ΟΔΥΣΣΕΑ ΣΠΑΧΗ: “ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ Η ΙΣΧΥΣ ΣΤΟΝ ‘ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟ’ ΤΟΥ ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΥ ΚΟΡΝΑΡΟΥ”
ΟΔΥΣΣΕΑ ΣΠΑΧΗ 1
«Δίκαιο και Ισχύς στον ΄΄Ερωτόκριτο΄΄ του Βιτσέντζου Κορνάρου»
Η πρώτη ανάγνωση του «Ερωτόκριτου» του Βιτσέντζου Κορνάρου μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι ο δημιουργός του επιχείρησε ν’ αφηγηθεί μια ακόμη ερωτική ιστορία. Έχω τη γνώμη, όμως, πως ο ποιητής μέσα από το ξεδίπλωμα της ερωτικής αφήγησης μάς παρέδωσε, εκτός από μια ιστορία δακρύβρεχτου πάθους, κι ένα μάθημα πολιτικής επιστήμης. Η αγάπη κι ο έρωτας στεριώνουν σε μια Πολιτεία. Αλλά τι θεμέλια έχει αυτή η Πολιτεία φαίνεται ν’ αναρωτιέται με τον «Ερωτόκριτό του» ο Κορνάρος. Θα είναι μια Πολιτεία όπου θα επικρατεί η ισχύς των δυνατών; Ή η ηθική και η θέληση των αδύνατων θα εξισορροπήσουν την κατάσταση, έτσι ώστε να επικρατήσει το μέτρο της ανθρώπινης λογικής, δηλαδή η αξιοπρέπεια και η αυτοδιάθεση;
Ο ποιητής σκοπίμως προσδίδει στο έργο του χαρακτηριστικά, ικανά να νουθετήσουν και να χειραφετήσουν (πνευματικά και ηθικά) το νέο ελληνισμό που βλέπει μελλοντικά να γεννιέται. Στο επίκεντρο της αφήγησης του είναι η Αθήνα, η οποία (κατά τον ποιητή) αποτελεί το συνδετικό κρίκο του νέου ελληνισμού με τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό. Ίσως, ο ποιητής να είχε υπόψη του τους νεοπλατωνικούς και, επομένως, τον ίδιο τον Αθηναίο φιλόσοφο Πλάτωνα και την θεωρία του για τον «φιλόσοφο-Βασιλιά» όταν αποκαλεί «θρονί της δικαιοσύνης» τον Ρήγα της Αθήνας, Ηράκλη. Ο οποίος, είναι, κατά τον ποιητή, «ποπανωθιό σ’ τσι φρόνιμους, πρώτος εις τσι μεγάλους»2. Επομένως, η (πολιτική) σοφία και σύνεση κατέχει υψηλή θέση στην κλίμακα αξιών του εν λόγω ηγεμόνα. Ο Ηράκλης, λοιπόν, παρά την αδικία που διαπράττει αρχικά σε βάρος του Ρωτόκριτου και τον αυταρχισμό του, δεν παύει να είναι ο εκπρόσωπος της ευταξίας και της κοινωνικής ισορροπίας,η οποία επιτυγχάνεται μέσω των πατροπαράδοτων εθίμων. Άλλωστε, δεν είναι λίγοι οι νεότεροι φιλόσοφοι (με κυριότερο εκπρόσωπό τους τον Karl Popper {Καρλ Πόππερ}) που θεωρούν τον φιλόσοφο-βασιλιά του Πλάτωνα το αρχέτυπο του εξουσιαστικού αυταρχισμού κι ολοκληρωτισμού3. Ο Ηράκλης,λοιπόν,σε μικρότερο βαθμό,αλλά σε μεγαλύτερο βαθμό ο Ρωτόκριτος ( που δεν έχει την αυταρχικότητα του Ηράκλη) ταιριάζουν στο συντηρητικό πρότυπο του πλατωνικού ηγέτη, που φιλοτεχνήθηκε στην πλατωνική ακαδημία,στην Αθήνα. Αυτή η πόλη, εξάλλου, κατά τον ποιητή, είναι «της μάθησης η βρώσις», «θρονί της αρετής» κι «ο ποταμός της γνώσης»4. Η ποιητική έκφραση παραπέμπει στο σχετικό χωρίο του Επιτάφιου του Περικλή, όπως τον αποδίδει ο Θουκυδίδης: «Ξυνελών τε λέγω την τε πάσαν πόλιν της Ελλάδος παίδευσιν είναι5» (Συνοψίζοντας ισχυρίζομαι πως η πόλη {δηλαδή η Αθήνα} σε όλες τις εκδηλώσεις της είναι ο δάσκαλος των Ελλήνων). Ο ποιητής, έτσι, υπαινίσσεται ότι γνωρίζει την αρχαιοελληνική γραμματεία και πως το νερό του ποιητικού του ποταμού προέρχεται από τις πηγές της Αθηναϊκής φιλοσοφίας και του πολιτικού στοχασμού των κλασσικών χρόνων της Αθήνας.
Συνεπώς, η αποτυχία του προξενιού της Αρετούσας με τον Βυζαντινό Πιστόφορο δεν είναι τυχαία. Το μέλλον του νέου ελληνισμού, κατά τον ποιητή, δεν είναι μια απομίμηση της πολύγλωσσης επικράτειας του Βυζαντίου, δηλαδή μια αυτοκρατορία η οποία κατά τα χρόνια της συγγραφής του ποιητικού έργου είχε διαλυθεί και ήταν παρελθόν. Ο έρωτας της Αρετούσας για τον Ρωτόκριτο ενδεχομένως απηχεί, κατά την γνώμη του ποιητή, την έλξη που πρέπει να επιδείξει ο νέος ελληνισμός προς την ρωμαλέα πηγή της γνώσης της κλασσικής Αθήνας. Μαζί με την απόρριψη του παλιού και ξεπερασμένου ιδεώδους («προξενιό» του νέου ελληνισμού με το Βυζάντιο) γεννιέται η σύζευξη του νέου ελληνισμού με την στοχαστική φιλοσοφία της κλασσικής Αθήνας. Αυτή η σύνδεση σχετίζεται με την ελεύθερη στάση της Αρετούσας, που αρνείται πεισματικά την καταβαράθρωση της αξιοπρέπειας της, στάση η οποία απηχεί την ξεκάθαρη επιλογή του ποιητή για την πορεία (που ο ίδιος επιθυμεί) για το νέο ελληνισμό. Γιατί αυτόματα έρχεται στο νου η παρόμοια, θαρραλέα στάση της Αντιγόνης στην ομώνυμη (αρχαιοελληνική) τραγωδία του Αθηναίου Σοφοκλή, η οποία, επίσης, αρνείται να υποκύψει στην πολιτική βία του Βασιλιά και επιμένει στην διάσωση της αξιοπρέπειας της με την ταφή του αδερφού της. Η Αρετούσα δεν έχει τίποτε το κοινό με την άβουλη κόρη της εποχής του ποιητή, δηλαδή της υποταγμένης, που δέχεται αδιαμαρτύρητα την ισχύ και τον πατρικό δεσποτισμό. Κληρονομεί κάτι από τον ατίθασο χαρακτήρα της Αντιγόνης, της ομώνυμης αρχαιοελληνικής τραγωδίας. Η Αρετούσα, ειδικότερα, συνεχίζοντας την παράδοση της Αντιγόνης αψηφά την ισχύ του πατέρα της, που συμπεριφέρεται άδικα. Η ίδια,ωστόσο, με στωικότητα αποδέχεται τις συνέπειες της στάσης της. Αφού η βασιλική δύναμη και στις δύο περιπτώσεις (Αντιγόνης και Αρετούσας) αντιστρατεύεται τη φυσική τάξη και το ηθικό δέον, τότε δεν απομένει παρά η αντίσταση απέναντι στην αδικία και η στοχαστική επιμονή στην ηθική συνέπεια. Η νέα «Καρυάτιδα του ελληνισμού» αποποιείται την πεπατημένη ενός τυπικού, συμβατικού γάμου και συνεχίζει την παράδοση της Αντιγόνης. Ο ποιητής,έτσι, φαίνεται να παραδίδει το μίτο αυτής της συνέχειας από την Αντιγόνη της αρχαιοελληνικής τραγωδίας στην Αρετούσα.
Η σύγκρουση, ωστόσο, των μνηστήρων, για την «ερωτική κατάκτηση» της Αρετούσας (΄΄γκιόστρα΄΄) δεν είναι παρά η σύγκρουση ισχύος που κατέχουν οι «δυνατοί» και «κυρίαρχοι». Με αφορμή αυτήν, ο ποιητής εξιστορεί σ’ ένα ιπποτικό πλαίσιο, το οποίο ίσως παραπέμπει στον ανταγωνισμό των μνηστήρων της Οδύσσειας του Ομήρου. Η ομορφιά της Αρετούσας που ελκύει τους άρχοντες – ιππότες της εποχής συμπορεύεται με την ελκυστικότητα της κοινωνικής κι οικονομικής δύναμης του πατέρα της. Την τελευταία ορέγονται, κυρίως, οι μνηστήρες της Αρετούσας. Η «γκιόστρα», επομένως, αποτελεί (ενδεχομένως) μια αλληγορία για την διαπάλη που σοβεί κατά τη διεκδίκηση ενός λάφυρου (στην προκείμενη περίπτωση ερωτικού). Υπό την εκδοχή αυτή, ο εκπρόσωπος κάθε περιοχής στο αγώνισμα για την ερωτική κατάκτηση της Αρετής (δηλαδή του τρόπαιου της ισχύος) απηχεί και την ιδιαιτερότητα της καταγωγής (με ό,τι αυτή ιστορικά σημαίνει). Για παράδειγμα ο Καραμανίτης Σπιδόλιοντας ,ο οποίος έχει ως έμβλημα το χάρο με δρεπάνι συμβολίζει την άκρως επικίνδυνη επιθετικότητα των Οθωμανών, που απειλούσαν την ισχύ των Βενετών και ολόκληρο τον ελληνισμό με υποδούλωση. Ο Κρητικός Χαρίδημος (το alter ego του ποιητή) παρουσιάζεται ως καλοπροαίρετος ιππότης, που επιλέγει να συμπαρασταθεί προς τον Βασιλιά της Αθήνας. Ο ποιητής ως γνήσιος αναγεννησιακός περιγράφει τις συγκρούσεις ισχύος, οι οποίες θυμίζουν τις διαμάχες των ελληνικών πόλεων της κλασσικής αρχαιότητας.
Από τη σύγκρουση της «γκιόστρας» νικητής είναι ο Ρωτόκριτος (η επιλογή του ποιητή), ο οποίος, βέβαια, είναι κοινωνικά κατώτερος. Έχει, ωστόσο, εκείνα που ονειρεύεται ο ποιητής για το νέο ελληνισμό: ρώμη, κάλλος, πίστη σε αξίες κι ιδανικά, σύνεση, σοφία. Σ’ αντίθεση δε με τον Ρωτόκριτο, το πολιτικό προφίλ που σμιλεύει ο Κορνάρος για τον Ηράκλη δεν έχει αμιγώς χαρακτηριστικά πλατωνικού ηγέτη (δηλαδή ενός συνετού φιλόσοφου-βασιλιά που είναι προσηλωμένος αυστηρά στο συλλογικό συμφέρον κι όχι στο ατομικό). Ο Βασιλιάς Ηράκλης είναι και (εκτός των άλλων) ένας ιδιοτελής άρχοντας, που δεν παύει να ενδιαφέρεται για τα συμφέροντα της κοινωνικής του τάξης. Αυτή η προάσπιση των ταξικών συμφερόντων τόσο του Ηράκλη, όσο και της συζύγου του, τους στρέφει ακόμη κι εναντίον του παιδιού τους. Η Αρετούσα φυλακίζεται γιατί η ερωτική και κοινωνική συνεύρεση με τον «υποδεέστερο» της Ρωτόκριτο αντιστρατεύεται αυτά τα συμφέροντα. Η συμπεριφορά του βασιλικού ζεύγους αντικατοπτρίζει την αντίληψη για το ρόλο του ηγεμόνα ως προασπιστή των συμφερόντων του εκάστοτε εξουσιαστικού σχήματος (και σε αυτό διαφέρει από την άποψη του Πλάτωνα για τον σκοπό της ηγεσίας). Η βία κι η ιδιοτέλεια ως έκφραση πολιτικής ισχύος σκιάζει ,ως εκ τούτου, την άσκηση εξουσίας του Ρήγα Ηράκλη. Ο ποιητής αποδίδει (μεταξύ άλλων) τον Βασιλιά Ηράκλη ως ένα ηγέτη, που έχει μεν τις μακρινές καταβολές της παλιάς αίγλης, αλλά ταυτόχρονα διατηρεί και το πνεύμα του αδιάλλακτου κι αυταρχικού άρχοντα (κατά τα πρότυπα του ηγεμόνα του Μεσαίωνα).
Ο Κορνάρος παραδίδει με τον «Ερωτόκριτό» του,πέραν των άλλων, ένα μάθημα ελευθερίας και περιφρόνησης απέναντι στην ματαιοδοξία της εξουσίας. Ο ποιητής θεωρεί πως η σπουδαιοφάνεια της εξουσίας και της ισχύος που την ακολουθεί έχουν προσωρινό και ρηχό χαρακτήρα. Όποιος, κατά τον Κορνάρο, δεν αντιλαμβάνεται την ματαιότητα της εξουσιαστικής ισχύος πάσχει από μωρία κι άγνοια. Άλλωστε, κατά τον ποιητή, η εκάστοτε ισχύς (απ’ όπου κι αν εκπορεύεται) συνοδεύεται από ένα μεγάλο φόβο για τυχόν απώλεια των προνομίων. Αυτά φοβάται ότι θα χάσει ο Βασιλιάς Ηράκλης εάν επιτρέψει το γάμο της κόρης του μ’ ένα κοινωνικά κατώτερο,τον Ρωτόκριτο. Η Αρετούσα,όμως, (όπως και η Αντιγόνη) είναι ένα ποιητικό δημιούργημα, το οποίο έχει εγγραφεί ως ο προάγγελος της απελευθερωμένης γυναίκας της Ευρώπης, που αντιπαρέρχεται την πολιτική ισχύ (κατά κυριολεξία την απορρίπτει). Είναι εκείνη που ξεγυμνώνει τη βασιλική εξουσία του πατέρα της και την παραδίδει σε κοινή θέα, αποκαλύπτοντας την αληθινή της φύση χωρίς καλλωπισμούς, δηλαδή εκδικητικός δεσποτισμός και χωρίς μέτρο αυταρχισμός. Είναι, εξάλλου, γνωστό πως ο εξουσιαστικός μηχανισμός δείχνει το πραγματικό του πρόσωπο, όταν νιώθει πως απειλείται.
Ο Ρωτόκριτος, που διαδέχεται τον αυταρχικό Ηράκλη, συμβολίζει τον ανατρεπτικό, αναγεννησιακό άνθρωπο και για το λόγο αυτό είναι η μεγάλη απειλή για τον αυταρχικό και αλαζόνα Ηράκλη. Αφού όλοι σχεδόν οι μαχητές της ελευθερίας και οι φορείς των νέων (επαναστατικών) ιδεών διώκονται, έτσι κι ο Ρωτόκριτος εξορίζεται από την Αθήνα με υπαιτιότητα του αυταρχικού συστήματος, που απειλείται. Η επάνοδος του Ρωτόκριτου στην Αθήνα μετά τον θρίαμβο στο πεδίο των μαχών (δηλαδή και κατ’ επέκταση στο πεδίο των ιδεών) δεν σηματοδοτεί μόνο την ευτυχή κατάληξη του ειδυλλίου του με την Αρετούσα. Συμβολίζει και τον θρίαμβο του δικαίου, την αποκατάσταση της δικαιοσύνης. Είναι εμφανές πως ο ποιητής επιθυμεί να σμιλέψει με την ποιητική αφήγησή του ένα λαμπρό σύμβολο: η Αρετούσα με την ελεύθερη στάση της είναι η νέα «Καρυάτιδα» του ελληνισμού που δεν φοβάται, αντιστέκεται, επιλέγει ,δημιουργεί το μέλλον της μαζί με τον Ρωτόκριτο, το δίκαιο και συνετό άρχοντα (κατά τα πρότυπα του Πλατωνικού ηγέτη). Αυτό,εν τέλει, οραματίσθηκε ο Βιτσέντζος Κορνάρος με τον «Ερωτόκριτο» του: τη διοίκηση του νέου ελληνισμού από άρχοντες δίκαιους και σώφρονες, όπως τους Βασιλείς- Φιλοσόφους του Πλάτωνα.