ΝΙΚΗΣ ΚΟΛΛΙΑ: ΟΚΤΩ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ. ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ.
ΑΛΕΞΩ
Τα χέρια της πρήζονται την άνοιξη. Σχεδόν από κοπέλα. Τα τρίβει κάθε βράδυ με οινόπνευμα και μέλι, αλλά τα πρωινά και πάλι την πονάνε. Οι λαστιχένιες παντόφλες της τρύπησαν προχθές και τα νερά της φτάνουν τ’ ακροδάκτυλα, χωρίς, ωστόσο, να τα καταλαβαίνει. Εδώ πάνω πέρασαν πολλά με τα χρόνια και οι τρύπες στα παπούτσια είναι μια ακόμη συνήθεια χειμώνα-καλοκαίρι.
Με δυσκολία έβγαλε τη γίδα ως πέρα στ’ αλώνι. Χοροπηδούσε το σκασμένο τριγύρω της και κόντεψε κανά δυο-τρεις φορές να την τσακίσει.
Ήταν γριά, κουρασμένη και ολομόναχη.
Αργά-αργά έφερε ένα γύρο: δέντρα σχεδόν πρασινισμένα, μικρά-μικρά μπουμπούκια στα κλαριά, χορτάρια και κατακίτρινα λουλούδια, κι ανάμεσα στις πέτρες τα πρώτα χελιδόνια.
Έκατσε κάπου στα μισά.
Στην εκκλησία του χωριού τέτοια ώρα τα παιδιά θα στολίζουν τον Επιτάφιο. Ευτυχώς που κράτησε ο καιρός και φύτρωσαν τα λουλούδια.
Έβγαλε ένα αχλάδι απ’ την τσέπη έφαγε το μισό και το υπόλοιπο το έδωσε στο ζώο. Ύστερα ξεκίνησε τους υπολογισμούς: χρειαζόταν σκόνες, φάρμακα και φασόλια, την εβδομάδα μετά το Πάσχα έπρεπε να βάλει κήπο, στο πίσω χωράφι καλύτερα που έμεινε χέρσο τρία ολόκληρα χρόνια, το σπόρο για τα σκόρδα και τα λάχανα θα της τον φέρουν από το μαγαζί κάτω στα Γιάννενα, έπρεπε οπωσδήποτε ν’ έρθει η κόρη της να βοηθήσει.
Μετά για ώρα πολλή έπαψε να σκέφτεται, τελικά όμως, πήρε την απόφαση. Τέτοια μέρα έπρεπε ν’ ανάψει τα καντίλια. Θα ήταν ντροπή για τόσους πεθαμένους να μην πάει κι εκείνη. Άφησε τη γίδα στο χωράφι, ανέβηκε στο σπίτι, ίσιωσε με κόπο το μαντήλι της, πήρε το λάδι και ξεκίνησε.
Τελευταίος φύλακας τόσων ανθρώπων που χάθηκαν οριστικά, η Αλέξω -γυναίκα βαθιά ταλαιπωρημένη στη ζωή- έμεινε 86 χρόνια κλεισμένη σ’ ένα ορεινό χωριό της Ηπείρου. Δεν έφυγε από εκεί, δεν σκέφτηκε ποτέ πώς είναι παραπέρα ο κόσμος, παρά μόνο για τρεις εγχειρίσεις κατέβηκε στα Γιάννενα και όταν ξυπνούσε ήθελε να την πάνε αμέσως πίσω, δεν έμαθε να διαβάζει, ούτε τα φάρμακά της, έπηζε μόνη της τυρί, φύτευε πατάτες και φασόλια και μιλούσε περισσότερο στα ζώα απ’ ότι στους ανθρώπους. Δεν πίστεψε ποτέ στη μοίρα, ούτε καν ήξερε τι σημαίνει η λέξη αυτή. Παντρεύτηκε στα δεκαέξι, στα είκοσι ήταν ήδη χήρα με ένα παιδί. Έτσι είναι η ζωή έλεγε και συνέχιζε το σκάψιμο, το φύτεμα, το άρμεγμα, το ζύμωμα για εξήντα χρόνια. Ένας καθαρός, κοφτερός βουνίσιος αέρας ήταν τα χρόνια της. Χωρίς στολίδια και ιδιαίτερες χαρές. Μονότονα ίσως, αλλά απλά και ξεκάθαρα. Γήινα.
Πέθανε χθες στα μισά του δρόμου για το σπίτι της. Στα πόδια της είχε ένα άδειο μπουκάλι από λάδι και σπίρτα, γύριζε μάλλον απ’ το νεκροταφείο και δεν άντεξε στην ανηφόρα. Πάνω ακριβώς απ’ το κεφάλι της η γίδα βέλαζε, αλλά η κυρά της δεν μπορούσε για πρώτη φορά να την ακούσει, ήταν ήδη πολύ μακριά.
Νίκη Κόλλια.
Γενέθλια.
Της Νίκης Κόλλια
Οι άνδρες με τα κοστούμια περπατούν γρήγορα στα πεζοδρόμια. Κρατούν χάρτινες σακούλες με τάπερ γεμάτα φασολάκια, ποτέ δεν χαμογελούν και δεν σε κοιτάνε. Ο πατέρας έχει πια για τα καλά χαθεί κι αυτή ως σωστή αγωνίστρια δουλεύει όλη μέρα, ξέρει όλους τους αρχαίους νεκρούς, μελετά στα σοβαρά τα χέρια και συχνά κλαίει μπροστά σ’ επιτύμβιες στήλες.
Μερικά βράδια τον συναντά. Στον ύπνο της είναι ακόμη υγιής, πάνε μαζί σούπερ-μάρκετ, τσιμπολογούν αηδίες στα κρυφά, χαζεύουν στις λαϊκές τα κουνέλια, κάνει αστεία κι έτσι γλυκός και χαρούμενος την αποχαιρετά.
«Κανείς δεν είναι μόνος, παιδί μου».
Το μονοπάτι προς την θάλασσα περνά απ’ το χωράφι, βγάζει ίσια σ’ έναν μικρό κόλπο με πεύκα που κρέμονται και κανείς βουτά μόλις στα τρία βήματα. Κολυμπάς μες το πράσινο μέχρι τα σύννεφα να κλέψουν τα μάτια σου. Ο αέρας τα μετακινεί. Να η κατάλληλη ώρα. Όλα τα χρώματα έρχονται κατά πάνω σου. Έχεις πάψει να σκέφτεσαι. Κι αυτό είναι καλό. Τα μπάνια τα έκαναν οι δυό. Πάγωναν μόλις έμπαιναν στην θάλασσα, κι ας ήταν φούρνος, χοροπηδούσαν σαν παιδιά, μετρούσαν ως το τριάντα και μετά βουτούσαν. Πριν μια βδομάδα πέρασε μια βόλτα. Η λάμπα σβήνει κατά ανεξήγητο τρόπο. Θα έπρεπε να διαρκεί 7 ημέρες. Έτσι έγραφε στην εγγύηση. Μπορεί να φταίει ο ήλιος που πέφτει κατακόρυφα. Όταν τελείωνε το μπάνιο, εκείνος της έριχνε νερό για να ξεπλύνει τα πόδια και μετά της έφερνε νερό να πιει.
«Έλα παιδί μου, μην απελπίζεσαι. Η μεγάλη ομορφιά είναι παντού παρούσα».
Πράσινα και μπλε κύματα, γαλάζια και λευκά πουλιά με μαύρα ράμφη, θορυβώδη κοράκια, πολύχρωμα χρυσάνθεμα, πεταλούδες, βάτραχοι και έντομα πάνω σε μετάξι. «Μπορείς να αναγνωρίσεις τον θαυμαστό αυτό κόσμο, μπορείς να τον περπατάς μέσα στις εποχές, να αισθάνεσαι την παγωνιά του χειμώνα και τη γλυκύτητα της άνοιξης, τον ερωτισμό της απλότητάς του. Μπορείς να ζεις έτσι, δεν είναι σπουδαίο όλο αυτό; Έλα, χαμογέλασέ μου!»
Χέρια, χρώματα, μάτια, λέξεις, χάδια. Ο πατέρας της βγήκε βόλτα, γύρισε, ξάπλωσε στα σεντόνια και δεν ξαναξύπνησε ποτέ.
«Φύσα τα κεράκια! Χαμογέλασε!»
Τα γενέθλιά της είχαν πάντα άπειρο κόσμο. Παιδιά έβγαιναν απ’ τα δωμάτια τρέχοντας, έπαιρναν τα πράγματά της, τους τα έδινε από μόνη της για να τα έχει παρέα.
Η αληθινή ομορφιά προσφέρεται δωρεάν.
Χωρίς κόπο, χωρίς εκβιασμούς και δωροδοκίες. Γυναίκες. Αυστηρές, κουρασμένες, λάγνες, άρρωστες, μόνες, γυναίκες σε καφέ, μπαρ, προκυμαίες, έρημους τόπους, μάνες, σύζυγοι, ερωμένες. Στις γεμάτες κρυφές σκέψεις. Άνδρες, σπουδαίοι, τρυφεροί, έξυπνοι.
Οι σκοτεινοί και οι φωτεινοί άνθρωποι, συναισθηματικοί, αποτελεσματικοί, τρελοί, σοβαροί παρατηρητές του κόσμου. Ο πατέρας της υπήρξε ο πιο καλός άνθρωπος.
Δεν έκρινε ποτέ, δεν ταλαιπώρησε κανέναν. Η μεγάλη λύπη κι η μεγάλη χαρά.
Οι μικρές πρόκες δεν χωρούν στις μικρές τρύπες. Γίνονται κεριά. Και έτσι κάπως περνούν και τα γενέθλια.
*****
Η Αγλαΐα πάει Μύκονο
της Νίκης Κόλλια
Απ’ την κοιλιά της μάνας της βγήκε χαμογελώντας κι έμεινε το ίδιο γελαστή ως τα γεράματά της. Λεπτή σαν το λεπτότερο λελέκι, σβέλτη και πάντα ακούραστη, με τα σμιχτά της φρύδια μια να απλώνουν το πρόσωπο και μια να το μαζεύουν, η Αγλαΐα σαν άνεμος έπαιρνε σβάρνα τις γειτονιές και τα χωράφια, και με την τσιριχτή φωνή της χαιρετούσε όλον τον κόσμο -ζωντανούς, νεκρούς, φυτά, ζώα, ακόμη και τα σκαθάρια- γελώντας μοναχούλα της, μάλλον δίχως λόγο. Δεν έμαθε να γράφει ούτε το όνομά της, μιας και όλοι νόμιζαν πως το κορίτσι αυτό από μικρό είχε κάτι αφύσικο, λιγότερο απ’ τα άλλα, κι έτσι την κράτησαν για τις δουλειές στους κήπους, το σπίτι και το άρμεγμα, και κάπου στα δεκάξι της βρήκαν και την έδωσαν στον Λάμπρο. Καλός-κακός δεν νοιάστηκε να μάθει, αυτός ήταν για εκείνη κι αφού τον κοίταξε πρώτη φορά πίσω απ’ το μικρό της «ράμφος», του έσκασε το μεγάλο της χαμόγελο και έτσι χαμογελώντας τον φρόντισε χωρίς παράπονο μέχρι τον θάνατό του. Κουτσά-στραβά τα βόλεψαν για αρκετά χρόνια, μα όταν ο μεγάλος τους γιος ήταν ήδη φαντάρος, ο Λάμπρος έπαθε κάτι με την καρδιά του και κάποιος άλλος έπρεπε για όλους να δουλέψει.
Η ιδέα έπεσε μια Κυριακή αρχές καλοκαιριού του 1965 μετά τη λειτουργία: στο ξενοδοχείο στον Άγιο Στέφανο δούλευε ήδη το μισό χωριό: παιδιά απ’ τα δώδεκά τους χρόνια, φοιτητές και ανάμεσα και μερικά κορίτσια, πάνω-κάτω οι μισοί άνδρες του χωριού: άλλος στο μπαρ, άλλος βοηθός σερβιτόρου και υδραυλικού, και οι γυναίκες στην καθαριότητα, καμαριέρες και άλλες μέσα στην κουζίνα, κι ανάμεσά τους δυο-τρεις με σπαστά αγγλικά στη ρεσεψιόν, όλο και κάτι θα βρισκόταν και για εκείνη. Μόνο που το ξενοδοχείο είχε ήδη ανοίξει απ’ το Πάσχα και έτσι έπρεπε να φτάσει ως τη Μύκονο μονάχη.
Θάλασσα δεν είχε δει ποτέ ξανά στη ζωή της και πέρα απ’ τα βουνά και τις πέτρες του χωριού δυο φορές όλες και όλες κατέβηκε ως τα Γιάννενα, για μια εγχείρηση στο χέρι την πρώτη μικρό παιδάκι ακόμη, για τις ακτινογραφίες του Λάμπρου τη δεύτερη, πριν λίγο καιρό. Ένας συγγενής θα την έβαζε στο λεωφορείο απ’ την Άρτα και στο πρακτορείο στην Αθήνα θα την περίμενε παιδί του αδερφού της. Θα έμενε για ένα βράδυ στα Πατήσια και το επόμενο πρωί θα πετούσε ολομόναχη με το αεροπλάνο. «Μισή ώρα είναι όλο κι όλο το ταξίδι» της είπαν και «δεν θα το καταλάβεις» και ύστερα της το έδειξαν πάνω στο χάρτη του παιδικού αναγνωστικού. Κι η Αγλαΐα με τα μεγάλα της μάτια τα βρήκε όλα τόσο κοντά που άπλωνε τα δάκτυλα και άγγιζε, χωρίς να ξέρει τι λένε, τα μπλε νερά και τα καφέ βουνά και έκανε με τα χέρια της ξανά και πάλι το ταξίδι. Κι όταν έφυγαν όλοι, το τελευταίο βράδυ πριν την αναχώρησή της ξανάβγαλε το χάρτη και αφού παραφύλαξε πονηρά, έσκισε τη σελίδα και την έβαλε χαμογελώντας ακόμη πονηρότερα στην τσέπη κι ύστερα αποκοιμήθηκε χαμογελώντας. «Μεγαλοπιάστηκε η γυναίκα σου Λάμπρο μου και θα μπει και σε αεροπλάνο» έλεγαν όλοι την προηγούμενη εβδομάδα και κορόιδευαν «και δεν φοβάται μην πέσει και την καταπιεί το νερό αφού δεν ξέρει κολύμπι». Μα εκείνη δεν είχε λόγο να φοβάται, αφού με τον χάρτη στην τσέπη, ήξερε που και πώς θα πάει. «Θα κοιτώ τον διπλανό και έτσι θα προχωράω» σκεφτόταν ήσυχη στη θέση της και ίσωνε και ξαναΐσιωνε το εμπριμέ της φουστάνι.
Βουνά-βουνά και ανάμεσα τα σπίτια, πέτρες και πάλι πέτρες και πιο κάτω οι πόλεις και ύστερα οι μεγάλες απλωμένες πεδιάδες και στο τέλος της γης μια ατελείωτη μπλε θάλασσα. Πόσο μεγάλος να ήταν άραγε ο κόσμος του τοσοδούλη χάρτη, όσος και αν ήταν ούτε μια φορά δεν θα την φόβιζε, σκέφτηκε και κόλλησε περισσότερο το μάγουλο στο τζάμι, έβγαλε τα σποράκια της και σα να χαμογελούσε κατάφατσα στον κόσμο άρχισε να τα τσιμπολογά σπυράκι-σπυράκι. «Τα αεροπλάνα είναι διασκεδαστικά, κάνουν έναν δυνατό θόρυβο, σηκώνονται το ένα μετά το άλλο και όλα μαζί κουνιούνται μες τα σύννεφα σα μια μεγάλη κούνια» θα έλεγε και θα ξανάλεγε χρόνια πολλά μετά στα εγγόνια της. Την είχε φέρει το παιδί πολύ νωρίτερα στο αεροδρόμιο, από φόβο μήπως η θειά χάσει το αεροπλάνο. Μια κοπελίτσα αεροσυνοδός την πέρασε απ’ τον έλεγχο και ύστερα κάθισε μαζί της περιμένοντας υπομονετικά για ώρα. Κι εκεί μέσα, στην αίθουσα αναμονής η Αγλαΐα ολομόναχη μα πάντα γελαστή, αντίκρισε για πρώτη φορά στη ζωή της τον τεράστιο κόσμο, έναν κόσμο διαφορετικό, βιαστικό και αληθινά αδιάφορο, που έφευγε και ερχόταν μες το ίδιο λεπτό και εξαφανίζονταν ακόμη πιο γοργά από εμπρός της, ένα κόσμο άγνωστο μα ταυτόχρονα τόσο φιλικό ακριβώς επειδή και η ίδια χωρούσε για πρώτη φορά μέσα του και γινόταν πανεύκολα ένα μαζί του, έναν κόσμο όπου κανείς δεν θα πρόσεχε το ράμφος της, ούτε το διαρκές χαμόγελό της και κανείς δεν θα άκουγε την παράξενη φωνή της. Κι εκείνη τον κοίταζε χωρίς απορία, ανοικτή και λαχταρώντας τον, σαν από πάντα, και εκεί μέσα ένιωσε ξαφνικά σα να του συστηνόταν και ας μην την μάθαινε κανείς, η Αγλαΐα των βουνών που τώρα ξαφνικά γινόταν η Αγλαΐα όλου του κόσμου ίσια στο άγνωστο, ένα άγνωστο γεμάτο χρώματα, φωνές σε χίλιες γλώσσες, κινήσεις και νέες μυρωδιές, όλα απλωμένα μπρος της και αυτή πουλάκι λίγο πριν τον μεγάλο δροσερό αέρα. Εκεί πάνω στα σύννεφα θα μπορούσε να κατοικεί μέρες πολλές και να τα χαζεύει. Να, αριστερά, ένα που έμοιαζε με γίγαντας και πιο κει ένα άλλο ίδιο με το πρόσωπο του Λάμπρου. Έβγαλε τον χάρτη, τον άπλωσε στα πόδια, μασούλησε τα σποράκια της, χάιδεψε για λίγο το βουνό της, που της είχαν κυκλώσει με κόκκινο για να μη νοιώθει μοναξιά κι ύστερα τους ξέχασε όλους και όλα τελείως φυσικά, σα να άνοιξε τα φτερά της και δεν γύρισε να κοιτάξει κανέναν και τίποτε πια πίσω.
Η Αγλαΐα των ανέμων και των σύννεφων, χωρίς φαντασία, μα ανάλαφρη, σωστό πουλάκι τ’ ουρανού, ευχαρίστησε τα μπλε κορίτσια του Ωνάση, πήρε την μικρή της τσάντα και προσγειώθηκε ένα μεσημέρι του Ιούλη στη Μύκονο. Δέκα χρόνια κάθισε εκεί κάτω. Τίποτε δεν της έκανε ποτέ εντύπωση και τίποτε δεν της φάνηκε ποτέ ξένο. Ποτέ δεν ζήλεψε τίποτε και με το ίδιο πάντα χαμόγελο καθάριζε σαν ευχαριστημένη κάθε πρωί για δέκα χρόνια ένα-ένα τα δωμάτια και τα απογεύματα βοηθούσε στην κουζίνα. Κάθε Παρασκευή κατέβαινε στη Χώρα και έστελνε τα χιλιάρικα πίσω στο σπίτι. Ύστερα ξαναγύριζε χωρίς σχόλια, δίχως κακία και διάθεση κουτσομπολιού, χωρίς να ρίχνει το παραμικρό βλέμμα τριγύρω, λες και δεν είχε την ελάχιστη περιέργεια να δει πώς είναι η ζωή σε τούτον δω τον τόπο. Μόνο κάθε σούρουπο ανέβαινε ως την ψηλότερη βεράντα και εκεί στην άκρη με τους βασιλικούς άνοιγε τα κατάκοπα χεράκια της, τέντωνε το πρόσωπο-πουλί όσο πιο ψηλά μπορούσε, να νιώθει τον αέρα, να την παίρνουν τα σύννεφα και η αύρα και ξεκινούσε πάντα χαμογελαστή το δικό της ταξίδι. Την βρήκαν πεθαμένη μια εβδομάδα πριν μέσα στο κουζινάκι της. Στην τσέπη της ποδιάς της είχε κολλημένα μερικά κομματάκια ενός παλιού χάρτη και μια φωτογραφία, νέα με ένα εμπριμέ φουστάνι στο κλειστό πια εδώ και καιρό παλιό αεροδρόμιο. Χαμογελαστή και με τα χέρια ανοικτά, σαν έτοιμη να πετάξει.
Η ΥΠΟΓΕΙΑ ΝΑΠΟΛΗ
Έχασα τον πατέρα μου πριν το καλοκαίρι.
Κτίρια, φωνές και σώματα έρχονταν κάθε μέρα κατά πάνω μου για μήνες, μα δεν το έβαλα κάτω.
Στις “επτά πράξεις του Ελέους” του Καραβάτζιο ζωγράφισε μια γυναίκα που προσφέροντας το στήθος της δίνει γάλα σ’ έναν κατάδικο, χαρίζοντας τη ζωή σε κάποιον δίχως ελευθερία.
Φτάσαμε στη Νάπολη αρχές Ιουλίου.
Η πόλη εκτείνεται σε τρεις στρώσεις, στην πρώτη πάνω-πάνω τρέχεις δίχως φρένο στους στενούς της δρόμους, στη δεύτερη κατεβαίνεις σκάλες μερικούς αιώνες πριν, στην τρίτη βρίσκεις την αποικία.
Μεσημέρι, περπατούμε ολομόναχοι την πιο έρημη κατηφόρα της Sanità. Τα μικρά εικονοστάσια στις προσόψεις και τις αυλές είναι πυκνοκατοικημένα: άγιοι, νεκρά παιδιά, χαρούμενα ζευγάρια και γέροι σε γιορτές -όλοι πεθαμένοι- λουλούδια και μικροί άγγελοι τριγύρω.
Οι ψυχές των νεκρών κρύβονται παντού και είναι ολόγυρα παρούσες: στο παλιό λατομείο λάβας-νεκροταφείο στην άκρη αυτής της γειτονιάς, στα χωμάτινα μπαλκόνια με τις γριες, τις ανοικτές πόρτες των σπιτιών με τ’ απλωμένα τζιν, τις εκκλησίες. Ένα βελούδινο χαλί, η φλόγα των κεριών, λεμονάδες γεμάτες χρώμα και ζάχαρη, έτσι απλή είναι εδώ η ζωή και η μνήμη της, ανάμεσα σε σεντόνια και καρέκλες στα δρομάκια, όπου οι παγωμένες ψυχές νεκρών και οι ζεστές ψυχές των ζωντανών μπορούν και λιάζονται ακόμη στη Μεσόγειο.
Στρίβουμε σ’ ένα στενό, κατεβαίνουμε πολλές σκάλες στο υπόγειο μιας εκκλησίας, αρχίζουμε να κινούμαστε μες το σκοτάδι του χώματος σε μια άλλη γη, κρύα και ζεστή ταυτόχρονα, αλλόκοτα οικεία.
Κάποτε, εδώ κάτω άνθρωποι ζούσαν ζωές σαν τις δικές μας, μανάβικα, ραφτάδικα, ταβέρνες, ξενοδοχεία, βουλές υπήρχαν στην παλιά πόλη και ύστερα μια άλλη χτίζονταν από πάνω της και έτσι συνέχιζε κάθετα η ιστορία. Στη Νάπολη η μια περίοδος πλάκωσε την άλλη σαν λάβα που σκέπασε μια νέα Πομπηία, όχι πλούσια, όχι κοσμοπολίτικη και κυνική, μα γήινη, φτωχική και ταραχώδη και το σχήμα της πόλης μπλέχτηκε σε μικρούς και μεγαλύτερους λαβυρίνθους, λες και πρόκειται για αυλάκια μιας αθάνατης δυνατής καρδιάς που πάλλεται ασταμάτητα, χωρίς χρόνο.
Ο μακρύς διάδρομος, δαιδαλώδης, σκοτεινός, οδηγεί σε μακρόστενα υδραγωγεία, καταφύγια και ένα αρχαίο θέατρο κάπου στη μέση. Δεξιά και αριστερά στη διαδρομή μικρές λίμνες και δεξαμενές νερού εμφανίζονται και προσφέρουν δροσιά και λουλούδια. Μια ελληνίδα φοιτήτρια μας δίνει τα κεριά -σχεδόν ουράνια τύχη να την βρούμε στα έγκατα τούτου του κόσμου- και όπως μας τ’ ανάβει, όλα συνηγορούν στο ότι τίποτε δεν είναι άσκοπο και πως μόνο η τύχη φτιάχνει τις πιο ωραίες σύντομες ιστορίες.
Σηκώνουμε μια καταπακτή, βγαίνουμε σε ένα διαμέρισμα δίπλα ακριβώς στο στενό του κρεβάτι κι από εκεί σε ένα δρομάκι, όπου σε μια λέσχη σκακιστών πολλοί γέροι παίζουν χαρτιά μες το απόγευμα. Με χαιρετούν γελώντας.
Στις “επτά πράξεις του Ελέους” δυο άνδρες θάβουν το νεκρό. Φαίνονται μόνο τα πόδια του απ’ το σεντόνι και είναι άσπρα και παγωμένα.
Πέρδικες, λουλούδια, ελάφια, δελφίνια και ερωτικές σκηνές σώθηκαν παρά την φωτιά και τη φοβερή λάβα, και εκεί, μες το αρχαιολογικό μουσείο, η ζωή ζωγραφισμένη απλώνεται αθάνατη για πάντα, τα μάτια μας γεμίζουν με ομορφιά κι η μεγάλη ομορφιά είναι παντοτινή κι ολόκληρη αποκαλύπτεται μπροστά μας, μας προσφέρει θαλπωρή, μας προσφέρεται απλόχερα, χωρίς όρια και φροντίζει την λυπημένη καρδιά μου.
Με αγκαλιές γεμάτες λουλούδια, κεριά και πλαστικά λεμόνια, όλο ελπίδα, ο λαός της Νάπολης ζει χρόνια τώρα παράξενα εξοικειωμένος με τους νεκρούς δίπλα σε ένα καταπράσινο ηφαίστειο που δεν είναι για κανέναν απειλή, αλλά συμβολίζει τη γονιμότητα και τον πλούτο της πόλης.
Ανάμεσα στους ξεφλουδισμένους τοίχους, εκεί που ο δρόμος τελείωνει και χρειάζεται κανείς να πάρει ένα κρυμμένο ασανσέρ για να ανέβει στο επόμενο επίπεδο, οι άνθρωποι έχουν σφραγίσει μια παράξενη συμφωνία με τους νεκρούς. Ο θάνατος είναι οικείος. Ζει και βασιλεύει παντού. Όμως η μνήμη της ζωής δεν είναι οδύνη. Όσο υπάρχει ακόμη η ζωή, όλα είναι στο κόκκινο, χωρίς έξοδα και φτιασίδια. Πλαστικές καρέκλες, πλαστικά λουλούδια, πλαστικά τραπέζια αρκούν για να ζεις απλά. Η ζωή. Που τρέχει με τρελή ταχύτητα πάνω σε μηχανάκια αυτοκίνητα, η ζωή που είναι τόσο απλή, καθαρή και ωραία. Χωρίς περιττές σκοτούρες και άγχος.
Νάπολη θα πει ελευθερία.
Εδώ, όλοι έχουν θέση, στην πόλη του αληθινού ελέους: οι πεινασμένοι, οι φτωχοί, οι άγγελοι, οι έκπτωτοι, οι ανέστιοι, οι παράνομοι, οι φυλακισμένοι.
Σε αυτή την πόλη αποχαιρέτησα τον μπαμπά μου.
Νίκη Κόλλια.
ΝΑΝΤΙΑ.
Τα τρία δέματα ξεκίνησαν από το Φιξ την Κυριακή 24 του Νοέμβρη. Ένα για τον καθένα.: τρεις τενεκέδες λάδι, πορτοκάλια, μερικά τρόφιμα και ρούχα, δύο δερμάτινα με εσωτερική επένδυση για τους γιους της και ένα χονδρό αντιανεμικό με κουκούλα για τη μάνα της. Και μες τις τσέπες τους από εκατό ευρώ για τα παιδιά και πενήντα για τη μαμά της, κάθε μήνα της στέλνει ό,τι μπορεί. Τα αγόρια της μεγάλωσαν πια. Ο μικρός τελείωσε πριν δυο χρόνια το πανεπιστήμιο, έφυγαν από την πόλη τους και δουλεύουν στην Αγία Πετρούπολη. Όπως της είχαν πει και από το πρακτορείο, υπολόγιζε ότι τα δέματα θα φθάσουν σπίτι λίγο πριν την Πρωτοχρονιά. Το λεωφορείο θα έκανε το γύρο της Ρωσίας και η πόλη της είχε σειρά λίγο πριν το τέλος του δρομολογίου. Την παραμονή των Φώτων, πρωί-πρωί, την πήρε ο μικρός της γιος. Το δικό του δέμα δεν είχε ακόμη φθάσει και εκείνος περίμενε πώς και πώς να φορέσει τα καινούρια του ρούχα στο πάρτυ της επόμενης ημέρας. Τηλεφώνησε στη μεταφορική γεμάτη αγωνία. «Επειδή αλλάζουν λεωφορεία, το δέμα κάπου καθυστέρησε, μέχρι το τέλος της εβδομάδας θα φθάσει» αλλά εκείνη αρρώστησε δυο νύχτες απ’ την έγνοια της, Χριστούγεννα και να μην πάρει το παιδί τα δώρα του, αμαρτία δεν είναι;
Εννιά χρόνια έχει να τα δει. Ο μικρός της, ο πιο αγαπημένος της, θα την περνάει τώρα σίγουρα δυο με τρία κεφάλια. Αν μπορούσε θα της μιλούσε με τις ώρες στο τηλέφωνο, για τη δουλειά του, τα κορίτσια, ό,τι του έρθει. Με τον μεγάλο, πιο λιγομίλητο και σοβαρό, μιλάνε όλο και πιο αραιά, μαθαίνει τα νέα του από τον άλλο. Δεν νοσταλγεί ακριβώς την πόλη της, το σπίτι, τη γειτονιά της. Και οι φίλες της κι οι συγγενείς σκόρπισαν πια στον κόσμο. Ούτε που νοσταλγεί τα παλιά και ας τα βλέπει στον ύπνο της τις νύχτες. Μονάχα που ξέρει καλά πως στα αλήθεια δεν έχει κανέναν και αυτό όπως και αν το κοιτάει, ιδίως κάποιες φορές, της σφίγγει την καρδιά.
Τα πρωινά ως αργά το απόγευμα φυλάει δυο παιδιά: τα ταϊζει, τα παίζει, τα βάζει και τα βγάζει από το σχολικό, τα φυλάει μερικά σαββατόβραδα. Και καμιά φορά, έτσι όπως στρώνει τραπέζι και τα χαζεύει να τρώνε -μπορεί η κούραση, μπορεί και η συνήθεια- ξεχνάει για λίγο πως είναι σε ξένο σπίτι, ξεχνάει πόσο και πώς ζυγίζει του καθενός το αίμα και η καταγωγή και μαλακώνουν μέτωπο και μάτια, τόσο που της φαίνεται της χαζούλας πως αυτά τα παιδιά είναι στα αλήθεια συγγενείς της: μια αγκαλιά τους ίδια με των δικών της παιδιών, μια κουβέντα για το σχολείο, τα παιχνίδια, τους φίλους, ως και για τα μαλλιά της και δικής της στα αλήθεια υπόθεση. Τις προάλλες στα γενέλθιά της τα μικρά την περίμεναν με μια τούρτα πίσω από την πόρτα και η μάνα τους με μια τσάντα καλλυντικά. «Μόνο για σένα Νάντια και για κανέναν άλλο». Την πήραν τα κλάματα, για τα παιδιά, τα γενέθλια, την τούρτα και τα καλλυντικά που ποτέ ξανά κανείς δεν της είχε χαρίσει.
Μια φίλη της από την ίδια πόλη παντρεύτηκε πριν λίγο καιρό με συνοικέσιο, καλός άνθρωπος ο άνδρας της, της έδωσε χρήματα, της ψώνισε ό,τι ήθελε και την έστειλε να δει τους δικούς της στη Ρωσία ύστερα από έξι χρόνια για έναν μήνα. Πριν φύγει, η Νάντια της έδωσε εντολή. Να της φέρει ένα αρκουδάκι για το κοριτσάκι που φυλάει, ένα dvd με το ίδιο αρκουδάκι, έναν κροκόδειλο και μια γριά πάνω σε ένα τρένο που τραγουδούν και ένα περιπολικό για το αγόρι.
Έχασε τον άνδρα της στα 32. Έτσι όπως τον θυμάται πια, ήταν καλός και ήσυχος άνθρωπος. Στην πατρίδα της ήταν μοδίστρα. Εδώ φύλαξε παππούδες και γιαγιάδες, έτριψε καταστρώματα και τουαλέτες σε σκάφη, σκάλες, μπαλκόνια και δωμάτια σπιτιών, κράτησε παιδιά.
Την πρώτη γιαγιά που φύλαξε την αισθάνθηκε σα μάνα. Και εκείνη γραπωνόταν από πάνω της τόσο σφικτά για να την σαπουνίσει, της φύλαγε τα χέρια όταν την χτένιζε μετά το λούσιμο με έναν τρόπο που η δική της μάνα δεν την είχε αγγίξει ποτέ. Στην κηδεία της, Σεπτέμβρη μήνα, ζήτησε να την ετοιμάσει μονάχη, την έκανε μπάνιο, της φόρεσε καινούριες κάλτσες, της έβαλε στην τσέπη το χτενάκι της, έτσι, για να το έχει μαζί και να είναι το χώμα της πούλουλο και η ψυχή της γιαγιάς γαληνεμένη. Σαραντα βράδια κρατούσε μισάνοικτο το παράθυρό της και όταν είδε μια πεταλούδα να ξεκολλάει από το ταβάνι και να βγαίνει, ηρέμησε μιας και σιγουρεύτηκε για τα καλά πως η γιαγιά ως καλός άνθρωπος πήγε ήσυχη με τους αγγέλους.
Κάθε φορά που τηλεφωνεί στη δική της μάνα, εκείνη κλαίει και της ζητάει να γυρίσει στο σπίτι τους. Ποιο σπίτι, σκέφτεται από μέσα της και καθώς κλείνει το τηλέφωνο γελάει πικρά. Σπίτι δεν υπάρχει. Ούτε επιστροφή. Ούτε και οικογένεια. Γιατί για όλους αυτούς που φεύγουν μακριά από τα σπίτια, δεν σώζεται η αγάπη (όση πραγματικά υπήρξε), παραμορφώνεται, χάνεται, ξεθωριάζει, ώσπου να σβήσει για τα καλά, μιας και πέρα από τα χωμένα πενηντάευρα σε μπουφάν και σε τσέπες, πουθενά κανείς δεν τους περιμένει.
Τα βράδια μετά τη δουλειά κάνει από μόνη της ασκήσεις. Γυμνάζει τα χέρια, τα πόδια, το μυαλό της. Για να κρατήσουν ακόμη καιρό και να μπορεί να δουλευει, για να απασχολήσει κάπως τον χρόνο και για εκείνη. Καμιά φορά πίνει ένα κρασάκι, χορεύει με το πρόγραμμα του ρωσικού καναλιού, βάφει τα νύχια, απαλά χρώματα, τα καθαρίζει, έτσι μπας και δείξει λιγάκι περιποιημένη. Θα ήθελε να παντρευτεί. Μακάρι από αγάπη. Κάποτε ένας άνδρας της έταξε να παντρευτούν. Δεν το έκανε. Του έδωσε πίσω τα δώρα του -μια γούνα, ένα κολιέ και εκατό ευρώ- και εκείνος τα πήρε. Η συγκάτοικός της βγαίνει με κάποιον. Την περιμένει κάτω από το σπίτι κάθε βράδυ Παρασκευής, την γυρίζει Κυριακή. Μένει σπίτι του όλη μέρα τα Σάββατα, του καθαρίζει, τον πλένει, του μαγειρεύει και ύστερα κοιμούνται μαζί. Δεν βγαίνουν έξω, δεν πηγαίνουν πουθενά. Και εκείνη κοντεύει στα πενήντα και για αυτό ξέρει καλά πως κάποια στιγμή θα την αφήσει σίγουρα για κάποια νεώτερη. Και τι έγινε που τα ξέρει: Καμιά φορά δεν αντέχεται για χρόνια τόση μοναξιά.
Στο λεωφορείο μετά τη δουλειά η Νάντια ευχαριστιέται να μετράει σπίτια. Τη μια τα μονά, την άλλη τα ζυγά. Θα ήθελε να αγοράσει από ένα σπίτι για τους γιους της. Να έχουν κάτι από τη μάνα τους, μια άνεση, μια σιγουριά. Αν δουλέψει ακόμη έξι-εφτά χρόνια, ίσως τα καταφέρει. Όχι όμως στην Αγία Πετρούπολη που είναι ακριβά. Σπίτι στη δική τους πόλη. Για εκείνη δεν τη νοιάζει και πολύ. Μάλλον καθόλου. Το μόνο που τη στεναχωρεί είναι πως το δικό της σπίτι στην Αθήνα δεν έχει μπαλκόνι. Ποτέ δεν είχε μπαλκόνι στην Ελλάδα και είναι κρίμα, γιατί είναι στα αλήθεια όμορφα τα μπαλκόνια όταν ανθίζουν την άνοιξη κάτω από τόσο ήλιο…
Της Νίκης Κόλλια.
Ο “Μπόης”
της Νίκης Κόλλια
Το τηλεγράφημα τα ‘λεγε ξεκάθαρα. Έφτανε Τρίτη μεσημέρι με το αεροπλάνο κι ύστερα κατευθείαν θα κατέβαινε στον σταθμό. Όχι, δεν ήθελε κανέναν να τον περιμένει, τα είχε όλα οργανώσει, έγραφε, άλλωστε είχε λογικά την απαιτούμενη άνεση. Σαράντα χρόνια είχαν να τον δουν και κανείς δεν θα τον αναγνώριζε εξάλλου. Νέα του μάθαιναν πολύ σποραδικά, δηλαδή ο Νιόνιος επέμενε και του έγραφε συστηματικά -σε αρραβώνες, γιορτές, γάμους και κηδείες- κι εκείνος δυο κάρτες έστειλε όλες και όλες, η μια με τη διεύθυνσή του. Μάλιστα, οι πιο πολλοί στην οικογένεια, ούτε που θυμούνταν ακριβώς πού μένει. Παρ’ όλη, ωστόσο, την ομιχλώδη κατάσταση, ο Σάκης της Αμερικής υπήρξε για πολλά χρόνια ο φανταστικός συγγενής της οικογένειάς μας. Έτσι, δεν έλειπαν οι φορές -κυρίως σε γιορτές, αργίες και τρύγους- που η γιαγιά μου, άλλοτε πάνω απ’ το γουδί καθώς έλιωνε τις πατάτες, άλλοτε κοσκινίζοντας ζάχαρη σε κουραμπιέδες, ανακάτευε με την χήρα αδερφή και κουνιάδα της, ατυχώς, όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες και καμιά φορά επεκτείνονταν και σε λάθος ηπείρους. Γιατί της ήταν αδύνατο να θυμηθεί ότι ο Μπόης ερχόταν απ’ την μακρινή Αλάσκα.
Πώς ξέπεσε εκεί και τι δουλειά έκανε όλα αυτά τα χρόνια, ο ξάδερφος του παππού, κανείς δεν έμαθε στα σίγουρα, μέχρι το τέλος. Η ιστορία, μάλιστα, συγχέεται πριν απ’ την αρχή της. “Τον κατεβάσαμε στον Πειραιά, και εκεί μπήκε στο μεγάλο καράβι για τη Νέα Υόρκη” έλεγε ο ένας συγγενής, για να αντιμιλήσει αμέσως ο άλλος “Στο μεγάλο καράβι προς το Μπουένος Άιρες θες να πεις, δεν τα θυμάσαι” και πάει λέγοντας, κάπως έτσι, περνούσε και καμιά ώρα, χωρίς μεγάλη επιτυχία στην επιλογή καραβιού και προορισμού του. Αλλά ακόμη και αν οι θείοι και οι θειες, δεν θυμούνταν τη σωστή Πολιτεία, ο μακρινός ξάδερφος τους συντρόφευε σε αναρίθμητα οικογενειακά τραπέζια κάτω απ’ την κληματαριά στο κτήμα.
Το αληθινό του όνομα ήταν Διονύσιος Καμπισιούλης και όταν έφυγε για την Αμερική ήταν περίπου στα είκοσι δύο. Μάνα δεν πολυγνώρισε, καθώς χάθηκε στη γέννα του αδερφού του. Πέντε χρόνια τον περνούσε ο δικός μου παππούς, Νιόνιος και αυτός, κάναν όλοι μαζί την χάρη του παππού τους, και πήραν το ίδιο όνομα. Έτσι, όταν ο Σάκης πήρε τη μεγάλη απόφαση να ξενιτευτεί, ο δικός μας Νιόνιος του ‘βγαλε το εισιτήριο, του ψώνισε τοις μετρητοίς ένα καρό κοστουμάκι, μια βαλίτσα και ένα καφέ καπέλο κι εκείνος σωστό φιγουρίνι απ’ τα λίγα, του ‘δωσε κάτω από το μικρό του μουστακάκι την υπόσχεση πως σαν γυρνούσε καμιά φορά θα τον έκανε βασιλιά για την υποχρέωση που του ‘χε. Έτσι, πέρασαν -άγνωστο πώς- πενήντα χρόνια μες τα οποία ο συνονόματος ξάδερφος ούτε δώρα, ούτε δέματα, ούτε δολάρια, ούτε σχεδόν ένα γράμμα της προκοπής μπήκε ποτέ στον κόπο να ταχυδρομήσει. Και να λοιπόν που η εποχή τον γύρισε ξανά κοντά τους.
Την εβδομάδα της επιστροφής του ασώτου οι προετοιμασίες είχαν ήδη φουντώσει, τα αγόρια άσπρισαν ως και τα δέντρα στο κτήμα, φρεσκάρισαν κι αέρισαν στρώματα, σεντόνια και κουβερτάκια κι ύστερα η γιαγιά μου φώναξε να αρχίσουν τα πλυσίματα, τα γυαλίσματα ασημικών και σερβίτσιων και να έρθουν καρπούζια και πεπόνια πρώτης διαλογής, σφάξαν και δυο κοκόρια και σαν ήταν όλα έτοιμα, την τελευταία ημέρα μπήκε και εκείνη στην κουζίνα για τον χαλβά της. Και έτσι όπως ανακάτωνε με δύναμη τις μπουρμπουλήθρες, όλο και πιο πολύ σκεφτόταν τα υφάσματα και τις γούνες που θα έρχονταν και πώς θα τα μοιράσει, και όλο και περισσότερο χαμογελούσε πονηρά και έκλεινε στον χαλβά το μάτι. Ύστερα ήρθε και μια βαφτιστήρα της -εκείνη με τον φούρνο- και έφερε κοτσίδες ψωμιά και μια μουσταλευριά και το τραπέζι στρώθηκε με κοφτά τραπεζομάντηλα, βασιλικούς και ούζα, κι εκεί έκατσαν όλοι περιμένοντας τον ξένο. Όλους τους κάλεσε ο Νιόνιος για την υποδοχή του Σάκη.
Κατά τις δώδεκα ο παππούς σηκώθηκε, χτένισε το μουστάκι, φόρεσε τα ταρταρούγα γυαλιά του, το λινό του σακάκι, έφτιαξε την χωρίστρα αριστερά στο πλάι και ξεκίνησε για τον σταθμό. Πώς να ‘ταν άραγε η Αμερική; προσπάθησε να σκεφτεί, χωρίς να έχει φαντασία. Εκείνου η ζωή ήταν πάντα στις ράγες. Συνετή, θα έλεγε σίγουρα κάποιος και πάντα μετρημένη. Αλλά τον θαύμαζε τον ξάδερφο για εκείνο το θάρρος του να φύγει μακριά, χωρίς καν να ξέρει πού πάει. Εκείνος δεν θα έφευγε ποτέ, δεν θα το σκεφτόταν ποτέ ούτε έστω για λίγο, δεν θα μπορούσε άλλωστε να φύγει, η οικογένειά του ήταν εδώ, στον τόπο αυτό πάντα και για πάντοτε, βαθιά ριζωμένη, η ιερή οικογένεια, πρώτα η μάνα με τη μηχανή της, και ύστερα οι αδερφές του, και η Σόφη χωρίς παιδιά και χήρα πολύ νέα, κι ύστερα η Νικούλα του και τα παιδιά, όλοι δική του ευθύνη ήταν και ποτέ του δεν θα τους άφηνε για να κάνει ένα τέτοιο ταξίδι. Έβγαλε το μαντήλι, σκούπισε το μέτωπό του, νωρίς άρχισαν φέτος οι ζέστες, σκέφτηκε, αλλά λόγω της περίστασης ούτε που διανοήθηκε να βγάλει το σακάκι. “Μια επίσημη υποδοχή, πίσω στην πατρίδα, πίσω στο σπίτι ” μονολόγησε και άντεξε την κουφή ζέστη.
Όταν βρεθήκανε τα ξαδέρφια -τον αναγνώρισε και ας πέρασαν χρόνοι πολλοί- ο Νιόνιος συγκινήθηκε λιγάκι. Ήταν αίμα του και τον πονούσε μακριά του. Ούτε παιδιά, ούτε γυναίκα, ούτε γονείς ο Σάκης, αυτοί εδώ ήταν τώρα όλη και όλη η οικογένειά του, και ο παππούς αισθανόταν την στοργή και ακόμη περισσότερο την ευθύνη. Πήρε τη βαλίτσα του, τον έβαλε στο ταξί και καθώς δεν του άφησε ούτε στιγμή το χέρι, σε λίγο έφτασαν στο κτήμα.
“Σήμερα γιορτάζουμε την επιστροφή σου. Δεν είσαι πια ξάδερφος, ούτε το σπίτι σου είναι στα ξένα. Καλώς ήρθες μακρινέ αδερφέ μου!” του ‘πε συγκινημένος ο Νιόνιος και ύστερα 30 άνθρωποι ήπιαν και φάγαν στην υγειά του μακρινού συγγενή τους. Και εκείνος έτρωγε, έπινε και ξανάτρωγε πολύ και ακόμη πιο πολύ ευχαριστημένος και κάθε λίγο και λιγάκι φώναζε “ω! Boy!, ω Boy!” και έτρεχαν οι ανύπανδρες θείες όλο λαχτάρα μπας και τις χαρτζιλικώσει να του σερβίρουν τους κοκκινιστούς κόκορες με τα χοντρά τεράστια μακαρόνια, και χαζογελούσαν οι χήρες ξαδέρφες με το παράξενο μουστάκι και το εμπριμέ του πουκάμισο και έλεγαν όλο ύφος και σπουδή πως έτσι πρέπει να είναι η μόδα στον πολιτισμό και πως τέτοια υφάσματα σίγουρα θα τους είχε φέρει. Και τα μικρά έπαιζαν γύρω-γύρω απ’ τη βαλίτσα, όλο λαχτάρα για τα παιχνίδια που θα τους έφερε ο θείος και βρίσκονταν ακόμη εκεί μέσα κρυμμένα. Κι ύστερα τα αγόρια έριχναν τα καρπούζια μες το πηγάδι να παγώσουν, για να χαρεί ακόμη περισσότερο ο θείος την φιλοξενία, μπας και τους δώσει και κανα τσιγαράκι στη ζούλα. Κάποια στιγμή αργά το σούρουπο ο ξένος σηκώθηκε, τέζα απ’ τα φαγητά, τα κρασιά και τα καρπούζια και οι θείες τον πήγαν να πλυθεί και ύστερα του άνοιξαν το μεγάλο ξενώνα. Και εκείνος αφού τις φίλησε όλες μια-μια -γριές, νέες, χήρες ως και τα βρέφη- αποσύρθηκε μαζί με τη βαλίτσα του, που μόνο εμπριμέ πουκάμισα, σώβρακα και παντελόνια είχε εντός της, και εκεί έμεινε δίχως φράγκο για τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Έτσι, σιγά-σιγά οι λοιποί συγγενείς ξέχασαν γρήγορα τον πολύφερνο ξένο, “μπατήρης είναι και ήρθε για να ξεχειμωνιάσει” είπε ένας ξάδερφος στον παππού στο καφενείο ένα βράδυ, “κορόιδα ψάχνει και εσύ είσαι το μεγαλύτερο” είπε ένας άλλος και ο Νιόνιος, ύστερα από αυτό του έκοψε την καλημέρα.
Βραδάκι ήταν, καθώς γύριζαν από τον εσπερινό, που άρχισε η γιαγιά μου “άνδρα δεν πάει άλλο, όλο τρώει και κοιμάται. Σόι σου είναι και τον πονάς, αλλά και γω βαρέθηκα να τον υπηρετούμε”. Λίγο πιο πέρα απ’ τον τάφο της μάνας του σταμάτησε ο Νιόνιος. “Δεν μπορώ να τον διώξω, δεν έχει κανέναν άλλο σε τούτη τη ζωή. Εγώ τον πήγα στο καράβι, εμένα χαιρέτησε, σε εμένα γύρισε, εγώ έχω την ευθύνη. Τίποτε μην πεις άλλο. “. Έμεινε μαζί τους στο κτήμα μέχρι το τέλος. Και όταν αρρώστησε, δίπλα του καθόταν ο παππούς, του κράταγε το χέρι και του διάβαζε τα κοινωνικά και κυρίως τα συνοικέσια και τις κηδείες. Για τη ζωή του στην Αλάσκα δεν είπανε τίποτε ποτέ, κι ο παππούς δεν θέλησε να μάθει. Μετά την κηδεία μόνο, ανάμεσα στα λιγοστά εμπριμέ του ρούχα, βρήκαν ένα φύλλο χαρτί που έγραφε πως όλα του τα πουκάμισα, τη βαλίτσα και τα λευκά του σκαρπίνια, τα αφήνει στον αδερφό του, το Νιόνιο.
Πριάμου νυκτοπορεία.
Της Νίκης Κόλλια.
Το παρακάτω μικρό αφήγημα γράφτηκε μετά από την ανάγνωση του άρθρου του Δημήτρη Ν. Μαρωνίτη «Ο μυθολογικός Καβάφης και η Πριάμου νυκτοπορεία» στο περιοδικό Χάρτης (04.1983), επηρεασμένη από τη δολοφονια του Παύλου Φύσσα. Ν.Κ.
Έντεκα μέρες τον έσερναν ξωπίσω τους δεμένο και εκείνος σκάλιζε την άμμο με τα νεκρά του χέρια. Μες την απλωτή σκόνη της τάφρου τον παρατούσαν ύστερα γδαρμένο, ανυπεράσπιστο, περιπλανώμενο νεκρό- ένα μεγάλο τίποτε επιστραμμένο απ’ τη ζωή. Και τ’ άλογα των φονικών εχθρών τίναζαν τα κεφάλια και τις μακριές τους χαίτες γεμάτα υπερηφάνεια, την ώρα που ο πεθαμένος βασιλιάς χτυπούσε και έσκαγε στην κατακόκκινη πεδιάδα. Έτσι, κείτονταν τ’ αγαπημένο παιδί του Πρίαμου έντεκα νύκτες συνεχώς, έμπασαν αέρα τα πλευρά του και τ’ αίματά του κάηκαν απ’ τις σκόνες και το πολύ αλάτι.
Στη γη αυτή δεν είναι πια ο Έκτορας, που ακούστηκε τόσες φορές στην Τροία.
Στην Αγορά, το Θέατρο, απ’ το Γυμνάσιο ως την αυλή του βασιλιά ξεκίνησε ήδη, ώρα πολλή, ο θρήνος. Μαζεύτηκαν οι άνθρωποι με απελπισμό φοβερό, του Έκτορα τη μνήμη να πενθήσουν. Την προηγούμενη του πένθους την φορά μάζεψαν τους νεκρούς τους, τιμώντας τους, έστω και πεθαμένους. Μια μέρα κράτησε η ανακωχή των δύο στρατοπέδων, μοναδική φορά σ’ όλα τα χρόνια του πολέμου. Μισοί ‘πιασαν τα άψυχα κορμιά μ’ ευλάβεια και λύπη, τα έπλυναν και σκούπισαν τις φοβερές πληγές τους, ίχνος θανάτου δεν άφησαν κι αρώματα έχυσαν πάνω, με λαμπερά φορέματα τους ‘ντυσαν, σαν ωραίοι αρματηλάτες και πάλι να φανούν, αναπαυόμενοι, τάχα, μετά που βγήκαν νικητές σε ξακουστό αγώνα. Κι ανάμεσα στον ύπνο και το θάνατο, με συνοδείες και άφθονες σπονδές οι Τρώες τους πρόσφεραν στην θλιβερή φωτιά θρηνώντας τους βουβά, όπως ακριβώς θέλησε ο γέρος βασιλιάς τους και άρμοζε σε ευγενείς ανθρώπους.
Τώρα, όμως, οι άνθρωποι έτρεχαν ξέφρενα ολόγυρα απ’ τα τείχη, με ταραγμένη την ψυχή, σχεδόν παραλυμένοι, κλαίγοντας των ωραίων ημερών τις αναμνήσεις, ουρλιάζοντας τ’ όνομα του νεκρού και η λύπη τους μεγάλη για τη γενναία ομορφιά που χάθηκε για πάντα. Μαύρες μανάδες κι ορφανά, στρατιώτες χωρίς πόδια, γέροι, μαυραγορίτες, ηθοποιοί, ραδιούργοι, χορευταράδες και ψεύτες, φοβητσιάρηδες και ολιγόψυχοι κι άλλοι πολλοί κι ανάμεσα κορίτσια του χαμού· στέκονταν όλοι όρθιοι στραμμένοι προς τον κάμπο, δείχνοντας προς τα πλοία των εχθρών, τραβώντας τα μαλλιά τους κι έσκιζαν τα ρούχα και τα νυφικά, πετούσαν τα βραχιόλια, κι ύστερα άναβαν φωτιές, παρακαλώντας τα θεία και μες σ’ αυτόν τον οδυρμό εκείνα τα παλιά θυμούνταν πάλι: τα πρώτα νιάτα των στρατιωτών και εξαίσιες μελωδίες, παλιούς θιάσους μουσικούς και τις ωραίες διασκεδάσεις, λαμπρές ηδονές νυκτών και νυφικά τραπέζια. Μα η Τροία εκείνη -από καιρό οριστικά τελειωμένη- απέμεινε ολίγη, κλεισμένη μες σε κακό καιρό, μοιράζοντας τον θάνατο στα τείχη και τις κάμαρες ολόκληρης της πόλης. Αυτά έκλαιγαν οι άνθρωποι και ανάσαιναν βαριά και ύστερα μετρούσαν μεταξύ τους, πόσοι έμειναν στην πόλη και πόσοι κατέβηκαν, πόσους σκότωσε ο ένας και πόσοι χαθήκανε τον έναν χρόνο και έπειτα τον άλλο -σπίτια κι ονόματα. Ποιος θα χωρίσει τη ζημιά απ’ το κέρδος, κανείς δεν το προσπάθησε.
Στον θρόνο γύρω απ’ το γέρο βασιλιά κάθονταν τα παιδιά του –ο Έλενος, ο Πάμμονας, ο Αντίφονος, ο Πάρης-, νέοι, αρωματισμένοι με ευγενική ομορφιά, μοιραίοι μες το κλάμα. Τα χέρια τους, τα ρούχα τους , ήσαν όλα μουσκεμένα, από τον θρήνο τον πικρό για το χαμό τ’ αδερφού τους, κι ας ήταν για αυτούς ο πόλεμος δοκιμασία άγνωστη και ξένη. Ο βασιλιάς καθότανε σκυφτά κουλουριασμένος στην κάπα, σιωπούσε ώρα πολλή μες τον θρήνο των άλλων. Και απ’ τις κάμαρες τις πλαϊνές δάκρυα ξέφευγαν πολλά και αναφιλητά ξεσπούσαν. Πρώτα, η μητέρα του νεκρού ξέπλεκη οδυρόταν για τη σωρό του γιου της και η γυναίκα του Έκτορα πιο κει, πλάι στο παραθύρι, κοιτούσε προς την θάλασσα με δάκρυα τα εχθρικά καράβια. Δίπλα της ο μικρός τους γιος, χλωμός και κουρασμένος, παιδί ακόμη δεν ήξερε το μέλλον τι θα φέρει.
«Παιδί μου, εσένα όλοι εδώ αγαπούν και σε θυμούνται πάλι.
Την ανδρεία, τη γενναιότητα και τη δίκαιη λογική σου. Κάποτε υπήρξες αιθέρια
εφηβική μορφή με διάβα γρήγορο και έξοχη ομιλία. Πολλά τα καλοκαιρινά σου
πρωινά γεμάτα εξαίσιο σφρίγος, ζωής και σύνεσης μεγάλης. Με τι ευχαρίστηση
θαύμαζα τα πρώτα σου τα νιάτα, με τι χαρά σε έβλεπα να μπαίνεις στα λιμάνια και
τις καλές πραμάτειες -κοράλλια, κεχριμπάρια και έβενους, ηδονικά μυρωδικά κάθε
λογής, σπόρους και άγρια φρούτα- να φέρνεις πίσω στην Τροία. Και έπειτα τούτοι
οι άνθρωποι βασιλιά τους σε κηρύξαν. Κι ήταν η μέρα ζεστή, ποιητική, ο ουρανός
ένα ανοικτό γαλάζιο, ο χώρος ένα θριαμβικό κατόρθωμα της τέχνης και συ όλο χάρη
και ομορφιά έτρεχες μες τις λαμπρές παρατάξεις, έτρεχαν και οι άλλοι ξωπίσω
σου, ενθουσιάζονταν και σε επευφημούσαν, γοητευμένοι με το ωραίο θέαμα, τη
δύναμη και τη σοφία. Τι ωραία που υπήρξε κάποτε, στα αλήθεια, η ζωή, εδώ, την
πόλη. Και συ στεκόσουν πιο μπροστά ντυμένος σε μετάξι και οι άλλοι πιο πίσω σε
φώναζαν βασιλέα των βασιλέων. Μα τώρα ο κύκλος άνοιξε και ο ένας έγινε,
θέλοντας και µη, μοιραία ο φονιάς του άλλου. Σε γδύσανε, σε σύλησαν, σε δέσανε
παιδάκι μου με πορφυρό του Αίαντα ζωστήρα· σε σέρνουν, σε διασύρουν, σε
κλωτσούν με λύσσα οι άσπλαχνοι, γεμάτοι αδικία.
Σε τούτο το μεγάλο σπίτι με τα πολλά παράθυρα, τρέχοντας από κάμαρα σε κάμαρα,
δε ξέρω πια πού να θρηνήσω, πάνω σε ποιο απ’ τα τόσα άδεια κρεβάτια, φωνάζοντας
όλη νύχτα τα παιδιά μου, γυρεύοντάς τα και κείνα μες το λάκκο γυρεύοντας πρώτα
τον πατέρα τους, τώρα γυρεύοντας μη ξέροντας τι, βογκώντας εκεί μέσα
τεμαχισμένα». Αυτά είπε η μάνα του Έκτορα και χάθηκε η φωνή της.
Και τότε ο Πρίαμος σηκώθηκε απ’ τον θρόνο του και με απόκοσμη δύναμη μίλησε στους ανθρώπους :
«Τι κούφια λόγια που είναι όλες αυτές οι σπουδαίες
βασιλείες!
Και οι προσπάθειές μας κούφιες και αυτές όλα αυτά τα χρόνια.
Πώς μεγαλώσανε σε τέτοια φρίκη τόσα παιδιά, εδώ και δέκα χρόνια, βαστώντας ως
ενθύμια εκείνων που χαθήκαν, τσεκούρια, μαχαίρια κοφτερά και φονικές σφενδόνες,
έτοιμοι μες τα μάτια τους για την πιο άγρια τη μάχη. Είναι οι προσπάθειές μας,
άνθρωποι, κούφιες σαν τούτο τον θρήνο. Κομμάτι κατορθώσαμε τη μια χρονιά,
κομμάτι πήραμε πάνω μας την άλλη κι αρχίσαμε μες την υπεροψία να έχουμε θάρρος
ασυλλόγιστο και ελπίδες τρελαμένες. Μα πάντα κάτι βγαίνει και μας σταματά, ο
Αχιλλέας στην τάφρο μπροστά μας βγαίνει και με μεγάλες φωνές και αίματα πάντα
θα μας τρομάζει και πάντα θα μας γυρίζει πίσω.
Τόσα χρόνια ειρηνικής ζωής αλλού είχαμε το μυαλό μας. Όχι στην ευτυχία και την
προκοπή της γνώσης και νόμου. Μονάχα περιμέναμε συναθροισμένοι στα τείχη,
φορώντας τις καλές μας φορεσιές και τα πιο ακριβά στολίδια –βραχιόλια από
αμέθυστους, δαχτυλίδια με γυαλιστερά σμαράγδια, μαλαματένια μπαστούνια έκτακτα
σκαλισμένα- κάποιους βαρβάρους από μακριά να τους κάνουμε ανθρώπους. Μα
βάρβαροι γίναμε όλοι εμείς ετούτα όλα τα χρόνια και είναι οι προσπάθειές μας
πάντα κούφιες, άνθρωποι, γιατί θαρρούμε λάθος, πως όλοι οι άλλοι είν’ βάρβαροι
και ‘μείς πολιτισμένοι, πως με απόφαση και τόλμη θ’ αλλάξουμε της τύχης την
καταφορά και έξω απ’ τα τείχη λέμε πως στεκόμαστε φιλόδοξοι, έτοιμοι να
αγωνιστούμε.
Αλλά όταν η μεγάλη κρίση έρχεται, η τόλμη και η απόφαση χάνονται, ταράσσεται η
ψυχή μας, παραλύει. Κι ολόγυρα απ’ τα τείχη τρέχουμε, ζητώντας να γλιτώσουμε με
την φυγή μας, να βρούμε την ελάχιστη παρηγορία εντός τους. Χωρίς περίσκεψη,
χωρίς λύπη, δίχως αιδώ αφεθήκατε μια ολόκληρη ζωή πίσω από αυτά τα τείχη,
ανεπαισθήτως στην αρχή, σκοπίμως προς το τέλος, τέτοιοι βάρβαροι γινήκαμε όλοι
μας από καιρό, και ας είπαμε πως βάρβαροι μεταξύ μας δεν υπάρχουν, και ας
είπαμε πως οι βάρβαροι μένουν στην πεδιάδα.
Τέτοιος είναι και ο θρήνος σας σήμερα, κούφιος και λίγος.
Την ώρα που εσείς οι θνητοί καλοκοιμόσασταν όλοι, ‘κείνη την ώρα χάθηκε και ο
τελευταίος ελεύθερος ανδρείος. Και πριν από αυτόν είχαν χαθεί τόσοι και τόσοι
Τρώες. Άλλοι πεσμένοι στις τάφρους ανάσκελα και άλλοι στα χέρια των συντρόφων,
μύρισαν χορτάρια τα σώματα και οι ρίζες γέμισαν άδικο αίμα. Άδικος που ‘ναι ο
πόλεμος ανθρώπων χωρίς σύνεση και γνώση. Κούφιο είναι το κλάμα σας σήμερα μες
σε πολλές κινήσεις και ομιλίες, με λέξεις ξένες, φορτικές το έχετε ντύσει, δεν
νοιάζεστε στα αλήθεια για τίποτε άλλο απ’ τη δική σας τύχη.
Αν δεν τους κουβαλήσεις μες την ψύχη σου τους νεκρούς, αν η ψυχή σου δεν τους
στήνει κάθε μέρα εμπρός σου, δεν θα μπορέσεις ποτέ να καταλάβεις.
Τώρα πια η πτώση μας είναι βέβαιη, για αυτό έχει στα αλήθεια ξεκινήσει ο
θρήνος. Ξαφνική, ραγδαία η καταστροφή πέφτει επάνω μας και ανέτοιμους -πού πια
καιρός- μας συνεπαίρνει. Τον γιο της ας θρηνήσει μόνο η μάνα του κι ύστερα η
γυναίκα του και το παιδί του, που τον έχασαν πια εντελώς. Μονάχα αυτοί
δικαιούνται. Όλοι εσείς που τάχα ξοδεύεστε στο κλάμα, δεν κλαίτε τίποτε
περισσότερο απ’ την κακή σας τύχη, που μόνοι σας την φτιάξατε και τη χαλάσατε
μόνοι.
Όσο για σας τους γιους που μου περίσσεψαν απ’ τους πενήντα, καλύτερα να σας
μαζεύανε κομματιασμένους απ’ το σωρό της τάφρου -ένα χέρι εδώ, ένα πόδι
παραπέρα- παρά να σας χαίρονται μόνο οι διασκεδάσεις και τα πλούτη.
Ασυνείδητοι, ήσυχοι, βαθιά πεπλανημένοι».
Τέτοια λόγια πρόφερε, όλος θυμό, ο γέρος βασιλιάς κι αρπάζοντας το ραβδί του με φόρα έδιωξε σχεδόν όλα τα πλήθη. Οι γιοί του, οι πιο αργόσχολοι, κρύφτηκαν μες το σπίτι και η πόλη πια ερήμωσε, κλείστηκαν στα δωμάτια με φόβο πρώτη φορά για το κακό άγνωστο, που μάντεψε δυνατά ο άρχοντάς τους. Κι ήρθαν κάτι δυσοίωνα πουλιά, απλώθηκαν στον ουρανό και γέμισαν τον τόπο φτερά και τρομερά χρώματα ως κάτω την πεδιάδα. Μυστηριώδεις φασματικές σκιές έλουσαν τα τείχη και μαζί σκόρπισαν ανησυχία στις καρδιές και μπέρδεψαν τις σκέψεις. Κι έτσι όπως ήρθαν ξαφνικά, χαθήκαν μες τα σπίτια και ξαναβγήκε η μέρα μαζί με έναν ξερό κατακίτρινο ήλιο.
Κι ο Πρίαμος, με πρόσωπο ακίνητο μέσα στο πρόσωπό του, ανέβηκε στα τείχη κοιτάζοντας την πόλη του κάπως άδεια κι ύστερα το βλέμμα του έφτασε ως κάτω το σφαγείο και το καράβι του φονιά προσπάθησε με τα μάτια να στοχεύσει. Στερνή φορά την κοίταξε, της φώναξε κι ύστερα πήρε την απόφαση -τριπλός θα ήταν αυτός ο αποχωρισμός του: απ’ τους ανθρώπους, την πόλη του και την μέχρι τότε ζωή του. Μπήκε στο σπίτι κι έβγαλε από πάνω του όλα τα χρυσά φορέματα και τα παπούτσια πέταξε τα κατακόκκινα με σχέδια κεντημένα· με ρούχα απλά ντύθηκε γρήγορα, όμοιος με ηθοποιό που αλλάζει τα ρούχα του φεύγοντας απ’ τη σκηνή όταν η παράσταση τελειώσει κι ύστερα άρχισε μακρύ κατάλογο να φτιάχνει: κάπες διαλέγει δώδεκα και απ’ τα σκεπάσματα άλλα τόσα, δώδεκα φλοκάτες όμορφες και δώδεκα πεντάμορφα κιλίμια, χιτώνες χρυσοκέντητους και ύστερα χρυσάφι που δέκα τάλαντα ζυγίζει και δυο τριπόδια που στραφτάλιζαν και τέσσερα λεβέτια. Μια ωραία κούπα, βιος τρανό, πέπλα, ρουμπίνια ρόδα, τίποτε δεν λυπήθηκε ο γέροντας στ’ αρχοντικό του μέσα, και ό,τι άλλο πρόσφορο εικάζει, τα τύλιξε όλα μόνος του προσεκτικά με τάξη. Με μαραμένα τα σπλάχνα του μα, ωστόσο, ξέθαρρος πολύ, βαθιά προσηλωμένος, άρχισε πια να κουβαλά ένα-ένα ως την αυλή τα λύτρα. Με αυτά και ό,τι άλλο ζητήσουν, θα λύτρωνε κάτω στην πεδιάδα την πεταμένη εκεί τιμή του νεκρού του. Σαν απλός πατέρας κι αυτός μες τα αίματα του γιου του, μη προσδοκώντας άλλη δόξα και πλούτη, μακριά απ’ τις βασιλείες και τις δομές των συστημάτων, μονάχος μες τα χωράφια των εχθρών να πάρει το παιδί του.
Στο άρμα του ο βασιλιάς έδεσε τα πιο γοργά άλογά του, που ήταν σαν αστραπές τα πόδια τους, ελαφρά τα σώματά τους κι ευγενικά στην όψη σα θεϊκά φτιαγμένα, κι έτσι όπως ‘τρέχουν δεν πατούν τη γη, μόν’ στα νερά καλπάζουν, έτοιμα κάθε στιγμή να σκίσουν το σκοτάδι. Φόρτωσε τ’ άρμα ο ίδιος ο Πρίαμος με του νεκρού τα επίλεκτα λύτρα. Κι όταν τελείωσε αυτή την εργασία, ο ουρανός ήδη βράδιαζε ανάμεσα στα τείχη.
-Γη μου, εσένα αγαπώ και εσένα η ψυχή μου κάθε πρωί θυμάται, επάνω απ’ τους λόφους σου σαν περνά και τα τείχη σου ακουμπάει. Κάποτε πόλη μου, μου δίδαξες κάθε λόγο και απ’ τις τέχνες την πιο σοφή και μου έδωσες χαρές μεγάλες. Δίκαιος υπήρξα στις πράξεις μου και ευσπλαχνικός με όσους είχαν ανάγκη και την αλήθεια έλεγα χωρίς μίσος προς τους εχθρούς, και υπεροψία στους φίλους. Μα τα έργα μου απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής μου ήταν πλάνες και οι άνθρωποί σου, πόλη μου, γίνηκαν όλοι τους δειλοί, μικρόψυχοι, χαθήκαν ανάμεσα σε παρακάλια και γκρίνιες, μέσα στο φόβο του μέλλοντος και τις κακές υποψίες.
Με ταραγμένο το μυαλό και τρομαγμένα τα μάτια,
σχεδιάζουνε μάταια πώς να αποφύγουν το βέβαιο, τον κίνδυνο που έτσι φρικτά
όλους μας απειλεί και μας ενώνει.
Αχ, ψεύτικα ήταν τα μηνύματα των Θεών ή δεν τ’ ακούσαμε ή δεν τα νοιώσαμε καλά
εμείς οι άνθρωποί τους.
Και τώρα όλα τα εξαίσια αφηρημένα σιωπούν, σα να ξεχάστηκαν μες την πολλή τη
σκέψη των ανθρώπων και αυτοί μήτε να κρίνουν ή να συζητούν, μήτε να επιλέγουν,
να ακολουθούν μονάχα νοιάζονται, να μην έχουνε την ευθύνη.
Γέρος πια και γω, εξαντλημένος και κυρτός, σακατεμένος απ’ τα χρόνια, δεν
ακούγομαι μες τις φωνές αυτού εδώ του κόσμου. Πόλη, σε δημιούργησα μες σε χαρά
και λύπες, με τόσα περιστατικά και τόσα πράγματα, σε έβλεπα παντού, όπου
περπατούσα, χρόνια και χρόνια. Μα τώρα πια δεν θέλω άλλο ούτε τις φορεσιές,
ούτε το μέγα βιος μου. Το είδωλο του νεκρού σώματος του Έκτορα ήλθε και έσπειρε
πένθος στην οικογένειά μου, φανερώνοντας την αρχή για τους χωρισμούς, τα βάσανα
και το χαμό, που θα μας βρουν σε λίγο.
Πώς πέρασε η ώρα, πώς χάθηκαν τα χρόνια, δεν το κατάλαβα.
Νέος κόσμος, καινούριος, φοβερός. Δεν έχω πια θεούς, ούτε και μέλλον να
φοβάμαι. Τα πρόσωπα ενός ολόκληρου λαού εντοιχισμένα ανάμεσα στις πέτρες των
τοίχων. Έχουμε πεθάνει, θα πεθάνουμε όλοι σύντομα. Δεν έχεις πια να φυλαχτείς,
δεν ξέρω πού να φωνάξω πως ετούτος ο πόλεμος δεν είναι πια για την τιμή, μόνο
έμπασμα είναι σε τρομερό σφαγείο. Ποιο είναι το δίκιο του πολεμιστή, ο αγώνας
που σε πάει σε άλλον αγώνα; Το λογικό και τα παράλογο σε συμμαχία σύμμετρη,
σαπίζει η σύγχρονη ιστορία σε νοσηρά προβλήματα.
Θα πεθάνεις άραγε και συ ποτέ κανονικά παιδί μου; Το ύφος της μέρας που ζήσαμε
σαν ήσουν παιδάκι σβήστηκε απ’ τα μάτια μας και ο αιθέρας των παμπάλαιων ωραίων
στιγμών φτερούγισε μες την τάφρο των Αχαιών και χάθηκε για πάντα. Ένα τέλος
απαρηγόρητο ήρθε και μας βρήκε και έγιναν όλα μια φωτιά και κάηκε ήδη η πόλη.
Στάχτη στα είδωλα, για σάρωμα, μαζί με τα σκουπίδια, μεγάλη, αφράτη στάχτη της
φωτιάς ας γίνουν όλα στην κούφια ετούτη Τροία.
Τι περιμένω εδώ ακίνητος, τι περιμένω;
Αυτά σκεφτόταν ο Πρίαμος πριν χαιρετήσει την πόλη και φύγει μονάχος προς τα εμπρός στ’ αργίτικα καράβια. Με φόρα, ξάφνου, στ’ άρμα ανέβηκε, κέντησε τ’ άλογά του και θαρραλέος με περήφανη ορμή, όσο ποτέ άλλοτε, ξεκίνησε στη νύχτα, σαν έτοιμος ήδη από καιρό γι’ αυτή την έξοδό του. Δεν γύρισε να δει, δεν άκουσε τον θρήνο μες τα σπίτια, ξανάδεσε τη σιωπή, στ’ αυτιά του κολλημένη. Άνοιξαν οι καστρόπορτες τα μάνταλα τραβώντας, χωρίς θεό, μήτε άνθρωπο για να σταθεί στην στράτα. Γρήγορα πέρασε απ’ την αυλόπορτα και το βουερό χαγιάτι, τραβώντας μόνο μπροστά και τ’ άλογά του, κυβερνημένα απ’ τον γέροντα γοργά, μέσα απ’ το κάστρο περνούσαν κι ούτε για μια μικρή στιγμή δεν κοίταξαν την πόλη. Και όλοι οι δικοί του με απελπισία κλείστηκαν στα δωμάτια, πίσω απ’ τα παραθύρια, λες και ο βασιλιάς τους κάλπαζε τον θάνατο ν’ ανταμώσει.
Μες τη νύχτα την άφωτη εκείνος χάθηκε οριστικά από ώρα, μες την νύχτα την αθάνατη που όλοι οι θνητοί κοιμούνται -ανήμεροι, εχθροί φοβεροί και αντίμαχοι, παιδιά, πουλιά και ζώα- μες τη νύχτα που σαρώθηκε από τόσα όπλα και αίμα. Ένα τεράστιο μαύρο υγρό, διψασμένο, σαρκοβόρο σκοτάδι απλώθηκε μπροστά στην ακίνητη κοιλάδα. Μαύρισε η γη, την πήρε ένας κακός αέρας γυρνώντας ρίζες και φυτά, μικρά-μεγάλα στάχυα, αντίθετα στα τείχη και την πόλη. Έξω απ’ την Τροία μεσάνυχτα και ένας απαίσιος κόρακας να κρώζει όλη την ώρα μπας και τρομάξει τ’ άλογα και σταματήσει το άρμα και ένα σκυλί – αδέσποτο και ατάιστο για μέρες- ούρλιαζε μες την τάφρο και πήδαγε για να ξυπνήσει τις σκιές νεκρών της πεδιάδας, που μακριά απ’ τους γονείς τους χαθήκανε άταφοι κι αυτοί, απ’ όλους ξεχασμένοι, μήπως τρομάξουν τον άρχοντα των τόσων δολοφόνων. Και οι σκιές, ακίνητες, γέμισαν απορία, τι θέλει ο γέρος βασιλιάς στων Αχαιών τα πλοία, γιατί έβγαλε το στέμμα του και ταξιδεύει μόνος;
Πάνω στο άρμα ο Πρίαμος με ένα άγριο φως στην όψη, τ’ άλογά του μόνο εμπιστεύεται και μόνο σε αυτά μιλάει κι εκείνα προχωρούν μες το τοπίο θανάτου, παραμερίζοντας νεκρούς, ανεβαίνοντας στον δρόμο, τρέχοντας ίσια μπροστά να πάν’ να βρει το γιο του. Κι ο δρόμος ατελείωτος, κανένας ήχος αληθινού παιδιού, μήτε ζωντανού ανθρώπου, ίσια σε λάκκους του κάτω κόσμου πήγαιναν άλογα και βασιλιάς, στον κόσμο του αναποδογυρισμένου θανάτου.
Πού να ‘ναι τώρα ο Πρίαμος, κανένας δεν τον είδε.
***
Όταν έφτασε στη
διασταύρωση, το παιδί ήταν ήδη μέσα στο ασθενοφόρο και εκείνο ξεκίνησε χωρίς
σειρήνα και το τρομακτικό φως. Γιατί δεν άναψαν τον φάρο; σκέφτηκε για μια
στιγμή και ξεκίνησε και εκείνος οδηγώντας πίσω του. Μέχρι το νεκροτομείο ο
δρόμος του φάνηκε ατελείωτος. Σταματούσαν σε κάθε φανάρι. Τα ασθενοφόρα,
κανονικά, τρέχουν στους δρόμους και δεν σταματούν. Σ’ ένα κόκκινο προσπάθησαν
να του καθαρίσουν τα τζάμια. Τους άφησε ασυναίσθητα, μπας και δει τα μπροστινά
φώτα. Γιατί δεν ανάβουν επιτέλους, έστω το μπλε φως; Εκεί μέσα ήταν το παιδί του. Και ήταν τόσο καλό παιδάκι από μικρό, πάντα. Του ήρθανε κάτι φωνές,
περίπατοι στα παιδικά του Παύλου χρόνια, αναμνήσεις.
Κάποτε έφτασαν στο νοσοκομείο, άνοιξαν οι πόρτες, κατέβηκαν. Πάνω στο φορείο
μεταξύ ύπνου και θανάτου, το αγόρι του κοιμόταν, στα τριάντα τρία του
αναπαυόμενο. Κανένα ίχνος θανάτου σε όλο του το σώμα. Μονάχα στο στήθος,
ακριβώς δίπλα απ’ την καρδιά χυμένη μια κηλίδα σκούρο αίμα. Αν του άλλαζαν
ρούχα του παιδιού, μάλλον δεν θα φαινόταν η κηλίδα.
Πιο αργά ο πατέρας του τον έντυσε μονάχος, του χτένισε τα κατάμαυρα μαλλιά, του
σκούπισε τα μάτια, να γίνει όμορφος πολύ ξανά σα να μη χάθηκε ποτέ, σα να
κοιμάται για λίγο. Κι ύστερα έφτιαξε το μνήμα του παιδιού με γυαλάκια -κόκκινα,
πράσινα και θαλασσιά- να αντανακλούν τα φώτα και να τα γυρνούν στη μέρα,
αποχαιρέτησε μες σε εξαίσιους ήχους το παιδί κι επέστρεψε σ’ έναν άλλο κόσμο
γερασμένος.
…………………
Τζουμέρκα 3.0, η αρκούδα της Πίνδου*
Ένα διήγημα της Νίκης Κόλλια
Όταν έπεσε το μεγάλο χιόνι έμεινε αποκλεισμένη απ’ το υπόλοιπο χωριό περίπου μια βδομάδα. Συνηθισμένη στα κρύα και την ερημιά, είχε κάνει από νωρίς τις προετοιμασίες της: έφερε τα κούτσουρα ως την κουζίνα, έφραξε με νάιλον τις τρύπες στα παράθυρα του χειμωνιάτικου, έστρωσε φλοκάτες και τη χοντρή μαντανία στη γωνιά της, δεξιά στο τζάκι. Μονάχα για τη γίδα της είχε μια στενοχώρια, θα πιανόταν στα σίγουρα η καψερή απ’ την ακινησία τόσες μέρες στο κατώι.
Τύλιξε μερικές πατάτες και κρεμμύδια, άνοιξε γούβα στις στάχτες και τα άφησε να ψήνονται όλο τ’ απόγευμα. Ν’ άνοιγε τηλεόραση; Άδικος κόπος. Άμα χιονίζει εδώ πάνω είναι όλο διακοπές, την άφησε σβησμένη καλύτερα. «Μάνα, να ντύνεσαι καλά και μην κάνεις οικονομία στα ξύλα» της είπε προχθές στο τηλέφωνο ο γιος της «και συ, παιδάκι μου, και να τρως» απάντησε εκείνη και για ώρα πολλή σαν έκλεισαν, την είχε πάρει το παράπονο χαϊδεύοντας τη φωτογραφία, πρώτα την κορνίζα και ύστερα ένα-ένα τα πρόσωπα: τις εγγόνες της -η μεγάλη που ‘χει το όνομά της σε δέκα μέρες μπαίνει στα είκοσι- κι ύστερα για κάμποση ώρα το παιδάκι της -νωρίς που πήραν ν’ ασπρίζουν τα μαλλιά του σαν τον πατέρα του, μονολόγησε- έτριψε τα μάτια, μακριά που ήταν στα αλήθεια το παιδί…
Προς το απόγευμα πήγε ως το κατώι. Μια σκούρα πάχνη κάλυπτε νερά και λάσπες και ο αέρας εδώ κάτω μουδιασμένος πάγωνε τα κουρελάκια της γίδας της, το ίδιο και τα αυτιά της. Της άλλαξε νερό, το παλιό είχε πια πετρώσει κι ύστερα έβγαλε απ’ την ποδιά και της έδωσε μισό αχλάδι, βέλαξε και η γίδα ευχαριστημένη. Στο μισόφωτο των τοίχων μπορούσε να δει απ’ τις χαραμάδες με κάποια προσπάθεια τις κολώνες του απέναντι χωριού. Τώρα οι τσοπάνηδες θα αρμέγουν τα πρόβατα και οι γυναίκες τους θα ζεσταίνουν ψωμί στα τζάκια και θα ετοιμάζουν το τραπέζι. Όσο ζούσε ο άνδρας της, εποχιακός ταχυδρόμος και αυτοδίδακτος τσαγκάρης τέτοια ώρα συνήθως μαζευόταν, έτρωγε γρήγορα, έπιανε την αριστερή πλευρά του τζακιού και της έλεγε τα νέα των απέναντι ανθρώπων. Και όταν χιόνιζε πολύ και κόβονταν οι δρόμοι, εκείνος ξέμενε σπίτι και τότε περνούσαν οι τρεις τους, όλοι μαζί, πραγματικά ωραία. Τον έχασε νωρίς και ο γιος της ξενιτεύτηκε λίγο αργότερα, πάνε πια 35 χρόνια. «Περνάει ο καιρός, οι άνθρωποι γερνάμε, ρεύουνε τα τείχια στα σπίτια, αλλάζουν όλα χωρίς να το νιώσεις» είπε από μέσα της, σηκώθηκε και βγήκε στο μισοσκόταδο του απογεύματος. Απέναντι στο χωριό τα τζάκια άχνιζαν όλη μέρα.
Μπάλωσε μια κάλτσα και κανά δυο φανέλες στο φως του τζακιού κι απ’ έξω το χιόνι, γυάλινο πια, είχε καλύψει για τα καλά πέτρες, πουρνάρια και ρίζες. Άπλωσε τα πόδια της στην αρχή της φωτιάς, ίσιωσε την πλεξίδα της κάτω απ’ το μαντήλι, έλυσε την ποδιά. Αποκοιμήθηκε γρήγορα. Ξύπνησε νύχτα από ένα φως άστραφτα μπλε, σχεδόν παραμυθένιο. Διαγώνια στο νάιλον είχε γεμίσει το φεγγάρι, μπλε στο κέντρο και στη άκρη ασημένιο. Σα λαμπερό άστρο, είπε δυνατά και έκανε τον σταυρό της. Όπως ήταν σκεπασμένη κρύωνε. Σηκώθηκε στα σκοτεινά, έριξε ένα σάλι πάνω απ’ το μαντήλι, φόρεσε τη χοντρή της ζακέτα και μετά τις γαλότσες, πήρε το ξύλο της και βγήκε στο λαμπερό χιόνι. Πάνω απ’ το κεφάλι της ακίνητα, χιλιάδες παγωμένα αστέρια άστραφταν ατελείωτα στον ουρανό και της φώτιζαν τον δρόμο. Ξαστεριά μες τον Νοέμβρη!
Τα πόδια της άνοιγαν αργά βαθιές τρύπες στο πάχος του χιονιού, στεκόταν δυο λεπτά στη θέση της ασάλευτη, χάζευε τον έναστρο θόλο και ύστερα ετοίμαζε το επόμενο βήμα. Όμορφη που ‘ναι η νύχτα, σκέφτηκε και συνέχισε να σκάβει μες το χιόνι. Έτσι, διέσχισε αργά ολόκληρο τ’ αλώνι ως πέρα τα γκρεμίσματα. Κάποτε εδώ κατοικούσαν γείτονες, κόσμος καλός, αντάμωναν σε γιορτές και πένθη και έπαιζαν μαζί τα παιδιά τους, μα τώρα τούτος ο τόπος πλάκωσε σπίτια κι ανθρώπους, χάθηκε και η τελευταία της παρέα. «Δεν θα ξαναρθούνε άνθρωποι εδώ πάνω» φώναξε δυνατά η γριά και βούλιαξε μονάχη και αβοήθητη στο χιόνι.
Έτσι να ‘ταν;
Μες το πλατύ φεγγάρι του χειμώνα, μιλώντας μοναχή της, η Αλέξω διηγήθηκε στον εαυτό της όλη της τη ζωή, σίγουρα όχι πολύ σπουδαία για τους περισσότερους, μα ατελείωτη και κάποιες φορές ασήκωτη για εκείνη στο ζύγι. Και κάπως έτσι μαύριζε το χιόνι γύρω της και μαζί με τα κλάματα ο κακός χειμώνας μαύριζε και την καρδιά της. Μελαγχολία. Στον τόπο αυτό η απόγνωση της ανθρώπινης μοναξιάς μόνο μια λέξη βρίσκει σα νόημα και βαφτίζεται μελαγχολία.
Έσυρε απ’ την τριχιά την κατσίκα της, σχεδόν αγκαλιά, ως μέσα στο σπίτι, της σκούπισε χιόνια και υγρασία και άρχισε να της μιλάει. Απ’ τις φλόγες του άγνωστου χώρου η γίδα τρόμαξε, μα γρήγορα ξεθάρρεψε σα ζεστάθηκε και έφερε χαρούμενες βόλτες μες το δωμάτιο. «Δε μιλάς και συ, γρι από λέξεις καταλαβαίνεις, μα δεν πειράζει. Ακούω την ανάσα σου και αυτό φθάνει. Υπάρχει ένας παράξενος βυθός για μένα στο μυαλό μου. Από καιρό κοιμάμαι στο ενδιάμεσο θανάτου και πραγμάτων κι ύστερα, ξύπνια, ονειρεύομαι εκείνα που κάποτε είχα, όλες τις περασμένες παρουσίες. Ώρες-ώρες κάτι μες το μυαλό μου βουίζει και γίνεται ανυπόφορο, μα υπάρχουν και φορές που εκεί μέσα κατοικεί ένα πουλί, σαν τα αηδόνια από εκείνα τα υπέροχα τραγούδια, ένα τόσο δα πουλάκι, βγαίνει μες το καταχείμωνο χρωματίζοντας τον μαύρο ουρανό, λυγίζει το κλαδί στον παγωμένο φράχτη και γίνεται άνοιξη. Ξέρω πως εδώ στο σπίτι η μυρωδιά του ξύλου αύριο θα καεί και αυτή, και τότε όλα θα παγώσουν. Μέχρι να γίνει αυτό, μονάχη περπατώ πάνω-κάτω στην κάμαρα και ο χρόνος μου, θαμμένος κάτω από τόσο καυτό χιόνι, έγινε από καιρό κάτασπρος και ανυπόφορος. Μα να, η καρδιά μου ακόμη σαλεύει, ημίκλειστη μες το πλατύ φεγγάρι κι αυτού του χειμώνα, παρέα με ένα τόσο δα αστέρι. Να κοίτα της λέω, η νύχτα γίνεται ξαφνικά πλωτή, ένα υγρό μπλε μαγικό φως την φωτίζει, και έτσι χωνεύεται ευκολότερα ως το ξημέρωμα».
Δέκα μέρες έμειναν γίδα και γριά μαζί μες το σπίτι και κάπως έτσι θα περνούσε και τούτος ο χειμώνας.
*Ο τίτλος αναφέρεται στο ομώνυμο διήγημα του Δημήτρη Χατζή που περιλαμβάνεται στο Διπλό Βιβλίο.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
ΝΙΚΗ ΚΟΛΛΙΑ
Πρωτοδίκης Ναυπλίου, σπούδασε στη Νομική Σχολή Αθηνών και είναι κάτοχος δύο μεταπτυχιακών τίτλων εκπαίδευσης του ίδιου πανεπιστημίου, Αστικού Δικαίου και Πολιτικής Δικονομίας. Μιλά αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά. Διαβάζει από μικρή, έχει αρθρογραφήσει στο παρελθόν όσο ήταν δικηγόρος και προσπαθεί να είναι δίκαιη σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής της.