ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΔΑΒΒΕΤΑ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΕΦΕΤΩΝ: “ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΑ –ΚΑΙ- ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΥ ΚΟΡΑΗ.”

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΑ –ΚΑΙ- ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΥ ΚΟΡΑΗ.

( υπό Αθανασίου Δαββέτα, Προέδρου Εφετών.)

 

1) Η αντιπαράθεση μεταξύ των λογίων του γένους για την παιδεία και την γλώσσα.

Από τα μέσα του 18ου αιώνα μέχρι και τις αρχές του 19ου διαμορφώνονται μεταξύ των λογίων του γένους δύο αντίθετα πνευματικά ρεύματα, με αντικείμενο: (α) το περιεχόμενο της παιδείας των Ελληνόπουλων και (β) την γλώσσα που αυτή θα χρησιμοποιούσε. Στη μία πλευρά βρίσκεται το ρεύμα των συντηρητικών και στην άλλη εκείνο των θαυμαστών του τότε ακμάζοντος Δυτικού Διαφωτισμού, οι οποίοι συγκροτούν στα καθ’ ημάς το φαινόμενο του νεοελληνικού διαφωτισμού, όπως το ονόμασε πρώτος το 1946 ο κορυφαίος φιλόλογος και ιστορικός της λογοτεχνίας Κ. Θ. Δημαράς.

Στο πρώτο ρεύμα εντάσσεται το Πατριαρχείο της Κων/πολης και γενικά οι λόγιοι θεολόγοι και κληρικοί της ανώτερης ιεραρχίας. Κύριος εκπρόσωπος αυτών υπήρξε ο διαπρεπής λόγιος και ιεράρχης Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄, επικεφαλής του Πατριαρχείου στην προεπαναστατική περίοδο κατά τα κρίσιμα διαστήματα των ετών, 1797-1798, 1806-1808 και 1818-1821.

Η θέση τους ήταν : (1) η διατήρηση της δομής της εκπαίδευσης ως είχε, με ορισμένες υλικές βελτιώσεις, όπως η ίδρυση περισσότερων σχολείων, η λειτουργία ελληνικού τυπογραφείου, η έκδοση συγγραμμάτων κ.ά., (2) η γενικευμένη χρήση στην παιδεία της αρχαίας γλώσσας, (άλλως της αρχαΐζουσας ή της εκκλησιαστικής), και (3) η απόρριψη όλων των καινοτομιών που προσπαθούσαν να εισαγάγουν οι εκσυγχρονιστές Διαφωτιστές από τη Δύση.

Με τις βασικές θέσεις του Πατριαρχείου συντάσσεται και ένα αντίρροπο προς τον Διαφωτισμό κίνημα θρησκευτικού συντηρητισμού με ρίζες στο μοναχισμό. Πρόκειται για το κίνημα της λεγόμενης φιλοκαλλικής αναγέννησης, που εστιάζει: (1) στην ανακαίνιση της θρησκευτικής ζωής και της ορθοδοξίας με την επιστροφή στις αρχαίες πηγές και παραδόσεις της και (2) στην υπεράσπιση και εξάπλωση της ορθόδοξης χριστιανικής παιδείας και της ελληνικής γλώσσας, κυρίως στην εκκλησιαστική μορφή της, με σκοπό την ανάσχεση της εξάπλωσης των εκούσιων εξισλαμισμών και του εκλατινισμού. Κύρια μέριμνα εδώ είναι η διαφύλαξη της θρησκευτικής και εθνικής ταυτότητας των ελληνορθοδόξων. Οι εκπρόσωποί του αντιτίθενται σφοδρά στις εισαγόμενες από τους Διαφωτιστές ιδέες από τη λατινική και προτεσταντική Δύση. Οι αντίπαλοί τους λόγιοι του Διαφωτισμού τους αποκάλεσαν σκωπτικά Κολλυβάδες, καθόσον οι  απαρχές του κινήματος αυτού ανιχνεύονται στο Άγιο Όρος και στην διαφωνία που ανέκυψε στους κόλπους του για το ζήτημα της ημέρας τελέσεως των μνημοσύνων, και συγκεκριμένα για το αν θα πρέπει αυτή να είναι πάντα Σάββατο κατά την παράδοση ή και Κυριακή, που θεωρείτο νεωτεριστική πρακτική. Σημαντικοί εκπρόσωποι του κινήματος ήταν μεταξύ άλλων : ο Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης, ο άγιος Μακάριος Νοταράς, ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης και ο άγιος Αθανάσιος ο Πάριος. Σε αυτό το κλίμα ανήκει και ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, που εκτελείται χωρίς δίκη κοντά στο Μπεράτι της σημερινής Αλβανίας το 1779 για τη φερόμενη ως προσηλυτιστική δράση του υπέρ της Ορθοδοξίας και ως δήθεν υποκινητής εξέγερσης των ραγιάδων. Το κίνημα αυτό βρήκε σημαντική απήχηση στα λαϊκά στρώματα.

Στην άλλη πλευρά οι εκπρόσωποι του ελληνικού Διαφωτισμού, κληρικοί και αυτοί οι περισσότεροι, δίνουν έμφαση στο πνεύμα των αρχαίων συγγραφέων, αντί για την εμμονή στους τύπους της γραμματικής, υποστηρίζουν την επέκταση της διδασκαλίας των θετικών επιστημών στα σχολικά προγράμματα σε βάρος των θεολογικών μαθημάτων και εισηγούνται νέες διδακτικές μεθόδους. Γενικά, προάγουν την πίστη στον ορθό λόγο, στην επιστημονική έρευνα και στην ελευθερία της σκέψης – και του λόγου, ως προϋποθέσεων για την απόκτηση της γνώσης, ( =όποιος συλλογάται ελεύθερα συλλογάται καλά ). Μεταξύ τους συμφωνούν για την ανάγκη μετακένωσης, ( όπως έλεγε ο Κοραής ), της σύγχρονης γνώσης από την πολιτισμένη Δύση στην Ελληνόφωνη Ανατολή.  Ως προς την προτιμητέα γλώσσα, όμως, χωρίζονται σε τρεις απόψεις, ήτοι : (1) εκείνους που ευθυγραμμίζονταν με τους συντηρητικούς και υποστήριζαν την αρχαΐζουσα ή την εκκλησιαστική γλώσσα, ( λ.χ. Νεόφυτος Δούκας, Παναγιώτης Κοδρικάς, Αθανάσιος Σταγειρίτης, κ.ά. ), (2) εκείνους που υποστήριζαν τη χρήση της κοινής φυσικής γλώσσας του λαού αφτιασίδωτης στην μορφή της δημοτικής, ( Γιάννης Βηλαράς, Αθανάσιος Χριστόπουλος κ.ά.), και 3) τους ακόλουθους της τρίτης άποψης, της «μέσης οδού», κατά την έκφραση του Αδαμαντίου Κοραή, που υποστήριζαν την χρήση της λόγιας δημοτικής, η οποία θα ήταν μεν η σύγχρονη γλώσσα του λαού στη βάση της, αλλά αποκαθαρμένη από ξενισμούς και εμπλουτισμένη με νέο λεξιλόγιο υιοθετημένο από την αρχαία κληρονομιά. Η τάση αυτή, μάλλον πλειοψηφική μεταξύ των Διαφωτιστών, εκπροσωπείτο από τον ίδιο τον γενάρχη της Αδαμάντιο Κοραή, ενδεικτικά δε μεταξύ άλλων, και από τους : Νεόφυτο Βάμβα, Βενιαμίν Λέσβιο, Θεόφιλο Καΐρη, Άνθιμο Γαζή κ.ά. Οι Διαφωτιστές απευθύνονταν στο εγγράμματο και καλλιεργημένο τμήμα του λαού, ( μας λέει ο Φιλ. Ηλιού στην «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Νεοελληνικός Διαφωτισμός – Η νεωτερική πρόκληση» ). Αποσκοπούσαν δε, κυρίως, στην αναβάθμιση της παρεχόμενης στα σχολεία μόρφωσης, και, μέσω αυτής, στην οικονομική χειραφέτηση και κοινωνική πρόοδο ολόκληρου του έθνους, μέσα στο πλαίσιο που δημιουργούσε η ανάδυση της τότε πρώιμης αστικής τάξης.

[ Η κύρια αντιπαράθεση δεν έμεινε σε ακαδημαϊκό μόνο επίπεδο, αλλά χρησιμοποιήθηκαν από το Πατριαρχείο σε βάρος των διαφωτιστών ακόμη και κατασταλτικά μέσα, όπως οι αφορισμοί και η λογοκρισία[1].]-

2) Η πολιτική διάσταση του ελληνικού διαφωτισμού – από την μεταρρύθμιση στην ανατροπή :

Ο ελληνικός διαφωτισμός ήταν κατ’ αρχάς κίνημα μεταρρυθμιστικό, με αιτήματα βελτιώσεως της πνευματικής και υλικής θέσης των ελληνορθοδόξων απέναντι στην τότε θρησκευτική και πολιτική ηγεσία του γένους, καθώς και απέναντι στην τουρκική διοίκηση, όχι όμως και πολιτικά ανατρεπτικό.[2] – Λίγο μετά το 1790, όμως, από το διαφωτιστικό κίνημα ξεκορμίζει μια ριζοσπαστική τάση, που επιδιώκει πολιτική ανατροπή μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, με εκθρόνιση του σουλτάνου και εγκαθίδρυση δημοκρατικού καθεστώτος, ανάλογου με εκείνο που επαγγελόταν η σύγχρονη Γαλλική Επανάσταση, χωρίς να θίγεται η εδαφική ακεραιότητα της οθωμανικής επικράτειας. Η τάση αυτή επιδίωκε την συνύπαρξη με ισοτιμία όλων των λαών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Κύριος εκπρόσωπός της ήταν ο Ρήγας Φεραίος, ( ή Βελεστινλής ). Ο Ρήγας, επηρεασμένος από τους Γάλλους επαναστάτες, μεταφράζει, συγγράφει και εκδίδει βιβλία και φυλλάδια, με σκοπό το φωτισμό του γένους, που θεωρεί αναγκαία συνθήκη για την ευόδωση του επαναστατικού του οράματος, ( βλ. Νέος Ανάχαρσις, Φυσικής Απάνθισμα, Χάρτα της Ελλάδος, Νέα Πολιτική Διοίκησις, Θούριος κλπ. ). Παράλληλα προσπαθεί να οργανώσει επαναστατικό δίκτυο για την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού. Συλλαμβάνεται, μετά από προδοσία, από τις Αυστριακές αρχές και παραδίδεται στις Τουρκικές, για να εκτελεστεί τελικά, μαζί με επτά συντρόφους του, στο φρούριο του Βελιγραδίου την 24η Ιουνίου 1798. Για αυτόν είπε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης : «Εστάθη ο μεγαλύτερος ευεργέτης της φυλής μας. Το μελάνι του θα είναι πολύτιμο ενώπιον του Θεού, όσο το αίμα του άγιο».

(3) Η αντίδραση των συντηρητικών και η δικαιολόγησή της:

Η αποκάλυψη της συνωμοτικής δράσης του Ρήγα, σε συνδυασμό με την κατάληψη των Επτανήσων από τους Γάλλους το 1797, σήμανε συναγερμό στην συντηρητική πτέρυγα του κλήρου και των προεστών. Κατά την αντίληψή τους οι ιδέες των Γάλλων επαναστατών αποτελούσαν κίνδυνο για την ορθόδοξη  χριστιανική πίστη και οποιαδήποτε εξέγερση εναντίον των Τούρκων θα προκαλούσε εκ μέρους τους δυσβάστακτα αντίποινα. Η αντίδρασή τους εκφράστηκε εναργώς με μια δημόσια επιστολή προς το πλήρωμα της Εκκλησίας με την ονομασία «Διδασκαλία Πατρική», που κυκλοφόρησε λίγο πριν ή λίγο μετά το θάνατο του Ρήγα το 1798, και υπογράφεται από τον τότε υπέργηρο πατριάρχη Ιεροσολύμων Άνθιμο, στον οποίο και πράγματι αποδίδεται από ορισμένους ερευνητές το κείμενο αυτό. Κάποιοι άλλοι ιστορικοί, όμως, το αποδίδουν, είτε ως έμπνευση είτε ως ιδιόχειρη συγγραφή, στον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄, ή στον λόγιο Αθανάσιο Πάριο, σφοδρό πολέμιο του Διαφωτισμού.

Χαρακτηριστικά στο κείμενο της «Διδασκαλίας Πατρικής» αναφέρεται ότι : «Ο Κύριος, δια να φυλάξη και αύθις αλώβητον την αγίαν και ορθόδοξον πίστιν ημών των ευσεβών και να σώση τους πάντας, ήγειρεν εκ του μηδενός την ισχυράν αυτήν βασιλείαν των Οθωμανών, αντί της των Ρωμαίων ημών βασιλείας, η οποία είχεν αρχίσει τρόπον τινά να χωλαίνει εις τα της ορθοδόξου πίστεως φρονήματα και ύψωσεν την βασιλείαν αυτήν των Οθωμανών περισσότερον από κάθε άλλην, δια να αποδείξη αναμφιβόλως ότι θείω εγένετο βουλήματι κι όχι με δύναμιν των ανθρώπων…κλπ.».

——————

(4) Η είσοδος του Αδαμαντίου ΚΟΡΑΗ στην Ιστορία.

Εκείνη την εποχή (1798) ένας γιατρός ελληνικής καταγωγής, εγκατεστημένος ήδη από το 1788 στο Παρίσι, είχε αρχίσει να γίνεται γνωστός στους κύκλους των διανοουμένων Ελλήνων της διασποράς και των Γάλλων, για την γλωσσομάθειά του, τα φιλοσοφικά του ενδιαφέροντα και την εμβρίθειά του στην αρχαία ελληνική γραμματεία. Είναι ο Αδαμάντιος Κοραής.

Διαπνεόμενος από φλογερή φιλοπατρία και διατελώντας σε γνώση του πολιτικού μηνύματος του Ρήγα, συγκλονίζεται από την είδηση της θλιβερής τύχης αυτού και των συντρόφων του. Συγχρόνως λαμβάνει γνώση και του φυλλαδίου της «Πατρικής Διδασκαλίας» και εξοργίζεται. Λαμβάνει τότε την απόφαση να προβεί σε δημόσια καταγγελία του περιεχομένου της Πατρικής Διδασκαλίας, με ένα δικό του μαχητικό κείμενο, και να υποστηρίξει την ανάγκη ανατροπής του Οθωμανικού ζυγού.

Συγγράφει έτσι και διανέμει ένα φυλλάδιο με τον τίτλο «Αδελφική Διδασκαλία», στο οποίο προσπαθεί να αποδείξει, με αποσπάσματα από τα ιερά κείμενα, ότι καθήκον του σωστού χριστιανού δεν είναι η υπακοή σε άνομους άρχοντες, αλλά αντίθετα η ανυπακοή και η ανατροπή τους. Γράφει χαρακτηριστικά : «Διδάσκουσι ναι ο Χριστός και οι Απόστολοι την υποταγήν εις τους κυρίους, αλλ’ εις ποίους κυρίους; εις εκείνους όσοι το δίκαιον και την ισότητα τοις δούλοις παρέχουσι, ( Απ. Παύλος, προς Κολοσσαείς ). Εξηγεί δε ότι ενώ η πειθαρχία στους νόμους που έχουν τεθεί δημοκρατικά από τον λαό είναι πειθαρχία στην θέληση του ίδιου του Θεού, αντίθετα η υπακοή σε νόμους τυραννίας δεν επιδοκιμάζεται από τον Θεό! Υπερασπιζόμενος την θέση της Πατρικής Διδασκαλίας απάντησε στην Αδελφική Διδασκαλία του Κοραή με σφοδρότητα ο Αθανάσιος Πάριος στα έργα του Χριστιανική Απολογία (1798), Αντιφώνησις (1802) και «Νέος Ραψάκης» ( 1805 ). – ( Ο τίτλος του τελευταίου αφορά τον Κοραή που παρομοιάζεται με τον Ραψάκη στρατηγό των Ασσυρίων, ο οποίος κατά την πολιορκία της Ιερουσαλήμ θέλησε να παραπλανήσει τους Ιουδαίους να στασιάσουν κατά των ηγεμόνων τους ).

(5) Βιογραφικά στοιχεία του Αδαμάντιου ΚΟΡΑΗ:

Ο Αδαμάντιος Κοραής γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1748. Τις εγκύκλιες σπουδές του έκανε στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης. Το 1772 εγκαθίσταται στο Άμστερνταμ ως αντιπρόσωπος της εμπορικής εταιρίας του πατέρα του. Εκεί υιοθετεί τα ευρωπαϊκά ήθη και τον αντίστοιχο τρόπο ζωής και συνδέεται με αξιόλογους πνευματικούς ανθρώπους. Λαμβάνει μαθήματα λογικής και φιλοσοφίας. Λόγω εμπορικών ατυχημάτων επιστρέφει στη Σμύρνη το 1778. Πείθει τους γονείς του να τον στείλουν για ιατρικές σπουδές στη Γαλλία. Εκεί σπουδάζει στην τότε διάσημη ιατρική σχολή του Μονπελιέ κατά τα έτη 1782 – 1788, επιτυγχάνοντας λαμπρές διακρίσεις. Μολονότι εξέδωσε μεταξύ άλλων και ιατρικά συγγράμματα, («Σύνοψις Πυρετολογίας», «Medicus Ηιppocraticus»), δεν εξάσκησε ποτέ το επάγγελμα του ιατρού. [Όπως έγραψε ο ίδιος, το κίνητρό του για να σπουδάσει την ιατρική ήταν να μπορέσει να βιοπορισθεί αξιοπρεπώς, εάν τύχαινε να εξαναγκασθεί να ζήσει σε τουρκοκρατούμενη περιοχή, διότι οι Τούρκοι τους μόνους επιστήμονες που σέβονταν τότε ήταν οι γιατροί.]

Τον Μάιο του 1788 μετακόμισε στο Παρίσι, που τον ενθουσίασε, και έμεινε σε αυτό μέχρι το τέλος της ζωής του το 1833. Εκεί έγινε μάρτυρας των κοσμοϊστορικών γεγονότων της Γαλλικής Επαναστάσεως από κοντά και επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από τις ιδέες της, αν και αργότερα αποδοκίμασε τις εκτροπές της που έλαβαν χώρα κατά την περίοδο της Τρομοκρατίας. Μεγάλες ελπίδες για ένα δικαιότερο κόσμο, καθώς και για την απελευθέρωση της Ελλάδας, του γέννησε η άνοδος του Ναπολέοντα στην εξουσία, ( βλ. τα έργα του: «Άσμα πολεμιστήριον» και «Σάλπισμα πολεμιστήριον», κατά τα έτη 1800 και 1801, για τους Έλληνες που πολεμούσαν τότε με τον Ναπολέοντα στην εκστρατεία του στην Αίγυπτο. ). Όμως απογοητεύθηκε σύντομα και από αυτόν, αφού, όπως έγραψε : «αντί να ελευθερώσει τους καταπονημένους λαούς της Ευρώπης από τους δεσπότας των, επρόκρινε να γενεί αυτός δεσποτών δεσπότης…».

Το 1803 εκφωνεί στα γαλλικά το περίφημο «Υπόμνημα περί της παρούσης καταστάσεως του πολιτισμού εν Ελλάδι», σε συνεδρίαση της ολομέλειας της «Εταιρείας των Παρατηρητών του Ανθρώπου» στο Παρίσι, το οποίο προκάλεσε μεγάλη συγκίνηση στο γαλλικό κοινό και ενίσχυσε τα φιλελληνικά αισθήματα.

Στο Παρίσι ο Κοραής έζησε με μεγάλη οικονομική στενότητα. Μοναδικό σταθερό εισόδημά του ήταν μία μικρή ισόβια σύνταξη που του απένειμε ο Ναπολέων για την εξαίρετη έκδοση στα γαλλικά των Γεωγραφικών του Στράβωνα το 1805. Το εκδοτικό και συγγραφικό του έργο στηρίχθηκε κυρίως σε δωρεές εθνικών ευεργετών, όπως οι Ηπειρώτες Ζωσιμάδες και  διάφοροι εμπορευόμενοι από την πατρίδα του τη Χίο.

Οι ιδέες του τον έφεραν σε αντιπαράθεση με τον ανώτερο κλήρο και το Πατριαρχείο, με αποτέλεσμα να κληθεί σε απολογία το 1815 για κακόδοξες και αιρετικές απόψεις. Κατά δε το τέλος της ζωής του, ήρθε σε ρήξη και με τον Καποδίστρια, κατά του οποίου εξαπέλυσε έγγραφες επιθέσεις υπό μορφή διαλόγων, κατηγορώντας τον ότι επιθυμούσε να γίνει τύραννος της ελευθερωμένης Ελλάδος, όπως προηγουμένως ο Σουλτάνος, (πρώτος διάλογος το 1830 «Τι συμφέρει εις την ελευθερωμένην από Τούρκους Ελλάδα να πράξη εις τας παρούσας περιστάσεις δια να μη δουλωθεί εις χριστιανούς τουρκίζοντας» και το 1831 δεύτερος διάλογος με τον ίδιο τίτλο), Δεν έχει αποδειχθεί εάν η αλλαγή της στάσης του απέναντι στον Κυβερνήτη οφειλόταν μόνο σε διαβολές εναντίον εκείνου ή υπήρξε και κάτι άλλο. Πάντως η «ενός ανδρός αρχή» και οι φιλορωσικές διαθέσεις που αποδίδονταν στον Καποδίστρια τον εύρισκαν τελείως αντίθετο.

 (6) Ο σκοπός ζωής, οι ιδέες και το έργο του ΚΟΡΑΗ.

 (-Α΄) Ο σκοπός του : Η ελληνική παιδεία και η μετακένωση της σύγχρονης γνώσης των προηγμένων εθνών στην Ελλάδα.).

Ήδη από το 1798-99 ο Κοραής είχε συλλάβει την κεντρική ιδέα του έργου της ζωής του. Μολονότι το φιλολογικό του έργο είχε ευρωπαϊκή διάσταση, ο σκοπός, στον οποίο αυτόκλητα έθεσε τον εαυτό του στρατιώτη, με όπλο το πνεύμα και την πένα του, ήταν μια εκπαιδευτική διαδικασία. Δηλαδή το να καταστήσει τους ομοεθνείς του κοινωνούς της αρχαίας ελληνικής σοφίας με νέες σχολιασμένες εκδόσεις των σημαντικών έργων της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. – Μέσω δε αυτής της επανεκπαίδευσης των νέων Ελλήνων πίστευε ότι μπορούσε να επιτευχθεί η (ονομασθείσα από τον ίδιο έτσι) μετακένωση προς την Ελλάδα των σύγχρονων επιτευγμάτων του πνεύματος στη νεωτερική Δύση, αφού η πρόοδος των Δυτικών στηρίχθηκε ακριβώς στα διασωθέντα σπαράγματα του αρχαίου ελληνορωμαϊκού πολιτισμού.[3]

(- Β΄) Η θέση του για την πολιτική ανεξαρτησία του έθνους.)

Την πολιτική ανεξαρτησία του έθνους δεν την θεωρούσε άμεση επιδίωξη, αλλά τη συναρτούσε με την καλλιέργεια της σωστής παιδείας, καθόσον, (όπως πίστευε), για την επίτευξη και τη διατήρηση της ανεξαρτησίας ήταν αναγκαία εκείνη η εκπαιδευτική διαδικασία, που θα ανύψωνε τον ελληνικό λαό στο επίπεδο των πολιτισμένων εθνών και της αρχαίας δόξας του. – Παρά ταύτα σε επιστολή του προς τον φίλο του Νεόφυτο Βάμβα τον Σεπτέμβριο του 1821 αποδέχεται ως τετελεσμένο την επανάσταση και γράφει ότι : «η τουρκική αντίδραση μας έθεσεν εις την ανάγκην του ή να νικήσομεν ή να αποθάνομεν». Για να επανέλθει όμως αργότερα στον σκεπτικισμό του, όταν είχε πλέον ξεσπάσει η διχόνοια, γράφοντας τον Αύγουστο του 1825 προς τις πολιτικές και στρατιωτικές αρχές του Ναυπλίου τα εξής: «η αποστασία μας, αν και κατά πάντα δικαία, έγινεν όμως προ του πρέποντος καιρού», γιατί δεν έφτανε το κατά των Τούρκων μίσος αλλά χρειαζόταν λίγος χρόνος ακόμη για εκείνη την παιδεία που θα ενέπνεε και μίσος «κατά πάσης τουρκικής πράξεως», εννοώντας εκείνες τις διχαστικές πολιτικές πράξεις που εξομοίωναν τους Έλληνες με τους Τούρκους.

(-Γ΄) Η θέση του για τη γλώσσα.)

Για την επιζητούμενη εκπαιδευτική διαδικασία της μετακένωσης, έκρινε ότι ήταν αναγκαίο να υπάρξει μια κοινή νεοελληνική γλώσσα, με βάση μεν την σύγχρονη τότε καθομιλουμένη, αλλά επεξεργασμένη. Η τελευταία είχε, (κατά την γνώμη του), ανάγκη εκκαθαρίσεως από ξένες βαρβαρικές προσμίξεις και από εκλέπτυνση των εννοιών της με την δημιουργία νέων λέξεων, πλασμένων από τον πλούτο της αρχαίας, ώστε να αποδοθούν καλύτερα σε αυτήν και οι νέες κατακτήσεις των επιστημών στη Δύση. – Είμαστε, όπως έλεγε ο ίδιος, ακόμη στο «γνάσιμο» της γλώσσας και τα αποτελέσματα θα τα απολαύσουν οι μελλοντικές γενιές! Για την άποψή του αυτή έχει επικριθεί από σύγχρονους λογοτέχνες και  γλωσσολόγους ότι παρέβλεψε τη φυσική εξέλιξη της γλώσσας και θεώρησε άδικα τη σύγχρονη ελληνική του καιρού του ως εκφυλισμένη και παρηκμασμένη σε σχέση με τα αρχαία πρότυπα. Παράβαλε στο σημείο αυτό και την αντίθετη άποψη του Σεφέρη από την ομιλία του κατά την απονομή του νόμπελ : «Ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα δὲν ἔπαψε ποτέ της νὰ μιλιέται. Δέχτηκε τὶς ἀλλοιώσεις ποὺ δέχεται καθετὶ ζωντανό, ἀλλὰ δὲν παρουσιάζει κανένα χάσμα.».[4]

(-Δ΄) Οι ιδέες του για τη θρησκεία.)

Ο Κοραής πιστεύει στις βασικές ιδέες του Διαφωτισμού χωρίς να παύσει στιγμή να πιστεύει και στην πατρώα θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας, αν και συχνά είχε καταγγείλει εκτροπές των λειτουργών της, ( βλ. έτσι τον σπουδαίο θεολόγο Δημήτριο Μπαλάνο : «Ο Κοραής περί εκκλησίας και κλήρου» ). Προσπάθησε να μείνει μακριά, όπως έγραψε, από την «Σκύλλαν της απιστίας» και την «Χάρυβδιν της δεισιδαιμονίας», ( πάλι η μέση οδός όπως και με την γλώσσα ). Ένθερμος υποστηρικτής της ανεξιθρησκίας είχε εκφράσει τη γνώμη ότι δεν θα έπρεπε να υπάρχει συνταγματική αναφορά περί επικρατούσας θρησκείας και είχε ενθαρρύνει την αυτοκεφαλία της Ελλαδικής Εκκλησίας έναντι του Πατριαρχείου, απόψεις για τις οποίες επικρίθηκε από πολλούς μέχρι σήμερα.

(-Ε) Εργογραφία.)

Το συγγραφικό, μεταφραστικό και εκδοτικό έργο του είναι τεράστιο και η έκτασή του δεν επιτρέπει την πλήρη έκθεσή του στην παρούσα αναφορά.

Για την διάδοση της μελέτης των έργων των αρχαίων συγγραφέων, προέβη συστηματικά σε επιμελημένες εκδόσεις σημαντικών κειμένων της αρχαίας γραμματείας. Αυτές περιλαμβάνονται στη σειρά «Ελληνική Βιβλιοθήκη», (17 τόμοι) και στα «Πάρεργα της Ελληνικής Βιβλιοθήκης», (9 τόμοι), ενώ κάποιες αποτελούν ανεξάρτητες εκδόσεις εκτός σειράς. Οι εκδόσεις του συνοδεύονται πάντα από παρατηρήσεις και σχόλια στην κοινή νέα ελληνική γλώσσα, (κάποια υπό μορφή επιστολής), που απέδιδαν τις ηθικές, φιλοσοφικές, γλωσσικές  και πολιτικές του απόψεις. Αυτά είναι τα πολύτιμα «Προλεγόμενα» των εκδόσεών του. Υπάρχουν επίσης τα λεγόμενα Άτακτα, ήτοι συλλογή σε επτά (7) τόμους μικρών, φιλολογικών κυρίως, εργασιών του.

Στο έργο του περιλαμβάνεται και η εκτεταμένη επιστολογραφία του με σημαντικούς ανθρώπους της εποχής του, Έλληνες και ξένους, με την οποία αφήνει σημαντικές παρακαταθήκες. – Έτσι αλληλογραφεί : (ενδεικτικά) : με τον τρίτο πρόεδρο των ΗΠΑ Τόμας Τζέφερσον, ζητώντας του πληροφορίες για το πολίτευμα της χώρας του, με τον Γάλλο στρατηγό Λαφαγιέτ, που έλαβε μέρος στον πόλεμο της αμερικανικής ανεξαρτησίας, με τον Άγγλο νομομαθή, φιλόσοφο και κοινωνιολόγο Jeremy Bentham, με τον Ιωάννη Καποδίστρια, (πριν από τη ρήξη των σχέσεών τους), με τον Αλ/δρο Μαυροκορδάτο, προς τον οποίο δίνει συμβουλές για το «προσωρινό πολίτευμα της Ελλάδος», προτείνοντας την υιοθέτηση του βορειοαμερικανικού πολιτεύματος, ( βλ. την επιστολή αυτή ενσωματωμένη στα προλεγόμενά του των Ηθικών Νικομαχείων ), με τον Δημ. Υψηλάντη, τον Ανδρ. Μιαούλη, τον Κων. Κανάρη και τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, προς τους οποίους όλους δίνει συμβουλές για εθνική ομοψυχία.

Από τα νομικο – φιλοσοφικά έργα του αξίζει να αναφερθούν ιδιαίτερα : (1) Η ελληνική μετάφραση, το 1802, του έργου του Βεκκαρία «Περί αμαρτημάτων και ποινών», την οποία αφιερώνει στην τότε νεοσύστατη, πρώτη σύγχρονη ελληνική πολιτεία των Ιονίων Νήσων και (2) Η «Διατριβή Αυτοσχέδιος περί του περιβοήτου δόγματος των Σκεπτικών Φιλοσόφων και των Σοφιστών, Νόμω Καλόν, Νόμω Κακόν» (1819). Με το έργο του αυτό ο Κοραής πήρε θέση σε μία αρχαιότατη διαμάχη περί του αν υπάρχει ένα υπεράνω του θετικού δικαίου φυσικό δίκαιο, προερχόμενο από την ουσία – τη φύση του ανθρώπου ως έλλογου όντος, με βάση το οποίο κρίνεται η ορθότητα των νόμων που θεσμοθετούνται στις ανθρώπινες κοινωνίες, όπως είχαν υποστηρίξει κυρίως ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, οι Στωικοί και άλλοι, ή αν το δίκαιο ή το άδικο είναι μόνο αυτό που οι ανθρώπινοι νόμοι ορίζουν κάθε φορά σαν τέτοιο, όπως είχαν υποστηρίξει οι Σοφιστές. Στο εν λόγω έργο του σημειώνει ότι κριτήριο της αληθείας είναι όχι οι αισθήσεις αλλά ο ορθός, άλλως ο κοινός ή θείος λόγος και ότι ο λόγος αυτός «σημαίνει την λογικήν δύναμιν, την οποίαν έχοντες κοινήν οι άνθρωποι, κοινώς και ομοφώνως όλοι, ή καν το πλειότερον αυτών μέρος, διακρίνουσι την αλήθειαν από το ψεύδος, το καλόν από το κακόν, το δίκαιον από το άδικον, χωρίς να προσμένουν να το μάθωσι από τους νόμους, ή τας υπολήψεις και δόξας μερικού τινός έθνους, ή τινών ανθρώπων». – Κατά τον Κοραή το Δίκαιο δεν ταυτίζεται με το κρατικό δίκαιο, αλλά το τελευταίο αποτελεί μια συνεχή προσπάθεια ερμηνείας του αυθεντικού Δικαίου, το οποίο βρίσκεται ανάμεσα σε δύο πόλους βασικούς της ανθρώπινης ζωής – την εξουσία και την αγάπη.[5] Αντίστοιχα, στη σημερινή νομική γλώσσα, θα λέγαμε πως το αληθές δίκαιο βρίσκεται ανάμεσα στην πλήρη ικανοποίηση μιας νόμιμης αξίωσης και στην επιείκεια απέναντι στον υπόχρεο, κατά το λατινικό summum jus summa injuria”.

(7) Επίλογος :

Σε όλη την ζωή του ο Κοραής προβληματίσθηκε πάνω στις ιδέες – προτάγματα της Γαλλικής Επανάστασης «Ελευθερία – Ισότητα – Αδελφότητα». Συνέτασσε επιστολές ακόμα και προς τον ίδιο τον εαυτό του για να διασώσει τις σκέψεις του. Η ελευθερία μας λέει σημαίνει «υποταγή εις τους νόμους» δηλαδή η ελευθερία ορίζεται αποφατικά με βάση τους περιορισμούς της. Οι νόμοι όμως πρέπει να είναι δίκαιοι. Και για να είναι δίκαιοι πρέπει να στηρίζονται στην κατ’ αξίαν ισότητα, η οποία δεν καταργεί τις φυσικές ανισότητες αλλά τις περιορίζει : «του βάρους τόσον μόνο μέρος επιβάλλει εις καθένα, όσον δύναται να βαστάσει. Του κέρδους τόσον μόνον μέρος χαρίζει εις αυτόν, όσον ημπορεί να πραγματευθεί εις κοινήν όλων των πολιτών ωφέλειαν». Και εδώ έρχεται να συμπληρώσει την ιδεολογία του Κοραή η έννοια της «αδελφότητας», καθόσον δίκαιος είναι εκείνος ο οποίος ενεργεί «αδελφικώς», δηλαδή έχοντας κατά νου ότι «όλοι οι συμπολίται, όντες όμοιοι (κατά) την φύσιν άνθρωποι, την αυτήν κλίσιν και ακολούθως το αυτό δίκαιον, ( δηλαδή  δικαίωμα ), έχουν να απολαύσωσιν αναλόγως όλα τα αγαθά, όσα κάμνουν ευδαίμονα τον πολίτην».

– Καθώς περπατάμε πολλές φορές βιαστικά έξω από το παλιό κεντρικό κτήριο του Πανεπιστημίου, ας σταματήσουμε μια φορά κι ας προσέξουμε τους τέσσερις ανδριάντες που κοσμούν το προαύλιο και την πρόσοψή του. Είναι ο Κοραής και ο Καποδίστριας καθήμενοι, ο Ρήγας Φεραίος και ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄ όρθιοι. Είναι όλοι δικοί μας, αλλά αντιπροσωπεύουν τελείως διαφορετικά οράματα για την μοίρα του Ελληνισμού, έχοντας υπάρξει ιστορικά και μεγάλοι αντίπαλοι μεταξύ τους. Ο καθένας με τον τρόπο του συνέβαλαν για να διαμορφωθεί αυτό το οποίο είμαστε εμείς σήμερα. Αν αναρωτηθούμε τι πρέπει να κάνουμε για το μέλλον, ας αναλογισθούμε τον γέροντα των Παρισίων και την περίφημη «μέση οδό» του, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα υποστηρίξουμε με σθένος την προσωπική γνώμη μας, όπως κι εκείνος.-

Αθήνα 7 – 11 – 2021.

 

[1] ( βλ. λ.χ. την καταδίκη του Βενιαμίν Λέσβιου για την διδασκαλία του ηλιοκεντρικού συστήματος, όπως παλιότερα του Μεθόδιου Ανθρακίτη για τη διδασκαλία της άλγεβρας και της Ευκλείδειας Γεωμετρίας, και άλλων ).

 

[2] ( βλ. έτσι μεταξύ άλλων και Roderick Beaton, «Ελλάδα-η βιογραφία ενός σύγχρονου έθνους»).

[3] Γράφει χαρακτηριστικά : «Προθυμηθείτε να μετακενώσετε οι κοσμικοί εις τας πατρίδας, οι αρχιερείς εις τας επαρχίας την παιδείαν της φωτισμένης Ευρώπης.»  ( Προλεγόμενα στον 1ο τ. της Ελλ. Βιβλ., σ. 562 ) – «Των επιστημών όσαι φωτίζουν σήμερον την Ευρώπην, τα πρώτα σπέρματα και στοιχεία εγεννήθησαν εις την πατρίδαν των Ελλήνων και σώζονται εις τα βιβλία των Ελληνικών συγγραφέων.» – ( Προλεγ. στον 4ο τ. της Ελλ. Βιβλ., σ.39 ).

[4] βλ. και Μανώλη Τριανταφυλλίδη ότι τα νέα ελληνικά είναι η ίδια γλώσσα με την αρχαία αλλά εξελιγμένη, αν και γενικά επιδοκιμάζει τον Κοραή ).

 

[5] (βλ. έτσι τον ερευνητή Δημήτριο Χαραλαμπίδη από το βιβλίο του «Ο Αδαμάντιος Κοραής και η πολιτική» σελ. 61 έως 64).