ΑΝΔΡΟΝΙΚΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗ: “ΤΙΜΗΣ ΕΝΕΚΕΝ” (Διήγημα)
Το διήγημα με τίτλο “Τιμής ένεκεν” της συγγραφέως και Εφέτη Ανδρονίκης Αθανασιάδη δημοσιεύτηκε την Τετάρτη 23 Αυγούστου 2023, το neakriti.gr. Λίγους μήνες μετά τη δημοσίευση του διηγήματος της κ. Αθανασιάδη – η οποία υπηρετεί ως Εφέτης στο Εφετείο Ανατολικής Κρήτης και ζει μόνιμα με την οικογένειά της στο Ηράκλειο – με τίτλο “Ο Προστάτης του Μεγάλου Κάστρου”, το neakriti.gr δημοσιεύσε το νέο διήγημά της ενόψει της επετείου της 25ης Αυγούστου του 1898, με τη μεγάλη σφαγή της οποίας σχετίζεται (και) το παρόν λογοτεχνικό της δημιούργημα.
“Τ Ι Μ Η Σ Ε Ν Ε Κ Ε Ν”
«Μόλις σκοτείνιασε, κι άναψαν τα λιγοστά φώτα στους δρόμους, άρχισε ο ουρανός να στάζει. Οι διαβάτες, που πέρασαν απ’ τα στενά σοκάκια του Λάκκου*, χάθηκαν στα καλντερίμια του φτωχικού μαχαλά και σφάλισαν οι πόρτες πίσω τους, από ώρα. Τα χαμόσπιτα, που ’ναι διάσπαρτα, περιτριγυρισμένα από μικρές αυλές και σκαλοπάτια φαγωμένα απ’ τις περπατησιές, τη βροχή και τον ήλιο, ίσα που διακρίνονται, πίσω απ’ τις στάλες που πέφτουν, κουβαλώντας φως.
Στην εξώπορτα της εκκλησιάς του Αγίου Ματθαίου*, κάτω απ’ το υπόστεγο, στέκει μια καρέκλα και πάνω της, σαν ξεχασμένος μπόγος, μια μαύρη φιγούρα, κουλουριασμένη μέσα σ’ ένα φθαρμένο πανωφόρι. Τα χέρια, σκελετωμένα, χωμένα στα πελώρια μανίκια, μετρούν τους κόμπους απ’ το κομποσκοίνι που κρατάνε. Κάθε που σηκώνει τα μάτια ψηλά, προσπαθώντας να δει τη βροχή που πέφτει, ξεχωρίζει, ανταριασμένη η θάλασσα. Κι ας έχουν περάσει τα χρόνια, κι ας έχουν καλύψει με πέπλο τα μάτια, που βλέπουνε, πια, θολά. Η θύμηση δεν έχει ακόμα ξεθωριάσει… Το πρόσωπο, γεμάτο ρυτίδες, αποστεωμένο, και τα μαλλιά, ασήμι πλεγμένο πλεξούδες, ίσα που ξεπροβάλλουν, σαν φωτοστέφανο, κάτω απ’ το μαύρο τσεμπέρι. Τέτοιες ώρες πολύ της αρέσει να κάθεται στην ίδια αυτή θέση, κρυμμένη στο σκοτάδι, με τη φλόγα απ’ το καντήλι να τρεμοπαίζει, πίσω της, και το λιβάνι να πλημμυρίζει τα σωθικά της σε κάθε της ανάσα. Να κοιτά τις στάλες που πέφτουν και να τις ακολουθεί με το μάτι, όπως κυλάνε στα πλακάκια που ’ναι στρωμένα στην αυλή της εκκλησιάς, κι όπως χαϊδεύουν τις ψυχές που ’χουν αποκοιμηθεί στον κόρφο της, χρόνια τώρα. Κι αυτή, φύλακάς τους. Τέτοιον έταξε τον εαυτό της, από εκείνο το μαύρο μεσημέρι μιας Τρίτης Καλοκαιριού. 25η Αυγούστου 1898, έγραφε το ημερολόγιο.
Η ίδια δε θυμάται τίποτα από τα παιδικά της χρόνια. Πότε γεννήθηκε; Ποιος την κράτησε αγκαλιά; Ποιος την τάισε; Έπαιξε όταν ήταν παιδάκι; Μάνα και πατέρα δε γνώρισε. Την πρώτη της ανάσα την πήρε σε κάποιο απ’ τα κακόφημα σπίτια της γειτονιάς του Λάκκου, κι αμέσως σταμάτησε η ανάσα της δικής της μάνας. Έτσι, οι γυναίκες του σπιτιού ανέλαβαν το μεγάλωμά της, χωρίς, όμως, πολλά-πολλά. Απλώς, την άφησαν και μεγάλωνε σε κάποια γωνιά. Σαν το δέντρο που ’ταν στην αυλή, και μεγάλωνε μόνο του μέρα με τη μέρα, που αν και δεν το πότισαν ποτέ, η βροχή κι ο ήλιος το θέριεψαν. Ούτε ρώτησε, ούτε της μίλησαν ποτέ για τη μάνα της. Τι να ρωτήσει, άλλωστε, και τι να της πουν. Μεγαλώνοντας, καταλάβαινε πως στη συνοικία αυτή της πόλης ζούσαν οι απόκληροι. Πόλη μέσα στην πόλη. Όλη της τη ζωή τη σεργιάνισε στα καλντερίμια του Λάκκου. Γνώριμη η κάθε του σπιθαμή. Χαμόσπιτα, καφενέδες και τεκέδες, που με τα χρόνια ξέφτισαν. Ξύλινες πόρτες, με σιδεριές και τζάμι, κι από μέσα ένα κόκκινο ύφασμα, για να κρύβει τις πρόστυχες και πονεμένες ζωές τους. Αυλές, κρυμμένες πίσω από χαμηλά μπεντένια*, και κάθε λογής δέντρα φυτρωμένα να ξεπροβάλλουν, ρίχνοντας τους καρπούς και τα φύλλα τους στα καλντερίμια. Ολάκερη ζωή σ’ αυτούς τους γνώριμους δρόμους, που ξυπνάνε αξημέρωτα απ’ τους ήχους της καμπάνας της εκκλησιάς του Αγίου Ματθαίου, κι απ’ τις βωμολοχίες των μεθυσμένων, που αποκοιμήθηκαν στις σπασμένες καρέκλες κάποιου καφενέ.
Απ’ όταν άνοιξε τα μάτια της και για πολλά χρόνια, τούτη η πολιτεία, που ’ναι καλά κρυμμένη πίσω απ’ τα ψηλά βενετσιάνικα μπεντένια, κατοικείται από Τούρκους και Χριστιανούς. Στα στενοσόκακα και στα φιδωτά καλντερίμια των μαχαλάδων της, τα ψηλά καφασωτά κονάκια των μπέηδων και των αγάδων μπερδεύονται με τα αρχοντόσπιτα των Χριστιανών και τα χαμηλοτάβανα φτωχόσπιτα. Οι Καστρινοί, που ξυπνούσαν αχάραγα απ’ τα χτυπήματα της μικρής καμπάνας του Αγίου Μηνά και τις μακρόσυρτες φωνές του μουεζίνη, άνοιγαν τα ντουκιάνια* τους διαλαλώντας την πραμάτεια τους και περιμένοντας να φανούν οι πρώτοι περαστικοί, που κρατώντας τα ζεμπίλια* στα χέρια, τραβούσαν για τα ψώνια της ημέρας. Κι η ίδια, τότε που ’ταν νέα, ψηλή, λυγερή, με πλούσια κυματιστή κώμη στο χρώμα του μελιού, πόσες φορές δε σεργιάνισε αθόρυβα, σχεδόν γλιστρώντας, τα καλντερίμια της πόλης, χαζεύοντας τους ξύλινους πάγκους και τα γεμάτα κοφίνια, μέχρι να φτάσει στα μικρά και χαμηλοτάβανα ντουκιανάκια των αχτάρηδων*. Από ’κει προμηθευόταν, σαν τις Καστρινές χανούμισσες, κι αυτή, χένα, δαφνόλαδο και μόσκο που άλειφε τον κόρφο της. Τ’ άρωμά του, που αναδιδόταν στο διάβα της, έκανε τα βλέμματα να γυρνούν. Τα ανδρικά κολλούσαν πάνω της, από τη θέλξη που σκορπούσαν τα κάλλη της, και τα γυναικεία από ζήλια κι ας αποτραβιούνταν, αμέσως, δήθεν, με αποστροφή. Η ίδια συνέχιζε τον δρόμο της, χωρίς να ρίχνει ούτε βλέμμα στους θαυμαστές και επικριτές της, κρυφογελώντας γεμάτη υπερηφάνεια. Χωρίς καθόλου να το σκεφτεί, πήρε τη ζωή της, όπως ακριβώς της ήρθε. Λάθος! Κι άρχισε να πουλάει το κορμί της με την ίδια φυσικότητα που κάθε πρωί ξυπνούσε κι αντίκριζε τον ήλιο κι έπινε τον καϊμακλίδικο καφέ της, για χρόνους πολλούς.
Πόσα βράδια δεν τα πέρασε στην “Κιοσκάρα”*. Πάνω στο πάλκο, πίσω από σύννεφα καπνού, που βγαίναν απ’ τα σωθικά των σεκλετισμένων αρσενικών, Ρωμιών και Τούρκων, να τραγουδάει, με ’κείνη τη βραχνή, μελωδική της φωνή, που ’ριχνε σαϊτιές κατευθείαν στις καρδιές τους και ξυπνούσε τα κοιμισμένα πάθη. Η ίδια χαιρόταν αυτό που προκαλούσε. Έκλεινε τα μάτια της και γευόταν άγουρα χείλη κι ανάσες που μύριζαν κανέλα και μέντα. Και τα παλικαράκια που ξημεροβραδιάζονταν στο μαγαζί, έτσι μαγεμένα που ήταν απ’ τραγούδι της κι άβγαλτα, την ερωτεύονταν σφοδρά. Σαν τις σειρήνες κι αυτή, τους υπνώτιζε όλους, και ξεχνούσαν σπίτια, γυναίκες και παιδιά κι, όπως ήταν ξαναμμένοι απ’ το πιοτό και τον νταλκά που τους άναβε το τραγούδι, κάρφωναν τον σουγιά στα μεριά τους. Ατάραχη, όλο το βράδυ ν’ ανάβει τον πόθο και το γλυκοχάραμα ν’ ανοίγει την πόρτα, κι όπως έβγαινε μαζί της ο καπνός από τους ναργιλέδες που ’καίγαν ακόμα, να ανασαίνει τον παγωμένο αέρα και να χάνεται στα καλντερίμια του Λάκκου. Πότε μόνη της, σιγοπερπατώντας, να απολαμβάνει τη μοναξιά της και τη σιγαλιά που ’χει σκεπάσει το Μεγάλο Κάστρο και πότε στην αγκαλιά κάποιου ντελικανή*.
Και κάπως έτσι, τα χρόνια πέρασαν κι η ανεμελιά που τη συντρόφευε σ’ όλη της τη ζήση άρχισε σιγά-σιγά να την εγκαταλείπει. Ξύπνησε ένα πρωί κι ήταν σαν να βγήκε από μεγάλο λήθαργο. Δεν τη χωρούσε πια η ζωή της. Κι έτσι, κυνηγημένη, από τον ίδιο της τον εαυτό, ένα κρύο απόγευμα του Γενάρη χώθηκε στην ορθάνοιχτη πόρτα της μικρής εκκλησιάς του Αγίου Ματθαίου, που ’ναι κρυμμένη κάτω απ’ τον δρόμο. Ίσαμε τότε δεν είχε ποτέ της περάσει την πόρτα αυτή. Σήκωνε τα μάτια της στον ουρανό, έβλεπε το καμπαναριό να ξεπροβάλει, άκουγε τους χτύπους του, κι απλά προσπερνούσε. Κι όπως κάθισε σ’ ένα απόμερο στασίδι, εκεί που δεν έφτανε ούτε το φως απ’ τα λιγοστά αναμμένα καντήλια, με φόβο και συστολή, κοίταξε την εικόνα της Παναγιάς που ’ταν αντίκρυ της. Κρατούσε αγκαλιά τον γιο Της, και την κοιτούσε κατάματα μέσ’ την ψυχή. Κι όμως, δεν τη μάλωσε, όπως φοβόταν, αντίθετα τη χάιδεψε, όπως η μάνα χαϊδεύει το παιδί της και, από τότε, βρήκε παρηγοριά στον κόρφο Της και πλημμύριζαν τα μάτια της δάκρυα, κάθε φορά που ’σπρωχνε την ξύλινη πόρτα της εκκλησιάς και χανόταν πίσω της.
Κάθε μέρα, χρόνια ολόκληρα, την έκανε σπίτι της. Πριν ακόμη βγουν οι πρώτες αχτίδες του ήλιου, σέρνοντας πια τα βήματά της, αυτή ήταν εκεί. Ν’ ανάβει τα καντηλάκια, να καθαρίζει τις εικόνες και να σιγομιλά με τους Αγίους. Το μειλίχιο πρόσωπό τους, της μαλάκωνε την ψυχή και δεν ήθελε πια τίποτα άλλο. Αργά τη νύχτα έπαιρνε τον δρόμο για το κονάκι της. Ένα φτωχόσπιτο μέσα στα καλντερίμια του Λάκκου, αφημένο στον χρόνο, μέσα κι έξω, με τοίχους που ’χουν από καιρό ξεφτίσει και μαρτυρούν πως στις μεγάλες του δόξες το σπίτι είχε το χρώμα της άμμου. Μια λεμονιά στην αυλή φορτωμένη λεμόνια και όλες οι γλάστρες με χώμα ξεραμένο και δίχως λουλούδια. Μόνο ο βασιλικός της έχει φουντώσει και κάθε που ένα αεράκι τού κουνάει τα φύλλα, μοσχοβολάει ολάκερη η γειτονιά, και τα γλυκόλογα που του ’χει πει, καθώς τον ποτίζει, χαϊδεύουν σαν ψίθυροι τ’ αυτιά των περαστικών.
Μέσα σ’ αυτήν την εκκλησιά τη βρήκε το απομεσήμερο της 25ης Αυγούστου του 1898, να διαβάζει συλλαβιστά το βίο της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, όταν κραυγές πόνου κι απόγνωσης, ποδοβολητά κι ένα βουητό που ’βγαινε λες απ’ τα έγκατα της γης συντάραξαν συθέμελα την Καστροπολιτεία. Λούφαξε απ’ τον φόβο της κι ήρθε κι έγινε ένα με τον τοίχο και κάθισε εκεί χωρίς ούτε η ανάσα της ν’ ακούγεται. Ώρες; Μέρες; Κι η ίδια δεν ξέρει. Κοιμήθηκε; Ξύπνησε; Ξανακοιμήθηκε; Μόνο τα χείλη της πού και πού ανοιγόκλεινε κι έλεγε και ξανάλεγε τη μόνη προσευχή που κατάφερε να μάθει απ’ έξω. «Πάτερ ημών…». Και πάλι απ’ την αρχή.
Έξω, η μέρα είχε γίνει νύχτα. Μαύρη νύχτα κι άγρια, που ’ρθε και κατάπιε εκατοντάδες αθώες ψυχές. Όλα ξεκίνησαν όταν ένα αγγλικό στρατιωτικό απόσπασμα πήγε να εκτελέσει την απόφαση που ’χαν πάρει οι Μεγάλες Δυνάμεις για αυτονομία της Κρητικής Πολιτείας, και ζήτησε απ’ τους Οθωμανούς να παραδώσουν το Τελωνείο της πόλης στους Χριστιανούς. Μια απόφαση, που καθόλου δεν έβρισκε σύμφωνο τον τουρκικό όχλο, που αποβραδίς είχε συγκεντρωθεί στην πλατεία των Τριών Καμαρών και διαμαρτυρόταν. Δεν τα σπουδαιολόγησαν τα γεγονότα οι Χριστιανοί, και ήρθαν και τους βρήκαν απροετοίμαστους. Ένα μικροεπεισόδιο, ανάμεσα σ’ ένα θερμόαιμο Τουρκοκαστρινό που ’βγαλε μαχαίρι σ’ έναν Άγγλο στρατιώτη, κάπου κοντά στην Πύλη του Μόλου* κι η ανταπόδοση πυρών από τους Άγγλους, ήταν αρκετό για να σπείρουν οι Τούρκοι τον θάνατο. Μάνιασαν. Θεριά έγιναν δίχως ψυχή, και με τα γιαταγάνια τους έσκιζαν τον αέρα κι έπαιρναν κεφάλια και ζωές ανθρώπων αθώων. Ένα κόκκινο ποτάμι, που ξεκίνησε απ’ την Πύλη του Μόλου κι ανέβαινε την οδό Πλάνης*, γινόταν στο διάβα του χείμαρρος κι έπνιγε στο αίμα ολάκερη την πόλη. Νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά έγιναν, απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, άψυχα σώματα, που κείτονταν άταφα στους δρόμους, δίπλα στα συντρίμμια που άφησε πίσω της η φωτιά που κατέκαιγε, μερόνυχτα, σπίτια και μαγαζιά. Σκηνές αρχαίας τραγωδίας παίζονταν στην Καστροπολιτεία τούτη την ώρα κι οι απεγνωσμένες κραυγές τρόμου και πόνου αναμειγνύονταν με τις ιαχές του θανάτου. Κι ύστερα, σιωπή… Ούτε πουλί δεν πετούσε πάνω απ’ την πόλη. Μόνο πού και πού ο αέρας που φυσούσε απ’ τη θάλασσα σκορπούσε απ’ άκρη σ’ άκρη εκείνη τη σπαρακτική φωνή «τα παιδιά μου, τα παιδιά μου», που φέρνει στα μάτια λυγμούς, κι ύστερα, πάλι σιωπή.
Δεν ακούγεται πια τίποτα. Δειλά, κινήθηκε προς την πόρτα. Ο ήλιος έφεγγε κι αυτό της έδωσε θάρρος. Άνοιξε και βγήκε. Με κόπο ανέβηκε τα σκαλιά της εκκλησιάς. Σαν να κρυβόταν χρόνια. Πήρε τον δρόμο προς τον Άγιο Μηνά κι ύστερα κατηφόρισε την Πλαθιά Στράτα*. Έβαλε το χέρι της στο στόμα, για να μη φωνάξει. Τα δάκρυα, όμως, δεν μπόρεσε να τα συγκρατήσει. Μικρές εστίες καπνού, διάσπαρτες, μαρτυρούσαν πως η φωτιά είχε περάσει από ’κει. Παντού ανθρώπινα μέλη. Μπαρουτοκαπνισμένα τα σώματα, που ’χαν σκεπάσει τους δρόμους. Τι φταίξαν; Γιατί;
Κάτι έπρεπε να γίνει. Κάτι έπρεπε να κάνει. Αυτή, που ’ταν ακόμα ζωντανή, γι’ αυτούς, που ’χανε φύγει τόσο άδικα. Η σκέψη της συναντήθηκε με τη σκέψη ενός νεαρού που έσερνε μια ξύλινη χειράμαξα. Και τα δικά του τα μάτια έτρεχαν δάκρυα. Κι έτσι, ραίνοντας με τα δάκρυά τους τα σώματα που μάζευαν μαζί, άρχισαν να τα εναποθέτουν μέσα στο κάρο κι αφού το γέμιζαν, με κόπο, το έσερναν οι δυο τους, στην εκκλησιά του Αγίου Ματθαίου. Ευλαβικά, τ’ άδειαζαν σ’ ένα μεγάλο, βαθύ τάφο κι ύστερα πάλι πίσω. Ξανά και ξανά και ξανά η ίδια διαδρομή. Μέρες ολόκληρες, μέχρι που όλες οι ψυχές ήρθαν και ξάπλωσαν στον κόρφο της εκκλησιάς. Μόνον τότε, κι οι δυο τους κάθισαν να ξαποστάσουν. Τι κρίμα, όμως, η περασιά του νεαρού από τούτο τον κόσμο ήταν τόσο σύντομη. Μετά από λίγες μέρες, αρρώστησε βαριά, κι η ίδια κάθισε στο προσκεφάλι του μερόνυχτα, φροντίζοντάς τον, ώσπου ένα πρωί έφυγε για να συναντήσει τις ψυχές που περιμάζεψε. Βαλελαδάκη, έμαθε πως τον έλεγαν κι ήταν αγρότης. Τον έκλαψε, σαν να ’τανε δικό της παιδί, σαν να τον ήξερε χρόνια κι ας της τον έφερε η ζωή τόσο παράδοξα μπροστά της, μόνο, για μια στιγμή. Μόνο, για να μαζέψει μαζί της τα συντρίμμια που οι Τούρκοι σκόρπισαν, καθώς έφευγαν για πάντα από τούτο τον άμοιρο τόπο.
Η ίδια πρόλαβε να ζήσει ελεύθερη. Δεν ξέχασε, όμως, ποτέ. Κάθε βράδυ που κλείνει τα μάτια, έρχονται και τη βρίσκουν οι ματωμένες εκείνες ψυχές. Κι αυτή τους ορκίζεται πως την υπόλοιπη ζωή της θα είναι εκεί. Να τους ανάβει το καντηλάκι, να τους μιλά και να προσεύχεται. Μέχρι που το κορμί της σκέβρωσε, η διαδρομή της είναι κάθε μέρα η ίδια. Τα αργά βήματά της την οδηγούν στον Άγιο Ματθαίο.
Έτσι και τούτο το βράδυ, που στάζει ο ουρανός, στο ίδιο γνώριμο παγκάκι, έχει λουφάξει σαν τότε. Κουράστηκε να μετρά τις στάλες που πέφτουν, κλείνει τα μάτια της και προσεύχεται για όλους εκείνους που έφυγαν και για όσους έμειναν πίσω να θρηνούν.
Δεν άργησε να βγει ο ήλιος, που στέγνωσε μεμιάς τους δρόμους και ζέστανε τις ψυχές των ανθρώπων που κίνησαν για τις δουλειές τους. Ένας διαβάτης, που κατέβηκε ν’ ανάψει ένα κεράκι, είδε τη γιαγιά κουλουριασμένη στο παγκάκι. Την πέρασε για ζητιάνα κι άφησε ένα κέρμα δίπλα της. Όμως, αυτή, έμεινε ακίνητη. Είχε φύγει για τα ουράνια, το ξημέρωμα. Πήγε να βρει εκείνους, τη δική της οικογένεια, αφού άλλη δε γνώρισε. Κι ήταν το πρόσωπό της γαλήνιο, καθάριο και λαμπερό.
Κι εσύ διαβάτη, αν σε φέρει ο δρόμος σου στην εκκλησιά του Αγίου Ματθαίου, θυμήσου τη Φούνταινα, κι άναψε και γι’ αυτήν ένα κεράκι, που όλους τους φρόντισε και εκείνη δεν τη νοιάστηκε κανείς!
Σημείωση της συγγραφέως: Τα λιγοστά ιστορικά γεγονότα που έχουν διασωθεί σχετικά με το πρόσωπο της Φούνταινας περιορίζονται στην ιδιότητά της ως πόρνης και στον ρόλο που διαδραμάτισε κατά την αποκομιδή των άψυχων σωμάτων των Χριστιανών που έπεσαν θύματα της θηριωδίας των Τούρκων. Όλα τα υπόλοιπα που αναφέρονται στο παρόν διήγημα είναι προϊόν μυθοπλασίας, θα μπορούσε, όμως, να είναι και η πραγματικότητα».
Γλωσσάρι:
Λάκκος: Η γειτονιά που περικλείεται από τις οδούς Σπιναλόγκας, Γ. Ρωμανού, Κουνάλη και τη λεωφόρο Πλαστήρα, στην περιοχή του Πανάνειου.
Άγιος Ματθαίος: Πρόκειται για ιστορική εκκλησία του 15ου αιώνα. Κατά την τουρκοκρατία, παραχωρήθηκε στους Σιναΐτες καλόγερους σε αντάλλαγμα για τη μονή της Αγίας Αικατερίνης, που μετατράπηκε σε τζαμί. Ήταν ο μοναδικός ναός που λειτούργησε για τους Χριστιανούς τα πρώτα χρόνια της οθωμανικής κατάκτησης του Χάνδακα μέχρι την ανέγερση του παλαιού ναού του Αγίου Μηνά. Παραμένει έως και σήμερα ιδιοκτησία της Μονής Σινά.
Μπεντένια: Τείχη.
Ντουκιάνι: Καφενείο, μαγαζί, κατάστημα.
Ζεμπίλι: Ανοιχτός σάκος από ψάθα, μεγάλο χαμηλό καλάθι με χερούλια.
Αχτάρηδες: Ιδιοκτήτες καταστημάτων ψιλικών, μπαχαρικών και αρωματοπωλείων.
Κιοσκάρα: Κακόφημο νυχτερινό κέντρο σε κάποιο στενό της οδού Ν. Πλαστήρα, μεταξύ της Χανιώπορτας και του Προμαχώνα Βηθλεέμ.
Ντελικανής: Νέος, παλικάρι, λεβέντης.
Πύλη του Μόλου: Σημερινή πλατεία 18 Άγγλων.
Οδός Πλάνης: Σημερινή οδός 25η Αυγούστου.
Πλαθιά Στράτα: Σημερινή οδός Καλοκαιρινού.
Πηγές:
* “Απ’ όσα θυμούμαι το Παλιό Kάστρο”, Μιχάλης Δερμιτζάκης, εκδόσεις “Δοκιμάκης”, Ηράκλειο 2009.
* “Με το ποδήλατό μου στις γειτονιές του Μεγάλου Κάστρου”, Ελένης Μπετεινάκη, εκδόσεις “MYSTIS”, 2021.