεση γνωστικών που λατρεύει το φίδι της Εύας

3194. Ophiuchus – όφις + έχω, αστερισμός

3195. Ophthalmia, Ophthalmitis – οφθαλμίτις (φλεγμονή οφθαλμών)

3196. Ophthalmic, Ophthalmologist, Ophthalmology (οφθαλμολογία), Ophtalmoscopion (οφθαλμοσκόπιον), Ophthalmoscopy (οφθαλμοσκοπία), Ophthalmotomy (οφθαλμεκτομή) – οφθαλμός

3197. Opisometer – οπίσω + μέτρον, όργανο για μέτρηση καμπύλων γραμμών

3198. Opisthobranchiate – έχων βράγχια πίσω από την καρδιά επί γαστροπόδων

3199. Opisthocoelous – κοίλος όπισθεν

3200. Opisthocomous – έχων την κόμη όπισθεν, ινιακό λοφίο

3201. Opisthodonte – έχων μόνο οπίσθιους οδόντες

3202. Opisthogastric – έχων οπίσθια γαστέρα

3203. Opisthognathous – έχων οπισθοχωρούσα γνάθο

3204. Opisthograph, Opisthographic – έγγραφο γραμμένο και από τις δύο όψεις

3205. Opiate, Opiated, Opium – όπιον εκ του «οπός», χυμός λευκής παπαρούνας 

3206. Opobalsam – οπός + βάλσαμον

3207. Opodeldoc, Opopanax – σαπούνια, ναρκωτικά, αρώματα σε χυμώδη μορφή οπού

3208. Oppress, Oppression, Oppresive, Oppressively, Oppressiveness, Oppressor – o + προίστημι, πιέζω δια προεξοχής, συμπιέζω

3209. Oppugn, Oppugnancy, Oppugnant, Oppugnation, Oppugner- πυγμή, αντιτίθεμαι, ανθίσταμαι

3210. Opsiometer – όψις + μέτρον, όργανο μέτρησης όρασης 

3211. Opsonic, Opsonin – οψωνέω (-ώ), αγοράζω οψώνια- ψάρι, εμβολιάζω οργανισμό με νεκρά βακτήρια

3212. Optic, Optical, Optician, Optics, Optigraph – οπτεύω, οπτικός

3213. Optography – προσωρινή συγκράτηση στον αμφιβληστροειδή της τελευταίας εικόνας προ του θανάτου

3214. Optometer- οπτεύω + μέτρον, μετρητής ορίων διακεκριμένης όρασης

3215. Optophone – οπτεύω + φωνή, εφεύρεση μετατροπής φωτός σε ήχο προς χρήση των τυφλών

υκα. Optronic – δίκτυο μετάδοσης πληροφοριών μέσω οπτικών ινών, διαχείριση φωτονίων

3216. Opulence, Opulency, Opulent, Opulently, Opus, Opuscule, Opusculum – οπώρα, οπωρίζω

3217. Orach, Orache – αραχνίς, υποκατάστατο σπανακιού

3218. Oracle, Oracular, Oracularly, Oracularness- ορώ, μαντείον

3219. Oration, Orator, Oratorial, Oratorian, Oratorical, Oratorically, Oratorio, Oratory, Oratress – ρήτωρ

3220. Orchard, Orcharding, Orchadist – όρχος, όρχατος, σειρά δένδρων

3221. Orchesis, Orchestic, Orchestics, Orchestra, Orchestral, Orchestrate, Orchestration, Orchestrina, Orchstrion – ορχώμαι, όρχησις

3222. Orchid, Orchidaceous, Orchideous, Orchidist, Orchidomania (υπερβολική αγάπη για ορχιδέες), Orchidomaniac – όρχις, είδος ελαίας, ορχιδέα  

3223. Orchitis (φλεγμονή όρχεων), Orchotomy (εκτομή όρχεων) – όρχις, αρχίδι

3224. Oread- νύμφη των ορέων

3225. Orectic, Orexis – όρεξις, ορεκτικός

3226. Oreodonts – ωραίος + οδούς, πρωτόγονα θηλαστικά Ηωκαινούς περιόδου

3227.  Organ, Organic – αφορών βιολογικό όργανο

υκβ. Organelle – μικρός οργανισμός ή βιολογικό τμήμα αυτού 

3228. Organism – οργανισμός

3229. Organist – οργανοπαίκτης

3230. Organizable, Organization, Organize – οργάνωσις, οργανόω (-ώνω)

3231. Organogeny – ανάπτυξη οργάνων

3232. Organographical, Organography- όργανον + γράφω, περιγραφή οργάνων ζώων

3233. Organology – επιστήμη βιολογικών οργάνων

3234. Organon – το Όργανον (Αριστοτέλης) και το Νέον Όργανον (Βάκων), καθολική επιστημονική μέθοδος για την πραγμάτευση κάθε ζητήματος

3235. Organoplastic- οργανοπλαστική, σχηματισμός οργανικού ιστού 

3236. Orgasm, Orgiastic – οργασμός, οργιαστικός

3237. Orgies, Orgy – βακχικό συμπόσιο, κραιπάλη

3238. Orichalc – ορείχαλκος, πολύτιμο μέταλλο, μίγμα χαλκού- ψευδαργύρου

3239. Origan – ορίγανον, ρίγανη

3240. Orion- Ορίων, γίγας κυνηγός, αστερισμός

3241. Orismology – επιστήμη ορισμών

3242. Ornithic- όρνις, κότα, πουλάδα

3243. Ornithichnite- ίχνος όρνιθας

3244. Ornithocopros – κόπρος όρνιθας

3245. Ornitholite – απολίθωμα όρνιθας

3246. Ornithological, Ornithologist, Ornithology, Ornithomancy (ορνιθομαντεία)  – ορνιθολόγος, ορνιθολογία

3247. Ornithopter – αεροπλάνο με σειόμενα φτερά

3248. Ornithorhynchous – ορνιθόρυγχος

3249. Ornithoscopy – ορνιθοσκοπεία

3250. Orographic, Orographical, Orography – όρος + γράφω, μελέτη βουνών

3251. Orological, Orologist, Orology – επιστήμη ορέων, βουνών

3252. Orphan, Orphanage, Orphaned, Orphanhood, Orphanism – ορφανός

3253. Orphean, Orphic – Ορφεύς, Ορφικός

3254. Orthite – ορθίτης, οροπυριτικό άλας

3255. Orthochromatic – ορθός + χρώμα, αποδίδων τα χρώματα με σωστό τρόπο

3256. Orthoclase – ορθός + κλάω, κλω, μονοκλινής καλιούχος άστριος 

3257. Orthodiagonal – ορθή διαγώνιος, επικλινής άξονας στο μονοκλινές σύστημα κρυσταλλογραφίας

3258. Orthodox, Orthodoxical, Orthodoxly, Orthodoxness, Orthodoxy – ορθοδοξία, ορθόδοξος

3259. Orthodromic, Orthodromics, Orthodromy – ορθοδρομία (ιδίως στην ιστιοπλοία)

3260. Orthoepic, Orthoepical, Orthoepist, Orthoepy – ορθός + έπος, ορθή προφορά

3261. Orthogenesis, Orthogeny- ορθογένεσις, θεωρία νοήμονος σχεδιασμού για τη Δημιουργία

3262. Orthognathous – ορθή γνάθος

3263. Orthogon, Orthogonal – ορθογώνιον, ορθογώνιος

3264. Orthographer, Orthographic, Orthographical, Orthograophist, Orthography – ορθογραφία, ορθογράφος

3265. Orthometry – ορθός + μέτρον, ρυθμιστικοί της ποικιλίας νόμοι 

3266. Orthopaedic, Orthopaedy –ορθός + παις, ορθοπαιδική, θεραπεία του ανθρωπίνου σώματος και ειδικότερα των παιδιών

3267. Orthophony – ορθοφωνία

3268. Orthopnoea – ορθός + πνοή, δυσκολία στην αναπνοή, που αναγκάζει τον ασθενή να σταθεί όρθιος

3269. Orthopraxy – ορθή πράξις ή πρακτική, θεραπεία σωματικών ανωμαλιών με ορθοπαιδικά μέσα

3270. Orthoptera, Orthopterous –  ορθόπτερος

3271. Orthoptic – ορθός + οπτεύω, ορθή όρασις, εφαπτομένη ορθών γωνιών, σκόπευτρον

3272. Orthorombic – ορθός + ρόμβος, κρυσταλλικός σχηματισμός

3273. Orthostyle – ορθός + στύλος, ίσια γραμμή κιόνων

3273. Orthotomy – ορθοτομία, τομή σε ορθές γωνίες

3274. Orthotropal, Orthotropous – ορθός + τρόπος, βοτανική

3275. Orthotypous – ορθός + τύπος- τύπτω, έχων κάθετη κοπή

3276. Ortyx – όρτυξ, πέρδικα

3277. Oscheocele – οσχεοκήλη

3278. Oschitis – φλεγμονή του περιτόναιου

3279. Oscillate, Oscillation, Oscillator, Oscillatory, Oscillatory, Oscillograph (κυματογράφος) – σείω

3280. Osmazome – οσμή + ζωμός, δείγμα μυικού ιστού προς πρόβλεψη της γεύσης που θα έχει, όταν μαγειρευτεί

3281. Osmic, Osmious, Osmium – όσμιον, μεταλλικό στοιχείο

3282. Osmose, Osmosis, Osmotic- ώσμωσις, ωσμός, ωθείν, έγχυση και σύγχυση υγρών μέσω μεμβρανών

3283. Osphresiology – επιστήμη της όσφρησης

3284. Ossein, Osselet, Osseous- οστούν

3285. Ossicle (οστίδιον), Ossiferous (οστούν + φέρω), Ossific, Ossification (αποστέωσις), Ossify, Ossivorous (οστοβόρος), Ossuary – οστούν

3286. Ostensibility, Ostensible, Ostensibly, Ostention, Ostensive, Ostensory, Ostentation, Ostentatious – ob (με μετατροπή του “b“ σε „s“) + τείνω, επιδεικνύω, επιδεικτικός

υκγ. Osteal – οστικός  

3287. Osteocolla – οστεόκολλα

3288. Osteocope – οστούν + κόπος, πόνος στα οστά

3289. Osteogeny – εξέλιξη οστών      

3290. Osteography – οστεογραφία

3291. Osteolepis – οστούν + λεπίς, απολίθωμα από τη Δεβόνειο περίοδο

3292. Osteolite – οστεόλιθος, απατίτης

3293. Osteologer, Osteologic, Osteological, Oateologically, Osteologist, Osteology – οστεολογικός, οστεολογία

3294. Osteomalacia- οστεομαλάκυνση λόγω έλλειψης φωσφόρου

υκδ. Osteinecrosis – οστεονέκρωσις  

3295. Osteopath, Osteopathic, Osteopathist, Osteopathy – οστεοπάθεια

υκστ. Osteophagic, Osteophagy – οστεοφάγος, οστεοφαγία

υκζ. Osteoporosis – οστεοπόρωσις  

3296. Osteosarcoma – οστεοσάρκωμα

3297. Osteotomy – οστεοτομία

3298. Osteozoa – οστεόζωα, σπονδυλωτά

3299. Ostitis – οστίτις

3300. Ostracian, Ostracite – όστρακον, απολίθωμα οστράκου

3301. Ostracism, Ostracize – (εξ-) οστρακισμός

3302. Ostrea, Ostreiculture – όστρακον + culture (καλλιέργεια)

3303. Otacoustic, Otacousticon – ωτακουστώ, ωτακουστής

3304. Otalgia – ωταλγία

3305. Otaria – μεγαλωτία στις φώκιες

3306. Otic, Otitis – ωτικός, ωτίτις

3307. Otocyst – ωτοκύστις, όργανο ακοής σε μερικά ασπόνδυλα

3308. Otography – ωτογραφία

3309. Otolith- ωτόλιθος, ασβεστόλιθος στο λαβύρινθο του αυτιού

3310. Otology- ωτολογία

3311. Otorrhoea – ωτορροή

3312. Otoscope – ωτοσκόπιον

3313. Ouranography – ουρανογραφία

3314. Ouretic – ουρητικός

3315. Ouroscopy – ουροσκοπία

3316. Outdoor, Outdoors – out (έξω) + θύρα, στην ύπαιθρο

3317. Outmeasure – out (έξω) + μέτρον, υπέρβαση μέτρου 

3318. Outstand, Outstanding – out (έξω) + ίστημι, ίσταμαι, προεξέχω, προεξάρχω

3319. Ovary, Ovariotomist, Ovariotomy – ωοθήκη, τομή, εκτομή ωοθήκης

υκθ. Overestimate – over (υπέρ) + εκτιμώ

3320. Overstand, Overstay – over (υπέρ) + ίστημι, ίσταμαι

3321. Overtone – over (υπέρ) + τόνος, αρμονική μουσική νότα

υλ. Overzealous – over + ζήλος, επιδεικνύων υπερβολικό ζήλο

3322. Ovibus – βους

3323. Ovicular, Oviduct, Oviferous, Oviform, Oviparous (ωοπαραγωγός), Oviposit, Oviposition, Oviposition, Ovipositor, Ovisac (ωάριον + σάκκος), Ovoid, Ovoidal (ωοειδής), Ovology (ωολογία), Ovoviviparous (ωόν εκκιλαπτόμενον εντός του γονέα), Ovulary, Ovile, Ovuliferous, Ovulite (ωόλιθος, απολίθωμα αβγού), Ovum   – ωόν, ωάριον

3324. Ovine – οις, πρόβατον

3325. Oxidability, Oxidable, Oxidation, Oxide, Oxidize, Oxidizement – οξύ, οξείδωσις

3326. Oxy – acetylene – οξύ + ασετυλίνη

3327. Oxychloride – οξύ + χλωρίδιο

3328. Oxycoccus – οξύκοκκος, μακρόκαρπο βακκίνιο (κράνμπερι)

3329. Oxygen, Oxygenate, Oxygenation, Oxygenizable, Oxygenize, Oxygenizement, Oxygenous – οξυγόνον

3330. Oxygon, Oxygonal – οξύγωνον

3331. Oxy – haemoglobin  – οξύ + αιμοσφαιρίνη

3332. Oxyhzdrogen – οξύ + υδρογόνον

3333. Oxymel – οξύ + μέλι

3334. Oxymoron – οξύς + μωρός, οξύμωρον (ρητορικό σχήμα), πρόσθεση επιθέτου, που δεν ταιριάζει στα συμφραζόμενα

3335. Oxymuriate – οξυχλωρίδιον

3336. Oxyopia – οξεία όραση

3337. Oxyphonia – οξυφωνία

3338. Oxysalt – οξύ + άλας, άλας περιέχον οξυγόνο

3339. Oxytone – οξύτονος

3340. Oyster και πολλά παράγωγα – όστρειον, στρείδι

3341. Ozena – όζαινα, έλκος του ρουθουνιού

3342. Ozocerite, Ozokerite, Ozokerite – όζω + κηρός, μεταλλική ρητίνη        

3343. Oyone, Ozonic Ozonize, Ozonized, Ozonometer (μέτρησις όζου) – όζον

3345. Ozymandias – Οσυμανδίας, Ραμσής 2ος, ποίημα του Σέλλεϋ

                  P

3346. Pachydactyl – παχυδάκτυλος

3347. Pachyderm, Pachydermatous – παχύδερμον

3348. Pachymeter – παχύμετρον

3349. Pachyrhizus – παχύριζος

3350. Paean – παιάν

3351. Paedeutics, Paedeutics – παιδευτικός

3352. Paedobaptism, Paedobaptism – παις + βάπτισμα

3353. Paeony – παιωνία, Παιάν, γιατρός των θεών   

3354. Pain, Painful, Painstalking κ.λπ. – πόνος

3355. Palace, Palatine -σχέση με «πάσσαλος» κατά συνεκδοχή

3356. Paladin – σχέση με «πάσσαλος» κατά συνεκδοχή

3357. Palaeoarctic- παλαιοαρκτικός, κλίμα βορείων περιοχών

3358. Palaeocrystic – αφορών αρχαίους πάγους

3359. Palaeolithic – παλαιολιθικός

3360. Palaeology – παλαιός + λόγος, παλαιολογία, αρχαιολογία

3361. Palaeontographical, Palaeontography – παλαιοντογραφία

3362. Palaeontological, Palaeontology- παλαιοντολογία

3363. Palaeozoic – παλαιοζωικός

3364. Palaestra, Palaestric – παλαίστρα

3365. Palagonite – πάσσαλος + γωνία, σχετιζόμενος με την πρισματική κατάσταση των κρυστάλλων

3367. Palatable, Palatableness, Palatal, Palate, Palatial, Palatine – πάσσαλος και συνεκδοχικά η οροφή του ουρανίσκου

3368. Pale – πήγνυμι, πάσσαλος

υλα. Palea, Paleaceous – παλίουρος, ακανθώδης θάμνος, άχυρον

υλβ. Paleology – παλαιολογία, μελέτη προϊστορικών αντικειμένων

υλγ. Paleontology, Paleomicrobiology – παλαιοντολογία, παλαιομικροβιολογία 

3369. Palilogy -παλιλογία, επανάληψη λέξης

3370. Palimpsest -παλίμψηστος

3371. Palindrome –παλίνδρομος

3372. Paling – φράκτης εκ πασσάλων

3373. Palingenesia, Palingenesis – παλιγγενεσία

3374. Palinode- παλινωδία

3375. Palisade – πάσσαλος

3376. Palladium – παλλάδιον, άγαλμα Αθηνάς

3377. Palm, Palmar, Palmary, Palmate, Palmatifid, Palmigrade (ακροποδητί), Palmiped, Palmistry – παλάμη

3378.  Palm, Palmative, Palmer, Palmetto, Palmiferous (φέρων βάγια), Palmoil (φοινικέλαιον), Palm-Sunday (Κυριακή των Βαίων), Palmy – παλάμη, φύλλο φοίνικα, βάγια

3379. Palp, Palpability, Palpable, Palpableness, Palpably, Palpate, Palpation – παλμός, πέλω, αφή

3380. Palpiform, Palpigerous, Palpitate, Palpitation – παλμός καρδιάς, πέλω

3381. Palsied, Palsy- παραλύω

υλδ. Paludal, Paludinous – κατ’ αντιδιαστολή με την περιφέρεια οριζόμενη υπό των «πασσάλων», βαλτώδης

3382. Pamphlet, Pamphleteer – πάμφυλλος, φύλλα δεμένα μεταξύ τους

 3383. Pan – πρόσφυμα λέξης που σημαίνει όλον, ολότητα

3384. Pan, Pandean (Πανικός) – τραγοπόδαρος θεός των δασών

3385. Panacea – πανάκεια, καθολικό φάρμακο

3386. Panatrope -παντοιότροπον, συσκευή επανεκτέλεσης δίσκων γραμμοφώνου

3387. Panchromatic – πανχρωματικός

3388. Pancratic, Pancratist, Pancratium- παγκράτιον

3389. Pancreas, Pancreatic, Pancreatitis- πάγκρεας

3390. Pandect – Πανδέκτης

3391. Pandemic – πάνδημος, πανδημία

3392. Pandemonium – πανδαιμόνιο

3393. Pandora – Πανδώρα

3394. Panegyric, Panegyrical, Panegyrist, Panegyrize – πανηγυρίζω

3395. Pangenesis – πανγένεσις

3396. Panhellenic – πανελληνικός

3397. Panic, Panicky, Panic-struck – πανικός

3398. Panidiomorphic – ιδιομορφία που αφορά όλους τους κρυστάλλους, ενσωματωμένους σε βράχους

3399. Panoplied, Panoply – πανοπλία

3400. Panopticon – σκοπιά, από την οποία μπορεί κανείς να δει τα πάντα

3401. Panorama, Panoramic – πανόραμα

3402. Pansclerosis – πάχυνση και σκλήρυνση εντόσθιου

3403. Pansophical – αυτός που παριστάνει ότι τα ξέρει όλα

3405. Panspermy – πανσπερμία

3406. Pantagraph, Pantograph, Pantographic, Pantography – συσκευή αντιγραφής και μεγέθυνσης σχεδίων και ζωγραφιών

3407. Pantamoprhic – λαμβάνων όλες τις μορφές

3408. Pantascopic, Pantoscopic – σκοπώ τα πάντα, έχω ευρύ φάσμα επισκόπησης

3409. Pantatrophy – γενική ατροφία

3410. Pantechnicon- εμπορικό κατάστημα επίπλων ποικίλης χρησιμότητας

3411. Panter, Panther – πάνθηρ

3412. Pantheism, Pantheist, Pantheistical – πανθεϊσμός

3413. Pantheon – πάνθεον

3414. Pantisocracy – παν + ισοκρατία, καθεστώς όπου όλοι είναι ιεραρχικά ίσοι

3415. Pantochronometer – συνδυασμός πυξίδας και χρονόμετρου

3416. Pantological, Pantology – παντολογία, επιστήμη του παντός

3417. Pantometer – όργανο μέτρησης ανύψωσης και γωνιών

3418. Pantomime, Pantomimic, Pantomimist- παντομίμα

3419. Pantomorphic – παντομορφικός

3420. Pantophagist – παντοφάγος

υλε. Pantropical – παντροπικός, εκτεινόμενος σε όλους τους τροπικούς 

3421. Panurgy -παν + έργον, ικανότητα σε κάθε εργασία και όχι πανουργία

3422. Papaphobia- φόβος των παπάδων, ιδιαίτερα των ορθόδοξων     

3423. Paper και άπειρα παράγωγα – πάπυρος

3424. Papyraceous, Papyrograph, Papyrus- πάπυρος

υλστ. Parable – παραβολή

3425. Parablepsis – παράβλεψις

3426. Parabola, Parabole, Parabolic, Parabolical, Parabolically, Paraboliform, Paraboloid – παραβολή, κωνική τομή, αλλά και αντιπαραβολή 

3427. Paracentesis- παρακέντησις

3428. Paracentric – παράκεντρος, αποκλίνων από την κυκλικότητα

3429. Parachronism – παραχρονισμός, εκ των υστέρων εσφαλμένη χρονολόγηση

3430. Paraclete – παράκλητος

3431. Paracme – παρακμή

3432. Paracrostic – παρά + ακροστιχία, στίχος που περιέχει κατά σειρά τα γράμματα, με τα οποία αρχίζουν οι άλλοι στίχοι

3433. Paracusis – παρά + ακούω, ασυντόνιστη ακοή

3434. Paracyanogen – παρά + κυάνιον + γεννώ, κυανίδιο του υδράργυρου

3435. Paradigm, Paradigmatic, Paradigmatically – παράδειγμα (και φιλοσοφικό υπό την έννοια του Κουν)  

3436. Paradisaic, Paradisaical, Paradise- παράδεισος (περσική λέξη, που χρησιμοποιούσε όμως και ο Ξενοφών)

3437. Paradox, Paradoxical, Paradoxically, Paradoxicalness – παράδοξον

3438. Paraenesis, Praenetic – παραίνεσις

3439. Paragenic, Paragenesis – παρά + γένεσις, εξέλιξη που συνέβη κατά την αφετηρία γεγονότος

3440. Paragoge, Paragogic – πρόσθεση γράμματος στο τέλος λέξης

3441. Paragon – παρά + ακονίζω, πρότυπο

3442. Paragram, Paragrammatist – παρά + γράμμα, λογοπαίγνιο

3445. Paragraph, Paragraphic, Paragraphist – παράγραφος

3446. Paraheliotropism- παρά + ήλιος + τρέπω, καθημερινός ύπνος φυτών

3447. Paraleipsis –ρητορικό σχήμα, όπου ο ρήτορας φαίνεται να παρακάμπτει αυτό που θέλει ακριβώς να αναδείξει

3448. Parallactic, Parallaxis – παράλλαξις, μετατόπιση σκοπιάς

3449. Parallel – παράλληλος

3450. Parallelepiped – παραλληλεπίπεδον

3451. Parallelism – σύγκριση, παραλληλισμός

3452. Parallelogram – παραλληλόγραμμον

3453. Parallelopiped – εσφαλμένος τύπος παραλληλεπιπέδου

3454. Paralogism, Paralogize- παραλογισμός

3455. Paralyse, Paralysis, Paralytic – παράλυτος, παραλυσία

3456. Paramagnetic – ελκυόμενος από το ισχυρότερο τμήμα του μαγνήτη

υλζ. Paramecium – παρά + μήκος, μονοκύτταρο πρωτόζωο περιβαλλόμενο από λεπτές τρίχες σαν τσίνουρα

3457. Parameter – παράμετρος (σημαντική λέξη για τις επιστήμες)

υλη. Parametallic – παραμεταλλικός

3458. Paramnesia – παραμνησία, εσφαλμένη ανάμνηση

3459. Paranoia, Paranoic, Paranoiac – παράνοια

3460. Paranymph – παράνυμφος

3461. Paraphernalia – παρά + φέρω, προίκα

3462. Paraphimosis – παρά + φίμωσις, παγίδευση της πόσθης πίσω από τη βάλανο

3463. Paraphrase, Paraphrast, Paraphrastic- παράφρασις

3464. Paraplegia – παραπληγία

3465. Parapleuritis – παρά + πλευρίτις, μη γνήσια πλευρίτις

3466. Parapodium – παρά + πους, πληγή ή όγκος παρά πόδα

3467. Parapophysis – απόφυσις παραπλεύρως της σπονδυλικής στήλης

3468. Parasang – παρασάγγης (περσική λέξη, που χρησιμοποιούσε όμως και ο Ξενοφών)

3469. Paraselene – παρασελήνη, ψεύτικο φεγγάρι

3470. Parasite, Parasitic, Parasiticide (παρασιτοκτόνον), Parasitism (παρασιτισμός), Parasitize- παράσιτον

3471. Parasitological, Parasitologist, Parasitology -παρασιτολογία

3472. Parasol – παρά + ήλιος ως παραπλήσια μορφή του “sol”

3473. Parasynthesis – παρασύνθεσις, παραγωγή από ένα υλικό

3474. Parataxis – χαλαρή παράταξη προτάσεων

3475. Parathesis- η παράθεση στο Συντακτικό

υλθ. Paratrinic – παρά + τρίναξ, τρίκρανο εργαλείο, τεχνολογία επί ενεργειακών ασπίδων (Star Trek)  

3476. Paratyphoid – πυρετός του εντέρου λόγω τύφου

3477. Parch, Parchedness, Parchment- περγαμηνή, αποξηραμένο δέρμα προβάτου

3478. Pard – πάρδος, λεοπάρδαλη

3479. Paregoric – παρηγορητικός

3480. Parembole- παρεμβολή εντός προτάσεως    

3481. Parenchyma, Parenchymatous, Parenchymous – παρέγχυμα, αδενικός ιστός

3482. Parenthesis, Parenthetical, Parenthetically – παρένθεσις

3483. Parergon -πάρεργον

3484. Paresis  πάρεσις, προοδευτική παράλυση

3485. Parhelion – παρά + ήλιος, ψεύτικος ήλιος

3486. Parian – Πάριος  

3487. Parisyllabic- par + συλλαβή, ισοσύλλαβος

3488. Parnassian – αναφερόμενος στον Παρνασσό

3489. Parochial, Parochialism, Parochialize – παρά + οίκος, παροικία, περιοχή, ενορία

3490. Parish, Parishioner – βλ. ανωτέρω

3491. Parodic, Parodist, Parody – παρωδία

3492. Paronomasia – εσφαλμένη ονομασία, λογοπαίγνιο

3493. Paronychia – παρωνυχίδα, μόλυνση του νυχιού

3494. Paronyme, Paronymous – παρωνύμιον, λέξη, που έχει μεν κοινή προέλευση με μία άλλη, αλλά προφέρεται και εννοείται διαφορετικά

3495. Parotid, Parotis, Patotitis (παρωτίτις) – παρωτίς, σιελογόνος αδένας πλησίον του αυτιού

3496. Paroxysm, Paroxysmal – παροξυσμός

3497. Paroxytone- παροξύτονος

3498. Parrhesia – παρρησία

3499. Parsley – πετροσέλινον

3500. Parson, Parsonage – παροικία, περιοχή κ.λπ., κληρικός που διευθύνει ενορία

3501. Parthenogenesis, Parthenogenetic, Parthenogenetically – παρθενογένεσις

3502. Parthenon – Παρθενών

3503. Parthian – πάρθιος, ειδικότερα επί πάρθιου βέλους, το οποίο εκτοξεύεται, ενώ ο τοξοβόλος υποχωρεί

3504. Pasigraphy – σύστημα οικουμενικής γραφής γλώσσας

3505. Passion, Passional, Passionate, Passionless, Passive, Passivity και πολλά άλλα παράγωγα- πάθος

3506. Paterfamilias, Paternal, Paternally, Paternity – πατήρ

3507. Pathematic, Pathetic, Pathetical, Pathetically, Pathic – πάθος, πάσχω

υμ. Pathiopedilum – πάθος + πέδιλον, είδος ορχιδέας

3508. Pathogen, Pathogenesis, Pathogenetic, Pathogeny – παθογένεια

3509. Pathognomonic – πάθος + γνώμων, χαρακτηριστικό αρρώστιας

3510. Pathognomy – πάθος + γνώμη με τη σημασία του σήματος, μελέτη και έκφραση των γνωρισμάτων του πάθους

3511. Pathological, Pathologist, Pathology – παθολογία

3512. Pathophobia – παθοφοβία, φόβος ασθένειας

3513. Pathos – πάθος

3514. Patriarch, Patriarchal, Patriarchate, Patriarchism, Patriarchy – πατριάρχης

3515. Patrician – πατήρ, πατρίκιος

3516. Patricide (πατροκτόνος), Patrico (ιερέας των Ρομά), Patrimonial, Patrimony (πατήρ + μένω) – πατήρ  

3517. Patriot, Patriotic, Patriotically, Patriotism – πατρίς, πατριώτης, πατριωτισμός

3518. Patristic – πατήρ, αφορών τους πατέρες της εκκλησίας

3519. Patron, Patronage, Patronal, Patronal, Patroness, Patronize, Patronizer, Patronless – πατήρ, πάτρων, κηδεμονεύω, πατρονάρω  

3520. Patronymic – πατρωνυμικός

3521. Pattern, Patternmaker – πατήρ, πάτρων, πατρόν,  παράδειγμα προς μίμηση, πρότυπο

3522. Patty, Patty-Pan, Patulous- πίτνω, πετάννυμι, πίτα, εκτεταμένος

3523. Paucity (γλισχρότης), Pauper, Pauperism, Pauperize κ.λπ. – παύρος, αυτός που παράγει λίγα, πτωχός  (μη ξεχνάμε και το επίρρημα «παυράκι» – ολιγάκις, λατινικά “paululum”)

υμα. Paul – παύρος, παύλος, ολίγιστος

3524. Pause, Pauser, Pausingly –παύσις

3525. Paw – πέλω, πέλμα, το τμήμα του ποδιού που χτυπάει στο έδαφος

3526. Pectate, Pectic – πήγνυμι, πηκτικός, πηκτικό οξύ

3527. Pecten – πήγνυμι, μεμβράνη των οφθαλμών

3528. Pectin – πηκτίνη μήλου

3529. Pectose – πήγνυμι, αναραίωτη χημική ουσία

3530. Pedagogic, Pedagogical, Pedagogics, Pedagogism, Pedagogue, Pedagogy – παιδαγωγός, παιδαγωγική

3531. Pedal, Pedalian, Pedaneous – πέδιλον, αφορών το πόδι

3532. Pedant, Pedantic, Pedantize, Pedantry – εκ του παιδαγωγός, σχολαστικός

3533. Pedate, Pedestal, Pedestrial, Pedestrian, Pedestrianism, Pedestrianize  – πους, πόδι

3534. Pedi- και αμέτρητα παράγωγα π.χ. Pedicure, Pedigree, Pedimanous, Pediment κ.λπ.  – πους, πόδι

3535. Pedipalp – πους + πέλω, αράχνη με αισθητήρες- δαγκάνες

3536. Pedireme – ποδιήρης, καρκινοειδές που χρησιμοποιεί τα πόδια του ως κουπιά

3537. Pedometer – ποδόμετρον 

3538. Pedomotor – πους + motor, κινητήρας ενεργοποιούμενος δια των ποδών

3539. Pegasus – Πήγασος

3540. Peirastic – πειραστικός

3541. Pelagian, Pelagic – πέλαγος

3542. Pelargonium – πελαργός, είδος διακοσμητικών φυτών

3543. Pelasgi, Pelasgic – Πελασγοί

3545. Pellagra – pellis (δέρμα + άγρα), ασθένεια του δέρματος

3546. Pelt, Pelter – πέλω, χτυπώ

3547. Peltate, Peltated – ασπιδοφόρος πελταστής

3548. Pemphigus – πέμφιξ, σταγόνα ή βούλα, αρρώστια του δέρματος

3549. Penal, Penalize, Penally, Penalty – ποινή, ποινικός

3550. Penelope, Penelopine – Πηνελόπη, αγνή γυναίκα, πιστή σύζυγος

3551. Penial, Penis – πέος

3552. Peninsula, Peninsular, Peninsularity, Peninsulate – pen (σχεδόν) + insula (άλας, νήσος)

3553. Penology – ποινή + λόγος, μελέτη συνθηκών έκτισης ποινών

3554. Penta και αμέτρητα παράγωγα- πέντε

3555. Pentachord – πεντάχορδον

3556. Pentacoccus – πεντάκοκκος

3557. Pentacrinite – πέντε + κρίνος, πεντάκρινος

3558. Pentacrostic- περιέχων πέντε ακροστιχίδες στην ίδια λέξη

3559. Pentad – πεντάς

3560. Pentadactylous – πενταδάκτυλος

3561. Pentadelphous – φυτό, του οποίου οι στήμονες είναι τακτοποιημένοι σε πέντε ομάδες

3562. Pentagon, Pentagonal – πεντάγωνον

3563. Pentagram, Pentacle, Pentageron – στολίδι, όπου οι πλευρές ενός πενταγώνου προεκτείνονται και δημιουργούν ένα αστέρι 

3564. Pentagraph- συσκευή αντιγραφής και μεγέθυνσης σχεδίων και ζωγραφιών

3565. Pentahedral, Pentahedron – πεντάεδρον

3566. Pentahexahedral – κρύσταλλος με πέντε συνεχόμενα εξάεδρα 3567. Pentamerous – πενταμερής

3568. Pentameter – πεντάμετρον, στίχος πέντε ποδών

3569. Pentangular – πεντάγωνος

3570. Pentapetalous – πενταπέταλος

3571. Pentaphyllous – πεντάφυλλος

3572. Pentarchy – πενταρχία

3573. Pentasepalous – πεντασέπαλος

3574. Pentaspast – πέντε + σπάω, σπω (τραβώ, αποσπώ), συσκευή με πέντε τροχαλίες

3575. Pentaspermous – πεντάσπερμος

3576. Pentastyle – πεντάστυλος

3577. Pentateuch – πεντάτευχος, τα πρώτα πέντε βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης

3578. Pentecost, Pentecostal – Πεντηκοστή

3579. Pentode – έχων πέντε ηλεκτρόδια

3580. Pentstemon – έχων πέντε στήμονες

3581. Peony – παιωνία, Παιάν- ο γιατρός των θεών

3582. Pepsin, Pepsine- πεψίνη

3583. Peptic, Pepticity- πεπτικός

υμβ. Peptide – πεπτίδιον υποδοχής νευρικών ή άλλων ερεθισμάτων

3584. Peptone, Peptonize – ουσία για χώνεψη πρωτεϊνών

υμγ. Perennial, Perennially – per (δια, διαμέσου)(μόριο διαχρονικότητας) + «ένος» με ψιλή (μελλοντικός, μεθαυριανός, ενώ αντιθέτως δασυνόμενο «έννος ή ένος» σημαίνει περσινός

3585. Peracute – ακονάω, ακονίζω

3586. Perch, Percoid – πέρκη (πέρκα), περκνός, σκοτεινός   

3587. Perclose –   per (δια, διαμέσου)+ κλείω, στρούγγα

3587. Percnopterous- περκνός (σκοτεινός) + πτερόν

3588. Perfoliate – per (δια, διαμέσου)+ φύλλον, φύλλωμα  

3589. Pergameneous – περγαμηνή

3590. Peri – + αμέτρητα παράγωγα, τα πέριξ ενός άλλου

3591. Perianth – περί + άνθος, περίανθον, αλλεπάλληλοι κάλυκες ανθέων, που δημιουργούν συγκεχυμένο περίγραμμα

3592. Peribolos – περίβολος

3593. Pericardiac, Pericardial, Pericardian, Pericarditis (περικαρδίτις), Pericardium – περικάρδιον

3594. Pericarp, Pericarpial – περικάρπιον

3595. Perihaetium – περί + χαίτη, τούφα στη βάση του βλαστού ηπατόφυτων   

3596. Perichondrium – μεμβράνη που περιβάλλει χόνδρο

3597. Periclase- περίκλασις, πετρώδες έδαφος, οξείδιο του μαγνησίου που ανευρίσκεται στο Βεζούβιο

3598. Periclinal – περικλινής

3599. Pericope – περικοπή

3600. Pericranium – περικράνιον, μεμβράνη που περιβάλλει το κρανίο  

3601. Pericystitis – περικυστίτις, φλεγμονή της ουροδόχου κύστεως

3602. Peridodecahedral – περί + δωδεκάεδρον, κρύσταλλο με βάση τετράπλευρο πρίσμα

3603. Peridrome – περί + δρόμος, ανοιχτός χώρος περιπτέρου μεταξύ κιόνων

3604. Periganglionic – περιβάλλων ένα γάγγλιο

3605. Perigean, Perigee – περίγαιον, πλησιέστατο σημείο της τροχιάς οτου φεγγαριού γύρω από τη Γη

3606. Perigynous – έχων τους στήμονες στον κάλυκα γύρω από την ωοθήκη

3607. Perihelion – περιήλιον, κοντινότερο σημείο τροχιάς πλανήτη γύρω από τον ήλιο

3608. Perihexahedral – περί + εξάεδρον, κρύσταλλο με βάση τετράπλευρο πρίσμα και δευτερευόντως εξάεδρο

3609. Perimeter, Perimetrical – περίμετρος

3610. Perimorph – περί + μορφή, μέταλλο που περιβάλλει ένα άλλο

3611. Perineum – περίνεον

3612. Perineurium – συνδετικός ιστός περιβάλλον τα νεύρα 

3613. Perioctahedral – περί + οκτάεδρον, κρύσταλλο με βάση τετράπλευρο πρίσμα και δευτερευόντως οκτάεδρο

 3614. Period, Periodic, Periodical, Periodically, Periodicity – περίοδος, περιοδικός

3615. Periosteal, Periosteum, Periostitis (περιοστίτις) – περιόστεον, νευρική μεμβράνη που περιβάλλει τα κόκαλα

3616. Periotic, Periotitis – περί + ους, γύρω από το αυτί

3617. Peripatetic, Peripateticism, Peripatus – περίπατος, ειδικότερα η Σχολή του Αριστοτέλη

3618. Peripeteia – περιπέτεια ιδίως επί έπους

3619. Peripheral, Peripheric, Periphery – περιφέρεια, περιφερειακός

3620. Periphrase, Periphrasis, Periphrastic, Periphrastically – περίφρασις

3621. Periplast – περί + πλάσσω, τοίχος κυττάρου

3622. Periplus – περίπλους

3623. Peripneumonic, Peripneumony – περιπνευμονία

3624. Peripolygonal – κρύσταλλος με πάρα πολλές πλευρές

3625. Peripteral, Pariptery – περίπτερος, περίπτερον, κτίσμα περιβαλλόμενο από κίονες

3626. Peripterous – περιβαλλόμενος από πτίλωμα, φτερά

3627. Perirhinal – περί + ρις, γύρω από τη μύτη

3628. Periscian – περί + σκιά, περίσκιος

3629. Periscope, Periscopic- περισκόπιον

3630. Perisperm – αλευροειδές περίβλημα του σπόρου

3631. Perisphaeric- περί + σφαίρα, σφαιρικός

3632. Perissodactyle – περιττοδάκτυλος, έχων μονό αριθμό ονύχων, άλογο, ρινόκερος

3633. Peristalith – περιστέλλω + λίθος, ξερολιθιά (αιμασιά) γύρω από ταφικό μνημείο

3634. Peristaltic – περιστέλλω, περισταλτικός

3636. Peristeronic, Peristeropod (περιστερόποδος) – περιστέρα

3637. Peristrephic – περιστρέφω, περιστροφικός

3638. Peristyle – περιστύλιον

3639. Perisystole – περί + συστολή, διάστημα μεταξύ συστολής και διαστολής της καρδιάς

3640. Peritomous – έχων τομή σε περισσότερες της μίας κατευθύνσεις

3641. Peritoneal, Peritoneum, Peritonitis (περιτονίτις)  – περιτόναιον

3642. Peritropal – περί + τρέπω, περιστροφικός

3643. Perityphlitis – περιτυφλίτις, φλεγμονή γύρω από το τυφλό έντερο

3644. Permanence, Permanency, Permanent, Permanently – per (δια, διαμέσου)+ μένω – επιμονή, εμμονή

3645. Permanganate – per (δια, διαμέσου)+ οξείδιο μαγνησίου

3646. Pernoctation- διανυκτέρευσις

3647. Perone, Peroneal– περόνη, πόρπη

3648. Peroxide – per (δια, διαμέσου) + οξείδιον

3649. Perphosphate – per (δια, διαμέσου)  + φωσφορικό άλας

3650. Perplex, Perplexed, Perplexedly, Perplexity – περιπλέκω

3651. Perseid – θύλακας μετεωριτών, που φαίνεται να ακτινοβολούν από τον αστερισμό του Περσέα

3652. Perseus – Περσέας, γιος του Δία και της Δανάης, φονέας της Μέδουσας

3653. Persist, Persistence, Persistency, Persistent, Persistingly, Persistive – per (δια, διαμέσου)  + ίστημι, ίσταμαι 

υμδ. Person, Personable, Personage, Personal, Personality, Personalize (προσωποποιώ), Personally, Personalty (προσωπική περιουσία), Personate (ενσαρκώνω χαρακτήρα, υποδύομαι), Personation, Personator, Personification, Personify (προσδίδω χαρακτηριστικά προσώπου), Personell (προσωπικό) – “persona” = μάσκα, σχέση με πρόσωπον, προσωπείον

3654. Perspectography- γραφή και θεωρία προοπτικής

3655. Perturb, Perturbation, Perturber – per (δια, διαμέσου)+ τύρβη, αναταραχή

υμε. Pertain – per (δια, διαμέσου)+ τείνω, αφορώ, σχετίζομαι

υμστ.   Pertinacious, Perinaciously, Pertinaciousness, Pertinacity, –  per (δια, διαμέσου) + τείνω, επιμένω, πείσμων, επίμονος

υμζ. Pertinence, Pertinent, Pertinently, Pertinentness – per (δια, διαμέσου) + τείνω, διατείνομαι κάτι συναφές προς το αντικείμενο, κατάλληλος

υμη. Perverse, Perversely, Perverseness, Perversion, Perversity, Perversive, Pervert, Perverter, Perverted, Pervertible – per (δια, διαμέσου) + βέλτερον, βέλτιον, βελτιώνω (μετάπτωση του λάμδα σε ρο), αλλάζω την πορεία των γεγονότων προς το χειρότερο, διαστρέφω   

3656. Pestiferous, Pestiferously – pestis (επιδημία) + φέρω   

3657. Petal, Petaline, Petaloid (πεταλοειδές), Petalous, Petal-shaped – πέταλον (σ.σ. η διαφορά πέταλου από σέπαλο είναι ότι το πρώτο είναι φυλλώδες έλυτρο ή κάλυμμα που προστατεύει τα εσωτερικά τμήματα του άνθους, ενώ το πέταλο είναι εξωτερικό και προσελκύει γύρη)

3658. Petalism – εξόριση πολιτικού αντιπάλου δι’ αναγραφής του ονόματός του σε φύλλο ελαίας, διαδικασία παρόμοια με εξοστρακισμό   

3659. Petalite – διαφανές πυριτικό άλας αλουμίνας

3660. Petard – πετώ, εκρηκτικό

3661. Petasus – πέτασος, το φτερωτό καπέλο του Ερμή, πλατύγυρο τσόχινο θεσσαλικό καπέλο

3662. Peter, Peterman – Πέτρος, ψαράς

3663. Peterel, Petrel – πετροπούλι, θαλασσοβάτης εκ του αποστόλου Πέτρου που περπάτησε στο νερό

 3664. Peterpence – η πέννα του Πέτρου, ετήσια εισφορά προς τον Πάπα ανά οικογένεια

3665. Petiolar, Petiolite, Petiole, Petiolule- πους, βλαστός, μίσχος

3666. Petridish – εκ της πέτρας, τρυβλίον δοκιμών

3667. Petrifaction, Petrifactive – πετροποίηση, απολίθωσις 

3668. Petrific, Petrification, Petrified – πετροποίηση, απολίθωσις

3669. Petrine – αφορών τον απόστολο Πέτρο

υμθ. Petrogenesis – πετρογένεσις, γένεσις εκ πετρωμάτων

3670. Petroglyph, Petroglyphy – πετρογλυφία, λιθόξεσις, λάξεμα πέτρας

3671. Petrography – μελέτη πετρωμάτων

3672. Petrol, Petroleum, Petroleuse, Petroline (απόσταξη πετρελαίου) – πετρέλαιον

3673. Petrological, Petrologist, Petrology – μελέτη βράχων και ορυκτών

3674. Petrous – σκληρός σαν βράχος

3675. Phacitis- φλεγμονή του φακού  

3676. Phacoid -φακοειδής

3677. Phaeton –το άρμα του Φαέθωνα που πήγε να βάλει φωτιά στον κόσμο

3678. Phage – φάγος, αρρώστια που κατατρώει τα κύτταρα

3679. Phagedaena, Phagedaenic – φαγέδαινα, φθαρτικό έλκος

3680. Phagocyte, Phagocytosis – φαγείν + κύτος (κύτταρο) λευκοκύτταρο που καταστρέφει βακτήρια

3681. Phalange, Phalangeal, Phalanger (είδος μαρσιποφόρου), Phalangian – φάλαγξ, μικρό κόκαλο δακτύλου (καρπού ή ταρσού)   

3682. Phalangious- αναφερόμενος σε είδος αρθρωτής αράχνης

3683. Phalansterism – αναφερόμενος στο σύστημα μικρών κοινοτήτων (phalanges) του Φουριέ

3684. Phalanx – φάλαγξ, ομάδα οπλιτών, μικρό κόκαλο δακτύλου (καρπού ή ταρσού), οποιαδήποτε σειρά αντικειμένων προς διάγνωση ή αισθητήρων

3685. Phalaris – φαλαρίς, φαληρίς, αγριοπουλάδα, νερόκοτα με λευκό στίγμα στο κρανίο που ζει στις λίμνες

3686. Phalarope – φαλαρίς, φαληρίς  + πους

3687. Phallic, Phallous- φαλλός

υν. Phalacrocorax – φαλακροκόραξ

3688. Phanerogam, Phanerogamous  – φυτό με φανερά άνθη

3689. Phantascope – φάντασμα + σκοπώ, φωτογραφικό όργανο που παρουσιάζει αντικείμενα εν κινήσει

3690. Phantasm, Phantasmal – φάντασμα

3691. Phantasmagoria, Phantasmagorial, Phantasmagorical- φαντασμαγορικός

3692. Phantom – φάντασμα

3693. Pharmaceutical, Pharmaceutics, Pharmaceutist, Pharmacist – φάρμακον

3694. Pharmacolite – φάρμακον + λίθος, oξείδιο ασβέστου

3695. Pharmacology – φαρμακολογία

3696. Pharmacopoea- φαρμακοποιία

3697. Pharmacosiderite – φαρμακοσιδερίτης

3698. Pharmacy – φαρμακεία, Παρασκευή και διανομή φαρμάκων

3699. Pharology – φάρος + λόγος, επιστήμη σηματοδότησης των φάρων   

3700. Pharos – φάρος και ειδικότερα ο περιώνυμος της Αλεξάνδρειας

3701. Pharyngeal (φαρυγγικός), Pharyngitis, Pharyngoscope  (φαρυγγοσκόπιον), Pharyngotomy (φαρυγγοτομία), Pharynx – φάρυγξ

3702. Phase – φάση, φωτισμένη πλευρά ουράνιων σωμάτων, κατάσταση φαινομένου υφιστάμενου περιοδικές αλλαγές

υνα. Phaser – φασωτής, όπλο Star Trek, που επιδέχεται πολλές ρυθμίσεις ως προς την ένταση και το εύρος της επίδρασής του   

3703. Pheasant – φασιανός εκ του ποταμού Φάσεως της Κολχίδας, όπου τα πτηνά αφθονούσαν

3704. Pheasantry – εκτροφείο φασιανών

3705. Phelloplastic – φελλός + πλάσσω, κατασκευή φελλών

3706. Phenacetin – φαινολικό οξύ

3707. Phenacistoscope – φενάκη + σκοπώ, είδος πρώιμου κινηματογράφου

3708. Phenakite – φαίναξ (απατεώνας), πυριτικό άλας

3709. Phenate, Phenol, Phenoic  – φαινολικό οξύ

3710. Phengite – φέγγω, ωραίο είδος πυριτικών αλάτων  

3711. Phenicine – Φοινίκη, φοινικικός

3712. Phenogamous- φυτό με φανερά άνθη

3713. Phenology – φαίνω, φαίνομαι, επίδραση κλίματος στη βλάστηση

3714. Phenomenal, Phenomenalism, Phenomenally, Phenomenist, Phenomenology, Phenomenon – φαινόμενον, φαινομενικός

3715. Phenyl – φαινύλιον, συστατικό του φαινολικού οξέος

υνβ. Pheromone – φέρειν + ορμή, φερομόνη, σεξουαλική ορμόνη  

3716. Phial – φιάλη

3717. Philander, Philandering – φίλανδρος, φλερτάρω

3718. Philanthropic, Philanthropist, Philanthropy – φιλάνθρωπος, φιλανθρωπία

3719. Philatelic, Philatelist, Philately – φίλος + τέλος, φιλοτελισμός

3720. Philarmonic – φιλαρμονική, φιλάρμονικός

3721.  Philhellenist – φιλέλλην

3722. Philippic, Philippize – φιλιππικός, οξύς υβριστικός λόγος, εκ των λόγων του Δημοσθένη κατά του Φίλιππου της Μακεδονίας, αλλά και φιλιππίζω, με την έννοια ότι είμαι φίλος του Φιλίππου.   

3723. Philipsite – πυριτικό άλας αλουμίνας

3724. Philogyny- φιλογυνία

3725. Philologer, Philological, Philologist, Philology – φιλόλογος, φιλολογία

3726. Philomath, Philomathic, Philomathy – φιλομαθής, φιλομάθεια

3727. Philomel – Φιλομήλα, από το μύθο της Πρόκνης και της Φιλομήλας

3728. Philopolemic – φιλοπολεμικός

3729. Philoprogenitiveness – φίλος + προ + γένος, αγάπη για τους απογόνους

3730. Philosophaster – ο προσποιούμενος τον φιλόσοφο

3731. Philosopher, Philosophic, Philosophical, Philosophically- φιλόσοφος

3732. Philosophism, Philosophist, Philosophistical – σοφιστής, σοφιστεία

3733. Philosophize, Philosophizer – συλλογίζομαι ως φιλόσοφος

3734. Philosophy – φιλοσοφία, πνευματική δραστηριότητα χαρακτηριστική του ελληνικού πνεύματος, που περιλαμβάνει όχι απλά διακήρυξη αληθειών, αλλά αμφισβήτηση και έλεγχό τους

3735. Philotechnic – φιλότεχνος

3736. Philozoic – φίλος των ζώων, ζωόφιλος

3737. Philtre, Philter- φίλτρον, φίλητρον (μαγικό μέσον)  

3738. Phlebitis – φλεβίτις

3739. Phlebolites – φλεβόλιθοι

3740. Phlebology, Phlebologist – φλεβολογία, φλεβολόγος

3741. Phlebotomist, Phlebotomize, Phlebotomy – φλεβοτόμος, φλεβοτομία

3742. Phlegethon – Πυριφλεγέθων, ποταμός του Άδη

3743. Phlegm, Phlegmatic, Phlegmy – φλέγμα (νοσηρή ουσία), φλεγματικός, φλεγματώδης

3744. Phlegmasia (φλεγμονή κάτω άκρων)   

3745. Phloem – φλοιός

3746. Phlogistic, Phlogiston – φλοξ, φλόγιστρον

3747. Phogopite – φλοξ + ωψ (όψη), μαρμαρυγίας μαγνησίου με ανισόπεδους άξονες

3748. Phlogosis – φλόγωσις

3749. Phloridzine – φλοιός + ρίζα, υλικό της ρίζας μηλιάς ή αχλαδιάς

3750. Phlox – φλοξ, φλόγα

3751. Phobe – δεύτερο συνθετικό με θέμα το «φόβο» για λέξεις, όπως xenophobe, Anglophobe κ.λπ., ξενόφοβος, αγγλόφοβος

3752. Phobia – δεύτερο συνθετικό με θέμα το «φόβο» για λέξεις, όπως claustrophobia (κλειστοφοβία)

3753.   Phobos – Φόβος, δορυφόρος του Άρη  

3754. Phoca, Phocal, Phocine  – φώκη

3755. Phocenic – φώκαινα, κητοειδές, δελφίνι

3756. Phoebus – Φοίβος

3757. Phoenix – Φοίνιξ (αναγεννώμενος από τις στάκτες του)

3758. Phoenix – φοίνιξ, φοίνικας

3759. Phonate – φωνασκώ, εκβάλλω άναρθρους ήχους

3760. Phonautοgraph – πρώιμη μορφή φωνόγραφου

3761. Phone – τηλέφωνο

3762. Phone –  φώνημα, απλό φωνήεν ή σύμφωνο

3763. Phoneme – φώνημα

3764. Phonetic, Phonetics – φωνητική, φωνητικός

3765. Phonics – τέχνη εναρμόνισης των ήχων

3766. Phonocamptic – έχων την ιδιότητα να εξοστρακίζει τον ήχο

3767. Phonofilm – φωνή + film (ταινία), ταινία όπου ο ήχος καταγράφεται υπό τύπον φωτός στην άκρη της

3668. Phonogram, Phonograph, Phonographer, Phonographic, Phonography – φωνογράφος

3669. Phonolite – φωνή + λίθος, ηφαιστειώδης βράχος

3670. Phonological, Phonology – φωνολογία

3671. Phonopore – φωνή + πόρος, συσκευή για ταυτόχρονη μετάδοση τηλεφωνικών και τηλεγραφικών σημάτων

3672. Phonoscope – φωνή + σκοπώ, όργανο για δοκιμή μουσικών χορδών ή μετάδοσης ήχου υπό τύπον ηλεκτρικών λάμψεων

3673. Phonotype, Phonοtypy – φωνοτυπία, μέθοδος εκτύπωσης, όπου κάθε φωνητικός ήχος εκπροσωπείται από αντίστοιχο γράμμα

 3674. Phoresy – φορός (εκ του φέρω), συνήθεια μυγών να χρησιμοποιούν ισχυρότερα ιπτάμενα έντομα ως οχήματα

3675. Phormium – φορμός (σκεύος για μεταφορά, καλάθι)

3676. Phosgene, Phosgenite  – φως + γεννώ, άχρωμο ανθρακικό οξυχλωρίδιο

3677. Phospham – σύνθεση αμμωνίας και φωσφορικού οξέος

3678. Phosphate, Phosphatic, Phosphatize – περιέχων φωσφορικό οξύ

3679. Phosphene – φωτεινή εντύπωση μετά το κλείσιμο του βλέφαρου

3680. Phosphide – συνδυασμός φώσφορου με άλλο στοιχείο

3681. Phosphine – φωσφορούχο υδρογόνο

3682. Phosphite – φωσφίτης, άλας φωσφορικού οξέος

υνγ. Phospholipid – λιπίδιο που περιέχει φώσφορο

3683. Phosphor – αυγερινός (συναφές με το «εωσφόρος»)

3684. Phosphorate – συνδυάζω με φώσφορο

3685. Phosphoresce, Phosphorescence, Phosphorescent– φωσφορίζω, φωσφορισμός

3686. Phosphoric, Phosphorize, Phosphorus- φώσφορος, φωσφορίζω

3687. Phosphorite – είδος απατίτη (φωσφορικού άλατος)

3688. Phosphuretted – φωσφορούχος

3689. Phossy- jaw – νέκρωση του σαγονιού λόγω φωσφόρου

3690. Photism – αίσθηση χρώματος, που συνοδεύει ενδεχομένως ακουστική αίσθηση

3691. Photo – φωτογραφία

3692. Photochemistry – φωτοχημεία

3693. Photochromotype  – φωτοχρωμότυπος, εκτύπωση σε χρώματα από φωτογραφικές πλάκες

3694. Photochromy – φωτοχρωμία, τεχνική φωτογράφισης με χρώματα

3695. Photoengraving (παραγωγή φωτογραφικών πλακών), Photoetcher (εκτύπωση σε χρώματα από φωτογραφικές πλάκες) – φως, φωτός 

3696. Photogenic – φωτογενής

3697. Photoglyphy – φως + γλύφω, παραγωγή φωτογραφικών πλακών

3698. Photograph, Photographer, Photographic, Photography- φωτογραφία, φωτογραφικός

3699. Photogravure – φως +  gravure (γκραβούρα), παραγωγή φωτογραφικών πλακών

3700. Photolithography – φωτολιθογραφία

3701. Photological, Photology – φωτολογικός, φωτολογία, επιστήμη του φωτός

3702. Photolytic, Photolysis – φωτόλυσις επί πρωτοπλάσματος, φωτολυτικός  

3703. Photomechanism – φως + μηχανισμός, παραγωγή φωτογραφικών πλακών

3704. Photometer, Photometric, Photometrical, Photometry  – φωτόμετρον, φωτομετρία

3705. Photomicrography – φωτογραφία από μικροσκόπιο

υνδ. Photon, Photonic – φωτόνιο

3706. Photophobia – φωτοφοβία

3707. Photophone – φως + φωνή, όργανο παραγωγής ήχου δια παραλλαγής και εξαλλαγής χρωμάτων

3708. Photoplay – φως + play (κινούμαι, βλύω, βλύζω), κινηματογραφικό φωτορομάντζο

3709. Photoscope – φωτοσκόπιον, φακός για μελέτη φωτογραφιών

3710. Photosculpture – φως + sculpture (σκάλλω, σκάλοψ, σκάβω), φωτογραφική διαδικασία για παραγωγή αγαλματιδίων

υνε. Photosensitive – φωτοευαίσθητος

υνστ. Photo-shop – «πείραγμα» φωτογραφιών κομπιούτερ ή κινητού  

3711. Photosphere – φωτόσφαιρα

3712. Photostat – φωτοστάτης, φωτοτυπικό μηχάνημα

3713. Photosynthetic, Photosynthesis – φωτοσύνθεσις, φωτοσυνθετικός

3714. Phototelegraphy – τηλεγραφική μετάδοση φωτογραφιών

3715. Phototherapeutics, Phototherapy – φωτοθεραπεία, θεραπεία δέρματος δι’ ακτίνων 

3716. Phototropic – φωτοτροπικός, στρεφόμενος προς το φως

3717. Phototype – φωτοτυπία

3718. Photoxylography –  φωτοξυλογραφία, φωτογραφία σε ξύλο

3719. Photozincography – μεταφορά φωτογραφίας σε ψευδάργυρο

3720. Phragmocone – φραγμός + κώνος, εσωτερικό μέρος ή αίθουσα κελύφους κεφαλόποδου

3721. Phrase – φράση

3722. Phraseless, Phrasemonger – άφραστος, φρασεομανής

3723. Phraseogram – φρασεόγραμμα, σύμβολο που εκπροσωπεί μία φράση

3724. Phraseological, Phraseology – φρασεολογία

3725. Phratry -φρατρία

3726. Phrenetic, Phrenitis – φρενήρης, φρενίτις

3727. Phrenic – φρην (διάφραγμα), διαφραγματικός

3728. Phrenograph – μετρητής κινήσεων διαφράγματος, χάρτης διανοητικών χαρακτηριστικών

3729. Phrenological, Phrenologically, Phrenologist, Phrenology – φρενολογία, σύνδεση διανοητικών ικανοτήτων με κέντρα του εγκεφάλου, μελέτη διασχηματισμών του μυαλού και κρανιακών κυμάτων

3730. Phrensy – φρενίτις

3731. Phrygian – καταγόμενος εκ Φρυγίας

3732. Phthiriasis – φθειρ (ψείρα), φθειρίασις

3733. Phthisis, Phthisical -φθίσις, φθισικός

3734. Phthisiology – φθισιολογία

3735. Phycography – φυκογραφία, πραγματεία σχετικά με φύκια

3736. Phycology _ φυκολογία, μελέτη φυκών

3737. Phylacteric, Phylactery – φυλάσσω, φυλαχτό

3738. Phylarchy – φυλή + άρχω, φύλαρχος, φυλαρχία

3739.  Phyletic – φυλετικός

3740. Phyllite – φύλλον + λίθος, οργανικός πηλός, όπου εμφαίνεται και ξεχωρίζει ο μαρμαρυγίας

3741. Phyllium – γένος εντόμων που ζουν στα φύλλα

3742. Phyllode – φύλλον + είδος, έλασμα φύλλου προεκτεινόμενο σε μίσχο και συνδεόμενο με τον κύριο κορμό

3743. Phylloid – φυλλοειδής

3744. Phyllome – φύλλωμα

3745. Phylophagans – φύλλον + φαγείν, έντομα που τρέφονται με φύλλα

3746. Phyllophagous – φυλλοφάγος

3747. Phyllipods – φυλλόποδα, είδος οστρακομαλακίων με πόδια ομοιάζοντα με φύλλα

3748. Phyllostome – φυλλόστομον, νυχτερίδα με πτυχωμένη μύτη

3749. Phylotaxis, Phylotaxy – φύλλον + τάξις, φυλλοταξία

3750. Phylloxera – φυλλοξήρα

3751. Phylogenesis, Phylogenetic, Phylogeny – φυλογενετική, ανάπτυγμα φυλετικών ειδών στο φυτικό ή ζωικό βασίλειο

3752. Phylum – υποδιαίρεση του ζωικού ή φυτικού βασιλείου

3753. Phyma- φύμα, πρόσφυση, καλοήθης διόγκωση

3754. Physalia – φυσαλίς, είδος υδρόζωων

3755. Physalis- φυσαλίς, είδος εδώδιμων φυτών και φρούτων, γλυκό ντοματίνι που μοιάζει με φράουλα    

3756. Physics, Physical, Physically, Physicist – Φυσική, μελέτη του εξωτερικού κόσμου

3757. Physic, Physician – Ιατρική, ιατρός

υνζ. Physical, Physique – ιατρική εξέταση, ιατρική άσκηση, σωματοδομή    

3758.   Physicalist, Physicism – ο αποδίδων τα πνευματικά φαινόμενα στη φυσική οργάνωση των πραγμάτων (έννοια ευρύτερη από τον υλισμό, που επιδέχεται διάφορες ερμηνείες)

3759. Physicologist, Physicology – Φυσική Φιλοσοφία, πρώτη φιλοσοφία, διάλογος και λογική ανάλυση επ’ αυτής

3760. Physiocrat, Physiocraty  – φυσιοκράτης, οικονομολόγος που θεωρεί ότι η γη και η γεωργία είναι πηγή όλου του πλούτου και η μόνη άξια επένδυση

3761. Physiogeny – μελέτη οργανικών λειτουργιών και ζωτικών δραστηριοτήτων του ατόμου

3762. Physiognomic, Physiognomist, Physiognomy – φυσιογνωμική, διάκριση χαρακτήρων και ψυχοσυνθέσεων βάσει χαρακτηριστικών του προσώπου  

3763. Physiographer, Physiography – φύσις + γράφω, φυσική γεωγραφία, γεωγραφία, μελέτη ατμόσφαιρας, υδρόσφαιρας, βιόσφαιρας και γεώσφαιρας

3764. Physiolatry -φυσιολατρεία

3765. Physiological, Physiologically, Physiologist, Physiology- φυσιολογία, φυσιολογικός

υνη. Physio- emotive – διαταραγμένος, ανυπόμονος, οξύθυμος θυμωμένος   

3766. Physiograde – φύσα (φυσαλλίδα) + gradior (περπατώ), κολύμβηση με τη βοήθεια αεροκύστεων

3767. Phytochemistry -χημεία των φυτών

3768. Phytogenesis, Phytogeny – φυτογένεσις

3769. Phytogeography – φυτογεωγραφία, κατανομή φυτών στον πλανήτη

3770. Phytoglyphy – φυτόν + γλύφω, απεικόνιση των φυτών σε μαλακό μέταλλο και ακόλουθη ηλεκτροτυπία (ηλεκτρολυτική αποτύπωση χαλκού σε καλούπι)

3771. Phytography- φυτογραφία, συστηματική Βοτανική  

3772. Phytoid – φυτοειδής

3773. Phytologist, Phytology- φυτολόγος, φυτολογία

3774. Phytomer, Phyton – φυτομερές, δομή φυτού που δημιουργεί ένα εξελιγμένο φυτό δια επαναλήψεως προτύπων (patterns)

3775. Phytonomy – φυτόν + νόμος, φυτονομία, επιστήμη των νόμων της φυτικής εξέλιξης

3776. Phytopathology – φυτοπαθολογία

3777. Phytophagous – φυτοφάγος

3778. Phytotomy – ανατομία φυτών

3779. Phytozoon – φυτόζωον

3780. Pi – το ελληνικό «πι» (3,14), η αναλογία της διαμέτρου προς την περιφέρεια του κύκλου

3781. Picrate – πικρικό οξύ

3782. Picric – πικρός

3783. Picrine – πικρίνη, πικρή ουσία από χελιδονόχορτο

3784. Picrolite – πικρός + λίθος, ελικοειδής καολινίτης

3785. Picromel – πικρόμελι

3786. Picrotoxin – πικρός + τοξικός, πικρή ουσία από τους σπόρους του φυτού coccutus indicus  

3787. Pictograph, Pictorial, Pictorially – καταγραφή ποικιλίας, σύμβολο ζωγραφικής

3788. Picture, Picturesque και πολλά παράγωγα- ποικίλος, ποικιλία

3789. Pierian – οι μούσες της Πιερίας

3789. Piezometer – πιεζόμετρο

3790. Pigment, Pigmental – ποικιλία

3791. Pygmy – πυγμή, πυγμαίος

3792. Pile, Pileate, Pileated – πίλος, συμπιεσμένες τρίχες, σωρός πραγμάτων

3793. Piliferous, Piligerous – φέρων πίλον, μαλλιαρός

υνθ. Pillar – εκ του «πίλος», καπέλο εκ συμπιεσμένου μαλλιού, σωρός πραγμάτων, κολώνα  

υξ. Pillow – εκ του «πίλος», προσκέφαλο, μαξιλάρι εκ συμπιεσμένου μαλλιού

3794. Pilocarpine – πίλος + καρπός, βραζιλιάνικος θάμνος

3795. Pilose, Pilosely, Pilosity (έλλειψη μαλλιού), Pilous – πίλος, καλυμμένος με μαλλιά    

3796. Pimelic – πιμελή, χοιρινό λίπος, πλαδαρό πάχος

3797. Pimelite – πιμελής λίθος. πράσινος γλιστερός πηλός

3798. Pindaric, Pindarism – έχων την τεχνοτροπία του Πίνδαρου

3799. Piracy, Pirate, Piratical, Piratically, Pirating – πειρατής, πειρατία

3800. Pisiform, Pisolite, Pisolitic – πίσος (μπιζέλι)

3801. Pissasphalt – πίσσα + άσφαλτος

3802. Pistil, Pistilaceous, Pistillary, Pistillate, Pistilliferous (φέρων ύπερους) – πτύσσω, ύπερος

υξα. Pit και πολλά παράγωγα- πίθος, τρύπα στη γη

3803. Pithecanthrope – πιθηκάνθρωπος

3804. Pithecoid (πιθηκοειδής), Pithecus – πίθηκος

3805. Pittacal – ουσία προερχόμενη από πίσσα

3806. Pituitary, Pituitous – φλέγμα, φλεγματώδης, μυξώδης

3807. Pityriasis – πίτυρον, φλεγμονή δέρματος

3808. Placard – πλαξ

3809. Place και πολλαπλά παράγωγα – πλατεία

3810. Placentation – κατανομή πλακούντων σε ζώα, φυτά  

3811. Placenta, Placental, Placentanial, Placentalia, Placentitis – πλακούς, πλακούντας

3812. Placoderms – πλαξ + δερμα, πλακόδερμον (ψάρι)

3813. Placoid – πλακοειδής, φολιδωτός

3814. Plagal – πλάγιος ήχος

3815. Plagiarism, Plagiarist, Plagiarize, Plagiary – πλάγιος, αποκτώ εκ πλαγίου, λογοκλοπή

3816. Plagioclase – πλάγιος + κλάσις, κλαστός, είδος αστρίου

3817. Plagiostomous – πλαγιόστομος

3818. Plagiotropic – πλαγιότροπος (φυτολογία), αντιδρών κατά το ήμισυ διαφορετικά σε εξωτερικές επιδράσεις

3819. Plague, Plagueness (ελεύθερος αρρώστιας), Plaguy – πληγή

3820. Plaice – πλατύ ψάρι

3821. Plain, Plainly, Plainess, Plainspoken – πέλανος, επίπεδη πίτα, πλατφόρμα, επιφάνεια

υξβ. Plait – πλέκω, διπλόω -ώ

3822. Plan, Planless, Planner – πέλανος, επιφάνεια, χάρτης, σχέδιο

3823. Planarian, Planary, Plane (επίπεδο), Plane (πέλανος, πλανάρισμα, εξομάλυνση), Plane (αεροπλάνο), Planer (πλαναριστής –πέλανος), Plano- (ως πρόσφυμα), Plantain – πέλανος, βλ.παραπάνω

3824. Plane – πλάτανος

3825. Planet, Planetarium, Planetary, Planetoid – πλανήτης, πλανητικός

3826. Plangent – πλήττω, κτυπώ

3827. Planimeter, Planimetrical, Planimetry – πέλανος + μετρώ, μέτρηση επιφανειών

3828. Planipetalous – επιπεδοπέταλος

3829. Planish, Planisher, Planisphere – πέλανος, επίπεδη επιφάνεια

3830. Plank- πλατύς, πλατεία, σανίδα

3831. Plankton – πλαγκτός (περιφερόμενος)

3832. Plaque – πλαξ, πλακός

3833. Plasm – πλάσμα, πλάσσω, ζωντανή ύλη κυττάρου, ιδιοφυές μίγμα οξυγόνου, υδρογόνου, άνθρακα και αζώτου  

3834. Plasma, Plasmatic, Plasmatical, Plasmic – πρωτόπλασμα, υγρό όπου κυκλοφορούν τα ερυθρά αιμοσφαίρια του αίματος

3835. Plasmodium – πλασμώδιον (π.χ. του Λαβεράν)

3836. Plasmogen – πλάσμα + γεννώ, ο σχηματίζων πρωτόπλασμα

3837. Plasmology – μελέτη των σωματιδίων ζώσας ύλης

3838. Plaster, Plasterer, Plastering, Plastic – πλάσσω, πλαστικός

3839. Plasticine, Plasticity, Plasticize- πλάσσω, πλαστικός

3840. Plastid -πλάσμα, ζωντανό κύτταρο

3841. Plastron – πλατύς, η λιβρέα του υπηρέτη που καλύπτει το στέρνο

3842. Platane – πλάτανος

3843. Plate, Plateful, Platey, Platform, Plating και αμέτρητα παράγωγα – πλατύς, πλάτος

3844. Platinic, Platiniferous, Platinize, Platinode (αρνητικός πόλος βολταϊκού κυττάρου), Platinoids (συναφή με πλατίνα μέταλλα), Platinotype (φωτογραφικός τύπος σε πλατίνα), Platinus, Platinum – πλατύς, πλατίνα

3845. Platitude, Platitudinarian – πλατύς, πλατειάζω

3846. Platonic, Platonically, Platonism, Platonist, Platonize -Πλάτων, πλατωνίζω, πλατωνισμός

3847. Platel – πλατύς, πιάτο, πιατέλα

3848. Platycephalic – πλατυκέφαλος

υξγ. Platyneuron – φτέρη με πλατύνευρα φύλλα

3849. Platypus – πλατύπους, ορνιθόρρυγχος  

3850. Platyrrhine –   πλατύρρινος

3851. Play, Playable, Player, Playful, Playhouse, Playmate και αμέτρητα παράγωγα – κινούμαι, βλύω, βλύζω

3852. Pleach – πλέκω, συμπλέκω κλώνους

3854. Pleat – πλατύς, διπλώνω και δημιουργώ ένα νέο επίπεδο

3855. Plectognathi – πλεκτόγναθοι, ψάρια, όπου τα μάγουλα και το σαγόνι είναι ενωμένα

3856. Plectrum – πλέκτρον, η πένα της κιθάρας

3857. Pleiads, Pleiades – Πλειάς, Πλειάδες

3858. Pleistocene – πλειστόκαινος περίοδος

3859. Plenarily, Plenariness, Plenarty, Plenary, Plenum – πληρώ, πλήρωσις

3860. Pleni- ως πρώτο συνθετικό σε μεγάλο αριθμό λέξεων (π.χ. plenilunar, plenipotent κ.λπ.) – πλήρης

3861. Plenish, Plenitude, Plentiful, Plentifulness, Plenty- πλήρης

3862. Pleochroism – πλέον + χροιά, ποικιλία σε χρώματα

3863. Pleomorphic – έχων πλέον της μίας μορφές

3864. Pleonasm, Pleonastic, Pleonastically -πλεονασμός

3865. Pleonaste – είδος μετάλλου, σπινέλιος

3866. Pleroma – πλήρωμα, στους γνωστικούς το ανώτατο ον που τα πάντα πληροί και αναδύεται σε άπειρες μορφές

3867. Plesiomorphism, Plesiomorphous – πλησιόμορφος, όμοιος στην όψη, αλλά διαφορετικός στη χημική σύσταση

3868. Pleuronectes –  πλευρά + νήχω, το ψάρι γλώσσα

3869. Plesiosaurus – πλησιόσαυρος

3870. Plethora, Plethoric – πληθώρα, πληθωρικός

3871. Pleura, Pleural, Pleurisy (φλεγμονή των πλευρών), Pleuritic (πλευριτικός) – πλευρά, υπεζωκώς, μεμβράνη που καλύπτει τον θώρακα και τους πνεύμονες

3872.   Pleuron – πλευρόν

3873. Pleuro- pneumonia – πλευροπνευμονία

3874. Plexiform – πλέκω, πολύπλοκος τύπος

3875. Pleximeter – μετρητής πλέγματος, πλάκα από ελεφαντόδοντο που εξετάζει το ηλιακό πλέγμα ή τα σπλάχνα δια κρούσεως

3876. Plexor – σφυρί που χρησιμοποιείται στον μετρητή πλέγματος

3877. Plexure – πλοκή, συμπλοκή, σύμπλεξη

3878. Plexus – δίκτυο αγγείων ή νεύρων, ηλιακό πλέγμα

3879. Pliability, Pliable, Pliant, Pliantly, Pliantness – (δι)- πλόω, διπλώ

3880. Plica (αρρώστια μαλλιών), Plicate, Plicated, Plicately, Plication, Plicature – πλέκω

3881. Pliers, Pliform – διπλόω, διπλώ

3882. Plinth – πλίνθος, τούβλο

3883. Pliocene – πλειόκαινος (περίοδος)

3884. Pliosaurus – πλειόσαυρος

3885. Plot, Plotful, Plotter, Plotting- πλέκω

3886. Plutarchy – πλουταρχία, πλουτοκρατία

3887. Pluto – Πλούτων, άρχοντας του Κάτω Κόσμου και ομώνυμος πλανήτης στις παρυφές του ηλιακού συστλήματις, που εσχάτως έχασε το στάτους του και υποβιβάστηκε σε πλανητοειδή

3888. Plutocracy, Plutocrat- πλουτοκράτης, πλουτοκρατία

3889. Plutonian, Plutonic, Plutonism, Plutonist- πλουτωνικός, αποδίδων τη γεωλογική διαστρωμάτωση της Γης σε εύφλεκτα πετρώματα και σχηματισμούς λάβας

3890. Plutonomy – πλουτονομία, επιστήμη διανομής πλούτου

3891. Pluviograph, Pluviometer – pluvium (βροχή) + γράφω ή μετρώ, μέτρηση στάθμης βροχής

3892. Ply, Plywood κ.λπ. – διπλόω -ω, διπλώνω διαφόρων ειδών στρώματα (ξύλου, μετάλλου)

3893. Pneumatic, Pneumatics – πνευματικός, αφορά οτιδήποτε γεμάτο από αέρια ή αέρα, σαμπρέλες, βουλκανιζατέρ κ.λπ.

3894. Pneumaticity –  η ασθένεια των κούφιων κοκάλων 

3895. Pneumatological, Pneumatologist, Pneumatology – πνευματολογία, πνευματολογικός

3896. Pneumatometer – όργανο για τη μέτρηση εισπνεόμενου αέρα

3897. Pneumogastric -πνεύμων + γαστήρ, αφορών τους πνεύμονες και το στομάχι

3898. Pneumonia, Pneumonic – πνευμονία, πνευμονικός

3899. Pneumothorax – πνευμονία + θώραξ, παρουσία αέρα στα πλευρά

3900. Poa – πόα, θάμνος

3901. Podagra, Podagral, Podagric – πους + άγρα (παγίδα για πόδια), ποδάγρα

3902.  Podalgia – ποδαλγία

3903. Podium – πους, βήμα ομιλητή

3904. Pοdocarp – πους + καρπός, βλαστός με φρούτα

3905. Podophyllin – πους + φύλλον, ναρκωτικό και καθαρτικό από μαγιάτικο μήλο (ποδόφυλλον)

3906. Podophyllous – έχων πόδια σε σχήμα φύλλου

3907. Podophyllum – πους + φύλλον, ποδόφυλλον, μαγιάτικο μήλο, φυτό προερχόμενο από Κίνα και Αφγανιστάν

3908. Podoscaph – σκάφος προωθούμενο δια των ποδών

3909. Podosperm – νήμα που συνδέει το ωάριο με τον πλακούντα

3910. Poebird – πόα, θαμνόπουλο της Νέας Ζηλανδίας

3911. Poephagous – πόα, θαμνοφάγος

3912. Poem, Poematic – αφορών ποίημα

3913. Poesy, Poet, Poetess (ποιήτρια), Poetic, Poetical, Poetically, Poetics, Poetize, Poetry – ποίημα, ποιητής 

3915. Poetaster – ποιητής εκ του προχείρου, από το θέμα «ποιώ, ποίησις» + -aster, που είναι κατάληξη υποτιμητική, εκφραζόμενο από το ελληνικό «-άζειν».

3916. Poicilitic – ποικίλον, πιτσιλωτό

3917. Poilu- πίλος, μαλλιαρός, Γάλλος στρατιώτης

3918. Poison, Poisonable, Poisoner, Poisonous, Poisonously, Poisonousness – πίνω (δηλητήριο)

3919. Polar – πολικός

3920. Polariscope – πόλος + σκοπώ, όργανο μελέτης πολωμένου φωτός

3921. Polarity, Polarizable, Polarization, Polarize, Polarized, Polarizer – πόλος, πόλωσις (φυσική, αλλά και μεταφορική διέγερση)

υξδ. Polaron – οιονεί σωματίδιο, υπόλειμμα της διέλευσης ηλεκτρονίου από στέρεη μάζα

3922. Pole και αμέτρητα παράγωγα – πόλος, άκρον άξονα, ουράνια σφαίρα, αστέρας κάθετος προς τη Γη (Polaris), πολικός αστέρας, μαγνητικός πόλος

υξε. Polemonium -πόλεμος, το φυτό «σκάλα του Ιακώβ»

3923. Polemic, Polemical, Polemically, Polemics – πολεμική, εριστική και αντιλογική

3924. Polemoscope – πόλεμος + σκοπώ, διόπτρα τεθλασμένης προοπτικής

3925. Polianite – πολιός (ψαρός, γκρίζος), διοξείδιο του μαγγανίου

3926. Polianthes – πολιανθής – έχων ανοιχτόχρωμο άνθος

3927. Police, Policed, Policeman- πόλις, άστυ, αστυνομικός

3928. Policlinic – πολυκλινική

3929. Policy – πολιτική τόσο δημόσια, όσο και ιδιωτική (εταιρειών), ασφαλιστήριο συμβόλαιο

3930. Poling – πόλος ως άκρον, υποστήριγμα, ικρίωμα

3931. Poliomyelitis ή απλά “polio” – πολιός (υπόλευκος) + μυελός, πολυομελίτις

3932. Polish, Polishable, Polisher, Polishing, Polishment – πέλω, χτυπώ, καθαρίζω έντονα με ύφασμα, γυαλίζω

3933. Polite, Politely, Politeness, Politesse- πόλις, άστυ, αστική ευγένεια

3934. Politic, Political, Politically, Politicize, Politico, Politics- πολιτική, πολιτικός

3935. Polity – οργάνωση πόλης, σύνταγμα

3936. Pollarchy – πολλαρχία, δημοκρατία

3937. Pollen, Pollenarious, Pollinar, Pollinate, Pollination, Polliniferous (φέρων γύρη), Pollinose – πόλτος (εκ του «πέλω»), πολτός, γύρη, γονιμοποιητική κόνις 

3938. Pollute, Polluted, Pollutedly, Pollutedness, Polluter, Pollution- πόλτος, πολτός, μολύνω

υξστ. Pollux – πολύς + δεύκος, γλεύκος, φωτεινό κρασί, φως, Πολυδεύκης, μαζί με τον Κάστορα οι Διόσκουροι

3939. Poly- συν αμέτρητα παράγωγα – πολύς, π.χ. polyalloy (πολυκράμα), polyfluidic (πολύρρευστος), polyluminous (πολύφωτος) κ.λπ.   

3940. Polyacoustic – πολυακουστικός, ο πολλαπλασιάζων τον ήχο

3941. Polyadelphous – έχων στήμονες σε τρεις ή περισσότερους θυσάνους ή δέσμες

3942. Polyandrian – πολύς + ανήρ, ο έχων πολλούς άνδρες ή στήμονες (επί φυτών)

3943. Polyandrous, Polyandry  – ο έχων πολλούς άνδρες, πολυανδρία

3944. Polyanthοus – πολύανθος

3945.   Polyarchy – πολυαρχία, δημοκρατία

3946. Polyatomic – πολυατομικός

3947. Polybasic – πολυβασικός

3948. Polybasite- πολύς + βάσις, θειϊκό άλας του αργύρου

3949. Polycarpic – πολύκαρπος

3950. Polychord – πολύχορδος

3951. Polychroite – πολύς + χροιά, χρωστική ύλη κρόκου

3952. Polychromatic, Polychrome, Polychromy – πολυχρωματικός, πολυχρωμία

3953. Polycladous – πολυκλαδικός

3954. Polycotyledon, Polycotyledonous – πολυκοτυλήδονος

3955. Polycracy – κυριαρχία των πολλών, δημοκρατία

υξζ. Polycyclic – πολυκυκλικός, υλικό αποτελούμενο από πολλαπλούς αρωματικούς δακτύλιους, π.χ. ναφθαλίνη  

υξη. Polycythemia – πολύς + κύτος (κύτταρο) + αίμα, πολυκυτταραιμία

υξθ. Polydeutonic – πολύς + deuton (εκ του δεύτερος, υποθετικό σωματίδιο ή πυρήνας αποτελούμενο από πρωτόνιο και ηλεκτρόνιο), μεταλλικό κράμα του κινητού φωτοπροτζέκτορα, ο οποίος προβάλλει τον ολογραφικό γιατρό του Βόγιατζερ (Star Trek) 

υο. Polyduranide –πολύς + δούρειος, σκληρός, μεταλλικό κράμα του 24ου αιώνα (Star Trek)  

3956. Polyergic – πολύς + έργον, ενεργών κατά πολλούς τρόπους

3957. Polyfoil- πολύς + φύλλον, κύκλος έχων πολλά τόξα εντός της εσωτερικής του περιφέρειας

3958. Polygamian – πολύς + γάμος, ερμαφρόδιτος

3959. Polygamist, Polygamous, Polygamy – πολύγαμος, πολυγαμία 

3960. Polygastric – πολύς + γαστήρ, έχων πολλά στομάχια

3961. Polygenesis – πολυγένεσις, θεωρία κατά την οποία ο άνθρωπος δεν προέρχεται εξ ενός ζευγαριού (π.χ. Εύα, Αδάμ), αλλά εκ πολλών και ότι ο κάθε οργανισμός δεν προέρχεται εξ ενός κυττάρου, αλλά εκ πολλών    

3962. Polygenous – ο συναπαρτιζόμενος από πολλά είδη

3963. Polyglot – πολύγλωσσος

3964. Polygon, Polygonal, Polygonous – πολύγωνον, πολυγωνικός

3965. Polygonum – πολύγωνον, είδος φυτών με κομβικούς σπόρους

3966. Polygram – πολύγραμμα

3967. Polygraph, Polygraphic, Polygraphy  – πολύγραφος, αποκρυπτογράφηση συμβόλων

3968. Polygynian – έχων πολλούς ύπερους

3969. Polygyny – πολυγυναικία

3970. Polyhedral, Polyhedron – πολύεδρον

3971. Polyhistor – πολύς + ίστωρ, πολυμαθής

3972. Polymathy – πολυμάθεια

3973. Polymerism – πολυμερισμός

3974. Polymignite – πολύς + μίγνυμι, μιγνύω, τιτανικό άλας ζιρκονίου

3975. Polymorph, Polymorphic, Polymorphism – πολύμορφος, πολυμορφικός

3976. Polynesian – πολύς + νήσος, Πολυνήσιος

3977. Polynomial, Polyonymous – πολύς + όνομα, ο έχων πολλά ονόματα ή πολλούς τίτλους

3978. Polyopia – πολύς + ωψ, πολλαπλή όραση

3979. Polyoptron – πολύ + οπτεύω, φακός μέσω του οποίου τα αντικείμενα φαίνονται πολλαπλασιασμένα και μικρότερα

3980. Polyorama – πανόραμα, όψη πολλών πραγμάτων

3981. Polyp – πολύπους

3982. Polypous, Polypus – πολύπους, χιτίνη που καλύπτει τον πολύποδα

υοα. Polypeptide – πολύς + πεπτίδιον, αφορών την πέψη

3983. Polypetalous – πολυπέταλος

3984. Polyphagous – πολύφαγος

3985. Polypharmacy – φάρμακο με πολλά συστατικά

3986. Polyphonic, Polyphonism, Polyphonist – πολυφωνικός

3987. Polyphyllous – πολύφυλλος

3988. Polyplastic – πολύ + πλάσσω, λαμβάνω πολλές μορφές

3989. Polypode, Polypody, Polypoid – πολύπους, πολυποδία

3990. Polyporous – ο έχων πολλούς πόρους

3991. Polyprismatic – πολυπρισματικός

3992. Polyrhizous – πολύρριζος

3993. Polyscope – πολύς + σκοπώ, πολλαπλασιαστικός φακός, όργανο εξέτασης των σωματικών κοιλοτήτων

3994. Polysepalous – πολυσέπαλος

3995. Polysperm, Polyspermous – πολύσπερμος

3996. Polysporous – πολύσπορος

3997. Polystome – πολύστομος

3998. Polystyle – πολύστυλος

3999. Polysyllabic, Pollysyllable – πολυσυλλαβικός

4000.  Polysyndeton – ρητορικό σχήμα, όπου οι συμπλεκτικοί σύνδεσμοι επαναλαμβάνονται συχνά

4001. Polysynthetic -πολυσυνθετικός, συναπαρτιζόμενος από πολλά είδη και πολλά στοιχεία

4002. Polytechnic – πολυτεχνικός

4003. Polythalamous – πολυθάλαμος, περιέχων πολλά δωμάτια ή αίθουσες

4004. Polytheism, Polytheist, Polytheistic – πολυθεϊσμός, πολυθεϊστής

υοβ. Polythermal – πολυθερμικός  

4005. Polytomous, Polytomy – ο έχων πολλές διαιρέσεις ή κλάδους, αλλά και οδοντωτά ή μαιανδρικά φτερά

υογ. Polytrinic – πολύς + τρίναξ, τρίαινα, καυστικό διαβρωτικό οξύ (Star Trek)

4006. Polyzoa, Polyzoan – πολύζωα, βρυόζωα, τάξη οστρακομαλακίων

4007.   Polyzonal – πολυζωνικός (Οπτική)

4008. Pomiferous, Pomology ως προς το δεύτερο συνθετικό – ο φέρων ή ο μελετών μήλα

4009. Pompholyx – πομφόλυξ, φούσκα

4010. Pomposity, Pomposo, Pompous, Pompously, Pompousness – πομπή, πομπώδης

4011. Pontic – αφορών τον Εύξεινο Πόντο

4012. Pope, Popish, Popishly – πάππος, παππάς

4013. Popinjay – παπαγάς (μεσαιωνική λέξη)

4014. Popliteal, Poplitic – επίπλοον, επιπολή, σωματική επιφάνεια, πίσω μέρος γόνατου

4015. Popple – επίπλοον, επιπολή, φουσκώνω

4016. Pore, Porer – πόρος, διάστημα μεταξύ μορίων, χοάνη απορρόφησης υγρών  

4017. Porgy – πάργος, σπάρος

4018. Porifera – φέρων πόρους, σπόγγος

υοδ. Poriform – έχων την μορφή πόρου

4019. Porism, Porismatic, Poristic – πόρος, πόρισμα, αποτέλεσμα τεκμηριωμένης έρευνας  

4020. Porite – είδος κοραλλιού που βρίθει πόρων

4021. Pornocracy – κυριαρχία πορνών, όπως στη Ρώμη τον 10ο αιώνα

4022. Pornographic, Pornography – πορνογραφία

4023. Poroplastic – χειρουργική πλαστική πορώδης τσόχα ή κετσές

4024. Porosity, Porotic, Porous, Porousness – πόρος, πορωτικότητα

4025. Porphyrite – πορφυρίτης, ηφαιστειώδης λίθος

4026. Porphyritic, Porphyrize, Porphyroid, Porphyry- πορφύρα

4027. Porraceous – πορώδης, ο στάζων ή σταλάσσων

4028. Pory – πορώδης

4029. Posological, Posology – ποσολογία, ιατρική δοσολογία

4030. Post και αμέτρητα παράγωγα – ίστημι, ίσταμαι, τοποθέτηση πασσάλου και συνεκδοχικά φυλακίου

4031. Postliminioum, Postliminy – ίστημι + λιμήν, κατώφλι αποκατάστασης δικαιωμάτων

4032. Postpliocene – post (μετά) + πλειόκαινος, μετά την πλειόκαινο περίοδο

4033. Postscenium –   post (μετά) + σκηνή, το πίσω μέρος θεάτρου

4034. Post- tertiary – post (μετά) + τρεις, εποχή μετά την πλειόκαινο περίοδο, μεταξύ μεσοζωικής και πλειστόκαινου

4035. Pot και αμέτρητα παράγωγα – πότης, πόσις, βάζο, γλάστρα, μίγμα, ναρκωτικό

4036. Potable, Potableness, Potage – πόσιμος

4037. Potamology – πραγματεία σχετικά με ποταμούς

4038. Potator, Potatory – πίνων, πότης

4039. Potichomania – πότης + μανία, απομίμηση πορσελάνης

4040. Potion – πότης, πόσις

4041. Potstone – ποικιλία στεατίτη για κουζινικά σκεύη

4042. Pottage – παχύρρευστη βραστή σούπα

4043. Potted, Potter, Pottery, Potting – πότης, πόσις, αγγείο, αγγειοπλαστική

4044. Pouch, Pouched  – πόσθη, ανδρική μεμβράνη, ενθυλάκωσις, ενθυλακωμένος

4045. Practicability, Practicable, Practicably, Practicableness, Practical, Practically, Practicalness, Practice, Practician, Practicing, Practise, Practised, Practiser, Practising, Practitioner – πράξις, πρακτική

4046. Praenomen – prae (προ) + όνομα, βαπτιστικό όνομα

4047. Pragmatic, Pragmatical, Pragmatically, Pragmaticalness, Pragmatism, Pragmatist, Pragmatize – πράγμα, πραγματισμός

4048. Prasinus – πράσον, πράσινος  

4049. Praxinoscope – πράξις + σκοπώ, όργανο παρατήρησης αντικειμένων εν κινήσει

4050. Praxis – πράξις

υοε. Preanimate  – pre (προ) + animus – άνεμος, αναπνέω, ύλη εν δυνάμει ζωντανή και οργανική (Star Trek)

4051. Prechristian – προχριστιανός

4052. Preclude, Preclusion, Preclusive, Preclusively – pre (προ) + κλείω, αποκλείω

υοστ. Precocious, Precociously, Precociousness, Precocity – pre (προ) + κόκκος, κουκούτσι, κάτι που ωριμάζει

4053. Precogitate, Precogitation, Precognition – pre (προ) + γιγνώσκω, γνώσις  

4054. Preconization – προεικόνισις

4055. Preconstitute –pre (προ) + con + ίστημι, ίσταμαι, προ -κανονίζω,

υοζ. Record, Recorder, Recordership, Recording – re (δηλωτικό ανάνηψης ή αγρύπνιας) + καρδιά, καταγράφω

4056. Preelect, Preelection – pre (προ) + προεκλέγω

4057. Preexilic- pre (προ) + εξορία, προ της μετοικεσίας Βαβυλώνος

4058. Prefer, Preferability, Preference, Preferential κ.λπ.  – pre (προ) + φέρω κ.λπ., προτιμώ, προτίμηση

υοη. Preganglionic – νευρικές ίνες που οδηγούν στα γάγγλια

4059. Prehistoric, Prehistory- προϊστορικός, προϊστορία

υοθ. Preknowledge – pre (προ) + θέμα “kn”, συγγενές με θέμα «γν» του γνώσις, γιγνώσκω

4060. Prelect, Prelection, Prelector – pre (προ) + λέγω, διαβάζω προ κοινού

4061. Premeditate, Premeditation – pre (προ) + μήτις, μητίετα (Ζευς), μήδεα, μέδω

4062. Prenomen, Prenominate, Prenomination – pre (προ) + όνομα

υπ. Prepare και αμέτρητα παράγωγα – pre (προ) + η ίδια ινδ. Ευρ. ρίζα “pare“ ή “pere” με το «παράγω»

4063. Prepollency, Prepollent – pre (προ) + πόλτος, πολτός, γύρη, γονιμοποιητική κόνις, δυνατός, ισχυρός

4064. Prepuce, Preputial       – pre (προ) + πόσθη, ακροποσθία

4065. Presbyope, Presbyopia- πρεσβύωψ, πρεσβυωπία

4066. Presbyter, Presbyteral, Presbyterial, Presbytic – πρεσβύτης, πρεσβύτερος  

4067. Presbyterian, Presbyterianism, Presbytery – πρεσβυτέριο, κονκλάβιο ιερέων, εκκλησιαστικό συμβούλιο, κάθε συμβούλιο όπου οι συμμετέχοντες θεωρούνται ίσοι μεταξύ τους

4068. Press, Pressman, Pressmark, Press-room και αμέτρητα παράγωγα-           προίστημι, πιέζω δια προεξοχής, συμπιέζω, τυπώνω, τύπος

4069. Pressing, Pression, Pressure και αμέτρητα παράγωγα – προίστημι, πιέζω δια προεξοχής, συμπιέζω

4070. Pretence, Pretend, Pretended, Pretendedly, Pretender, Pretendership, Pretendingly – pre (προ) + τείνω, τανύω, υποκρίνομαι

4071. Pretensed, Pretension, Pretentious, Pretentiously, Pretentiousness –  pre (προ) + τείνω, τανύω, κομπάζω, επιδεικνύω συμπεριφορά οιηματία

4072. Pretone, Pretonic – προ της τονισμένης συλλαβής

4073. Priapean, Priapus – Πρίαπος, πριαπικός, θεός κήπων και αμπελώνων, αλλά και άλκιμος, ισχυρομελής, στυτικός, καυλοπυρέσσων

4074. Priest, Priestcraft, Priestess, Priesthood και άλλα – πρεσβύτης, πρεσβύτερος   

4075. Primal, Primary, Primate, Prime, Primely, Primitive, Primus κ.λπ. – πρώιμος

4076. Primigenous, Primigenial, Primogenial, Primogenitary, Primogenitive, Primogenitor, Primogeniture- πρωτογενής, πρωτότοκος, πρωτοτόκια

υπα. Prion – Ινδ. Ευρ. “per”, που σχετίζεται με το ελληνικό «πρώτος», αποκλίνουσα πρωτεϊνη, που επηρεάζει αρνητικά τη φυσιολογική αναδίπλωση των κοινών πρωτεϊνών

4077. Prior, Priorate, Priority, Priorship, Priory- πρώιος 

4078. Prism, Prismatic, Prismatically, Prismatoidal, Prismoid, Prismoidal, Prismy – πρίσμα, πρισματικός

4079. Prison, Prisoner κ.λπ. – επαίρω, παίρνω, φυλακή

4080. Problem, Problematical, Problematically– πρόβλημα, προβληματικός

4081. Problemist –  ο σχεδιάζων προβλήματα

4082. Proboscidean, Proboscis – προβοσκίς  

4083. Pro-cathedral – εκκλησία, που χρησιμοποιείται προσωρινά ως καθεδρικός ναός

4084. Proceleusmatic – προκελευσματικός, εμψυχωτικός, μετρικός πους τεσσάρων βραχειών συλλαβών 

4085. Procephalic- αφορών το μπροστινό μέρος του κεφαλιού

4086. Prochronism – εσφαλμένη προχρονολόγηση

4087. Proclitic – προκλίνω, αφορών μονοσύλλαβη λέξη, της οποίας ο τονισμός εξαρτάται από την επόμενη 

4088. Proclivity, Proclivous – Προ + κλίσις, κλίνω, κατωφερής

4089. Procoelous – προ + κοιλιά, ο έχων προκοίλι

4090. Procrustean – προκρούστειος, Προκρούστης

4091. Procrypsis, Procryptic – πρόκρυψις, φυσικό καμουφλάζ στα έντομα

4092. Proctalgia- πρωκτός + άλγος, πρωκταλγία

4093. Procyon – Προκύων, ο αστέρας στον αστερισμό του Μικρού Κυνός

4094. Prodigal, Prodigality, Prodigalize, Prodigally, Prodigious, Prodigiously, Prodigiousness, Prodigy –  προδιγίοσον, βυζαντινά ελληνικά

4095. Prodromus – πρόδρομος, προκαταρκτική συμφωνία, πρώιμο σύμπτωμα ααρώστιας

4096. Proeguminal – προ + ηγούμαι, προδιαθέτουσα κατάσταση, ιατρική προδιάθεση

4097. Proem, Proemial – προοίμιον

4098. Proemptosis – προ + εμπίπτω, πρόσθεση ημέρας για διόρθωση ημερολογίου

4099. Profanation, Profane, Profanely, Profaneness, Profaner, Profanity –  fanum (ναός), φανός fanum (ναός), φανός. Οι λέξεις «φανός και λαός» χρησιμοποιούνται και για τον εξοπλισμό του ναού με φανούς και για τη βεβήλωση του ναού (π.χ. από πλήθος με φανάρια). Σχέση αυτενέργειας – αυτοπάθειας «μάχαιραν έδωκας, μάχαιραν θα λάβεις», βλ. το λατινικό “qui gladio ferit, gladio perit” ή την ιταλική παροιμία “qui di spada ferisce, di spada perisce”.

4100. Proffer, Profferer – προ + φέρω, προτείνω

4101. Profligacy, Profligate, Profligately, Profligateness – προ + θλίβω, εγκαταλελειμμένος

4102. Progenitor, Progenitress, Progeniture, Progeny – προ + γένος, γεννήτωρ, γέννησις

υπβ. Progeria – προ + γήρας, περίοδος προ του γήρατος   

4103. Proglottis – είδος ταινίας (σκουληκιού) δυνάμενο να κυοφορεί

4104. Prognathic, Prognathism, Prognathous – προγναθικός, προγναθισμός

4105. Prognosis, Prognostic, Prognosticable, Prognosticate, Prognostication, Prognosticative, Prognosticator – πρόγνωσις, πρόβλεψις

4106. Program, Programme  – πρόγραμμα

υπγ. Prolapse, Prolapsus- προ + λάπτω, γέρνω εκτός θέσης

 4107. Prolegomena, Prolegomenary – προλεγόμενα

4108. Prolepsis, Proleptic, Proleptically – πρόληψις, ρητορικό σχήμα, που προλαμβάνει την αντίδραση ή την αντίρρηση τυου αντιπάλου

4109. Proliferation, Proliferate, Proliferous, Proliferously – proles (νέα γενιά, νεοττιά)  + φέρω, αναπαράγω, αναπαράγομαι

4110. Prologize, Prologue – πρόλογος, προλογίζω

4111. Promethean – προμηθεϊκός

4112. Promiscuity, Promiscuous, Promiscuously, Promiscuousness  –  προ + μιγνύω, μιγνύομαι, ο έχων πολλούς ερωτικούς συντρόφους

4113. Promulgate, Promulgation, Promulgator, Promulge   – προ + αμέλγω, κάνω κάτι να εξέλθει, δημοσιεύω

4114. Pronaos – πρόναος

4115. Pronate, Pronation, Pronator, Prone, Pronely, Proneness  – προ + νεύω, γέρνω προς τα εμπρός, γυρνάω την παλάμη προς τα κάτω

4116. Pronominal, Pronominally, Pronoun – προ + όνομα, αντωνυμία

4117. Prononce, Pronounce, Pronounceable, Pronounced, Pronouncement, Pronouncer, Pronouncing – προ + νέα (που κραυγάζει ο τελάλης), προφέρω, προφορά

4118. Pronuncial, Pronunciamento, Pronunciation, Pronunciative -προ + όνομα, προεξαγγέλλω πολίτευμα

4119. Pronymph, Pronymphal – προνύμφη, πρώιμη κατάσταση εντόμου, κάμπια

4120. Propaedeutic, Propaedeutics – προπαίδεια, προπαιδευτικός

4121. Proparoxytone – προπαροξύτονον

4122. Propel, Propellant, Propellent, Propeller – προ + πέλω (κινούμαι, χτυπώ, συμβαίνω), κινώ με προπέλα  

4123. Prophasis – πρόφασις, αλλά στα Αγγλικά σημαίνει «πρόγνωση»

4124. Prophecy, Prophesier, Prophesy, Prophesying, Prophet, Prophetess, Prophetic, Prophetical, Prophetically, Prophetism – προφήτης, προφητεύω, προφητικός 

4125. Prophylactic, Prophylaxis – προφύλαξις  

4126. Propination – προπίνω, πίνω και προσφέρω το κύπελλο σε κάποιον άλλον.

υπδ. Propinquate, Propinquity-  προ + πέριξ με αναγραμματισμό, γειτνίαση 

υπε. Propithecus – προπίθηκος, είδος λεμούριου της Μαδαγασκάρης

4127. Proplasm – πρόπλασμα

4128. Propodium – προπόδιον, υποπόδιον

4129. Propolis – προ + πόλις, κερί με το οποίο οι μέλισσες καλαφατίζουν και σφραγίζουν τις ρωγμές της κυψέλης τους

4130. Proptosis – πρόπτωσις, καμπύλη του σώματος προς τα εμπρός

4131. Propulsion, Propulsive, Propulsory – προ + πέλω (κινούμαι, χτυπώ, συμβαίνω), παλμός, προώθηση

4132. Propylite – προπύλαιον, ηφαιστειακός βράχος αστρία και κεροστίλβης με κοκκώδη και όχι υαλώδη μάζα.

4133. Propylon – τα προπύλαια ναού

4134. Proscenium – το μπροστινό μέρος σκηνής

4135. Proselyte, Proselytism, Proselytize, Proselytizer – προσήλυτος, προσηλυτίζω

4136. Prosenchyma, Prosenchymatous – προσέγχυμα, σύντηξη ινωδών ιστών προς δημιουργία ξυλώδους φλοιού

4137. Prosenneachedral – προς + εννέα + έδρα, έχων εννέα πλευρές σε δύο συνενωμένους κρυστάλλους

4138. Proserpina – προς + έρπω, όπως έρπουν οι ρίζες και οι βλαστοί, Περσεφόνη

4139. Prosodial, Prosodian, Prosodical, Prosodist, Prosody – προσωδία, γραμματικό φαινόμενο σχετιζόμενο με τον τονισμό και την ποσότητα των συλλαβών

4140. Prosoma – προ + σώμα, το μπροστινό μέρος του σώματος

4141. Prosopopoeia – πρόσωπον + ποιώ, προσωποποίηση αντικειμένων, απόντων ή νεκρών

4142. Prostate, Prostatic, Prostatitis – προστάτης, προ + ίσταμαι, αδένας στο λαιμό της ουροδόχου κύστης

4143. Prosthesis, Prosthetic – προσθετική τοποθέτηση μελών σε άτομο ακρωτηριασμένο ή μη

4144. Prostitute, Prostitution, Prostitutor – προ + ίστημι, ίσταμαι, ο έμπροσθεν εκτιθέμενος, ο εκπορνευόμενος

4145. Prostrate, Prostration – προ + στρώμα, στρώσις, η κατάστρωση υλικού μπροστά σε κάτι άλλο (ναό, κτίσμα κ.λπ.)

4146. Prostyle – πρόστυλος

4147. Prosyllogism – προσυλλογισμός

4148. Protagonist – πρωταγωνιστής

4149. Protandrous- έχων τους στήμονες ώριμους μπροστά από την επιφάνεια γύρης

4150. Protasis – πρότασις, προκείμενη συλλογισμού

4151. Protatic – αφορών την πρόταση

4152. Protea – Πρωτεύς, πολυμορφικός θεός, γένος 60 νοτιοαφρικανικών θάμνων

4153. Protean – πρωτεϊκός, ολοένα μεταμορφούμενος

4154. Protect, Protectingly, Protection, Protectionism, Protectionist, Protective, Protector, Protectorate, Protectorial, Protectorless, Protectorship, Protectress, Protégé – προ + (σ) τέγη, προστατεύω, προστάτης, προτεκτοράτο

4155. Proteids, Proteiform, Protein, Proteinic – πρωτεϊνη

4156. Protend, Protensive – προτείνω, τείνω εμπρός, προτατικός

4157. Proteolysis – πρωτεϊνη + λύσις, μετατροπή τροφής σε πρωτεϊνη  

4158. Proterogynous – πρότερος + γυνή, έχων την επιφάνεια γύρης ώριμη μπροστά από τους στήμονες

4159. Proterozoic – αφορών την πρώιμη ζωή και ειδικότερα την προκαμβριανή περίοδο

4160. Proteus – ο θεός των συνεχών μεταμορφώσεων

4161. Prothalamium – προ + θάλαμος, γαμήλιο άσμα προς τιμή της νύφης και του γαμπρού

4162. Prothallous – προ + θαλλός (τρυφερός βλαστός), σπόρος φτέρης

4163. Prothesis – μέρος της ελληνικής εκκλησίας, όπου τοποθετούνται ο άρτος και ο οίνος της Ευχαριστίας πριν την είσοδό τους στα Άγια των Αγίων

4164. Prothonotariat, Prothonotary -πρωτονοτάριος, βυζαντινά ελληνικά

4165. Prothorax – προθώραξ επί εντόμων

4166. Protist, Protista – ευκαρυωτικός οργανισμός που δεν είναι ούτε ζώο, ούτε φυτό, ούτε μανιτάρι

υπστ. Proto- ως πρώτο συνθετικό αμέτρητων λέξεων, π.χ. Protohuman, Protohumanoid (πρωτάνθρωπος)  – πρώτος, πρωταρχικός 

4167. Protochordates – πρώτον + χορδή, τα κατώτατα σπονδυλωτά, λογχοφόρα, ημιμαλάκια, πεταλίδες

4168. Protococcus – πρωτόκοκκος, πράσινο επίχρισμα που καλύπτει τα λιμνάζοντα ύδατα

4169. Protocol, Protocolist – πρώτος + κολλάω-ω, πρωτόκολλον, πρωτότυπο εγγράφου, βιβλίο καταχώρησης, κανονισμός λειτουργίας, λίστα προβλεπόμενων ενεργειών προς αντιμετώπιση δύσκολων καταστάσεων

4170. Protogenic – πρώτος + γένος, πρωτογενής, πρωτόγονος

4171. Protogine – πρώτος + γίγνομαι, ταλκώδης γρανίτης, που προκαλεί φολιδωτές δομές

4172. Protogynous – πρότερος + γυνή, έχων την επιφάνεια γύρης ώριμη μπροστά από τους στήμονες

4173. Protohippus – είδος εξαλειφθέντος ίππου

4174. Protohistoric – πρώτος + ιστορία, αφορών την ιστορική περίοδο αμέσως μετά την προϊστορία

4174. Protomartyr – πρωτομάρτυς

4175. Proton – πρωτόνιο, το θετικό φορτίο του ατομικού πυρήνα

υπζ. Protonebula – πρωταρχικό νέφος αερίων, απ’ όπου προέρχονται τα ηλιακά συστήματα

4176. Protonotary – πρωτονοτάριος, βυζαντινά ελληνικά

4177. Protophyte – πρώτος + φυτόν, υποτυπώδης φυτικός οργανισμός, όπου όλες οι λειτουργίες θρέψης, συντήρησης και αναπαραγωγής διενεργούνται από ένα μεμονωμένο κύτταρο

4178. Protoplasm, Protoplasmic – πρωτόπλασμα

4179. Proplast, Protoplastic – πρωτόπλαστος

υπη. Protosalt – πρώτος + άλας (ινδ. Ευρ. “sal”), άλας που περιέχει μεταλλικό πρωτο- οξείδιο

υπθ. Protostar – πολύ νέος αστέρας σε αεριώδη ακόμη κατάσταση

4180. Prototheria – πρώτος + θηρίον, υποκατηγορία θηλαστικών, μονοτρηματικά, έχοντα μόνο αμάρα αντί για χωριστό ουροποιητικό και γενετήσιο σύστημα

4181. Prototype – πρωτότυπον, πρώτο δείγμα εφεύρεσης

4182. Protoxide – πρωτοξείδιον, συνδυασμός οξυγόνου και βάσης

4183. Protozoa, Protozoan, Protozoic – πρωτόζωον, ζώο με απλούστατη δομή

υq. Protract, Protracted, Protractedly, Protracter, Protraction, Protractive, Protractor – προ + ταύρος, ταυρίζω, τραβώ, καθυστερώ, παρατείνω, κωλυσιεργώ

4184. Protreptical – προτρεπτικός

4185. Protuberance, Protuberant, Protuberantly, Protuberate, Protuberation  – προ + τύλος, τύμβος (προεξοχή), κύρτωση, προβοσκίδα

4186. Protyle – προ + τύλος, τυλόω-ώ, πρωταρχική ύλη από την οποία παράγονται όλες οι άλλες

4185. Prune, Prunella, Prunello, Pruniferous – πρίνος, βελανίδι, κόκκινος πρίνος, δαμάσκηνο

4186. Prytaneum – πρυτανείον, δημόσιο κτίριο που φιλοξενούσε πρέσβεις και διέτρεφε εξέχοντες πολίτες (και όπου δεν σιτίστηκε ο Σωκράτης)

4187. Psalm, Psalmist, Psalmodic, Psalmodist, Psalmody, Psalmography, Psalter, Psaltery – ψάλτης, ψαλμός, ψαλμωδία

4188. Psammite, Psammitic – ψάω (ψαχουλεύω) ψάμμος (άμμος)

4189. Psellismus – ψελλίζω

4190. Pseudaesthesia – ψευδαισθησία, απατηλή αίσθηση ενός μέλους του σώματος, το οποίο έχει αφαιρεθεί

4191. Pseudepigraphy – ψευδεπίγραφος, απόδοση ενός έργου σε λάθος πρόσωπα

4192. Pseudo- ψευδής ως πρώτο συνθετικό αμέτρητων λέξεων

4193. Pseudoblepsis- ψευδής + βλέψις, εσφαλμένη πρόγνωση, απατηλό όραμα ή προφητεία

4194. Pseudograph – ψευδογράφος, λογοκλόπος, πλαστογράφος κειμένων

4195. Pseudology – ψευδολογία

4196. Pseudomorph – ψευδόμορφος, μέταλλο ή πέτρωμα που παίρνει τη μορφή του αντίστοιχου μετάλλου που αντικατέστησε

4197. Pseudomorphous – έχων ψευδή, μη αληθή μορφή

4198. Pseudonym, Pseudonymity, Pseudonymous – ψευδώνυμον

4199. Pseudopod, Pseudopodia – ψευδόποδον

4200. Pseudoscope – ψεύδος + σκοπώ, οπτικό όργανο που αντιστρέφει την αίσθηση του βάθους, π.χ. ένα κουτί πάνω σε πάτωμα εμφανίζεται ως οπή σε αυτό

4201. Psaw – ψόγος

4202. Psilanthropism, Psilanthropist – ψιλός + άνθρωπος, όποιος πιστεύει ότι ο Χριστός ήταν απλά άνθρωπος

4203. Psilomelane – ψιλός + ορυκτό συναπαρτιζόμενο από οξείδια του μαγγανίου και του βαρίου

υqα. Psiloptera – ψιλός + πτερόν, λεπτόπτερος, προϊστορικό σαρκοφάγο πουλί του τρόμου

4204. Psittaceous, Psittacine, Psittacosis, Psittacus – ψιττακός, ψιττακίαση, παπαγάλος

4205. Psoas – ψόα, ψόας, λαγονοψοϊτης, μυς που ενώνει το πάνω με το κάτω σώμα, μυς της ψυχής

4206. Psora, Psoriasis, Psoric – ψώρα, ψωρίασις, μόνιμη φαγούρα

4207.  Psychal, Psyche, Psychic, Psychical – ψυχή, ψυχικός

υqβ. Psychedelic – ψυχή + δήλος (φανερός), φάρμακο που οξύνει τις αισθήσεις, αλλά και δημιουργεί παραισθήσεις   

4208. Psychiatrist, Psychiatry- ψυχίατρος, ψυχιατρική

4209. Psycho- ως πρώτο συνθετικό αμέτρητων λέξεων π.χ. Psychoanalysis (ψυχοανάλυσις) – ο αφορών τον ψυχικό κόσμο, αλλά και ο ψυχικά διαταραγμένος, ο ψυχωσικός, ο «ψυχάκιας»

υqγ. Psychoactive – φάρμακο που επηρεάζει το νου   

υqδ. Psychodynamics- ψυχή + δύναμις, ερμηνεία προσωπικότητας μέσω ψυχολογικών διαδικασιών 

υqε. Psychohistory – ψυχοϊστορία, μέθοδος του Ασίμωφ σύμφωνα με την οποία μπορούμε να προβλέψουμε την εξέλιξη της κοινωνίας βάσει των αντιλήψεων και των συμπεριφορών των μελών της, κοινωνική δυναμική που ξεκινάει από τα μεμονωμένα άτομα

4210. Psychogenesis – η γένεσις της ψυχής

υqστ. Psychogenic – ψυχογενής

4211. Psychogeny – ψυχογονία, η ανάπτυξη του νου

4212. Psychogram – ψυχόγραμμα, μήνυμα από τον άλλο κόσμο

4213. Psychography- ψυχογραφία, ιστορία ή περιγραφή είτε του νου είτε της ψυχής

υqζ. Psychokinetik – ψυχοκινητικός, τηλεκινητικός  

4214. Psychological, Psychologically, Psychologist, Psychology -ψυχολογία, ψυχολόγος, ψυχολογικός

4215. Psychomachy – ψυχομαχία, έριδα ψυχής και σώματος

4216. Psychomancy – ψυχομαντεία, νεκρομαντεία

4217. Psychometry – ψυχομετρία      

4218. Psychomotor – κινούμενος δια ψυχικής ενέργειας

4219. Psychoneurosis – ψυχονεύρωσις, αδυναμία ελέγχου ενστίκτων

4220. Psychonosology – ψυχή + νόσος + λόγος – επιστήμη νοητικών διαταραχών

4221. Psychopathology, Psychopathy – ψυχοπάθεια και μελέτη αυτής

4222. Psychophysics – επιστήμη συσχετισμού νοητικών και σωματικών διαδικασιών 

4223. Psychoplasm – το πλάσμα της ψυχής, το υλικό και φυσιολογικό θεμέλιο της συνείδησης

 4224. Psychosis – ψύχωσις, στρεβλή αντίληψη της πραγματικότητας

4225. Psychotherapeutics, Psychotherapy – ψυχοθεραπεία

υqη. Psychotropic – ψυχοτροπικός, φάρμακο που επηρεάζει τη διάθεση και την ψυχοσύνθεση  

4226. Psychrometer – ψυχρός + μετρώ, όργανο μέτρησης της τάσης ψυχρών αερίων

4227. Ptarmic – φάρμακο που προκαλεί φτέρνισμα

4228. Pterichthys – πτερόν + ιχθύς, γληνοειδές ψάρι

4229. Pteridologist, Pteridology – πτέρις (φτέρη) + λόγος, επιστήμη μελέτη φτέρης

4230. Pteridophyte – πτέρις + φυτόν, κρυπτόγαμη φτέρη

4231. Pterocarpus (indicus) – πτέρις + καρπός, μαόνι κοκκινόξυλο 

4232. Pterodactyl – πτεροδάκτυλος

4233. Pterography, Pterylography  – πτερόν + γράφω, κλάδος της ορνιθολογίας που εξετάζει την κατανομή του πτιλώματος

4234. Pterology – πτερόν + λόγος, κλάδος εντομολογίας που ερευνά τα φτερά των εντόμων

4235. Pteromys – πτερόν + μυς, ιπτάμενος σκίουρος

4236. Pteropod – είδος μαλακίων με δύο λεπτά πτερύγια προς κολύμβηση

4237. Pterygoid – πτέρυξ + είδος, πτερυγοειδές, οτιδήποτε μοιάζει με φτερούγα

4238. Pterylosis – πτερόν + ύλη, κατανομή πτιλώματος στα περιστεροειδή

4239. Ptilosis – κατανομή πτιλώματος σε όλα τα πτηνά

4240. Ptisan – πτισάνη, ξεφλουδισμένο κριθάρι

4241. Prolemaic – αφορών τον Πτολεμαίο και το γεωκεντρικό του σύστημα

4242. Ptomaine – πτωμαϊνη (στην κυριολεξία), δηλητηριώδης ουσία λόγω της αποσύνθεσης πτώματος

4243. Ptosis – πτώσις, ειδικά των βλεφάρων

4244. Ptyalin – πτυαλίνη, ένζυμο περιεχόμενο στο πτύελον

4245. Ptyalism – αρρωστημένη έκκριση σάλιου

4246. Ptyalogogue – πτύελον + άγω, σιελογόνο και σιελοπαραγωγό φάρμακο

4247. Pugil, Pugilism, Pugilist, Pugilistic, Pugnacious, Pugnaciously, Pugnacity – πυγμή, πυγμαχία

4247. Pullulate – γονιμοποιώ δια γύρης, παύλος, ολίγιστος

4248. Pulmobranchiate – πλεύμων (πνεύμων) + βράγχια, όποιος μπορεί να αναπνέει αέρα με βράγχια

4249. Pulmonaria, Pulmonary, Pulmonata, Pulmonate, Pulmonic, Pulmoniferous (ο φέρων πνεύμονες) – πλεύμων (πνεύμων)

4250. Pulmotor  -πλεύμων + movere (κινώ), συσκευή τεχνητής αναπνοής

4251. Pulp, Pulpiness, Pulpous, Pulpousness, Pulpy – πόλτος, πολτός  

4252. Pulsar (πάλλων αστήρ), Pulsate, Pulsatile, Pulsation, Pulsative, Pulsator, Pulsatory, Pulse, Pulseless, Pulselessness, Pulsific, Pulsimeter (μετρητής παλμών) – πέλω (κινούμαι, χτυπώ, συμβαίνω), παλμός, πελταστής

4253. Pultaceous – πολτός, σε κατάσταση πολτού

4254. Punch, Puncher, Pungency, Pungent και αμέτρητα παράγωγα – Ινδ. Ευρ. „peuk”, πήγνυμι, εμπήγω

4255. Punish, Punishability, Punishable, Punishableness, Punisher, Punishment, Punitive, Punitory – ποινή, ποινικός

4256. Pupa, Pupal, Pupate, Pupipara, Pupiparous, Pupivorous (ο τρώγων χρυσαλλίδες)  – παύρος (ολίγος) χρυσαλλίς

4257. Pupil, Pupilage, Pupilarity – παύρος, παύλος (ολίγος), μαθητής

4258. Pupil, Pupilate – παύρος, παύλος (ολίγος), κόρη ματιού, στιγματίζω

4259. Puppet, Puppy – παύρος, παύλος (ολίγος), κούκλα, κουτάβι

4260. Purple, Purplish  – πορφύρα

4261. Purpura, Purpure, Purpureal, Purpuric, Purpurine – πορφύρα

4262. Purulence, Purulent, Pus – πύον

4263. Push και αμέτρητα παράγωγα – εκ του “pulsare», άρα εκ του πέλω (κινούμαι, χτυπώ, συμβαίνω), παλμός, πελταστής

4264. Pusillanimity, Pusillanimous, Pusillanimously, Pusillanimousness -παύρος, παύλος (ολίγος) + anima (άνεμος, ψυχή), ολιγόψυχος, δειλός

4265. Pustular, Pustulate, Pustule, Pustilous – πύον, περιέχων φυσαλίδα πύου

4266. Putid, Putidness, Putrid, Putridity, Putridness  – πύθω, κάνω κάτι σάπιο

4267. Putrefaction, Putrefactive, Putrefy, Putrescence, Putrescent, Putrescible, Putrescine (πτωμαϊνη) – πύθω, κάνω κάτι σάπιο

4268. Pyaemia, Pzaemic – πύον + αίμα, πυαιμία

4268. Pycnite – πυκνός, πυκνίτης, είδος τοπαζιού

4269. Pycnodonts- πυκνός + οδούς, εξαλειφθέν είδος ψαριού, ανιχνευόμενο σε ασβεστολιθικά πετρώματα

4270. Pyknogonids – πυκνόν + γονίδιον, είδος θαλάσσιων αραχνών

4271. Pyknostyle – πυκνός + στύλος, κέρας παράταξης, όπου οι στοίχοι είναι πολύ κοντά μεταξύ τους  

4272. Pygal – πυγή, λεκάνη, η επόμενη γενιά, οι μεταγενέστεροι

4273. Pygmean, Pygmy – πυγμή, πυγμαίος, βαρύσωμος, μικρός το δέμας

4274. Pylon – πυλών

4275. Pyloric, Pylorus – πύλη + ούρος (φρουρός), πυλωρός, στόμιο του στομάχου προς έντερα

4276. Pyogenic, Pyogenesis + πύον + γένεσις, ο σχηματισμός πύου

4277. Pyoid – πύον + είδος, πυοειδής

4278. Pyorrhoea – πύον + ροή, πυόρροια

4279. Pyracanth – πυρ + άκανθα, πυράκανθος

4280. Pyrallolite – πυρ + λίθος, πρασινωπός πυρόλιθος

4281. Pyramid, Pyramidal, Pyramidical, Pyramidically, Pyramidoid, Pyramoid (πυραμιδοειδής) – πυραμίς

4282. Pyrargyrite – πυρ + άργυρος, θειϊκή ένωση αντιμονίου και αργύρου

4283. Pyre – τελετουργική πυρά για καύση νεκρών

4284. Pyrene –  πυρένιο, πολυκυκλικός κρυσταλλικός αρωματικός υδρογονάνθραξ

4285. Pyretic, Pyretology – πυρετός, πυρετολογία   

4286. Pyrexia, Pyrexial, Pyrexical – πυρετός, πυρετικός

4287. Pyrheliometer – πυρ + ήλιος + μετρώ, όργανο για μέτρηση της ακτινοβολίας του ήλιου

4288. Pyritaceous – αφορών πυρίτες

4289. Pyrite, Pyritic, Pyritiferous, Pyritize, Pyritology, Pyritous – πυρίτης, πυριτικός

4290. Pyro- με αμέτρητα παράγωγα- έχων σχέση με πυρ, φωτιά

4291. Pyroacid – πυρ + ακίς, οργανικό οξείδιο αποκτώμενο από έκθεση στη φλόγα

4292. Pyrochlore – πυρ + χλωρός, ορυκτό εξ ασβέστου, αποτελούμενο από καφέ οκτάεδρα

υqθ. Pyrocyte – πυρακτωμένο κύτταρο που απαντάται στις άγριες φυλές του Star Trek   

4293. Pyroelectric – πυρ + ήλεκτρον, αποκτών ηλεκτρισμό δια θέρμανσης

4294. Pyrogenic, Pyrogenous – πυρ + γεννώ, πυρογενής

4295. Pyrogram – πυρόγραμμα, διάγραμμα από ιόντα, σχήμα ή διάταξη σε συστοιχία πυροτεχνημάτων

4296. Pyrography – πυρ + γράφω, σχεδιάζω επί ξύλου με πυρακτωμένη ακίδα 

4297. Pyrolatry – λατρεία της φωτιάς

4298. Pyrologist, Pyrology – πυρολόγος, πυρολογία, επιστήμη επιδράσεων της θερμότητας

4299. Pyrolucite – πυρ + λούω (πλένω), μαύρο και στιλπνό ορυκτό μαγγανίου

4300. Pyromagnetic – αφορών μαγνήτη υπό συνθήκες θέρμανσης

4301. Pyromancy – πυρομαντεία

4302. Pyromania – πυρομανία, πυρομανής

4303. Pyrometer, Pyrometrical, Pyrometry – πυρ + μετρώ, πυρομετρία, μέτρηση έκτασης και έντασης της φωτιάς

4304. Pyromorphosis, Pyromorphous – πυρ + μορφή, πυρόμορφος, μεταβολή των βράχων μέσω της επαφής με λάβα

4305.  Pyrope – πυρ + ωψ, λαμπρός και γυαλιστερός γρανάτης εκ Βοημίας  

4306. Pyrophane, Pyrophanous – πυροφανής, πυροφάνεια, διαφάνεια λόγω θερμότητας, είδος οπαλίου που γίνεται διαφανές λόγω θερμότητας (και όχι πυροφάνι- ψάρεμα- αυτή η έννοια υπάρχει μόνο στα νεοελληνικά)

 4307. Pyrophorous, Pyrophorus, Pyrphorus – πυροφόρος, πυρφόρος

4308. Pyroscope – πυρ + σκοπώ, όργανο για μέτρηση θερμής ή και ψυχρής ακτινοβολίας

4309. Pyrosis – πύρωσις, καούρα στο στομάχι, ερυγή, αναρρόφηση όξινων ή άγευστων υγρών

4310. Pyrotechnic, Pyrotechnics, Pyrotechnist, Pyrotechny – πυροτεχνία, πυροτεχνουργός

4311. Pyroxene, Pyroxenic – πυρ + ξένος, είδος αυγίτη ή πυρόλιθου

4312. Pyroxyle, Pyroxylic, Pyroxylin – πυρ + ξύλον, βαμβακοπυρίτιδα

4313. Pyrrhic- πύρρειος (νίκη που δεν άξιζε τον κόπο), πυρρίχιος χορός

4314. Pyrrhonism, Pyrrhonist -εκ του Πύρρωνος, του ιδρυτή της Σκεπτικής Σχολής που κήρυττε την αμφιβολία 

4315. Pyrrhotite – πυρρός (κόκκινος), μαγνητικός πυρίτης

4316. Pythagorean, Pythagorism – πυθαγόρειος, θεωρία του Πυθαγόρα περί μονάδος, δυάδος κ.λπ.

4317. Pythiad – Πυθία, περίοδος μεταξύ δύο Πύθειων αγώνων

4318. Pythian – αφορών τους ιερείς και τις ιέρειες του ναού του Απόλλωνα στους Δελφούς

4319. Pythogenic – πύθω, κάνω κάτι σάπιο, γεννώμενος από σεπηδόνα, σαπίλα

4320. Python – πύθων, το ερπετό

4321. Pythoness – η ιέρεια των Δελφών που μασουλούσε δάφνες γιοα να προφητεύει «ήξεις αφήξεις ουκ εν πολέμω θνήξεις», «Κροίσος Άλυν διαβάς μεγάλην αρχήν καταλύσει».

4322. Pythonic, Pythonism – Πυθία, αφορών προφητείες και το μαντείο των Δελφών

4323. Pyx, Pyxidium – πυξίς, μικρό κιβώτιο εκ πύξου (θάμνου), κουτί όπου φυλάσσεται η όστια στην Καθολική εκκλησία

4324. Pyxis – πυξίς, πυξίδα, μαγνητική βελόνα που δείχνει το Βορρά

                      Q

4325. Quadragenarian, Quadragenarious – Quadro + γένος, ο έχων ηλικία μεταξύ 40 και 50

4327. Quadrabasic – quadro (τέσσερα) + βάση, χημική ένωση, όπου ένα οξύ αντιστοιχεί σε τέσσερις βάσεις

4328. Quadriga –quadro + ζυγός, ζευγνύω, τέθριππο

4329. Quadrijugate – quadro + ζυγός, ζευγνύω, πτεροειδές φυτό με τέσσερα ζευγάρια φύλλων

4330. Quadriphyllous – quadro + φύλλον, τετράφυλλος

4331. Quadrisyllabic, Quadrisyllable – quadro + συλλαβή, τετρασύλλαβος

4332. Quadrivalvular – quadro + βαλβίς, τετραβάλβιδος

4333. Quadruped, Quadrupedal – quanto + πους, τετράποδος, τετράποδον, όπως ήταν κατά τον Πλάτωνα οι άνθρωποι πριν χωριστούν σε άνδρες και γυναίκες

4334. Quadruple, Quadruplex, Quadruplicate, Quadruplication – Quadro + διπλός, τετράπτυχος, η ιστορική συμμαχία μεταξύ Αγγλίας, Γαλλίας, Ολλανδίας, Αυστρίας

4335. Quartziferous – quartz + φέρω, ο φέρων χαλαζία

4336. Quercitrin, Quercitron- quercus (δρυς) + κίτρον (εκ του «κέδρος», βαφή από φλοιό βελανιδιάς

4336 a. Quinsy – κύων + άγχω, κυνάγχη, φλεγμονή του λαιμού! 

4337. Quindecagon – quinque (πέντε) + δέκα + γωνία, επίπεδο με δέκα γωνίες

4338. Quinquevalvular – quinque (πέντε) + βαλβίς, φυτό που έχει πέντε βαλβίδες ως περικάρπιο

                  R

4339. Rabdology, Rabdomancy – ραβδολογία, ραβδομαντεία

4340. Rachis, Rachitic, Rachitis – ράχις, ραχίτις, σπονδυλική στήλη

4341. Radicivorous –radix (ρίζα) + βορά, ριζοφάγος

4342. Radiogoniometer – radius (ακτίνα) + γωνία + μετρώ, ραδιογωνιόμετρο

φ. Radiogenic – radius (ακτίνα) + γένος, παραγόμενος από ραδιενέργεια

4343. Radiogram – radius (ακτίνα) + γράμμα, συσκευή που συνδυάζει ραδιόφωνο και γραμμόφωνο, γραπτό μήνυμα μεταδιδόμενο μέσω ασυρμάτου

4344. Radiograph, Radiography – radius (ακτίνα) + γράφω, ακτινογράφος, συσκευή καταγραφής και μελέτης ηλιακών ακτίνων, συσκευή φωτογράφισης ακτίνων Χ

4345. Radiology – radius (ακτίνα) + λόγος, μελέτη ακτινοβολιών και ραδιενέργειας

4346. Radiometer, Radiometric, Radiometry – radius (ακτίνα) + μετρώ, μέτρηση ακτινοβολιών και ραδιενέργειας

4347. Radiophone – radius (ακτίνα) + φωνή, ραδιόφωνο

4348. Radioscope, Radioscopy – radius (ακτίνα) + σκοπώ, όργανο εξακρίβωσης ακτινοβολιών πάνω σε φυσικά σώματα

4349. Radiotelegram, Radiotelegraphy – radius (ακτίνα) + τηλεγράφημα, τηλεγραφώ, ραδιοτηλεγράφημα

4350. Radiotherapeutic, Radiotherapy – radius (ακτίνα) + θεραπεία, θεραπεία δι’ ακτίνων

4351. Raphe – ραφή που ενώνει τον πυρήνα με τη βάση του ωαρίου

4352. Raphides – ραφίς (βελόνη), μικροσκοπικά διαφανή κρύσταλλα στους ιστούς φυτών

φα. Rapid, Rapidity, Rapidly, Rapidness – ερέπτομαι (κατατρώγω), αρπάζω, σύντομος, ξαφνικός

φβ. Rapt. Raptor, Raptores, Raptorial, Raptorious, Rapture, Raptured, Rapturist, Rapturous, Rpaturously –  ερέπτομαι (κατατρώγω), αρπάζω, άρπαγας 

φγ. Rat – εκ του «ρίνη» ή ρίνισμα, ξέσμα, ξέστρο, τρωκτικό, αρουραίος

φδ. React, Reactance, Reaction, Reactionary (αντιδραστικός στον κομμουνισμό), Reactionist, Reactive, Reactively, Reactiveness, Reactivity, Reactor – re (δηλωτικό ανάνηψης) + άγω, αντιδρώ, αντίδρασις  

4353. Rebaptize – re (δηλωτικόν επανάληψης) + βαπτίζω

φε. Recall, Recallable – re (δηλωτικόν επανάληψης) + καλώ

φστ. Recent, Recently, Recentness – re (δηλωτικόν ανάνηψης) + καινός, πρόσφατος

4354. Rechristen – re (δηλωτικόν επανάληψης) + χρίω, χριστός, επαναβαπτίζω

4355. Reclinate, Reclination, Recline – κλίσις, κλίνω

4356. Reclose – re (δηλωτικόν επανάληψης) + κλείω

4357. Reclothe – re (δηλωτικόν επανάληψης) + κλώθω

4358. Recluse, Reclusion, Reclusive, Reclusory – re (δηλωτικόν επανάληψης) + κλείω, εγκλείομαι

4359. Recognition, Recognitor, Recognitory, Recognizable, Recognizance, Recognizant, Recognization, Recognize, Recognizee, Recognizor – re (δηλωτικόν ανάνηψης) + γιγνώσκω, γνώσις, αναγνωρίζω, διαπιστώνω

 4360. Recoin- re (δηλωτικόν επανάληψης) + cuneus, κώνος, νομισματοκοπώ αύθις

4361. Recollect, Recollectable, Recollection, Recollective κ.λπ.  – re (δηλωτικόν επανάληψης) + con + λέγω, συλλέγω

4363. Recompact – re + con + πήγνυμι, συμπηγνύω εκ νέου

4364. Recompile – re + con + πίλος, συμπιεσμένο μαλλί

4365. Reconjoin –  re + con + Ζευς, ζευγνύω, ζυγός

4366. Reconstitute, Reconstitution- re + con + ίστημι, ίσταμαι

4367. Recrystallization – re + κρύσταλλος, επανακρυστάλλωση

φζ. Rectifiable, Rectified, Rectifier, Rectify – πιθανότατα όχι εκ του πρ. Ινδ. Ευρ. “reg”, που σημαίνει ανορθώ, διορθώνω, αλλά σχετιζόμενα με το «ρεκτήρ» ή «ρέκτης» (δραστήριος, εργαζόμενος)   

4368. Recumb, Recumbance, Recumbency, Recumbent, Recumbently – re + ακουμβώ, αναπαύομαι κατακλινόμενος. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν έχει καμία εννοιολογική σχέση με το , “cumber”, “cumbersome” (εμποδίζω)

4369. Redifferentiation –  re + διαφορά

4370. Reduplicate, Reduplication, Reduplicative – re + διπλός, διπλόω- διπλώ

4371. Reelection, Reeligibility, Reeligible – re (δηλωτικόν επανάληψης) + εκλέγω, επανεκλογή

4372. Refuge, Refugee, Refugeeism- re + φεύγω, φυγή, πρόσφυγας

4373. Regeneracy, Regenerate, Regenerateness, Regeneration, Regenerative, Regenerator, Regeneratory – re (δηλωτικόν επανάληψης) + γεννώ, αναγεννώ

4374. Rejoin, Rejoinder, Rejoint, Rejointing – re (δηλωτικόν επανάληψης) + Ζευς, ζευγνύω, ζυγός

4375. Remain, Remainder, Remaindership, Remains – re (δηλωτικόν επανάληψης) + μένω, παραμένω

4376. Remasticate, Remastication – re (δηλωτικόν επανάληψης) + μασάομαι, μασώ, μαστιχάω- ώ, τρίζω τα δόντια μου

4377. Remediable, Remediableness, Remediably, Remedial, Remedially, Remedilless, Remedy – re (δηλωτικό ανάνηψης) + πρ. ινδ. Ευρ. medyo, μεσότης, μέσον προς θεραπεία, φάρμακο

4378. Remember, Rememberable, Rememberer, Remembrance, Remembrancer- re (δηλωτικό ανάνηψης, επανάληψης) + μέρμερος (ανήσυχος), μέριμνα, μνήμη

4379. Remind, Reminder, Remindful – σχέση με μήτις (φρην), μήδεα (φρόνησις, συμβουλή), μέδω (προστατεύω)

4380. Reminisce, Reminiscence, Reminiscent, Reminiscential – re (δηλωτικό ανάνηψης, επανάληψης) + μέρμερος (ανήσυχος), μέριμνα, μνήμη

4381. Remnant – re + μένω, απομεινάρι

4382. Remollient – re (δηλωτικό επανάληψης) + μαλακός, απαλύνω

φη. Remorse, Remorseful, Remorseless κ.λπ. – re + μάρπτω, αρπάζω, βλάπτω, συλλαμβάνω, κλείνω σε φάκα

4383. Remphan – ρέμβη + φαίνομαι, είδωλο και αντίστοιχος αστέρας λατρευόμενος από τους Εβραίους στην έρημο

4384. Renew, Renewability, Renewal, Renewed κ.λπ. – re (δηλωτικό επανάληψης) + νέος

4385. Renominate, Renomination- re (δηλωτικό επανάληψης) + όνομα

4386. Renounce, Renouncement, Renouncer – re (δηλωτικό ανάνηψης) + κοινοποιούμενα νέα, συνέρχομαι και δηλώνω κάτι άλλο, παραιτούμαι

4387. Renown, Renowned, Renownedly, Renownless – re (δηλωτικό επανάληψης) + όνομα, διάσημος, διασημότητα

4388. Renuent – re (δηλωτικό ανάνηψης) + νεύω

4389. Renunciation, Renunciative, Renunciatory – re (δηλωτικό ανάνηψης + κοινοποιούμενα νέα, παραίτηση με αυτοθυσία  

4390. Reorganisation, Reorganize – re (δηλωτικό επανάληψης) + οργάνωση, επανοργάνωση

4391. – Repair, Repairable, Repairer, Repairment, Reparable, Reparable, Reparably, Reparation, Reparative, Reparatory – re (δηλωτικό ανάνηψης) + και κατά τα άλλα από την ίδια ινδ. Ευρ. ρίζα “pare“ ή “pere” με το «παράγω»

4392. Repatriate, Repatriation – re (δηλωτικό επανάληψης) + πατρίς, επαναπατρίζω

4393. Repel, Repellency, Repellent, Repeller – re (δηλωτικό ανάνηψης) + πέλω (κινούμαι, χτυπώ, συμβαίνω), παλμός, πελταστής, απωθώ

4394. Replace, Replaceable, Replacement, Replacer – re (δηλωτικό επανάληψης) + πλατεία, αντικαθιστώ

4395.  Replait – re (δηλωτικό επανάληψης) + πλέκω, διπλώνω

4396. Replenish, Replenisher, Replenishment, Replete, Repleteness, Repletion- re (δηλωτικό επανάληψης) + πληρόω- ώ, πλήρης, ξαναγεμίζω

4397. Replica, Replicate, Replication, Replicator – re (δηλωτικό επανάληψης) + πλέκω, αντιγράφω κάτι είτε με τρισδιάστατο εκτυπωτή είτε με ακόμη πιο εξελιγμένη τεχνική, που διατηρεί στο ακέραιο την ουσία των προϊόντων (Star Trek)

4398. Replier, Reply κ.λπ. – re (δηλωτικό ανάνηψης) + πλέκω, απαντώ

4399. Repress, Represser, Repressible, Repression, Repressive, Repressively – re (δηλωτικό επανάληψης) + προίστημι, πιέζω δια προεξοχής, καταπιέζω

4400. Reprimer – re (δηλωτικό επανάληψης) + πρώτος, πρωταρχικός, συσκευή με καψούλι και φυσιγγιοθήκη που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για δεύτερη φορά

4401. Reprint- re (δηλωτικό επανάληψης) + print, press και αυτό εκ του προίστημι, πιέζω δια προεξοχής, συμπιέζω, επανατυπώνω

4402. Reprisal, Reprise – re (δηλωτικό επανάληψης) + επαίρω, παίρνω

4403. Repugn, Repugnance, Repugnancy, Repugnant, Repugnantly – re (δηλωτικό ανάνηψης) + πυγμή, ανθίσταμαι

4404. Repullulate, Repullulation – re (δηλωτικό ανάνηψης) + παύλος, ολίγιστος, γονιμοποιώ αύθις δια γύρης

4405. Repulse, Repulseless, Repulser, Repulsion, Repulsive, Repulsively, Repulsiveness, Repulsory –  re (δηλωτικό ανάνηψης) + πέλω (κινούμαι, χτυπώ, συμβαίνω), παλμός, πελταστής

φθ. Reremouse – reer (κινούμαι, σκιρτώ) + μυς, είδος φανταστικού στοιχειωμένου ποντικού ή νυχτερίδας

4406. Rescind, Rescission, Rescissory – re (δηλωτικό αναδρομής) + πρ. ινδ. Ευρ. Sker, σχίζω, ακυρώνω και μάλιστα αναδρομικά

4407. Rescore – re (δηλωτικό επανάληψης) + πρ. ινδ. Ευρ. Sker, σχίζω, ξανασκοράρω

4408. Resin, Resinaceous, Resiniferous, Resinification, Resiniform, Resinify, Resino -electric, Resinol (ρητίνη + έλαιον), Resinous, Resinously, Resinousness, Resiny – ρητίνη

4409. Resist, Resistance, Resistant, Resister, Resistibility, Resistible, Resistibleness, Resistibly, Resistive, Resistless, Resistlessly, Resistlessness, Resistor – re (δηλωτικό ανάνηψης) + ίστημι, ίσταμαι, αντιστέκομαι

φι. Resplendence, Resplendency, Resplendent, Resplendently – πρ. Ευρ. “splnd“ με μη σταθερή σειρά (μπορεί να είναι και “slpnd”), σχέση με «στίλβω», «στιλπνός»

4410. Respond, Respondence, Respondent, Respondentia, Response, Responsibility, Responsible, Responsibleness, Responsibly, Responsions, Responsive, Responsively, Responsiveness, Responsory – re (δηλωτικό ανάνηψης) + σπένδω (κερνώ ποτό), σπονδή, απαντώ

φια. Restant – re (δηλωτικό επανάληψης) + ίστημι, ίσταμαι, παραμένω

φιβ. Restate, Restatement – re (δηλωτικό επανάληψης) + ίστημι, ίσταμαι, ορθία στάση ομιλητή, δηλώνω, δήλωση, επαναδηλώνω, επαναδήλωση

φιγ. Restaur, Restaurant, Restaurateur, Restauration – re (δηλωτικό ανάνηψης) + ίστημι, ίσταμαι, στανιάρω, μέσω του λατινικού “restauro” επανατοποθετώ, επαναποθηκεύω, εστιώμαι, εστιάτορας, εστιατόριο

φιδ. Restitution, Restitutive, Restitutor – re (δηλωτικό ανάνηψης) + ίστημι, ίσταμαι, αποκαθίσταμαι 

φιε. Restorable, Restorableness, Restoration (Παλινόρθωσις των Βουρβώνων στη Γαλλία), Restorationism, Restorationist, Restorative, Restoratively, Restore, Restorer – re (δηλωτικό ανάνηψης) + ίστημι, ίσταμαι, μέσω του λατινικού “restauro” επανατοποθετώ, επαναποθηκεύω

φιστ. Restrain, Restrainable, Restrainedly, Restrainer, Restraining, Restraint – re (δηλωτικό ανάνηψης, αγρύπνιας) + στραγγεύω, σφίγγω, τεντώνω βίαια με κίνδυνο θραύσης ή θλάσης, περιορίζω, έχω υπό τον έλεγχό μου, υπό τα δεσμά

φιζ. Restrict, Restrictedly, Restriction, Restrictionist, Restrictive, Restrictively –  re (δηλωτικό ανάνηψης, αγρύπνιας) + στραγγεύω, σφίγγω, τεντώνω βίαια με κίνδυνο θραύσης ή θλάσης, περιορίζω, έχω υπό τον έλεγχό μου, υπό τα δεσμά

4411. Retail, Retailer –re + τάλις (η), κόρη σε ηλικία γάμου, εμπόρευμα, λιανεμπόριο

4412. Retain, Retainable, Retaining – re (δηλωτικό ανάνηψης, αγρύπνιας) + τείνω, έχω στην κατοχή μου

4413. Retaliate, Retaliation, Retaliative, Retaliator, Retaliatory – re (δηλωτικό ανάνηψης) + τέλος, ξεπληρώνω

4414. Retention, Retentive, Retentively, Retentiveness, Retentor – re (δηλωτικό ανάνηψης) + τείνω, κρατώ, συγκρατώ

4415. Reticence, Reticency, Reticent

4416. Retinoid – ρητινοειδής

4417. Retinol – ρητινέλαιον

4418. Retrim, Retriment – re (δηλωτικό επανάληψης, συνήθους κατάληξης) + τρίβω, τριβή

4419. Retropulsion, Retropulsive – retro (προς τα πίσω) +  πέλω (κινούμαι, χτυπώ, συμβαίνω), παλμός, πελταστής

4420. Revel, Revelation, Revelational, Reveller, Revelry – ρέμβη, ρέμβομαι

4421. Reversal, Reverse, Reversed, Reverseless, Reversebility, Reversion, Reversionary κ.λπ. – re (δηλωτικό ανάνηψης) + βέλτερον, βέλτιον, βελτιώνω (μετάπτωση του λάμδα σε ρο), αλλάζω την πορεία των γεγονότων προς το καλύτερο ή το χειρότερο  

4422. Revert, Reverter, Revertible – re (δηλωτικό ανάνηψης) + βέλτερον, βέλτιον, βελτιώνω, αντιστρέφω, αποδίδω

φιη. Revolt, Revolter, Revolting, Revoltingly – re (δηλωτικό ανάνηψης) + βέλτερον, βέλτιον, βελτιώνω, εξεγείρομαι, επαναστατώ

φιθ. Revoluble, Revolute, Revolution, Revolutionary, Revolutionist, Revolutionize – re (δηλωτικό ανάνηψης) + βέλτερον, βέλτιον, βελτιώνω, εξεγείρομαι, επαναστατώ

φκ. Revolve, Revolvency, Revolver (περίστροφο), Revolving – re (δηλωτικό επανάληψης) + βέλτιον, βέλτερον, βέρτερον, βελτιώνω, παραλλάσσω, περιστρέφομαι

4423. Rhabdoidal, Rhabdology, Rhabdomancy – ράβδος, ραβδοειδής, ραβδολογία, ραβδομαντεία

4424. Rhadamanthine – Ραδάμανθυς, ένας εκ των τριών δικαστών του Άδη, αυστηρός

4425. Rhapsodic, Rhapsodical, Rhapsodist, Rhapsodize, Rhapsody – ραψωδία

4426. Rhea – Ρέα, είδος άπτερων πτηνών που περιλαμβάνει τρεις αμερικανικές στρουθοκαμήλους

4427. Rheochord – ρέω, ροή + χορδή, σύρμα για μέτρηση αντίστασης ή μείωση δύναμης ηλεκτρικού ρεύματος

4428. Rheometer, Rheometry – ρέω, ροή + μετρώ, μέτρηση τάσης ηλεκτρικού ρεύματος

 4429. Rheomotor  – ρέω, ροή + motor (κινητήρας), κινητήρας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας

4430. Rheophore – ρέω, ροή + φέρω, συνδετικό ηλεκτροφόρο σύρμα

4431. Rheoscope – ρέω, ροή + σκοπώ, όργανο για ανίχνευση και μέτρηση πίεσης ηλεκτρισμού

4432. Rheostat – ρέω, ροή + ίστημι, ίσταμαι, ρεοστάτης

4433. Rheotome – ρέω, ροή + τομή, όργανο για ελεγχόμενη διακοπή ηλεκτρικής ενέργειας

4434. Rheotrope – ρέω, ροή + τρόπος, όργανο για μεταβολή φοράς ηλεκτρικού ρεύματος

4435. Rhesus – Ρήσος, βασιλιάς της Θράκης και ομώνυμος ποταμός, ρέζους θετικό ή αρνητικό ως χαρακτηρισμός αίματος

4436. Rhetoric, Rhetorical, Rhetorically, Rhetorician, Rhetorize – ρήτωρ, ρητορική

4437. Rheum – ρέω, ρεύμα, καταρροή από μύτη ή οφθαλμούς

4438. Rheumatic, Rheumatically, Rheumaticky, Rheumatism, Rheumatoid, Rheumy, Rheumatology- ροή, ρεύμα, ρευματισμοί

4439. Rhinaesthesia – ρις + αίσθησις, αίσθηση οσμής

4440. Rhinal- ρινικός

4441. Rhinanthus – ρίνανθος, είδος φυτού

4442. Rhine- είδος ποιοτικής ρωσικής κάνναβης, εισπνεόμενης δια της ρινός

4444. Rhinencephalic – ρινεγκεφαλικός

4445. Rhino, Rhinoceros, Rhinocerotic – ρινόκερος

4446. Rhinolith – ρινόλιθος, πέτρα στη ρινική κοιλότητα

4447. Rhinology – ρινολογία

4448. Rhinoplastic, Rhinoplasty – ρινοπλασία

4449. Rhinoscope, Rhinoscopy – ρινοσκοπώ, ρινοσκοπία

4450. Rhizic, Rhizogen (ριζογενές παράσιτο), Rhizoid, Rhizomania – ρίζα + γεννώ, ριζομανία

4451. Rhizoma, Rhizome – ρίζωμα, ένα από τα τέσσερα ριζώματα του Εμπεδοκλέους

4452. Rhizomatose – ριζωματικός έρπων βλαστός

4453. Rhizophagous – ριζοφάγος

4454. Rhizophorous – ριζοφόρος

4455. Rhizopod – ρίζα + πους, ριζόποδο πρωτόζωο

4456. Rhodanic – ρόδον (τριαντάφυλλο)

4457. Rhodian – προερχόμενος εκ Ρόδου

4458. Rhodium – ρόδιος, ρόδινος, μέταλλο

4459. Rhodium – αρωματισμένο ξύλο των Καναρίων Νήσων

4460. Rhododendron – ρόδον + δένδρον, ροδόδενδρον

4461. Rhodonite – ροδονίτης, είδος μαγγανίου

4462. Rhomb, Rhombic, Rhomboid, Rhomboidal, Rhombus – ρόμβος

4463. Rhombohedral, Rhombohedron – ρόμβος + έδρα, στερεό σώμα με έξι ρομβικά επίπεδα

4464. Rhonchus – ρόγχος

4465. Rhuburb, Rhuburby – ροίον (ραβέντι) + βάρβαρον, το αντίστοιχο φυτό

 4466. Rhyme, Rhymeless, Rhymer, Rhymester, Rhymist – ρυθμός, ομοιοκαταληξία

4467. Ryncho – ρύγχος, αυτός που φέρει ρύγχος

4468. Rhyncholite-  ρύγχος + λίθος, απολιθωμένο ρύγχος πτηνού  

4469. Rhynchophora – ρύγχος + φέρω, υποκατηγορία κολεοπτέρων, που περιλαμβάνει τους ρυγχοκάνθαρους

4470. Rhynchops – ρύγχος + ωψ, γλαρόνι

4471. Rhyolite – ρέω, ροή + λίθος, λίθος παραγόμενος από ρέον μάγμα

4472. Rhythmic, Rhythmical, Rhythmically – ρυθμός, ρυθμικός

4473. Rinse, Rinser – recincier, recentare, recens, re (δηλωτικόν ανάνηψης) + καινός, πρόσφατος, καθαρίζω

4474. Ripidolite – ριπίς (ανεμιστήρας, φυσερό) + λίθος, πυριτικό άλας αλουμινίου, μαγνησίου και μονοξειδίου του σιδήρου

4475. Roam, Roamer, Roaming –  ρώμη, πάω για προσκύνημα στη Ρώμη, περιπλανιέμαι

4476. Rodent, Rodentia – ρίνη, ρίνισμα, ξέστρο, τρωκτικό

4477. Romaic, Roman, Rome – ρώμη (δύναμη), Ρώμη

4478. Romance, Romancer, Romantist – ρώμη, Ρώμη, έπος, ιπποτικό ή ερωτικό μυθιστόρημα

4479. Romanic, Romanism, Romanist, Romanistic, Romanistically – ρώμη, ρομανικός, αφορών την Ρωμαιοκαθολική εκκλησία

4480. Romanization, Romanize, Romanizer – ρώμη, Ρώμη, καθιστώ κάποιον Ρωμαίο

4481. Romantic, Romantically, Romanticism, Romanticist, Romanticize. Romanticness – ρώμη, Ρώμη, ιπποτικός, ρομαντικός, ρομαντισμός

4482. Rome, Romewards, Romish – ρώμη, Ρώμη, ρωμαϊκός, ρωμαιοκαθολικός

4483. Rosace, Rosaceous, Rosaniline, Rosary (ροδόκηπος, κομπολόι καταρχάς ίσως από ρόδα) – ρόδον, τριαντάφυλλο  

4484. Rose ως πρώτο συνθετικό αμέτρητων λέξεων – ρόδον

φκα. Rostral, Rostrate, Rostriform, Rostroid, Rostrum – εκ του «ρίνη», ρίνισμα, ξέστρο που αποσπάται από το ρύγχος εντόμου

4485. Rosulate, Rosy – ρόδον

4486. Rove, Rover, Roving, Rovingly, Rovingness – ρέμβη, ρέμβομαι, περιπλανιέμαι

4487. Rural, Ruralist, Rurality, Ruralize, Rurally, Ruralness -άρουρα, γη

4488. Ruridecanal – άρουρα + διάκονος, κληρικός που εποπτεύει περιοχή ή ενορία

4489. Russia, Russian, Russianization, Russianize, Russification (ρωσοποίηση), Russify – Ρως (βυζαντινά ελληνικά)

4490. Russophil, Russophobia – ρωσόφιλος, ρωσοφιλία, ρωσοφοβία

4491. Rustic, Rustically, Rusticalness, Rusticate, Rustication, Rusticity – άρουρα, γη, επαρχία, εξοχή, ρουστίκ

4492. Ruthenium- Ρως, Ρωσία, μεταλλικό στοιχείο στην κατηγορία της πλατίνας

                                                S

4493. Saccate – σάκκος, ενθυλακώνω

4494. Saccharic, Sacchariferous (φέρων ζάχαρη), Saccharify (ζαχαροποιώ), Saccharimeter (ζαχαρόμετρο), Saccharine, Saccharite, Sacchirize, Saccharoid, Saccharometer, Saccharometry, Saccharon, Saccharose, Saccharum – σάκχαρον, ζάχαρη

4495. Sacciform, Saccular, Sacculate, Saccule (ασκός του αυτιού), Saccelum (τύμβος ή ιερό)  –σάκκος, θύλακας

4496. Sack – σάκκος

4497. Sackage – σάκκος, θυελλώδης αρπαγή, ενθυλάκωση

4498. Sackcloth – σάκκος + κλώθω, ύφασμα από το οποίο κλώθονται σάκκοι, μανδύας μετάνοιας

4499. Sacker (αυτός που τούς τυλίγει όλους), Sackful, Sacking, Sackless, Sacque – σάκκος

4500.   Sal (αμμωνία, ποτάσα), Salad, Salading -άλας, σαλάτα

4501. Salacious, Salaciously, Salaciousness, Salacity – άλλομαι, άλμα, ζωηράδα

4502. Salamander, Salamandrine – σαλαμάνδρα

4503. Salaried, Salary – άλας, μισθός, αποδοχές

4504. Saleratus, sal aeratus  -άλας + αήρ, διαττανθρακικό κάλιο, ποτάσα ή σόδα

4505. Salicilate, Salicylic- salix (ιτιά) + ύλη, σαλικυλικό οξύ

4506. Salience, Salient, Saliently-  άλλομαι, άλμα, ζωηράδα

4507. Saliferous (άλας + φέρω), Salifiable, Salification, Salify – άλας

4508. Salimeter – άλας + μετρώ, αλατόμετρο

4509. Salina, Salination, Saline, Salineness, Saliniferous (φέρων άλμη), Salinity, Salinometer – άλας, άλμη

4510. Salmon, Salmonoid – άλλομαι, άλμα, ζωηράδα, σολωμός

4511. Salt, Salter, Saltern (αλυκή), Salting, Saltless (άναλος), Saltness και άπειρα παράγωγα– άλας, αλς

4512. Saltant, Saltarello, Saltation, Saltatorius, Saltatory – άλλομαι, άλμα, πηδώ

4513. Saltigrada, Saltigrade – άλμα + gradior (περπατώ), ο κινούμενος με άλματα. Για τους μύστες του Star Trek υπάρχει ο Tardigrade, είδος βραδύποδος που κινείται κατά μήκος των νημάτων υποδιαστήματος

4514. Saltish, Saltishly, Saltishness – άλας, ελαφρώς αλατισμένος

4515. Salpetre, Salpetrous – άλας + πέτρα, νιτρικό κάλιο

φκβ. Saltpit – λάκκος απ’ όπου αποκτάται αλάτι

4516. Salt – rheum – άλας + ροή, έκζεμα του δέρματος

φκγ. Sambuca – σαμβύκη, άρπα

4517. Samian – αφορών τη Σάμο

4518. Sandal, Sandalled, Sandalwood – σάνδαλον

4519. Sand και άπειρα παράγωγα – ψάμμος μετά από αφαίρεση του πι, άρα «σαμ» κ.λπ.

4520. Santal, Santalaceous, Santaline – σάνδαλον

4521. Sap, Sapless και αμέτρητα παράγωγα – sapor, οπός, χυμός

4522. Sapid, Sapidity, Sapidness –sophos, σοφός με αφαίρεση του “h”, συνειδητοποιημένος, γευστικός

4523. Sapience, Sapient, Sapiental, Sapiently – sophos, σοφός με αφαίρεση του “h”, συνειδητοποιημένος

4524. Sapor, Saporific, Saporicity, Saporous, Sapper – sapor, οπός, χυμός 4525. Sapphic – αναφερόμενος στη Σαπφώ

4526. Sapphire, Sapphirine – σάπφειρος

4527. Sappiness, Sappy – sapor, οπός, χυμός

4528. Saprogenic – παραγόμενος από σήψη, σαπίλα

4529. Saprophagan – σαπροφάγος

4530. Saprophyte – σαπρόφυτον

4531. Sapwood – οπός, εξωτερικός φλοιός δένδρου, που δημιουργήθηκε από επίστρωση ρητινωδών χυμών

4532. Sarcasm, Sarcastic, Sarcastically – σαρκάζω, σαρκασμός, ωμό αδυσώπητο χιούμορ

4533. Sarcina, Sarcine – σαρκώδες μανιτάρι, σαρκώδης ιστός

4534. Sarcocarp – το σαρκώδες τμήμα μερικών καρπών

4535. Sarcocele – σαρξ + κήλη, σαρκώδης όγκος ενός όρχεως

4536. Sarcocol – σαρξ + κόλα, κολλώδης ρητίνη από αραβικά δένδρα, χρησιμοποιούμενη ως αντισηπτικό

4537. Sarcode, Sarcodic, Sarcoid – σαρκώδης, πρωτοπλασμικός

4538. Sarcolemma – σαρξ + λήμμα, μεμβράνη που περιβάλλει τον μυώδη ιστό

4539. Sarcoline, Sarcolite – σαρξ + λίθος, μέταλλο με ροζ, σάρκινο χρώμα

4540. Sarcological, Sarcology – σαρκολογία

4541. Sarcoma, Sarcosis – σάρκωμα, κακοήθης όγκος

4542. Sarcophagous, Sarcophagy  – σαρκοφάγος, ο τρεφόμενος με κρέας, σαρκοφαγία 

4543. Sarcophagus – σαρκοφάγος, φέρετρο (στην αρχή νομιζόταν ότι οι πέτρες της σαρκοφάγου έτρωγαν το κρέας του νεκρού)     

4544. Sarcotic – σαρκωτικός, παράγων κρέας, δίαιτα πάχυνσης

4545. Sarcophylla _ σαρκώδη φύλλα

4546. Sard, Sardius – σάρδιον, πολύτιμος λίθος προερχόμενος από τις Σάρδεις με ερυθρή απόχρωση

4547. Sardachate  – σάρδιον που περιέχει στρώματα αχάτη

4548. Sardine – ψάρι που αφθονούσε γύρω από τη νήσο Σαρδώ (Σαρδηνία), σαρδέλα

4549. Sardinia, Sardinian – Σαρδηνία, Σαρδώ

4550. Sardonic – σαρδόνιος, χαμόγελο που εκφράζει ειρωνεία και περιφρόνηση, χαμόγελο εκ συσπάσεων από κατανάλωση αφεψήματος φύλλων στο νησί Σαρδώ

4551. Sardonyx – σαρδόνυξ, πολύτιμος λίθος

4552.  Sargasso – εκ του ψαριού «σαργός» ή ίσως εκ της άλγης με μετατροπή του λάμδα σε ρο, αφού πρόκειται για φυκώδη θάλασσα

4553. Sarmentose, Sarmentous, Sarmentum – εκ του «σάρμα» (χάος, ρωγμή, σκουπίδι, εξ αντιδιαστολής στολίδι), βλαστοφόρος, έχων διακοσμητικούς μίσχους ή βλαστούς  

φκδ. Sarothamnus – σαίρω (σαρώνω) + θάμνος, σαρόθαμνος, σκωτική σκούπα

4554. Sartorial, Sartorius – εκ του «σαρξ», αποκαθιστώ σάρκα, ράπτω

4555. Satanology, Satanophobia – Σατανάς (εβραϊκής προέλευσης) + λόγος, φοβία

4556. Satire, Satirical, Satirically, Satirist, Satirize – σάτυρος, σατιρίζω

4557. Satrap, Satrapy – σατράπης, σατραπεία (αρχ. Περσική λέξη)

4558. Satyr, Satyriasis, Satyric – σάτυρος, σεξουαλικά διεγερμένη θεότητα, φαύνος

4559. Saurian, Sauroid – σαύρα

4560. Sauropsida – σαύρα + ωψ, κατηγορία έμβιων οργανισμών με σαυροειδή χαρακτηριστικά, που περιλαμβάνει και ερπετά και πουλιά

4561. Scab, Scabbed, Scabbedness, Scabbiness, Scabby, Scabies, Scabious, Scabrid, Scabrous, Scabrousness – σκάπτω, οτιδήποτε έχει να κάνει με κακάδι, κρούστα πηγμένου αίματος πάνω από πληγή ή λέπι και απόξεση αυτού

4562. Scabble, Scapple – σκάπτω, λειαίνω πέτρα

4563. Scalable, Scalade, Scalariform – σκαλεύω, σκάλα  

4564. Scale, Scaled, Scaleless, Scaler, Scaliness, Scaly – σκαλίζω, σκαλεύω, σκάλα, αλλά και φολίς (κλιμακωτή σκληροπαγής ψηφίδα) σε αντίθεση με το λεπίς (λέπι ψαριού)

4565. Scalene – σκαληνός

4566. Scalenodendron – σκαληνός + έδρα, δωδεκάεδρος κρύσταλλος σε εξαγωνικό σύστημα, που ομοιάζει με δύο εξάπλευρες πυραμίδες ενωμένες στη βάση τους

φκε. Scallion – σκαλεύω, σκάλα, κρεμμύδι με κλιμακωτούς αλλεπάλληλους φλοιούς  

φκστ. Scallop, Scollop – πρ. Ινδ. Ευρ. “sker“, αλλά και “skel”, σχίζω, θαλάσσιο μαλάκιο εξόχως εδώδιμο, το γαλλικό «εσκαλόπ»  

4567. Scalp, Scalpel, Scalper – σκύλλω, γδέρνω, νυστέρι

φκζ. Scamp, Scamper, Scampish, Scampy – πρ. Ινδ. Ευρ. “sker”, σχίζω με την έννοια του διακόπτω τη συνέχεια της κίνησής μου, κινούμαι με μικρά σύντομα πηδηματάκια

4568. Scandal, Scandalize, Scandalmonger, Scandalous, Scandalously, Scandalousness – σκάνδαλον, σκανδαλίζω (αρχικά το ρήμα σήμαινε «πηδώ, εκπηδώ», όπως φαίνεται και από τη «σκανδάλη»

4569. Scape, Scapeless, Scapigerous – σκάπτον (δωρικός τύπος του σκήπτρον), βλαστός, κλαδί

4570. Scaphite – σκαφοειδής αμμωνίτης

4571. Scaphoid – ομοιάζον με σκάφη, σκαφοειδές (οστούν)

4572. Scaphopod – σκαφόποδον, μαλάκιο με στενά ινώδη ψευδόποδα

4573. Scapolite – σκάπτον (σκήπτρον) + λίθος, μίγμα ασβέστη και αλουμινίου

4574. Scapula, Scapular, Scapulary, Scapulated – σκάπτω, ξέω ή απωθώ με τον ώμο, ώμος, τζατζάρισμα (πολύ διαδεδομένη τεχνική, όχι μόνο το ποδόσφαιρο όπως νομίζουμε, αλλά κυρίως στις μάχες, όπου δεν εφαρμόζονταν οι σημερινές εξεζητημένες πολεμικές τεχνικές, αλλά μάλλον σπρωξίματα και …αρκουδοπάλεμα!

4575.  Scapulimancy – μαντεία από καύση ώμου στην πυρά

4576. Scar, Scarred – σκάπτω, εσχάρα, σημάδι πληγής, ουλή

4577. Scarab, Scarabaeus – κάραβος (αρσενικό σκαθάρι) με αφαίρεση του σίγμα, σκαραβαίος, είδος κοπροφάγων σκαθαριών που λατρευόταν από τους αρχαίους Αιγύπτιους

4578. Scarification, Scarificator, Scarifier, Scarify – σκαρίφημα, σκαριφισμός, κοπή δέρματος ώσπου να φανεί το αίμα, διέγερση του χώματος ώστε να καταστεί καλλιεργήσιμο, σχεδίασμα, σχεδιασμός

4579. Scarious – σκαρίφημα, σκαριφισμός, λεπτή και ημιδιαφανής ίνα 

4580. Scarp, Scarped – sker, σχίζω, απότομη πλαγιά

4581. Scaur, Scour – σκάπτω, εσχάρα, ουλή, καθαρίζω κάτι με βίαιο τρόπο

4582. Scathe, Scatheful, Scathefulness, Scatheless, Scathing – το αντίθετο του ασκηθής (άθικτος, σώος), βλάπτω

4583. Scatology – σκωρ, σκατός, μελέτη περιττωμάτων

φκη. Scatter, Scattered, Scattteringly, Scatterings κ.λπ. – σχέση με «σκορπίζω», άλλωστε η σημασία είναι η ίδια

4584. Scauper – σκύλλω, γδέρνω, χαράζω

4585.   Scavage, Scavenger – σκάπτω, σκαλεύω, ανασκαλεύω προς εύρεση τροφής

4586. Scelides – τα πίσω σκέλη του θηλαστικού

4587. Scena, Scenario (σενάριο), Scene, Scenery (σκηνικό), Scenic -σκηνή, παλκοσένικο θεάτρου  

4588. Scenographic, Scenographically, Scenography – σκηνογραφία

φκθ. Scent, Scentful – σχέση με το θέμα «σκανδ», που έχει την έννοια του πηδώ, όπως τινάζεται η παγίδα που αιχμαλωτίζει τα θύματα ή όπως προχωρεί το θύμα μέχρι να παγιδευθεί, οσμή

4589. Sceptic, Sceptical, Sceptically, Scepticalness, Scepticism, Scepticize – σκέψις, σκέπτομαι, αμφιβάλλω, σκεπτικισμός

4590. Sceptre, Sceptred, Sceptreless – σκήπτρον

4591. Schedule – σχεδιάζω, σχέδιον

4592.  Schema, Schematic, Schematical, Schematically, Schematism, Schematist, Schematize, Scheme, Schemer, Scheming – σχήμα

4593. Schesis, Schetic – σχέσις

4594. Schism, Schismatic, Schismatical, Schismatically, Schismaticalness, Schismatize – σχίζω, σχίσμα (και εκκλησιών)

4595. Schist, Schistose, Schistous – σχίζω, σχιστός, σχιστόλιθος, ασβεστόλιθος

4596. Schistosoma – σχιστόσωμα, επίπεδο, παρασιτικό σκουλήκι, αιματώδες η ηπατικό δίστομο

4597. Schistosomiasis – σχιστοσωμίασις, αρρώστια που προέρχεται από το παραπάνω σκουλήκι    

4598. Schizanthus – σχίζω + ανθός, σχιζανθός, λουλούδι κήπων με ζωή ενός έτους

4599. Schizocarp – σχίζω + καρπός, καρπός διαιρούμενος σε δύο μονόσπορα μέρη

4600. Schizogenesis – σχίζω + γεννώ, αναπαραγωγή δια διασπάσεως

4601. Scholar, Scholarlike, Scholarly, Scholarship (υποτροφία) – σχολείον, σχολικός, λόγιος

4602. Scholastic, Scholastically, Scholasticism – σχολαστικός, σχολαστικισμός

4603. Scholiast, Scholastic, Scholium – σχόλιον, σχολιάζω, σχολιασμός

4604. School, Schooling, Schoolman, Schoolmaster, Schoolmate, Schoolmistress, Schoolteacher κ.λπ. – σχολείον, παράγωγα και συνθετικά του

4605. Sciagraph, Sciagraphical, Sciagraphy – σκιά, σκιαγραφώ

4606. Sciamachy, Sciomachy – σκιαμαχία, μάχη με σκιές

4607. Sciamancy, Sciomancy – μαντεία με βάση σκιές

4608. Sciatheric – σκιοθηρικός, αφορών ηλιακά ρολόγια

4609. Sciatic, Sciatica – ισχίον, ισχιακό νεύρο

4610. Science, Sciential, Scientific, Scientifically, Scientist και αμέτρητα παράγωγα – ναι, είναι από το ελληνικό «σχίζειν», τέμνω, διότι ή βασική αρχή της επιστήμης είναι η διαίρεση και η διάκριση

4611. Scilla, Scillitine – σκίλλα, σκιλλοκρέμμυδο, πικρή διουρητική ουσία σπό σκίλλα

4612. Sciolism, Sciolist, Sciolous – science, «σχίζειν- διάκρισις», η λίγη γνώση

4613. Scioptic, Scioptics, Scioptric – σκιά + οπτικός, διόπτρα, σκοτεινή κάμερα, φωτογραφική οπή σε σκοτεινό δωμάτιο

4614. Schirrhosity, Scirrhous, Scirrus- σκίρον, σκίρος, σκιρρώδης, τυλώδης, σκληρός, κομβώδης, με πολλούς ρόζους

φλ. Scissel (ρινίσματα μετάλλου), Scissible, Scission, Scissor, Scissors (ψαλίδι), Scissure (σχίσιμο) – παρά τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα, δεν μπορεί να αποκρουσθεί η σχέση με το «σχίζειν», διότι αυτή είναι η πλέον λογική εκδοχή σύμφωνα με το ξυράφι του Όκκαμ

4615. Sciurine, Sciurus – σκίουρος

4616. Sclave – σκλάβος (βυζαντινά ελληνικά), απ’ όπου προέρχεται και η ονομασία των Σλάβων

4617. Sclerenchyma – σκληρός ξυλώδης ιστός, σκληρόδερμα κοραλλίων

4618. Scleriasis – σκληρίασις, σκλήρυνση ιστών

4619. Scleroderm – σκληρόδερμα, εξωτερικό κάλυμμα ή εξωσκελετός ιστών

4620. Sclerogen – σκληρός + γεννώ, μεταλλική ή ξυλώδης ύλη που επικάθηται σε ορισμένα φυτά

4621. Scleroid – σκληρός στην υφή και την αφή

4622. Sclerometer – σκληρός + μετρώ, όργανο για μέτρηση της σκληρότητας μετάλλων 

4623. Sclerotic, Sclerosis, Sclerotitis – σκλήρωσις, σκλήρυνση κυτταρικών ιστών, ειδικά του εξωτερικού χιτώνα του ματιού

4624. Sclerous – σκληρός

4625. Scob, Scobbiform, Scobs – σκάπτω, οτιδήποτε έχει να κάνει με κακάδι, κρούστα πηγμένου αίματος πάνω από πληγή ή λέπι και απόξεση αυτού

4626. Scolecite – σκώληξ, σκωληκοειδές σώμα για την γονιμοποίηση και καρποφορία μυκήτων

4627. Scolex – σκώληξ, έμβρυο σκωληκοειδούς ταινίας

4628. Scoliosis – σκολίωσις         

4629. Scolopaceous, Scolopax – σκόλοπαξ (μπεκάτσα)

4630. Scolopendra, Scolopendrium – σκολιός + πους, χιλιόποδον, σκολοπένδρα

4631. Scolytus – σκολύπτω, εκτίλλω, κολοβώ, σκαθάρι βλαβερό για τα δένδρα 

4632. Scomber – σκόμβρος, σκουμπρί

4633. Scope – σκοπός, φάσμα

4634. Scopiform – σκάπτον, σκήπτρον, με μορφή σκούπας

4635. Scopiped – σκάπτον, σκήπτρον + πους, έντομο με μαλλιαρά πόδια

4636. Scorch, Scorcher – “s“ στερητικόν + cortex (φλοιός), “sker”, σχίζω, αποφλοιώνω, κατακαίω

φλα. Score, Scorer – νορβηγική τάχα ρίζα, αλλά το ξυράφι του Όκαμ λέγει ότι μάλλον παράγεται σύμφωνα με την ακολουθία του προηγούμενου λήμματος, χαράζω σε φλοιό, σκοράρω

4637. Scoriaceous, Scorification, Scoriform, Scorify- σκωρία, συντελώ στο να σκουριάσει κάτι

4638. Scorn, Scorned, Scorner, Scornful, Scornfully, Scornfulness –  

“s“ στερητικόν + κέρας, αφαιρώ τα κέρατα ως σύμβολο δυνάμεως, περιφρονώ

4639. Scorodite – σκόροδον, σκόρδο, είδος ενυδατωμένου αρσενικού παράγωγου του σιδήρου

4640. Scorpio, Scorpoid, Scorpion – σκορπιός, εκτοξευτήρας βελών, μαστίγιο με σκληρά και μυτερά άκρα

4641. Scotograph- σκότος + γράφω, στυλογράφος για τυφλούς

4642. Scotomy – σκότωμα, ζαλάδα, σκοτούρα

4643. Scotoscope – σκότος + σκοπώ, γυαλιά νυκτερινής όρασης

4644. Scourge, Scourger – “s“ στερητικόν + χόριον (μεμβράνη μωρών), ξεσκίζω, τιμωρώ, επιπίπτω ως λαίλαπα

4645. Scout – auscultare (με αφαίρεση του “s” «ακούω»), ανιχνεύω, ανιχνευτής

4646. Scramble, Scrambler, Scrambling, Scrambingly – sker, σχίζω (η πιο γόνιμη ελληνική ρίζα), αρπάζω κάτι και μάλιστα υπό πίεση, ανακατεύω  

4647. Scrap, Scrape, Scraper, Scrapiana (ερανισμός ή συναξάρι λογοτεχνικών αποσπασμάτων -σπαραγμάτων), Scraping, Scrappy – sker, σχίζω, γρατζουνίζω, αποσπώ ρινίσματα, ξέσματα ή ροκανίδια

 φλβ. Scream, Screamer – “s” προσθετικόν + κράζω, κραυγή, κραυγάζω

4648. Screen, Screening – sker,  σχίζω (η πιο γόνιμη ελληνική ρίζα), κόβω και κατασκευάζω ασπίδα από δένδρο, οθόνη

4649. Scrimmage – sker, σχίζω αλλά ίσως και κείρω (κουρεύω), συμπλοκή, αψιμαχία

4650. Scrofula, Scrofulous, Scrofulously, Scrofulousness –  “s” προσθετικόν + χοίρος, χοιρίασις, εναπόθεση λιπωδών εξογκωμάτων επί λεμφατικών αδένων

4651. Scrophularia – φυτά που γιατρεύουν τη χοιρίαση. Η σχέση “scrofulous- scrophularia” αποδεικνύει ότι οι προερχόμενες από την ελληνική γλώσσα αγγλικές λέξεις δεν γράφονται πάντα με “ph”, αλλά μπορεί να γράφονται και με “f”

4652. Scrotal, Scrotiform, Scrotocele (οσχεοκήλη), Scrotum – “s“ στερητικόν + χόριον (δερματική μεμβράνη), όσχεον

4653. Scrutable, Scrutator, Scrutineer, Scrutinize, Scrutinizer, Scrutinous, Scrutiny – sker, σχίζω (η πιο γόνιμη ελληνική ρίζα), κάνω φύλλο και φτερό, ερευνώ

4654. Scull – “sker“, αλλά και “skel”, σχίζω, κρανίο

4655. Sculptor, Sculptural, Sculpturally, Sculpture, Sculpturesque -sker, σχίζω (η πιο γόνιμη ελληνική ρίζα), γλύφω, γλυπτική

4656. Scurrility, Scurillous, Scurillously, Scurrilousness, Scurry- σκίουρος (σκιά + ουρά), πηδώ, φυσιούμαι, συμπεριφέρομαι απρεπώς, κάνοντας μη επιτρεπόμενα άλματα

4657. Scutage, Scutate, Scute, Scutiform –  sker,  σχίζω (η πιο γόνιμη ελληνική ρίζα), κόβω και κατασκευάζω ασπίδα από δένδρο, σκουτάρι στα βυζαντινά ελληνικά

4658. Scutellate, Scutellated – η ετυμολογία είναι η ίδια όπως στο προηγούμενο λήμμα, διαιρεμένος σε ασπιδόμορφους δίσκους

4659. Scytale – σκυτάλη, ράβδος βρίθουσα γραμμάτων, αριθμών ή άλλων ψηφίων, που μετέδιδε κρυπτογραφημένη πληροφορία μετά από επικάλυψη με καταλλήλως διάτρητο δέρμα

4659. Scythe, Scytheman- το αντίθετο του ασκηθής (άθικτος, σώος), βλάπτω, δρεπάνι, δρεπανηφόρος

4660. Scythian – το να πούμε σε συμφωνία με το προηγούμενο λήμμα ότι Σκύθης είναι αυτός που βλάπτει, θα ήταν πολιτικώς μη ορθό

4661. Seadrome -sea + δρόμος, επιπλέων αερόδρομος δεμένος με πασσάλους στη θάλασσα

4662. Seaplane – sea + πέλανος, ημίρρευστη επίπεδη πίττα, λαγάνα, υδροπλάνο

4663. Seclude, Secluded, Secludedly, Seclusion, Seclusive – se (δηλωτικό διαχωρισμού) + κλείω, κλειστός, διαχωρίζω εντός της κοινωνίας

φλγ. Seigneur, Seigneurial, Seignery, Seignior, Seigniorage, Seignioral, Seigniory – άρχοντας, φεουδάρχης, λέξη σε τελευταία ανάλυση προερχόμενη εκ του δασυνόμενου «έννος, ένος» (περσινός), βλ. παρακάτω “senate”, “senator” κ.λπ.    

4664. Seismal, Seismic – σεισμός, σεισμικός

4665. Seismogram – σεισμικό διάγραμμα

4666. Seismograph, Seismographic, Seismography-σεισμογράφος

4667. Seismologist, Seismology – σεισμολογικός

4668. Seismometer – σεισμόμετρον

4669. Seismoscope – σεισμοσκόπιον

4670. Sejugous –   sex (λατινικό έξι) + ζυγός, ο έχων έξι φύλλα ως ένα μεγάλο φτερό (φυτολογία), ομάδα έξι συζευγμένων αλόγων  

4671. Selachian – σέλαχος (καρχαρίας), απ’ όπου προκύπτει ότι και τα σαλάχια είναι καρχαριοειδή

4672. Select, Selected, Selectedly, Selection, Selective, Selectivity, Selectness, Selector – se (δηλωτικό διαχωρισμού) + λέγω, επιλέγω

4673. Selenate (σεληνικό οξύ), Selenic, Selenide, Seleniferous, Selenite, Selenitic, Selenium – Σελήνη, σελήνιον, σεληνίτης, κρύσταλλος καθαρισμού ενέργειας

4674. Selenodont – Σελήνη + οδούς, έχων δόντια σε σχήμα ημισελήνου

4675. Selenographic, Selenography – σεληνογραφία

4676. Selenology, Selenologist – σεληνολογία, σεληνολόγος

4677. Selenotropic – σεληνοτροπικός, στρεφόμενος προς το φεγγάρι

4678. Semantron – σήμαντρον (εκκλησίας)

4679. Semaphore, Semaphoric – σήμα + φέρω, θέση και λειτουργία σηματωρού, σηματοδότης φωτεινός ή ψαλιδωτός με χρήση μοχλών, όπως στους σιδηροδρόμους

4680. Sematic – σηματικός

4681. Semeiography – σημείον + γράφω, καταγραφή συμπτωμάτων

4682. Semeiological, Semeiology, Semeiotic, Semiology – σημειολογία, σημειωτική, ερμηνεία σημείων στο περιβάλλον και την κοινωνία

4683. Semi – δασυνόμενο ελληνικό «ημι» ως πρώτο συνθετικό αμέτρητων λέξεων

4684. Semicircle – ημί + κύκλος, ημικύκλιον

4685. Semicolon – ημί + κώλον, άνω τελεία (πλεονασμός, διότι το «κώλον» σημαίνει ήδη μισή πρόταση ή μισή διαδρομή)

 4686. Semidiameter – ημί + διάμετρος, άρα ακτίνα κύκλου

4687. Semiped, Semipedal – ημί + πους, ημίπους και επί ποιητικών μέτρων

4688. Semitone, Semitonic – ημιτονικός (μουσική)

4689. Semnopithecus – σεμνός + πίθηκος, είδος πιθήκου

4690. Senate, Senator, Senatorial, Senator, Senatorially, Senatorship – δασυνόμενο «έννος ή ένος» (περσινός), ενώ αντιθέτως «ένος» με ψιλή σημαίνει μελλοντικός, μεθαυριανός

4691. Senescence, Senescent – βλ. αμέσως παραπάνω, η διαδικασία της γήρανσης

4692. Senile, Senility – δασυνόμενο «έννος ή ένος» (περσινός), γέρος ξεμωραμένος, ραμολιμέντο

4693. Senior, Seniority –  δασυνόμενο «έννος ή ένος» (περσινός), πρεσβύτερος

φλδ. Senor, Senora, Senorita – συνήθεις ισπανικές λέξεις (κυρία, κύριος, δεσποινίς), βλ. αμέσως ανωτέρω 

4694. Sensigenous – sense + γένος, ο γεννών ή προκαλών αίσθηση

4695. Sensitometer – όργανο μέτρησης της ευαισθησίας των φωτογραφικών ταινιών

4696. Sepal, Sepaline, Sepalody (μετατροπή πέταλου σε σέπαλο), Sepaloid – σέπαλον (σ.σ. η διαφορά πέταλου από σέπαλο είναι ότι το πρώτο είναι φυλλώδες έλυτρο ή κάλυμμα που προστατεύει τα εσωτερικά τμήματα του άνθους, ενώ το πέταλο είναι εξωτερικό και προσελκύει γύρη)

4697. Sepia, Sepic – σηπία, σουπιά

4698. Sepsin, Sepsis – σήψις, δηλητηρίαση του αίματος, πτωμαϊνη

4699. Septan – δασυνόμενο «επτά», συμβαίνον «τη ημέρα τη εβδόμη»

4700.  Septangular – επτά + αγκύλη, επτάγωνος

4701. September – μήνας προερχόμενος εκ του «επτά»

4702. Septembrist – όνομα δοθέν στους πρωταίτιους της σφαγής των Παρισίων το 1792 (τρομοκρατία)

4703. Septempartite, Septemvir (ένας εκ της διοικούσας επτανδρίας), Septenary, Septenate – επταμερής

4704. Septennial, Septennially – επτά + έννος, ένος, εναιυτός = επτάχρονης διάρκειας ή συμβαίνων ανά επτά έτη

4705. Septentrion, Septentrional, Septentrionally – δασυνόμενο «επτά», που αναφέρεται στα επτά προεξάρχοντα άστρα της Μεγάλης Άρκτου

4706. Septet (σεπτέτο, μουσικό κομμάτι για επτά), Septfoil, Septifolious – επτά + φύλλον, επτάφυλλος, επταμερής, εκκλησιαστικός κύκλος συμβολίζων τα επτά μυστήρια

4707. Septic, Septicity- σήπω, σήψη, σαπίλα

4708. Septicaemia, Septicaemic – σηψαιμία, σηψαιμικός

4709. Septicidal (προερχόμενος δια επταμερούς διαιρέσεως καρπού), Septifarious (στρεφόμενος επτά φορές), Septiferous (φέρων επτά), Septiform, Septilateral (έχων επτά πλευρές), Septillion (εκατομμύριο υψούμενο στην έβδομη, Sepitomole (επτά νότες που παίζονται σύντομα), Septinsular (επτανησιακός), Septuple (επταπλός) – επτά

4710. Septuagenarian (εβδομηκοντούτις), Septuagenary, Septuagesima (τρίτη Κυριακή προ Σαρακοστής, εβδομήντα μέρες προ Πάσχα), Septuagesimal- δασυνόμενον επτά

4711. Septuagint – ελληνική εκδοχή Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, η Μετάφραση των Εβδομήκοντα

4712. Septum – σεπτός, χώρισμα, ιερό διαμέρισμα, κλίτος εκκλησίας, διάφραγμα στον οργανισμό φυτού, μέσα στον καρπό ή μεταξύ κυττάρων

4713. Serene, Serenely, Sereneness, Serenity – ξηρός, ξηρασία (όσο κι αν… ξενίζει), γαλήνη, ηρεμία

4714. Serial, Serially, Seriate, Seriately, Seriatim, Series – σειρά

4715.  Sericate, Sericeous, Serilite, Sericulture – σηρικός, αναφερόμενος στους Ινδούς Σήρες, από τους οποίους οι Έλληνες παρέλαβαν το μετάξι

4716. Serious, Seriously, Seriousness – εκ του «βάρος» μέσω του γερμανικού “schwer”, ουσιώδης, σοβαρός

4717. Serosity, Serous, Serum – “se” (δηλωτικό έκκρισης) + ορός

4718. Seprent, Serpentarius, Serpentiform – δασυνόμενο «έρπω», ερπετόν

4719. Serpentine, Serpentinely – έρπω, σερπαντίνα, μαίανδρος, πυριτικό άλας μαγνησίου, στίχος που αρχίζει και τελειώνει με την ίδια λέξη

4720. Serpentry – έρπω, φιδοφωλιά

4721. Serpiginous, Serpigo – έρπω, έρπουσα δερματική αρρώστια

4722. Serpula, Serpulite – έρπω, θαλάσσια σκουλήκια που ζουν σε ασβεστόλιθο, τον οποίο τα ιδια κατασκευάζουν

4723. Serrate, Serration, Serrature (σύρτης), Serrulate – σύρω, αλλά και σειρέω- ω (εκ του αστέρα Σειρίου του αστερισμού Κυνός που προκαλούσε τα κυνικά καύματα, προκαλώ καύματα δια τριβής, σχοινί με κόμπους, πριονοκορδέλα

4724. Sesame, Sesamoid – σησάμη, σήσαμον

4725. Sexagenarian (εξηκοντούτις), Sexagenary, Sexagesima (δεύτερη Κυριακή προ Σαρακοστής, εξήντα μέρες προ Πάσχα), Sexagesimal – δασυνόμενον έξι    

4726. Sexangle, Sexangular, Sexangularly – έξι + αγκύλη, εξάγωνος

4727. Sexennial, Secennially – έξι + έννος, ένος, εναιυτός = εξάχρονης διάρκειας ή συμβαίνων ανά έξι έτη

4728. Sexisyllabic – εξασύλλαβος

4729. Sexological, Sexologist, Sexology- sex (φύλον)  + λόγος, σεξολογία, σεξολόγος κ.λπ. 

4730. Sextain (στροφή έξι στίχων), Sextan (συμβαίνων κάθε έκτη ώρα), Sextet (ομάδα έξι μουσικών), Sextuple (εξαπλός) – δασυνόμενον έξι

4731. Sextant – εξάντας, όργανο μέτρησης ύψους και άλλων γωνιωδών αποστάσεων που το σκέλος του περιλαμβάνει 60 μοίρες

4732. Sextile – απόσταση πλανητών, ίση με το έκτον του κύκλου

4733. Sextillion – εκατομμύριο υψούμενο στην έκτη δύναμη

4734. Sexto – βιβλίο άκοπο με φύλλα έξι φορές διπλωμένα

4735. Shade, Shadily, Shadiness, Shading, Shadow, Shadowness, Shadowing, Shadowless, Shadowy – σκιά, μέσω του γερμανικού “Schatten” και του γοτθικού “skadus”

φλε. Shaft, Shafted, Shaftless- σχέση με το «σκήπτρον», οτιδήποτε στενό και μακρύ, σήραγγα, μακρύς διάδρομος

φλστ. Shame και αμέτρητα παράγωγα  (Shameful κ.λπ.)– το θέμα «σχ» φαίνεται να σχετίζεται με την «αισχύνη»

4736. Shard, Sharded, Sherd – πρ. ινδ. Ευρ. “sker”, σχίζω (η πιο παραγωγική ελληνική ρίζα), θραύσμα

4737. Shark -καρχαρίας (παμπάλαιη λέξη, όπως και το είδος του καρχαρία- η ηχητική σχέση είναι φανερή, αλλά πρόσφατα το… ανθελληνικό λόμπυ έχει απορρίψει αυτή την ετυμολογία και συνδέει τον καρχαρία με το “Scoundrel” ή το γερμανικό “Schurke”, που σημαίνει «μάγκας, απατεώνας, μπράβος, παλιάνθρωπος»). Τι σχέση έχει ο καρχαρίας με τον παλιάνθρωπο; Ελλείψει άλλου κριτηρίου, επιλέξτε υποστηρίξιμη εκδοχή με κριτήριο αισθητικό

4738. Shear, Shearer, Shearing κ.λπ. – πρ. ινδ. Ευρ. “sker”, σχίζω, κόβω με ψαλίδι

4739. Sheer, Sheers – πρ. ινδ. Ευρ. “sker”, σχίζω, βάζω στην άκρη, γερανός

4740. Shell, Shelly και αμέτρητα παράγωγα – πρ. ινδ. Ευρ. “sker”, σχίζω, κέλυφος

4741. Shelter, Shelterless, Sheltery – πρ. ινδ. Ευρ. “sker”, σχίζω (η πιο παραγωγική ελληνική ρίζα), καταφύγιο δίκην κελύφους

4742. Shelves, Shelf, Shelving, Shelvingly – πρ. ινδ. Ευρ. “sker”, σχίζω (η πιο παραγωγική ελληνική ρίζα), ράφι

4743. Shepherd, Shepherdess, Shepherdism, Shepherdly – sheep (ίδια ρίζα με το γερμανικό ‘Schaf”) + herd εκ του κόρθυς (δεμάτι), σωρεύω, βόσκω

4744. Shield, Shieldless, Shieldlessness-  πρ. ινδ. Ευρ. “sker” ή “skel”, σχίζω, ασπίδα από κομμένο φλοιό δένδρου

φλζ. Shilling – βλ. αμέσως ανωτέρω, σελίνι

φλη. Shirt και αμέτρητα παράγωγα – υποτίθεται ότι προέρχεται από το αγγλοσαξονικό “scyrt”, πλην όμως η καταγωγή από το «σκύτος» είναι παραπάνω από φανερή, υποκάμισο

4745. Shod, Shoddy – ο φορών παπούτσια ή μπότες, βλ. αμέσως παρακάτω

4746. Shoe, Shoebill, Shoeblack και αμέτρητα παράγωγα – σκύτος μέσω του γερμανικού “Schuh“ και του γοτθικού “Skoh“

4747. Shoulder, Shoulderslip, Shouldertrap και πολυάριθμα παράγωγα – πρ. ινδ. Ευρ. “sker” ή “skel”, σχίζω, ασπίδα, ώμος

4748. Shove, Shovel, Shoveller – σκάπτω μέσω του γερμανικού “Schaufel” και του πρωτογερμανικού “scuvala”

4749. Shred, Shredding, Shreddy, Shredless – πρ. ινδ. Ευρ. “sker”, σχίζω (η πιο παραγωγική ελληνική ρίζα), ράκος

4750. Shrew, Shrew – mole, Shrew- mouse (ίσως και το “Shrewd”, “Shrewdness” με την έννοια της πονηρίας – πρ. Ινδ. Ευρ. “sker”, σχίζω με την έννοια του διακόπτω τη συνέχεια της κίνησής μου, κινούμαι με μικρά σύντομα πηδηματάκια, νανομυγαλή

4751. Shrink, Shrinkage, Shrininking, Shrinkingly, Shrunk, Shrunken – πρ. ινδ. Ευρ. “sker”, σχίζω (η πιο παραγωγική ελληνική ρίζα), συστέλλομαι, συρρικνώνομαι

4752. Shroud, Shroudless, Shrouds – πρ. ινδ. Ευρ. “sker”, σχίζω (η πιο παραγωγική ελληνική ρίζα), σάβανο

4753. Sialogogue – σίελος + άγω, σιελαγωγός

4754. Sibyl, Sibylline – Σίβυλλα (Κυμαία), σιβυλλικός, αινιγματικός, προφητικός

φλθ. Sicca, Siccative, Siccity – σχέση με «ισχνός», ξηρασία

4755. Siderite – σίδηρος, χαλυβδίτης, καφέ σιδηρόπετρα

4756. Siderographic, Siderographist, Siderography – σίδηρος + γράφω, σιδηρογραφία, σιδηρογράφος, χάραξη σε ατσάλι

4757. Siderolite – σίδηρος + λίθος, σιδηρόλιθος, μετεωρίτης περιέχων σίδηρο

4758. Sideroscope – σίδηρος + σκοπώ, μαγνητικό όργανο προς ανίχνευση σιδήρου

4759. Siderostat – σίδηρος + ίστημι, ίσταμαι, αστρονομικό όργανο προς συντονισμό και διοχέτευση των ακτίνων ενός αστέρος σε μία συγκεκριμένη κατεύθυνση

4760. Sideroxylon – σίδηρος + ξύλον, γένος δένδρων που διακρίνονται για τη σκληρότητα του ξύλου τους

4761. Sigma, Sigmation (προσθήκη ενός «σ»), Sigmatism (λάθος προφορά του Σίγμα), Sigmoid (κύρτωση δίκην Σίγμα), Sigmoidal – σίγμα

φμ. Sigma, Σίγμα ως σύμβολο της κυματοειδούς φύσεως του Σύμπαντος σε φως, αέρα και ύδωρ (ακόμη και στην ιδιοσυχνότητα των στερεών υλικών), αλλά και ως διακριτικό επισημότητας: Στην υπερσύγχρονη, αλλά και μελλοντολογική σειρά “Star Trek” οι Βουλκάνιοι που πρεσβεύουν τη λογική κατ’ απομίμηση των αρχαίων Ελλήνων χρησιμοποιούν το Σίγμα στην αρχή των ανδρικών ονομάτων ως διακριτικό επισημότητας (παράδειγμα ο Σποκ). Το ίδιο και στους Δωριείς, το Σίγμα είχε ιδιαίτερη πανηγυρική σημασία π.χ. Σιός (θεός), Ασάνα (Αθηνά), Σελλοί (οι πρώτοι Έλληνες), Σείριος (το άστρο του Κυνός που κατακαίει), Σέβας, Σέλας κ.λπ.

φμα. Σε συμφωνία με τα παραπάνω είναι άκρως πιθανό το “Sign” (σήμα), το “Signal” (σήμα), το “Significant” (σημαντικός), αλλά και το “Signature” (υπογραφή ως επικύρωση και Σφραγίς συμβολαίων), λέξεις με αμέτρητα παράγωγα, να προέρχονται από το Σίγμα με μετατροπή του «μι» σε «νι». Η εκδοχή ότι οι πιο πάνω λέξεις προέρχονται από το πρ. Ινδ. Ευρ. “sker” (ελληνικό «σχίζω») είναι πολύ πιο απίθανη λογικά και νοηματικά.  Μια ετυμολόγηση με βάση το “sker”- «σχίζω» και πάλι βέβαια θα οδηγούσε σε ίχνη ελληνικά, πλην όμως η εν λόγω ρίζα είναι ένα είδος ετυμολογικού “Passpartout“ και εντέλει θα καταλήξουμε οι μισές λέξεις της ανθρωπότητας να κατάγονται από αυτήν.     

4762. Signor, Signora, Signory  – άρχοντας, φεουδάρχης, λέξη σε τελευταία ανάλυση προερχόμενη εκ του δασυνόμενου «έννος, ένος» (περσινός)

 φμβ. Silence, Silent, Silencer, Silentiary, Silently, Silentness – πιθανότατα εκ του «σιγάν» με προοδευτική μετατροπή του «γάμμα» σε «λάμδα», ενδεχομένως και εκ του σιλλικυπρίου (σίλι, κρότων ή κίκι), ελαίου που χρησιμοποιούνταν ως μέσο φωτισμού τις νύχτες, όπου κυριαρχεί σιγαλιά και σιωπή

 4763. Silicicalcareous – silix + χάλιξ, η συγκεκριμένη λέξη, που σημαίνει μίγμα πυριτίου και ασβεστίου, καταδεικνύει ότι ίσως η λέξη “silix” προέρχεται από τη λέξη «χάλιξ», διότι ο «χάλιξ» (χαλίκι) μπορεί να περιέχει είτε πυρίτιο είτε ασβέστιο 

4764. Silk, Silken, Silkiness, Silkman, Silky – σηρικός, αναφερόμενος στους Ινδούς Σήρες, από τους οποίους οι Έλληνες παρέλαβαν το μετάξι

4765. Simial, Simian, Simious, Simous – σιμός, πιθηκοειδής, αναφέρεται στην πλακουτσωτή μύτη των πιθήκων

4766. Similar, Similarity, Similarly, Simile, Similize, Similitude – ομοιότης, δασυνόμενος όμοιος, όπως οι πολίτες της σπαρτιατικής Απέλλας

4767. Simoniac, Simoniacal, Simoniacally, Simony – Συμεών, Σίμων, σιμωνία, εμπορία ιερών αντικειμένων 

4768. Simple, Simpleness, Simpleton, Simplicity, Simplification και άπειρα παράγωγα – sine (άνευ) + πλέκω, πλοκή, μη πολύπλοκος, απλός

4769. Simularcum, Simulant, Simulate, Simulation – ομοιότης, δασυνόμενος όμοιος, όπως οι πολίτες της σπαρτιατικής Απέλλας

4770. Sinapin, Sinapis, Sinapisin, Sinapism – σίναπις, -εως (μουστάρδα), κόκκος σινάπεως (Καινή Διαθήκη)

4771. Sinfonia- μουσική συμφωνία

4772. Sinicism, Sinogram, Sinological, Sinologist, Sinologue, Sinology, Sinophil (κινεζόφιλος) – Sina (δυναστεία που κυβέρνησε την Κίνα τον 3ο π. Χ. αιώνα) + γράφω ή λόγος, σινολογία

4773. Siphon, Siphonage, Siphonic, Siphonifer, Siphuncle, Siphuncular, Siphunculated – σίφων, σωλήνας που αντλεί κρασί από βαρέλι

4774. Siren, Sirenes – σειρήνα, τόσο η ηχητική όσο και αυτές που μάγεψαν τον Οδυσσέα

4775. Siriasis, Sirius –  Σείριος, ο κατακαίων αστήρ του Κυνός και η εξ αυτού προερχόμενη υπερθέμανση, ηλίαση

4776. Sist – ίστημι, ίσταμαι, καλώ σε ιστάμενη διαδικασία

4777. Sistrum- σείστρον, κουδουνίστρα

4778. Sisyphean, Sisyphus – Σίσυφος, βασιλιάς της Κορίνθου που ξεγέλασε δύο φορές τον θάνατο και γι’ αυτό καταδικάστηκε στον Τάρταρο να σπρώχνει μία τεράστια πέτρα προς στην κορυφή ενός λόφου, αλλά λίγο πριν από το πέρας της διαδρομής αυτή να τού πέφτει

4779. Sitiology, Sitology, Sitophobia – μελέτη σίτου, σιτολογία, σιτοφοβία

4780. Sivatherium – Σίβα (ινδική θεότης) + θηρίον, είδος εκλιπόντος πλάσματος με δύο ζεύγη κεράτων και προβοσκίδα, ομοιάζοντος με ρινόκερο

4781. Six, Sixty και άπειρα παράγωγα- δασυνόμενον έξι

4782. Skeletal, Skeletology, Skeleton, Skeletonize – σκελετός

4783. Skiagraph – σκιαγράφος, σκιαγραφικό, φωτογράφηση με ακτίνες Χ

4784. Skimp, Skimping, Skimpy – πρ. Ινδ. Ευρ. “sker”, σχίζω με την έννοια του διαμοιράζω την τροφή με δελτίο, δίνω γλίσχρα τροφή

4785. Skip, Skipper, Skipping – πρ. Ινδ. Ευρ. “sker”, σχίζω με την έννοια του διακόπτω τη συνέχεια της κίνησής μου, κινούμαι με μικρά σύντομα πηδηματάκια, ξεπερνώ εμπόδια, διοικώ σκάφος

4786. Skirmish, Skirmisher, Skirmishing –  πρ. Ινδ. Ευρ. “sker”, σχίζω, αψιμαχία, ακροβολισμός

4787. Skirt, Skirting και αμέτρητα παράγωγα – υποτίθεται ότι πεοέρχεται από το αγγλοσαξονικό “scyrt”, πλην όμως η καταγωγή από το «σκύτος» είναι παραπάνω από φανερή, φούστα

4788. Skull – “sker“, αλλά και “skel”, σχίζω, κρανίο

4789. Slate, Slater, Slatiness, Slating, Slaty – Μέσω του γαλλλικού “esclate” = “sker” αλλά και “skel”, σχίζω, σχιστόλιθος

4790. Slav, Slavic – σκλάβος (βυζαντινά ελληνικά), Σλάβος

4791. Slave, Slavedriver, Slaveholder, Slaver, Slavery – σκλάβος (βυζαντινά ελληνικά)

4792. Slavish, Slavishly, Slavishness – σκλάβος (βυζαντινά ελληνικά), ο αφορών τους σκλάβους

4793. Slavonian, Slavonic – σκλάβος, Σκλαβηνός (βυζαντινά ελληνικά), Σλοβένος

4794.  Slavophil, Slavophobe – σλαβόφιλος, σλαβόφοβος

4795. Slender, Slenderly, Slenderness – μέσω του γαλλλικού “esclendre” = “sker” αλλά και “skel”, σχίζω, λεπτός, λιγνός

4796. Slice, Slicer – μέσω του γαλλλικού “escliz” = “sker” αλλά και “skel”, σχίζω, φέτα

4797. Slovak. Slovakian – σκλάβος (βυζαντινά ελληνικά), δυτικός Σλάβος, κάτοικος Μοράβιας, Σλοβάκος

4798. Slovene, Slovenian – σκλάβος, Σκλαβηνός (βυζαντινά ελληνικά), Σλοβένος

4799. Sluice- Sluicy – μέσω του γαλλικού “escluse” κλείω, κλείστρον, διοχετεύω δια στρόφιγγος

4800. Small και άπειρα παράγωγα – σμικρός, (σ) μήλον (μικρό ζώο και το ομώνυμο φρούτο), μικρός    

4801. Smaragd, Smaragdine – σμάραγδος, σμαράγδινος

4802. Smaragdite – πράσινο είδος αυγίτη, πυρόλιθου

4803. Smear, Smearness, Smeary – σμήχω, σμηκτός (λιπαρός), σμήγμα, αλείφω

4804. Smectite – σμήχω, σμηκτός (λιπαρός), είδος γαίας

4805. Smegma, Smegmatic – σμήγμα, σμηγματικός, εκκρινόμενος δια του δέρματος, καθαριστικός

4806. Smilax, Smilacine – σμίλαξ, τάξος, κρινοειδές γένος φυτών απ’ όπου εξάγεται και το βότανο σαρσαπαρίλλα

φμγ. Smile, Smilless, Smiling και αμέτρητα παράγωγα – παρότι υποστηρίζονται σκανδιναβικές ετυμολιγίες δεν μπορεί παρά να έχει σχέση με τη σμίλη, που έδινε το χαμόγελο στα αγάλματα

4807. Smirch – σμήχω, σμήγμα, σμηκτός κ.λπ.

φμδ. Smirk – βλ. “smile”

4808. Snapdragon – „snap” (ήχος απότομου κλεισίματος) + δράκων, δράκος, το φυτό σκυλάκι που κλείνει απότομα τη στεφάνη του αν ανοιχθεί, παιχνίδι, όπου αλιεύει κάποιος σταφίδες από καυτό κονιάκ και τις βάζει στο στόμα κι όποιος αντέξει!

4809. Snobocracy – κράτος και κυριαρχία αυτών που σνομπάρουν ή υποτιμούν τους άλλους (εκ του “sine nobilitate” – χωρίς ευγένεια)

4810. Snow, Snowball, Snowberry, Snowbird, Snowstorm και άπειρα παράγωγα – “s” (δηλωτικόν διαχωρισμού) + νιφάς, νιφάδα, νιφετός

4811. Soap, Soapy και αμέτρητα παράγωγα – σάπων, σαπούνι, ίσως και κατ’ ευφημισμό ή αντιδιαστολή από το σάπιος, σαπηδών

4812. Soar, Soaring, Soaringly – αύρα, σηκώνω στον αέρα

4813. Sober, Soberize, Soberly, Soberminded, Soberness, Sobriety – σοβαρός, νηφάλιος

4814. Soboliferous -sub (υποκάτω) + βώλος + φέρω, ο φέρων υπόγειους έρποντες βλαστούς

4815. Socratic, Socratically – Σωκράτης, σωκρατικός

4816. Sodomite, Sodomy – Σοδομίτες, σοδομίζω, σοδομισμός

4817. Sofism – σόφισμα, σοφισμός, μουσουλμανική αίρεση

4818. Sole, Solely, Soliloquy (μονόλογος), Solitary, Solitude, Solus  – δασυνόμενον όλον, μόνος, μοναδικός, μοναξιά  

4819. Solecism, Solecist, Solecistical – σολοικισμός, από τους Σόλλους της Κιλικίας, των οποίων οι κάτοικοι μιλούσαν ασύντακτα

4820. Solemn, Solemnity, Solemnization, Solemnize, Solemnizer, Solemnly, Solemness – δασυνόμενον όλον + ενιαυτός, χρόνος εορταζόμενος, εορτάζω, τελετουργώ, επικυρώνω με πανηγυρικό τρόπο  

4821. Solenoid -σωληνοειδής, συρμάτινη έλικα για διοχέτευση ρεύματος προς δημιουργία μαγνητικού πεδίου

φμε. Solicit, Solicitant, Solicitation, Solicitor, Solicitorship, Solicitous, Solicitously, Solicitousness, Solicitude – δασυνόμενον όλον + πρ. Ινδ. Ευρ. “keie”, κινώ, προσπαθώ να καταστήσω κάτι ολόκληρο, βοηθώ, συντρέχω  

4822. Solid, Solidify, Solidity, Solidness και αμέτρητα παράγωγα – δασυνόμενον όλον, απ’ όπου προέρχεται προφανώς και ο Σόλων, στέρεος, στερεός

4823. Solidarity – δασυνόμενον όλον, προσπαθώ να καταστήσω κάτι ολόκληρο, αλληλεγγύη

4824. Solidus- σόλιδος, χρυσό βυζαντινό νόμισμα, βυζαντινό σελίνι 

4825. Soliped – όλος με δασεία + πους, μονόπους 

4826. Solstice, Solstitial – sol (ήλιος) + ίστημι, ίσταμαι, ηλιοστάσιο

4827. Solubility, Soluble, Solubleness, Solution, Solutionist, Solutive – se (αυτοπαθές) + λύω, λύω πρόβλημα, διαλύομαι ο ίδιος σε αραιότερο μέσον

4828. Somatic, Somatist, Somatology, Sonatome (τομή σώματος) – σώμα, σωματολογία

4829. Somniferous, Somnipathy – somnus (ύπνος) + φέρω, πάθος

4830. Sophism, Sophist, Sophister, Sophistical, Sophistically, Sophisticalness, Sophistry – σόφισμα, σοφιστικός

4831. Sophisticate, Sophisticated, Sophistication, Sophisticator – σόφισμα, σοφιστικός, καθιστώ κάτι δια αχρείαστων συλλογισμών μη γνήσιο ή αδικαιολόγητα πολύπλοκο

4832. Sophomore, Sophomoric – σοφός + μωρός, φοιτητής στο δεύτερο έτος σπουδών, άρα ημιμαθής και οιηματίας, δοκησίσοφος 4833. Sorus, Soriferous – σωρός, θύλακας σπόρων στα φύλλα φτέρης

4834. Sorites – σωρείτης συλλογισμός αποτελούμενος από πολλούς άλλους

4835. Sorosis – σωρός, συμπαγής σαρκώδης καρπός, όπως αυτός του ανανά ή της μουριάς

4836. Soteriology – σωτήρ + λόγος, διδασκαλία περί του σωτήρος

4837. Sothic, Sothis – Σώθις, άλλο όνομα για τον Σείριο, τον περίλαμπρο αστέρα του Κυνός, που με βάση το πέρασμά του από τον ήλιο οι Αιγύπτιοι μετρούσαν το έτος τους εκ 365 ημερών

4838. Spade, Spadroon και αμέτρητα συνθετικά – σπάθη

4839. Spadiceous, Spadix, Spado – σπάδων, ευνούχος, ροδαλός

4840. Spanaemia- σπάνιος + αίμα, λεπταιμία, ολιγαιμία

4841. Spandrel- εκ + πετάννυμι, απόσταση μεταξύ καμπύλης τόξου και ορθής γωνίας που το οριοθετεί, τομέας

φμστ. Spanish, Spain και αμέτρητα παράγωγα – σφάγνον, ισπανικό βρύο (σ.σ. η ζωή είναι πολύ μικρή για να ερευνήσω αν πραγματικά η Ισπανία προέρχεται από το επίφυτο αυτό βρύο). Υπάρχει και η παρετυμολογική εκδοχή ότι προέρχεται από το ελληνικό «εις τον Πάνα», επειδή είχε δάση στις προ ξηρασίας εποχές, δύσκολο όμως κάτι τέτοιο να εξακριβωθεί.

φμζ. Spare, Sparing, Sparingly – πιθανώς εκ του «σπαρνός», σπάνιος, εξοικονομώ ένα ανταλλακτικό

φμη. Spark, Sparkle, Sparkler, Sparkling – σπέρχω, θέτω κάτι σε γρήγορη κίνηση, σπινθήρ

4842. Sparge, Sparger – σπαργώ, σφύζω, είμαι γεμάτος, αναβλύζω

4843. Sparrow – σπαράσιον, μικρό πουλί, σπουργίτης

4844. Sparse, Sparsedly, Sparsely, Sparseness- σπείρω κατά αραιά διαστήματα, σπανίζω

4845. Sparta, Spartan – Σπάρτη, Σπαρτιάτης, ανίκητος στρατιώτης ή πεζοναύτης σε έργα επιστημονικής φαντασίας

4846. Sparterie – σπείρω, σπόρος, σπαρτός  

4847. Spasm – σπασμός

4848. Spasmodic, Spasmodically – σπασμωδικός

4849. Spastic, Spasticity – σπαστικός

4850. Spatangus – σπατάγγης, είδος αχινού

4851. Spathaceous, Spathe, Spathic, Spathiform, Spathose – σπάθη

4852. Spatula, Spatulate, Spatule (πλατύ φτερό πουλιού) – σπάτουλα, υποκοριστικό της σπάθης

4853. Spawn, Spawner (αρσενικό ψάρι) – s (διαχωριστικό) + πετάννυμι, γεννώ αβγά (κυρίως επί βατράχων), φυτική μάζα μανιταριού, κάθε γέννημα, σπορά ή νεοττιά ειρωνικά

4854. Spay – σπάθη, ευνουχίζω θηλυκό ζώο δια αποκοπής ωοθήκης

4855. Spectrograph – spectrum (παρατηρούμενο φάσμα) + γράφω, κάμερα για φασματική φωτογράφιση

4856. Spectro-heliograph – spectrum (φάσμα) + ηλιογράφος, όργανο φωτογράφισης του ηλιακού φάσματος

4857. Spectrological, Spectrology – spectrum (φάσμα) + λόγος, επιστήμη ανίχνευσης συστατικών βάσιε μελέτης φάσματος

4858. Spectrometer – spectrum (φάσμα) + μέτρον, όργανο μέτρησης γωνιακής απόκλισης από την κατεύθυνση των φασματικών ακτίνων

4859. Spectroscope, Spectroscopic, Spectroscopically, Spectroscopist, Spectroscopy – spectrum (φάσμα) + σκοπώ, παρατήρηση και ανάλυση φάσματος

4860. Spelean, Speleologist, Speleology – σπηλαιολογία, απηλαιολόγος

φμθ. Spell και πολλά παράγωγα – σχέση με απειλή, εκφέρω, προφέρω   

4861. Spend, Spender – σπένδω (κερνώ ποτό), σπονδή, παρέχω, διαθέτω

4862. Sperm, Spermatic, Spermatoid – σπέρμα, σπερματικός, σπερματοειδής   

4863. Spermaceti – σπέρμα + κήτος, κέρινη ύλη που εξάγεται από το κεφάλι φυσητήρα  

4864. Spermary – σπέρμα και όργανο για παραγωγή τούτου, όρχις

4865. Spermatheca – σπέρμα + θήκη, σάκος σε θηλυκά έντομα ή ασπόνδυλα προς υποδοχή σπερματοζωαρίων

4866. Spermism, Spermatism – σπέρμα θεωρία, κατά την οποία κάθε ον προέρχεται από μικροσκοπική εκδοχή του εαυτού του ενυπάρχουσα στο σπέρμα (ή στο αβγό στα ωοτόκα) σε αντίθεση με την σήμερον κρατούσα ατομική και κυτταρική θεωρία

4867. Spermatogenous – σπέρμα + γεννώ, σπερματοπαραγωγός 

4868. Spermatology, Spermatologist, Spermology, Spermologist – σπερματολογία, σπερμολόγος

4869.  Spermatophore – σπέρμα + φέρω, κάψουλα που περιέχει σπερματοζωάρια σε όστρακα και μαλάκια

4870. Spermatorrhoea – σπέρμα + ρέω, ακούσια εκβολή ή έκχυση σπέρματος

4871. Spermatozoa – σπερματοζωάρια

4872. Spermatozoid – σπερματοζωειδής, αρσενικός γαμέτης ή σεξουαλικό κύτταρο στα φύκια, βρύα, λειχήνες, φτέρες κ.λπ.

4873. Spermoderm – σπέρμα + δέρμα, περίβλημα σπέρματος

4874. Spermoil – έλαιον σπέρματος, σπερματσέτο αποκτώμενο από φάλαινα – φυσητήρα

4875. Spermophile – σπέρμα + φιλώ, σπερμόφιλος γεώμυς, τρωκτικό που ανοίγει μεν τρύπες, αλλά δεν είναι τυφλό σαν τον τυφλοπόντικα

4876. Spermophore – σπέρμα + φέρω, ο πλακούς στα φυτά

4877. Sperm-whale – σπερμοφάλαινα, φυσητήρας, από τον οποίο εξάγεται σπερματσέτο

4878. Sphacelate, Sphacelation, Sphacelus – σφάκελος, γάγγραινα, σηψαιμία

4879. Sphanology, Sphagnous, Sphagnum – σφάγνον, βρυόζωο, ισπανικό βρύο

4880. Sphene, Sphenoid, Sphenoidal – σφην, σφήνα, σφηνοειδής 

4881. Sphenodon – σφην + οδούς, σαύρα της Νέας Ζηλανδίας

4882. Sphenogram, Sphenographer, Sphenographical, Sphenography – σφην + γράφω, σφηνοειδής γραφή όπως στη Μεσοποταμία, σφηνογραφία

 4883. Sphere, Spheral, Spheric, Spherical, Spherically, Sphericalness, Sphery – σφαίρα, σφαιρικός

4884. Sphericity, Spherics- σφαιρικότητα, γεωμετρική και τριγωνομετρική   

4885. Spherograph – σφαίρα + γράφω, φυσική γεωγραφία, γεωγραφία, μελέτη ατμόσφαιρας, υδρόσφαιρας, βιόσφαιρας και γεώσφαιρας

4886. Spheroid, Spheroidity – σφαιροειδής

4887. Spherometer – σφαίρα + μετρώ, όργανο για μέτρηση καμπυλών

4888. Spherosiderite – σφαίρα + σίδηρος, ανθρακικό ασβέστιο του σιδήρου σε σφαιρικές μάζες

4889. Spherostilbite – σφαίρα + στίλβω (γυαλίζω), μικροκρυσταλλικός στιλβίτης, ζεόλιθος περιέχων πυρίτιο, αλουμίνα, ασβέστιο και νερό

4890. Spherule – μικρή σφαίρα ή υδρόγειος

4891. Spherulite, Spherulitic – σφαιρουλίτης, είδος μαργαριταριού, κρύσταλλος που ανευρίσκεται σε ηφαιστειώδη ύαλο

4892. Sphincter – σφιγκτήρ, κάθε μυς που κλείει ή συστέλλει ένα στόμιο

4893. Sphninx _ Σφίγξ, Σφίγγα, η γνωστή της Αιγύπτου, αλλά και τέρας που έθετε αινίγματα στην είσοδο των Θηβών, όπως αυτό     που απάντησε ο Οιδίποδας για το ποιο ον έχει στα γεράματα τρία πόδια (γέρος με βακτηρία)

4894. Sphragid, Sphragistics – σφραγίς, μελέτη σφραγίδων

4895. Sphygmic – σφυγμός, σφυγμικός

4896. Sphygmograph – σφυγμογράφος, σφυγμός + γράφω

4897. Sphygmomanometer – σφυγμός + μανός (αραιός), μανόμετρο που μετράει αρτηριακή πίεση   

4898. Sphygmometer – σφυγμόμετρο

4899. Sphygmophone – σφυγμός + φωνή, όργανο για εξακρίβωση του ρυθμού των παλμών μέσω ακρόασης

4900. Spica, Spicate – σπιλάς, μυτερός βράχος, εκβολάς, επίδεσμος (από το σπληνίον) με στήριγμα ή γύρω από ένα άκρο, μακρύ στάχυ και το ομώνυμο άστρο

φν. Spice, Spicer, Spicery, Spicily, Spiciness, Spicy – ετυμολογείται από το πρ. Ινδ. Ευρ. “spek” που σημαίνει «παρατηρώ», αλλά πολύ πιο πιθανή λογικά είναι η ετυμολογία του από το «σπιλάς», διότι κάθε μπαχαρικό έχει το χαρακτηριστικό ότι κεντρίζει σαν κάτι μυτερό, γι’ αυτό άλλωστε το λέμε και πικάντικο

4901. Spiciform – σπιλάς, μυτερός, μακρύ σαν στάχυ ή με μορφή ακίδας  

4902. Spicosity – σπιλάς, μακρύς σαν στάχυ, η κατάσταση, όπου υπάρχουν πολλά στάχυα

4903. Spicular, Spiculate, Spicule, Spiculiform (ακιδοειδής), Spiculigenous (περιέχων στάχυα ή μυτερές κορφές) – σπιλάς, εκβολάδα, κάτι μυτερό  

4903. Spike, Spike- nail, Spiky – σπιλάς, μυτερός

4904. Spikenard – σπιλάς + νάρδος, ναρδόσταχυς, λάδι από νάρδο

4905. Spile – σπιλάς, γόμφος για φράξιμο τρύπας ή στήριξη πλαγιάς

4906. Spilosite – σπιλάς, πράσινος σχιστολιθικός αστρίας με ψήγματα χλωρίτη

4907. Spinaceous, Spinach – σπιλάς, κεντριστικό λαχανικό, σπανάκι

4908. Spinal, Spinate, Spine, Spineless (ασπόνδυλος), Spinescent Spiniferous (αγκαθοφόρος), Spinifex, Spinigerous, Spiny  – σπιλάς, βράχος, γόμφος, κέντρον (προς κέντρα λακτίζειν), αγκάθι 

4909. Spinose, Spinosify, Spinous – σπιλάς, ακίς, γόμφος, αγκάθι

4910. Spinthariscope – σπινθήρ + σκοπώ, όργανο που παρουσιάζει τα φωτεινά φαινόμενα του ραδίου

4911. Spinthere – σπινθήρ, σπίθα

4912. Spinule, Spinulous – σπιλάς, γόμφος, κέντρον, ακίς, ακανθώδης

4913. Spiracle – σπείρα, στόμιο, πόρος

4914. Spiracular, Spiraculate – σπείρα, έχων σπείρες

4915. Spiraea – σπείρα, είδος τριανταφυλλιάς με μαιανδρικά τριαντάφυλλα

4916. Spiral, Spirality, Spirally, Spire, Spired, Spiry – σπείρα, σπειροειδής

4917. Spirifer – σπείρα + φέρω, εξαλειφθέν γένος βραχόποδων με εσωτερικές σπείρες

4918. Spirillum – σπείρα, σπειροειδές είδος βακτηρίων

4920. Spirograph, Spirometer – spiro (αναπνέω) + γράφω, μετρώ, όργανα για καταγραφή του όγκου εισπνεόμενου αέρα

4921. Spirula – σπείρα, κεφαλόποδο με δισκοειδές κέλυφος

4922. Splanchnic, Splanchnology (σπλαγχνολογία), Splanchnotomy (σπλαγχνοτομία) – σπλάγχνον, εντόσθια 

4923. Spleen, Spleenful, Speenish, Spleenishly, Spleenishness, Spleenless (άνευ σπληνός, ευγενής), Spleeny  – σπλην, αγγειακός αδένας της δεξιάς υποχονδριακής (υποθωρακικής) περιοχής, έδρα θυμού, δυσαρέσκειας και μελαγχολίας 

4924. Spleenwort –ασπλήνιον πλατύνευρον, φτέρη που θεραπεύει την ασθένεια του άνθρακα σε ζώα

φνα. Splendid, Splendidly, Splendidness, Splendeur – πρ. Ινδ. Ευρ. θέμα “splnd“ (φανερώνω), αλλά προφανώς σχετίζεται με τις ευγενείς αιμοκαθαρτικές και ανοσολογικές λειτουργίες του σπληνός, έξοχος, φωτεινός, τέλειος  

4925. Splenetic, Splenetical, Splenetically – σπλην, σπλήνα

4926. Splenic, Splenitis (φλεγμονή σπληνός) – αφορών τον σπλήνα

4927. Splenius – σπληνίον, επίδεσμος

4928. Splenization – φλεγμονή στους πνεύμονες που τούς κάνει να μοιάζουν με σπλήνα

4929. Splenocele – σπλην + κήλη, σπληνοκήλη

4930. Splenology, Splenotomy – σπληνολογία, σπληνοτομία

4931. Spodogenous – σποδός (στάχτη) + γεννώ, προκαλούμενος από απόβλητα οργανικής ύλης

4932. Spodomancy – σποδός + μαντεία, μαντεία βάσει στάχτης

4933. Spodumene – σποδός, σποδούμενος, μέταλλο με φυλλοειδή δομή αποτελούμενο από σιλικόνη, αλουμίνα και λίθιο

4934. Spondaic, Spondee – σπονδείος, ποιητικός πους αποτελούμενος από δύο μακρές συλλαβές

4935. Spondyle, Spondylitis (αρθρίτις του σπονδύλου) – σπόνδυλος

4936. Sponge, Spongeous, Sponger (χρησιμοποιών σπόγγο), Spongiform, Sponginess, Spongy  – σπόγγος, σπογγώδης

4937. Spongelet, Spongiole – σπόγγος, απορροφητικός κυτταρικός ιστός της ρίζας

4938. Spongiopiline – σπόγγος + πίλος, σπογγώδης ελαστικός ιστός χρησιμοποιούμενος ως κατάπλασμα ή για ζυμώσεις

4939. Spongiose – σπογγώδης

4940.   Sporadic, Sporadically – σποραδικός

4941. Sporangium, Spore – case– σπορά + αγγείον, αγγείο σπόρων, σποριάγγειον

4942. Sporation – παραγωγή σπόρων

4943. Spore – σπείρω, σπόρος

φνβ. Sporocystian – σποροκυστικός, μαλάκιο πολλαπλασιαζόμενο με μικρούς σάκους έμπλεους σπόρων

φνγ. Sporophyte – σποριόφυτον   

4944. Sporule, Sporuliferous – σπόρος

4945. Sprain, Sprained – εκ + πρόστημι, πιέζω δια προεξοχής, πιέζω δια προεξοχής, συμπιέζω

4946. Spur, Spurless, Spurred, Spurrier (κατασκευαστής σπιρουνιών) – σφυρόν, αστράγαλος, σπιρούνι

4947. Squirrel – σκίουρος, σκιά + ουρά

φνδ. Squirt, Squirter- ασκίδιον, ασκός, χύνω

4948. Stability, Stabilization, Stabilize, Stabilizer – ίστημι, ίσταμαι, σταθερός

4949. Stable, Stableness – ίστημι, ίσταμαι, σταθερός, σταθερότης 

4950. Stable, Stableboy, Stableman, Stabling – στάβλος, σταβλάρχης (βυζαντινά ελληνικά)

4951. Stacte – στάζω, αρωματικό μύρο

4952. Stactometer – στακτόμετρον, σωλήνας για μέτρηση σταγόνων

4953. Stadium – στάδιον, ελληνικό μέτρο 182, 18 μέτρων ή 606 αγγλοσαξονικών ποδών

4954. Stage (σκηνή), Stagecoach (άμαξα), Stagecraft (πρακτική γνώση δραματικών κανόνων), Stagedriver (οδηγός άμαξας), Stagefright (τρακ προ της παράστασης), Stageplay (σκετς, θεατρικό δρώμενο), Stager, Stagery, Stagestruck (σκηνομανής), Stagy – ίστημι, ίσταμαι, σκηνή

4955. Staginess, Staging – σκηνογραφία

4956. Stagnancy, Stagnant, Stagnantly, Stagnate, Stagnation – στάζω, σταλαγμίτης, στάσιμος (επί υδάτων), λιμνάζων

4957. Stagyrite – Σταγιρίτης, καταγώμενος από τα Στάγιρα, ειδικά ο Αριστοτέλης

4958. Stalactic, Stalactiform, Stalactite, Stalactitic – σταλακτίτης, εκβολάδα σπηλαίου εκκινούμενη εξ οροφής που σχηματίζεται προοδευτικά στάζοντας προς τα κάτω  

4959. Stalagmite, Stalagmitic, Stalagmitically – σταλαγμίτης, εκβολάδα σπηλαίου εκκινούμενη εκ του εδάφους που σχηματίζεται προοδευτικά από την άνωθεν πτώση σταγόνων και αλάτων

4960. Stamen, Stamened – στήμων, αρσενικό όργανο φυτού

4961. Stamina, Staminal, Staminate, Stamineous, Staminiferous, Staminode (εκβληθείς στήμων) – στήμων, αρσενική ορμόνη, αρσενική ουσία

4962. Stance – ίστημι, ίσταμαι, λαμβάνω κατάλληλη στάση για να επιτεθώ  

4963. Stanch, Stancher, Stanchion, Stanchless, Stanchness – ίστημι, ίσταμαι, σταματώ τη ροή του αίματος δια εμπήγματος  

4964. Stand, Stander, Standing, Standpoint (άποψη) και αμέτρητα παράγωγα – ίστημι, ίσταμαι

4965. Standard, Standardize – ίστημι, ίσταμαι, ιστός, σημαία, υψηλό κριτήριο

φνε. Stanza – ίστημι, ίσταμαι, στροφή ποιήματος

4966. Stapedial, Stapes – ίστημι, ίσταμαι + πους, αναβολέας, οστάριον ωτός

4967. Staphyle, Staphyline– σταφυλή οισοφάγου, τσαμπί από σταφύλια

4968. Staphyloma – σταφύλωμα, εκβολάδα στην επιφάνεια οφθαλμικού βολβού

4969. Staphylography – σταφυλή + ράπτω, ραφή σταφυλής οισοφάγου

4970. Staphylotomy – χειρουργική εξαγωγή σταφυλής, απομάκρυνση σταφυλώματος

4971. Star, Starfish (αστερίας), Stagazer, Starless, Starlight και αμέτρητα παράγωγα – αστήρ

4972. Starch, Starched, Starchiness, Starcher, Starchiness, Starchness, Starchy – στέρφος (σ.σ. συναφές και το στούρνος), αμετάβλητος, προκαθορισμένος, άμυλο, σκληρό κολάρο, κολαριστός

4973. Stare, Staring, Staringly – στέρφος, αμετάβλητος, προκαθορισμένος, παρατηρώ κάτι επιμόνως

4974.  Stark, Starkness – στέρφος, αμετάβλητος, προκαθορισμένος, απόλυτος

4975. Starling – στέρφος, αμετάβλητος, προκαθορισμένος, πάσσαλοι εμπηγμένοι σε αποβάθρα, ψαρόνι

4976. Starvation, Starve, Starveling – μέσω του γερμανικού “sterben” (πεθαίνω) ανάγεται και αυτό στο «στέρφος» (αμετάβλητος, προκαθορισμένος), που δηλώνει και τη νεκρική ακαμψία, πεθαίνω από την πείνα

4977. Stasis – στάσις, τελμάτωση, πήξιμο του αίματος ή άλλου υγρού, διατήρηση σώματος με καταστολή ζωτικών λειτουργιών δια κρυογονικής ή άλλης μεθόδου

4978. Statant – ιστάμενος και με τα δύο πόδια στο έδαφος

4979. State, Statable, Stating, Statement, Statesman – ίστημι, ίσταμαι, ορθία στάση ομιλητή, δηλώνω, δήλωση

4980. State, Statecraft, Stateless, Statesman, Statesmanlike, Statesmanship – ίστημι, ίσταμαι, κρατικός οργανισμός, κράτος, κυβερνηση, κυβερνητικός υπάλληλος ή εκπρόσωπος

4981.   Stateliness, Stately – ίστημι, ίσταμαι, άξιος, σεβάσμιος, αξιοπρεπής με την αρχαία έννοια, δηλαδή ο ηθικός άνθρωπος που εντάσσεται και προσφέρει και στους θεσμούς

4982. Stater – στατήρ, αρχαίο ελληνικό νόμισμα από άργυρο και χρυσό

4983. Static, Statical, Statically, Statics – ίστημι, ίσταμαι, στάσις, στατικός, στατική κτιρίου ή οικοδομήματος     

4984. Station, Stational, Stationariness, Stationary, Stationmaster (διοικητής σιδηροδρομικού σταθμού) – ίστημι, ίσταμαι, σταθμός (λεωφορείων ή σιδηροδρομικός)   

4985. Stationer, Stationery – ίστημι, ίσταμαι, πωλητής ορθίας στάσης, συνήθως χαρτιού ή εφημερίδων

4986. Statist, Statistic, Statistical, Statistically, Statistician, Statistics – ίστημι, ίσταμαι, δεδομένα σχετιζόμενα με το στάτους της κοινωνίας, στατιστική

4987. Stator – ίστημι, ίσταμαι, το σταθερά εμπεπηγμένο τμήμα γεννήτριας, γύρω από το οποίο ή εντός του οποίου κινείται η τουρμπίνα, ο ρότορας ή ο κινητήρας

4988. Statoscope – ίστημι, ίσταμαι + σκοπώ, στεγνό βαρόμετρο για ευαίσθητη μέτρηση διακυμάνσεων πίεσης κατά την πτήση των αεροσκαφών

4989. Statuary, Statue, Statued, Statuesque, Statuette (αγαλματίδιο), Stature (παράστημα ή ύψος σώματος) – ίστημι, ίσταμαι, άγαλμα

4990. Status – ίστημι, ίσταμαι, κατάσταση της κοινωνίας

4991. Statutable, Statutably, Statutarly, Statute, Statutory – ίστημι, ίσταμαι, κρατικός οργανισμός, θεσμός, θέσμιον, συνταγματική διάταξη, συνταγματικός χάρτης

4992. Staunch –  ίστημι, ίσταμαι, σταθερός, αξιόπιστος

4993. Staurolite – σταυρός + λίθος, σταυρόλιθος, κρυσταλλικό πρισματικό πυριτικό άλας αλουμινίου, μαγνησίου και σιδήρου, συχνά σε σχήμα σταυρού

4994. Stauroscope – σταυρός + σκοπώ, όργανο παρατήρησης πολωμένου φωτός στην εξέταση των κρυστάλλων

4995.  Stave – στέφω, περιβάλλω κυκλικά, σκαλοπάτι

4996. Stavesacre – ασταφίς, σταφίς, σύνολο αποξηραμένων σταφυλιών, σταφισαγρία, σπόροι προς εξουδετέρωση ζιζανίων (σ.σ. εξού και η σαγρία, ποτό που σκοτώνει κάθε κακό παράσιτο)   

4997. Stay, Stayer και αμέτρητα παράγωγα – ίστημι, ίσταμαι

4998. Stead, Steadfast (σταθερός), Steadfastness – ίστημι, ίσταμαι, σταθερότης

4999. Steadily, Steadiness, Steading, Steady – ίστημι, ίσταμαι, σταθερός

5000. Stearate, Stearic, Stearin – στέαρ (λίπος), στεατίνη, στεατικό οξύ

5001. Stearoptene – στέαρ + οπτάνομαι (είμαι ορατός, φαίνομαι), κρυσταλλική ουσία από καμφορά και άλλα αιθέρια έλαια

5002. Steatite, Steatitic – στεατίτη, σαπουνόπετρα, άμορφο ταλκ, ένωση μαγνησίου με διοξείδιο του πυριτίου σαπωνοειδούς υφής

5003. Steatocele – στεατοκήλη, λίπωμα του περιτόναιου

5004. Steatoma, Steatomous – στέαρ, κύστη με ξύγκι, μαλακή και ελαστική στην αφή, κρεατοελιά

5005. Steatopygus – στεατόπυγος, στέαρ + πυγή, έχων στρώση κρέατος στους γλουτούς  

5006. Steganographist, Steganography – στεγανός + γράφω, στεγανογραφία, κρυπτογραφία, επικοινωνία με μυστικούς κρυοτογραφημένους χαρακτήρες 

5007. Steganopods – στεγανός + πους, στεγανόποδα, πτηνά με νηκτικά μεμβρανώδη πέλματα, όπως ο πελεκάνος

5008. Stegnosis, Stegnotic – στεγνός, δυσκοιλιότητα λόγω μη επαρκών υγρών στο έντερο

5009. Stela, Stelar, Stele, Stelene – στήλη ενεπίγραφη ή μη, κίων χωρίς βάση και κιονόκρανο 

5010. Stella, Stellaria, Stellary, Stellate, Stellated, Stelliferous, Stelliform, Stellular, Stellulate – πρ. Ενδ. Ευρ. “stel”, αστήρ

5011. Stelography – στήλη + γράφω, επιγραφή στήλης, τεχνική εγχάραξης χαρακτήρων σε στήλη

5012. Stenocardia – στενός + καρδία, στενοκαρδία, συμπίεση, σπασμός ή στένωση της καρδιάς

5013. Stenochromy – στενός + χρώμα, τεχνική σύγχρονης εκτύπωσης πολλών χρωμάτων

5014. Stenograph, Stenographer, Stenographic, Stenographist, Stenography – στενογραφία

φνστ. Stenophyl – στενόφυλλος

5015. Stenosis – στένωσις, στένεμα ανοίγματος

5016. Stenotypy – στενός + τύπος, πρόχειρη στενογραφία με κοινά γράμματα

5017. Stentor – Stentorian, στεντόρειος, Στέντωρ, ήρωας της Ιλιάδας, του οποίου η φωνή είχε την ίδια ένταση με την εκβαλλόμενη από 50 άτομα μαζεμένα

5018. Stephanite – στεφανίτης, θειϊκό αντιμόνιο του αργύρου

5019. Stepanotis – στέφανος, τροπικό αναρριχώμενο φυτό, καλλιεργούμενο για τα αρωματικά κηρώδη άνθη του

5020. Stercoraceous, Stercoral, Stercorary, Stercoration – πρ. Ινδ. Ευρ. “sker”, σχίζω, κοπριά, ζωικό λίπασμα

5021. Stere – στερεός, μετρική μονάδα για μέτρηση στερεών, κυβικό μέτρο

5022. Stereo – στερεός, στερεοφωνικό συγκρότημα

5023. Stereochemistry – στερεός + χημεία, κλάδος της χημείας που ασχολείται με τη διάταξη των ατόμων και των μορίων στο διάστημα

5024. Stereochromy – στέρεος + χρώμα, μέθοδος χρωματισμού τοίχων, όπου τα χρώματα διατηρούνται με ψεκασμό φθορίου ή φθορικού οξέος

5025. Stereograph, Stereographic, Sterographically, Stereography – στερεογραφία, σχεδιάγραμμα στερεών σωμάτων σε επίπεδο

5026. Stereometer, Stereometrical, Stereometry – στερεομετρία, μέτρηση συστατικών, παραμέτρων και ειδικού βάρους σωμάτων

5027.  Stereoscope, Stereoscopic, Stereoscopist, Stereoscopy – στερεός + σκοπώ, στερεοσκόπιον, όργανο δια του οποίου δύο εικόνες συναιρούνται και εμφανίζονται ως μία, ώστε το απεικονιζόμενο αντικείμενο να φαίνεται ότι εξέχει, όπως και στον τρισδιάστατο χώρο

5028. Stereotomical, Stereotomy – στερεός + τομή, τεχνική τομής στερεών, ώστε να επιτευχθεί το επιθυμητό σχήμα

5029. Stereotype – στερεός + τύπος, στερεότυπον: είναι χαρακτηριστικό ότι η πολιτικώς ορθή “wok” κουλτούρα, που κηρύττει ότι δεν χρειάζεται την αρχαία Ελλάδα, έχει ως κύριο σκοπό της την αποφυγή στερεοτύπων, μία αρχετυπική κατ’ εξοχήν ελληνική λέξη!

5030.  Stereotype, Stereotyper, Stereotypist – στερεός + τύπος, μεταλλική πλάκα ειλημμένη από καλούπι κινητών τυπογραφικών στοιχείων, βασική μέθοδος της τυπογραφίας 

5031. Stereotypographer, Stereotypography – στερεοτυπογραφία, τυπογραφία με χρήση στερεότυπων

5032. Sterile, Sterility, Sterilizetion, Sterilize – στείρος, στειρότης

φνζ. Stern – εκ της ρίζας του “stiff”, στείβω, συμπιέζω κάτι ώστε να καταστεί ξερό και άκαμπτο, αυστηρός

5033. Sternal – στέρνον, στερνικός

5034. Sternalgia – στέρνον + άλγος, στερναλγία

5035. Sternum – στέρνον

5036. Sternutation, Sternutative, Sternutory – είτε εκ του «στέρνον», είτε εκ του «πταίρω, πτάρνυμι» δια μετατροπής του «πι» σε «σίγμα», φταρνίζομαι

5037. Stethometer – στήθος + μετρώ, στηθόμετρον, όργανο για μέτρηση κίνησης των πνευμονικών τοιχωμάτων

5038. Stethoscope, Stethoscopic, Stethoscopic, Stethoscopist, Stethoscopy – στήθος + σκοπώ, στηθοσκόπιον, το βασικό όργανο των γιατρών για τον έλεγχο της αναπνοής και την ανίχνευση ήχων στη θωρακική κοιλότητα

5039. Sthenic – σθένος (και χημικό), δύναμη τόσο μεγάλη ώστε διαχέεται και επιδρά στο περιβάλλον

5040. Stich, Stichic – στίχος, γραμμή ποιήματος, σύνολο μετρικών ποδών

5041. Stichomancy – στίχος +μαντεία, πρόβλεψη του μέλλοντος με τυχαία φυλλομέτρηση βιβλίου και θέση του δακτύλου επί τυχαίων λέξεων

5042. Stichometry – στίχος + μετρώ, διαίρεση ενός κειμένου σύμφωνα με το νόημα, κατάλογος των βιβλίων της Αγίας Γραφής με ένδειξη των στίχων και των στροφών τους

φνη. Stick, Stickful, Stickiness –  στίζω, στίγμα

5043. Stiff, Stiffen, Stiffener, Stiffening, Stiffish, Stiffly, Stiff- neck (νευροκαβαλίκεμα λαιμού), Stiffness – στείβω, συμπιέζω κάτι ώστε να καταστεί ξερό και άκαμπτο

5044. Stigma, Stigmatic, Stigmatical, Stigmatically, Stigmatization – στίγμα, στιγματικός, στιγματισμός

5045. Stigmaria -σύστημα εκτεταμένων ριζών προϊστορικών δένδρων

5046. Stigmata – υπερφυσικά σημάδια στα σώματα αγίων κατ’ απομίμηση των τραυμάτων και των πληγών του Ιησού, ανοίγματα στο σώμα εντόμων επικοινωνούντα με την τραχεία ή με άλλα αεροφόρα αγγεία

5047. Stigmatosis – στιγμάτωσις, φλεγμονή του δέρματος που το καθιστά κατάστικτο

5048. Stilbite – στίλβω (γυαλίζω), στιλβίτης, ζεόλιθος περιέχων πυρίτιο, αλουμίνα, ασβέστιο και νερό

5049. Still, Stillage, Stillatitious, Stillatory, Stilliform, Stilling, Stillion – στίλη, σταγών, ενσταλάζω, απόσταξις

φνθ. Stimulant, Stimulate, Stimulation, Stimulative, Stimulator, Stimulus – ενδεχομένως από το «στίζω», «στίγμα» ή «στύλος», ακίδα που διεγείρει

5050. Stipe, Stipitate – στείβω, ώστε κάτι να καταστεί ξερό και μακρύ, στέλεχος, μίσχος, βλαστός

5051. Stiptic  – στυπτηρία, στυπτικός

5052. Stipula, Stipulaceous, Stipular, Stipulate, Stipulation, Stipulator, Stipule, Stipuled – στείβω, στέλεχος, ανορθώνω κάτι, συμφωνώ

5053. Stoa – στοά, διάδρομος με οροφή

5054. Stoa, Stoic, Stoical, Stoically, Stoicalness – Στοά, στωική φιλοσοφία

5055. Stoichiology – στοιχείον + λόγος, λόγος και επιστήμη περί στοιχείων

5056. Stoichiometry – στοιχείον + μετρώ, στοχειομετρία, διδασκαλία χημικών ισοδυνάμων, χημικά μαθηματικά

5057. Stoicism – στωικισμός

5058. Stola – στολή, μακρύ φόρεμα Ρωμαίων κυριών, μπέρτα υπερήρωα

5059. Stole – στολή, ποδήρης λωρίδα μετάξινου υφάσματος που φορούν οι επισκοποι και οι ιερείς και από τους δύο ώμους, ενώ οι διάκονοι μόνο από τον αριστερό ώμο

5060.  Stolid, Stolidity, Stolidness – στείβω, στελεχώδης, πρεμνώδης, βλάκας

5061. Stolon – στείβω, στέλεχος, βλαστός, κορμός

5062. Stoloniferous – στείβω, στέλεχος, βλαστός που ρουφάει, φέρων βεντούζες

5063. Stoma, Stomata – στόμα, αναπνευστικός πόρος ή άνοιγμα στην επιδερμίδα φύλλου (σ.σ. από εκεί συνέλαβε ο Άρθουρ Κλαρκ την ιδέα ότι οι επιστήμονες της Αφροδίτης θεωρούσαν το στόμα των ανθρώπων αναπνευστικό πόρο: Arthur Clarke, History Lesson)

5064. Stomach, Stomachal, Stomachic, Stomachless (άνευ στομάχου) – στόμαχος, στομαχικός

5065.  Stomacher – στόμαχος, κάλυμμα στήθους που φθάνει μέχρι το στομάχι

5066. Stomatic, Stomatitis – στοματίτις, στοματικός ως αναφερόμενος στη φλεγμονή του στόματος και τη θεραπεία αυτής

5067. Stomatode – έχων στόμα

5068. Stomatogastric – στοματογαστρικός

5069. Stomatoplasty – πλαστική εγχείρηση στο στόμα

5070. Stomatoscope – στόμα + σκοπώ, όργανο εξέτασης του στόματος

5071. Storage, Store, Storehouse, Storekeeper, Storer, Storeroom, Stores, Storeship, Storey, Storied – ίστημι, ίσταμαι, μέσω του λατινικού “instauro” τοποθετώ, αποθηκεύω

5072. Storax – στύραξ, μοσχολίβανο, ρετσίνι, θυμίαμα   

5073. Storied, Storiologist – φολκλορικός, φοιτητής του φολκλόρ

5074. Story, Storytelling και αμέτρητα παράγωγα – ιστορία

5075. Stow, Stowage, Stowaway, Stower- ίστημι, ίσταμαι, μέσω του λατινικού “instauro” τοποθετώ, αποθηκεύω

5076. Strabismus -στρόβος, στρόβιλος, στραβισμός

5077. Strabotome – στρόβος + τομή, το νυστέρι που χρησιμοποιείται κατά την εγχείρηση στραβισμού

5078. Stabotomy – στρόβος + τομή, εξάλειψη στραβισμού δια διαίρεσης ή τομής των μυών, που προκαλούν τη λοξοδρομία της όρασης

5079. Strain, Strainer, Straining – στραγγεύω, σφίγγω, τεντώνω βίαια με κίνδυνο θραύσης ή θλάσης

5080. Strangle, Strangler, Strangulated, Strangulation – στραγγεύω, συμπιέζω, συστρέφω, πνίγω

5081. Strangury – στραγγουρία, κατακράτηση ούρων

5082. Strap, Straphanger (ο κρατών τη χειρολαβή σε λεωφορείο), Strappado (βασανιστήριο, κατά το οποίο το θύμα κρέμεται από μια λωρίδα και κυλινδείται πάνω-κάτω), Strapping, Strapwort (θαλάσσιο φυτό) – στρόφος, συστραμμένος ιμάντας

5083. Stratagem – στρατήγημα

5084. Stratagetic, Strategic, Strategical, Strategically – στρατηγικός

5085. Strategist, Strategy – στρατηγός, στρατηγικός νους, στρατηγία

φξ. Stratification, Stratified, Stratiform, Stratify – πρ. Ινδ. Ευρ. “sere”, σύρω, στρώμα, λωρίδα, στοιβάδα

5086. Stratigraphical, Stratigraphically, Stratigraphy – επιστήμη γεωλογικών στρωμάτων

5087. Stratocracy – στρατοκρατία

5088. Stratographical, Stratographically, Stratography – στρατός + γράφω, πραγματεία ή περιγραφή στρατολογικών θεμάτων

5089. Stratosphere – στρατόσφαιρα

φξα. Stratum, Stratus – πρ. Ινδ. Ευρ. “sere”, σύρω, στρώμα, λωρίδα, στοιβάδα

φξβ. Straw, Strawberry, Strawboard – πρ. Ινδ. Ευρ. “stere” (“s“ δηλωτικό σφιξίματος, προσπάθειας + τείνω, επεκτείνω, κάτι που απλώνεται και εκτείνεται, καλαμάκι

φξγ. Stray, Strayer – λωρίδα δρόμου, αποκλίνω αυτής

5090. Stream, Streamy και αμέτρητα παράγωγα – “s” συριστικό, σύμβολο κύματος + ροή, ρυάκι, ρέμα 

5091. Street – πρ. Ινδ. Ευρ. “sere”, σύρω, στρώμα, λωρίδα, στοιβάδα, δρόμος (αν και η ετυμολογία της λέξης είναι ελαφρώς αμφισβητούμενη, η συνεχής επανάληψή της αρκεί για να τής δώσει ένα τιμητικό αριθμό ως προερχόμενης από την ελληνική γλώσσα)

5092. Strenuosity, Strenuous, Strenuously, Strenuousness – στείβω, συμπιέζω κάτι ώστε να καταστεί ξερό και άκαμπτο, αγέρωχος, ζωηρός, ακατάβλητος

5093. Streptococcus – στρεπτός + κόκκος, στρεπτόκοκκος

5094. Stress – στραγγεύω, σφίγγω, τεντώνω βίαια με κίνδυνο θραύσης ή θλάσης

5095. Stretch, Stretcher, Stretchy, Stretching – στραγγεύω, σφίγγω, τεντώνω βίαια με κίνδυνο θραύσης ή θλάσης

5096. Striate, Striated, Striation, Striature – στραγγεύω, σφίγγω, τεντώνω βίαια με κίνδυνο θραύσης ή θλάσης, ράβδωσις, ραβδώνω

5097. Strick, Stricken – στραγγεύω, σφίγγω, τεντώνω βίαια με κίνδυνο θραύσης ή θλάσης, λινάρι, σχοινί

5098. Strict, Strictly, Strictness, Stricture – στραγγεύω, σφίγγω, τεντώνω βίαια με κίνδυνο θραύσης ή θλάσης, αυστηρότης

5099. Strident – “s” ηχητικό + τριγμός, τρίζω

5100. Stridor – “s” ηχητικό + τριγμός, τρίζω

5101. Stridulant, Stridulate, Stridulation, Stridulatory – “s” ηχητικό + τριγμός, τρίζω

5102. Strig – στείβω, συμπιέζω κάτι ώστε να καταστεί ξερό και άκαμπτο, ποδίσκος φυτού

5103. Strigae – στείβω, συμπιέζω κάτι ώστε να καταστεί ξερό και άκαμπτο, ριζίδια, τριχίδια ρίζας, ανορθωμένα μαλλιά

5104. Strigil – στλεγγίδα, όργανο ξέσεως εντός βαλανείου ή μπάνιου

5105. Strigose, Strigous – στλεγγίδα, ο έχων λογχοειδείς γουρουνότριχες

5106. String, Stringed, Stringent, Stringently, Stringer, Stringiness, Stringless, Stringy, Strung – στείβω, συμπιέζω κάτι ώστε να καταστεί ξερό και άκαμπτο, σχοινί από συστραμμένες ίνες

5107. Strip, Stripe, Striped, Stripling, Stripper, Stripy – λωρίδα υφάσματος ή φλοιού που αποσπάται δια ξέσεως, εξού και η σύνδεση με τη «στλεγγίδα»

5108. Strobe, Strobil, Strobila – στρόβος, περιστροφή, μέτρηση ταχύτητας γωνίας παράλλαξης ανά δευτερόλεπτο

5109. Strobile, Strobiliform, Strobiline – στρόβιλος, στροβιλοειδής

5110. Stroboscope – στρόβος + σκοπώ, όργανο μέτρησης της ταχύτητας διακοπτόμενης λάμψης περιστρεφόμενου αντικειμένου

5111. Stroll, Stroller, Strolling – αστρολόγος, περπατώ αφηρημένα, απρόσεκτα και απρόβλεπτα, όπως ο Θαλής που έπεσε στο πηγάδι     

5112. Stroma, Stromatic – στρώμα, στρωματικός, στοιβάδα κυττάρου και λειτουργία αυτής

5113. Strombuliform – στρόμβος, περιδίνηση που καταλήγει σε κορυφή κώνου, όπως το ηφαίστειο Στρόμπολι

5114. Strombus – στρόμβος, είδος γαστρόποδου, του οποίου το κοχλιειδές κέλυφος μοιάζει να προήλθε από περιδίνηση

5115. Strong και αμέτρητα παράγωγα –  στείβω, συμπιέζω κάτι ώστε να καταστεί ξερό και άκαμπτο, δυνατός

5116. Strongyle – στρογγυλό νηματοειδές σκουλήκι

5117. Strop – στρόφος, συστραμμένος ιμάντας, λωρίδα υφασματος, σχοινί

5118. Strophe, Strophic – στροφή ποιήματος, κίνηση του χορού αρχαίου δράματος από δεξιά προς τα αριστερά και αντίστοιχο τραγούδι

5119. Strohiolate – στρόφος, στροφίς, ταινία, λωρίδα, σάρκωμα στον ειλεό

5120. Strophiole – στρόφος, στροφίς, ταινία, λωρίδα, σάρκωμα ή περίττωμα σε χαρακιά σπόρου

5121. Strophulous – στρόφος, συστραμμένο σχοινί, δερματική ασθένεια παιδιών, περιστοματική δερματίτιδα

5122. Struthio, Struthious – στρουθίον, στρουθοκάμηλος

5123. Strychnine, Strychnic – στρύχνος, αλκαλοειδές δηλητήριο, μπελαντόνα

5124. Sturnoid – στέρφος, αμετάβλητος, προκαθορισμένος, πάσσαλοι εμπηγμένοι σε αποβάθρα, ψαρόνι

5125. Stygian – Στυξ, αφορών τον ποταμό του Άδη

5126. Stylar, Style -στύλος

5127. Stylus, Stylet, Styliform, Stylish, Stylishly, Stylishness, Stylist, Stylized – στίζω, στίγμα, διακρίνομαι, έχω προσωπικό στυλ

5128. Stylite – στυλίτης μοναχός

5129. Stylobate – στυλοβάτης

5130. Stylograph, Stylographic, Stylography – στυλογράφος

5131 Styloid – στυλοειδές κόκαλο

5132. Styptic, Stypticity – στυπτικός

5133. Styracine – κρυσταλλική ουσία από στύρακα

5144. Styrax – στύραξ, μοσχολίβανο, ρετσίνι, θυμίαμα

5145. Styx – Στυξ, ο βασικός ποταμός που οδηγούσε τους νεκρούς στον Άδη και στις όχθες της οποίας ορκίζονταν οι θεοί

5146. Subacid – sub (υπό) + ακίς, υπόξινο

5147. Subacrid – sub (υπό) + άκρη, ακραίος, ηπίως οξύς, ηπίως διαπεραστικός ή δριμύς

5148. Subacute – sub (υπό) + ακόνη, ακονίζω, ως ένα βαθμό ακονισμένος

5149. Subaerial – sub (υπό) + αήρ, υπαίθριος  

5150. Subagency, Subagent – sub (υπό) + άγω, δρω υποδορίως, πράκτορας υπαγόμενος σε ευρύτερη οργάνωση

5151. Subaltern, Subalternation – sub (υπό) + άλλος, υπάλληλος, υφιστάμενος

5152. Subangular – sub (υπό) + αγκύλη, άγκιστρον, ελαφρά γωνιώδης 

5153. Subastral – sub (υπό) + αστήρ, υπο-αστρικός

5154. Subastringent – στραγγεύω, σφίγγω, τεντωμένος ή σφιγμένος, αλλά μέχρις ενός σημείου

φξδ. Subatomic – υποατομικός

5155. Subaxillary – sub (υπό) + άξων, υπό μάλης

5156. Subcentral – sub (υπό) + κέντρον, υπό το κέντρον

5157. Subconical – sub (υπό) + κώνος, υπό τον κώνο

5158. Subcrystalline – sub (υπό) + κρύσταλλος, ατελώς κρυσταλλικός

5159. Subdeacon – υποδιάκονος

φξε. Subdermal – υποδόριος

5160. Subdiaconate – γραφείο υποδιακόνου

5161. Subdolus – sub (υπό) + δόλος, δόλιος, πονηρός

5162. Subdominant – sub (υπό) + δόμος, κύριος, κυριαρχία, υπό τη δεσπόζουσα (μουσική)

5163. Subedit, Subeditor – sub (υπό) + ex + dare (εκδίδω, έκδοσις), προετοιμάζω κάτι για έκδοση υπό την εποπτεία αρχισυντάκτη

5165. Subjoin, Subjugate, Subjugation, Subjugator, Subjunction, Subjunctive – sub (υπό) + Ζευς, ζευγνύω, ζυγός, υποδουλώνω

5166. Submedial – sub (υπό) + πρ. ινδ. Ευρ. medyo- μέσον, μεσότης, κείμενος κάτω από τη μεσαία γραμμή

5167. Submediant – sub (υπό) + πρ. ινδ. Ευρ. medyo- μέσον, μεσότης, η μεσαία νότα μεταξύ της οκτάβας και της υποδεσπόζουσας

φξστ. Submicron – υπό το μικρόν (εκατομμυριοστό του μέτρου) 

5168. Subnarcotic – ηπίως ναρκωτικός

5169. Subperitoneal – sub (υπό) + περιτόναιον

5170. Subpoena – sub (υπό) + ποινή, κλήση σε ακροατήριο δικαστηρίου

5171. Subpolar – sub (υπό) + πόλος, υπό τον πόλο

5172. Subprior – sub (υπό) + πρώιος, υπό τον ηγούμενο ή επικεφαλής εκκλησίας

5173. Subsaline – sub (υπό) + άλμη, αλμύρα, υφάλμυρος

5174. Subsalt – sub (υπό) + άλας, αλλά έχει περισσότερο την έννοια της υπερβολικής ποσότητας βάσης

5175. Subscapular – sub (υπό) + σκάπτω, ώμος, υπό τον ώμο

5176.  Subseptuble – sub (υπό) + επταπλός, υπαγόμενος σε ένα από επτά μέρη, συγκροτών ένα από τα επτά μέρη

5177. Subsextuble – sub (υπό) + εξαπλός, υπαγόμενος σε ένα από έξι μέρη, συγκροτών ένα από τα έξι μέρη

5178. Subsist, Subsistence, Subsistent – sub (υπό) + ίστημι, ίσταμαι, υπάρχω, διατηρούμαι, συντηρούμαι

5179. Substance, Substantial (πολυσυστατικός), Substantiality (υλικότητα), Substantialize, Substantially, Substantialness, Substantials (ουσιώδη συστατικά), Substantiate   – sub (υπό) + ίστημι, ίσταμαι, ουσία, υπόσταση από όπου αναδύονται οι ιδιότητες

 5180. Substantive, Substantival, Substantively — sub (υπό) + ίστημι, ίσταμαι, ουσιαστικό ως υποκείμενο ή αντικείμενο ρήματος, «υπαρκτικόν» κατηγόρημα σε αντίθεση με το επίθετο που είναι απλή προσθήκη

5181. Substernal –  υπό το στέρνον

5182.  Substitute, Substitution, Substitutional, Substitutionary – sub (υπό) + ίστημι, ίσταμαι, αντικαθιστώ

5183. Substrate, Substratum – sub (υπό) + υπόβαθρο, στρώμα πετρωμάτων

5184. Subtangent – sub (υπό) + τάσσω, υποεφαπτομένη

5185. Subtend, Subtence – sub (υπό) + τείνω, τραβώ υποτείνουσα ή εγκάρσια γραμμή, χορδή τόξου  

5186. Subthoracic – υπό τον θώρακα

5187. Subtitle – υπότιτλος

5188. Subtonic – sub (υπό) + τόνος, ημίτονον, δεσπόζουσα νότα στο πεντάγραμμο

5189. Subtriple – sub (υπό) + τριπλός, υπαγόμενος σε ένα από τρία μέρη, συγκροτών ένα από τα τρία μέρη 

5190. Subtriplicate – sub (υπό) + τρις + πλέκω, υποτριπλασιάζω, υπολογίζω με λόγο κυβικής ρίζας

5191. Subtropical – sub (υπό) + τροπικός, υποτροπικός, ανήκων σε περιοχή κοντά στους τροπικούς

5192. Subtype – sub (υπό) + τύπος, υπάλληλος, υποκείμενος τύπος

5193. Subversion, Subversive, Subvert, Subverter, Subvertible – sub – υπό + βέλτερον, βέλτιον, βελτιώνω (με μετατροπή του λάμδα σε ρο), ανατροπή, ανατρέπω  

5194. Succiferous, Succivorous – λατινικό “succus” (χυμός) + φέρω ή βορά, φέρων ή ροφών χυμό

5195. Succubus –  sub (υπό) + κυβάριον καθεύδοντος, ερωτικός σύντροφος, νυκτερινός δαίμων που έρχεται κατ’ όναρ ή καθ’ ύπαρ, δηλαδή ή σε όραμα εγρήγορσης ή σε όνειρο

5196. Sudoriferous, Sudoriparous – “sudor” (ιδρώς) + φέρω ή παράγω, ιδρωτοποιός, ιδρωτοπαραγωγός 

 5197. Suffer, Sufferable, Sufferableness, Sufferably, Sufferance, Sufferer, Suffering, Sufferingly – sub (υπό) + φέρω, υποφέρω

φξζ. Suffocate, Suffocation κ.λπ. – η σχέση με την «ασφυξία» είναι προφανής, όσο κι αν την αμφισβητούν οι γλωσσολόγοι 

 φξη. Sugar, Sugary και αμέτρητα παράγωγα – όσο κι αν αποδίδεται σε αραβικές ρίζες η σχέση με το «σάκχαρον» είναι πασίδηλη. Άλλωστε στα τούρκικα “sugar” σημαίνει «φύλακας των νερών» και όχι «ζάχαρη» 

φξθ. Suicidal, Suicidally, Suicide – sui (προσωπική αντωνυμία) + πρ. ινδ. Ευρ. Caed, κόπτω, αυτοκτονώ

5198. Sulphocyanic, Sulphocyanogen, Suplhosalt – “sulphur” θείον + κυάνειον, κυανογόνον ή άλας  

5199. Super – δασυνόμενον «υπέρ» ως πρώτο συνθετικό άπειρων λέξεων

5200. Superangelic – υπέρ + αγγελικός, υπεραγγελικός   

5201. Superannuate, Superannuation – υπέρ + «ένος» με ψιλή (μελλοντικός, μεθαυριανός, ενώ αντιθέτως δασυνόμενο «έννος ή ένος» σημαίνει περσινός

5202. Superciliary, Supercilius, Superciliously, Superciliousness –υπέρ + cilium, εκ του celare (καλύπτω), πάνω από το φρύδι, αγέρωχος, υπεροπτικός, περιφρονητικά αδιάφορος

5203. Superdominant – υπέρ + δόμος, κύριος, κυριαρχία, υπερκυρίαρχος, έκτο κλειδί στην ανοδική μουσική κλίμακα

5204. Supereminence, Supereminent, Supereminently – υπέρ + μένω, προβάλλομαι σε μόνιμη βάση, είμαι εξέχων

5205. Superexalt, Superexaltation, Superexalted- υπέρ + άλμα, αλτικός, εξύψωση, διακρίνομαι, είμαι εξέχων

5206. Superhumeral – υπέρ + ωμος, υπερώμιος, φορούμενος πάνω από τον ώμο

5207. Superinstitution – υπέρ + εν (in) + ίστημι, ίσταμαι, ίδρυμα, ειδικά το σχετικό με την εκκλησιαστική ζωή

5208. Superintend, Superintentence, Superintendency, Superintentent – υπέρ + εν (in) + τείνω, πρόθεσις, επιθεωρώ, εποπτεύω, επιβλέπω

5209. Superior, Superioress, Superiority – υπέρ, υπεροχή

5210. Supermedial –   υπέρ + πρ. ινδ. Ευρ. medyo- μέσον, μεσότης, κείμενος υπέρ το μέσον

5211. Superoxide – υπέρ + οξύ, υπεροξείδιον

5212. Superparasite – παράσιτον επί παράσιτου

5213. Superphosphate – φωσφορικό άλας περιέχον τον ύψιστο βαθμό φωσφορικού οξέος που μπορεί να ενωθεί με μία βάση

5214. Superphysical – υπέρ την φυσιολογία, άρα ψυχικός

5215. Supersalt – υπέρ + άλας, άλας περιέχον περισσότερο οξύ παρά βάση

5216. Superstition, Suerstitious, Superstitiously, Superstitiousness – υπέρ + ίστημι, ίσταμαι, δεισιδαίμων, δεισιδαιμονία

5217. Superstratum – υπέρ + στρώμα, στοιβάδα κείμενη πάνω σε άλλη

5218. Supersubstantial – υπέρ + υπό (sub) + ίστημι, ίσταμαι, υπερσυστατικός, υπερούσιος

5219. Supertax – υπέρ + τάσσω, υπερφόρος, πρόσθετος φόρος σε υψηλά εισοδήματα

5220. Supertonic – υπέρ + τόνος, η νότα υπεράνω από το κλειδί (μουσ.)

5221. Suppedaneum – υπό + πους, υποπόδιον, υπόβαθρο σταυρού

5222. Supplement, Supplemental, Supplementary, Suppletory – sub (υπό) + πληρόω -ώ, συμπληρώνω

5223. Suppliance, Suppliant, Suppliantly – sub (υπό) + πλέκω, συνθέτω ικεσία ή δέηση, εκλιπαρώ

5224. Supplicancy, Supplicant, Supplicate, Supplicatingly, Supplication, Supplicatory – sub (υπό) + πλέκω, συνθέτω ικεσία ή δέηση, εκλιπαρώ

5225. Supplier, Supply – sub (υπό) + πληρόω- ώ (πρ. Ινδ. Ευρ. ρίζα “pele”), προμηθεύω

5226. Suppress, Suppressed, Suppressible, Suppression, Suppressionist, Suppressive – sub (υπό) + προίστημι, πιέζω δια προεξοχής, συμπιέζω, καταστέλλω

5227. Suppurate, Suppuration, Suppurative –  sub (υπό) + πύον, παράγω πύον

5228. Supra + αμέτρητα παράγωγα – υπέρ

5229. Supra-axillary – υπέρ + μασχάλη, υπέρ τη μασχάλη

5230. Supraciliary –   υπέρ + cilium, εκ του celare (καλύπτω), πάνω από το φρύδι, αγέρωχος, υπεροπτικός, περιφρονητικά αδιάφορος

5231. Suprafoliaceous – υπέρ + φύλλον, φύλλωμα, φυόμενος πάνω από το φύλλο

5232. Supralapsarian, Supralapsarianism – υπέρ + λάπτω, γέρνω ή γλιστρώ για να πιω νερό, αντίληψη κατά την οποία το προπατορικό αμάρτημα και η πτώση του Αδάμ ήσαν προδιαγεγραμμένα

5233. Suprascapulary – υπέρ + σκάπτω, ξέω ή απωθώ με τον ώμο, πάνω από τον ώμο

5234. Supremacy, Supreme, Supremely – υπέρ

5235. Sur (γαλλικός τύπος του “super”) + αμέτρητα παράγωγα – υπέρ, παρά, πέραν

5236. Surbase, Surbased – υπέρ τη βάση, καλούπι ή ταμπλατούρα πάνω από ένα υπόβαθρο

5237. Surcingle – υπέρ + κύκλος, ζώνη σέλλας περί το υπογάστριο του αλόγου, ζώνη κοζάκου

5238. Surgeon, Surgeoncy, Surgeon- dentist, Surgery, Surgical – χειρούργος, χειρουργικός

5239. Surname, Surnominal- πέρα ή δίπλα στο όνομα, οικογενειακό όνομα σε αντίθεση με το βαπτιστικό

5240. Surprisal, Surprise, Surprising, Surprisingly, Surprisingness – υπέρ + επαίρω, εκπλήττω

5241. Surrejoin, Surrejoinder – παρά + re (δηλωτικόν επανάληψης) + Ζευς, ζευγνύω, ζυγός, αντίκρουση ενάγοντος σε προτάσεις- υπόμνημα εναγομένου

5242. Surreption, Surreptitious, Surrepticiously  – παρά + ερέπτομαι, αρπάζω, υφαρπάζω, υφαιρώ, κλέβω κρυφά

5243. Surtax – υπέρ + τάσσω, υπερφορολογώ

5244. Sustain, Sustainable, Sustained, Sustainer, Sustainment  – sub (παρά) + τείνω, υπομένω, συντηρώ, συγκρατώ, τρέφω

5245. Sustenance – sub (παρά) + τείνω, υπομένω, συντηρώ, συγκρατώ, τρέφω

5246. Sustentation – sub – υπό + ίστημι, ίσταμαι, ουσία, συντήρηση δια θρεπτικής διατροφής, στηρικτική τροφή σε αντίθεση με τη φτωχή σε θερμίδες πόση 

5247. Swine, Swinery, Swinish και πολλά παράγωγα – συς, γουρούνι

5248. Sybaris, Sybaritic, Sybaritism – Σύβαρις, συβαριτισμός, εκθήλυνση, ασωτία, ηδονοθηρία

5249. Sycamine, Sycamore, Sycomore – σύκον + μορίαι, συκόμορος, συκομορέα, φυτό που φέρει τους καρπούς πάνω στα κλαδιά

5250. Sychnocarpus – συχνός + καρπός

5251. Sycomium – κοίλο δοχείο ως βάση του σύκου

5252. Sycophancy, Sycophant, Sycophantic, Sycophantish, Sycophantry – συκοφαντώ, συκοφάντημα, συκοφάντης συκοφαντία

5253. Sycosis – ερεθισμός κάτω από τα μαλλιά λη τα γένια, η φαγούρα του κουρέα

5254. Syllabary – κατάλογος συμβόλων που αντιπροσωπεύουν συλλαβές

5255. Syllabic, Syllabically, Syllabication, Syllabification, Syllabify, Syllable – συλλαβή, συλλαβίζω, συλλαβικός

5256. Syllabus – συλλαβή, περίληψη, εγχειρίδιο που περιέχει τίτλους παραδόσεων ή γνώμες κυριότερων ειδικών ενός κλάδου, κατάλογος αιρετικών διδασκαλιών καθολικής εκκλησίας

5257. Syllepsis, Sylleptical – σύλληψις, ερμηνεία των λέξεων πέρα από το γράμμα τους σύμφωνα με τη βούληση και τους σκοπούς του συντάκτη, εναρμόνιση ρήματος ή επιθέτου με ένα από τα δύο ουσιαστικά, στα οποία φαίνεται να ταιριάζει εξίσου      

5258. Syllogism, Syllogistic, Syllogistically, Syllogization, Syllolgize, Syllogizer – συλλογισμός, συλλογίζομαι, συλλογιστικός (Αριστοτέλης)

5259. Sylph, Sylphid – σίλφη (βρομούσα) ή ίσως συνδυασμός “sylva” και νύμφης, συλφίς, αιθέρια ύπαρξη

5260. Sylva, Sylvan, Sylvic, Sylvic acid (άοσμη κρυσταλλική ουσία σε ρητίνη τερεβινθίνης), Sylviculture – ύλη (με λάθος προφορά), δάσος, δασώδης  

5261. Sylvite – χλωριούχο κάλιο

5262. Symbiont -συμβιωτικό, ον που ζει μέσα σε άλλο (ον του πλανήτη Τριλ στο Star Trek)

5263. Symbiosis, Symbiotic, Symbiotical – συμβίωσις, εξάρτηση ενός οργανισμού από άλλον  

5264. Symbol, Symbolic, Symbolical, Symbolically, Symbolicalness, Symbolics, Symbolism, Symbolist, Symbolistic, Symbolization, Symbolize, Symbology – σύμβολον, συμβολισμός, συμβολίζω

5265. Symmetral, Symmetric, Symmetrical, Symmetrically, Symmetricalness, Symmetrist, Symmetrize, Symmetry – συμμετρία, συμμετρικός

5266. Sympathetic, Sympathetically, Sympathist, Sympathize, Sympathizer, Sympathy- συμπάθεια, ενσυναίσθηση, εκλεκτική συγγένεια, τροπισμός του σώματος σε συγκεκριμένα ερεθίσματα, σύνδεσμος προσώπων ή πραγμάτων

5267. Sympetalous – έχων ενωμένα πέταλα

5268. Symphonic, Symphonious, Symphonist, Symphonize, Symphony – συμφωνία, αρμονική σύνθεση (μουσ.)

φπ. Symphoricarpos – συμφορίκαρπος εκ του «συμφορείν», θάμνος που παράγει συνωστισμένους και συνωθούμενους καρπούς

5269. Symphysis, Symphyton – σύμφυσις, σύμπηξη και σύντηξη δύο αρμών

5270. Sympiesometer – συν + πιέζω + μέτρον, όργανο μέτρησης πίεσης ατμόσφαιρας μέσω της συμπίεσης αερίου ή μέτρησης πίεσης του τρέχοντος ύδατος

5271. Symploce – συν + πλέκω, συμπλοκή, κοινή αφετηρία και πέρας περισσότερων διαδοχικών προτάσεων (ρητορική)

5272. Symposiac, Symposiarch, Symposiast, Symposium – συμπόσιον, συμποσιαστής, γεύμα ή δείπνο συνοδευόμενο από φιλοσοφική συζήτηση

5273. Symptom, Symptomatic, Symptomatically, Symptomatology (συμπτωματολογία) – σύμπτωμα, συμπτωματικός

5274. Syn και αμέτρητα παράγωγα – συν (πρόθεμα που δηλώνει προσθήκη)

5275. Synacmy – συν + ακμή, σύγχρονη ωρίμαση των ανθήρων των στημόνων και των στιγμάτων των υπέρων

5276. Synaeresis- συναίρεσις, συνένωση δύο συλλαβών ή φωνηέντων

5277. Synagogical, Synagogue – συναγωγή, εβραϊκή συνέλευση

5278. Synalepha – συναλοιφή, συναίρεση δύο συλλαβών σε μία δια εκθλίψεως του τελικού φωνήεντος μίας λέξης προ του αρχικιού φωνήεντος μίας άλλης

5279. Synallagmatic – συν + αλλάσσω, συναλλαγή, συναλλαγματικός, αφορών σύμβαση και κοινή δέσμευση

5280. Synantherous – συν + ανθήρ, αφορών σύνθετο φυτό όπου οι ανθήρες των στημόνων μεγαλώνουν μαζί

5281. Synanthesis – συν + άνθησις, σύγχρονη ωρίμαση των ανθήρων των στημόνων και των στιγμάτων των υπέρων

φπα. Synapsis, Synaptic – σύναψις εγκεφάλου

5282. Synapte – σύνοψις, λειτουργία ορθόδοξης εκκλησίας

5283. Synarthrosis – συν + άρθρον (αρμός), συνάρθρωση

5284. Synaxis – συν + άγω, συνάρθροιση, σύναξη ειδικά για Θεία Ευχαριστία

5285. Syncarpous – συν + καρπός, έχων τα καρπόφυλλα ενός φρούτου ενωμένα

5286. Syncategorematic – συν + κατηγορηματικός, φράση που παρότι συνδυαστική δεν μπορεί να αποτελέσει αυτόνομο όρο πρότασης   

5287. Synchondrosis – συν + χόνδρος, συνένωση οστών μέσω χόνδρου

5288. Synchoresis – συν + χώρησις (εισαγωγή), συγχώρησις 

5289. Synchromesh – σύγχρονον, αυτόματη συσκευή για αλλαγή ανταλλακτικών σε αυτοκίνητα

5290. Synchronal, Synchronicity, Synchronism, Synchronistic, Synchronization, Synchronize, Synchronous, Synchronously- σύγχρονος, συγχρονικότης, το αντίθετο της αιτιοκρατίας

5291. Synchysis – συν + χέω, σύγχυσις

5292. Synclastic – συν + κλάω-κλω, καμπυλωμένος προς μία κατεύθυνση

5293. Synclinal, Syncline – συν + κλίνω, σύγκλιση

5294. Syncopal, Syncopate, Syncopation, Syncope, Syncopist, Syncopize – συγκοπή, έκθλιψη συλλαβών ή γραμμάτων, λιποθυμία 

5295. Syncretic, Syncretism, Syncretist, Syncretistic – συν + Κρήτη (παραπέμποντας στο «κρητίζειν» – ψεύδεσθαι) ή κεράννυμι (αναμιγνύω), συγκρητισμός

5296. Syndactylic – συν + δάκτυλος, έχων δάκτυλα ενωμένα με μεμβράνη

5297. Syndesmography – συνδεσμογραφία, περιγραφή συνδέσμων

5298. Syndesmology – συνδεσμολογία

5299. Syndesmosis – συνδέσμωσις, ένωση οστού με συνδετικό ιστό

5300. Syndesmotomy – συνδεσμοτομία

5301. Syndic, Syndicalism, Syndicalist, Syndicate – σύνδικος, άρχοντας ή δήμαρχος, συνδικαλισμός, συνδικάτο

5302. Syndrom – σύνδρομον

5303. Synecdoche, Synecdochical- συνεκδοχή, όλον αντί του μέρους, μέρος αντί του όλου

5304. Synechia – συνέχεια, σύμφυση της ίριδας με την κόρη του ματιού

5305. Synecphonesis – συνεκφώνησις, συναίρεση δύο συλλαβών σε μία

5306. Synergetic, Synergism, Synergist, Synergy – συνεργασία, συνεργατικός

5307. Syngenesious  – συν + γένεσις, ενωμένος σε δαχτυλίδι, όπως οι ανθήρες των σύνθετων φυτών

5308. Syngraph – συμφωνία υπογεγραμμένη από όλα τα μέλη

5309. Synizesis – συν + ίζημα, συνίζησις, πλήρης φραγή της κόρης του ματιού

5310. Synneurosis – συν + νεύρον, δέσμη συνδεόμενων νεύρων

5311. Synochus –  συνοχή, διαρκής πυρετός

5312. Synod, Synodal, Synodic, Synodical, Synodically – σύνοδος, συνοδικός

5313. Synoecious – συν + οικία, έχων αρσενικά και θηλυκά λανθη σε μία κεφαλή

5314. Synonym, Synonymic, Synonymist (ο συλλέγων συνώνυμα), Synonymity, Synonymize, Synonymous, Synonymously, Synonymy – συνώνυμον, συνωνυμία

5315. Synopsis, Synoptic, Synoptically, Synoptist – σύνοψις, συλλογή, περίληψη

φπβ. Synoptical Evangelia (συνοπτικά ευαγγέλια λογίζονται τα του Ματθαίου, Μάρκου και Λουκά που λένε περίπου τα ίδια)

5316. Synosteology, Synosteosis – συν + οστόν, συνοστέωσις, συνάρθρωση κοκάλων

5317. Synovia, Synovial, Synoviotis – συν + “ovum” (ωόν), υγρό που λιπαίνει τις αρθρώσεις και φλεγμονή αυτού

5318. Syntactical, Syntactically, Syntax – σύνταξις προτάσεως, συντακτικός

5319. Synthermal – έχων ίδια θερμοκρασία με έναν άλλο

5320. Synthesis, Synthetist, Synthesize, Synthetic, Synthetical, Synthetically, Synthetics – συν + θέσις, συνθέτω, συνθετικός, σύνθεση ιδεών, μερών, υλικών

5321. Syntonic, Syntonize, Syntony – συν + τόνος, σύντονος, συντονίζω, συντονισμός

5322. Syntonin – συν + τείνω, βάση του διαστελλόμενου- συστελλόμενου μυϊκού ιστού των ζώων, ενδιάμεσο προϊόν πέψης λευκωμάτων και πρωτεϊνών, οξύ εκ πρωτεΐνης

5323. Syntropic – συν + τρόπος, τροπισμός, στρεφόμενος προς την ίδια κατεύθυνση

5324. Syphilis, Syphilitic, Syphilization, Syphiloid- σύφιλις

5325. Syphon – σίφων

5326. Syren – σειρήνα

5327. Syria, Syriac -Συρία, συριακός

5328. Syringa, Syringe, Syringitis (φλεγμονή ευσταχιανής σάλπιγγος), Syringotomy (συριγγοτομία), Syrinx – σύριγξ, σύριγγα

5329. Syssarcosis – συν + σαρξ, συσσάρκωσις 

5330. Systaltic – συν + στέλλω, συσταλτικός, δυνάμενος τόσο να συσταλεί όσο και να διασταλεί

5331. Systasis – σύστασις ιδίως πολιτικής οργάνωσης

5332. System, Systematic, Systematically, Systematist, Systematization, Systematize, Systematizer, Systemic, Systemization, Systemize, Systemless – σύστημα παντός είδους, ίσως η πιο σημαντική έννοια όλων των εποχών

5333. Systole, Systolic- συν + στέλλω, συστολή

5334. Systyle, Systylous – συν + στύλος, διάταξη στύλων ώστε να απέχουν δύο διαμέτρους μεταξύ τους (με κέντρο τους ίδιους τους στύλους)

5335. Syzygy- συζυγία πλανητών   

                                                T

5336. Tachometer, Tachymeter – ταχύς + μέτρον, ταχύμετρον

5337. Tachyhydrite – ταχύς + υδρογόνο, χλωρίδιο ασβεστίου και μαγνησίου

5338. Tachygen – όργανο που εμφανίζεται απρόσμενα κατά την εξέλιξη

5339. Tachygraphic, Tachygraphy – ταχύς + γράφω, ταχυγράφος

5340. Tachylite  – ταχύς + λίθος, βασάλτης που κρυώνει γρήγορα, είδος ισόπυρου, ακάθαρτου οπάλιου

φπγ. Tachyon, Tachyon- kinetic – ταχυόνιον, σωματίδιο που τρέχει γρηγορότερα από το φως

5341. Tacky – τακερός, κολλώδης 

5342. Tactic, Tactical, Tactician, Tactics – τάσσω, τάξις, τακτικός, τακτική

5343. Tactile, Tactility- τάσσω, τάξις, αντίδραση οργανισμού σε ερέθισμα και προσανατολισμός σε μία κατεύθυνση 

5344. Talent, Talented, Talentless – τάλαντον (βάρος 57 λίβρες, αξία 6000 δραχμές)

5345. Talisman, Talismanic – τέλεσμα, πληρωμή, εκπλήρωση, θρησκευτικό έθιμο, φυλαχτό

φπδ. Tangle, Tanglingly, Tangly – τάσσω, τάξις, συνδέω, συζευγνύω (συναφής η σύζευξη ή ο εναγκαλισμός των κβάντων που έχουν απογειώσει τη σύγχρονη φιλοσοφία)  

5346. Tantalism, Tantalite, Tantalization, Tantalize, Tantalizer, Tantalizing, Tantalizingly, Tantalum (ταντάλιον, μεταλλικό αργυρόχρουν στοιχείο, που χρησιμοποιείται για ίνες στα ηλεκτρικά φώτα), Tantalus – Τάνταλος, πατέρας του Πέλοπα, καταδικασμένος σε αιώνια δίψα και πείνα, αφού το νερό τού έφθανε μέχρι το σαγόνι και τα φρούτα υπερίπταντο και δεν μπορούσε να τα φθάσει

5347. Tarantella, Tarantism, Tarantula – Τάρας (-ντος), ξέφρενος χορός προκαλούμενος από δάγκωμα αράχνης- ταραντούλας

 5348. Taraxacin, Taraxacum – ταραχή, ουσία εξαγόμενο από το φυτό «δόντι του λέοντα» που προκαλεί διέγερση και διούρηση

5349. Tarsal, Tarsalgia (ταρσαλγία), Tarsi (αρθρωτά πόδια εντόμων), Tarsus – ταρσός

5350. Tartarean, Tartareous, Tartarian, Tartaric, Tartarus – Τάρταρος, τα έγκατα της γης, η άβυσσος

5351. Tartar, Tartarin, Tartarinated, Tartarization, Tartarize, Tartarum – Τάρταρος, κρούστα ζύμωσης σε βαρέλια κρασιού

5352. Taseometer, Tasimeter – τασίμετρον, όργανο για μέτρηση τάσης σε κτίρια

5353. Taurian, Tauriform, Taurine (ταυρίνη), Taurocol (ταυρόκολλα), Tauromachy (ταυρομαχία), Taurus – ταύρος, ζωδιακός κύκλος των Μινωιτών

5354. Tautochrone – ταυτόχρονος

5355. Tautological, Tautologically, Tautologist, Tautologize, Tautologous, Tautology – ταυτός + λόγος, ταυτολογία, ταυτολογικός

5356. Tautophonical, Tautophonie – ταυτός + φωνή, επανάληψη του ίδιου ήχου

φπε. Taw και πολλά παράγωγα – τήξις, σχέση με «τήκω», το λιώσιμο του πάγου     

5357. Tax, Taxer, Taxability, Taxable, Taxableness, Taxably, Taxation – τάσσω, τάξις, ταξινομώ, φορολογώ, φόρος

5358. Taxi, Taxcart, Taxicab, Taximeter, Taxiplane (αεροπλάνο για ενοικίαση) – τάσσω, τάξις, χρέωση ανά τάξη έκτασης διαδρομής, ταξί 

5359. Taxidermic, Taxidermist, Taxydermy – τάξις + δέρμα, φροντίδα, συντήρηση, επίδειξη δερμάτων

5360. Taxis – τάξις, αναπλήρωση ελλείποντος οργάνου σώματος, αντίδραση οργανισμού σε ερέθισμα και προσανατολισμός σε μία κατεύθυνση 

5361. Taxodium, Taxus – τάξις, τακτικό, ήρεμο έλατο

5362. Taxonomist, Taxonomy – ταξινόμηση, ταξινόμος

5363. Teach, Teachable, Teachableness, Teacher, Teaching, Teachless (αμετανόητος) – δεικνύω, διδάσκω

5364. Tear, Tearful, Tearless (άδακρυς) – δάκρυ

5365. Technic, Technical, Technicality, Technically, Technicalness, Technics, Technique – τέχνη, τεχνικός, τεχνική

5366. Technological, Technologist, Technology – τέχνη + λόγος, τεχνολογία

5367. Tecnonymy – τέκνον + όνομα, τεκνωνυμία

5368. Tectibranchiate – tego (καλύπτω) + βράγχια, έχων τα βράγχια καλυμμένα

5369. Tectology -τίκτω, τέκτων + λόγος, ο τρόπος που κτίζεται εκ των πολλών ατόμων ο ανθρώπινος οργανισμός (ex pluribus unum)

5370. Tectonic – τίκτω, τέκτων, τεκτονικός, αφορών δόμηση πετρωμάτων αλλά και οικοδομημάτων

φπστ. Tedious, Tediously, Tediousness, Tedium – κουραστικός, βαρετός. Αντί να πούμε ότι προέρχεται από το σλαβονικό «τέζα», μήπως είναι πιο πιθανό το ελληνικό «τείνω» (το κορμί μου)

5371. Teeth, Teething (φύτρωμα δοντιών)- μέσω του λατινικού “dens” – οδούς

5372. Teinoscope – τείνω + σκοπώ, όργανο συνδυασμένων πρισμάτων για διόρθωση χρωματικής παρέκκλισης

5373. Telamon – τελαμών, ιμάντας για μεταφορά ασπίδας ή σπαθιού ή φυσιγγίων (σήμερα), λινός επίδεσμος (και για τύλιγμα μούμιας)

5374. Telamones – τελαμώνες, ανθρωπόμορφοι θριγκοί, αρσενικές καρυάτιδες

5375. Telautograph – όργανο για μετάδοση χειρογράφου ή σχεδίων μέσω ηλεκτρισμού

5376. Telegramm, Telegrammic – τηλε + γράφω, τηλεγράφημα

5377. Telegraph, Telegraphic, Telegraphically, Telegraphist, Telegraphy – τηλέγραφος, ηλεκτρική επικοινωνία με τελείες και παύλες αντί με σήματα και σηματωρούς

5378. Telekinesis – τηλεκίνηση, κίνηση αντικειμένων χωρίς υλική σύνδεση

5379. Telemechanics – τηλεμηχανική, επιστήμη μεταφοράς δυνάμεως και ενεργείας σε απόσταση

5380. Telemeter, Telemetry – τηλεμετρία, όργανο για προσδιορισμό αποστάσεων, εμβέλειας, βεληνεκούς

5381. Teleological, Teleologically, Teleologist, Teleology- τελεολογία, τελεολογικός – τέλος + λόγος, θεωρία τελικού αιτίου, θεωρία ότι η θεία βούληση αποκαλύπτεται βαθμιαία μέσω της μελέτης μέσων και σκοπών (σύμφωνα με την οποία κατά το χιούμορ του Ροΐδη τα ώτα βρίσκονται στη γνωστή τους θέση, επειδή ο θεός γνώριζε ότι θα εφεύρουμε τα ομματοϋάλια).

5382. Telepathist, Telepathy -τηλεπάθεια, διαβίβαση σκέψης εξ αποστάσεως

5383. Telephone, Telephonic, Telephonically, Telephonist, Telephony- τηλέφωνο

5384. Telephonograph – όργανο για καταγραφή τηλεφωνικών μηνυμάτων

5385. Telephote – τηλε + φως, όργανο για διαβίβαση φωτογραφιών και εικόνων με ηλεκτρικά μέσα (που σήμερα έχουν γίνει ηλεκτρονικά)

5386. Telephotograph – τηλεφωτογραφία, εικόνα ειλημμένη από τηλεφωτικό (ηλεκτρονικό) μέσο

5387. Telescope, Telescopic, Telescopically, Telescopist – τηλεσκόπιον

5388. Teleseme – τηλεσήμα, αστυνομικός συναγερμός, παντός είδους «κόκκινος» συναγερμός

5389. Telesm, Telesmatic –  τέλεσμα, πληρωμή, εκπλήρωση, θρησκευτικό έθιμο, φυλαχτό

5390. Telestic – τελεστικός, αναφερόμενος σε πέρας ή διεκπεραίωση

5391. Telestich – τέλος + στίχος, τελοστιχία, ποίημα όπου τα καταληκτικά γράμματα των στίχων σχηματίζουν μία λέξη, το αντίθετο της ακροστιχίδας

φπζ. Telesynaptic – τηλε + σύναψις, συνδεόμενος από μακριά  

5392. Television, Televise, Televisor -τηλεόραση, τηλεοπτικά μέσα, εδώ η προσθήκη του «τηλε» στο λατινικό “visio” είναι καθοριστική

5393. Telic – τελικός, αναφερόμενος σε σκοπό

5394. Telotype – τηλέτυπος, εκτυπωτικός ηλεκτρικός τηλέγραφος

5395. Telpherage – τηλε + φέρω, τελεφερίκ, σχοινοδρομείο

5396. Temenos – τέμενος, μετόχι των θεών

φπη. Temnospondyl – τέμνω + σπόνδυλος, γιγαντιαία αμφίβια τετράποδα Περμικής (και όχι μόνο) περιόδου

φπθ. Tempean- Τέμπη, γραφικός και όμορφος όπως η κοιλάδα των Τεμπών

φq. Temper, Tempera, Temperament, Temperamental, Temperance, Temperate, Temperately, Temperateness, Temperative, Tempered – τείνω, τάσις, μετρώ, μετριάζω, ηπιότης, ήπιος

φqα. Tempest, Tempestive, Tempestuous, Tempestuously, Tempestuousness- μέσω του “tempus” (βλ. παρακάτω), τείνω, τάσις, καιρός, κακοκαιρία, θύελλα, καταιγίδα, η περίφημη «Καταιγίδα» του Σαίξπηρ

φqβ. Templar (Ναίτης), Template, Temple, Temple, Templet – τέμνω, τέμενος, μετόχι, ναός, τέμπλο εκκλησίας, οριοθετημένο πλαίσιο, υπόδειγμα   

φqγ. Tempo, Tempus, Temporal, Temporality (προσωρινότης), Temporally, Temporalness, Temporarily, Temporariness, Temporary, – τείνω, τάσις, ο χρόνος όπου εκτείνεται η ζωή του ανθρώπου σε αντίθεση με τον μακροσκελέστατο αιώνα, που μπορεί να είναι και γεωλογικός, ή την αιωνιότητα, πρόσκαιρος, προσωρινότητα

φqδ. Temporization, Temporize, Temporizer, Temporizing, Temporizingly- καιροφυλακτώ, χρονοτριβώ, εναρμονίζομαι με το χρόνο, υποχωρώ στις περιστάσεις   

5397. Tenability, Tenable, Tenableness, Tenace, Tenacious, Tenaciously, Tenaciousness, Tenacity – τείνω, τάσις, κρατώ, αντέχω

5398. Tenaculum – τείνω, τάσις, όργανο εξαγωγής και δέσης αρτηριών

5399. Tenaille, Tenaillon – τείνω, τάσις, επέκταση και ενίσχυση οχυρωμάτων δια προπυργίων και προμαχώνων

5400. Tenancy, Tenant, Tenantable, Tenanted, Tenantless, Tenantry – τείνω, τάσις, κρατώ, κατέχω, ενοικιάζω

5401. Tend, Tendance, Tendency (τάσις), Tendentious, Tender (τείνω χέρι βοηθείας και φροντίδας), Tender (πρόταση ή προσφορά προς αποδοχή), Tending – τείνω, τάσις

5402. Tender, Tenderfoot, Tender-hearted, Tender- heartedly, Tender-heartedness, Tenderling, Tenderloin, Tenderly, Tenderness – τείνω, τάσις, τέρην (-ενος), τεταμένος, ψηλόλιγνος, καχεκτικός, λειαινόμενος μέσω τριβής, τρυφερός

5403. Tendinous, Tendon, Tendril (πλοκάμι) – τείνω, τένων, νεύρο

5404. Tenement, Tenemental, Tenementary – τείνω, τάσις, κρατώ, κατέχω, ενοικιάζω

5405. Teneral – τείνω, τάσις, τέρην (-ενος) τεταμένος, ψηλόλιγνος, καχεκτικός, λειαινόμενος μέσω τριβής, τρυφερός, αναφερόμενος σε έντομο που μόλις εξήλθε από το κουκούλι σε κατάσταση νύμφης ή χρυσαλλίδας

5406. Tenesmus- τανυσμός, πίεση, συμφόρηση και ανεπιτυχής προσπάθεια κένωσης του εντέρου 

5407. Tenet – τείνω, κρατώ, αξίωμα, αρχή, δόγμα ή διδασκαλία θεωρούμενη αληθής

5408. Tenon – τένων, κατάληξη ξύλου που μπορεί να προσαρμοστεί σε μία αντίστοιχη τρύπα

5409. Tenor – τείνω, κρατώ, αξίωμα, αρχή, σφραγίδα, χαρακτήρας, τενόρος (μεταξύ βαθύφωνου και υψίφωνου), ρεφραίν τραγουδιού, άρια όπερας, διατακτικό δικαστικής απόφασης

5410. Tenotomy – τένων + τομή, εγχείρηση διαίρεσης τένοντα

5411. Tense, Tensely, Tenseness, Tensibility, Tensible, Tensile, Tension, Tensity, Tensive, Tensor (μυς τανύμενος, τανυμήκης) – τείνω, τάνυμαι, εκτείνομαι

5412. Tent, Tentorium (μεμβράνη μεταξύ κύριου εγκεφάλου και παρεγκεφαλίδας), Tentory – τείνω, τάσις, τέντα, σκηνή, μουσαμάς  

5412. Tentacle, Tentacular, Tentaculated, Tentaculiferous (τείνω + φέρω)- τείνω, τάσις, πλοκάμι (η ρίζα «τείνω» αρχίζει να συναγωνίζεται σε παραγωγικότητα τη ρίζα «σχίζω»)

5415. Tentation, Tentative – τείνω, τάσις, πειραστικός, δοκιμαστικός

5416. Tenter, Tenterhook – τείνω, τάσις, καρφί ή άλλη μέθοδος για το τέντωμα ρούχων

5417. Tenuifolious (λεπτόφυλλος), Tenuious, Tenuirostral (κομψόραμφος), Tenuity, Tenuous – τείνω, επεκτείνω, αραιός

5418. Tenure – τείνω, τάσις, υπηρεσία δουλοπάροικου προς άρχοντα ως ανταπόδοση για την εκμετάλλευση κτήματος, επίμορτος αγροληψία

5419. Tenuto – μουσικός όρος διατήρησης της έντασης των νοτών

5420. Teocalli – θεός + καλώ, πυραμίδα ή ναός των λαών της Κεντρικής και Νοτίου Αμερικής 

5421. Tephrite, Tephroite – τέφρα, τεφρίτης, πυριτικό άλας μαγγανίου

5422. Tephromancy – τεφρομαντεία, μαντεία βάσει στάχτης ή καμένων απομειναριών

φqε. Teradyne – τέρας + δύναμη, αγωγοί και ημιαγωγοί ρομπότ με τεράστια δύναμη

5423. Teramorphous – τέρας + μορφή, τερατόμορφος

φqστ. Teraquad – τεράστια μονάδα αποθηκευτικού χώρου στις ταινίες επιστημονικής φαντασίας

5424. Teratogeny – τέρας + γεννώ, τερατογένεσις

5425. Teratological, Teratologist, Teratology – τερατολογικός, τερατολόγος, τερατολογία 

5426. Terebene, Terebinth, Terebinthine – τέρμινθος, τερεβινθίνη, τερέβινθος, το δένδρο της τσικουδιάς 

5427. Terebrate, Terebration – τείρω, τορνεύω, τόρνος, διατρυπώ, σχηματίζω κύκλο

5428. Term – τέρμα, όριο, προθεσμία, δικάσιμος, μέρα πληρωμής, φοιτητική περίοδος, όρος, κατηγόρημα. Στην Αγγλία η περίοδος λειτουργίας των δικαστηρίων διαιρείται σε Hilary, Easter, Trinity, Michaelmas

5429. Termer – τέρμα, ο έχων προθεσμία, ο ταξιδεύων για να παραστεί σε δικάσιμο

5430. Termes – τείρω, τρήμα, τρυπώ, ορθόπτερο έντομο, σαράκι

5431. Terminalable, Terminableness – τέρμα, περιοριστικός, περιοριστικότητα

5432. Terminal – τέρμα, τερματικός σταθμός (και αερολιμένα), θανατηφόρος αρρώστια, ανήκεστος ασθένεια σε τελικό στάδιο, τερματικό για σύνδεση με άλλες ηλεκτρικές συσκευές

5433. Termination, Terminational, Terminative, Terminatively, Terminator (εξολοθρευτής) – τέρμα, τερματίζω, εξουδετερώνω ρομπότ ή ανδροειδές (συναφής ερώτηση: “is he dead?” Απάντηση Σβαρτσενέγκερ: “he is terminated”)   

5434. Τerminator – διαχωριστική γραμμή μεταξύ φωτεινής και σκοτεινής πλευράς του φεγγαριού

5435. Terminer- τέρμα, μόνο στη φράση “oyer and terminer” (ακροατήριο ποινικών υποθέσεων)

5436.  Terminist – τέρμα, ο πιστεύων ότι ο Θεός έχει αναθέσει στον καθένα μας δοκιμασίες, περιόδους μετανοίας και επιτίμια

5437. Terminological, Terminology- αφορών επιστημονικούς όρους, ορολογία

5438. Terminthus – τέρμινθος, πολύτιμος λίθος ομοιάζων με καρπό τερέβινθου (κοκκορεβύθι), ανθράκιον, ψευδάνθρακας

5439. Terminus – τέρμα, όρος, όριο, τερματικός σταθμός

5440. Termitary (φωλιά τερμιτών), Termite – θριψ, τείρω, τρήμα, τρυπώ, ορθόπτερο έντομο, λευκό ή κόκκινο μερμήγκι, τερμίτης

5441. Termless, Termly – τέρμα, απεριόριστος, περιοδικός

5442. Tern, Ternary, Ternate, Terneplate, Ternion – τρία, εκ τριών στελεχών ή λεπτών πλακών αποτελούμενος, τριαινοειδής

5443. Terpsichorean – αφορών την Τερψιχόρη, τη μούσα της λύρας και του χορού

5444. Terra, Terrace (ανυψωμένη πλάκα γης), Terrain, Terracotta (ψημένη γη, άργιλος ή πηλός), Terranean, Terraqueous (αποτελούμενος από γη και ύδωρ), Terraquad (έκφραση χρησιμοποιούμενη επί βαρέων αμφίβιων οχημάτων με κίνηση στους τέσσερις τροχούς), Terrene, Terreplein – τερσαίνω, τέρσομαι, ξηραίνω, ξηραίνομαι

5445. Terrible, Terribleness, Terribly – τρέμω

5446. Terricole, Terricolous – τερσαίνω + κολλώ, ο κάτοικος της Γης

5447. Terrier – τερσαίνω, εθνοφύλακας, σκυλί που σκάπτει και κυνηγά σκουλήκια, κτηματολόγιο

5448. Terrific, Terrified, Terrify, Terrification – τρέμω, τρόμος, σκορπώ τον τρόμο 

5449. Terrigenous – τέρσομαι + γένος, εκ γης προερχόμενος

5450. Territorial, Territorially, Territoried, Territory – τερσαίνω, γη, περιφέρεια, επικράτεια, μεγίστη περιοχή

5451. Terror, Terrorize, Terrorism, Terrorist – τρέμω, τρόμος, τρομοκρατία, περίοδος γαλλικής επανάστασης από τον Απρίλιο του 1793 έως τον Ιούλιο 1794

5452. Tertial, Tertian, Tertiary, Tertiate, Terious -τρία, τρίτος, τριτογενής, συμβαίνων ανά τρεις ημέρες

5453. Terzetto – τριμερής μουσική σύνθεση

5454. Tesseral, Tesselated, Tesselation – τέσσερα, αποτελούμενος από τετράγωνες πλάκες, μωσαϊκό

5455. Tessera, Tesseraic, Tesseral, Tessular – τέσσερα, τετράγωνο κομμάτι, κάρτα, ταυτότητα

φqζ. Tesseract – τέσσερα + ακτίς, τετραδιάστατος κύβος, είδος αεικίνητου και άπειρης αδαπάνητης ενέργειας στην επιστημονική φαντασία  

5456. Testa, Testacea, Testacean, Testaceous- τίκτω, τέκτων, κέλυφος, όστρακον, κεφαλή, οστρακοειδής, κεραμίδι, στρωμένος με κεραμίδια

5457. Testable, Testacy, Testament (Παλαιά ή Καινή Διαθήκη), Testamentary, Testamentation, Testate, Testation, Testator, Testatrix – τρίτος δηλαδή μάρτυς, διαθήκη   

5458. Tester – τίκτω, τέκτων, κέλυφος, κεραμίδι, τύμβος, άμβωνας, οροφή ή ουρανός κρεβατιού

5459. Testicle, Testiculate, Testiculation – τρίτος, μάρτυρας του ανδρισμού, όρχις (οι όρχεις λέγονταν και «παραστάται», διότι ο ένας συμπαρίστατο στον άλλον και οι δύο μαζί στον … φορέα τους)   

5460. Testification, Testificator, Testifier, Testify – τρίτος, μάρτυς, μαρτυρία, μαρτυρώ, υποβάλλω κατάθεση, καταθέτω

5461. Testily, Testiness, Testy- τίκτω, τέκτων, κέλυφος, όστρακον, κεφαλή, πείσμων, πεισμόνως (γαλλικά “tetu”, όπως ο Κεραμπάν ο πεισματάρης)

5462. Testimonial, Testimony -τρίτος, μάρτυς, μαρτυρία, κατάθεση

5463. Testing, Test – τέκτων, κέλυφος, όστρακον, τεστ, διαγώνισμα, διαγωνισμός, συνέντευξη, διύλιση και διήθηση χρυσού ή αργύρου

5464. Testudinal, Testudinate, Testudinated, Testudineous, Testudo-

τίκτω, τέκτων, κέλυφος, όστρακον, οστρακοειδής, χελώνα

5465. Tetanic, Tetanine (πτωμαΐνη), Tetanus – τείνω, τέτανος, τετανός, σπασμοί των μυών

5466. Tete – τίκτω, τέκτων, κέλυφος, όστρακον, κεφαλή, περούκα, φενάκη

5467. Tetrabranchiate -έχων τέσσερα βράγχια

5468. Tetrachord – τέσσερα + χορδή, τετράχορδος

5469. Tetrachotomous – τέτραχα (σε τέσσερα μέρη) + τέμνω, διακλαδιζόμενος σε τέσσερις απολήξεις

5470. Tetracolon – στροφή αποτελούμενη από τέσσερα κώλα ή τέσσερεις στίχους

φqη. Tetractys – τετρακτύς, πυθαγόρειο σύμβολο των τεσσάρων ριζωμάτων και της παγκόσμιας αρμονίας, πυραμίδα δέκα σημείων, τεσσάρων στην πρώτη σειρά, τριών στη δεύτερη, δύο στην τρίτη συν η κορυφή

5471. Tetracyclic – ο έχων τέσσερις σπείρες ή έλικες

5472. Tetrad – τετράς, τετράδα

5473. Tetradactylous – τετραδάκτυλος

5474. Tetradelphous – ο έχων τέσσερις δελφύες ή θυσάνους στημόνων

5475. Tetradecapod – έχων δεκατέσσερα πόδια

5476. Tetradiapason – τετραπλό διαπασών ή οκτάβα, μουσική συγχορδία

5477. Tetradrachm – αργυρό νόμισμα αξίας τεσσάρων δραχμών

5478. Tetradymite – τετράδυμος, συνδυασμός δίδυμων κρυστάλλων, τελλουρικό βισμούθιο

5479. Tetradynamous – έχων τέσσερεις στήμονες μακρύτερους από τους υπόλοιπους

5480. Tetragon, Tetragonal – τετράγωνον

φqθ. Tetragrid – τετράγωνο κιγκλίδωμα

5481. Tetragynian- έχων τέσσερεις ύπερους

5482. Tetrahedral, Tetrahedrite (γκρίζο χάλκινο πέτρωμα με τετράγωνες ψηφίδες), Tetrahedron – τετράεδρον, τετράεδρος 

5483. Tetrahexahedral, Tetrahexahedron – στερεό 24 πλευρών, αντιστοιχουσών ανά 4 σε μία πλευρά κύβου  

5484. Tetralogy – τετραλογία

5485. Tetrameter – τετράμετρον, στίχος τεσσάρων ποδών

5486. Tetrandrian- έχων τέσσερεις στήμονες  

5487. Tetrapetalous – έχων τέσσερα πέταλα

5488. Tetraphyllous – έχων τέσσερα φύλλα

5489. Tetrapla – Βίβλος του Ωριγένη με τέσσερις εκδοχές σε τέσσερις αντίστοιχες στήλες

5490. Tetrapod – τετράποδον

5491. Tetrapteran, Tetrapterous – τετράς + πτερόν, τετράπτερον

5492. Tetrarch, Tetrarchate, Tetrarchical, Tetrarchy – τέτραρχος, τετραρχία, κυβερνήτης ενός τετάρτου μίας επαρχίας ή του Ρωμαϊκού κράτους (Διοκλητιανός, Γαλέριος, Μαξιμιανός, Κωνστάντιος Χλωρός), στην επιστημονική φαντασία κυβερνήτης ενός τεταρτημορίου του διαστήματος ή του γαλαξία

5493. Tetraspaston – τετράς + σπάω (-ω), σύστημα τεσσάρων τροχαλιών

5494. Tetraspermous – τετράς + σπέρμα, έχων τέσσερα σπέρματα

5495. Tetraspore – τετράς + σπόρος, ομάδα αγαμικών φυκοειδών κυττάρων

5496. Tetrastich – τετράστιχον

5497. Tetrastyle – τετράστυλον κτίσμα

5498. Tetrasyllabic, Tetrasyllable – τετρασύλλαβον, τετρασύλλαβος

5499. Tetrode – ασύρματη βαλβίδα με τέσσερα ηλεκτρόδια

χ. Tetroxide – τέσσερα + οξύ, τετροξείδιον

χα. Tetryon – τετράς, είδος υποατομικού ή υποσιαστημικού σωματιδίου στη σειρά “Star Trek”  

5500. Tettix – τέττιγξ, μεταλλικό στολίδι για τα μαλλιά με μορφή τζίτζικα

5501. Text, Textbook, Textman (παραπέμπων σε φράσεις), Textual, Textualist, Textually, Textuarist (σπουδάζων τις Γραφές), Textuary, Textuist – τίκτω, τέκτων, κατασκευάζω ξύλινο πλαίσιο άρα και πρότυπο υφάσματος και ρούχων, κείμενο

5502. Textile, Textorial, Texture – τίκτω, τέκτων, κατασκευάζω ξύλινο πλαίσιο άρα και πρότυπο υφάσματος και ρούχων, υφαίνω, ύφανση

5503. Thalamium – θάλαμος, δίσκος αναπαραγωγικών κυττάρων θύλακας σπόρων σε φύκια ή λειχήνες  

5504. Thalamus – θάλαμος, κάλυκας άνθους, αφετηρία νεύρου, γυναικωνίτης

5505. Thalassian, Thalassic – θαλάσσιος (ιδίως επί χελώνας), πελάγιος, πελαγίσιος

χβ. Thalassochelys – θαλάσσιος + χέλυς (-υος), χελώνα, θαλάσσια χελώνα (caretta- caretta Ζάκυνθος) 

5506. Thalassography – θαλασσογραφία

5507. Thalassometer – θαλασσόμετρον, μετρητής επιπέδου πλημμυρίδας ή άμπωτης

5508. Thalassophile – θαλασσόφιλος

5509. Thalassotherapy – θαλασσοθεραπεία, ενίσχυση κυκλοφοριακού και ανοσοποιητικού συστήματος δια κολύμβησης  

5510. Thalia, Thalian – Θάλεια, μούσα βουκολικής και κωμικής ποιήσεως

5511. Thallic, Thallium – θάλλω, θάλος, ασπρογάλανο μεταλλικό στοιχείο, μαλακό αλλά όχι ελαστικό

5512. Thallogen, Thallophyte – θάλλω + γεννώ ή φυτόν, θαλλόφυτον, κρυπτόγαμο φυτό που περιλαμβάνει φύκια, μύκητες και λειχήνες

5513. Thallus – θάλλω, θάλος, αδιαφοροποίητο φυτό χωρίς διαίρεση σε φύλλα, μίσχο και ρίζα    

 5514. Thanatism- διδασκαλία κατά την οποία δεν υπάρχει ψυχή μετά θάνατον

5515. Thanatoid – ομοιάζων με θάνατο

5516. Thanatos, Thanatologist, Thanatology – θάνατος και μελέτη θανάτου (σ.σ. φιλοσοφία κατά Πλάτωνα)

5517. Thaumatrope – θαύμα + τρέπω, θαυματρόπιον, οπτικό όργανο ελέγχου της αποτύπωσης μίας εικόνας στον αμφιβληστροειδή μετά την απομάκρυνση του ορώμενου αντικειμένου ώστε τα αντικείμενα να φαίνονται σε συνεχή κίνηση   

5518. Thaumaturgic, Thaumaturgical, Thaumaturgics, Thaumaturgist, Thaumaturgus, Thaumaturgy – θαύμα + έργον, θαυματουργός, θαυματουργία

5519. Theandic – αφορών συνεργασία μεταξύ θεού και ανθρώπων

5520. Theanthropic, Theanthropism – θεάνθρωπος και αντίστοιχη κατάσταση, θεανθρωπισμός

5521. Thearchy – θεαρχία, θεοκρατία

5522. Theatre, Theatrical, Theatricality, Theatrically, Theatricals – θέατρον, θεατρικός, θεατρικότης

5523. Thebe, Theban – Θήβαι Ελλάδος, Θήβες Αιγύπτιο, αιγυπτιακό έτος

5524. Theca – σποριάγγειον, θήκη σπόρων φτέρης

5525. Thecaphore – θήκη + φέρω, βάθρο ωοθήκης

5526. Thecodont – δεινόσαυρος όπου οι οδόντες μπαίνουν σε θήκες

5527. Theist, Theism, Theistical – δεϊσμός, αντίληψη ότι ο θεός ευρίσκεται εκτός κόσμου

5528. Thematic, Theme -θέμα, αντικείμενο συζήτησης ή έρευνας, το κύριο τμήμα μίας λέξης ή μουσικής σύνθεσης, το τρίτο γνωσιολογικό στάδιο του Ζήνωνα Κιτιέα – σταθεροποίηση (θέναρ, θέσις, θέμα)

5529. Themis – θεά του νόμου και της τάξης, αλλά και υπερβαίνουσα αυτά και οδηγούσα στους θεσμούς, ενώ οι θέμιστες (πληθυντικός του θέμις) είναι η νομολογία των αρχόντων και των πολιτειακών οργάνων, που μπορεί βέβαια να είναι και «σκολιές», όπως λέγει ο Όμηρος

5530. Thenal, Thenar – θέναρ, η παλάμη του χεριού, χειρομαντεία, το πρώτο γνωσιολογικό στάδιο του Ζήνωνα Κιτιέα- ποικιλία, συλλογή στοιχείων (θέναρ, θέσις, θέμα)

5531. Theobroma – βρώμα (βρώσις) των θεών, αμβροσία, κακαόδενδρο (ονομασία πολύ κατανοητή για τους λάτρεις της σοκολάτας – choco- holics)

5532. Theobromine – θεοβρωμίνη, η αλκαλοειδής ουσία της σοκολάτας

5533. Theochristic – θεός + χρίζω, χρισμένος από τον Θεό, χριστός

5534. Theocracy, Theocratic – θεός + κρατώ, θεοκρατία, θεοκρατικός, καθεστώς όπου ο κυβερνήτης θεωρείται θεός και έχει το ιερατείο ως υπουργικό συμβούλιο (η πληγή της ανθρωπότητας)

5535. Theocrasy – θεός + κεράννυμι, κράσις, μυστική ένωση της ψυχής με τον Θεό κατά τον διαλογισμό, πολυθεϊστική λατρεία

5536. Theocritian – ο υιοθετών το ειδυλλιακό ύφος του Θεόκριτου

5537. Theodicy – θεός + δίκη, θεωρία που επιχειρεί να συμβιβάσει τις αδικίες της μοίρας με τη δικαιοσύνη του θεού, όπου εντάσσεται χριστιανική προβληματική της δοκιμασίας, της βλασφημίας και της μετάνοιας.  Πιο πειστική η αρχαιοελληνική αντίληψη ότι η μοίρα είναι αδήριτη, αδυσώπητη (Κλωθώ, Λάχεσις, Άτροπος) και δεν εκπορεύεται από το θεό, αντίθετα από το θεό εκπορεύεται η αντίδραση στα χτυπήματα της μοίρας

5538. Theodolite, Theodolitic- θεοδόλιχος, όργανο μέτρησης οριζόντιων και κάθετων γωνιών, ύψους και απόστασης, τριγωνομετρικό εργαλείο

5539. Theogonic, Theogonist, Theogony- θεογονία, μυθολογία γένεσης των θεών που έχει ως συνέχεια την τιτανομαχία

5540. Theolatry – η λατρεία του Θεού

5541. Theologian, Theological, Theologically, Theologist, Theologize, Theologizer, Theology – θεολογία, θεολογικός, θεολόγος

5542. Theomachist, Theomachy – θεός + μάχη, μαχητής ή μάχη κατά των θεών

5543. Theomancy – θεομαντεία, πρόβλεψη μέλλοντος βάσει χρησμών

5544. Theomorphic, Theomorphism – θεός + μορφή, θεομορφικός, θεομορφισμός (περί του ότι ο άνθρωπος ομοιάζει στον Θεό)

5545. Theopathetic, Theopathy – έκθεση σε μαρτύριο λόγω αμαρτιών, ο ευρισκόμενος σε ενσυναίσθηση με το θείο πάθος (όπως ο Wilbur Mercer μετείχε στο θείο δράμα μέσω κουτιού ενσυναίσθησης στο “Do electric sheep dream?” του Φίλιπ Ντικ)

5546. Theophanic, Theophany – θεοφάνεια, φανέρωση του Θεού

5547. Theophilanthropism – αγάπη για τον Θεό και για τον άνθρωπο, θεϊστικό (Θεός εκτός κόσμου) και αθεϊστικό σύστημα της γαλλικής επανάστασης το 1796 που φιλοδόξησε να αντικαταστήσει τον χριστιανισμό

5548. Theopneustic, Theopneusty – θεός + πνεύμα, εμπνευσμένος από το Θεό

5549. Theorem, Theorematic – θεώρημα, επιστημονική πρόταση χρήζουσα αποδείξεως

5550. Theoretical, Theoretically, Theorist, Theorize, Theorizer, Theory – θεωρία, λογική υπόθεση περί του όντος που συμφωνεί ή τουλάχιστον δεν αντιβαίνει στα επιστημονικά δεδομένα

5551. Theosophic, Theosophism, Theosophist, Theosophize. Theosophy – θεοσοφία, θεοσοφισμός, υπόταξη του ανθρωπίνου σώματος μέχρι να γίνει κατάλληλο σκεύος για θεία επιφοίτηση, οικειότητα της ψυχής με τον Θεό

5552. Theotokos – Θεοτόκος, η αειπάρθενος Μαρία

5553. Therapeutae – θεραπευταί, ιουδαϊκή αίρεση αγαμίας και διαρκούς προσευχής

5554. Therapeutic, Therapeutics, Therapeutist – θεραπεία, θεραπευτικός

5555. Theriac, Theriacal – θηρίον, φάρμακο κατάλληλο για δάγκωμα θηρίου

5556. Therianthropism – λατρεία ζωόμορφων ημιανθρώπινων θεοτήτων

5557. Theriotomy – θηρίον + τομή, ζωοτομία

5558. Therm – θερμική μονάδα ως ποσό θερμότητας απαραίτητο για να υψώσει τη θερμοκρασία μίας λίβρας νερού κατά 1 βαθμό Φαρενάιτ

5559. Thermal, Thermic – θερμός, θερμικός, θερμές πηγές ή λουτρά

5560. Thermidor – μήνας γαλλικού επαναστατικού ημερολογίου από 20 Ιουλίου ως 18 Αυγούστου

5561. Thermionic – θερμιονικός, παράγων ηλεκτρισμό δια επίδρασης θερμότητας

5562. Thermion – ηλεκτρόνιο εκπεμπόμενο από σώμα συνεπεία υπερβολικής θερμότητας

5563. Thermite – θερμίτης, μίγμα αλουμινίου και οξειδίου του σιδήρου που εκπέμπει έντονη ζέστη

5564. Thermochemistry – θερμός + χημεία, επιστήμη ανάπτυξης θερμότητας δια χημικής αντίδρασης

5565. Thermocurrent – ηλεκτρικό ρεύμα παραγόμενο δια θερμότητας

5566. Thermodynamic, Thermodynamics- θερμοδυναμική, επιστήμη σχέσεων της Μηχανικής με τη θερμότητα, θερμοδυναμικά αξιώματα, όπως το περίφημο δεύτερο της εντροπίας

5567. Thermoelectric, Thermoelectricity – θερμοηλεκτρισμός

5568. Thermoelectrometer – όργανο για εξακρίβωση επιπέδου θερμότητας σε δεδομένο ηλεκτρικό ρεύμα

5569. Thermogene – θερμογενής, βαμβάκι διαποτισμένο με πιπεριά προς πρόκληση θερμότητας και θερμική διέγερση της πληγής

5570. Thermogram, Thermograph, Thermographic – όργανο καταγραφής θερμότητας

χγ. Thermolysis, Thermolyte, Thermolytic – θερμόλυσις, απελευθέρωση ή διάλυση δια θερμότητας

5571. Thermometer, Thermometrical, Thermometrically – θερμόμετρον, θερμομετρώ

5572. Thermopile – θερμός + πίλος, καπέλο εκ συμπιεσμένου μαλλιού, θερμική στήλη, όργανο μέτρησης θερμικής ακτινοβολίας

5573. Thermos – θερμός, δοχείο περιβαλλόμενο από κενό αέρος προκειμένου να διατηρεί το περιεχόμενο σε σταθερή χαμηλή θερμοκρασία

5574. Thermoscope, Thermoscopic – θερμός + σκοπώ, όργανο μέτρησης ελάχιστων διαφορών θερμοκρασίας

5575. Thermostat – θερμοστάτης, όργανο αυτόματης ρύθμισης θερμοκρασίας  

5576. Thermotic, Thermotics – επιστήμη θερμότητας

5577. Thermotropism – θερμοτροπισμός, ικανότητα των φυτών να στρέφονται προς τον ήλιο ή μακριά απ’ αυτόν

5578. Theroid – θηριώδης, ομοιάζων με θηρίο, μη έχων ηθικές αναστολές

5579. Thesaurus – θησαυρός, λεξικό ή εγκυκλοπαίδεια

5580. Thesis – θέσις, θέση στο χώρο ή λογική επεξεργασία ενός θέματος, διατριβή επί διδακτορία, εξέταση υπόθεσης ώστε αυτή είτε να αποκρουσθεί είτε να γίνει δεκτή, το δεύτερο και κυριότερο γνωσιολογικό στάδιο του Ζήνωνα Κιτιέα- εύρεση του ουσιώδους (θέναρ, θέσις, θέμα)

5581. Thesmothete – θεσμοθέτης, πεφωτισμένος συντακτικός νομοθέτης όπως ήσαν στην αρχαιότητα οι Σόλων, Ζάλευκος, Χαρώνδας κ.λπ.

5582. Thespian – εκ του άρματος του Θέσπιδος, δραματικός ποιοτικός ηθοποιός

5583. Theta – θήτα, το γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, εγκεφαλικά κύματα αντίστοιχης ονομασίας

5584. Theurgic, Theurgist, Theurgy – θεός + έργον, θεουργία, τέλεση υποτιθέμενων θαυμάτων με επίδειξη μαγικών υπερφυσικών δυνάμεων 

5585. Third, Thirdings (το τρίτον του σίτου ως φόρος προς τον φεουδάρχη), Thirdly, Thirds (τρίτον, νόμιμη μοίρα χήρας επί ακινήτων), Thirteen, Thirty – τρίτος

5586. Thlipsis – θλίψις, σύνθλιψη λόγω εξωγενών παραγόντων, εξωτερική πίεση ή περιορισμός

5587. Tholobate – θόλος + βάση, θεμέλιο οικίας

5588. Thoracic, Thoracics, Thorax – θώραξ, θωρακικός

5589. Thorough, Thoroughbred (καθαρόαιμος), Thoroughly, Thoroughfare και αμέτρητα παράγωγα – τείρω, τόρνος, διαπερνώ, διαπεραστικός, σχολαστικός

5590. Thranite – θρανίον κωπηλάτη, θρανίτης κωπηλάτης, έχων το μακρύτερο κουπί και την περισσότερη δουλειά

χδ. Thrash, Thrasher, Thrashing- παρά τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα, αυτές οι λέξεις δεν μπορούν παρά να έχουν σχέση με το «θραύω». Ήδη ομολογείται η σχέση τους με τον «τόρνο», που ανάγεται στο «τείρω» – διατρυπώ

5591. Thrasonical, Thrasonically – θράσος, οίηση όπως στον «Ευνούχο» του Τερέντιου

5592. Thread, Threadbare (φθαρμένος), Threadbareness, Threader, Threadiness. Threadworm (νηματοειδές σκουλήκι), Thready – τείρω, διατρυπώ με βελόνα, νήμα, ίνα

5593. Three, Threefold, Threesome (παιχνίδι για τρεις), Thrice και άπειρα παράγωγα – τρία 

5594. Thremmatology – τρέφω, θρέμμα + λόγος, επιστήμη εκτροφής οικιακών ζώων και διασταύρωσης ήρεμων φυτών

5595. Threnetic, Threnodial, Threnodist, Threnody – θρήνος, θρηνωδία, θρηνωδός

5596. Threpsology – τρέφω, θρέψις + λόγος, επιστήμη διατροφής σε συνδυασμό με υγεία -τρόπο ζωής

5597. Thrill, Thriller, Thrilling, Thrillingly, Thrillingness – τείρω, τόρνος, διαπερνώ, διαπεραστικός, συγκλονιστικός, αγωνιώδες δράμα

5598. Thrips – θριψ, τείρω, τρήμα, τερμίτης, σαράκι

5599. Throb – θρόμβος, ισχυρός παλμός

5600. Thrombine (ουσία προκαλούσα θρόμβο δια δημιουργίας ίνωσης), Thrombosis, Thrombus – θρόμβος, θρόμβωσις 

5601. Throne, Throneless – θρόνος, εκθρονισμένος

5602. Through, Throughly, Throughout και αμέτρητα παράγωγα- τείρω, τόρνος, διαπερνώ, διαπεραστικός, μέσω, διαμέσου

5603. Thumb, Thumbed και πολλά παράγωγα– τύμβος, λόφος, εξόγκωμα, μέγας δάκτυλος, αντίχειρας (λατινικά “tumulus”)

χε. Thunder, Thunderer, Thunderous, Thunderstorm, Thunderstruck και πολλά παράγωγα – τόνος, ηχώ, βροντή

5604. Thurible, Thurifer, Thuriferous, Thurification – θορός (ανδρικό σπέρμα), μόσχος, αρρενωπή αρωματική ουσία, θυμίαμα

5605. Thylacine – θύλαξ + κύων, Τασμανιανός λύκος, σαρκοφάγο μαρσιποφόρο

5606. Thyme, Thymy – θυμάρι

5607. Thymol – απόσταξη θυμαριού, ισχυρό αντισηπτικό

5608. Thymus – θύμος αδήν, θυμός, έδρα του θυμοειδούς

5609. Theroid – θυρεός (ασπίδα) + είδος, θυρεοειδής αδήν

5610. Thyroxin – η ενεργητική ουσία του θυρεοειδούς αδένα

5611.  Thyrse – θύρσος, ταξιανθία, ανθήλη ή κόρυμβος σε ωοειδές σχήμα

5612.  Thyrsoid – θύρσος + είδος, θυρσοειδής

5613. Thyrsus – θύρσος, βακχική ράβδος στεφανωμένη με κισσό και φύλλα αμπελιού και κώνο πεύκου στην κορυφή, ανθήλη, θύσανος, κόρυμβος

5614. Tichorhine – τοίχος + ρις, ο έχων χώρισμα στη μύτη και χωριστά ρουθούνια

5615. Tierce – τρίτος, βαρέλι που χωράει το 1/3 του σωλήνα (ως μονάδα μέτρησης υγρών) ή 42 γαλόνια, τρία διαδοχικά τραπουλόχαρτα με ίδιο χρώμα, επιθετικό πλήγμα ξιφασκίας, το ένα τρίτον χωραφιού στην εραλδική

5616. Tiercel – τρεις, τρίτος, αρσενικό γεράκι τρεις φορές μικρότερο από το θηλυκό

5617. Tiercet – τρεις, τρίτος, τριάδα στίχων με ομοιοκαταληξία

5618. Tiers- etat – τρίτο κράτος, επιδραστικός λίβελλος προ της γαλλικής επανάστασης που έλεγε ότι ο λαός της Γαλλίας θα μπορούσε να αποτελέσει ξεχωριστό κράτος από μόνος του χωρίς τους ευγενείς

5619. Tiffany – λεπτό διαφανές ύφασμα χρησιμοποιούμενο στη γιορτή των Επιφανίων, Θεοφανίων

5620. Tiger, Tiger-beetle, Tiger-flower, Tigerish, Tiger-lily, Tiger-moth, Tigerwood κ.λπ. – τίγρις (την έμαθε ο Αλέξανδρος όταν έφθασε στην Ινδία)

5621. Tigress, Tigrine, Tigrish – θηλυκή τίγρη, άγριος σαν τίγρη

5622. Tile, Tiled, Tiler, Tilery, Tilestone, Tiling – (σ) τέγη, κεραμίδι

5623. Till, Tillable, Tillage, Tiller, Tilling, Tilseed – τίλλω, εκτίλλω το πεφυτευμένον, ξεριζώνω, καλλιεργώ

5624. Timbal – κύμβαλον

5625. Timber, Timbered, Timberline (όριο αλπικής ζώνης), Timberlode (προσφορά ξυλείας από τους δουλοπάροικους στο φεουδάρχη), Timberman, Timbertoes (ξυλοπόδαρος) – δόμος, δομικός, ξυλεία, προειδοποιητική κραυγή ξυλοκόπων όταν σωριάζεται κομμένος κορμός, κλασική βινιέτα κόμιξ όπου την κραυγή αυτή την εκβάλλει κάστορας αφού έχει ροκανίσει το δέντρο

5626. Timbre, Timbrel – τύμπανον, δέρμα, βροντερός ήχος,  οικόσημο  

χστ. Timid, Timidity, Timidly, Timidness – ντροπαλός, φοβιτσιάρης, εκ του λατινικού “timeo” που θεωρώ ότι έχει σχέση με το «τιμώ» – σέβομαι, άρα φοβούμαι

χζ. Timoroso, Timorous, Timorously, Timorousness – βλ. αμέσως παραπάνω 

5627. Timocracy – τιμοκρατία, ολιγαρχικό πολίτευμα όπου τα αξιώματα κατανέμονται ανάλογα με την περιουσία

5628. Timothy – Τιμόθεος, το διαδεδομένο χόρτο στην Ευρώπη «γατοουρά»

5629. Tinctorial, Tincture – τέγγω (υγραίνω, νοτίζω), βάμμα, βαφή

5630. Tinea – τινάσσω, τίναγμα, παράσιτο φυτού, σκώρος δέρματος

5630. Tinge – τέγγω (υγραίνω, νοτίζω), χρωματίζω, κηλιδώνω, ανακατεύω χρώματα

5631. Tirade – (μαρ) τυρώ, καταγγελτικός λόγος, λίβελλος, κατσάδα

5632. Tire, Tired, Tiredness, Tiresome, Tiresomeness – (μαρ) τυρώ, υφίσταμαι μαρτύρια, είμαι κουρασμένος

χη. Tironian – από τον Tiro που ήταν γραμματέας και στενογράφος του Κικέρωνα

5633. Tissue – τίκτω, τέκτων, κατασκευάζω ξύλινο πλαίσιο άρα και πρότυπο υφάσματος και ρούχων, υφαίνω, ύφανση

5634. Titan, Titania (βασίλισσα των νεραϊδών), Titanic, Titaniferous, Titanism (επανάσταση κατά της τάξης του σύμπαντος) – Τιτάν, τιτανικός

5635. Titanium, Titanite – Τιτάν, τιτάνιο και ένωση τούτου

5636. Title, Titled, Titler, Titling – τίτλος

5637. Titmouse – tit (μικρός) + μυς, μικρό ωδικό πουλί κούρνιας  

5638. Titrate, Titration – μέσω του γαλλικού ‘titre” τίτλος, ογκομετρική ανάλυση

5639. Titular, Titularity, Titularly, Titulary – τιτλούχος, τίτλος

5640. Tmesis – τμήσις, διαχωρισμός λέξεως δια μεσολάβησης άλλων

5641. Tocology – τόκος + λόγος, μαιευτική

5642. Token, Tokened – δείκνυμι, σημάδι, ενθύμιο φιλίας

5643. Tomb, Tombed, Tombless (άταφος), Tombstone (ταφόπλακα) – τύμβος, τάφος

5644. Tome – τέμνω, τόμος (βιβλίο)

5645. Tomentose – τέμνω, κοκκώδης, νιφετώδης στη Βοτανική

5646. Tomentum – τέμνω, κοκκώδης, νηματοειδής, μικρό αγγείο στη βάση εγκεφάλου, εριοειδές υπόλειμμα στη βάση φυτού

5647. Ton (μόδα, στυλ), Tonality, Tone, Toned, Toneless, Tone-syllable, Tony (στυλάτος) – τόνος, τονικότητα

5648. Tonic, Tonicity – τόνος ως τέντωμα, τεντώνω, τονώνω, ενδυναμώνω

5649. Tonite – τόνος, ήχος, εκρηκτικό

5650. Tonsilectomy – tonsil (αμυγδαλή) + εκτομή, αμυγδαλεκτομή

5651. Tooth, Toothache, Toothbrush, Toothed, Toothful, Toothless (νωδός), Toothpick κ.λπ. – οδούς (- όντος)

5652. Toparch, Toparchy – τόπος + άρχω, τοπάρχης, τοπαρχία

5653. Topaz, Topazolite – τοπάζω (μαντεύω, υποθέτω), πολύτιμος λίθος του οποίου η τοποθεσία έπρεπε να εικασθεί, μακρινό νησί της Ερυθράς ή Αραβικής θάλασσας, τοπάζι   

5654. Topiary – τόπος, επιδέξιο και ομοιόμορφο κλάδεμα δένδρων, στολισμός, διακόσμηση και καλλωπισμός κήπων

5655. Topic – τόπος υπό αριστοτελική έννοια, συζήτηση επί συγκεκριμένου επίκαιρου θέματος, επιχειρηματολογία

5656. Topical, Topically – τοπικός, αφορών συγκεκριμένο χωρικό τόπο ή συγκεκριμένο θέμα συζήτησης

5657.  Topographer, Topographic, Topographical, Topographically, Topography -τοπογραφία, τοπογράφος

5658. Topology – τοπολογία, συσχέτιση πραγμάτων με τόπους προς υποβοήθηση της μνήμης

5659. Toreumatography, Toreumatology – τορεύω, τόρευμα (ανάγλυφο) + γράφω ή λέγω, επιστήμη και μελέτη επιγραφών και αναγλύφων

5660. Toreutic – τορεύω, τορευτικός, ανάγλυφος ιδιαίτερα σε ελεφαντόδοντο ή μέταλλο

5661. Tormina, Torminal, Tormodont – τόρμος, κοιλότητα εμπηγμού καρφιού ή πασσάλου, συνεχές και αδιάλειπτο παράπονο λόγω άλγους, έχων οδόντες εμπεπηγμένους σε γερά φατνία

5662. Torose, Torous- τόρευσις, διατρύπηση, εκχωμάτωση, διόγκωση, σχήμα μακριού σωλήνα

5663. Torpedo, Torpedinous, Torpedoist (ειδικός στις τορπίλες) -στέρφος, αμετάβλητος, προκαθορισμένος, τορπίλη, ηλεκτροφόρο σαλάχι 

5664. Torpid, Torpidity, Torpidly, Torpidness, Torpify, Torpor, Torporific- στέρφος, αμετάβλητος, προκαθορισμένος, αμβλύς, αδρανής, νωχελής, ναρκωμένος

5665. Tortoise, Tortoiseshell – τάρταρος, χελώνα

5666. Torula, Toruliform, Torulose, Torus – τόρευσις, διατρύπηση, εκχωμάτωση, διόγκωση, σχήμα μακριού σωλήνα, στρογγυλός θάλαμος

5667. Torvous – τύρβη, συγκεχυμένος, θολός, ιλυόεις, βορβορώδης

5668. Totipalmate – totus (ολόκληρος) + παλάμη, έχων την παλάμη ή τον ταρσό συνδεδεμένα με μεμβράνη  

5669. Tour, Tourer, Tourist – τείρω, τόρευσις, τορεύω, τρυπώ δια περιστροφής, γυρνώ ολόγυρα, είμαι τουρίστας

5670. Tournament, Tourney – τείρω, τόρευσις, τορεύω, διατρυπώ, οργάνωση μονομαχιών, διαγωνισμός ανάδειξης ποικίλων ταλέντων

5671. Tourniquet  – τείρω, τορεύω, διατρυπώ, βιδωτός νάρθηκας για έλεγχο αιμορραγίας

5672. Tournure – τείρω, τορεύω, διατρυπώ, σχήμα σπείρας ή περιστροφής, βιαστική κίνηση, σαματάς, αρπαγή, απαγωγή

5673. Toxic, Toxical – τόξον, δηλητηριώδες βέλος, τοξικός (στη σημερινή εποχή: οτιδήποτε δεν μάς αρέσει, αλλά δεν έχουμε τα γνωστικά ή εκφραστικά μέσα να τού προσάψουμε ηθική μορφή)

5674. Toxicodendron – τοξικόν + δένδρον, δηλητηριώδης βελανιδιά

5675. Toxicological, Toxicologically, Toxicologist, Toxicology – τοξικολόγος, τοξικολογία

5676. Toxicosis – τοξίκωση, δηλητηρίαση

5677. Toxin – τοξίνη, οργανική δηλητηριώδης ουσία

5678. Toxodon – τόξον + οδούς, παλαιορινόκερος με λαξεμένους στεμματοειδείς γομφίους

5679. Toxophilιte – φίλος της τοξοβολίας

χθ. Trace, Traceable, Traceableness, Traceably, Tracer κ.λπ. – ταύρος, ταυρίζω, ακολουθώ πορεία ή σημάδια

5680. Trachea, Tracheal, Trachean, Tracheary – τραχύς, τραχεία, λαρύγγι, αναπνευστική οδός εντόμου, αγγείο φύλλου

5681. Trachelipod – τράχηλος + πους, γαστερόποδο με σπειροειδές κέλυφος

5682. Tracheobronchial – τραχειοβρογχικός

5683. Tracheocele – τραχειοκήλη

5684. Tracheoscopy – τραχειοσκοπία

5685. Tracheotomist, Tracheotomy – τραχειοτόμος, τραχειοτομία

5686. Trachitis – φλεγμονή της τραχείας, του λαιμού

5687. Trachoma – τραχεία κοκκώδης κατάσταση της βλεννογόνου των βλεφάρων

5688. Trachyte, Trachytic – τραχύς ηφαιστειακός βράχος

χι. Track, Trackage, Tracker, Trackman, Trackroad, Trackway κ.λπ. – ταύρος, ταυρίζω, ακολουθώ πορεία ή σημάδια    

χια. Tract, Tractarianism, Tractate – ταύρος, ταυρίζω, τραβώ σε μία έκταση, απροσδιόριστη έκταση γης ή λίμνης, μικρή θρησκευτική πραγματεία, πίστη στην απόλυτη εξουσία και αρμοδιότητα της εκκλησίας επί πνευματικών θεμάτων

χιβ. Tractability, Tractable, Tractableness, Tractably – ταύρος, ταυρίζω, τραβώ, συρόμενος εύκολα

χιγ. Tractile, Tractility, Traction, Tractive, Tractor – ταύρος, ταυρίζω, τραβώ, ελκύω, σύρω, μαγνητίζω, έλκω εκ του μακρόθεν

5689. Tractor- airplane – η άτρακτος του αεροπλάνου

χιδ. Tractory, Tractrix – ταύρος, ταυρίζω, τραβώ, καμπύλη με συγκεκριμένου μήκους εφαπτομένη  

5690. Tradition, Traditional, Traditionally, Traditionarily, Traditionary, Traditionalist – trans (τείρω, τόρνος, διαπερνώ) + δίδω, παράδοση, παραδοσιακός, ήθη και έθιμα που διαδίδονται από γενιά σε γενιά

5691. Traditive – βλ. παραπάνω, διαβιβαζόμενος μέσα από την παράδοση

5692. Traditor – trans (διαπερνώ) + δίδω, προδίδω, διωκόμενος χριστιανός που παραδίδει κειμήλια για να σώσει τη ζωή του

5693. Tragacanth, Tragacanthin – τράγος + άκανθα, κολλητική ουσία από το φυτό «αστράγαλος»

5694. Tragalism – τράγος, σεξουαλική έξαψη από υπερβολική σίτιση

5695. Tragedian, Tragedienne, Tragedy – τραγωδία, τραγικός, ηθοποιός ή συγγραφέας τραγωδίας  

5696. Tragic, Tragical, Tragically, Tragicalness- τραγικός, τραγικότητα

5697. Tragicomedy, Tragicomic, Tragicomically – τραγωδία + κωμωδία, ιλαροτραγωδία, κωμικοτραγική ιστορία

5698. Tragopan – τραγόμορφος Παν, θεός των δασών, φασιανός που εκβάλλει κατά τη σεξουαλική πράξη εκ της κεφαλής χρωματιστά σαρκώδη έμβολα

5699. Tragopodon (porrifolius) – τραγόποδος, το φυτό «άλικο γένι του τράγου»

5700. Traguline – ο όμοιος με τράγο

5701. Tragus – τράγος, αρσενική αίγα, προεξοχή κατά την είσοδο στο εξωτερικό ους

χιε. Trail, Trailer – ταύρος, ταυρίζω, τραβώ, σύρω, ίχνος από τράβηγμα

χιστ. Train και αμέτρητα παράγωγα και σύνθετα – ταύρος, ταυρίζω, τραβώ, σύρω, στρατήγημα, παρέλαση, τρένο, σιδηρόδρομος, γραμμή πυρίτιδας που οδηγεί τη φλόγα στα εκρηκτικά, εφοδιοπομπή πυροβολικού

χιζ. Trainable, Trained, Trainer, Training κ.λπ. – ταύρος, ταυρίζω, τραβώ, προπονώ, προπονητής

χιη. Trait – ταύρος, ταυρίζω, τραβώ, σύρω, ίχνος από τράβηγμα, συγκεκριμένο χαρακτηριστικό

5702. Traitor, Traitorism, Traitorous, Traitorously, Traitorousness, Traitress – trans (διαπερνώ) + δίδω, προδίδω, προδότης, προδοσία

5703. Tramp, Tramper – πρ. ινδ. Ευρ. “der”, από όπου και το δέρω, δέρμα (της πατούσας), περιπλανώμενος, αλήτης

5704. Trample, Trampler –  πρ. ινδ. Ευρ. “der”, από όπου και το δέρω, δέρμα (της πατούσας), ποδοπατώ, ποδοβολώ

5705. Trance, Tranced – trans (τείρω, τόρνος, διαπερνώ), υπνοβασία, καταληψία, πέρασμα σε ονειρική κατάσταση

5706. Trans και αμέτρητα παράγωγα – τείρω, τόρνος, διαπερνώ, περνώ σε μία άλλη κατάσταση, διαμέσου, πέρα  

5707. Transact, Transactor, Transaction – trans (διαμέσου) + άγω, δικαιοπραξία, συναλλαγή, συναλλασσόμενος

5708. Transatlantic – trans (πέρα) + Άτλας, Ατλαντίς

5709. Transcalent – trans (διαμέσου) + κλέος, θερμότης, διαθερμικός, θερμαγωγικός, μεταδίδων θερμότητα

5710.Transcend, Transcendence, Transcendency, Transcendent, Transcendental, Transcendentalism, Transcendentalist, Transcendentally, Trascendently, Transcendentness – trans (διαμέσου) + σχέση με σκάνδαλον, σκανδάλη, κάτι που εκπηδά ξαφνικά, διέρχομαι με άλμα, υπέρβαση, υπερβατικός, υπερβασιακός, μεταφυσικός, αφορών την υπερβατική διαλεκτική του Καντ που επιχειρεί να ορίσει εκ των προτέρων πόσα και ποια πράγματα δυνάμεθα και δικαιούμαστε να γνωρίζουμε

5711. Transcontinental – trans (διαμέσου) + ήπειρος (continental: con (με) + τείνω, συνέχω, συνεχίζω), διηπειρωτικός, υπερηπειρωτικός, διατρέχων μία ήπειρο

χιθ. Transcinetic, Transkinetic – trans (πέραν, διαμέσου) + κινητικός, διαβιβάζων την κίνηση 

5712. Transept – trans (διαμέσου) + σεπτόν, εγκάρσιο κλίτος σταυροειδούς εκκλησίας

5713. Transfer, Transferable, Transfer-book (βιβλίο μεταγραφών), Transferee, Transference, Transferor, Transfer-paper (χαρτί για μεταφορά και αποτύπωση ζωγραφιών), Transferrer – trans (διαμέσου) + φέρω, μεταφέρω, μεταφορά, διαβιβάζω, μεταβιβάζω

5714. Tranfluent, Transflux – trans (διαμέσου) + φλοξ, τήκω δια φλογός, διαρροή 

5715. Transience, Transient, Transiently, Transientness – trans (διαμέσου) + είμι, ιέναι, διέρχομαι, μη διαρκής, περαστικός, ολιγόχρονος

5716. Transilluminate – trans (διαμέσου) + λατινικό lux εκ του λύκη, λύχνος, φωτεινός, ακτινοβολώ το σώμα για διαγνωστικούς λόγους

5717. Transire – trans (διαμέσου) + είμι, ιέναι, διασάφηση τελωνείου, εκτελωνισμός

5718. Transisthmian – trans (διαμέσου) + ισθμός, πέρα από τον ισθμό

5719. Transit – trans (διαμέσου) + είμι, ιέναι, διέρχομαι, διαβαίνω, διάβαση, πέρασμα από τον μεσημβρινό ενός τόπου ή μπροστά από τον δίσκο του ηλίου

5720. Transition (αλλαγή ρυθμού, πέρασμα από άμυνα σε επίθεση και αντιστρόφως), Transitional, Transitive, Transitively, Transitiveness – trans (διαμέσου) + είμι, ιέναι, διέρχομαι, διαβαίνω, διάβαση, μετάβαση

5721. Transitorily, Transitoriness, Transitory – trans (διαμέσου) + είμι, ιέναι, διέρχομαι, μη διαρκής, περαστικός, ολιγόχρονος

χκ. Transistor – trans (διαμέσου) + ίστημι, ίσταμαι, κρυσταλλολυχνία προς μετάδοση και ενίσχυση ηλεκτρικών σημάτων

5722. Translucence, Translucency, Translucent, Translucid – trans (διαμέσου) + λατινικό lux εκ του λύκη, λύχνος, φωτεινός, διαφάνεια, διαφανής

5723. Translunar – trans (πέρα) + (σε) – λήνη, πέρα από τη σελήνη

5724. Transmorphism – trans (αλλαγή κατάστασης) + μορφή, μεταμόρφωσις

χκα. Transneural- trans (πέραν, διαμέσου) + νεύρον, νευροδιαβιβαστικός   

5725. Transoceanic – trans (πέραν, διαμέσου) + ωκεανός, πέρα ή διαμέσου του ωκεανού

χκβ. Transoptic –  trans (πέραν, διαμέσου) + οπτικός, διαβιβάζων οπτικό σήμα

χκγ. Transperiodic – trans (πέραν, διαμέσου) + περίοδος, ο διαπερνών τις περιόδους

χκδ. Transphasic – trans (πέραν, διαμέσου) + φάσις, μεταξύ διαφόρων φάσεων ή συχνοτήτων της ύλης (ορολογία “Star Trek”)

χκε. Transtator – trans (διαμέσου) + ίστημι, ίσταμαι, είδος τρανζίστορ αλλά σε κβαντικό επίπεδο, τεχνολογία “Star Trek”

χκστ. Transuranic –  trans (διαμέσου) + ουράνιον, στοιχείο με μεγαλύτερο ατομικό αριθμό από το ουράνιο 92 

5726. Transversal, Transversally, Transverse, Transversely – trans (διαμέσου) + βέλτερον, βέλτιον, βελτιώνω (μετάπτωση του λάμδα σε ρο), εκτεινόμενος σε νοητό άξονα κατά μήκος ή κατά πλάτος, εγκάρσιος, τέμνων οριζόντια ή κάθετα ή λοξά- πλάγια

χκζ. Trap – πρ. ινδ. Ευρ. “der”, από όπου και το δέρω, δέρμα (της πατούσας), βαδίζω, πατώ, πέφτω σε παγίδα

5727. Trapeze, Trapezian, Trapeziform, Trapezium – τραπέζιον, τραπεζοειδής

5728. Trapezohedron – τραπεζόεδρον, στερεό αποτελούμενο από 24 ίσα και όμοια τραπέζια

5729. Trapezoid, Trapezoidal – τραπεζοειδής

5730. Trauma, Traumatic – τραύμα, τραυματικός

χκη. Travel, Travelled, Traveller, Travelling – μέσω του γαλλικού “travail” τρία + πήγνυμι, πάσσαλος, οργώνω δια τρίαινας ή τρίδοντου υνίου, ταξιδεύω   

5731. Trave, Traversable, Traverse, Traverser , Travertine (ίζημα από αλλεπάλληλες στρώσεις ασβέστη) – trans (διαμέσου) + βέλτερον, βέλτιον, βελτιώνω (μετάπτωση του λάμδα σε ρο), εκτεινόμενος σε νοητό άξονα κατά μήκος ή κατά πλάτος, εγκάρσιος, τέμνων οριζόντια ή κάθετα ή λοξά- πλάγια, σανίδα, παραπέτο

5732. Tread, Treader – πρ. ινδ. Ευρ. “der”, από όπου και το δέρω, δέρμα (της πατούσας), βαδίζω, πατώ, περπατώ περήφανα, λιώνω με τα πόδια

5733. Treadle, Treddle – βλ. αμέσως παραπάνω, ποδηλατώ, κάνω πετάλι

5734. Treadmill, Treadwheel –  μύλος ή τροχός που λειτουργεί με πετάλι

5735. Treason, Treasonable, Treasonableness, Treasonably- μέσω του λατινικού “trahire” trans (διαπερνώ) + δίδω, προδίδω, προδότης, προδοσία

5736. Treasure, Treasure- house, Treasurer, Treasureship, Treasuress, Treasury – θησαυρός, θησαυροφυλάκιο

5737. Treat, Treatable, Treater, Treatment – μέσω του λατινικού “tracto” ταύρος, ταυρίζω, ελκύω, ενεργώ, πραγματεύομαι, διαπραγματεύομαι προφορικά ή έγγραφα, θεραπεύω, κερνώ 

5738. Treatise, Treaty – βλ. αμέσως παραπάνω, σύναψη συμφωνίας, πραγματεία

5739. Treble, Trebleness, Trebly – τρίτος, τριπλός, τρισχιδής, τρίπτυχος

5740. Trefle, Trefoil – τρίφυλλος

χκθ. Trek – ταύρος, ταυρίζω, τραβώ, ταξιδεύω (θα ήταν ανάρμοστο το “Star Trek” να μην προέρχεται εξ ολοκλήρου από τα ελληνικά τόσο ως προς το «αστήρ» όσο και ως προς το ταξίδι)

5741. Trematode, Trematoid – τρήμα, τρηματοειδής, επίπεδο παράσιτο όλων των σπονδυλωτών οργανισμών

5742. Tremble, Tremblement, Trembler, Trembling, Tremblingly – τρέμω, τρόμος

5743. Tremella – τρέμω, είδος μυκήτων των οποίων η ζελατινώδης υφή ριγά  

5744. Tremendous, Tremendously, Tremendousness – τρέμω, τρόμος, τρομακτικός

5745. Tremogram – τρόμος + γράφω, όργανο μέτρησης ακούσιων μυϊκών λειτουργιών

5746. Tremolite – τρέμω + λίθος, είδος κεροστίλβης

5747. Tremolo – τρέμω, τρέμουλο της φωνής

5748. Tremor, Tremulant, Tremulous, Tremulously, Tremulousness- τρέμω, τρόμος, μικροσεισμός, τρεμουλιάρης, φοβιτσιάρης

5749. Trend – τείρω, τορεύω, τρυπώ δια περιστροφής (“turn round“), κλίση προς συγκεκριμένη κατεύθυνση, τάση μόδας

5750. Trendle – τείρω, τορεύω, τρυπώ δια περιστροφής (“turn round“), οτιδήποτε κυλινδείται ή περιστρέφεται

5751. Trental – τριάντα, τριακονθήμερη τελετή μνημόσυνων απαγγελιών προς τιμή νεκρού

5752. Trepan, Trepanner, Treppaning- τρύπανον, τρυπάνι

5753. Trepid, Trepidation – τρέμω, τρόμος

5754. Tress, Tressed – θριξ, τρίχα, μπούκλα μαλλιού, μπουκλωτός

5755. Tressure – διακοσμητική μάλλινη ζώνη κατά μήκος ασπίδας

χλ. Thrombocythemia – θρόμβος + κύτος + αίμα, θρομβοκυτταραιμία, ύπαρξη πολλών αιμοπεταλίων στο μυαλό των οστών

5756. Tri- και αμέτρητα παράγωγα – πρόσφυμα που σημαίνει ότι κάτι είναι τριττό ή τριπλό

5757. Triacondahedral – τριάκοντα + έδρα, έχων τριάντα έδρες

5758. Triad – τριάς, τριάδα

5759. Triadelphous – τρία + δελφύς, έχων τρεις θυσάνους στημόνων

5760. Trialism – τριμερής πλατωνική διαίρεση του οργανισμού σε σώμα, πνεύμα, ψυχή

5761. Trialogue – τρία + λόγος, διάλογος τριών προσώπων

5762. Triandrous – τρία + ανήρ, έχων τρεις στήμονες

5763. Triangle, Triangled, Triangular, Triangulary, Trianguloid – τρία + αγκύλη, γωνία, τρίγωνον, τριγωνικός, τριγωνοειδής

5764. Triangulate, Triangulation – τριγωνομετρώ, τριγωνομετρία, ανίχνευση θέσης

5765. Triarchy – τριαρχία

5766. Triarian  – αυτός που στελεχώνει την τρίτη σειρά σε παράταξη μάχης

5767. Trias, Triassic – τριάς, στρώμα πετρωμάτων μεταξύ Περμικής και Ιουράσσειας περιόδου

5768. Triatic – τρίτος, τμήμα μεταξύ μπροστινού και μεσαίου καταρτιού στα καράβια

5769. Triatomic – αποτελούμενος εκ τριών ατόμων

5770. Triaxial – τρις + άξων, τριαξονικός

χλα. Triaxilate, Triaxilation – τρις + άξων, μέθοδος απόκρυψης οπτικού, ηχητικού ή άλλου σήματος στο “Star Trek”

χλβ. Tribal, Tribalism, Tribe, Tribesmann – τρία, τρεις φυλές του ρωμαϊκού κράτους, Λατίνοι, Σαβίνοι, Ετρούσκοι

5771. Tribasic – τριβασικός, περιέχων τρία ισοδύναμα βάσης αντιστοιχούντα προς ένα οξύ

5772. Tribometer – όργανο μέτρησης τριβής  

5773. Tribrach – τρεις + βραχύς, ποιητικός πους τριών βραχειών συλλαβών

5774. Tribulation – τείρω, τορεύω, τρίβω, βαρύ πλήγμα, άγχος

χλγ. Tribunal, Tribunary, Tribunate, Tribune, Tribuneship, Tribunician, Tribunitial, Tribunitian – τρία, τρεις φυλές του ρωμαϊκού κράτους, Λατίνοι, Σαβίνοι, Ετρούσκοι

χλδ. Tributarily, Tributariness, Tributary, Tribute, Tributer – τρία, τρεις φυλές του ρωμαϊκού κράτους, Λατίνοι, Σαβίνοι, Ετρούσκοι, εισφορά, συνεισφορά

5775. Tricarpelary –  έχων τρεις καρπούς

5776. Tricephalous – τρικέφαλος

5777. Trichiasis – θριξ, τριχός, παγίδευση των βλεφάρων προς τα μέσα, ασθένεια των νεφρών

5778. Trichina (νηματοειδή παράσιτα δέρματος), Trichiniasis (ασθένεια λόγω παρουσίας παρασιιτκής προνύμφης στους μύες του ανθρώπου), Trichinosis (το ίδιο με το παραπάνω, αλλά στα γουρούνια)

5779. Trichite – θριξ, τριχός, τριχοειδή κρύσταλλα υαλοειδών ηφαιστειακών βράχων, βελονοειδή τεμάχια οστού σε σφουγγάρια

5780. Trichocephalous – τριχοκέφαλος, σκουλήκι που προσβάλλει το έντερο

5781. Trichogenous – θριξ + γένος, μέσον διεγερτικό της τριχοφυίας

5782. Trichology – μελέτη των τριχών, τριχολογία

5783. Trichoma, Trichosis – θριξ, τριχός, ασθένεια των μαλλιών

5784. Trichoptera – θριξ + πτερόν, τάξη εντόμων που περιλαμβάνει πολλά είδη μύγας

5785. Trichord – τρίχορδον, τρίχορδη λύρα

5786. Trichotomous, Trichotomy – τριχοτομία, διαίρεση στα τρία

5787. Trichroism – τρεις + χρως, τριχρωμία

5788. Trichromatic – τρεις + χρώμα, τρίχρωμος

5789. Triclinate (έχων τρεις λοξούς άξονες επί κρυστάλλων), Tricliniary, Triclinic, Triclinium (συστοιχία τριθέσιων καναπέδων γύρω από τριγωνικό τραπέζι) – τρεις + κλίσις, τριγωνικός

5790. Tricoccus – τρεις + κόκκος, τρίκοκκος

χλε. Tricorder – τρις + καρδιά, είδος εξελιγμένου καταγραφέα δεδομένων στη σειρά “Star Trek”

5791.Tricorn, Tricornigerous, Tricornute – τρία + κέρας, τρικέρατος

5792. Tricosane – τρία + είκοσι, είδος υδρογονάνθρακα με 23 άτομα άνθρακα (πετρέλαιο, παραφίνη)

5793. Tricrotic – τρεις + κρότος, τριπλός παλμός στην καρδιά

5794. Tricycle, Tricyclic – τρίκυκλον

5795. Tridacna – τρις + δάκνω, τρίδακνος, εδώδιμα μαλάκια που τα καταπίνει κανείς σε τρεις μπουκιές με ωραίο όστρακο για επίστρωση πισίνας ή δεξαμενής

5796. Tridactylous – τριδάκτυλος      

5797. Trident, Tridentate (τρίδοντος) – τρεις + οδούς, τρίαινα

5798. Tridentine – τριάντα, αναφερόμενος στο συμβούλιο των τριάκοντα τυράννων

5799. Tridiapason – τρεις + διαπασών, η τριπλή οκτάβα

5800. Tridigitate – ο έχων τρία δάκτυλα στο χέρι ή το πόδι

5801. Tridodecahedral – τρεις + δωδεκάεδρον, κρύσταλλο με βάση τρίπλευρο πρίσμα, εκ των οποίων το καθένα αντιστοιχεί σε δώδεκα πλευρές

5802. Tridymite – τρίδυμον, πυριτικό άλας αποκρυσταλλωμένο με ανορθωτικό σύστημα, με ανισόπεδους άξονες, τρικλινές 

5803. Triennial, Triennially, Triennium – τρεις + «ένος» με ψιλή (μελλοντικός, μεθαυριανός, ενώ αντιθέτως δασυνόμενο «έννος ή ένος» σημαίνει περσινός, τριετής

5804. Trierarch, Trierarchy – τριήραρχος, τριηραρχία, πλοίαρχος τριήρους

5805.Triflorous – τρία + φύλλον, τρίφυλλος, τριανθής

5806. Trifoliate, Trifoliolate, Trifolium – τρία + φύλλον, τρίφυλλος

5807. Trigamist, Trigamous, Trigamy – τρεις + γάμος, τρίγαμος

5808. Triglot – τρίγλωσσος

5809. Triglyph, Triglyphic- τρίγλυφον

5810. Trigon, Trigonal, Trigonic, Τrigonous – τρίγωνον, τριγωνικός

5811. Trigoneutic – τρεις + νέος, ο παράγων τρεις νεοττιές ανά έτος

5812. Trigonometric, Trigonometrical, Trigonometrically, Trigonometry – τριγωνομετρία, τριγωνομετρικός

5813. Trigram – τρία γράμματα προφερόμενα ως τρίφθογγος

5814. Trigrammatic, Trigrammic – τρία + γράμμα, τριγράμματος

5815. Trigraph – τρία + γράφω, τρίφθογγος

5816. Trigynian – τρία + γυνή, έχων τρεις υπέρους

5817. Trihedral, Trihedron – τρία + έδρα, τρίεδρον 

5818. Trijugate, Trijugous – τρία + ζυγός, τρίζυγος, τρίφυλλος (φυτολογία)

5819. Trilabe – τρία + λαβή, χειρουργικό όργανο με τρεις απολήξεις 

5820. Trilemma – τρίλημμα

5821. Trilith, Trilithon – τρία + λίθος, μνημείο αποτελούμενο εκ δύο λίθων- παραστατών και ένα ανώφλι ή οριζόντιο πρέκι

5822. Trilobate, Trilobed – έχων τρεις λοβούς

5823. Trilobite – παλαιοζωικό όστρακο με τρεις λοβοειδείς ασπίδες

5824. Trilogy – τριλογία

5825. Triluminal, Triluminous – τρία + λατινικό lux εκ του λύκη, λύχνος, φωτεινός, έχων τρία φώτα

5826. Trimensual – τρία + mensis (μην), τρίμηνος

5827. Trimerous – τριμερής

5828. Trimester, Trimestrial – τρία + mensis (μην), τρίμηνον (φοιτητικό)

5829. Trimeter, Trimetrical – τρία + μέτρον, διαίρεση στίχου ή στροφής σε τρία ποιητικά μέτρα

5830. Trimetric – κρύσταλλο με τρεις άνισους άξονες που τέμνονται κατ’ ορθή γωνία

5831. Τrimly, Trim, Trimmer, Trimming, Trimness – δούρος, δούρειος, οργανωμένος, τακτοποιημένος, στολισμένος, κομψός (επί μαλλιών)

5832. Trimorphic, Trimorphism – τρίμορφος, ύπαρξη και ιδίως αποκρυστάλλωση σε τρεις διαφορετικούς τύπους

5833. Trinacria – Τρινακρία, Θρινακρίη εκ του «θρίναξ» (τρίαιανα), χώρα έχουσα τρία ακρωτήρια, Σικελία κατά Θουκυδίδη

5834. Trinacrite – καφέ μαρμαρυγίας Τρινακρίας, Σικελίας    

5835. Trinal, Trinary, Trine – τρία, τρίπτυχον, πλανήτες απέχοντες μεταξύ τους 120 μοίρες κύκλου από τη σκοπιά του παρατηρητή

5836. Trinervate, Trinerved – τρίνευρος, τρία νεύρα εκπορευόμενα από τη βάση του φύλλου (φυτολογία)

5837. Tringle – τρία, ράβδος ή βέργα κουρτίνας, διακοσμητικό τετράγωνο στην αρχιτεκτονική

5838. Trinitarian, Trinitarianism, Trinity – τρία, διδασκαλία τριμερούς υπόστασης του Θεού, Πατήρ, Υιός, Άγιο Πνεύμα

5839. Trinoctial – τρία + νυξ, διαρκών τρεις νύκτες

5840. Trinomial – τρία + όνομα, έχων τρία ονόματα, τριώνυμον, τρεις ποσοτικές διαβαθμίσεις μίας εννοίας όπως στις αρετές του Αριστοτέλη 

5841. Trio – τρία, τρίο στη μουσική

5842. Trioctahedral – τρία + οκτάεδρον, κρύσταλλο με βάση τρίπλευρο πρίσμα, εκ των οποίων το καθένα αντιστοιχεί σε οκτώ πλευρές

5843. Trioctile – τρία + οκτάμοιρον, πλανήτες απέχοντες μεταξύ τους 3/8 του κύκλου ή 135 μοίρες από τη σκοπιά του παρατηρητή

5844. Triode – τρία + οδός, τρίοδος, ασύρματη βαλβίδα με τρία ηλεκτρόδια

5845. Triolet – κατ’ αναλογία εκ του «πρωτόλειον» (πρώτη λεία), στροφή οκτώ γραμμών με δύο ομοιοκαταληξίες, μία στον δεύτερο, έκτο και όγδοο στίχο και άλλη μία στους υπόλοιπους
5846. Triones – συντόμευση του “Septentriones”, δασυνόμενο «επτά», που αναφέρεται στα επτά προεξάρχοντα άστρα της Μεγάλης Άρκτου

5847. Trip – πρ. ινδ. Ευρ. “der”, από όπου και το δέρω, δέρμα (της πατούσας), βαδίζω, πατώ, ταξιδεύω

5848. Tripedal – τρία + πους, τρίπους, τρίποδον

5849. Tripersonal, Tripersonality – “persona” = μάσκα, σχέση με πρόσωπον, προσωπείον, αποτελούμενος από τρία πρόσωπα

5850. Tripetalous- έχων τρία πέταλα

5851. Triphane – τρις + φαίνω, σποδούμενος, μέταλλο με φυλλοειδή δομή αποτελούμενο από σιλικόνη, αλουμίνα και λίθιο

5852. Triphthong, Triphthongal – τρίφθογγος

5853. Triphyline  – τρεις + φύλον, ορυκτό αποτελούμενο από τρία φωσφορικά άλατα, λίθιο, μαγγάνιο και σίδηρο

5854. Triphyllous – τρίφυλλος

5855. Triplane – τρία + πέλανος (επίπεδη πίτα), τριπλάνο, αεροπλάνο με τρεις παράλληλες σειρές φτερών

5856. Triple, Triplet και πολλά παράγωγα – τριπλός 

5857. Triplicate, Triplication, Triplicity – τρία + πλέκω, τριπλασιάζω

5858. Triplite – τρία +πλέκω, κρυσταλλικό φωσφορικό άλας μαγγανίου και σιδήρου τμήσιμο σε τρεις ορθογώνιες προς άλληλες κατευθύνσεις

5859. Tripod – τρίπους, τρίποδο σκαμνί, ο τρίποδας όπου κάθονταν ο Απόλλων και η Σίβυλλα η Κυμαία για να χρησμοδοτούν, χρυσός τρίποδας που οι επτά σοφοί έστελναν ο ένας στον άλλον χωρίς κανείς να παραδέχεται ότι είναι ο σοφότερος

5860. Tripoli – Τρίπολις, είδος διάτομης εγχυτικής φυκώδους γαίας

χλστ. Tripolymer – τρις + πολυμερής, μονωτικός αφρός

5861. Tripos – τρίπους, η τελική ακαδημαϊκή εξέταση για απονομή τίτλου στο Πανεπιστήμιο του Cambridge

5862. Triptote – τρίπτωτον, ουσιαστικό που έχει μόνο τρεις πτώσεις στη Γραμματική

5863. Triptych, Triptychon – τρίπτυχος, τρίπτυχον

5864. Tripudiary, Tripudation – τριποδισμός, ποδοβολητό

5865. Trireme – τρία + ερέσσω (κωπηλατώ), πολεμικό πλοίο με τρεις σειρές κουπιών, τριήρης 

5866. Trirhomboidal – τρεις + ρόμβος, έχων τρεις ρόμβους

5867. Trisagion – τρισάγιον

5868. Trisepalous – έχων τρία σέπαλα

5869. Triskele – τρία + σκέλος, τρισκελής, σβάστικα (δυστυχώς)

5870. Trismegistos – τρισμέγιστος, επίθετο αποδιδόμενο στον Αιγύπτιο θεό Ερμή (Τνοθ), εξού και η προσωνυμία «Ερμής ο Τρισμέγιστος»

5871. Trismus – τρίζω, τριγμός των οδόντων

5872. Trisoctahedron – τρία + οκτάεδρον, στερεό συγκροτούμενο από 24 ίσες έδρες

5873. Trispaston – τρία + σπάω- ώ, μηχανή με τρεις τροχαλίες για ανύψωση μεγάλων βαρών

5874. Trispermous – τρία + σπέρμα, τρίσπερμος

5875. Trisplanchnic – τρία + σπλάγχνον, αφορών τρία σπλαγχνικά νεύρα

5876. Tristichous – αποτελούμενος από τρεις σειρές ή τρεις στίχους

5877. Trisyllabic, Trisyllable – τρισύλλαβος

5878. Trite, Tritely, Triteness – τείρω, τορεύω, διατρυπώ, φθείρω, φθορά

5879. Triternate – τρεις φορές τριμερής (φυτολογία)        

5880. Tritheism, Tritheist, Tritheistic – τρεις + θεός, τριθεϊα, ερμηνεία ότι η Αγία Τριάδα αποτελείται από τρεις ξεχωριστούς θεούς

5881. Tritium – τρίτος, ραδιενεργό ισότοπο του υδρογόνου

χλζ. Triticum, Triticale – τρις + τρίβω, σπόρος δημητριακών (βλ. “quadrotriticale“ στο περίφημο επεισόδιο “The trouble with the Tribbles” της σειράς “Star Trek”)

χλη. Tritanium – είδος πολύ σκληρού διαμαντιού στο “Star Trek”

χλθ. Trititanium – τρις + τιτάνιον, πανίσχυρο μέταλλο χρησιμοποιούμενο στη σειρά “Star Trek”

χμ. Tritonium – τρις – τόνος, είδος γαστρόποδου  

5882. Tritoma – φυτό με έντονα κίτρινα, πορτοκαλί και κόκκινα άνθη

5883. Triton – Τρίτων, γιος του Ποσειδώνα που φυσά τον κλασικό σπειροειδή κοχλία, το αντίστοιχο είδος οστρακομαλακίων (τρομπέτα  ή σάλπιγγα του Τρίτωνα)

5884. Tritone – τρεις + τόνος, παράφωνο διάστημα εντός συμφωνίας

5885. Tritubercular – τρεις + τύλος, τύμβος, έχων τρία εξογκώματα

5886. Triturable, Triturate, Trituration, Triturium – τείρω, τρίβω, μετατρέπω κάτι σε λεπτή σκόνη

5887. Triumph, Triumphal, Triumphant, Triumphantly, Triumpher – θρίαμβος, θριαμβευτικός

5888. Trivalvular- τρία +βαλβίς, τριβάλβιδος

5889. Trivet – τρίπους με μεταλλαγή του πι σε «βε»

5890. Trivial, Trivialism, Triviality, Trivialize, Trivially, Trivialness – τετριμμένον, ασήμαντο αλλά που ενδιαφέρει το κοινό

5891. Trivium – εκ του «παιδοτρίβης», οι τρεις επιστήμες που διδάσκονταν κατά τον Μεσαίωνα με εισήγηση του Θωμά Ακυινάτη, Γραμματική, Λογική, Ρητορική με συχνή συμπερίληψη ως τέταρτης και της Διαλεκτικής        

5892. Trochaic – τροχαϊκόν μέτρον

5893. Trochanter – τρέχω, τροχαντήρ, μέρος του μηρού

5894. Troche – τροχός, καραμέλα από ζάχαρη και γλίσχρασμα φυτών

5895. Trochee- τροχαίος, πους δύο συλλαβών, εκ των οποίων η πρώτη μακρά, η δεύτερη βραχεία

5896. Trochilic, Trochilics, Trochilus (είδος βομβώντων πτηνών, κενός δακτύλιος στη βάση κίονος) – τροχός, τρέχω, κυκλική κίνηση

5897. Trochings – τροχός, τροχίζω, τα λεπτά παρακλάδια των κεράτων του ελαφιού

5898. Trochlea, Trochlear, Trochleary – τροχαλία, χόνδρος σαν τροχαλία απ’ όπου περνούν τένοντες μυών, τροχιλιακό νεύρο

5899. Trochoid – τροχοειδής, κόκαλο που κινείται κυκλικά πάνω ή μέσα σε άλλο

5900. Trochus – τροχός, είδος γαστρόποδων

5901. Troglodyte, Troglodytic, Troglodytism – τρώγλη + δύω (εισχωρώ), τρωγλοδύτης, πρωτόγονος κάτοικος σπηλαίων    

5902. Trogon – τρώγω, τρωγαλίζω, ροκανίζω, πτηνό της Κεντρικής Αμερικής με πλουμιστό πτέρωμα

5903. Trojan – Τρως, κάτοικος της Τροίας, γενναίος, δούρειος ίππος, κακόβουλο λογιστικό

5904. Tromometer – τρόμος + μετρώ, μετρητής σεισμικών δονήσεων

5905. Troop, Trooper, Troopial (αμερικάνικο πτηνό με λαμπρά φτερά και κακάσχημη φωνή όπως συμβαίνει γενικώς με τα παραδείσια πτηνά), Troopship – τύρβη, θόρυβος, περπάτημα πεζικάριων, πεζικάριος   

5906. Tropaeolin (πορτοκαλιά βαφή, θειϊκό οξύ), Tropaeolium – τρόπαιον, αμερικάνικο αναρριχητικό φυτό

5910. Trope – τρόπος, φράση που χρησιμοποιείται με διαφορετική έννοια από την κυριολεκτική

5911. Trophesial, Trophesy, Trophi (μέρη του στόματος προορισμένα για λήψη τροφής), Trophic – τρέφω, τροφή, διατροφή, διατροφικός

5912. Trophonian – μαντείο Τροφωνίου (άντρο, καταβάσιο, σπήλαιο, στόμιο) όπου με ήχους, τρομακτικές παραστάσεις και άλλες αγχοπλημμυριστικές μεθόδους θεραπεύονταν οι ψυχικά ασθενείς 

5913. Trophosperm – τρέφω + σπέρμα, μέρος της ωοθήκης όπου διατρέφονται τα ωάρια

5914. Trophy – τρόπαιον («ουκ εά με καθεύδειν το του Μιλτιάδου τρόπαιον»)

5915. Tropical, Tropically, Tropic-bird, Tropicopolitan (κάτοικος τροπικών περιοχών), Tropics – τροπικός, αφορών την τροπική ζώνη

5916. Tropism – η τροπή του οργανισμού προς μία κατεύθυνση κατόπιν εξωτερικού ερεθίσματος όπως τα ηλιοτρόπια στρέφονται προς τον ήλιο  

5917. Tropist – τρόπος, όποιος ερμηνεύει τις Γραφές μεταφορικά και όχι κυριολεκτικά

5918. Tropological, Tropology – τρόπος, ρητορική μέθοδος απομάκρυνσης από την αρχική σημασία των λέξεων

5919. Tropometer – τρόπος + μετρώ, μετρητής στρέβλωσης οστών, χρονόμετρο βασισμένο στο δεκαδικό σύστημα, όργανο μέτρησης των περιστροφών του οφθαλμικού βολβού

5920. Tropopause – τρόπος + παύσις, το κάτω όριο της στρατόσφαιρας

5921. Tropophyte – τρόπος + φυτό, φυτό που αναπτύσσεται υπό υγρές συνθήκες και ξεραίνεται υπό άνυδρες

5922. Troposphere – τροπόσφαιρα, το στρώμα υπό την στρατόσφαιρα με μεγάλες και απροσδόκητες αλλαγές θερμοκρασίας

5923. Trouble, Troubler, Troublesome, Troublesomely, Troublesomeness, Troublous – τύρβη, σύγχυση, πρόβλημα, ενόχληση, μπελάς, ατυχία, δυσεπίλυτη περιπλοκή

5924. Troupe, Troupial (αμερικάνικο πτηνό με λαμπρά φτερά και κακάσχημη φωνή όπως συμβαίνει γενικώς με τα παραδείσια πτηνά) – τύρβη, θόρυβος, περπάτημα πεζικάριων, πεζικάριος  

5925. Trout, Trout-colored, Trouting, Trout-stream – τρώγω, τρωκτός, πέστροφα

5926. Troy- weight – Tροία, βάρος μετρούμενο σε ουγγιές ως βάση ζυγίσματος χρυσού, αργύρου και άλλων πολύτιμων μετάλλων

5927. Truce, Trucebreaker (παραβάτης εκεχειρίας), Trucial – δούρος, δούρειος, σταθερός, εκεχειρία, προσωρινή ανακωχή, κατάπαυση του πυρός  

5928. Truck, Truckage, Trucker (φορτηγατζής) – τροχός, φορτηγό, εμπόριο, ναύλος

5929. Truckle, Truckling – τροχός, εμπόριο, υποταγή στη βούληση του άλλου κατά τη διάρκεια συναλλαγής

5930. Truculence, Truculent, Truculently – τείρω, τορεύωμ διατρυπώ, άγριος

5931. True, Truism, Truly και άπειρα παράγωγα – δούρος, δούρειος, εκ καλού ξύλου, αληθινός

5932. Trump, Trumpet, Trumpeter και πολλά παράγωγα – θρίαμβος, όμως το “trumpery” σημαίνει «απάτη» από το γαλλικό “tromper”  

5933. Truncal, Truncate, Truncated, Truncation – τείρω, τορεύω, διατρυπώ, κορμός, κουτσουρεύω, κουτσουρεμένος

5934. Truncheon, Truncheoner – τείρω, τορεύω, διατρυπώ, ρόπαλο, μπαστούνι

5935. Trunk – τείρω, τορεύω, διατρυπώ, κορμός

5936. Trust, Trustee, Trusteeship, Truster, Trustful, Trustfully, Trustfulness, Trustify, Trustily, Trustiness, Trustingly, Trustless, Trustlessness, Trustworthiness, Trustworthy, Trusty – δούρος, δούρειος, εκ καλού ξύλου, αληθινός, πίστις, εμπιστοσύνη, καταπίστευμα, το θεμέλιο του καπιταλισμού όπως η ειρωνικά αποκαλούμενη “fidelity- fiduciary bank” (πιστωτική- καταπιστευματική τράπεζα) στη Μαίρη Πόππινς 

5937. Truth, Truthful, Truthfully, Truthfulness, Truthless, Truthlessness, Truthteller – δούρος, δούρειος, εκ καλού ξύλου, αληθινός

5938. Truttaceous – τρώγω, τρωκτός, πέστροφα

5939. Try, Trying και αμέτρητα παράγωγα – τείρω, τορεύω, τρίβω

5940. Trygon -τρυγών, ηλεκτροφόρο σαλάχι, τερατώδες ερπετό στην επιστημονική φαντασία

5941. Tryma -τρήμα, τρύμη, είδος δαμάσκηνου που έχει σχίσμα στο εξωκάρπιο όπως τα καρύδια

5942. Trypanosome – τρύπανον + σώμα, παρασιτικό πρωτόζωο που προκαλεί ασθένεια ύπνου

5943. Trypographic, Trypography – τρύπη (τρύπα) + γράφω, εκτύπωση μέσω διάκενων υποδειγμάτων – στένσιλ

5944. Trypsin, Tryptic, Tryptone – τρίβω, τρίψις, ένζυμο εκκρινόμενο από το πάγκρεας

5945. Tryst, Trysting –  δούρος, δούρειος, εκ καλού ξύλου, αληθινός, πίστις, εμπιστοσύνη, ραντεβού

5946. Tub (μπανιέρα), Tuba (τρομπέτα), Tubal, Tubbing, Tubby, Tube, Tubing – τύλος, τύμβος, προεξοχή, προβοσκίδα, σωλήνας, κανάλι

5947. Tuber – τύλος, τύμβος, εξόγκωμα, πρήξιμο, οίδημα, κονδύλωμα, αποθηκευτικός χώρος στο κάτω μέρος του φυτικού βλαστού όπως στις πατάτες

5948. Tubercle, Tubercled, Tubercular, Tuberculate – τύλος, τύμβος, σβώλος, φύμα, οίδημα, έχων μικρούς σβώλους ή εξογκώματα

5949. Tuberculin, Tuberculose, Tuberculosis – τύλος, τύμβος, αρρώστια που παρουσιάζει φύματα (πρηξίματα, οιδήματα, σβώλους), φυματίωσις, φθίσις

5950. Tuberiferous, Tuberose, Tuberosity, Tuberous – τύλος, τύμβος, κύρτωση, εξόγκωμα, ογκηρός, οιδηματικός, έχων σαρκώδεις κονδύλους 

5951. Tubicolae (σκουλήκια με τυλώδες κέλυφος), Tubiform, Tubinarial (θαλασσοβάτης) – τύλος, τύμβος, κύρτωση, εξόγκωμα

5952. Tubipore – τύλος, τύμβος + πόρος, σηραγγώδης σωληνώδης πόρος κοραλιού

5953. Tubthumper – τύμβος, λόφος, εξόγκωμα, μέγας δάκτυλος, αντίχειρας (λατινικά “tumulus”), ωρυόμενος ρήτορας

5954. Tubular, Tubulated, Tubule, Tubuliform, Tubulous – τύλος, τύμβος, κύρτωση, εξόγκωμα, σωλήνας, συρίγγιο

5955. Tumefaction, Tumefy – τύλος, τύμβος, εξόγκωμα, κακοήθης όγκος, καρκίνος

5956. Tumescence, Tumescent – τύλος, τύμβος, εξόγκωμα, κακοήθης όγκος, καρκίνος

5957. Tumid, Tumidity, Tumidly, Tumidness – τύλος, τύμβος, ογκηρός, πρησμένος, πομπώδης, στομφώδης, οιηματίας

5958. Tummy – τύλος, τύμβος, φουσκωμένος, στομάχι

5959. Tumor, Tumored, Tumored – τύλος, τύμβος, εξόγκωμα, κακοήθης όγκος, καρκίνος

5960. Tump, Tumpy – τύλος, τύμβος, εξόγκωμα, ύψωμα, καλούπι, κουκούμα

5961. Tumular, Tumulose, Tumulous  – τύλος, τύμβος, κύρτωση, εξόγκωμα, τυλώδης

5962. Tumult, Tumultuarily, Tumultuariness, Tumultuary – τύλος, τύμβος, κάτι που πρήθεται -πρήζεται- διογκώνεται, θόρυβος, τύρβη, ταραχή

5963. Tumultuation, Tumultuous, Tumultuously, Tumultuousness, Tumulus (τύμβος) – τύλος, τύμβος, κάτι που πρήθεται -πρήζεται- διογκώνεται, θόρυβος, τύρβη, ταραχή

5964. Tunable, Tunableness, Tunably, Tune, Tuneful, Tunefully, Tune-in, Tuneless, Tuner, Tuning – τόνος, συντονίζω, εναρμονίζω, κουρδίζω κιθάρα

5965. Tunic, Tunicle – χιτών (ιδία των αρχαίων Ρωμαίων)

5966. Tunicary, Tunicate, Tunicated, Tunicin – χιτών, χιτινώδης μεμβράνη επί οστρακομαλακίων

χμα. Turbary, Turbinaceous – τύρφη (πιθανόν εκ του «τορεύω, τόρνος»), σκάψιμο, ανακάτεμα  

5967. Turbid, Turbidly, Turbidness – τύρβη, ταραχή, ενόχληση, περιδίνηση

5968. Turbinate, Turbination, Turbine –  τύρβη, ταραχή, ενόχληση, περιδίνηση, τουρμπίνα

χμβ. Turbolift – είδος ασανσέρ που λειτουργεί με τουρμπίνα στη σειρά “Star Trek”  

5969. Turbulence, Turbulency, Turbulent – τύρβη, ταραχή, ενόχληση, περιδίνηση, αναταράξεις αεροπλάνου

5970. Turcophile, Turcophobe – Τούρκος (βυζαντινά ελληνικά) + φίλος ή φόβος, τουρκόφιλος, τουρκοφοβικός

χμγ. Turf, Turfing, Turfy, Turves και αμέτρητα παράγωγα – τύρφη (πιθανόν εκ του «τορεύω, τόρνος»), σκάψιμο, ανακάτεμα 

5971. Turk, Turkey, Turkish, Turkish – bath (χαμάμ), Turkish- delight (λουκούμι), Turkoman – Τούρκος (βυζαντινά ελληνικά μάλλον εκ της περσικής): σημειωτέον ότι η γαλοπούλα ονομάζεται επίσης “turkey” λόγω της εσφαλμένης εντύπωσης ότι προερχόταν από την Τουρκία αντί της Αμερικής

5972. Turmoil – συνδυασμός του “turn” περί του οποίου αμέσως παρακάτω και του “moil” (εκ του «μέλι, μαλακός», ιλυσπώμαι), ενόχληση, αναταραχή, σύγχυση

5973. Turn, Turner, Turnery, Turning και αμέτρητα παράγωγα – τείρω, τορεύω, τρυπώ δια περιστροφής, περιστρέφω, γυρνώ, στρέφομαι

χμδ. Turnabout -μεταστροφή, Turnover – βλ. παραπάνω, τζίρος, κύκλος εργασιών

χμε. Turnbuckle, Turncoat, – βλ. παραπάνω, σύνδεση μεταλλικών ελασμάτων για ρύθμιση της τάσης τους, αυτός που αλλάζει το παλτό του, προδότης

5974. Turpentine – τερέβινθος

5975. Turquoise – Τούρκος (βυζαντινά ελληνικά), γαλαζοπράσινος πολύτιμος λίθος    

5976. Turret, Turreted, Turriculate – τόρευσις, διατρύπηση, σχήμα μακριού σωλήνα, στρογγυλός θάλαμος, πύργος 

5977. Turtle, Turtledove (περιστέρι), Turtleshell (κέλυφος χελώνας) – μέσω του γαλλικού “tortoise” από το «Τάρταρος», χελώνα ως εξερχόμενη φαινομενικά από τα έγκατα της Γης

5978. Tusk, Tuskar, Tusked, Tusker, Tusky – οδούς, χαυλιόδοντας, ελέφας έχων χαυλιόδοντες

5979. Two, Twofold, Twosome και αμέτρητα σύνθετα – δύο (ή αν προτιμάτε κάποιο ινδοευρωπαϊκό ομόηχο)

5980. Tyler – (σ) τέγη, κεραμιδάς

5981. Tylosis – τύλος, τύλωσις, φλεγμονή των βλεφάρων με αντίστοιχο οίδημα  

5982. Tymbal – κύμβαλον

5983. Tymban, Tymbanic – τύμπανον, πλαίσιο τοποθέτησης χαρτιού για εκτύπωση

5984. Tympanic, Tympanum – τύμπανον (του αυτιού), πλαίσιο αετώματος, δαπέδου, τυπογραφικού μηχανήματος, τραπεζιού ή πόρτας, απόσταση μεταξύ αψίδας και κορυφής της πόρτας

5985. Tympanites, Tympanitic, Tympanitis – τύμπανον, τυμπανιαία διόγκωση του υπογάστριου, τυμπανισμός

5986. Typal, Type, Typeface (στοιχειοθεσία), Typefounder (χυτευτής στοιχειοθεσιών), Typefoundry, Typemetal, Typersetter (στοιχειοθέτης), Typewrite, Typewriter (γραφομηχανή) – τύπος, τυπογραφικό στοιχείο

5987. Typhlitis- τυφλίτις, φλεγμονή του κόκκυγκα και του τυφλού εντέρου

5988. Typhlops – τυφλός + ωψ, μονόφθαλμο ορύσσον (εξορυκτικό) ερπετό ομοιάζον με σκουλήκι της γης

5989. Typhoid, Typhomania (τυφομανία), Typhous, Typhus – τύφος, πυρετός με εξανθήματα που κατατρώγει ολόκληρα μέλη του σώματος

5990. Typhon, Typhonic, Typhoon – Τυφών (πατέρας των ανέμων), τυφώνας (θυελλώδης δίνη σχηματιζόμενη στον Ατλαντικό και το Βόρειο Ειρηνικό ωκεανό σε αντίθεση με τον κυκλώνα που σχηματίζεται στον Ινδικό και στον Νότιο Ειρηνικό) 

5991. Typic, Typical, Typically, Typicalness – τυπικός, τυπικότης

5992. Typify, Typist – τύπος, υπόδειγμα εικόνας, αναπαριστώ τριγωνομετρικό σχήμα ή πρότυπο εικόνας, δακτυλογραφώ

5993.  Typograph, Typographer, Typographic, Typographical, Typographically, Typography – τυπογραφία, τυπογραφικός

5994. Typology – τύπος + λόγος, τυπολογία, μελέτη μεθόδων γραφής

5995. Tyrannical, Tyranically, Tyrannicalness, Tyrannicide (τυραννοκτόνος), Tyrannous, Tyranny, Tyrant – τυραννικός τύραννος (απόλυτος κυρίαρχος και κυβερνήτης χωρίς θεσμικά αντίβαρα)

5996. Tyrian – Τύρος, κάτοικος Τύρου Φοινίκης

5997. Tyro- μαθητευόμενος, από τον Tiro που ήταν γραμματέας και στενογράφος του Κικέρωνα

5998. Tyrotoxicon – τοξική πτωμαϊνη περιεχόμενη σε γάλα και τυρί

5999. Tyrtaean – αφορών τον ελεγειακό ποιητή Τυρταίο με τις «Υποθήκες» του

                                      U

6000. Udder, Uddered, Udometer (υγρόμετρον) – ούθαρ, μαστός ζώου αλλά και γυναικείος

6001. Ukrainian, Ukraine – άκρη είναι, Ουκρανία 

6002. Ulcer, Ulceration, Ulcered, Ulcerous, Ulcerousness, Ulcuscle – έλκος, πληγή

6003. Ulex – ιλύς, όσπριον, σχοίνος

6004. Uliginous – ιλύς + γένος, λασπογενής

6005. Ullage – έλαιον, ελαιολόγος (συλλέκτης ελαιών), απαραίτητο συμπλήρωμα για να πληρωθεί με υγρό μία κανάτα, απομένον υπόλειμμα μετά από αφαίρεση υγρού

6006. Ulna, Ulnar – έλκω (δια αγκώνος)

6007. Ulodendron – ουλή + δένδρον, χαρακωμένο δένδρο, απολίθωμα ανθρακώδους σχηματισμού

6008. Ulotrichi, Ulotrichous – ίουλος (χνούδι) + τρίχα, χνουδωτός, μαλλιαρός

6009. Ultracrepidarian – ultra (πέρα) + κρηπίς (στρατιωτικό παπούτσι, μπότα), δοκησίσοφος, αυτός που επεκτείνεται πέραν της αρμοδιότητάς του 

6010. Ululation, Ululate – αλαλάζω, ελελεύ (πολεμική ιαχή)

6011. Umbilical, Umbilicate, Umbilicus – ομφαλός

6012. Unaccelerated – un (στερητικόν) + κέλης, ταχύς, μη επιταχυνόμενος

6013. Unacclimated, Unacclimatized –  un (στερητικόν) + κλίμα, μη εγκλιματισμένος

6014. Unactable, Unacted, Unactuated-  un (στερητικόν) + άγω, μη ενεργοποιημένος, μη πραγματοποιημένος  

6015. Unaired – un (στερητικόν) + αήρ, μη αεριζόμενος

6016. Unalterability, Unalterable, Unalterably, Unaltered – un (στερητικόν) + άλλος, αμετάβλητος

6017. Unanalogous – un (στερητικόν) + ανάλογος, δυσανάλογος

6018. Unanalyzable, Unanalyzed – un (στερητικόν) + αναλύω, ανεπίδεκτος ανάλυσης

6019. Unanchored – un (στερητικόν) + άγκυρα, μη αγκυροβολημένος

6020. Unangular – un (στερητικόν) + αγκύλη, άγκιστρον, γωνία, μη γωνιώδης

6021. Unanimalized  – un (στερητικόν) + άνεμος, αναπνέω, ζώον, μη διαμορφωμένος σε ζώσα ύλη

6022. Unanimated, Unanimating- un (στερητικόν) + άνεμος, μη έχων πνοή ζωής, άψυχος, άπνοος

6023. Unanimity, Unanimous, Unanimously – εις (ενός) + άνεμος, ομόφωνος, ομοφωνία

6024. Unannounced – un (στερητικόν) + ad (προς) + νέα, μη ανακοινωμένος

6025. Unanxious – un (στερητικόν) + άγχω, άγχος, μη αγχώδης

6026. Unapostolic – un (στερητικόν) + απόστολος, μη σύμφωνος με την αποστολική αυθεντία ή εξουσία  

6027. Unarchitectural – un (στερητικόν) + αρχιτεκτονική, μη αρχιτεκτονημένος

6028. Unarmed, Unarmured – un (στερητικόν) + άρμα, άοπλος, χωρίς πανοπλία

6029. Unatriculated – un (στερητικόν) + άρθρωσις, μη αρθρωμένος, ξεχαρβαλωμένος 

6030. Unauthentic, Unauthenticated – un (στερητικόν) + αυθεντία, μη αυθεντικός, πλαστός

6031. Unauthoritative, Unauthorized – un (στερητικόν) + αυθεντία, μη εξουσιοδοτημένος

6032. Unbaptized – un (στερητικόν) + βάπτισις, αβάπτιστος

6033. Unbenighted – un (στερητικόν) + νυξ, μη νυχτωμένος

6034. Unbetrayed – un (στερητικόν) + be (by – ολόγυρα) + δίδω, προδίδω, μη προδομένος  

6035. Uncalled – un (στερητικόν) + καλώ, μη καλεσμένος

6036. Uncanonic, Uncanonical, Uncanonically, Uncanonize – un (στερητικόν) + κανών, μη κανονικός, μη σύμφωνος με τους εκκλησιαστικούς κανόνες

6037. Uncatechized – un (στερητικόν) + κατήχησις, μη κατηχημένος

6038. Unceremonious, Unceremoniously – un (στερητικόν) + κηρίον, μη τελετουργικός

6039. Uncharacteristic – un (στερητικόν) + χαρακτήρ, μη χαρακτηριστικός

6040. Unchristian, Unchristianize, Unchristianly – un (στερητικόν) + χρίω- χριστός- Χριστός, μη εκχριστιανισμένος

6041. Unchronicled – un (στερητικόν) + χρονικόν, μη καταγεγραμμένος σε χρονικό

6042. Uncircumcised, Uncircumcision – un (στερητικόν) + κίρκος (ιέραξ, δακτύλιος) + caed-κόπτω, περιτομή), μη περιτετμημένος

6043. Unclassable – un (στερητικόν) + κλάσις, θραύση, διαίρεση τάξεων, μη δυνάμενος να ταξινομηθεί

6044. Unclassical – un (στερητικόν) + κλάσις, θραύση, διαίρεση τάξεων, μη κλασικός

6045. Unclerical – un (στερητικόν) + κληρικός, μη συνάδων προς κληρικό

6046. Uncloister – un (στερητικόν) + κλεις, κλειστός, απελευθερώνω από μοναστήρι

6047. Unclose, Unclosed – un (στερητικόν) + κλείνω, ανοίγω, αποσφραγίζω

6048. Unclothe – un (στερητικόν) +κλώθω, αφαιρώ τα ρούχα, ξεγυμνώνω

6049. Uncoffined – un (στερητικόν) + κόφινος, καλάθι, βγαλμένος από καλάθι

6050. Uncogitable – un (στερητικόν) + γιγνώσκω, γνώσις, αδιανόητος

6051. Uncoined – un (στερητικόν) + «κώνος», νόμισμα που αποσύρεται από την κυκλοφορία

6052. Uncollected – un (στερητικόν) + con (με, μετά) + λέγω, συλλέγω, μη συλλεγμένος, μη εισπραγμένος, μη έχων συνέλθει από σύγχυση ή πλήγμα

6053. Uncomely – un (στερητικόν) + κώμος, χάρις, άχαρος

6054. Uncommemorated – un (στερητικόν) + μέρμερος (ανήσυχος), μέριμνα, μνήμη, μη μνημονευμένος

6055. Uncompact – un (στερητικόν) + con (με)  + πήγνυμι, πάγος, συμπαγής, μη συμπαγής, αραιά πλεγμένος

6056. Uncompassionate – un (στερητικόν) + con (με) +πάθος, συμπάθεια, μη συμπονών

6057. Uncompellable, Uncompelled – un (στερητικόν) + con (με) + πέλω, χτυπώ, πλήττω, μη εξαναγκασμένος, μη πειθαναγκασμένος

6058. Uncompleted – un (στερητικόν) + con (με) + πληρόω – ώ, μη πλήρης, μη ολοκληρωμένος

6059. Uncompliable, Uncomplying – un (στερητικόν) + con (με) + πληρόω – ώ, μη συμμορφούμενος προς τας υποδείξεις

6060. Uncomplicated – un (στερητικόν) + con (με) + πλέκω, μη πολύπλοκος

6061.   Uncomplimentary – un (στερητικόν) + con (με) + πληρόω – ώ, μη συμπληρωματικός

6062. Uncompressed – un (στερητικόν) + con (με) + προίστημι, πιέζω δια προεξοχής, ασυμπίεστος

6063. Unconcentrated – un (στερητικόν) + con (με) + κέντρον, μη συγκεντρωμένος

6064. Unconclusive – un (στερητικόν) + con (με) + κλείω, μη συμπερασματικός

6065. Uncongenial – un (στερητικόν) + con (με) + γένος, μη συμπαθής, μη ομοϊδεάτης

6066. Unconstitutional, Unconstitutionality, Unconstitutionally – un (στερητικόν) + con (με) + ίστημι, ίσταμαι, αντισυνταγματικός

6067. Unconstrained, Unconstraint – con (με) + στραγγεύω, σφίγγω, μη αναγκασμένος, μη εξαναγκασμένος

6068. Uncontended, Uncontested – un (στερητικόν) + con (με) + τείνω, μη αμφισβητούμενος, μη αποτελών αντικείμενο ανταγωνισμού

6069. Uncontrite (μη μετανοημένος), Uncontrived, Uncontriving – un (στερητικόν) + con (με) + τρίβω, τριβή, μη σχεδιασμένος 

6070. Unconversable, Unconversant (μη εξοικειωμένος), Unconverted, Unconvertible – un (στερητικόν) + con (με) + βέλτερον, βέλτιον, βελτιώνω, ασυνεννόητος, αβελτίωτος, αδιόρθωτος, μη δυνάμενος να μεταβληθεί  

6071. Uncord – un (στερητικόν) + χορδή, λύω δεσμά

6072. Uncritical – un (στερητικόν) + κρίνω, μη κριτικός, μη σύμφωνος με τους κανόνες της κριτικής

6073. Uncrowned, Uncrown – un (στερητικόν) + κορώνα, εκθρονίζω

6074. Uncrystalline, Uncrystallized – un (στερητικόν) + κρύσταλλος, μη κρυσταλλικός, μη αποκρυσταλλωμένος

6075. Undebased – un (στερητικόν) + de (από) + βάσις, μη εξευτελισμένος

6076. Undecagon- ενδεκάγωνον

6077. Undecenary – ένδεκα + ενιαυτός, συμβαίνων κάθε ένδεκα χρόνια

6078. Undecided, Undecidedly, Undecisive- un (στερητικόν) + de (από) + πρ. ινδ. Ευρ. Caed, κόπτω, αποφασίζω αποκόπτοντας άλλες πιθανότητες, μη αποφασισμένος, αναποφάσιστος 

6079.  Undeclinable, Undeclined – un (στερητικόν) + de (από) + κλίνω, κλίσις, μη αρνητός, μη επικλινής, μη αποκλίνων, μη λοξοδρομών, μη κλινόμενος γραμματικά σε πρόσωπα ή πτώσεις    

6080. Undemocratic, Undemocratize – un (στερητικόν) + de (από) + δημοκρατία, αντιδημοκρατικός, αποδημοκρατικοποιώ

6081. Undenominational – un (στερητικόν) + de (από) + όνομα, μη κατηγοριοποιημένος, μη φατριαστικός

6082. Underact (είμαι κακός ηθοποιός), Underaction – under (υπό) + άγω, ασήμαντη ή άσχετη με το αντικείμενο ενέργεια

6083. Underarm – under (υπό) + άρμα, οπλίζω κάποιον ανεπαρκώς

6084. Underarm – under (υπό) + αρμός, το κάτω μέρος του βραχίονα

6085. Underclothes, Underclothing – under (υπό) + κλώθω, εσώρουχα

6086. Underestimate – under (υπό) + εκτιμώ, υποβαθμίζω (στην οικεία θέση απέκρουσα την ετυμολογία του «αις = χαλκός + τέμνω»)

6087. Underplay – under (υπό) + βλύω, βλύζω, κινούμαι, παίζω υποδεέστερο χαρτί σε παιχνίδι τράπουλας

6088. Underplot – under (υπό) + πλέκω, πλοκή υποβόσκουσα και υπολανθάνουσα σε σχέση με την κύρια ιστορία

6089. Undersign, Undersigned – under (υπό) + σίγμα ως δηλωτικό επισημότητας, υπογράφω, υπογεγραμμένος (στην οικεία θέση απέκρουσα την ετυμολογία του Πρ. Ινδ. Ευρ. “sker”- σκίζω)

6090. Understand, Understandable, Understanding, Understood – under (υπό) + ίστημι, ίσταμαι υπό μία έννοια, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι

6091. Understate, Understatement – under (υπό) + ίστημι, ίσταμαι, ορθία στάση ομιλητή, δηλώνω, δήλωση, υποβαθμίζω με τις δηλώσεις μου τη σημασία ενός γεγονότος

6092. Undertaxed – under (υπό) + τάσσω, τάξις, ταξινομώ, φορολογώ, υποφορολογημένος

6093. Undertenant – under (υπό) + τείνω, τάσις, κρατώ, κατέχω, ενοικιάζω, υπενοικιαστής

6094. Undertone, Undertoned – under (υπό) + τόνος, χαμηλός τόνος, υποτονικός

 6095. Undeterminable, Undetermined – un (στερητικόν) + de (από) + τέρμα, δεν περιμένω κάτι να φτάσει στο τέρμα του ή στην τελική του φάση, αποφασίζω, μη αποφασισμένος, μη καθορισμένος

6096. Undiaphanous – un (στερητικόν) + διαφανής, μη διαφανής

6097. Undifferentiated – un (στερητικόν) + διαφορά, αδιαφοροποίητος

6098. Undiluted – un (στερητικόν) + διαλύω, μη αραιωμένος

6099. Undiplomatic – un (στερητικόν) + διπλωμάτης, μη διπλωματικός

6100. Undisclosed – un (στερητικόν) + δυσ + κλείvω, μαρτυρώ, αποκαλύπτω, επιτρέπω στον αντίδικο να δει τα αποδεικτικά μου στοιχεία, μη διατιθέμενος, μη διαθέσιμος, μη αποκαλυπτόμενος, απόρρητος

6101. Undispersed – un (στερητικόν) + di (δια) + σπείρω, διασπείρω, διασκορπίζω, μη διασκορπισμένος

6102. Undisplayed – un (στερητικόν) + δυσ + βλύω, βλύζω, κινούμαι, απαρουσίαστος

6103. Undisturbed, Undisturbing  – un (στερητικόν) + δυσ + τύρβη, ενοχλώ, ανενόχλητος

6104. Undiversified, Undiverted – un (στερητικόν) + διαφοροποιούμαι, μη διαφοροποιημένος

6105. Undomesticated – un (στερητικόν) + δόμος, οικία, μη εξημερωμένος

6106. Undramatic – un (στερητικόν) + δράμα, μη δραματικός

6107. Uneclipsed –  un (στερητικόν) + έκλειψις, μη εκλιπών, μη συσκοτισμένος

6108. Unelastic –  un (στερητικόν) + ελαστικός, ανελαστικός

6109. Unelated –  un (στερητικόν) + ελατός, μη τραβηγμένος

6110. Unelected –  un (στερητικόν) + εκλέγω, μη εκλεγμένος

6111.  Unemphatic –  un (στερητικόν) + έμφασις, μη εμφατικός

6112. Unenclosed –  un (στερητικόν) + εγκλείω, μη έγκλειστος, μη περιφραγμένος

6113. Unendurable –  un (στερητικόν) + εν + δούρος, δούρειος, διαρκής, μη ανεκτός, μη υποφερτός

6114. Unenervated –  un (στερητικόν) + νεύρον, μη εξουθενωμένος

6115. Unentangle. Unentangled-  un (στερητικόν) + τάσσω, τάξις, αποσυνδέω, αποσυζευγνύω, ασύνδετος, άζυγος 

6116. Unenterprising –  un (στερητικόν) + inter (μεταξύ) + επαίρω, παίρνω, μη επιχειρηματκός, μη περιπετειώδης

6117. Unessential –  un (στερητικόν) +  πρ. Ινδ. Ευρ. es, εστί, ουσία, μη ουσιώδης

6118. Unevangelical – un (στερητικόν) + ευαγγελικός, μη ευαγγελικός

6119. Unexcised –  un (στερητικόν) + σχίζω, άσχιστος, αχάρακτος

6120. Unexclusive –  un (στερητικόν) + εκ + κλείω, αποκλείω, μη αποκλειστικός  

6121. Unexpert –  un (στερητικόν) + εκ πείρας, μη ειδικός

6122. Unexpressed, Unexpressive – un (στερητικόν) + προίστημι, πιέζω δια προεξοχής, μη εκφραστικός, μη εκπεφρασμένος

6123. Unexpunged – un (στερητικόν) + εκ + πυγμή, μη εκπορθημένος

6124. Unextended – un (στερητικόν) + εκτείνω, μη εκτεταμένος

6125. Unextracted – un (στερητικόν) + εκ + ταύρος, ταυρίζω, μη εξηγμένος

6126. Unfabled – un (στερητικόν) + φημί, λέγω, μη μυθοπλαστικός, αληθινός

6127. Ungenerated – un (στερητικόν) + γεννώ, αγέννητος

6128. Ungenerous- un (στερητικόν) + γενναίος, μη γενναιόδωρος, καρμίρης

6129. Ungenial – un (στερητικόν) + γένος, μη συμπαθής, μη ομοϊδεάτης

6130. Ungenteel – un (στερητικόν) +  γένος, ευγένεια, μη σύμφωνος με τους καλούς τρόπους

6131. Ungentlemanliness, Ungentlemanlike, Ungentlemanly – un (στερητικόν) + γένος, ευγένεια, μη ευγενικός, μη αριστοκρατικός

6132. Ungently – un (στερητικόν) + γένος, αγενώς, απότομα, άξεστα, ανάγωγα

6133. Ungeometrical – un (στερητικόν) + γεωμετρία, μη γεωμετρικός

6134. Ungovernable, Ungoverned – un (στερητικόν) + κυβερνώ, ακυβέρνητος, μη δυνάμενος να κυβερνηθεί

6135. Ungrammatical – un (στερητικόν) + γραμματική, μη σύμφωνος με τους γραμματικούς κανόνες, βαρβαρικός

6136. Ungual, Unguiculate, Unguiform, Unguirostral (όνυξ + ρίνη, ρίνισμα, ράμφος) Ungula, Ungulate – όνυξ 

6137. Unharmonious – un (στερητικόν) + αρμονία, δυσαρμονικός

6138. Unhistoric – un (στερητικόν) + ιστορία, ανιστόρητος, μη ιστορικός

6139. Uniat – εις, εν, Ουνία, αναγνώριση των πρωτείων του Πάπα από τους ανατολικούς Χριστιανούς

6140. Uniaxial – εις, εν + άξων, έχων μόνο ένα οπτικό άξονα

6141. Unibranciate – εις, εν + βράγχια, έχων μόνο ένα βράγχιο

6142. Unicist – εις, εν, πιστεύων στην ενότητα του Θεού

6143. Unicorn – εις, εν + κέρας, κέρατο, μονόκερος

6144. Unicycle – σχοινί ακροβάτη περιστρεφόμενο με τροχό

6145. Unideal – εις, εν + ιδέα, μη ιδεατός

6146. Unidentate – εις, εν + οδούς, μονόδοντος

6147. Uniflorous – εις, εν + φύλλον, μονανθής

6148. Unifoliate – εις, εν + φύλλον, μονόφυλλος

6149. Unigeniture, Unigenous – εις, εν + γένος, μονογενής, ομοιογενής

6150. Unilluminated –  un (στερητικόν) + λύκη, λύχνος, φως, μη φωτισμένος, σκοτεινός

χμστ. Unimatrix – εις + μήτρα, ενιαία μήτρα

6151. Unimitated – un (στερητικόν) + μιμούμαι, αμίμητος

6152. Unimpassioned – un (στερητικόν) + εν (in) + πάθος, μη υποκείμενος σε πάθος, μη εμπαθής 

6153. Unimpeded – un (στερητικόν) + εν (in) + πους, μη εμποδισμένος

6154. Unimplicated – un (στερητικόν) + εν (in) + πλέκω, μη αναμεμιγμένος

6155. Unimplied  – un (στερητικόν) + εν (in) + διπλόω-ω, μη υπαινιχθείς

6156. Unimpressed, Unimpressive – un (στερητικόν) + εν (in) + προίστημι, πιέζω δια προεξοχής, μη εντυπωσιασμένος, μη ενυπωσιακός

6157. Unimprisoned – un (στερητικόν) + εν (in) + επαίρω, αφυλάκιστος

6158. Unimpugnable – un (στερητικόν) + εν (in) + πυγμή, μη ευεπίφορος σε προκλήσεις   

6159. Uninclosed – un (στερητικόν) + εν (in) + κλείω, μη εγκλεισμένος

6160. Unindifferent – un (στερητικόν) + εν (in) + διαφορά, μη αδιάφορος, ενδιαφερόμενος

6161. Uninflammable – un (στερητικόν) + εν (in) + φλοξ, μη εύφλεκτος

6162. Uningenuous – un (στερητικόν) + εν (in) + γένος, μη ειλικρινής, μη γνήσιος  

6163. Unintellectual, Unintelligent, Unintelligible, Unintelligibly – un (στερητικόν) + intus (λατινική εκδοχή του «εντός» + λέγω, συλλέγω εσώτερα νοήματα, διάνοια, μη διανοητικός

6164. Unintended, Unintentional – un (στερητικόν) + εν (in) + εντείνω, πρόθεσις, άθελος, απρόθετος

6165. Unintermixed – un (στερητικόν) + inter (μεταξύ) + μιγνύω, μη αναμεμιγμένος

6166. Uninterpolated – un (στερητικόν) + inter + πόλος, μη συναγόμενος ως περιεχόμενο εκ δύο εξωτερικών πόλων

6167. Unintoxicated, Unintoxicating – un (στερητικόν) + τόξον, μη τοξικός, μη δηλητηριασμένος

6168. Union, Unionism, Unionist – εις, εν, οπαδός της Μεγάλης Βρετανίας κραδαίνων την κοινή σημαία των Αγίου Ανδρέα, Αγίου Γεωργίου και Αγίου Πατρικίου

6169. Uniparous – εις, εν + παράγω, γεννών ένα μόνο βρέφος

6170. Uniped – εις + πους, μονόπους, μονοπόδαρος   

6171. Unipersonal – εις + πρόσωπον, προσωπείον, έχων ενιαίο πρόσωπο, απρόσωπο ρήμα εκφερόμενο σε τρίτο πρόσωπο

6172. Unipolar – εις + πόλος, έχων ενιαίο πόλο

6173. Unique, Uniquely – μέσω του λατινικού “unicus” ενιαίος

6174. Unit, Unitary, Unite, United, Unitive, Unitize, Unity – εις, εν, ενότης, ένωσις, ενωμένος

6175. Unitarian, Unitarianism – ενωτικός, πιστεύων στην ενότητα της θείας φύσης

6176. Univalve (γαστρόποδον), Univalvular – εις + βαλβίς, έχων μία βαλβίδα

6177. Universal, Univeralism, Universalist, Universalize, Universally, Universe, University (πανεπιστήμιο) – εις, εν, ενιαίος + βέλτερον, βέρτερον, ενιαία παραλλάσσων, ενιαία βελτιούμενος, σύμπαν, συμπαντικός

6178. Unjealous – un (στερητικόν) + ζήλος, μη ζηλεύων

6179. Unjoined, Unjoint – un (στερητικόν) + Ζευς, ζευγνύω, ζυγός – άζευκτος, ασύνδετος, μη συνδεόμενος

χμζ. Unknowable, Unknowing, Unknowingly, Unknown – un (στερητικόν) + “kn” θέμα σχετιζόμενο λογικά με το «γν» -γνώσις, μη γνωρίζων, μη δυνάμενος να διαγνωσθεί 

6180. Unmeasured – un (στερητικόν) + πρ. ινδ. Ευρ. mete, μετρώ, μέτρον, απέραντος, αμέτρητος, μη μετρήσιμος

6181. Unmechanical, Unmechanized – un (στερητικόν) + μηχανή, μη μηχανικός

6182. Unmeditated – un (στερητικόν) + μήτις, μητίετα, μήδεα, μη περιεσκεμμένος

6183. Unmellowed – un (στερητικόν) + μέλι, μη επαρκώς ώριμος

6184. Unmelodious – un (στερητικόν) + μελωδία, μη μελωδικός, άμουσος

6185. Unmentioned, Unmentionable – un (στερητικόν) + μητιάω, μητίετα, μη αναφερόμενος, παραλειπόμενος

6186. Unmilked – un (στερητικόν) + αμέλγω, μη αρμεγμένος

6187. Unmiilled – un (στερητικόν) + μύλος, μη αλεσμένος

6188. Unminded, Unmindful – un (στερητικόν) + μήτις, μητίετα, μη νουνεχής, μη περιεσκεμμένος

6189. Unmingled, Unmixed – un (στερητικόν) + μιγνύω, μη μεμιγμένος

6190. Unmitigable, Unmitigated, Unmitigating- un (στερητικόν) + mitis (μαλακός, επιεικής, σχέση με μέσον και μέτρον), μη δυνάμενος να μετριαστεί

6191. Unmotherly – un (στερητικόν) + μήτηρ, μη μητρικός

6192. Unmusical – un (στερητικόν) + μουσική, μη μουσικός, άμουσος

6193. Unnamable, Unnamed – un (στερητικόν) + όνομα, μη βαπτισμένος, μη δυνάμενος να ονομασθεί   

6194. Unnerve, Unnerved – un (στερητικόν) + νεύρον, απονευρώνω, αδρανοποιώ, καθιστώ κάποιον αδύναμο

6195. Unorganized – un (στερητικόν) + όργανον, οργανισμός, μη οργανωμένος

6196. Unorthodox, Unorthodoxy – un (στερητικόν) + ορθόδοξος, ανορθόδοξος, μη ορθόδοξος (αντίθετος όχι μόνο με την ελληνική ορθοδοξία αλλά και με οποιοδήποτε άλλο σύστημα κοινωνικής ορθοπεδικής

6197. Unoxidized, Unoxygenated – un (στερητικόν) + οξυγόνον, μη οξειδωμένος, μη οξυγονωμένος

6198. Unpalatable – un (στερητικόν) + πάσσαλος, κατά συνεκδοχή ουρανίσκος, μη εύγευστος, μη καταπόσιμος

6199. Unparalleled – un (στερητικόν) + παράλληλος, μη παράλληλος, μη παραλληλισμένος

6200. Unpassioned, Unpassionate – un (στερητικόν) + πάθος, μη εμπαθής, νηφάλιος

6201. Unpathetic – un (στερητικόν) + πάθος, μη προκαλών πάθος

6202. Unpatriotic – un (στερητικόν) + πατρίς, πατριώτης, μη πατριωτικός

6203. Unpatronized – un (στερητικόν) + πατήρ, πάτρων, ακηδεμόνευτος, απατρονάριστος  

6204. Unpatterned – un (στερητικόν) + πάτρων, πατρόν, μη υποκείμενος και μη ακολουθών κανένα πρότυπο

6205. Unperplexed – un (στερητικόν) + περιπλέκω, μη προβληματισμένος, μη μπερδεμένος

6206. Unperturbed – un (στερητικόν) + per (δια, διαμέσου) + τύρβη, αναταραχή, μη ταραγμένος

6207. Unperverted – un (στερητικόν) + per (δια, διαμέσου) + βέλτιον, βέλτερον, βέρτερον, μη διεστραμμένος

6208. Unphilosophical – un (στερητικόν) + φιλοσοφία, μη φιλοσοφικός

6209. Unplait – un (στερητικόν) + πλέκω, διπλόω -ώ, ξεδιπλώνω

6210. Unplayable – un (στερητικόν) + βλύω, βλύζω, κινούμαι, ου παικτός, μη δυνάμενος να παιχθεί

6211. Unpliable, Unpliant – un (στερητικόν) + (δι-) πλόω -ώ, μη δυνάμενος να διπλωθεί

6212. Unpoetical – un (στερητικόν) + ποίησις, μη ποιητικός

6213. Unpolarized – un (στερητικόν) + πόλος, πολικότητα, μη έχων πολικότητα

6214. Unpolished – un (στερητικόν) + πέλω, χτυπώ, καθαρίζω έντονα με ύφασμα, γυαλίζω, μη γυαλισμένος

6215. Unpolite – un (στερητικόν) + πόλις, άστυ, αστική ευγένεια, αγενής

6216. Unpolluted – un (στερητικόν) + πόλτος, πολτός, μολύνω, αμόλυντος, μη μολυσμένος

6217. Unpractical, Unpractised – un (στερητικόν) + πράξις, πρακτική, μη πρακτικός, μη πρακτικά εκπαιδευμένος

6218. Unpremeditated – un (στερητικόν) + pre (προ) + μήτις, μητίετα (Ζευς), μήδεα, μέδω, μη προμελετημένος

6219. Unprepared – un (στερητικόν) + η ίδια ινδ. Ευρ. ρίζα “pare“ ή “pere” με το «παράγω», μη προετοιμασμένος

6220. Unpressed – un (στερητικόν) + προίστημι, πιέζω δια προεξοχής, μη πιεσμένος

6221. Unpretending, Unpretended, Unpretentious – un (στερητικόν) + pre (προ) + τείνω, τανύω, υποκρίνομαι, αποθρασύνομαι, μη υποκρινόμενος, μη αποθρασυμένος  

6222. Unprinted – un (στερητικόν) + προίστημι, πιέζω δια προεξοχής, τυπώνω, μη τυπωμένος

6223. Unprisoned – un (στερητικόν) + επαίρω, φυλακίζω, μη φυλακισμένος

6224. Unpronounceable, Unpronounced – un (στερητικόν) + προ + νέα (που κραυγάζει ο τελάλης), προφέρω, προφορά, μη προφερόμενος, μη εξαγγελθείς 

6225. Unprostituted – un (στερητικόν) + προ + ίστημι, ίσταμαι, ο έμπροσθεν εκτιθέμενος, ο εκπορνευόμενος, μη εκπορνευόμενος

6226. Unprotected, Unprotecting – un (στερητικόν) +  προ + (σ) τέγη, προστατεύω, προστάτης, προτεκτοράτο, μη προστατευμένος, μη προστατευτικός

6227. Unprotracted – un (στερητικόν) + προ + ταύρος, ταυρίζω, τραβώ, καθυστερώ, παρατείνω, κωλυσιεργώ

6228. Unpunishable, Unpunished – un (στερητικόν) + ποινή, μη τιμωρημένος, ατιμώρητος

6229. Unrecognizable, Unrecognized – un (στερητικόν) + re (δηλωτικόν ανάνηψης) + γιγνώσκω, γνώσις, αναγνωρίζω, διαπιστώνω, μη διαπιστώσιμος, μη διαπιστωμένος

6230. Ungenerate – un (στερητικόν) + re (δηλωτικό επανάληψης) + γεννώ, μη αναγεννώμενος

6231. Unremedied – un (στερητικόν) + re (δηλωτικό ανάνηψης) + πρ. ινδ. Ευρ. medyo, μεσότης, μέσον προς θεραπεία, φάρμακο, μη θεραπευμένος

6232. Unremembered – un (στερητικόν) +  re (δηλωτικό ανάνηψης, επανάληψης) + μέρμερος (ανήσυχος), μέριμνα, μνήμη, ξεχασμένος, μη συγκρατημένος στη μνήμη

6233. Unrenewed – un (στερητικόν) + re (δηλωτικό επανάληψης) + νέα, μη ανανεωμένος

6234. Unrenowned – un (στερητικόν) +   re (δηλωτικό επανάληψης) + όνομα, διάσημος, διασημότητα, μη ξακουστός, μη ονομαστός

6235. Unreplenished – un (στερητικόν) + re (δηλωτικό επανάληψης) + πλήρης, μη πεπληρωμένος, μη αναπληρωμένος

6236. Unrepressed –   un (στερητικόν) +  re (δηλωτικό επανάληψης) + προίστημι, πιέζω δια προεξοχής, ακαταπίεστος, μη καταπιεσμένος

6237. Unresisted, Unresisting – un (στερητικόν) + re (δηλωτικό ανάνηψης) + ίστημι, ίσταμαι, αντιστέκομαι, μη δεχθείς αντίσταση, μη αντισταθείς

6238. Unrestored – un (στερητικόν) +  re (δηλωτικό επανάληψης) +  ίστημι, ίσταμαι, μέσω του λατινικού “instauro” τοποθετώ, αποθηκεύω, μη αποθηκευμένος, αναποθήκευτος

6239. Unrestraint, Unrestricted – un (στερητικόν) + re (δηλωτικό ανάνηψης, αγρύπνιας) + στραγγεύω, σφίγγω, τεντώνω βίαια με κίνδυνο θραύσης ή θλάσης, περιορίζω, έχω υπό τον έλεγχό μου, υπό τα δεσμά, μη περιορισμένος, μη δεσμευμένος

6240. Unretentive – un (στερητικόν) + re (δηλωτικό ανάνηψης) + τείνω, κρατώ, συγκρατώ, μη συγκρατούμενος, μη διαρκών

6241. Unreversed, Unreverted – un (στερητικόν) + re (δηλωτικό ανάνηψης) + βέλτερον, βέλτιον, βελτιώνω (μετάπτωση του λάμδα σε ρο), αλλάζω την πορεία των γεγονότων προς το καλύτερο ή το χειρότερο, μη αντιστρέψιμος, μη αντιστρεπτός 

6242. Unrhythmical – un (στερητικόν) + ρυθμός, μη ρυθμικός, άρρυθμος  

6243. Unsalaried – un (στερητικόν) + αλς, μη μισθοδοτούμενος

6244. Unsalted – un (στερητικόν) + αλς, μη αλατισμένος

6245. Unscalable – un (στερητικόν) + σκαλίζω, σκαλεύω, σκάλα, βαθμίς, μη διαβαθμιζόμενος

6246. Unscaly – un (στερητικόν) + σκαλίζω, σκαλεύω, σκάλα, φολίς, αφολίδωτος

6247. Unscarred – un (στερητικόν) + σκάπτω, εσχάρα, ουλή, μη σημαδεμένος, μη βλογιοκομμένος

6248. Unscathed – un (στερητικόν) + το αντίθετο του ασκηθής (άθικτος, σώος), βλάπτω, αβλαβής, μη τραυματισμένος

6249. Unscholarly –  un (στερητικόν) + σχολείον, μη λόγιος

6250. Unscholastic – un (στερητικόν) + σχολείον, μη σχολαστικός

6251. Unschooled – un (στερητικόν) + σχολείον, μη πεπαιδευμένος

6252. Unscience, Unscientific – un (στερητικόν) + σχίζω, τέμνω, μη διαφοροποιημένος, μη επιστημονικός

6253. Unscorched – un (στερητικόν) + “s“ στερητικόν + cortex (φλοιός), “sker”, σχίζω, αποφλοιώνω, κατακαίω, μη πυρπολημένος, εμπρησθείς (εκ του «εμπίπρημι»)

6254. Unscoured – un (στερητικόν) + σκάπτω, εσχάρα, ουλή, καθαρίζω κάτι με βίαιο τρόπο, άτριπτος, ασπόγγιστος 

6255. Unscreened – un (στερητικόν) + σχίζω, κόβω και κατασκευάζω ασπίδα από δένδρο, μη καλυμμένος, μη προστατευμένος

6256. Unshaded, Unshadowed – un (στερητικόν) +  σκιά, μέσω του γερμανικού “Schatten” και του γοτθικού “skadus”, ασκίαστος, μη σκιασμένος 

χμη. Unshamed – un (στερητικόν) + αισχίνη (πιθανώς)

6257. Unshielded – un (στερητικόν) + πρ. ινδ. Ευρ. “sker” ή “skel”, σχίζω, ασπίδα από κομμένο φλοιό δένδρου, μη καλυμμένος, μη προστατευμένος

6258. Unshrinking, Unshrunk – un (στερητικόν) + πρ. ινδ. Ευρ. “sker”, σχίζω, συστέλλομαι, συρρικνώνομαι, μη συρρικνωμένος

6259. Unsoaped – un (στερητικόν) +  σάπων, σαπούνι, ίσως και κατ’ ευφημισμό ή αντιδιαστολή από το σάπιος, σαπηδών, ασαπούνιστος

6260. Unsolicited – un (στερητικόν) + δασυνόμενον όλον + πρ. Ινδ. Ευρ. “keie”, κινώ, προσπαθώ να καταστήσω κάτι ολόκληρο, βοηθώ, συντρέχω, αυτόβουλος, μη έχων ζητηθεί από κανένα

6261. Unsophisticated – un (στερητικόν) + σόφισμα, σοφιστικός, μη αδικαιολόγητα πολύπλοκος, απλός, αβίαστος, μη εξεζητημένος

6262. Unsparing – un (στερητικόν) + «σπαρνός», σπάνιος, μη εξοικονομών, μη συγχωρών

6263. Unsphere – un (στερητικόν) + σφαίρα, αφαιρώ από μία σφαίρα

6264. Unspike – un (στερητικόν) + σπιλάς, μυτερός, ξεκαρφώνω, αφαιρώ βέλος από βαλλίστρα, αφαιρώ καρφί αναρρίχησης από βράχο ή από σιδηροτροχιά

6265. Unstable, Unstaid – un (στερητικόν) + ίστημι, ίσταμαι, ασταθής, μη σταθερός

6266. Unstanched – un (στερητικόν) + ίστημι, ίσταμαι, ασταθής, μη ων σε ισορροπία, αιμορραγών

6267. Unstarched – un (στερητικόν) + στέρφος, αμετάβλητος, προκαθορισμένος, άμυλο, σκληρό κολάρο, μη κολαριστός, αυτός του οποίου το κολάρο έχει αφαιρεθεί 

6268. Unstatesmanlike – un (στερητικόν) + ίστημι, ίσταμαι, κρατικός υπάλληλος, ανάξιος για το ήθος κρατικού υπαλλήλου ή δημόσιου άνδρα, ανάρμοστος, μη υπηρεσιακός

6269. Unsteadfast, Unsteadily, Unsteadiness, Unsteady – un (στερητικόν) + ίστημι, ίσταμαι, ασταθής, μη σταθερός, μη προβλέψιμος, απρόβλεπτος

χμθ. Unstimulated – un (στερητικόν) + στίζω, στίγμα, στύλος, ακίδα που διεγείρει, μη διεγερμένος, μη ερεθισμένος

6270. Unstored – un (στερητικόν) + ίστημι, ίσταμαι και δια του λατινικού “instauro” αποθηκεύω, αναποθήκευτος

6271. Unstrained – un (στερητικόν) + στραγγεύω, σφίγγω, τεντώνω βίαια με κίνδυνο θραύσης ή θλάσης, μη τεταμένος, μη σφιγμένος υπερβολικά

6272. Unstrapped – un (στερητικόν) + στρόφος, συστραμμένος ιμάντας, άδετος, μη δεμένος πισθάγκωνα, μη φιμωμένος

6273. Unstressed – un (στερητικόν) +  στραγγεύω, σφίγγω, τεντώνω βίαια με κίνδυνο θραύσης ή θλάσης, μη αγχώδης

6274. Unstring – un (στερητικόν) + στείβω, συμπιέζω κάτι ώστε να καταστεί ξερό και άκαμπτο, σχοινί από συστραμμένες ίνες, χαλαρώνω ή λύω τα δεσμά κάποιου

6275. Unstriped – un (στερητικόν) + λωρίδα υφάσματος ή φλοιού που αποσπάται δια ξέσεως στλεγγίδας, λελυμένος, χωρίς δεσμά

6276. Unsubstantial, Unsubstantiated – un (στερητικόν) +  sub (υπό) + ίστημι, ίσταμαι, ουσία, υπόσταση από όπου αναδύονται οι ιδιότητες, μη ουσιαστικός, μη συνεκτικός

6277. Unsufferable – un (στερητικόν) + sub (υπό) + φέρω, υποφέρω, μη υποφερτός, ανυπόφορος

6278. Unsupplied – un (στερητικόν) + sub (υπό) + πληρόω -ώ, συμπληρώνω, μη προμηθευμένος, μη παρεχόμενος

6279. Unsuppressed – un (στερητικόν) + sub (υπό) + προίστημι, μη πιεζόμενος δια προεξοχής, ακαταπίεστος

6280. Unsurgical – un (στερητικόν) + χειρουργώ, μη χειρουργικός, μη σύμφωνος de lege artis με τη χειρουργική τέχνη

6281.  Unsustained – un (στερητικόν) +sub (παρά) + τείνω, υπομένω, συντηρώ, συγκρατώ, τρέφω, μη συντηρημένος, μη υποστηριζόμενος

6282. Unsymmetrical – un (στερητικόν) + συμμετρία, ασύμμετρος, μη συμμετρικός

6283. Unsympathetic – un (στερητικόν) + συμπάθεια, μη συμπαθητικός

6284. Unsystematic – un (στερητικόν) + σύστημα, αντισυστηματικός (αυτό δεν σημαίνει «αντιμνημονιακός», αλλά μη συγκροτών σύστημα)

6285. Untangle – un (στερητικόν) + τάσσω, τάξις, συνδέω, συζευγνύω, αποζευγνύω, αποσυνδέω

6286. Untaught, Unteachable – un (στερητικόν) + δεικνύω, διδάσκω, αδίδακτος, αμόρφωτος

6287. Untaxed – un (στερητικόν) + τάσσω, τάξις, ταξινομώ, φορολογώ, φόρος, αφορολόγητος  

6288. Untempered – un (στερητικόν) + τείνω, τάσις, μετρώ, μετριάζω, ηπιότης, μη ήπιος, μη μετριασμένος αλλά και το αντίθετό του: μη επαρκώς σκληραγωγημένος 

6289. Untenable, Untenantable – un (στερητικόν) + τείνω, τάσις, κρατώ, μη δυνάμενος να κρατηθεί ή να καταληφθεί

6290. Untenanted, Untended – un (στερητικόν) + τείνω, τάσις, κρατώ, κατέχω, ενοικιάζω, μη κατεχόμενο από ενοικιαστή, παραμελημένο, εγκαταλελειμμένο

 6291. Untendered – un (στερητικόν) + τείνω χείρα βοηθείας, μη προσφερόμενος

6292. Untested – un (στερητικόν) + τέκτων, κέλυφος, όστρακον, τεστ, διαγώνισμα, διαγωνισμός, μη δοκιμασμένος

6293. Unthread, Unthreaded – un (στερητικόν) + τείρω, διατρυπώ με βελόνα, νήμα, ίνα, ξεράβω, ξηλώνω

6294. Untimbered – un (στερητικόν) + δόμος, δομικός, ξυλεία, μη καλυμμένος με ξυλεία, μη έχων προμηθευτεί ξύλα

6295. Untinctured, Untinged – un (στερητικόν) + τέγγω (υγραίνω, νοτίζω), βάμμα, βαφή, μη βαμμένος, μη επιχρωματισμένος

6296. Untirable, Untiring – un (στερητικόν) + (μαρ) τυρώ, υφίσταμαι μαρτύρια, μη δυνάμενος να κουραστεί, μη κουράζων

6297. Untitled – un (στερητικόν) + τίτλος, άτιτλος

6298. Untraceable, Untraced – un (στερητικόν) + ταύρος, ταυρίζω, ακολουθώ πορεία ή σημάδια, μη δυνάμενος να ιχνηλατηθεί, να ανιχνευθεί, να ευρεθεί, μη ανιχνευμένος, μη ευρεθείς

6299. Untracked – un (στερητικόν) + ταύρος, ταυρίζω, ακολουθώ πορεία ή σημάδια, μη ανιχνευθείς, μη ευρεθείς

6300. Untractable – un (στερητικόν) + ταύρος, ταυρίζω, τραβώ σε μία έκταση, μη οριοθετημένος, μη χαρτογραφημένος

6301. Untrained – un (στερητικόν) + ταύρος, ταυρίζω, τραβώ, σύρω, απροπόνητος

6302. Untrampled – un (στερητικόν) + πρ. ινδ. Ευρ. “der”, από όπου και το δέρω, δέρμα (της πατούσας), ποδοπατώ, ποδοβολώ, μη ποδοπατημένος

6303. Untransferred – un (στερητικόν) + trans (διαμέσου) + φέρω, μη μεταφερθείς, μη μεταβιβασθείς

6304. Untravelled – un (στερητικόν) + μέσω του γαλλικού “travail” τρία + πήγνυμι, πάσσαλος, οργώνω δια τρίαινας ή τρίδοντου υνίου, ταξιδεύω, αταξίδευτος   

6305. Untraversed – un (στερητικόν) + trans (διαμέσου) + βέλτερον, βέλτιον, βελτιώνω (μετάπτωση του λάμδα σε ρο), μη εγκάρσιος, μη διασταυρούμενος, μη τεμνόμενος

6306. Untreasured – un (στερητικόν) + θησαυρός, μη αποθησαυρισμένος

6307. Untrembled, Untrembling – un (στερητικόν) + τρέμω, τρόμος, ατρεμής, άτρομος, ατρόμητος

6308. Untrimmed – un (στερητικόν) + δούρος, δούρειος, μη οργανωμένος, μη τακτοποιημένος, μη στολισμένος, άκομψος (επί μαλλιών)

6309. Untrod, Untrodden – un (στερητικόν) + πρ. ινδ. Ευρ. “der”, από όπου και το δέρω, δέρμα (της πατούσας), βαδίζω, πατώ, περπατώ περήφανα, λιώνω με τα πόδια, μη πεπατημένος, μη διασχισμένος

6310. Untroubled – un (στερητικόν) + τύρβη, σύγχυση, πρόβλημα, ενόχληση, μπελάς, ατυχία, δυσεπίλυτη περιπλοκή, μη ενοχλημένος, αμέριμνος

6311. Untrue, Untruly – un (στερητικόν) + δούρος, δούρειος, εκ καλού ξύλου, μη αληθινός

6312. Untrustworthy, Untrusty – un (στερητικόν) + δούρος, δούρειος, εκ καλού ξύλου, μη άξιος ή ανάξιος εμπιστοσύνης

6313. Untruth, Untruthful, Untruthfulness – un (στερητικόν) + δούρος, δούρειος, εκ καλού ξύλου, μη αληθής, ψευδής  

6314. Untunable, Untune – un (στερητικόν) + τόνος, αρμονία, αποσυντονίζω, ξεκουρδίζω κιθάρα

6315. Unversed – un (στερητικόν) + βέλτερον, βέλτιον, βελτιώνω, μη έμπειρος, αδαής, άσχετος

6319. Unwilling, Unwillingness – un (στερητικόν) + μέσω του λατινικού “volo” βούλησις, απρόθυμος, απροθυμία

χν. Unworkmanlike – un (στερητικόν) +  πρ. Ινδ. Ευρ. “werg“, σχέση με το ελληνικό «εργασία», μη κατάλληλος για εργασία

χνα. Unworldliness, Unwordly – un (στερητικόν) + πρ. Ινδ. Ευρ. “vir, wer” που δηλώνει τον άνδρα, τον δασύτριχο, τον λυκάνθρωπο + άλευρον, αλείατα, αλείφω, ανδρικός κόσμος, απόκοσμος, μη προερχόμενος εκ του κόσμου τούτου 

χνβ. Unwoven – un (στερητικόν) + μακρινή σχέση με το ελληνικό «ύφος» ή «ύφανσις», μη υφασμένος

χνγ. Unwreath – un (στερητικόν) + βέλτερον, βέλτιον, στρέφω, στέφανος, αφαιρώ τον στέφανο

χνδ. Unwrap, Unwrapped  – un (στερητικόν) + βέλτερον, βέλτιον, στρέφω, συστρέφω, ξετυλίγω  

χνε. Unwrinkle, Unwrinkled – un (στερητικόν) + βέλτερον, βέλτιον, στρέφω, συστρέφω  

χνστ. Unwring, Unwrought – un (στερητικόν) + βέλτερον, βέλτιον, στρέφω, συστρέφω, μη επεξεργασμένος, ανεπεξέργαστος

6320. Unyoke, Unyoked – un (στερητικόν) + Ζευς, ζεύγνυμι, ζυγός, αποζευγνύω, αποσυνδέω

6321. Unzoned – un (στερητικόν) + ζώνη, άζωνος, μη ζωσμένος

6322. Up, Upon, Upper, Upperhand και αμέτρητα παράγωγα – επί, πάνω, από το «υπό», υφέλκω κάτι προς τα πάνω άρα και εφέλκω

6323. Upbraid, Upbraiding – up (επί) + βόστρυχος, πλεξίς, εμπλέκω, λοιδορώ, επιτιμώ

6324. Upstay – up (επί) + ίστημι, ίσταμαι, συντηρώ, υποστηρίζω

6325. Upstream – up (επί) +  “s” συριστικό, σύμβολο κύματος + ροή, ρυάκι, ρέμα, ανάντης, ανηφορικός

6326. Upturn – up (επί) + τείρω, τορεύω, τρυπώ δια περιστροφής, περιστρέφω, γυρνώ, αναποδογυρίζω

6327. Uraemia, Uremia – ούρον + αίμα, συγκέντρωση αίματος στα ούρα

6328. Uralite – ούρον + λίθος, κάτι μεταξύ πυρόλιθου και κεροστίλβης με χρώμα όχι τόσο πρασινωπό αλλά μάλλον ικτερικό- ουροτοξικό

6329. Urania – η μούσα της αστρονομίας Ουρανία

6330. Uranic – ουρανός, ουράνιος, εξαγόμενος από ουράνιο

6331. Uranite, Uranitic – ουρανός, ουράνιος, εξαγόμενος από ουράνιο με λαμπερό κιτρινοπράσινο χρώμα

6332. Uranium – ουράνιο, ραδιενεργό υλικό

6334. Uranographic, Uranography – ουρανογραφία, περιγραφή και μελέτη ουρανού

6335. Uranology – ουρανός + λέγω, αστρονομία

6336. Uranus – ουρανός, ο πλανήτης Ουρανός

6337. Urate – άλας ουρικού οξέος

6338. Urceolate – ύρχα, κεραμικό αγγείο για τουρσιά και παστά τρόφιμα

6339. Urchin – εχίνος, αχινός

6340. Ureter, Urethra, Urethral, Urethritis (φλεγμονή της ουρήθρας) – ουρητήρ, ουρήθρα, ουρηθρικός

6341. Urinal, Urinary, Urine, Urinous – ούρον, ουρικός, ουρία

6342. Urn – ύρχα, κεραμικό αγγείο για τουρσιά και παστά τρόφιμα, γωνιώδες βάζο, λήκυθος, ψηφοδόχος

6343. Urochord – ουροχορδωτόν, χιτωνόζωον

6344. Uroscopy – ούρον + σκοπώ, εξέταση δείκτη ουρίας

6345. Urotoxic – ούρον + τοξίνη, ουροτοξικός

6346. Ursa, Ursine, Urson (καναδικός σκατζόχοιρος αποκαλούμενος και «ερεθίζουσα πλάτη»), Ursuline (οι μοναχές Ουρσουλίνες και τα συναφή σχολεία και κολλέγια καλογραιών), Ursus – άρκτος, αρκούδα

χνζ. Urtica, Urticaria, Urtication – σχέση με το «ούρος» (κινητικός), αλλά και με το «αίμα» ως αποτέλεσμα του «αίθω» ή «άπτω» (καίω), ερεθίζω, ερεθισμός

6347. Urus – ούρος, μεγάλο βόδι, βουβάλι

6348. Uterine, Uterogestation (κυοφορία), Uterus – υστέρα (μήτρα)  

6349. Utopia, Utopian – ου + τόπος, ουτοπία (Thomas More 1516) που όμως δεν είναι αρχαιοελληνική έννοια, διότι οι Έλληνες δεν πίστευαν σε ουτοπίες, παραδείσους και τελικές καταστάσεις

                                      V

χνη. Vacant, Vacate, Vacuum και αμέτρητα παράγωγα – εκ του πρωτοϊταλικού “wakowos“ που μπορεί να έχει σχέση με το «κούφος», κενόν.  

χνθ. Vacation – μπορεί να προέρχεται σύμφωνα με τα παραπάνω εκ της κενής (τουριστικής) θέσης, ενδεχομένως όμως να έχει σχέση και με το «βακχεύω» ή «βακχάω -ώ», διασκεδάζω, κάνω διακοπές, αφού, όπως φαίνεται και από την επόμενη λέξη δεν είναι απαραίτητο οι ελληνικές λέξεις που αρχίζουν με «βήτα» να μεταγράφονται στα λατινικά με “b“, αλλά μπορούν να αποδίδονται και με “v”. 

6350. Valvate, Valve, Valved, Valvlet, Valvular, Valvule – βαλβίς, σχοινί αφετηρίας ή τερματισμού αγώνα δρόμου, σημείο εκκίνησης, άνοιγμα πόρτας, κλεισιάς, στρόφιγγα

6351. Vamos – βάμες (δωρικό «βώμεν»), πάμε, πασίγνωστη ισπανική λέξη πολιτογραφημένη στα αγγλικά 

6352. Vandal, Vandalic, Vandalism – Βάνδαλοι, βανδαλισμός, βυζαντινά ελληνικά   

6353. Varangian – Βάραγγοι, πρώην ΄Ερουλοι, γνωστοί και ως Ρως, ιδρυτές της Ρωσίας, Σκανδιναυοί φρουροί του αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης

6354. Varicocele, Varicose, Varicosity – varix (βαριά ξεχειλωμένη φλέβα) + κήλη, φλεβοκήλη

6355. Variolite – various (ποικίλος) + λίθος, σκοτεινός αστρίας

6356. Varioloid – various (ποικίλος) + είδος, ποικιλοειδής, ευλογιά ελαφρώς μεταλλαγμένη λόγω εμβολίου

6357. Variometer – various (ποικίλος) + μέτρον, όργανο για συντονισμό κεραίας με ποικίλες συχνότητες

6358. Varix – βάρος, φλέβα υποχωρούσα ή διαστελλόμενη εκ βάρους

6359. Veliferous – velum + φέρω, φέρων πανί ή πέπλο

6360. Vellum – μέσω του λατινικού “vitulus” εκ του «βους», δέρμα βοός ή μοσχαριού

6361. Velocimeter – velox (ταχύς) + μετρον, ταχύμετρον

6362. Ventrilocution, Ventriloquial, Ventriloquism, Ventriloquist, Vemtriloquous – λατινικό venter-ventris + λέγω, λόγος, εγγαστρίμυθος

6363. Vermeology – vermis (σκουλήκι) + λόγος, σκωληκολογία, ελμινθολογία  

6364. Vermifugal, Vermifuge – vermis (σκουλήκι) + φεύγω, φυγή, σκωληκοκτόνον, σκωληκο- απωθητικό

6365. Versable, Versant, Versatile, Versatility – βέλτιον, βέρτερον, βέλτερον, βελτιώνω, παραλλάσω, στρέφομαι, είμαι εύστροφος

6366. Verse, Versed, Verselet (μικρή στροφή ποιήματος), Versemonger, Verser, Verset, Versicle – βέλτιον, βέρτερον, βέλτερον, στρέφω, στροφή ποιήματος

6367. Versicolored, Versification, Versifier, Versiform, Version, Versionist –  βέλτιον, βέρτερον, βέλτερον, στιχοπλοκώ, εκδοχή

6368. Vertebra, Vertebral, Verterbrata, Verterbrate, Vertebrated – βέλτιον, βέρτερον, βέλτερον, στρέφω, στήλη που στρέφεται, σπονδυλική στήλη

6369. Vertex, Vertical, Vertically –  βέλτιον, βέρτερον, βέλτερον, περιστρέφομαι γύρω από τον άξονά μου, κάθετος άξονας

χξ. Verteron – βέλτιον, βέρτερον, βέλτερον, υποατομικό σωματίδιο που ταξιδεύει γρηγορότερα από το φως (Star Trek)

6370. Vertiginous, Vertigo – βέλτιον, βέρτερον, βέλτερον, περιστρέφομαι γύρω από τον άξονά μου, περιδίνηση, ίλιγγος

6371. Vesper, Vespertine – έσπερος, εσπέρα, απόγευμα, βράδυ

6372. Vest, Vestiary, Vestibular, Vestibule, Vesting, Vestment, Vesty, Vestrydom, Vestryman, Vesture – εστία, εστιακό χιτώνιο, εριούχο, ρούχο   

6373. Vesta, Vestal – αφορών την Εστία θεά του νοικοκυριού, του τζακιού και του «ματιού» της κουζίνας

6374. Vicennial – vicies (20 φορές στα λατινικά) + έννος, έννιος

χξα. View, Viewer, Vision, Visor, Vista, Visual, Visualize, Vizard (μάσκα) κ.λπ. – πρ. Ινδ. Ευρ. ρίζα “weid” αλλά εμφανής σχέση με «είδον» και θέμα «-ιδ». Είναι χαρακτηριστικό ότι οι αρχαίοι Έλληνες είχαν πολλά ωραιότατα ρήματα για το «βλέπω» εκ του δωρικού «γλέπω»: ὁρῶ, λεύσσω, ἀθρῶ, θεῶμαι, σκέπτομαι, σκοπώ, ὄσσομαι, δενδίλλω, δέρκομαι, παπταίνω, ιλλώπτω, εγκατοπτρίζομαι, οπτεύω. Αν προσθέσουμε και τα λοιπά εταστικά ρήματα της ελληνικής γραμματείας: επιθεωρώ, ανασκοπώ, επισκοπώ, παρατηρώ, ετάζω, εξετάζω, ελέγχω, μελετώ, αναδιφώ, ερευνώ, κατοπτεύω, αναζητώ κ.λπ., βλέπουμε ότι ο ελληνικός διαλεκτικός πολιτισμός ήταν ο τόπος και το ορμητήριο του «οράν» και του «οράσθαι». Πλην όμως από όλα αυτά, κατά μία αδικία της Ιστορίας, επέζησαν μόνο το «βλέπω» και το «είδον». 

6375. Vine, Vinegar (ξύδι), Vinery, Vineyard, Viniculture, Viniculturist, Vinometer (μετρητής ύψους αλκοόλ στο κρασί), Vinose, Vinosity, Vinous, Vintage (εσοδεία κρασιού ανά εποχή), Vintrer (έμπορος κρασιού), Vintry, Viny – οίνος, οινώδης, οίνοψ  

 6376. Violable, Violate, Violation, Violator, Violence, Violent, Violently – βία, βίαιος

6377. Violin, Violine, Violinist, Violoncellist, Violoncello, Violone – μέσω του ιταλικού “vitulari” (είμαι ζωηρός) και του λατινικού “vitulus” (μοσχάρι) καταλήγουμε στο «βους» (βλ. και “Vitelloni” του Φελίνι)

χξβ. Virus – ιξός, γκυ, παρασιτικό φυτό παρά βελανιδιά, μηλιά ή αχλαδιά, κολλώδης, ιός

6378. Vis – βία

χξγ. Vis absoluta – απόλυτη, ωμή, σωματική βία

χξδ. Vis compulsiva – con (συν) + puls (πέλω), εξαναγκαστική βία 

χξε. Vis inertiae – αδράνεια

χξστ. Vis mortua – θανάσιμη βία

χξζ. Vis viva – κινητική δύναμη, δύναμη της ζωής

6379. Viscid, Viscidity, Viscosity, Viscous, Viscousness, Viscum – ιξός, γκυ, παρασιτικό φυτό παρά βελανιδιά, μηλιά ή αχλαδιά, κολλώδης

6380. Vital, Vitalism, Vitalist, Vitality, Vitalization, Vitalize, Vitally, Vitals (μέρη σώματος ζώου), Vitamin, Vitascope (κινηματογράφος)  – μέσω του ιταλικού “vitulari” (είμαι ζωηρός) και του λατινικού “vitulus” (μοσχάρι) καταλήγουμε στο «βους» (βλ. και “Vitelloni” του Φελίνι), ζωτικός, ζωτικότητα, αναζωογονητικός, αναζωογόνηση 

6381. Vitellin (πρωτείνη κρόκου αβγού), Vitellus (κρόκος αβγού), Vituline (μοσχαρίσιος) – βλ. αμέσως παραπάνω

6382. Vociferance, Vociferant, Vociferate, Vociferation, Vociferator, Vociferous – vox (φωνή) + φέρω, φωνασκώ, εκβάλλω κραυγή, κραυγάζω, θορυβώ

6383. Volitant, Volition, Volitive – βούλομαι, βούλησις, θέληση

6384. Voltameter, Voltmeter, Voltatype- volt (μονάδα ηλεκτροκινητικής δύναμης) + μέτρον, βολτόμετρο

6385. Volubilate, Volubility, Voluble, Volubly – βέλτιον, βέλτερον, βέρτερον, βελτιώνω, παραλλάσσω, περιστρέφομαι, κυλίνδομαι 

6386. Volume, Volumed, Volumetric (ογκομετρικός), Voluminous, Voluminously – βέλτιον, βέλτερον, βέρτερον, βελτιώνω, παραλλάσσω, περιστρέφομαι, κυλίνδομαι, όγκος, ογκώδης

6387. Voluntary, Voluntarily, Voluntarism, Volunteer (εθελοντής) – βούλομαι, βούλησις, θέληση

6388. Volute, Voluted, Volution, Volvulus (συστροφή εντέρων) – βέλτιον, βέλτερον, βέρτερον, βελτιώνω, παραλλάσσω, περιστρέφομαι

6389. Vomit, Vomiting, Vomito (κίτρινος πυρετός), Vomitory, Vomituration – εμώ, εξεμώ, κάνω εμετό, έχω αναγούλα

6390. Voracious, Vorant – βορά, αρπακτικός, αδηφάγος

6391. Vortex, Vortical, Vorticella (μικροοργανισμοί που αποκτούν τροφή δια της περιστροφής των τριχιδίων τους), Vorticose, Vortiginous –  βέλτιον, βέλτερον, βέρτερον, βελτιώνω, παραλλάσσω, περιστρέφομαι, δίνη, περιδίνηση

χξη. Vote, Vouch, Vow – σχέση με «ευχή», «εύχομαι», αφιερώνω, ψήφος, εγγύηση

                             W

6392. Walachian, Wallachian – Βλάχοι, Μολδοβλάχοι, βυζαντινά ελληνικά

χξθ. Wale – βέλτιον, βέλτερον, βέρτερον, βελτιώνω, παραλλάσσω, περιστρέφομαι, προεξοχή ρούχου ή ξύλου

6393. Wax και αμέτρητα παράγωγα – αύξομαι, επαυξάνω, σωρεύομαι, κερί

χο. Weave, Weaver, Weaving- μακρινή σχέση με το ελληνικό «ύφος» ή «ύφανσις»

χοα. Web, Webbed, Webbing κ.λπ. – μακρινή σχέση με το ελληνικό «ύφος» ή «ύφανσις»

χοβ. Weever, Weevil, Weevily – δράκαινα, σιταρόψειρα, αμφότερα έχουν σχέση με «ύφος», «ύφανση»

6394. Wharf – βέλτιον, βέλτερον, βέρτερον, βελτιώνω, παραλλάσσω, περιστρέφομαι, ορμίζομαι, προβλήτα, αραξοβόλι, το Fisherman’s Wharf στο Σαν Φρανσίσκο

6395. Whirl, Whirling, Whirlpool (δίνη), Whirlwind – βέλτιον, βέλτερον, βέρτερον, βελτιώνω, παραλλάσσω, περιστρέφομαι, δίνη, περιδίνηση

6396. Will, Willing, Willingness κ.λπ. – ετυμολογείται με γερμανικές ή γοτθικές ρίζες αλλά δεν μπορεί να μην έχει σχέση με τα ελληνικά «βουλή», «βούλομαι», «βούλησις» κ.λπ.

6397. Wine, Winebag, Wineglass (κρασοπότηρο), Wineless, Winepress – οίνος

6398. World, Wordliness, Wordling, Wordly, Worldwide – πρ. Ινδ. Ευρ. “vir, wer” που δηλώνει τον άνδρα, τον δασύτριχο, τον λυκάνθρωπο + άλευρον, αλείατα, αλείφω, ανδρικός κόσμος 

6399. Woven (παρακείμενος του weave) – μακρινή σχέση με το ελληνικό «ύφος» ή «ύφανσις»

6400. Wrap, Wrapper, Wrapping – βέλτερον, βέλτιον, στρέφω, συστρέφω, ξετυλίγω

6401. Wreath, Wreathed, Wreathen, Wreathless, Wreathy + βέλτερον, βέλτιον, στρέφω, στέφανος

6402.  Wring, Wringer, Wrought – βέλτερον, βέλτιον, στρέφω, συστρέφω

6403. Wrinkle, Wrinkly – βέλτερον, βέλτιον, στρέφω, συστρέφω

                                          X

6404. Xanthein, Xanthium  – ξανθός, κίτρινος επί φυτών, φυτό που εκκρίνει κίτρινη ουσία

6405. Xanthian – μάρμαρα ή οβελίσκος, φερμένος από την πόλη Ξάνθος της Λυσίας

6406. Xanthic – ξανθός, κίτρινος, ξανθικό οξύ αποτελούμενο από διθειώδη άνθρακα, νερό και οξείδιο του αιθυλίου, ουρικό οξύ και οξείδιο

6407. Xanthidium – ξανθός, μικροοργανισμοί μέσα σε πυριτόλιθο ή κιμωλία

6408. Xanthine – ξανθός, αζωτούχο συστατικό του ουρικού οξέος, κίτρινη ουσία σε μονοχρωματικό ρόζο

6409. Xanthite – κίτρινη ποικιλία βεζουβιανού (πυριτικού άλατος)  

6410. Xanthochroic – ξανθός + χρως (δέρμα), ξανθόχρωμος  

6411. Xanthoma-  ξάνθωμα, αρρώστια του δέρματος με εμφάνιση κίτρινων κηλίδων

6412. Xanthomelanous – ξανθός + μέλας, ξανθομέλας

6413. Xanthophyll – ξανθός + φύλλον, το κίτρινο χρώμα των φθινοπωρινών δένδρων

6414. Xanthophyllite – ξανθός + φύλλον, φυλλοειδές πυριτικό και αργιλικό άλας εκ μαγνησίου

6415. Xanthosis – ξάνθωσις, κίτρινος αποχρωματισμός

6416. Xanthous- ξανθός, κίτρινος

6417. Xanthippe – Ξανθίππη, εριστική σύζυγος του Σωκράτη

6418. Xenia – ξένος, επίδραση ξένης γύρης επί του φυτού

6419. Xenium – ξένος, δώρο εγχειριζόμενο σε ξένο πρέσβη

χογ. Xeno- το πρόσφυμα αυτό προστιθέμενο σε κάθε επιστήμη π.χ. ξενοβιολογία, ξενοανθρωπολογία κ.λπ., δηλώνει ότι αφορά εξωγήινο πολιτισμό (ορολογία “Star Trek“)     

6420. Xenodochium, Xenodochy (υποδοχή ξένων) – ξενοδοχείον

6421. Xenogamy – ξενογαμία, γονιμοποίηση από άλλο φυτό
6422. Xenogenesis – ξένος + γένεσις, ετερογένεσις, γένεσις δι’ ετέρου

6423. Xenolite – ξένος + λίθος, νηματοειδές πυριτικό αργιλικό άλας

6424. Xenomania – ξενομανία

6425. Xenomorphic – ξένος + μορφή, ξενόμορφος, πιεζόμενος από άλλα μέταλλα (ορυκτολογία)

6426. Xenon – ξένον, αδρανές αέριο του οποίου η παρουσία εμποδίζει την πυρηνική έκρηξη ή την αποκάλυψη του πυρήνα (Τσερνομπίλ)

6427. Xenophobia, Xenophobic – ξενοφοβία, απέχθεια έναντι των ξένων

6428. Xerasia – ξηρασία αναφερόμενη στα μαλλιά

6429. Xeroderma – ξηρός + δέρμα, ξηρόδερμα, αρρώστια όπου το δέρμα γίνεται φολιδωτό

6430. Xerodes – ξηρώδης, κάθε όγκος που μπορεί να αντιμετωπιστεί δια ξηράνσεως

6431. Xeromyrum – ξηρός + μύρον, ξηρή αλοιφή

6432. Xerophagy- ξηροφαγία, υποβολή σε ξηρή λιτή δίαιτα όπως έκαναν οι πρώτοι νηστεύοντες χριστιανοί

6433. Xerophthalmia – ξηρός + οφθαλμός, ξηροφθαλμία

6435. Xerophyte, Xerophytic  – ξηρός + φυτόν, φυτό κατάλληλο για ξηρό έδαφος

6436. Xerostomia – ξηροστομία

6437. Xerotes – ξηρότης, ξηρή διάθεση ή τροπισμός του σώματος

6438. Xiphias, Xiphioid – ξίφος, ξιφίας

6439.  Xiphoid- ξιφοειδής, μικρός χόνδρος στη βάση του στέρνου

6440. Xylan, Xylem – ξύλον, ξυλένιο, ζελατινώδης ουσία περιεχόμενη στο ξύλο

6441. Xylanthrax – ξυλάνθραξ

6442. Xylite –  ξυλίτης, ασβεστοειδές πυριτικό άλας σιδήρου, ασβεστίου, μαγνησίου, ξυλόπνευμα

6443. Xylobalsamum – ξύλον + βάλσαμον, μύρο

6444. Xylocarp – ξύλον + καρπός, σκληρό ξυλώδες φρούτο

6445. Xylograph, Xylographer, Xylography – ξύλον + γράφω (ζωγραφίζω), ξυλογραφία, ξυλογράφος 

6446. Xyloid – ξύλον + είδος, ξυλοειδής

6447. Xyloidine – ξυλοϊδίνη, εκρηκτικό παραγόμενο από την επίδραση νιτρικού οξέος σε άμυλο ή σε ξύλινες ίνες

6448. Xylol – ξυλέλαιον, ξυλουόλη, ισομερής διμεθυλική βενζίνη χρησιμοποιούμενη ως χρωστική ουσία

6449. Xylonite – ξυλονίτης, προστατευόμενο κατατεθέν σήμα κυτταρίνης που το έχουν ήδη κατοχυρώσει οι Βρετανοί (παρά την ελληνική καταγωγή της λέξης)

6450. Xylophagan, Xylophagous  – ξύλον + έφαγον, ξυλοφάγος (επί εντόμων), σαράκι

6451. Xylophone – ξύλον + φωνή, ξυλόφωνον, όργανο με ξύλινα πλήκτρα, σαντούρι

6452. Xylopyrography – ξύλον + πυρ + γράφω, ξυλοπυρογραφία, τεχνική χάραξης του ξύλου δια καύσεως

6453. Xyster – ξυστήρ, όργανο ξέσης κοκάλων υπό χειρουργού    

6454. Xystus – ξυστός, ξυσμένος, ανοιχτή αυλή με στοές για αθλητικές ασκήσεις και εκγύμναση 

                  Y

6455. Yeoman – γη + man (άνδρας), αγρότης, πραιτωριανός ηγεμόνα, φρουρός, σωματοφύλακας, ναύτης διαστημοπλοίου που φέρει στον πλοίαρχο την πρωινή αναφορά και την ημερήσια διαταγή προς υπογραφή

6456. Yttrocerite, Yttrotantalum – ύττριον (σπάνια γαία ανακαλυφθείσα στο Ytterby Σουηδίας) + κηρός ή ταντάλιον (μεταλλικό αργυρόχρουν στοιχείο, που χρησιμοποιείται για ίνες στα ηλεκτρικά φώτα)

6457. Yunx – Ίυγξ, Αρκαδία νύμφη, κόρη του Πάνα και της Ηχούς, την οποία η Ήρα μεταμόρφωσε σε στραβολαίμη ή σουσουράδα- σεισοράδα

                                      Ζ

6458. Zea – ζέα ή ζειά, ζείδωρος, χονδροαλεσμένο δίκοκκο διπλοκλωνισμένο σιτάρι (βλ. triticum), σίκαλη ή βρώμη ή αραβόσιτος στον οποίο όφειλαν κατά μία εκδοχή την ευφυία τους οι αρχαίοι Έλληνες   

6459. Zeal, Zealful, Zealless (στερούμενος ζήλου), Zealot (ζηλωτής) – ζήλος, πάθος για κάτι, εκ του «ζέω», βράζω

6460. Zealotical, Zealotism, Zealotry – ζηλωτικός, ένθερμος, ενθουσιώδης, φλογερός, φανατικός

6461. Zealous, Zealously, Zealousness – ζήλος   

6462. Zein – ζέα, ζην, άνοστη κίτρινη ελαστική γλουτένη αραβοσίτου

6463. Zeolite, Zeolitic – ζέω (βράζω) + λίθος, ζεόλιθος, ζεολιθικός, αστρίας

6464. Zephyr – ζέφυρος, δυτικός άνεμος, ήπια ευχάριστη αύρα, ζωογόνο αεράκι

6465. Zest – ζέω, πικάντικο καρύκευμα ή ξύσμα που προσδίδει ευχάριστη γεύση, πεπιεσμένη ψίχα μεταξύ των τεσσάρων τμημάτων πυρήνα καρυδιού

6466. Zeta – ζήτα, αίθουσα με σωλήνες εξαερισμού, δωμάτιο καντηλανάφτη πάνω από βεράντα εκκλησίας

6467. Zetetic – ζητητικός, αμφιβάλλων που προχωρεί με έρευνα, Πυρρώνειος, σκεπτικός φιλόσοφος

6468. Zeuglodon – ζεύγλη + οδούς, εξαλειφθέν κήτος με κοίλα καμπυλωτά δόντια      

6469. Zeugma – ζεύγνυμι, ζεύγμα, ρητορικό σχήμα όπου το χαρακτηρίζον την πλησιέστατη λέξη επίθετο αναφέρεται και σε άλλη πιο απομακρυσμένη λέξη

6470. Zeus – Ζευς, ο κεντρικός Θεός της ελληνικής κοσμικής τάξης, όχι ακριβώς θρησκευτικός, αλλά συνδέων τον νόμο και την οριοθέτηση της γης με τις ηθικές – κοινωνικές αρχές και αξίες προς παραγωγή των ηθών και των εθίμων ως θεμελίων του πολιτισμού

6471. Zeuxite – ζεύξις, ζεύγνυμι, ζευξίτης, μέταλλο αποτελούμενο από πυρήνα, αλουμίνα και πρωτοξείδιο του σιδήρου

6472. Zincode – zinc (γερμανικής προέλευσης λέξη για τον ψευδάργυρο) + οδός, θετικός πόλος γαλβανισμένου κυττάρου ή μπαταρίας

6473. Zincograph, Zincographer, Zioncographical, Zicnography –  zinc (γερμανικής προέλευσης λέξη για τον ψευδάργυρο) + γράφω, μέθοδος εκτύπωσης μέσω πλακών ψευδαργύρου

6474. Zincoid – zinc (ψευδάργυρος) + είδος, όμοιος ή ομοιάζων με ψευδάργυρο

6475. Zingiber – ζιγγίβερις, τζίντζερ

6476. Ζither – κιθάρα με μεταλλικές χορδές

6477. Zizania – ζιζάνια, παρασιτικά χόρτα, καναδικό ρύζι

6478. Zizyphus – Σίσυφος, βασιλιάς της Κορίνθου που ξεγέλασε δύο φορές τον θάνατο και γι’ αυτό καταδικάστηκε στον Τάρταρο να σπρώχνει μία τεράστια πέτρα προς στην κορυφή ενός λόφου, αλλά λίγο πριν από το πέρας της διαδρομής αυτή να τού πέφτει

6479. Zoanthropy – ζώον + άνθρωπος, μονομανία όπου ο άνθρωπος πιστεύει ότι μεταμορφώθηκε σε ένα κατώτερο ζώο

6480. Zodiac, Zodiacal – ζώδιον, ζωδιακός, κείμενος κοντά στην ελλειπτική, παρατηρούμενος μετά το ηλιοβασίλεμα σε χαμηλά πλάτη, αφορών τους 12 αστερισμούς που διασχίζει κάθε χρόνο ο ήλιος αλλά και τους αστρολογικούς οίκους όπου υπάγονται οι γεννήσεις και καθ’ υπόθεση οι χαρακτήρες των ανθρώπων

6481. Zoetrope – ζώον + τρόπος, πρόδρομος του κινηματογράφου όπου οι εικόνες προβάλλονται δια περισστρεφόμενων σχισμών, θαυματρόπιον ως οπτικό όργανο ελέγχου της αποτύπωσης μίας εικόνας στον αμφιβληστροειδή μετά την απομάκρυνση του ορώμενου αντικειμένου, ώστε τα αντικείμενα να φαίνονται σε συνεχή κίνηση    

6482. Ζoic – ζωικός, αφορών τα ζώα

6483. Zoilean, Zoilism – Ζωίλος ο Ομηρομάστιξ, δριμύς κριτικός του Ομήρου, μαθητής του Πολυκράτη, εχθρός του Ισοκράτη και του Πλάτωνα, οπαδός του στυλ του Λυσία

 6484. Zoism – ζωισμός, διδασκαλία κατά την οποία η ζωή εκπηδά από συγκεκριμένη αρχή και όχι από συνδυασμένες δυνάμεις

6485. Zonal, Zonate (σκοτεινή ζώνη σχήματος πετάλου αλόγου), Zone, Zoned, Zoneless, Zonule (μικρή ζώνη) – ζώνη, διαίρεση εδάφους σύμφωνα με το κλίμα, περιφέρεια ταξινομημένη με βάση διαφόρων ειδών κριτήρια

6486. Zonite – ζώνη, σωματικός τομέας ή δακτύλιος εντόμου

6487. Zonure – ζώνη + ουρά, σαύρα με ουρά διαιρεμένη κατά ζώνες

6488. Zoo – συντόμευση του “Zoological Garden” (ζωολογικός κήπος)

6489. Zoochemical, Zoochemistry – ζωική χημεία ως επιστήμη που ερευνά τα χημικά συστατικά που συναπαρτίζουν τα ζώα

6490. Zoogeography – ζώον + γεωγραφία, κατανομή των ζώων ανά τον πλανήτη

6491. Zoogloea, Zoogloeoid – ζώον + γλοιός, γλοιώδης, ζελατινώδης, κολλώδης (επί βακτηρίων)

6492. Zoographer, Zoographical, Zoography – ζωογραφία, ζωογράφος, περιγραφή των ζώων και των συνηθειών τους

6493. Zooid – ζωοειδές, θεμελιώδες οργανικό κύτταρο, μέλος συστοιχίας ζώων που συγκροτούν ευρύτερο συλλογικό οργανισμό

6494. Zoolatry – ζώον + λατρεία, λατρεία των ζώων

6495. Zoolite – ζωόλιθος, απολιθωμένη ζωική ουσία

6496. Zoological, Zoologically, Zoologist (ζωολόγος), Zoology – ζωολογία, ζωολογικός, αφορών τις αρχές της ζωολογίας

6497. Zoomorph, Zoomorphic, Zoomoprhism – ζωομορφία, ζωομορφικός (ιδίως επί θεών της αρχαίας Αιγύπτου)

6498. Zoon – ζώον, το τελικό προϊόν του γονιμοποιημένου ωαρίου

6499. Zoonic  – ζώον, αφορών ζώα, αποκτημένος από ζωικές ουσίες

6500. Zoonite – ζώνη, ένας από τους τομείς των αρθρωτών ζώων

6501. Zoonomy – ζωονομία, οι νόμοι που διέπουν τον βίο των ζώων

6502. Zoopathology – επιστήμη που μελετά τις ασθένειες των ζώων

6503. Zoophagon, Zoophagous – ζωοφάγον, ζωοφάγος, σαρκοφάγο ζώο

6504. Zoophilist, Zoophily – ζωόφιλος, ζωοφιλία

6505. Zophoric, Zophorus – ζώνη μεταξύ των κιονόκρανων και του επιστύλιου ενός ναού που απεικονίζει σκηνές από τον βίο ανθρώπων και ζώων. Στον δωρικό ρυθμό αντί ζωφόρου τοποθετούνταν τρίγλυφα- μετόπες

6506. Zoophysics – ζωοφυσιολογία, συγκριτική ανατομία ανθρώπων και ζώων

6507. Zoophyte, Zoophytic – ζωόφυτον, οργανισμοί στα όρια μεταξύ φυτού και ζώου

6508. Zoophytological, Zoophytology – ζωοφυτολογία, Φυσική Ιστορία των ζωοφύτων

6509. Zoopsychology – ζωοψυχολογία, ψυχολογία των ζώων

6510. Zooscopy – ζωοσκοπία, παραίσθηση του νου που περιλαμβάνει φανταστικά ζώα

6511. Zoosperm – ζώον + σπέρμα, σπερματοζωάριον

6512. Zoospore – ζωοσπορά, σμήνος σπόρων εκπορευόμενο από άλγη και μύκητες που κινείται σαν ζωντανό αφού απελευθερωθεί από τον γονιμοποιητικό σάκο

6513. Zootaxy – ζωοταξία, συστηματική ζωολογία, κατάταξη και ταξινόμηση των ζώων

6514. Zootechny – ζωοτεχνία, ζωοτεχνική, επιστήμη εκτροφής και εξημέρωσης των ζώων

6515. Zootomical, Zootomist, Zootomy – ζώον + τομή, ανατομία ζώων

6516. Zootrophic – ζωοτροφικός, αφορών τη διατροφή των ζώων

6517. Zoster – ζωστήρ, είδος σχοινιού  

6518. Zygadite – ζυγός, μέταλλο αποτελούμενο από ασήμι, αλουμίνα και λίθιο χωρίς νερό, αποκαλούμενο έτσι λόγω των δίδυμων κρυστάλλων του

6519. Zygal – ζυγός, παρόμοιος με το κεφαλαίο γράμμα «Ήτα» που έχει μία πολύ συμμετρική παρουσίαση

6520. Zygodactyle, Zygodactylic, Zygodactylous – ζυγοδάκτυλος, έχων τα δάκτυλα των ποδιών σε διάταξη ζεύγους, δύο μπροστά και δύο πίσω όπως ο παπαγάλος και ο κούκος

6521. Zygodont – ζυγός + οδούς, αφορών τους γομφίους

6522. Zygomatic – ζυγωματικός, αφορών οστά και εκφράσεις του προσώπου, αψίδα χαμόγελου μεταξύ κροτάφων και μιμικών μυών των παρειών, ράμμα μεταξύ κροτάφου και παρειάς

6523. Zygon – ζυγόν, ζυγός, σταυροειδές ξύλο, συνδέουσα ράβδος

6524. Zygopleural – ζυγόπλευρος, διμερώς ή αμφιμερώς συμμετρικός

6525. Zymate, Zymic, Zymoid – ζύμη, ζύμωση, ζυμικός, ζυμοειδής, άλας ως προϊόν ζυμώσεως

6526. Zymogen – ζύμη + γεννώ, παράγων που προκαλεί ζύμωση

6527. Zymological, Zymologist, Zymology – ζύμη + λόγος, μελέτη ζυμώσεων

6528. Zymome – ζύμωμα, μάζα που έχει υποστεί ζύμωση, γλουτένη σίτου αδιάλυτη στο αλκοόλ

6529. Zymometer – ζύμη + μέτρον, μετρητής βαθμού ζύμωσης μετά από ανάμιξη ποτών

6530. Zymosis, Zymotic, Zymotically – ζύμωσις, ζυμωτικός

6531. Zymotechny – ζύμη + τέχνη, ζυμοτεχνία

6532. Zymurgy – ζύμη + έργον, χημεία ζυμώσεων

6533. Zythum – ζύθος, μπύρα

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Nuttall’s Everyday Dictionary of the English Language

Διαδικτυακή Ιστοσελίδα Ετυμολογίας Etymonline 

Μεγάλο Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας, Liddell & Scott